σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή
Κ.Π.Καβάφης
Καλά ανακάλυψαν οι τουρίστες το Μέτσοβο, την Πάργα,τον Βίκο, το Πάπιγκο. Ωραία είναι όλα και μεγαλειώδη. Ωραία κι η αλευρόπιτα στο Μονοδέντρι και το "Περίπτερο" στη Μέρτζανη - ξενοδοχείο για διανυκτέρευση και εστιατόριο που σερβίρει ελάφι - πιλάφι και αγριογούρουνο από το εκτροφείο του. Τι θέλω εγώ να τους στείλω πέρα απ' το Καλπάκι, κατά τα σύνορα; Άσε τους να ιδούν το "Ηρώο" - ο Θεός να το κάνει -, όσοι το ιδούν, εκείνες τις πανάθλιες προτομές, που στήθηκαν στη θέση του τσιμεντένιου αετού με την ιταλική επιγραφή:
Ως εδώ έφτασαν οι γενναίες Λεγεώνες του Μουσολίνι.
Ως εδώ, και πολύ ήταν! Ούτε βήμα παραπέρα!
Βγήκαν από τα σπίτια τους οι Δολιανίτες, αντίκρυ, κι αγνάντευαν τον πόλεμο, πίσω από τους οβορούς. Ήσαν σαν ένα θέατρο. Κι ύστερα άρχισαν να χειροκροτούν, να φωνάζουν και να χτυπούν τις καμπάνες. Κι οι Ιταλοί μες στο χωριό τους ακόμα! Τι ξέρουν οι τουρίστες και τι να καταλάβουν;
Άντε να μπουν και λίγο στο πολεμικό μουσείο, για το παιδί, που "πρέπει να μαθαίνει". Άντε να πάνε κι ως τη Βελλά, να δουν το μοναστήρι. Άντε να περάσουν και κάτω από το λόφο με τον τσολιά στην κορυφή του. Και το παιδί να ρωτάει μέσ' απ' το κρύσταλλο του αυτοκινήτου:" Μπαμπά, τι κάνει εκείνος εκεί πάνω που δεν κουνιέται;" Κι ο μπαμπάς να κοιτάζει τις πινακίδες - κάπου εδώ στρίβουν για Αρίστη και Πάπιγκο. Δεν μπορεί εκεί θα φκιάνουν πίτες ηπειρώτικες, που μας έλεγε στην Αθήνα η φορνάρισσα - Ηπειρώτισσα είναι κι αυτή. Θα φκιάνουν τουλάχιστο κατσίκι στη γάστρα, δεν μπορεί να μη φκιάνουν!
Ως εδώ λοιπόν, και πολύ είναι! Ούτε βήμα παραπέρα!
Παραπέρα είναι το Πωγώνι, που δεν αξίζει τίποτε - " το παιδί μου είναι το πιο άσχημο παιδί του κόσμου! Έχει μάτια σαν του ποντικού, βγάζει απαίσιες φωνές, δεν ξέρει να μιλάει...", όπως λέγανε οι Κινέζοι, όταν ήταν να παρουσιάσουν το μοναχοπαίδι τους σε ξένους ανθρώπους. Κάτι χειρότερο: Σε τουρίστες!
Λέω να κάνω και πάλι μόνος μου το ταξίδι.Άλλωστε, πάντα μόνος μου ταξιδεύω, με αυτοκίνητο ή χωρίς αυτοκίνητο. Τι να τους κάνω τους άλλους; Εγώ δεν κάνω τουρισμό. Περνώ τη γεφυρούλα του Καλαμά - κάπου εδώ, μες στις καλαμιές έχει τις πηγές του - , αφήνω δεξιά, πάνω στο λόφο, τα Δολιανά που λιάζονται στο προσήλιο τους, να ζεσταθεί το κόκαλό τους.
Ανέβηκα την άλλη φορά, περπάτησά στην πλατεία, αεράτος τόπος. Πήγα και στο νεκροταφείο. Βρήκα εκεί τον Δημήτρη τον Μέτσιο, που ήθελε να γράψω ένα βιβλίο για τον Καλαμά, κι εκείνος να βάλει τη μουσική. Εγώ το' γραψα, Δημήτρη, και για τον Καλαμά και για τον Αχέροντα. Πού να το' ξερα πως θα' ρθουν έτσι τα πράγματα;
Εκείνος με κοιτάζει αμήχανος μέσ' από τη φωτογραφία του, σαν κάτι να θέλει να μου πει. Τι να μου πει και τι να του πω; Έκοψα και του άφησα λίγες ανεμώνες. Ο τόπος ολόγυρα γεμάτος, αλλά με τι ποδάρια να σκωθώ και χέρια ν' ακουμπήσω...
Κάνε τα χέρια σου τσαπιά, τις απαλάμες φκιάρια,
ρίξε το χώμα από μεριά, τις πλάκες παραπέρα.
Ένα παιδί με χαζεύει έξω από τα κάγκελα:
" Μοιρολογάς, θείο;"
" Τραγουδάω, γιε μου!"
Εδώ κάτω, αριστερά από το δρόμο, ήταν κάποτε αμπέλια. Τώρα λογγώσανε, έχουν γίνει πανέμορφα δάση, πυκνά, όλο βελανιδιές, κι απλώνονται ως απάνω, στις πλαγιές του Κασιδιάρη, πνίξανε τη Σιταριά και το Κρυονέρι. Τα φυλλώματά τους θροΐζουν υπέροχα. Ακούω τον άνεμο. Κούγω τον άνεμο κι αχάει, τον κούγω και μαλώνει. Ακούω τη μουσική σου, Δημήτρη. Είναι όνειρο!
Παλιά - πόσο παλιά; - υπήρχε εδώ ένα μεγάλο γεφύρι, που δρασκελούσε το φαράγγι από φρύδι σε φρύδι. Κι αντίκρυ, στη σπηλιά, ήτανε μοναστήρι, το μοναστήρι στους Αγιούς.
Όταν έφτανε εδώ το λεωφορείο από τα χωριά μας, πηγαίνοντας για τα Γιάννενα, οι γυναίκες που ταξίδευαν τραγουδούσαν τον " Ντελή - Παπά". Κάθε φορά που περνώ το σιγοτραγουδώ κι εγώ, συνήθως από μέσα μου, αλλά καμιά φορά και κανονικά. Και τι καλά που ακούγεται στην ερημιά!
Κούγω τον άνεμο κι αχάει - μωρέ παπά,
ντελή - παπά,
τον κούγω και μαλώνει - ντελή- παπα λεβέντη.
Εσείς, βουνά των Γρεβενών και πεύκα του Μετσόβου,
εσείς καλά τον ξέρετε - ν - αυτόν τον παπα - Γιώργη,
που ήταν μικρός στα γράμματα, μικρός στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα αρματολός και κλέφτης.
Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια,
το μοναστήρι στους Αγιούς δεν μπόρ' να το πατήσει,
τροΰρω - ύρω το' φερνε και άκρη δεν του βρίσκει...,
επειδή, βλέπεις, όλα τότες ήταν μεγάλα: το γιοφύρι, ο βράχος με το μοναστήρι, ο Ντελή - παπας.
Το γιοφύρι το ανατίναξαν οι δικοί μας το '40, κι ύστερα το ξανάφτιαξαν. Το ανατίναξαν πάλι οι αντάρτες το' 47. Διάβηκα τότε κι εγώ το ποτάμι σε σιδερένια βάρκα, που την έσερναν με σκοινιά οι στρατιώτες. Από τη μιαν άκρη αμολούσαν το σκοινί κι από την αντικρινή τραβούσαν. Δεκέμβρης μήνας, και το ποτάμι άκρη σ' άκρη, θολό κι αφρισμένο - όλα τότε ήταν θολά κι αφρισμένα. Κοίταζες γύρω σου και σ' έπιανε φόβος.
Για κάμποσα χρόνια μετά, ο δρόμος κατηφόριζε το ποτάμι, περνούσε μια πρόχειρη σιδερένια γέφυρα κι έπαιρνε πάλι την ανηφόρα. Καλοκαίρι του' 50 πήγαινα με το λεωφορείο στα Γιάννενα, να φύγω για τη Θεσσαλονίκη, να δώσω εξετάσεις. Ήταν κι ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο φύσκα, έμπαινε το φθινόπωρο κι ο κόσμος έφευγε. Έλεγαν πως θα ξαναγύριζαν το καλοκαίρι και κάθε φορά γύριζαν όλο και λιγότεροι, ώσπου ο τόπος ερήμωσε.
Το λεωφορείο περνούσε αργά τη γέφυρα, μετά φόβου Θεού, οι γυναίκες πάψανε το τραγούδι, κάνανε το σταυρό τους. Στην ανηφόρα κώλωσε. Πήγε να βάλει ξανά μπρος, το πήρε πίσω και τουμπάρισε έξω από το δρόμο. Στάθηκε σ' έναν κομμένο πλάτανο, με τις ρόδες κατά τον ουρανό. Σπάσαμε τα τζάμια και βγήκαμε από τα παράθυρα. Ύστερα στα Γιάννενα, πειράζανε τον πατέρα μου, πως είχε βρεθεί ανάμεσα στα σκέλια της Καλογεράκαινας. Αυτός ήταν ντροπαλός, αλλά ας είναι καλά το μοναστήρι που βοήθησε, του λέγανε.
Ο δρόμος τώρα διαβαίνει σύρριζα στο βράχο. Μπαζώσανε κιόλας, ο βράχος χαμήλωσε, φαίνονται τα ίχνη από το παλιό χτίσμα, πάνω από τη σπηλιά. Όλο λέω να σκαρφαλώσω κι όλο το αναβάλλω. Δεν έχει νόημα πια. Τότε σκεφτόμουν να κρεμαστώ από πάνω με σκοινί. Έβλεπα μέσα καντήλες ασημένιες και σεντούκια με παλιά βιβλία, χειρόγραφα. Μας είχε σηκώσει το νου κι ο Λίνος ο Πολίτης με την παλαιογραφία. Τώρα φαίνεται το εσωτερικό του, τίποτε δεν υπάρχει. Μονάχα μια Παναγιά Βρεφοκρατούσα, ζωγραφισμένη πάνω στο βράχο. Στην Πρέσπα, μου λένε, έχει κι εκεί τέτοιες. Αποκλείεται! τους λέω.
Ξαναβγαίνοντας στο ίσιο, σκέφτομαι: Να τραβήξω ευθεία ή να κόψω, να βγω στη Βήσσανη;
Κάποτε, η Βήσσανη ήταν αρχοντοχώρι, το καμάρι του Πωγωνίου. Αυτή και το Δελβινάκι. Σπίτια μεγάλα, με δυο και τρία πατώματα. Το σπίτι των Μεντζαίων, κάθε καμινάδα του όσο κι ένας λουτροκαμπινές δικός μας. Είχαν ιδιόκτητη ακόμα και τη λίμνη της Ζαραβίνας. Την έχουν και τώρα, αλλά οι κληρονόμοι πλήθυναν, γίνανε καμιά πεντακοσαριά, σκορπισμένοι στα πέρατα. " Όταν ήταν οι Μεντζαίοι στις δόξες τους", μου έλεγε ένα γύφτος Βησσανιώτης, " εμείς, οι γύφτοι, δεν τολμούσαμε να διαβούμε στο μεσοχώρι, μας έπιαναν με το μπαστούνι. Έπρεπε να κάνουμε όλο το γύρο του χωριού, για να πάμε στα καλύβια μας στην άλλη άκρη. Το ίδιο και στα Ζαγοροχώρια. Τώρα στα σπίτια τους βάλανε εμάς μέσα, να τα συντηρούμε, να μην πέσουν. Κι εμείς γίναμε αρχοντόγυφτοι τώρα".
Εγώ ποτέ δεν αντιπαθούσα τους γύφτους, τουρκόγυφτους και ρωμιόγυφτους. Φοιτητής, προσπαθούσα να μάθω τα ρόμικα. Έχω ακόμα κάτι μπακαλοδέφτερα με λέξεις: μπράλ: αδελφή, χαλιόμ: φαγητό, σταλό: χρήματα, και άλλα τέτοια. Ήξερα πως αυτοί κρατήσανε τη μουσική μας. Μάλιστα ένα φεγγάρι πήγαιναν στο σπίτι ενός φίλου μου, να μου μάθει λαγούτο. Μου' μαθε δυο τρία τραγούδια και σταμάτησε, δεν τον άφηναν οι δικοί του. Τον μάλωναν στη γλώσσα τους. Κατάλαβα πως δεν ήθελαν, μην τους πάρω την τέχνη.
Η Βήσσανη τώρα είναι έρημη, αλλά το καλοκαίρι μαζεύει κόσμο. Το Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι, χορεύουν στην πλατεία, όπως παλιά.
Τα ηπειρώτικα πανηγύρια είναι άλλο πράμα, κρατούν την παλιά τους εικόνα. Όχι όπως στην άλλη Ελλάδα που κατάντησαν σαν τα σκυλάδικα του Αιγάλεω με τις αμανετζούδες. Εδώ χορεύουν όλα τα χωριά, " σαράντα δίπλες ο χορός", που λέει ο λόγος. Μερικές κοπέλες φοράνε και τα πωγωνίσια, που τέτοια στολή δεν έχει αλλού: ντουλαμάς λουλουδάτος, άσπρο σεγγούνι, με γαϊτάνια, τριανταφυλλένια ποδιά με τέλι, ομπόλια κουκουλάρικη, σαφρανισμένη.
Οι Βησσανιώτισσες ήταν ωραίες γυναίκες και παιγνιδιάρες. Αυτό θέλει να πει και το τραγούδι, που το' κανε γνωστό ο Αγγελόπουλος και το' μαθε όλη η Κουλτούρα της Αθήνας. Μου το χαλάσανε, το ξεφτιλίσανε. Δε μου' ρχεται να το τραγουδήσω. Αρχίζω να λέω:
Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια
Βησσανιώτισσα
σε φίλησα κι αρρώστησα,
και μου' ρχεται να ξεράσω. Αυτό και το "Χαλασιά μου". Κι ακόμα πιο πολύ, το " Γιάννη μου, το μαντίλι σου", που για να το πεις και να το τραγουδήσεις, πρέπει να' σαι Βορειοηπειρώτισσα, γέννημα - θρέμμα, να φοράς μονέτρα, νά' χεις πιει ένα ποτάμι φαρμάκια, να ξενοπλένεις στα σπίτια της Αθήνας και να σε λένε Αλβανή. Ούτε κι εγώ μπορώ να το τραγουδήσω. Οι Δεροπολίτες είναι γι' αυτά. Σου στρώνουν στο άψε ολόκληρη χορωδία, με πάρτη, με κλώστη, με τσακιστή με ισοκράτη. Ο μουσικός ο Κουτούγκος μου έλεγε κάποτε ότι σ' ατήν την κλίμακα μόνο τα ιρλανδέζικα τραγουδιούνται και τα κινέζικα. Έχω ένα δίσκο με τους " Πέντε Γλυνιώτες", προπολεμική εγγραφή, από τη μια μεριά το " Βλάχα πλένει στο ποτάμι" κι από την άλλη το " Κάπου μια' μορφη, κάπου μια μαυρομάτα μαντιλόπλενε μαντίλια μεταξένια κι αραθύμωσε" - αραθύμωσε θα πει: φουρτούνιασε η καρδιά της. Εκεί ν' ακούσεις κλώσιμο και τσάκισμα! Κι ένα κλαρίνο που πατάει γερά σε κάθε σκαλοπάτι.
