Προσπάθησε μ'όση καρδιά σ' απομένει ,
χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου
ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο
Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφευγε με
δυο πληγωμένες παλάμες
Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα: φεύγοντας
ήτανε πια πολύ αργά
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή
νόηση
Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν
ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη
Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές
σ’ ένα λευκό περιθώριο
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό
ασήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις
την αμέριμνη ζωή σου.
(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα, έτσι σα μιαν
αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τετράδιο
Και τότες που δε θέλαμε πια να πιστέψουμε
πως μπορούσαν ν’ αργούσαν οι ώρες
τόσο απελπισμένα όμοιες
Τόσες φορές έξι μέρες
Σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σ’ ένα γραφείο, σε μια
παιδική κλινική ποτισμένη χλωροφόρμιο
Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πως λησμονήθηκε
μέσα μας τόσον καιρό η νοσταλγία της απουσίας.)
Τώρα προσπάθησε· εγώ τελείωσα· δεν έχω τίποτ’
άλλο να σου πω
Είναι μια λέξη κενή για μια στιγμή πλημμυρισμένη
καλοσύνη
Ξέχασε, ξέχασε πάντα -φτάνει μια στάλα
καινούριας ζωής-
Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες
καρέκλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»
Εκείνον π’ αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγησες
κάποια στιγμή το γυρισμό του.
Μανόλης Αναγνωστάκης , Τα Ποιήματα 1941 - 1971 (από τη συλλογή Εποχές 2,1948), Νεφέλη 2000
χάραξε τούτες τις δυο γραμμές σταυρωτά
Ύστερα γέλασε πάλι, δοκίμασε τη νιότη σου
ακόμα μιαν Άνοιξη· δεν είναι μάταιο
Μη θυμηθείς κάποια μέρα κάποιον που έφευγε με
δυο πληγωμένες παλάμες
Ήμουνα εγώ που σου ’λεγα πάντα: φεύγοντας
ήτανε πια πολύ αργά
Κι είχαμε ακόμα πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή
νόηση
Κι η αγάπη είναι πάντα όμορφη ακόμα κι όταν δεν
ψιθυρίζει παρά με δυο αβέβαια ανήσυχα χείλη
Κι όταν δε μένει παρά σα δυο χαρακιές
σ’ ένα λευκό περιθώριο
Προσπάθησε, πάλεψε ακόμα, ένα τόσο μικρό
ασήμαντο διάστημα
Σβήσε μια ακατανόητη παρένθεση μην τραυματίζεις
την αμέριμνη ζωή σου.
(Ήταν Οχτώβρης όταν σου χάρισα, έτσι σα μιαν
αχτίνα γυρισμού, ένα παλιό κλεισμένο τετράδιο
Και τότες που δε θέλαμε πια να πιστέψουμε
πως μπορούσαν ν’ αργούσαν οι ώρες
τόσο απελπισμένα όμοιες
Τόσες φορές έξι μέρες
Σ’ ένα μικρό δωμάτιο, σ’ ένα γραφείο, σε μια
παιδική κλινική ποτισμένη χλωροφόρμιο
Ανακαλύψαμε ξάφνου μια νύχτα πως λησμονήθηκε
μέσα μας τόσον καιρό η νοσταλγία της απουσίας.)
Τώρα προσπάθησε· εγώ τελείωσα· δεν έχω τίποτ’
άλλο να σου πω
Είναι μια λέξη κενή για μια στιγμή πλημμυρισμένη
καλοσύνη
Ξέχασε, ξέχασε πάντα -φτάνει μια στάλα
καινούριας ζωής-
Ένα παλιό κυριακάτικο δειλινό με δυο σπασμένες
καρέκλες στο «Καφενείο των Ναυτικών»
Εκείνον π’ αγάπησες κάποτε κι ίσως νοστάλγησες
κάποια στιγμή το γυρισμό του.
Μανόλης Αναγνωστάκης , Τα Ποιήματα 1941 - 1971 (από τη συλλογή Εποχές 2,1948), Νεφέλη 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου