Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Σπάνιο ντοκουμέντο: “Αιχμάλωτοι” του Γιώργου Κοτζιούλα



Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος 

Στις 12 του Οκτώβρη 1944, τα χαράματα, μαχητές του ΕΛΑΣ κατεβάζουν από τον βράχο της Ακρόπολης τη γερμανική σημαία. Σε λίγες ώρες, σαν αφρισμένο ποτάμι ο λαός της Αθήνας υψώνοντας τα λάβαρα του ΕΑΜ πλημμυρίζει κάθε δρόμο και πλατεία, πανηγυρίζοντας για την απελευθέρωσή του από το ζυγό της ναζιστικής σκλαβιάς. Ο αέρας της λευτεριάς μεταφέρει απ’ άκρη σ’ άκρη στην υπόλοιπη Ελλάδα τα μυριόστομα συνθήματα των διαδηλωτών, που εκφράζουν τον πόθο όλου του λαού για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, με το λαό αφέντη στον τόπο του.

Στην Ήπειρο η απελευθέρωση ήρθε από τον ΕΛΑΣ αργότερα και όχι την ίδια χρονική στιγμή για κάθε περιοχή. Για παράδειγμα στα Γιάννενα ακολούθησε με διαφορά λίγων ημερών, ενώ στην Άρτα, που ο ΕΛΑΣ είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τους ναζί καταχτητές και τον καθοδηγούμενο από τους Άγγλους ΕΔΕΣ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1944.

Ένα σπάνιο ντοκουμέντο, ένα άγνωστο κείμενο του Ηπειρώτη λογοτέχνη Γιώργου Κοτζιούλα, που εκτός από σπουδαίος ποιητής, υπήρξε επίσης πεζογράφος, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας, με πλουσιότατο έργο και συμμετοχή στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, παρουσιάζουμε σήμερα από την Κατιούσα. Ο Γιώργος Κοτζιούλας είχε ενταχτεί από το 1943 στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ακολούθησε τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας και δημιούργησε τη «Λαϊκή Σκηνή» όπου ανέβαζε δικά του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των κατοίκων των χωριών της Ηπείρου που περιόδευε. Παράλληλα γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και χρονικά, και συλλέγει μαρτυρίες, δημιουργώντας ένα πολύτιμο και μεγάλο σε όγκο «αρχείο» όπου καταγράφονται πρόσωπα και γεγονότα της περιόδου.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας σε νεαρή ηλικία

Το σπάνιο κείμενο που παρουσιάζουμε διασώθηκε χάρη στον ίδιο τον αντάρτη ποιητή που «σύμμασε» (συμμάζεψε) όπως συνηθίζουν να λένε στα χωριά της περιοχής απ’ όπου κατάγεται, το απόκομμα μιας εφημεριδούλας σχεδόν μισο-κατεστραμμένο (έτσι δεν σώζεται η χρονολογία), για να διατηρηθεί στο Αρχείο Γιώργου Κοτζιούλα και να μας παραχωρηθεί ευγενικά από τον γιο του ποιητή, Κώστα Κοτζιούλα, φιλόλογο και επιμελητή του Αρχείου. Από μια μικρή έρευνα διαπιστώσαμε ότι στο Επιμορφωτικό Κέντρο Βιβλιοθήκη – Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης» σώζονται δυο φύλλα της εφημερίδας «Λαϊκός Αγωνιστής» με έτος κυκλοφορίας το 1944. Αυτό όμως από μόνο του δεν είναι στοιχείο ικανό για να ισχυριστεί κάποιος ότι και το φύλλο που φιλοξένησε το «σα χρονογράφημα» κείμενο, καθώς και μικρό απόσπασμα από το ποίημα «Καραϊσκάκηδες» του Γ. Κοτζιούλα τυπώθηκε την ίδια χρονιά.

Ο Γ. Κοτζιούλας περιγράφει την άφιξη μιας ομάδας Γερμανών αιχμαλώτων, στην έδρα της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, στην Ήπειρο. Με εικόνες ολοζώντανες περνάνε μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη τα «χρώματα» της ήττας του φασίστα καταχτητή και τα συναισθήματα των λουφαγμένων πια – άλλοτε αιμοβόρων κι αδίστακτων θηρίων – που ατενίζουν σιδηροδέσμιοι και φοβισμένοι την προδιαγεγραμμένη μα και δίκαιη τιμωρία. Όμως ο Κοτζιούλας δεν αρκείται στην περιγραφή των ηττημένων καταχτητών. Βουτάει την πένα του στα εγκλήματα του φασισμού και στην αποφασιστικότητα του απελευθερωτικού αγώνα στο βουνό, τις πόλεις και τα χωριά, και βρίσκεται δίπλα στους λαούς της Ευρώπης που πολεμάνε να συντρίψουν το τέρας του φασισμού, αναγνωρίζοντας το λαό ως τιμωρό των εγκληματιών και αυριανό οικοδόμο της νέας λεύτερης και λαοκρατικής πατρίδας.

Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας αντάρτης του ΕΛΑΣ

Ας διαβάσουμε όμως το κείμενο:

ΣΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ


ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

Στις τελευταίες επιχειρήσεις οι αντάρτες της Μεραρχίας μας είχαν μια ζωντανή λεία. Μαζί με τα λάφυρα έφεραν μαζί τους και κάμποσους Γερμανούς αιχμαλώτους. Τους πέρασαν για το κρατητήριο τον έναν πίσω απ’ τον άλλον. Καταπτοημένοι, με τσουβάλια στα πόδια, έγερναν ακουμπώντας στα ραβδιά, αξύριστοι και θλιβεροί. Σου έδιναν την εικόνα του ζωντανού πτώματος. Ήταν φανερό πως είχαν χάσει το κουράγιο και την ελπίδα τους, πως δεν είχαν να περιμένουν τίποτε απ’ τη ζωή… Αυτοί που ήταν γεμάτοι έπαρση και αλαζονεία, έτοιμοι να πιστολίσουν κάθε παραβάτη με το παραμικρό, τώρα που έπεσαν στα χέρια των ανταρτών μας άλλαξαν αμέσως ύφος. Πάει ο παλιός τους αέρας, αέρας καταχτητών. Έχουν μαζευτεί στην άκρη τους ρίχνοντας γύρω ματιές όλο εχθρότητα κι αποθάρρυνση. Ακόμα δεν πιστεύουν εκείνο που έπαθαν. Έπεσαν στα χέρια των εκδικητών, εκείνων που αποκαλούσαν συμμορίτες και που τους απειλούσαν με εξόντωση.  Τι θ’ απογίνουν, αυτό είναι που τους ανησυχεί. Θα τους σκοτώσουν; θα τους κρατήσουν; Έχουν διαπράξει τόσα εγκλήματα οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ώστε δεν έχουν ελπίδα σωτηρίας. Τα χέρια τους είναι βαμμένα μ’ αίμα, αίμα αθώων. Τα κατορθώματά τους είναι σκοτωμοί, πλιάτσικα, ατιμίες. Αυτά τα ξανθά κτήνη απολύθηκαν στις χώρες της Ευρώπης έχοντας εντολή απ’ τον αφέντη τους να μην αφήσουν τίποτε ορθό. Έκαψαν, βίασαν, ρήμαξαν, σκόρπισαν το θάνατο και την καταστροφή. Όργανα τυφλά του λυσσασμένου φασισμού, θέλησαν να μεταβάλουν τον κόσμο σε απέραντο σφαγείο, σ’ αγέλη ανδραπόδων. Αλλά δεν άργησαν να βρουν το δάσκαλό τους. Η Χιτλερική θύελλα βρήκε μπροστά της το Ρωσικό κολοσσό, την αντίσταση όλων των Συμμάχων. Ο “Υπεράνθρωπος” του μανιακού Νίτσε χτυπάει την κεφάλα του απάνω στο βράχο. Όσο δυνατότερα είναι τα χτυπήματα, όσο πιο πολύ αίμα τού φεύγει, τόσο τα ουρλιάσματα της λύσσας μεγαλώνουν, τόσο τον κυριεύει η έξαψη του χαλασμού. Αλλά πόσα θα κάμουν ακόμα; Έφτασε το τέλος τους. Το τέρας το χτυπούν από παντού με το στρατό, με την αεροπορία, με τα τσεκούρια, σύμμαχοι, αντάρτες, όλοι οι λαοί. Ακόμη και εμείς εδώ απάνω, που ως τώρα εξαιτίας των συνθηκών κρατιόμασταν σε άμυνα, κατεβαίνουμε στους δρόμους, χτυπάμε αυτοκίνητα, τους αρπάζουμε υλικό. Και αυτό είναι ακόμα η αρχή. Τα τιμημένα παιδιά του λαού που γυρίζουν στα βουνά με τ’ όπλο στον ώμο δε θα περιοριστούν σε αψιμαχίες! Θ’ αρχίσουν από δω και πέρα τους αιφνιδιασμούς, τις εξορμήσεις, μην αφήνοντας ούτε στιγμή ησυχίας στους επιδρομείς. Ο τόπος μας πρέπει πια να ησυχάσει απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Αλλά δεν θα ησυχάσει πριν διωχτεί και το τελευταίο κάθαρμα του Χίτλερ από δω, πριν βουλώσουν για πάντα το στόμα τους κι’ οι ντόπιοι προδότες. Ο λαϊκός μας στρατός έχει τώρα τη δύναμη να δείξει σ’ όλους τους εχθρούς του πως δε μπορούν να εγκληματούν και να οργιάζουν εις βάρος του λαού. Καθένας που αντέδρασε στην Εθνική μας υπόθεση, όποιος με τη στάση του βοήθησε τους τυράννους, θα έχει την οργή των νεκρών. Η ώρα της πληρωμής πλησιάζει και το οικοδόμημα της ελεύθερης πατρίδας και της λαοκρατίας θα στηθεί απάνω σε ατράνταχτες βάσεις. Τόσα ελληνόπουλα στις πόλεις και στα βουνά δεν έχυσαν το αίμα τους για γούστο. Ο γίγας λαός ύψωσε κιόλας το ανάστημά του. Αυτός θα πει την τελευταία λέξη, να το θυμάστε.

                                                                                           Γ. Κ.[ΟΤΖΙΟΥΛΑΣ]



Παραπάνω από εμφανή τα σημάδια του χρόνου, στο απόκομμα της εφημερίδας “Λαϊκός Αγωνιστής” με τους στίχους από το ποίημα “Καραϊσκάκηδες” του Γιώργου Κοτζιούλα

Απ’ όσο γνωρίζουμε δεν είναι καταγραμμένο πού αιχμαλωτίστηκαν και από ποιους, οι Γερμανοί στρατιώτες. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Λαϊκός αγωνιστής», όργανο της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ,  στη σελίδα 2, στη στήλη «ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ» μαζί με ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα «Καραϊσκάκηδες» («ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ»), 1944. Πρόκειται για την πρώτη και την τρίτη στροφή του ποιήματος που αποτελείται από πολλές στροφές.

Αντιγράφουμε τους στίχους από το απόκομμα της εφημερίδας:

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΔΕΣ

Στρατός από ξυπόλητους και νηστικούς περνά,
πόχουν δικό τους όνομα, δικό τους μπαϊράκη.
Στο πόδι κιόλα βρίσκεται το Ρα[ντοβίζι,] να,
φουσάτο κίνησε έχοντας μπροστά τον Καραϊσκάκη.

(…)

Δε βλέπεις φέρμελες εδώ, τσαπράζια και σπαθιά
μηδέ ακουστούς πολέμαρχους, λαμπρούς καπεταναίους,
η ανέχεια χρόνους όργωσε τα πρόσωπα βαθιά
κι ούτε είναι τα μπαλώματα που δείχνουν τους ωραίους.

Φέρμελες (η φέρμελη, λέξη μάλλον αλβανικής προέλευσης), είναι τα γιλέκα των ευζώνων, στολισμένα με μετάξι και χρυσό.

Τσαπράζια (το τσαπράζι, λέξη τουρκικής προέλευσης)  κοσμήματα κυρίως αντρικά, που έφεραν στις φορεσιές τους κυρίως οι Σουλιώτες, αλλά και οι Σαρακατσάνοι και οι Πόντιοι.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων στις 23 του Απρίλη 1909. Τελείωσε με πολλές δυσκολίες το Γυμνάσιο στην Άρτα και το 1927 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή, από την οποία πήρε το πτυχίο του μόλις το 1938. Εργάστηκε ως διορθωτής και συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες και δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, βιβλιοκριτικές, δοκίμια και μεταφράσεις. Το 1931 εξέδωσε την κριτική μελέτη «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την ποιητική συλλογή «Εφήμερα».

Η ανέχεια και οι άσχημες συνθήκες ζωής και δουλειάς, που τον ακολούθησαν σχεδόν σε όλη τη ζωή του, τον οδήγησαν όχι μόνο στη φυματίωση, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να ζήσει σε σανατόρια και παράγκες στην Πάρνηθα και την Πεντέλη τη διετία 1935-36, αλλά και κλόνισαν γενικότερα την υγεία του και τον οδήγησαν νωρίς στον θάνατο.

Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1947)

Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Σιγανή φωτιά», «Δεύτερη ζωή» και «Ο γρίφος» (1938), τα πεζογραφήματα «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα» (1939), αμέσως μετά τον πόλεμο τα «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του αγώνα» (1946) και λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του τα «Φυγή στη φύση» (1952) και «Ηπειρώτικα» (1954).

Ο Γιώργος Κοτζιούλας εντάχτηκε από το 1943 στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ακολούθησε τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας και δημιούργησε τη «Λαϊκή Σκηνή» όπου ανέβαζε δικά του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των κατοίκων των χωριών της Ηπείρου που περιόδευε. Παράλληλα γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και χρονικά, και συλλέγει μαρτυρίες, δημιουργώντας ένα πολύτιμο και μεγάλο σε όγκο «αρχείο» όπου καταγράφονται πρόσωπα και γεγονότα της περιόδου.

Μετάφρασε πολλά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Τσβάιχ, Μοπασάν, Βερν) αλλά και Έλληνες και Λατίνους κλασικούς. Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε το δοκίμιό του «Που τραβάει η ποίηση;» (1950), κριτική της μοντέρνας ποίησης.

Παντρεύτηκε το 1950 την Ευμορφία Κηπουρού, με την οποία απέκτησε το 1951 έναν γιο, τον Κώστα.

Έφυγε από τη ζωή στις 29 του Αυγούστου 1956, σε ηλικία μόλις 47 χρόνων.

Βιβλία του Γ. Κοτζιούλα που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια: Η επιλογή ποιημάτων του Γ. Κοτζιούλα, «Ποιήματα», με χαρακτικά του Αλέκου Φασιανού (Μίμνερμος 2013), η συλλογή διηγημάτων «Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα» (Νηρέας 2014 και Δρόμων 2016) και οι μεταφράσεις του, «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει Αρχαίους Έλληνες ποιητές» (Οδυσσέας 2015), και επανεκδόσεις όπως τα τρίτομα «Απαντά» του (Δίφρος 2013), το «Θέατρο στα βουνά» (Δρόμων 2014) και το «Όταν ήμουν με τον Άρη» (Δρόμων 2015) κ.ά.

Βιβλία για τον Γ. Κοτζιούλα: Η εκτενής βιογραφία του από την Αθηνά Βογιατζόγλου «Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα» (Κίχλη 2015), το αφιέρωμα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων Γιώργος Κοτζιούλας, «Αφιέρωμα» (Δρόμων 2015) και το αντίστοιχο της Ι.Λ.Ε.Τ. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα. Δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης» (Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2016).

(Στην κεντρική φωτογραφία: Γερμανοί SS κρατούμενοι στη Νορμανδία)

Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Κώστα Κοτζιούλα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου, του αποκόμματος της εφημερίδας “Λαϊκός Αγωνιστής” και τα στοιχεία σχετικά με το  απόσπασμα του ποιήματος.

Αναδημοσίευση από Κατιούσα

Δεν υπάρχουν σχόλια :