Κι οι Βησσανιώτισσες ήταν φημισμένες κι οι Δελβινακιώτισσες. Για τις Δελβινακιώτισσες μάλιστα κάνει λόγο και ο Μπάιρον που πέρασε από το Δελβινάκι. Γράφει κι ο Χόλλαντ, γράφει κι ο Πουκεβίλ, που ήταν πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα, στον Αλή - Πασά κι επισκέφτηκε το Δελβινάκι για πρώτη φορά στις 15 Μαΐου 1806, μέρα, λέει, που είχαν πανηγύρι. Τι πανηγύρι, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω. Μοιάζει με πρωτομαγιά, ίσως μπερδεύτηκαν κάπου οι ημερομηνίες. Λέει πάντως:
" Στο χορό ήταν πιασμένες οι πιο όμορφες γυναίκες της Ηπείρου, ντυμένες όλες μ' ένα χοντρό μάλλινο ρούχο, κρατούσαν το κεφάλι ψηλά, και το λαιμό τους τον είχαν σκεπασμένο μ' ένα μάλλινο κίτρινο σάλι ( Έλα Χριστέ! Την κουκουλάρικη ομπόλια, θέλει να πει!), ανάλαφρο σαν το πέπλο της αυγής. Οι δίπλες του χορού γέμιζαν ολόκληρη τη δημόσια πλατεία. Σ' ένα άλλο σημείο, πιο πέρα, ήταν συγκεντρωμένοι οι νέοι του χωριού, στολισμένοι με μύρτα και λουλούδια ροδιάς..."
Μιλάει και για ένα γάμο, με συμπεθέρους που φτάνουν νύχτα από άλλο μέρος, κατεβαίνοντας την πλαγιά με δάδες από πεύκο, με φλάμπουρα και με τραγούδια:
" Παντρεύεσαι το γιο του βασιλιά", και τα λοιπά.
Εγώ βέβαια τα ξέρω αυτά τα τραγούδια, της νύφης και του γαμπρού:
Καλώς το νιον οπόρχεται, το γιο του ρήγα, ρήγα
με τ' άλογό του παίζοντας, με το σπαθί στο χέρι...
Μάλιστα, όταν ήμουν νέος κι ανύπαντρος, έβαλα ένα βράδυ τις αδερφές μου και τη νύφη μου και μου τα τραγούδησαν - όπως θα μου τα τραγουδήσετε, τους είπα, όταν παντρευτώ. Τα μαγνητοφώνησα σε πομπίνα. Αλλά εγώ παντρεύτηκα στην Αθήνα, στον Άγιο Ελευθέριο του Γκύζη, κι η νύφη μου πέθανε νέα από την καρδιάτης. Ήταν κοπέλα πολύ του χορού, δεν άφηνε πανηγύρι σ' όλο το Πωγώνι. " Ησύχασε και λίγο", της λέγανε οι αδερφές μου, κι εκείνη απαντούσε: " Έχω εγώ καιρό για να ησυχάσω!..." Μου' μεινε η πομπίνα για ενθύμιο και δυσκολεύομαι να την ακούσω.
Οι Δελβινακιώτες ήταν πλούσιοι, ταξιδεμένοι στο Βουκουρέστι και στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν δύναμη κι ενεργούσαν στον σουλτάνο εναντίον του Αλή. " Αυτό το Δελβινάκι μού άσπρισε τα γένια", έλεγε. Ακόμα και στις μέρες μου τραγουδούσαμε και χορεύαμε ένα τραγούδι, που κανείς άλλος δεν το ξέρει πια, κι εγώ το τραγουδώ όταν είμαι μόνος μου:
Όλες οι χώρες και χωριά,
φοβερέ μου Αλή - Πασά,
Σε προσκυνάνε,
βεζύρη αφέντη.
Κι ένα χωριό Πωγωνιανής,
το Δελβινάκι,
σε πολε΄μαέι με τα φλωριά
και με τα γρόσια...
" Τι κάθεσαι και θυμάσαι!" μου λένε μερικοί.
" Μα αν δε θυμάσαι", τους λέω, " είσαι ένα μαμούνι, σαν την κατσαρίδα του Κάφκα, τον Γκρεγκόρ. Βλέπεις γύρω σου τον κόσμο και τίποτε δεν καταλαβαίνεις. Βραδιάζει ξημερώνει, μονάχα αυτό. Ούτε πως είσαι ένα μαμούνι καταλαβαίνεις".(απόσπασμα από το διήγημα" Ακούω τον άνεμο")
Χριστόφορος Μηλιώνης, Τα φαντάσματα του Γιορκ, διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 2η έκδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου