Η φωτογραφία από εδώ
61 γυναίκες στο Μπούχενβαλντ
Στη Βαϊμάρη χώρισαν τα δύο γυναικεία βαγόνια από το συρμό. Αυτό το εφιαλτικό ταξίδι κράτησε 14 μέρες, και φθάσαμε βορειοανατολικά του Βερολίνου στο στρατόπεδο - κάτεργο Ράβενσμπρουκ. Εκεί μας πήραν ρούχα, παπούτσια, βέρες και μας έντυσαν με το ριγέ ρούχο του κατάδικου, με νούμερο στο μανίκι. Κι από κει και πέρα για τους Γερμανούς είμαστε ένα νούμερο.
Από τις 150 χιλιάδες γυναίκες (από 23 εθνικότητες) οι 100 χιλιάδες εξοντώθηκαν από βασανιστήρια, βιολογικά πειράματα και σε θαλάμους αερίων. Σ' αυτό το στρατόπεδο μείναμε κάπου 40 μέρες κάνοντας διάφορες αγγαρίες. Θυμάμαι πως, ζεμένες σαν τα ζώα, σέρναμε ένα κύλινδρο οδοστροτήρα ή καταβρέχαμε τις πρασιές, και όταν ακόμα έβρεχε με το τουλούμι.
Σύμφωνα με τη διαταγή του Γκέμπελς ( εξόντωση δια της εργασίας) μας πήραν για ένα άλλο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Επειδή ο σταθμός είχε βομβαρδιστεί, έως ότου επισκευαστεί, μας έκλεισαν σε μια παράγκα (χωρητικότητας 500 ατόμων), 2000 γυναίκες . Σκηνή που δεν μπορεί να τη συλλάβει νους ανθρώπου.
Το καινούριο στρατόπεδο ήταν παράρτημα του Μπούχενβαλντ. Είκοσι από μας μεταφέρθηκαν στο Σλίμπεν, σ' ένα στρατόπεδο εξόντωσης Τσιγγάνων. Όταν γυρίσαμε είχε αλλάξει η όψη μας, μαλλιά κόκκινα και νύχια φαγωμένα από τις αναθυμιάσεις των αερίων. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν είναι δυνατόν να περιγράψω τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Αναφέρω μόνον το " Στράφαππέλ" που συνήθως γινότανε τις Κυριακές, την ώρα που πλέναμε το μοναδικό μας φουστάνι· ούρλιαζε η σειρήνα και οι Εσ-σίτες ορμούσαν στους θαλάμους και με το βούρδουλα μας έβγαζαν στο ύπαιθρο, κάτω από το μηδέν, και στεκόμαστε ατέλειωτες ώρες ακίνητες, ανάλογα με τα κέφια τους.
Όλο το διάστημα δεν μας επέτρεψαν ούτε ένα γράμμα να στείλουμε. Οι δικοί μας δεν ξέρανε αν ζούμε. Ιδιαιτερα για μας τις μανάδες που είχαμε αφήσει μικρά παιδιά, η θέση μας ήταν τραγική. Αυτό που κράτησε το ηθικό μας ψηλά ήταν η συνοχή και η μεγάλη αλληλοβοήθεια μεταξύ μας. Δυστυχώς η συμπαράστασή μας δεν μπόρεσε να βοηθήσει και τη Βαγγελιώ τη Ρίζου που τρελλάθηκε και μας την πήραν για τα κρεματόρια. Και κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δε σταματήσαμε τον αγώνα κατά του ναζισμού.
Με κίνδυνο της ζωής μας σαμποτάραμε τη δουλειά στο εργοστάσιο που μας υποχρέωναν να δουλεύουμε. Κάποτε σκέφτηκαν να μας δελεάσουν με το "πριμ", για να δουλεύουμε καλύτερα. Σαν αποτέλεσμα ήταν να μην το πάρει καμιά, ακόμα κι αυτές που δεν είχανε καμιά σχέση με την Αντίσταση. Κι αυτό οφειλόταν στη στάση τη δική μας, που δεν τις ξεχωρίζαμε ποτέ. Γι' αυτό το λόγο, σ' ένα τμήμα του εργοστασίου, τις έκλεισαν στην απομόνωση. Εξ αιτίας αυτού του περιστατικού δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύχτα από την αγωνία μας. Ευτυχώς δεν τις εκτελέσανε γιατί ήταν ένα ολόκληρο τμήμα και θα καθυστερούσε η δουλειά σ' όλο το εργοστάσιο.
Οι συνθήκες στη δουλειά ήταν εξοντωτικές, μαζί με το προσκλητήριο 14 ώρες μια βδομάδα μέρα και μια νύχτα, εκτός από τα "Στραφαππέλ". Η διατροφή, άθλια, είχε σαν αποτέλεσμα να γίνουμε σκελετοί. Σε όλες μας έγινε αμέσως τεχνητή διακοπή της περιόδου, στις 25 οι 10, ποσοστό 40%, στείρες, και το ένα τέταρτο θάνατος από καρκίνο, και από φυματίωση και άλλες αρρώστιες.
Στις αρχές του '45 είχαμε καταλάβει ότι πλησιάζει το τέλος του ναζισμού. Στις 13 Απρίλη ακούγαμε το πυροβολικό των Αμερικανών όλο και πιο κοντά και περιμέναμε ώρα την ώρα και τη δικίά μας απελευθέρωση. Δυστυχώς, τα Ες - Ες υπακούοντας εντολή του Χίμμλερ, που έλεγε ότι κανένας κρατούμενος δεν θα' πρεπε να μείνει ζωνατνός, μας ξεσήκωσαν από το στρατόπεδο με προορισμό να μας μεταφέρουν στα βουνά της Τσεχοσλοβακίας, το τελευταίο καταφύγιο των Ες - Ες. Ο κλοιός των Συμμάχων έκλεισε τη Δρέσδη. Έτσι μας περιέφεραν μέσα στη Σαξονία, νηστικές, με μια κουβέρτα στο κεφάλι κάτω από βροχή και τσουχτερό κρύο. Όποια δεν ήτανε σε θέση να περπατήσει και σταματούσε την εκτελούσαν, γι' αυτό στους δρόμους που περνούσαμε βλέπαμε σε χαντάκια τουμπανιασμένα πτώματα κρατουμένων. Τότε καταλάβαμε ότι όλη η Γερμανία ήταν ένα στρατόπεδο.
Ύστερα από εξουθενωτική πορεία δύο εβδομάδων απελευθερωθήκαμε, άλλες από τους Ρώσους, άλλες από τους Αμερικάνους, πριν προλάβουν τα Ες - Ες να μας εξοντώσουν. Εκτός από τη Μαρία την Κουρή που πέθανε ένα μήνα μετά την απελευθέρωση σε νοσοκομείο της Λιψίας, και πολλές άλλες είχαν την ίδια τύχη μετά την επιστροφή μας στην Ελλάδα, και σήμερα δε ζουν παρά 20.
Εκτός από τη δική μας αποστολ΄γ έχω ακουστά κι άλλες, όπως αυτή από την Πέρα Χώρα του Λουτρακίου, Ιούλη του 1944, άλλη μια του Αυγούστου '44 από την περιοχή Κορινθίας, από το Εμπειρίκειο Κρήτης και άλλες που δεν έχω υπόψη μου
Ομιλία της Ευγενίας Λαμπρινού για την ΕΡΤ1 το Γενάρη του 1986.
Παρατίθεται αντί Προλόγου στο βιβλίο της Μαρίας Τσισκάκη - Γαλιατσάτου Ελληνίδες σε ναζιστικά στρατόπεδα. Μια άγνωστη σελίδα της γυναίκας στον αντιφασιστικό αγώνα, Βιβλιοθήκη " Η Εθνική Αντίσταση", Αθήνα 1998
Η Ευγενία Λαμπρινού, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, ήταν σύζυγος του κομμουνιστή αγωνιστή Γιώργη Λαμπρινού και μητέρα του σκηνοθέτη Φώτη Λαμπρινού. Είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή και μετά από την κράτησή της στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγήθηκε μαζί με άλλες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Αυγούστου 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου