του Γιώργου Β. Μονεμβασίτη
Ο Θάνος Μικρούτσικος με τον Γ.Β. Μονεμβασίτη
Όταν παρέλαβα τους δίσκους και τους άκουσα κατάλαβα τι εννοούσε ο Γιάννης. Ήταν δυο δίσκοι όχι μόνον διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά διαφορετικοί και από αυτούς που είχαν ήδη καταξιώσει τον Θάνο. Ο Γέρος της Αλεξάνδρειας/Ιχνογραφία ήταν το όνομα του πρώτου, Αραπιά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί το όνομα του δεύτερου. Και οι δύο με την ετικέτα της CBS. Με τον πρώτο μας δίδαξε, εκτός των άλλων, ότι ο ατραγούδιστος Καβάφης τραγουδιέται, με τον δεύτερο, εκτός των άλλων, ότι ένα τραγούδι, το «Κακόηθες μελάνωμα», μπορεί στη συναυλιακή του μορφή να μεταμορφωθεί μέσω των αυτοσχεδιασμών συναρπαστικά. Τούτο το τελευταίο συνέχισε να το διδάσκει σε όλες τις αλησμόνητες συναυλίες του, χωρίς, όμως, να κάνει κατάχρηση του αυτοσχεδιασμού, καθιστώντας τον αυτοσκοπό. Ταυτόχρονα σε όσους είχαμε παρακολουθήσει την μέχρι τότε πορεία αυτού του σπουδαίου Ιανού της ελληνικής μουσικής (λόγιες συνθέσεις και λαϊκά τραγούδια), τα δυο ηχογραφήματα του 1983, αποκάλυπταν και έναν τρίτο ... μέσο δρόμο. Για αυτόν ο ίδιος ο Θάνος είχε επινοήσει τον όρο «έργα ενδιάμεσου χώρου».
Σύντομα τηλεφώνησα στον Θάνο: «Καλημέρα, ο κύριος Μικρούτσικος;» «Ναι, ο ίδιος» ήταν η απάντηση. «Γιώργος Μονεμβασίτης ονομάζομαι, ασχολούμαι δημοσιογραφικά με τη μουσική και θα ήθελα...» Δεν με άφησε να συνεχίσω «Βρε μπαγάσα, εσύ δεν είσαι;» Τον διαβεβαίωσα ότι ήμουν εγώ και συνέχισε: «Διαβάζω αυτά που γράφεις, ακούω τις εκπομπές σου στο Τρίτο και ήμουν σίγουρος ότι ήσουνα εσύ, ο παλιός μου συμμαθητής! Είχα και εγώ σκοπό να επικοινωνήσω μαζί σου και να κανονίσουμε συνάντηση. Λέγε, τι έχεις να κάνεις τώρα. Αν δεν έχεις κάτι σοβαρό, έλα αμέσως». Ήταν πρωί, δεν είχα κάτι το επείγον, κίνησα για να τον συναντήσω στη διεύθυνση που μου έδωσε – στα Βριλήσσια έμενε τότε.
Στη διαδρομή σκεφτόμουν τη γνωριμία μας. Φθινόπωρο του 1962. Είχα έλθει στην Αθήνα από το Γύθειο για να παρακολουθήσω μαθήματα πρακτικής κατεύθυνσης στο γυμνάσιο, μια και τμήμα πρακτικό στη γενέτειρά μου δεν υπήρχε. Έμενα στα Πατήσια και γράφτηκα στην έκτη τάξη του 8ου Γυμνασίου, που βρισκόταν στην οδό Νικοπόλεως. Ιστορικό, εμβληματικό Γυμνάσιο, το πολυπληθέστερο τότε της χώρας. Η έκτη τάξη πρακτικού –ήταν οκτατάξια, ακόμη τότε κατ’ όνομα τα γυμνάσια– στην οποία φοίτησα είχε, αν θυμάμαι καλά, οκτώ τμήματα! Η κατάταξη των μαθητών σε αυτά ήταν, φυσικά, αλφαβητική. Οι πρωτευουσιάνοι μαθητές σνόμπαραν κατά κάποιο τρόπο τους νεοφερμένους επαρχιώτες. Έτσι τα επαρχιωτάκια κάναμε παρέα περισσότερο μεταξύ μας. Τότε λοιπόν γνωρίστηκα με τον Θάνο, μια και είμαστε στο ίδιο τμήμα: Μικρούτσικος, Μονεμβασίτης, αλφαβητικά είπαμε. Είμαστε και συνομήλικοι, δυο περίπου μήνες μεγαλύτερός του εγώ. Είχε έλθει από την Πάτρα εκείνη την εποχή και έμενε στην Κυψέλη. Η παρέα μας περιοριζόταν στα διαλείμματα γιατί τότε μαθήματα, φροντιστήρια ... Που να περισσέψει χρόνος... Υπήρξε, ωστόσο, ένα περιστατικό, από το οποίο διαπιστώσαμε ότι η μουσική ήταν κοινή μας αγάπη.
Σε ένα από τα διαγωνίσματα του Φεβρουαρίου το τμήμα μας είχε τοποθετηθεί στην αίθουσα τελετών του Γυμνασίου, για να καθόμαστε πιο αραιά. Καθώς ο καθηγητής με τα θέματα είχε καθυστερήσει, ο Θάνος ανέβηκε στη σκηνή και εξερευνώντας την ανακάλυψε πίσω από κάτι κουρτίνες ένα όρθιο πιάνο. Κάθισε σε μια καρέκλα και άρχισε να παίζει. Ακούγοντάς τον όρμησα στη σκηνή στάθηκα δίπλα στο πιάνο και τον άκουγα μαγεμένος. Τον διέκοψε ο καθηγητής που ήρθε με τα θέματα, μας επέπληξε μάλιστα που είχαμε ανεβεί στη σκηνή χωρίς άδεια. Έκτοτε μιλούσαμε με το Θάνο σε κάθε ευκαιρία για μουσική. Ήρθε το καλοκαίρι, χωρίσαμε. Δεν ξανανταμώσαμε, όμως, τον Σεπτέμβρη, μια και καθώς η αδελφή μου είχε πετύχει στην Αρχιτεκτονική μετακομίσαμε στα Εξάρχεια ώστε να είναι πιο κοντά στη σχολή της και εγώ πιο κοντά στο φροντιστήριο. Στου Σαββαΐδη, στην Πλατεία Κάνιγκος είχα γραφτεί, το δε νέο μου Γυμνάσιο ήταν το 5ο, στην οδό Τσαμαδού, απ’ όπου και πήρα απολυτήριο. Ο Θάνος συνέχισε στο 8ο κι έτσι χαθήκαμε. Στο Πανεπιστήμιο ο Θάνος, στο Πολυτεχνείο εγώ, οι φοιτητικές διαδρομές μας δεν συναντήθηκαν. Τον θυμόμουνα, όμως, και όταν άρχισε να γίνεται γνωστός ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτός. Όταν μάλιστα έμαθα ότι είμαστε συνομήλικοι, έπαψαν και οι όποιες ελάχιστες αμφιβολίες. Ήθελα να τον συναντήσω, δεν έτυχε όμως. Είχα παρακολουθήσει κάποια συναυλία του με πρωτοποριακά έργα, θυμάμαι, πριν το τέλος της δεκαετίας 1970-80, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υποχρεώθηκα, όμως, να φύγω λίγο πριν το τέλος της γιατί κάπου με περίμεναν κι έτσι δεν τον συνάντησα.
Όταν έφτασα στο διαμέρισμά του στα Βριλήσσια, λίγο πριν το μεσημέρι ήταν, με υποδέχτηκε με αγκαλιές και φιλιά, σαν να μην είχε περάσει τόσος χρόνος. Είκοσι ολάκερα χρόνια ήταν αυτά. Γνώρισα εκεί και τη γλυκύτατη Ειρήνη. Την κουβέντα μας για όλα όσα είχαν συμβεί στον καθένα μας τα είκοσι αυτά χρόνια, αλλά και για το χτες, το σήμερα και το αύριο της μουσικής, διέκοψε το μεσημεριανό γεύμα και το βραδινό δείπνο! Έφυγα τελικά περασμένα μεσάνυχτα, χωρίς να έχουμε πει κουβέντα για εκείνα που υπήρξαν αφορμή για τη συνάντησή μας!!! Ξαναπήγα για το σκοπό αυτό μετά λίγες μέρες. Έφυγα, όμως, εκείνο το βράδι με το μυαλό και την ψυχή γεμάτα και στα χέρια πολύτιμο δώρο ένα δίσκο που ο Θάνος αγαπούσε ιδιαίτερα, γι’ αυτό τον διάλεξε και μου τον προσέφερε, με τρυφερή αφιέρωση για το ξαναντάμωμά μας. Ήταν το ξεχωριστό έργο του Ευριπίδης IV.
Έκτοτε δεν ξανανταμώσαμε απλώς πολλές φορές. Συνοδοιπορήσαμε σε πολλά όμορφα κι ωραία. Τυχερός νοιώθω για αυτά. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι αναμνήσεις μου από αυτόν τελειώνουν εδώ.
Ο Θάνος ήταν ένας αντιεξουσιαστής που έγινε εξουσία. Όχι με την πολιτική έννοια του όρου. Εξουσίασε με τη μουσική του. Αλλά και σε όποια θέση πολιτικής ή πολιτιστικής εξουσίας βρέθηκε προσέφερε τα μέγιστα με τις ιδέες, την αποφασιστικότητα και το δυναμισμό του. Ας αναλογιστούμε μόνο το ΕΚΕΒΙ, κρίμα που δεν υπάρχει πια, και τη θέσπιση της μονιμότητας των μουσικών των κρατικών συνόλων που «υπέγραψε» ως υπουργός Πολιτισμού, επιλύοντας θέματα που χρόνιζαν.
Η προσφορά του στη μουσική μέσα από το έργο του είναι πραγματικά δυσμέτρητη. Θα μπορούσε κανείς να γράφει γι’ αυτήν και η γραφή του τελειωμό να μην έχει. Από τα τόσα επισημαίνω δυο σημαντικά θέματα, στα οποία δεν γίνονται ιδιαίτερες αναφορές.
Ο Θάνος έδωσε την πιο πειστική απάντηση στο ερώτημα για την αναγκαιότητα μελοποίησης της ποίησης. Ο Ρίτσος, ο Καβάφης και ο Καββαδίας το πιστοποιούν. Ο Θάνος απενοχοποίησε το ζεϊμπέκικο και το τσιφτετέλι, μετατρέποντάς τα από χορούς της πίστας σε ρυθμούς με συναυλιακή υπόσταση («Ερωτικό» – Άλκης Αλκαίος, «Πίστα από φώσφορο» – Λίνα Νικολακοπούλου).
Ο Θάνος έφυγε. Όλοι ξέρουμε λίγο-πολύ που πήγε μια και το δήλωνε συχνά: Πήγε στα καράβια. Καλό ταξίδι να ‘χεις φίλε κι αδελφέ μου. Σε ευχαριστούμε, σε ευγνωμονούμε, για τα πολλά που μας δίδαξες, για τα πολλά που μας χάρισες.
Υ.Γ. Ένα από τα πολλά που μας ένωναν με τον Θάνο ήταν η αγάπη μας για τις γάτες.
Αναδημοσίευση από το μηνιαίο περιοδικό Χάρτης, τεύχος 13, Ιανουάριος 2020
3 σχόλια :
Εξαιρετικό! Ευχαριστούμε, Σοφία.
Με εκτίμηση
Μαρία Λαμπρίδου
Ωωωω!Να που ξαναβρισκόμαστε Καπετάνισσα. Πολύ χαίρομαι γι' αυτό.
Ανταποδίδω.
Καλημέρα
Τέλειο!
Δημοσίευση σχολίου