Γύρω από το τμήμα του μονοπατιού που είχε καταπατήσει ο Ιμπρεσάριο, η Κοινότητα είχε στήσει έναν ξύλινο φράκτη.
Η τοποθέτηση του φράκτη έπρεπε κανονικά να βάλει τέρμα στις κουβέντες των χωριανών που δεν έπαυαν να αναρωτιούνται, πώς ήταν δυνατό ν' αποκτήσει κάποιος ένα κομμάτι γης που εδώ και χιλιάδες χρόνια ανήκε σε όλους· οι συζητήσεις, όμως, δεν έπαψαν. Μια νύχτα ο περιβόητος φράκτης κάηκε.
" Το ξύλο ήταν υπερβολικά ξερό", ήταν η εξήγηση του Μπεράρντο. " Το έκαψε ο ήλιος."
" Πες καλύτερα το φεγγαρόφωτο" το διόρθωσα. " Κάηκε τη νύχτα."
Ο Ιμπρεσάριο έβαλε να ξαναφτιάξουν ένα δεύτερο φράκτη με έξοδα της Κοινότητας και τοποθέτησε, σαν φρουρό, έναν οπλισμένο σκουπιδιάρη του δήμου. Ήταν όμως ποτέ δυνατό ένας σκουπιδιάρης να φοβίσει ένα μονοπάτι, που από τη μέρα της δημιουργίας του, είδε τόσα στη ζωή του, πολέμους, επιδρομείς, καυγάδες βοσκών, ληστών και λύκων;
Παρουσία του σκουπιδιάρη, ο φράκτης ξανάπιασε φωτιά. Το μόνο που εκείνος είδε καθαρά ήταν οι φλόγες που έβγαιναν από τη γη και, μέσα σε λίγα λεπτά, έκαναν στάκτη τον φράκτη. Κι όπως συνήθως γίνεται με τα θαύματα, ο σκουπιδιάρης έτρεξε να διηγηθεί αμέσως το γεγονός στον ιερέα ντον Αμπάκιο κι ύστερα σε όλους όσους είχαν όρεξη να τον ακούσουν, και ο ντον Αμπάκιο αποφάσισε ότι επρόκειτο αναμφίβολα για ένα υπερφυσικό φαινόμενο σατανικής προέλευσης. Κατόπιν αυτού, εμείς συμφωνήσαμε ότι, τελικά, ο σατανάς δεν είναι τόσο κακός, όσο λένε. Ο Ιμπρεσάριο όμως έπρεπε να σώσει το κύρος των Αρχών και, μη μπορώντας να συλλάβει τον σατανά αυτοπροσώπως, έχωσε μέσα τον σκουπιδιάρη.
Ποιος ,τελικά, θα υπερισχύσει; αναρωτιόμασταν· ο σατανάς ή ο Ιμπρεσάριο; ( Όλοι μας ήμασταν εναντίον του Ιμπρεσάριο, αλλά φανατικός υποστηρικτής του σατανά ήταν μονάχα ο Μπεράρντο.)
Αυτά συζητούσαμε ένα βράδυ μερικές γυναίκες της Φονταμάρα, ενώ περιμέναμε στην πλατεία, μπροστά από την εκκλησία, να γυρίσουν οι άντρες μας από το Φουτσίνο. Ήταν μαζί μου η Μαρία Γκράτσια, η Τσιαμαρούγκα, η Φιλομένα Καστάνια, η Ρεκιούτα και η κόρη Κανναρότσο, και καθόμασταν, όπως πάντα, στο πεζούλι που προστάτευε την πλατεία από τον γκρεμό. Κοιτούσαμε προς την κοιλάδα που είχε ήδη βυθιστεί στη σκιά. Η κοιλάδα, κομμένη στα δύο από τη θολή γραμμή της εθνικής οδού, έμοιαζε έρημη και σιωπηλή. Ο δρόμος, που ανέβαινε στη Φονταμάρα κάνοντας μεγάλους κύκλους πάνω στην πλάτη του βουνού, ήταν επίσης έρημος και σιωπηλός. Οι άντρες μας θα γύριζαν αργά, γιατί την εποχή του θερισμού δεν υπάρχουν ωράρια. Θυμάμαι, ακόμα, ότι σε μια γωνιά της πλατείας βρισκόταν και η Μαρία Κριστίνα, ντυμένη στα μαύρα γιατί είχε πεθάνει πρόσφατα ο άντρας της, που αέριζε το λίγο στάρι που είχε καταφέρει να μαζέψει από το χωράφι της, περνώντας το μέσα από ένα κόσκινο που κρατούσε ψηλά με τεντωμένα χέρια, κόντρα στον άνεμο.
Καμμιά μας δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί αυτό που θα επακολουθούσε, και λέγαμε πράγματα που λέμε καθημερινά.
" Τι θα δώσουμε στους άντρες μας να φάνε το χειμώνα", έλεγα εγώ, " αν η έλλειψη νερού μας στερήσει τα φασόλια;"
" Και τι θα σπείρουμε το φθινόπωρο", έλεγε η Φιλουμένα, " αν δεν έχουμε καλαμπόκι κι αναγκαστούμε να φάμε όλο το στάρι;"
" Δε βαρυέσαι, αν θέλει ο Θεός, θα περάσουν κι αυτά όπως πέρασαν τόσα άλλα", έλεγε γεμάτη πίστη η Ρεκιούτα. " Πόσες φορές δεν είπαμε πως δεν μπορούμε να τα βγάλουμε άλλο πέρα; Κι όμως τελικά τα φέραμε βόλτα."
Σε μια γωνιά της πλατείας μερικά αγόρια και κορίτσια έπαιζαν τον σερίφη: ο σερίφης δεν μπορεί να πηγαίνει με τα πόδια αλλά μονάχα μ' άλογο, γι' αυτό και το κάθε κοριτσάκι, με τη σειρά του, έκανε το άλογο. Ύστερα έπεσε το δειλινό και εμφανίστηκαν οι πρώτες κωλοφωτιές. Ένα κοριτσάκι ( νομίζω η κόρη της Μαρίας Κριστίνα) ήρθε να με ρωτήσει αν είναι αλήθεια ότι οι πυγολαμπίδες ψάχνουν σπειριά σταριού για το ψωμί των πεινασμένων ψυχών στο Καθαρτήριο· κρατούσε στην ανοιχτή παλάμη μερικά σπειριά σταριού.
Στο μεταξύ, χωρίς να το πάρουμε αμέσως χαμπάρι, άρχισε να σπάει τη σιωπή ένας μονότονος και συνεχής θόρυβος, στην αρχή όμοιος με το βουητό μιας κυψέλης, ύστερα μ' εκείνον των αλωνιστικών μηχανών. Ο θόρυβος ανέβαινε από την κοιλάδα αλλά δεν καταλαβαίναμε από πού ακριβώς. Αλωνιστικές μηχανές, πάντως, δεν φαίνονταν πουθενά. Τα αλώνια ήταν όλα άδεια. Άλλωστε οι αλωνιστικές μηχανές δεν ανέβαιναν ποτέ την κοιλάδα, παρά μόνο στο τέλος του θερισμού. Ξαφνικά ο θόρυβος έγινε πιο καθαρός, και στην πρώτη στροφή του δρόμου που ανέβαινε στο χωριό μας, φάνηκε ένα φορτηγό γεμάτο κόσμο. Αμέσως μετά φάνηκε ένα δεύτερο. Ύστερα ένα τρίτο. Πέντε φορτηγά ανηφόριζαν προς την Φονταμάρα. Αμέσως μετά, όμως, έκανε την εμφάνισή του και ένα έκτο.Να ήταν δέκα; δεκαπέντε; δώδεκα; Η κόρη του Κανναρότσο φώναζε πως ήταν εκατό, αλλά ήταν ακόμα μικρό κοριτσάκι και δεν ήξερε να μετράει. Το πρώτο φορτηγό είχε φτάσει ήδη στην τελευταία στροφή, στην είσοδο της Φονταμάρα, όταν το τελευταίο βρισκόταν ακόμα στους πρόποδες του λόφου. Δεν είχαμε δει ποτέ μας τόσα φορτηγά μαζεμένα. Καμμιά μας δεν είχε ποτέ φανταστεί πως υπήρχαν τόσα πολλά φορτηγά.
Θορυβημένος από τον ανήκουστο θόρυβο ενός τόσο μεγάλου αριθμού αυτοκινήτων, ολόκληρος ο πληθυσμός της Φονταμάρα, δηλαδή οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι που δεν πήγαιναν στα χωράφια, μαζεύτηκε στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία. Ο καθένας ερμήνευε με τον δικό του τρόπο την ξαφνική και αναπάντεχη εμφάνιση τόσων αυτοκινήτων που ανέβαιναν στη Φονταμάρα.
" Έρχονται για προσκύνημα", φώναζε αναψοκοκκινισμένη η Μαριέττα. " Τώρα πια οι πλούσιοι δεν πηγαίνουν με τα πόδια αλλά με τ' αυτοκίνητα. Θα έρχονται να προσκυνήσουν τον άγιο μας, τον Σαν Ρόκκο."
"Μα σήμερα δεν είναι η μέρα του αγίου" είπα.
"Θα είναι αγώνας ταχύτητας μεταξύ αυτοκινήτων", έλεγε ο Τσιπόλα, που ως φαντάρος είχε ζήσει κάποτε σε πόλη. " Θα πρόκειται για κάποιο στοίχημα μεταξύ αυτοκινητιστών για το ποιος θα τρέξει γρηγορότερα. Στις πόλεις κάνουν καθημερινά τέτοιους αγώνες."
Ο θόρυβος των φορτηγών έγινε όλο και πιο δυνατός και εντυπωσιακός. Στον θόρυβο, τώρα, προστέθηκαν και οι άγριες φωνές των αντρών πάνω στα φορτηγά. Το κροτάλισμα κάποιων ξηρών πυροβολισμών και τα σπασμένα τζάμια της εκκλησίας μετέτρεψαν, ξαφνικά, την περιέργειά μας σε πανικό.
" Πυροβολούν, πυροβολούν εναντίον μας, πυροβολούν την εκκλησία!" αρχίσαμε να φωνάζουμε.
" Πίσω, πίσω!" φώναζε ο Μπαλντισέρα σ' εμάς τις γυναίκες που ήμασταν πιο κοντά στο παραπέτο. " Πίσω, γιατί πυροβολούν!"
" Μα ποιοι είναι αυτοί που πυροβολούν; Γιατί πυροβολούν; Γιατί μας πυροβολούν;"
" Γίνεται πόλεμος, γίνεται πόλεμος! φώναζε αναστατωμένος ο Μπαλντισέρα. "Ήρθε ο πόλεμος!"
" Μα γιατί ο πόλεμος; Μα γιατί εναντίον μας ο πόλεμος;"
" Ήρθε ο πόλεμος", επανελάμβανε ο Μπαλντισέρα. " Μονάχα ο Θεός ξέρει το γιατί, αλλά γίνεται πόλεμος."
" Αν γίνεται πόλεμος, πρέπει να πούμε τις δεήσεις για τον πόλεμο", πετάχτηκε ο Τεόφιλο, ο νεωκόρος, και άρχισε να μουρμουρίζει: " Regina pacis ora nobis", όταν μια δεύτερη σειρά πυροβολισμών έκανε κόσκινο την πρόσοψη της εκκλησίας και σκέπασε με σοβάδες όλους όσους εκείνη τη στιγμή βρισκόμασταν κοντά στην πόρτα.
Οι ψαλμωδίες διακόπηκαν. Αυτά που συνέβαιναν, δεν είχαν νόημα. Πόλεμος; Γιατί πόλεμος; Την Τζιουντίνα την έπιασαν οι σπασμοί. Γύρω της, όλες οι άλλες, μοιάζαμε με κοπάδι τρελές κατσίκες. Όλες κραυγάζαμε λέξεις χωρίς νόημα. Μόνο ο Μπαλντισέρα επαναλάμβανε σοβαρός κι ατάραχος: " Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ήρθε ο πόλεμος, δεν γίνεται πια τίποτα, αυτό είναι το πεπρωμένο: όταν έρχεται ο πόλεμος, έρχεται μ' αυτόν τον τρόπο."
Η Μαρία Ρόζα, η μάνα του Μπεράρντο, έκανε μια λογική πρόταση:
" Ας χτυπήσουμε τις καμπάνες. Όταν κινδυνεύει το χωριό πρέπει να χτυπάμε τις καμπάνες. Πάντα έτσι γινόταν!"
Από την ταραχή του, όμως, ο Τεόφιλο δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Έδωσε τα κλειδιά σ' εμένα. Η Ελβίρα, που εκείνη τη στιγμή ήρθε κι αυτή στην πλατεία, θέλησε να με συνοδεύσει στο καμπαναριό. Όταν φτάσαμε όμως στις καμπάνες, φάνηκε να διστάζει. Με ρώτησε:
" Έγινε ποτέ κανένας πόλεμος εναντίον των γυναικών;"
"Δεν άκουσα ποτέ μου κάτι τέτοιο", της απάντησα.
" Επομένως", είπε εκείνη, " αυτοί που ήρθαν, δεν ήρθαν για μας αλλά για τους άντρες. Καλύτερα, λοιπόν, να μη σημάνουμε συναγερμό. Αν χτυπήσουμε τις καμπάνες, οι άντρες, εκεί μακριά που είναι, θα νομίσουν ότι πρόκειται για κάποια πυρκαγιά και θα επιστρέψουν τρέχοντας και,βέβαια θα συγκρουστούν μαζί τους."
Σίγουρα η Ελβίρα σκεφτόταν τον Μπεράρντο. Εγώ σκέφτηκα τον άντρα μου και τον γιο μου. Μείναμε, λοιπόν, πάνω στο καμπαναριό, χωρίς να αγγίξουμε τα σκοινιά.
Ψηλά από το καμπαναριό είδαμε τα φορτηγά να σταματάνε στην είσοδο του χωριού και να αδειάζουν ένα πλήθος από οπλισμένους άντρες. Μια ομάδα παρέμεινε δίπλα στα φορτηγά. Οι υπόλοιποι προχώρησαν προς την εκκλησία.
Κάτω από τα πόδια μας, οι γυναίκες τα παιδιά και οι γέροι της Φονταμάρα είχαν σταματήσει τις δεήσεις και είχαν αρχίσει τα ξορκίσματα. Ο Τεόφιλο, με τρεμάμενη φωνή, έλεγε πρώτος την επίκληση, και οι άλλοι, εν χορώ, απαντούσαν: " Libera nos, domnie". Η Ελβίρα κι εγώ, επίσης γονατισμένες, πάνω στο καμπαναριό, απαντούσαμε χαμηλόφωνα: "Libera nos, domine". Κανείς δεν ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Τεόφιλο έλεγε όλους τους πιθανούς εξορκισμούς, και η καθεμιά πρόσθετε "Libera nos domine", " Ab omni malo, libera nos, Domine", " Ab omni peccato, libera nos, Domine", " Ab ira tua, libera nos, Domine", " A subitannea et improuisa morte, libera nos, Domine", "A spiritu fornicationis, libera nos, Domine"(*)
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη συμφορά που μας επιφύλασσε η μοίρα. Ο Τεόφιλο είχε φτάσει στους εξορκισμούς για τη χολέρα, την πείνα και τον πόλεμο, όταν οι οπλισμένοι άντρες έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία ουρλιάζοντας και σείοντας τα όπλα τους στον αέρα. Ο αριθμός τους μας άφησε άφωνες. Σαν από ένστικτο, η Ελβίρα κι εγώ κουρνιάξαμε σε μια γωνιά του καμπαναριού, ώστε να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.
Οι οπλισμένοι άντρες θα ήταν γύρω στους διακόσιους. Εκτός από το τουφέκι, όλοι τους είχαν στη ζώνη και από ένα μαχαίρι. Όλοι ήταν μασκαρεμένοι νεκροί. Δεν κατάφερνα να γνωρίσω κανέναν εκτός από τον αγροφύλακα και τον συντηρητή δρόμων Φιλίππο ιλ Μπέλλο· και των άλλων, όμως, οι φάτσες δεν φαίνονταν άγνωστες: σίγουρα δεν έρχονταν από πολύ μακριά. Μερικοί έμοιαζαν να είναι σαν κι εμάς χωριάτες, αλλά από τους χωριάτες που δεν έχουν γη, που πάνε και υπηρετούν αφεντικά, κερδίζουν λίγα και συνήθως ζουν από κλεψιές και μπαινοβγαίνουν στις φυλακές. Αργότερα όμως μάθαμε ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και μεσάζοντες, από αυτούς που βλέπουμε στις αγορές, όπως υπήρχαν λαντζέρηδες, μπαρμπέριδες, αμαξάδες ιδιωτικών σπιτιών, περιοδεύοντες μουσικοί. Άνθρωποι αρρωστιάρηδες και, στο φως της μέρας, δειλοί. Άνθρωποι πάντα εξυπηρετικοί για τα αφεντικά τους, αρκεί να έχουν το ελεύθερο να βγάζουν την κακία τους πάνω στους φτωχούς. Άνθρωποι χωρίς ενδοιασμούς, άνθρωποι που κάποτε έρχονταν σ' εμάς να μεταφέρουν τις εντολές του ντον Τσιρκοστάντσα για τις εκλογές, και τώρα είχαν έρθει με τα όπλα για να μας πολεμήσουν. Άνθρωποι χωρίς οικογένειες, χωρίς τιμή, χωρίς πίστη, άνθρωποι αναξιόπιστοι φτωχοί αλλά εχθροί των φτωχών.
Επικεφαλής προχωρούσε ένας κοντός κοιλαράς, με μια υφασμάτινη ζώνη στα χρώματα της σημαίας πάνω στην κοιλιά του. Στο πλευρό του, σαν παγώνι, βρισκόταν ο Φιλίππο ιλ Μπέλλο.
" Τι τσαμπουνάς τόση ώρα;" ρώτησε ο κοντός με την τρίχρωμη ζώνη τον Τεόφιλο, το νεωκόρο.
" Προσεύχομαι για την ειρήνη", απάντησε φοβισμένος ο άνθρωπος της εκκλησίας.
"Τώρα θα σου δώσω εγώ την ειρήνη! " είπε γελώντας ο κοιλαράς κι έκανε ένα νεύμα στον Φιλίππο.
Ο οδονόμος πλησίασε τον Τεόφιλο και μετά από κάποιο δισταγμό, του άστραψε ένα χαστούκι.
Ο Τεόφιλο έφερε το χέρι του στο χτυπημένο μάγουλο, κοίταξε γύρω του και ρώτησε δειλά:
" Μα γιατί;"
" Δειλέ, άνανδρε!" άρχισε να τον βρίζει το ανθρωπάκι με την τρίχρωμη κοιλιά. " Γιατί δεν αντιδράς; Είσαι δειλός!"
Ο Τεόφιλο, όμως, έμεινε ακίνητος, σιωπηλός και, πάνω απ' όλα, έκπληκτος. Απ' όλο το πλήθος των γυναικών, των παιδιών, των γερόντων και των αναπήρων που στεκόταν μπροστά του, ο κοιλαράς δεν μπορούσε να βρει άλλον που θ' αντιδρούσε καλύτερα στην πρόκλησή του. Συμβουλεύτηκε για λίγο τον Φιλίππο και μετά με άκρατη περιφρόνηση:
" Νομίζω πως δεν γίνεται τίποτα."
'Υστερα, κι αφού στράφηκε προς το πλήθος, διέταξε με τσιριχτή φωνή:
" Πηγαίνετε αμέσως όλοι στα σπίτια σας!"
Όταν στη μικρή πλατεία δεν είχε μείνει πια ούτε ένας Φονταμαρέζος, το ανθρωπάκι στράφηκε στους μαύρους άντρες και διέταξε:
" Ανά πεντάδες, πηγαίνετε από πόρτα σε πόρτα, ψάξτε παντού και πάρτε όσα όπλα βρείτε. Γρήγορα, πριν γυρίσουν οι άντρες."
Σε ένα λεπτό η πλατεία είχε αδειάσει. Σκοτείνιαζε· από το καταφύγιο μας, όμως, μπορούσαμε ακόμα να βλέπουμε τις ομάδες των πέντε να σκορπίζονται στα στενοσόκκακα και να χάνονται μέσα στα σκοτεινά σπίτια.
" Χωρίς φως θα είναι δύσκολο να ψάξουν όλα τα σπίτια¨, είπε εγώ.
" Ο πατέρας μου είναι στο κρεβάτι και θα τρομάξει. Καλύτερα να πάω σπίτι και ν' ανάψω το λυχνάρι" είπε η Ελβίρα κι έκανε να κατέβει από το καμπαναριό.
" Όχι, μείνε εδώ", της είπα. " Στον πατέρα σου δεν μπορούν να κάνουν κακό."
" Μα τι όπλά ψάχνουν;" ρώτησε η Ελβίρα. " Εμείς δεν έχουμε τουφέκια. Ευτυχώς που ο Μπεράρντο λείπει."
" Θα πάρουν μαζί τους τα κλαδευτήρια και τα δρεπάνια", απάντησα. " Άλλα όπλα δεν έχουμε."
Οι ξαφνικές κραυγές, όμως, της Μαρία Γκράτσια, που είχε το σπίτι της ακριβώς δίπλα στο καμπαναριό, κι αμέσως μετά οι απελπισμένες φωνές της Φιλομένα Καστάνια και της Καρατσίνα, καθώς και οι άλλες φωνές που άρχισαν να ακούγονται από τα πιο απομακρυμένα σπίτια μαζί με θορύβους αναποδογυρισμένων επίπλων, θρυψαλιασμένων γυαλικών και σπασμένων καρεκλών, μας αποκάλυψαν στη στιγμή τις είδους όπλα γύρευαν αυτοί οι παλιάνθρωποι.
Η Μαρία Γκράτσια, κάτω από τα πόδια μας, ούρλιαζε σαν ζώο που το γδέρνουν. Μέσα από την ορθάνοικτη πόρτα βλέπαμε τη σκυλίσια επίθεση πέντε ανδρών εναντίον μιας γυναίκας: εκείνη κατόρθωσε δυό - τρεις φορές να τους ξεφύγει και κάποια στιγμή κατάφερε να φτάσει μέχρι την πόρτα αλλά την πρόφτασαν, τη βούτηξαν από τα πόδια και τους ώμους, την πέταξαν καταγής, την ακινητοποίησαν, την έγδυσαν απ' ό,τι φορούσε πάνω της, κι ενώ οι τέσσερις την κρατούσαν μ' ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια, ο πέμπτος άρχισε να τη μαγαρίζει. Η Μαρία Γκράτσια σφάδαζε σα γδαρμένο ζώο. Όταν ο πρώτος τελείωσε, τη θέση του πήρε ένας άλλος και το μαρτύριο ξανάρχισε. Μέχρι που εκείνη σταμάτησε κάθε αντίσταση· το αγκομαχητό της είχε γίνει τόσο αδύναμο που δεν έφτανε πια ούτε μέχρι τ' αυτιά μας.
Η Ελβίρα δίπλα μου είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Πώς να το εμποδίσω; Όλα είχαν συμβεί μπροστά στα μάτια μας, δεκαπέντε μέτρα πιο πέρα. Κολλημένη πάνω μου, με τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου, ένιωθα το τρομαγμένο πλασματάκι να τρέμει ολόκληρο, λες και είχε σπασμούς. Ήταν σα να έτρεμε ολόκληρο το καμπαναριό, σα να έτρεμε όλη η γη κάτω από τα πόδια μας. Προσπαθούσα να βρω τη δύναμη να κρατήσω την Ελβίρα ορθή στα πόδια της, μη πέσει πάνω στην ξύλινη σκάλα και στρέψει τα μάτια των οπλισμένων ανδρών στην κρυψώνα μας. Με μάτια τεράστια, ορθάνοικτα, ακίνητα, η Ελβίρα κοίταζε τώρα το δωμάτιο που μόλις είχαν εγκαταλείψει οι πέντε άντρες, με το βασανισμένο σώμα της Μαρίας Γκράτσια να κείτεται καταγής. Τότε φοβήθηκα πως η Ελβίρα θα έχανε τα λογικά της. Της έκλεισα τα μάτια με τα χέρια μου, όπως κάνουμε με τους νεκρούς. Ύστερα, ξαφνικά, ένιωσα με τη σειρά μου τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, τα πόδια μου να καταρρέουν. Σωριαστήκαμε και οι δυό, η μια κοντά στην άλλη, μέσα στο σκοτάδι.
Από εκείνο το τρομερό βράδυ δεν θυμάμαι τίποτ' άλλο, πέρα απ' όσα προσπάθησα να διηγηθώ. Στιγμές - στιγμές νομίζω ότι από ολόκληρη τη ζωή μου δεν θυμάμαι τίποτα, πέρα απ' όσα συνέβηκαν εκείνο το βράδυ μπροστά στα μάτια μου. Τα υπόλοιπα, αν θέλει, μπορεί να σας τα διηγηθεί ο άντρας μου...( απόσπασμα)
(*) Ο Τεόφιλο παρακαλεί τον Κύριο να τους ελευθερώσει, κατά σειρά, από το κάθε κακό, την κάθε αμαρτία, την οργή του Κυρίου, τον ξαφνικό και απροσδόκητο θάνατο, το μοιχό πνεύμα (Σ.τ.Μ.)
Ιγνάτσιο Σιλόνε , Φονταμάρα, μετφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Μέδουσα, Αθήνα 1988
Η Φονταμάρα θεωρείται ένα από τα κλασικότερα έργα της ιταλικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι κάτοικοι του μικρού και φτωχού χωριού της μεσημβρινής Ιταλίας Φονταμάρα είναι οι πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημα του Ιγνάτσιο Σιλόνε. Τα παράξενα γεγονότα όμως που περιγράφονται σ' αυτό το βιβλίο δεν συνέβησαν μόνο στο χωριό Φονταμάρα, την περίοδο ανόδου του φασισμού. Συνέβησαν, κατά τον συγγραφέα, σε αρκετές περιοχές της αγροτικής Ιταλίας, έστω και αν δεν έγιναν την ίδια εποχή και με την ίδια χρονολογική σειρά.
Η δύναμη καταγραφής μιας εν πολλοίς άγνωστης πραγματικότητας, συχνά ξεπερνά το "αντιφασιστικό" περιεχόμενο αυτού του μυθιστορήματος. Το δράμα του μικρού, ξεχασμένου από Θεό και ανθρώπους χωριού δεν αφορά μονάχα τη φασιστική αυθαιρεσία και θηριωδία, αλλά την αυθαιρεσία και θηριωδία μιας ολόκληρης κοινωνίας, πέρα από τα κλασικά σχήματα της πάλης των τάξεων ( από το οπισθόφυλλο)
Η τοποθέτηση του φράκτη έπρεπε κανονικά να βάλει τέρμα στις κουβέντες των χωριανών που δεν έπαυαν να αναρωτιούνται, πώς ήταν δυνατό ν' αποκτήσει κάποιος ένα κομμάτι γης που εδώ και χιλιάδες χρόνια ανήκε σε όλους· οι συζητήσεις, όμως, δεν έπαψαν. Μια νύχτα ο περιβόητος φράκτης κάηκε.
" Το ξύλο ήταν υπερβολικά ξερό", ήταν η εξήγηση του Μπεράρντο. " Το έκαψε ο ήλιος."
" Πες καλύτερα το φεγγαρόφωτο" το διόρθωσα. " Κάηκε τη νύχτα."
Ο Ιμπρεσάριο έβαλε να ξαναφτιάξουν ένα δεύτερο φράκτη με έξοδα της Κοινότητας και τοποθέτησε, σαν φρουρό, έναν οπλισμένο σκουπιδιάρη του δήμου. Ήταν όμως ποτέ δυνατό ένας σκουπιδιάρης να φοβίσει ένα μονοπάτι, που από τη μέρα της δημιουργίας του, είδε τόσα στη ζωή του, πολέμους, επιδρομείς, καυγάδες βοσκών, ληστών και λύκων;
Παρουσία του σκουπιδιάρη, ο φράκτης ξανάπιασε φωτιά. Το μόνο που εκείνος είδε καθαρά ήταν οι φλόγες που έβγαιναν από τη γη και, μέσα σε λίγα λεπτά, έκαναν στάκτη τον φράκτη. Κι όπως συνήθως γίνεται με τα θαύματα, ο σκουπιδιάρης έτρεξε να διηγηθεί αμέσως το γεγονός στον ιερέα ντον Αμπάκιο κι ύστερα σε όλους όσους είχαν όρεξη να τον ακούσουν, και ο ντον Αμπάκιο αποφάσισε ότι επρόκειτο αναμφίβολα για ένα υπερφυσικό φαινόμενο σατανικής προέλευσης. Κατόπιν αυτού, εμείς συμφωνήσαμε ότι, τελικά, ο σατανάς δεν είναι τόσο κακός, όσο λένε. Ο Ιμπρεσάριο όμως έπρεπε να σώσει το κύρος των Αρχών και, μη μπορώντας να συλλάβει τον σατανά αυτοπροσώπως, έχωσε μέσα τον σκουπιδιάρη.
Ποιος ,τελικά, θα υπερισχύσει; αναρωτιόμασταν· ο σατανάς ή ο Ιμπρεσάριο; ( Όλοι μας ήμασταν εναντίον του Ιμπρεσάριο, αλλά φανατικός υποστηρικτής του σατανά ήταν μονάχα ο Μπεράρντο.)
Αυτά συζητούσαμε ένα βράδυ μερικές γυναίκες της Φονταμάρα, ενώ περιμέναμε στην πλατεία, μπροστά από την εκκλησία, να γυρίσουν οι άντρες μας από το Φουτσίνο. Ήταν μαζί μου η Μαρία Γκράτσια, η Τσιαμαρούγκα, η Φιλομένα Καστάνια, η Ρεκιούτα και η κόρη Κανναρότσο, και καθόμασταν, όπως πάντα, στο πεζούλι που προστάτευε την πλατεία από τον γκρεμό. Κοιτούσαμε προς την κοιλάδα που είχε ήδη βυθιστεί στη σκιά. Η κοιλάδα, κομμένη στα δύο από τη θολή γραμμή της εθνικής οδού, έμοιαζε έρημη και σιωπηλή. Ο δρόμος, που ανέβαινε στη Φονταμάρα κάνοντας μεγάλους κύκλους πάνω στην πλάτη του βουνού, ήταν επίσης έρημος και σιωπηλός. Οι άντρες μας θα γύριζαν αργά, γιατί την εποχή του θερισμού δεν υπάρχουν ωράρια. Θυμάμαι, ακόμα, ότι σε μια γωνιά της πλατείας βρισκόταν και η Μαρία Κριστίνα, ντυμένη στα μαύρα γιατί είχε πεθάνει πρόσφατα ο άντρας της, που αέριζε το λίγο στάρι που είχε καταφέρει να μαζέψει από το χωράφι της, περνώντας το μέσα από ένα κόσκινο που κρατούσε ψηλά με τεντωμένα χέρια, κόντρα στον άνεμο.
Καμμιά μας δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί αυτό που θα επακολουθούσε, και λέγαμε πράγματα που λέμε καθημερινά.
" Τι θα δώσουμε στους άντρες μας να φάνε το χειμώνα", έλεγα εγώ, " αν η έλλειψη νερού μας στερήσει τα φασόλια;"
" Και τι θα σπείρουμε το φθινόπωρο", έλεγε η Φιλουμένα, " αν δεν έχουμε καλαμπόκι κι αναγκαστούμε να φάμε όλο το στάρι;"
" Δε βαρυέσαι, αν θέλει ο Θεός, θα περάσουν κι αυτά όπως πέρασαν τόσα άλλα", έλεγε γεμάτη πίστη η Ρεκιούτα. " Πόσες φορές δεν είπαμε πως δεν μπορούμε να τα βγάλουμε άλλο πέρα; Κι όμως τελικά τα φέραμε βόλτα."
Σε μια γωνιά της πλατείας μερικά αγόρια και κορίτσια έπαιζαν τον σερίφη: ο σερίφης δεν μπορεί να πηγαίνει με τα πόδια αλλά μονάχα μ' άλογο, γι' αυτό και το κάθε κοριτσάκι, με τη σειρά του, έκανε το άλογο. Ύστερα έπεσε το δειλινό και εμφανίστηκαν οι πρώτες κωλοφωτιές. Ένα κοριτσάκι ( νομίζω η κόρη της Μαρίας Κριστίνα) ήρθε να με ρωτήσει αν είναι αλήθεια ότι οι πυγολαμπίδες ψάχνουν σπειριά σταριού για το ψωμί των πεινασμένων ψυχών στο Καθαρτήριο· κρατούσε στην ανοιχτή παλάμη μερικά σπειριά σταριού.
Στο μεταξύ, χωρίς να το πάρουμε αμέσως χαμπάρι, άρχισε να σπάει τη σιωπή ένας μονότονος και συνεχής θόρυβος, στην αρχή όμοιος με το βουητό μιας κυψέλης, ύστερα μ' εκείνον των αλωνιστικών μηχανών. Ο θόρυβος ανέβαινε από την κοιλάδα αλλά δεν καταλαβαίναμε από πού ακριβώς. Αλωνιστικές μηχανές, πάντως, δεν φαίνονταν πουθενά. Τα αλώνια ήταν όλα άδεια. Άλλωστε οι αλωνιστικές μηχανές δεν ανέβαιναν ποτέ την κοιλάδα, παρά μόνο στο τέλος του θερισμού. Ξαφνικά ο θόρυβος έγινε πιο καθαρός, και στην πρώτη στροφή του δρόμου που ανέβαινε στο χωριό μας, φάνηκε ένα φορτηγό γεμάτο κόσμο. Αμέσως μετά φάνηκε ένα δεύτερο. Ύστερα ένα τρίτο. Πέντε φορτηγά ανηφόριζαν προς την Φονταμάρα. Αμέσως μετά, όμως, έκανε την εμφάνισή του και ένα έκτο.Να ήταν δέκα; δεκαπέντε; δώδεκα; Η κόρη του Κανναρότσο φώναζε πως ήταν εκατό, αλλά ήταν ακόμα μικρό κοριτσάκι και δεν ήξερε να μετράει. Το πρώτο φορτηγό είχε φτάσει ήδη στην τελευταία στροφή, στην είσοδο της Φονταμάρα, όταν το τελευταίο βρισκόταν ακόμα στους πρόποδες του λόφου. Δεν είχαμε δει ποτέ μας τόσα φορτηγά μαζεμένα. Καμμιά μας δεν είχε ποτέ φανταστεί πως υπήρχαν τόσα πολλά φορτηγά.
Θορυβημένος από τον ανήκουστο θόρυβο ενός τόσο μεγάλου αριθμού αυτοκινήτων, ολόκληρος ο πληθυσμός της Φονταμάρα, δηλαδή οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι που δεν πήγαιναν στα χωράφια, μαζεύτηκε στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία. Ο καθένας ερμήνευε με τον δικό του τρόπο την ξαφνική και αναπάντεχη εμφάνιση τόσων αυτοκινήτων που ανέβαιναν στη Φονταμάρα.
" Έρχονται για προσκύνημα", φώναζε αναψοκοκκινισμένη η Μαριέττα. " Τώρα πια οι πλούσιοι δεν πηγαίνουν με τα πόδια αλλά με τ' αυτοκίνητα. Θα έρχονται να προσκυνήσουν τον άγιο μας, τον Σαν Ρόκκο."
"Μα σήμερα δεν είναι η μέρα του αγίου" είπα.
"Θα είναι αγώνας ταχύτητας μεταξύ αυτοκινήτων", έλεγε ο Τσιπόλα, που ως φαντάρος είχε ζήσει κάποτε σε πόλη. " Θα πρόκειται για κάποιο στοίχημα μεταξύ αυτοκινητιστών για το ποιος θα τρέξει γρηγορότερα. Στις πόλεις κάνουν καθημερινά τέτοιους αγώνες."
Ο θόρυβος των φορτηγών έγινε όλο και πιο δυνατός και εντυπωσιακός. Στον θόρυβο, τώρα, προστέθηκαν και οι άγριες φωνές των αντρών πάνω στα φορτηγά. Το κροτάλισμα κάποιων ξηρών πυροβολισμών και τα σπασμένα τζάμια της εκκλησίας μετέτρεψαν, ξαφνικά, την περιέργειά μας σε πανικό.
" Πυροβολούν, πυροβολούν εναντίον μας, πυροβολούν την εκκλησία!" αρχίσαμε να φωνάζουμε.
" Πίσω, πίσω!" φώναζε ο Μπαλντισέρα σ' εμάς τις γυναίκες που ήμασταν πιο κοντά στο παραπέτο. " Πίσω, γιατί πυροβολούν!"
" Μα ποιοι είναι αυτοί που πυροβολούν; Γιατί πυροβολούν; Γιατί μας πυροβολούν;"
" Γίνεται πόλεμος, γίνεται πόλεμος! φώναζε αναστατωμένος ο Μπαλντισέρα. "Ήρθε ο πόλεμος!"
" Μα γιατί ο πόλεμος; Μα γιατί εναντίον μας ο πόλεμος;"
" Ήρθε ο πόλεμος", επανελάμβανε ο Μπαλντισέρα. " Μονάχα ο Θεός ξέρει το γιατί, αλλά γίνεται πόλεμος."
" Αν γίνεται πόλεμος, πρέπει να πούμε τις δεήσεις για τον πόλεμο", πετάχτηκε ο Τεόφιλο, ο νεωκόρος, και άρχισε να μουρμουρίζει: " Regina pacis ora nobis", όταν μια δεύτερη σειρά πυροβολισμών έκανε κόσκινο την πρόσοψη της εκκλησίας και σκέπασε με σοβάδες όλους όσους εκείνη τη στιγμή βρισκόμασταν κοντά στην πόρτα.
Οι ψαλμωδίες διακόπηκαν. Αυτά που συνέβαιναν, δεν είχαν νόημα. Πόλεμος; Γιατί πόλεμος; Την Τζιουντίνα την έπιασαν οι σπασμοί. Γύρω της, όλες οι άλλες, μοιάζαμε με κοπάδι τρελές κατσίκες. Όλες κραυγάζαμε λέξεις χωρίς νόημα. Μόνο ο Μπαλντισέρα επαναλάμβανε σοβαρός κι ατάραχος: " Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ήρθε ο πόλεμος, δεν γίνεται πια τίποτα, αυτό είναι το πεπρωμένο: όταν έρχεται ο πόλεμος, έρχεται μ' αυτόν τον τρόπο."
Η Μαρία Ρόζα, η μάνα του Μπεράρντο, έκανε μια λογική πρόταση:
" Ας χτυπήσουμε τις καμπάνες. Όταν κινδυνεύει το χωριό πρέπει να χτυπάμε τις καμπάνες. Πάντα έτσι γινόταν!"
Από την ταραχή του, όμως, ο Τεόφιλο δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Έδωσε τα κλειδιά σ' εμένα. Η Ελβίρα, που εκείνη τη στιγμή ήρθε κι αυτή στην πλατεία, θέλησε να με συνοδεύσει στο καμπαναριό. Όταν φτάσαμε όμως στις καμπάνες, φάνηκε να διστάζει. Με ρώτησε:
" Έγινε ποτέ κανένας πόλεμος εναντίον των γυναικών;"
"Δεν άκουσα ποτέ μου κάτι τέτοιο", της απάντησα.
" Επομένως", είπε εκείνη, " αυτοί που ήρθαν, δεν ήρθαν για μας αλλά για τους άντρες. Καλύτερα, λοιπόν, να μη σημάνουμε συναγερμό. Αν χτυπήσουμε τις καμπάνες, οι άντρες, εκεί μακριά που είναι, θα νομίσουν ότι πρόκειται για κάποια πυρκαγιά και θα επιστρέψουν τρέχοντας και,βέβαια θα συγκρουστούν μαζί τους."
Σίγουρα η Ελβίρα σκεφτόταν τον Μπεράρντο. Εγώ σκέφτηκα τον άντρα μου και τον γιο μου. Μείναμε, λοιπόν, πάνω στο καμπαναριό, χωρίς να αγγίξουμε τα σκοινιά.
Ψηλά από το καμπαναριό είδαμε τα φορτηγά να σταματάνε στην είσοδο του χωριού και να αδειάζουν ένα πλήθος από οπλισμένους άντρες. Μια ομάδα παρέμεινε δίπλα στα φορτηγά. Οι υπόλοιποι προχώρησαν προς την εκκλησία.
Κάτω από τα πόδια μας, οι γυναίκες τα παιδιά και οι γέροι της Φονταμάρα είχαν σταματήσει τις δεήσεις και είχαν αρχίσει τα ξορκίσματα. Ο Τεόφιλο, με τρεμάμενη φωνή, έλεγε πρώτος την επίκληση, και οι άλλοι, εν χορώ, απαντούσαν: " Libera nos, domnie". Η Ελβίρα κι εγώ, επίσης γονατισμένες, πάνω στο καμπαναριό, απαντούσαμε χαμηλόφωνα: "Libera nos, domine". Κανείς δεν ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Τεόφιλο έλεγε όλους τους πιθανούς εξορκισμούς, και η καθεμιά πρόσθετε "Libera nos domine", " Ab omni malo, libera nos, Domine", " Ab omni peccato, libera nos, Domine", " Ab ira tua, libera nos, Domine", " A subitannea et improuisa morte, libera nos, Domine", "A spiritu fornicationis, libera nos, Domine"(*)
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τη συμφορά που μας επιφύλασσε η μοίρα. Ο Τεόφιλο είχε φτάσει στους εξορκισμούς για τη χολέρα, την πείνα και τον πόλεμο, όταν οι οπλισμένοι άντρες έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία ουρλιάζοντας και σείοντας τα όπλα τους στον αέρα. Ο αριθμός τους μας άφησε άφωνες. Σαν από ένστικτο, η Ελβίρα κι εγώ κουρνιάξαμε σε μια γωνιά του καμπαναριού, ώστε να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.
Οι οπλισμένοι άντρες θα ήταν γύρω στους διακόσιους. Εκτός από το τουφέκι, όλοι τους είχαν στη ζώνη και από ένα μαχαίρι. Όλοι ήταν μασκαρεμένοι νεκροί. Δεν κατάφερνα να γνωρίσω κανέναν εκτός από τον αγροφύλακα και τον συντηρητή δρόμων Φιλίππο ιλ Μπέλλο· και των άλλων, όμως, οι φάτσες δεν φαίνονταν άγνωστες: σίγουρα δεν έρχονταν από πολύ μακριά. Μερικοί έμοιαζαν να είναι σαν κι εμάς χωριάτες, αλλά από τους χωριάτες που δεν έχουν γη, που πάνε και υπηρετούν αφεντικά, κερδίζουν λίγα και συνήθως ζουν από κλεψιές και μπαινοβγαίνουν στις φυλακές. Αργότερα όμως μάθαμε ότι ανάμεσά τους υπήρχαν και μεσάζοντες, από αυτούς που βλέπουμε στις αγορές, όπως υπήρχαν λαντζέρηδες, μπαρμπέριδες, αμαξάδες ιδιωτικών σπιτιών, περιοδεύοντες μουσικοί. Άνθρωποι αρρωστιάρηδες και, στο φως της μέρας, δειλοί. Άνθρωποι πάντα εξυπηρετικοί για τα αφεντικά τους, αρκεί να έχουν το ελεύθερο να βγάζουν την κακία τους πάνω στους φτωχούς. Άνθρωποι χωρίς ενδοιασμούς, άνθρωποι που κάποτε έρχονταν σ' εμάς να μεταφέρουν τις εντολές του ντον Τσιρκοστάντσα για τις εκλογές, και τώρα είχαν έρθει με τα όπλα για να μας πολεμήσουν. Άνθρωποι χωρίς οικογένειες, χωρίς τιμή, χωρίς πίστη, άνθρωποι αναξιόπιστοι φτωχοί αλλά εχθροί των φτωχών.
Επικεφαλής προχωρούσε ένας κοντός κοιλαράς, με μια υφασμάτινη ζώνη στα χρώματα της σημαίας πάνω στην κοιλιά του. Στο πλευρό του, σαν παγώνι, βρισκόταν ο Φιλίππο ιλ Μπέλλο.
" Τι τσαμπουνάς τόση ώρα;" ρώτησε ο κοντός με την τρίχρωμη ζώνη τον Τεόφιλο, το νεωκόρο.
" Προσεύχομαι για την ειρήνη", απάντησε φοβισμένος ο άνθρωπος της εκκλησίας.
"Τώρα θα σου δώσω εγώ την ειρήνη! " είπε γελώντας ο κοιλαράς κι έκανε ένα νεύμα στον Φιλίππο.
Ο οδονόμος πλησίασε τον Τεόφιλο και μετά από κάποιο δισταγμό, του άστραψε ένα χαστούκι.
Ο Τεόφιλο έφερε το χέρι του στο χτυπημένο μάγουλο, κοίταξε γύρω του και ρώτησε δειλά:
" Μα γιατί;"
" Δειλέ, άνανδρε!" άρχισε να τον βρίζει το ανθρωπάκι με την τρίχρωμη κοιλιά. " Γιατί δεν αντιδράς; Είσαι δειλός!"
Ο Τεόφιλο, όμως, έμεινε ακίνητος, σιωπηλός και, πάνω απ' όλα, έκπληκτος. Απ' όλο το πλήθος των γυναικών, των παιδιών, των γερόντων και των αναπήρων που στεκόταν μπροστά του, ο κοιλαράς δεν μπορούσε να βρει άλλον που θ' αντιδρούσε καλύτερα στην πρόκλησή του. Συμβουλεύτηκε για λίγο τον Φιλίππο και μετά με άκρατη περιφρόνηση:
" Νομίζω πως δεν γίνεται τίποτα."
'Υστερα, κι αφού στράφηκε προς το πλήθος, διέταξε με τσιριχτή φωνή:
" Πηγαίνετε αμέσως όλοι στα σπίτια σας!"
Όταν στη μικρή πλατεία δεν είχε μείνει πια ούτε ένας Φονταμαρέζος, το ανθρωπάκι στράφηκε στους μαύρους άντρες και διέταξε:
" Ανά πεντάδες, πηγαίνετε από πόρτα σε πόρτα, ψάξτε παντού και πάρτε όσα όπλα βρείτε. Γρήγορα, πριν γυρίσουν οι άντρες."
Σε ένα λεπτό η πλατεία είχε αδειάσει. Σκοτείνιαζε· από το καταφύγιο μας, όμως, μπορούσαμε ακόμα να βλέπουμε τις ομάδες των πέντε να σκορπίζονται στα στενοσόκκακα και να χάνονται μέσα στα σκοτεινά σπίτια.
" Χωρίς φως θα είναι δύσκολο να ψάξουν όλα τα σπίτια¨, είπε εγώ.
" Ο πατέρας μου είναι στο κρεβάτι και θα τρομάξει. Καλύτερα να πάω σπίτι και ν' ανάψω το λυχνάρι" είπε η Ελβίρα κι έκανε να κατέβει από το καμπαναριό.
" Όχι, μείνε εδώ", της είπα. " Στον πατέρα σου δεν μπορούν να κάνουν κακό."
" Μα τι όπλά ψάχνουν;" ρώτησε η Ελβίρα. " Εμείς δεν έχουμε τουφέκια. Ευτυχώς που ο Μπεράρντο λείπει."
" Θα πάρουν μαζί τους τα κλαδευτήρια και τα δρεπάνια", απάντησα. " Άλλα όπλα δεν έχουμε."
Οι ξαφνικές κραυγές, όμως, της Μαρία Γκράτσια, που είχε το σπίτι της ακριβώς δίπλα στο καμπαναριό, κι αμέσως μετά οι απελπισμένες φωνές της Φιλομένα Καστάνια και της Καρατσίνα, καθώς και οι άλλες φωνές που άρχισαν να ακούγονται από τα πιο απομακρυμένα σπίτια μαζί με θορύβους αναποδογυρισμένων επίπλων, θρυψαλιασμένων γυαλικών και σπασμένων καρεκλών, μας αποκάλυψαν στη στιγμή τις είδους όπλα γύρευαν αυτοί οι παλιάνθρωποι.
Η Μαρία Γκράτσια, κάτω από τα πόδια μας, ούρλιαζε σαν ζώο που το γδέρνουν. Μέσα από την ορθάνοικτη πόρτα βλέπαμε τη σκυλίσια επίθεση πέντε ανδρών εναντίον μιας γυναίκας: εκείνη κατόρθωσε δυό - τρεις φορές να τους ξεφύγει και κάποια στιγμή κατάφερε να φτάσει μέχρι την πόρτα αλλά την πρόφτασαν, τη βούτηξαν από τα πόδια και τους ώμους, την πέταξαν καταγής, την ακινητοποίησαν, την έγδυσαν απ' ό,τι φορούσε πάνω της, κι ενώ οι τέσσερις την κρατούσαν μ' ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια, ο πέμπτος άρχισε να τη μαγαρίζει. Η Μαρία Γκράτσια σφάδαζε σα γδαρμένο ζώο. Όταν ο πρώτος τελείωσε, τη θέση του πήρε ένας άλλος και το μαρτύριο ξανάρχισε. Μέχρι που εκείνη σταμάτησε κάθε αντίσταση· το αγκομαχητό της είχε γίνει τόσο αδύναμο που δεν έφτανε πια ούτε μέχρι τ' αυτιά μας.
Η Ελβίρα δίπλα μου είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Πώς να το εμποδίσω; Όλα είχαν συμβεί μπροστά στα μάτια μας, δεκαπέντε μέτρα πιο πέρα. Κολλημένη πάνω μου, με τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου, ένιωθα το τρομαγμένο πλασματάκι να τρέμει ολόκληρο, λες και είχε σπασμούς. Ήταν σα να έτρεμε ολόκληρο το καμπαναριό, σα να έτρεμε όλη η γη κάτω από τα πόδια μας. Προσπαθούσα να βρω τη δύναμη να κρατήσω την Ελβίρα ορθή στα πόδια της, μη πέσει πάνω στην ξύλινη σκάλα και στρέψει τα μάτια των οπλισμένων ανδρών στην κρυψώνα μας. Με μάτια τεράστια, ορθάνοικτα, ακίνητα, η Ελβίρα κοίταζε τώρα το δωμάτιο που μόλις είχαν εγκαταλείψει οι πέντε άντρες, με το βασανισμένο σώμα της Μαρίας Γκράτσια να κείτεται καταγής. Τότε φοβήθηκα πως η Ελβίρα θα έχανε τα λογικά της. Της έκλεισα τα μάτια με τα χέρια μου, όπως κάνουμε με τους νεκρούς. Ύστερα, ξαφνικά, ένιωσα με τη σειρά μου τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, τα πόδια μου να καταρρέουν. Σωριαστήκαμε και οι δυό, η μια κοντά στην άλλη, μέσα στο σκοτάδι.
Από εκείνο το τρομερό βράδυ δεν θυμάμαι τίποτ' άλλο, πέρα απ' όσα προσπάθησα να διηγηθώ. Στιγμές - στιγμές νομίζω ότι από ολόκληρη τη ζωή μου δεν θυμάμαι τίποτα, πέρα απ' όσα συνέβηκαν εκείνο το βράδυ μπροστά στα μάτια μου. Τα υπόλοιπα, αν θέλει, μπορεί να σας τα διηγηθεί ο άντρας μου...( απόσπασμα)
(*) Ο Τεόφιλο παρακαλεί τον Κύριο να τους ελευθερώσει, κατά σειρά, από το κάθε κακό, την κάθε αμαρτία, την οργή του Κυρίου, τον ξαφνικό και απροσδόκητο θάνατο, το μοιχό πνεύμα (Σ.τ.Μ.)
Ιγνάτσιο Σιλόνε , Φονταμάρα, μετφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Μέδουσα, Αθήνα 1988
Η Φονταμάρα θεωρείται ένα από τα κλασικότερα έργα της ιταλικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι κάτοικοι του μικρού και φτωχού χωριού της μεσημβρινής Ιταλίας Φονταμάρα είναι οι πρωταγωνιστές στο μυθιστόρημα του Ιγνάτσιο Σιλόνε. Τα παράξενα γεγονότα όμως που περιγράφονται σ' αυτό το βιβλίο δεν συνέβησαν μόνο στο χωριό Φονταμάρα, την περίοδο ανόδου του φασισμού. Συνέβησαν, κατά τον συγγραφέα, σε αρκετές περιοχές της αγροτικής Ιταλίας, έστω και αν δεν έγιναν την ίδια εποχή και με την ίδια χρονολογική σειρά.
Η δύναμη καταγραφής μιας εν πολλοίς άγνωστης πραγματικότητας, συχνά ξεπερνά το "αντιφασιστικό" περιεχόμενο αυτού του μυθιστορήματος. Το δράμα του μικρού, ξεχασμένου από Θεό και ανθρώπους χωριού δεν αφορά μονάχα τη φασιστική αυθαιρεσία και θηριωδία, αλλά την αυθαιρεσία και θηριωδία μιας ολόκληρης κοινωνίας, πέρα από τα κλασικά σχήματα της πάλης των τάξεων ( από το οπισθόφυλλο)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου