Ευτύς μόλις φύγανε οι κυρίες, απ' την άλλη μέρα κιόλας, βαλθήκανε στη δουλειά. Ο μπάρμπα - Δημητρός μάς σήκωσε απ' τις άγριες αυγές, μοίρασε τα δρεπάνια, κι όλοι μαζί τραβήξαμε για τα χωράφια. Είχα μια κρυφήν ανησυχία. Ξεμονάχιασα το Γιωργή και τονε ρώτησα:
- Λες να με πειράζει η δουλειά στο χέρι, το'χω στραμπουλήξει άσχημα.
Πάσχιζα να φανώ φυσικός, μα ο μικρός , ξυπνός κι ανοιχτομάτης, όπως ήτανε, κατάλαβε πως δε σκάμπαζα από δρεπάνια.
- Έννοια σου, είπε, θα μάθεις γρήγορα, είναι εύκολο. Αρχίσαμε από βορινά, από κει που' ρχότανε ο αγέρας κι έγερνε το στάχυ. Ο καθένας είχε τη σειρά του, μια μακριά σειρά που' φτανε ως την πέραν άκρη του χωραφιού και δίπλα του δουλευάνε οι άλλοι. Ζερβά μου είχα το Γιωργή, δεξιά κάποιονε που μας κουβάλησε ο Δημητρός, να δώσει ένα χέρι και να τελεύουμε μια ώρα πιο μπροστά. Ήτανε λέει κουμπάρος του. Παρακάτου στεκότανε ο Μιχάλης και τελευταίος ο επιστάτης. Αυτός έδωσε το σύνθημα.
Έσκυψε κι άδραξε με τη χοντρή του φούχτα τα λιγνά καλάμια` με τ' άλλο του χέρι, το ζερβί, άπλωσε το δρεπάνι και φώναξε:
- Γεια χαρά, παιδιά.
Τα στάχυα πέσανε, κομμένα σύρριζα. Και το δρεπάνι του άρχισε να δουλεύει βιαστικά κι ο μπάρμπα - Δημητρός προχωρούσε ολοένα. Ήτανε ζερβοχέρης. Σκύψανε όλοι ,μαζί τους κι εγώ. Μα το δρεπάνι μου φαίνεται ήταν χαλασμένο, δεν τα κατάφερνα καθόλου καλά. Το στάχυ δεν έλεγε να κοπεί. Χτυπούσα πιο πάνου, πιο κάτου, μια στιγμή η άκρη του δρεπανιού μπήχτηκε στη γης. Τίποτα.
- Ε, φώναξε ο μπάρμπα - Δημητρός, τι χασομεράς;
Όλοι στη σειρά τους είχαν προχωρήσει. Ήθελα να φωνάξω το Γιωργή, μ' αυτός πρώτος και καλύτερος βρίσκουνταν πια αλάργα. Προσπάθησα πάλι, κάτι περισσότερο κατάφερα, μια σπιθαμή δεν προχωρούσα.
- Τι τρέχει;
Ο μπάρμπα - Δημητρός ήρτε κοντά μου.
- Τίποτα....Στόμωσε το δρεπάνι.
Με κοίταξε υποψιάρικα.
- Πρώτη φορά πιάνεις τέτοιο πράμα στο χέρι, ε;
- Εγώ; Αστειεύεσαι...
Άρχισα να χτυπώ λυσσασμένα, την τρίτη φορά το χέρι μου πλημμύρισε αίμα.
Στάθηκα στα πόδια μου νικημένος πια, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στη μούρη μου.
Ο μπάρμπα - Δημητρός με χτύπησε φιλικά στον ώμο.
Μη χολοσκάς, είπε, θα μάθεις σιγά σιγά. Τρέχα να δέσεις το χέρι σου κι αύριο ξαναδοκιμάζεις. Σήμερα κουβαλάς τις θημωνιές στ' αλώνι.
- Άντε, παράτα τα, λέει, δε μπορείς να κάνεις τίποτα σήμερα.
Ήτανε καλός.
Αντώνης Βουσβούνης, Γαλάζιες Ώρες, Γαλαξίας - Ερμείας, 1983.
Το δανείστηκα από το Λογοτεχνικό Μηνολόγιο που εκδόθηκε από το Μεταίχμιο το 2003. Η επιλογή των κειμένων έγινε από το Χριστόφορο Μηλιώνη. Οι φωτογραφίες και η καλλιτεχνική επιμέλεια του Αλέξανδρου Ίσαρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου