Γράφει η Σαπφώ Διαμάντη, καθηγήτρια, μεταφράστρια, διερμηνέας
Εδώ έχω ανάγκη να μ' ακούσετε ως το
τέλος· ό,τι με τρομάζει για μιαν ακόμα φορά,
είναι ακριβώς αυτό που μου φαίνεται να καθησυχάζει όλους τους άλλους.
Μαξιμιλιέν ντε Ρομπεσπιέρ (1791)
***
Τα μαγαζιά έκλεισαν. Εκτός, λέει, από όσα διαθέτουν είδη πρώτης ανάγκης. Έμειναν λοιπόν τα φαρμακεία να πουλάνε γιατρικά για το σώμα και χρυσωμένες πανάκειες για την ψυχή. Α, ναι. Και μάσκες. Τα μπακάλικα, συγγνώμη, οι υπεραγορές, που εκτός από τα περίφημα πλέον όσπρια, ζυμαρικά και χαρτιά τουαλέτας, πουλάνε και γαριδάκια, χρωματιστά χάρτινα πιάτα για πάρτυ και ειδικά απορρυπαντικά για να κρατήσετε τα μαύρα σας ρούχα σαν καινούργια. Είδη πρώτης ανάγκης. Χμμμ. Έμειναν και τα περίπτερα, για τα τσιγάρα μας. Τα βιβλιοπωλεία όμως, μαζί με όλα τα άλλα, έκλεισαν κι αυτά. Διότι δεν θεωρήθηκε ότι διαθέτουν είδη πρώτης ανάγκης.Τώρα, ακριβώς, που βρεθήκαμε σ' έναν κόσμο πέραν πάσης αφηνιασμένης φαντασίας, ανάμεσα στην κιτρινίλα των ΜΜΕ, ημεδαπών τε και αλλοδαπών, στα καινοφανή μέτρα που μας επιβάλλονται με την όποια πρόφαση, στον απτό φόβο που ελλοχεύει, πανικοβάλλει, αποπροσανατολίζει. «Μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη», που προοιωνίζονται άπραγη ανία για κάποιους, εκ βαθέων επανεξέταση προτεραιοτήτων και προδιαγεγραμμένων για πολλούς. Και μέσα σ' όλ' αυτά κάτι καλό - πάντα υπάρχει. Φωνές υψωμένες γροθιές. Πέρασμα μες απ' τα τείχη, δουλειά μας. Και χρόνος να πάρουμε ένα βιβλίο στα χέρια μας. Επιτέλους. Ευκαιρία να εντρυφήσουν οι παλαιότεροι και να... γυμναστούν οι νεότεροι, μπας και ξεφύγουν λιγάκι απ' την εικονολαγνεία. Ωραία. Και τι γίνεται με τα κλειστά βιβλιοπωλεία;
Εδώ λοιπόν ξεκινάει το ξεκοκάλισμα της βιβλιοθήκης. Γιατί δεν μπορεί, και αδιάβαστα θα 'χουμε, και πόσα που θέλαμε να ξαναδιαβάσουμε και δεν προφταίναμε. Και τι άλλο; Ε!... Ας παραγγείλουμε. Η τηλεπαραγγελία δεν υποκαθιστά το επί τόπου ξεφύλλισμα, το ξέρουμε, ούτε o υπολογιστής το βιβλιοπωλείο, τον μυστικό κήπο που μας καλεί διαρκώς να τον εξερευνήσουμε. Αλλά εδώ θα παρακολουθήσουμε και όπερα στην τηλεόραση, «o tempora o mores», η τηλεαγορά βιβλίων θα μας συγχύσει; Να τα, λοιπόν, τα βιβλία μας. Θα μου πεις, και γιατί να μην τα διαβάσουμε στο διαδίκτυο; Και θα απαντήσω με ερώτηση: Το ίδιο είναι; Ποια οθόνη υποκαθιστά το βιβλίο από χαρτί και μελάνι; Το βιβλίο στα χέρια μας; Το βιβλίο, ένα πλάσμα με δικιά του ζωή.
Το βιβλίο, που πριν ακόμη αφήσει το περιεχόμενό του να κυλήσει εντός μας, στον νου, στην καρδιά μας, περνάει απ' τις αισθήσεις. Την αφή, με την υφή του χαρτιού, το ψηλάφισμα του εξωφύλλου, το γύρισμα των σελίδων. Την όσφρηση, με την απαραγνώριστη μυρωδιά του μελανιού, της κόλλας του δεσίματος, το ταξιδιάρικο άρωμα του τυπωμένου συγγράμματος. Την όραση, με τη ματιά να χαϊδεύει, να συννεφιάζει, να διεισδύει, μα και την ακοή, γιατί το βιβλίο φτιάχτηκε για να διαβάζεται μεγαλόφωνα, κι ακόμα τώρα, ένα ποίημα, είτε το απαγγέλλουμε από στήθους είτε το διαβάζουμε, το λέμε δυνατά, όπως κι ένα θεατρικό. Και τη γεύση, και την επίγευση, ναι, που μας αφήνει το βιβλίο. Πέντε αισθήσεις, λοιπόν. Και μια έκτη.
Είμαστε τα βιβλία που διαβάσαμε. Και τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, κι αυτά ακόμα μας διέπλασαν. Είμαστε τα βιβλία που αγαπήσαμε κι εκείνα που απορρίψαμε. Κάτι κρατήσαμε απ' όλα τους. Κριτήριο. Δεν υπάρχει «αγαπημένο βιβλίο» - κάθε βιβλίο είναι μια μικρούλα νεροσυρμή κι όλες μαζί γίνονται εντός μας ποταμός με νερά βαθιά, ορμητικά, γαληνεμένα... Είμαστε τα βιβλία που μας συντρόφεψαν στο θρανίο, στο προσκέφαλο, στον ταξιδιωτικό σάκο. Υπό μάλης. Είμαστε τα βιβλία που κάποιος έκανε δεκατέσσερα χιλιόμετρα πηγαινέλα για να βρει, σε μονοπάτια δύσβατα βουνίσια, με λιοπύρι και με χιονιά, με κάτι λάστιχα χοντροκομμένα για παπούτσια. Είμαστε τα βιβλία που κάποια διάβασε κατ' αρχάς σε γλώσσες που τότε ακόμα δεν κατανοούσε. Είμαστε τα βιβλία που κάηκαν σε μια πυρά του αίσχους. Τα βιβλία που βγήκαν απ' τ' ανήλιαγα κελιά της ανθρώπινης αδικίας. Τα βιβλία που απαγορεύτηκαν, διώχθηκαν, προγράφτηκαν. Είμαστε τα βιβλία που θέλουμε να γράψουμε και δεν γράψαμε ακόμα. Μα θα τα γράψουμε, ναι.
Ας διαβάσουμε, λοιπόν. Μια μεγάλη κυρία του ελληνικού εκδοτικού κόσμου συνήθιζε να λέει πως «η επιλογή και η έκδοση ενός βιβλίου είναι πράξη πολιτική». Απ' όλα έβγαζε. Γιατί όλα πρέπει να τα διαβάζουμε, σαν μέσα σε δάσος τροπικό με τη ματσέτα ανά χείρας, ξεχερσώνοντας ξέφωτα για τα αγγεία της καρδιάς, τις βουλές της ειμαρμένης, τις δικές μας επιλογές ζωής. Γιατί το βιβλίο δείχνει δρόμους, ρίχνει γεφύρια, στρώνει μονοπάτια. Μας χαρίζει όλα τα ταξίδια των οποίων διαφορετικά θα μέναμε ίσως «πάντα ιδανικοί κι ανάξιοι εραστές». Μας κολυμπάει στους ασημόχρυσους ωκεανούς της γνώσης, του αρχαιοτέρου και ισχυροτέρου των όπλων. Μας φέρνει στα γαλάζια λιμάνια. Μας δίνει φτερά να κάνουμε «έφοδο στον ουρανό». Μας ανοίγει ορίζοντες που, με λιόγερμα ή με ηλιανάτειλε, είναι κόκκινοι, κατακόκκινοι.
Θα περάσουμε προς το παρόν χωρίς κολυμβητήριο, χωρίς καφενείο, χωρίς ταβέρνα... Και χωρίς βιβλιοπωλεία. Αλλά όχι χωρίς βιβλία. Θα τα παραγγείλουμε. Θα ξεσκαλίσουμε τη βιβλιοθήκη μας. Θ' αφήσουμε ένα βιβλίο στο κεφαλόσκαλο ενός φίλου, θα το ρίξουμε στο ξάγναντο μιας αυλής ανάμεσα σε νάρκισσους, τουλίπες, ζουμπούλια της άνοιξης. Γιατί το βιβλίο δεν είναι καταναλωτικό προϊόν για να επιζείς, να φυτοζωείς, να ψευτοζείς. Το βιβλίο είναι ζωή.
Αναδημοσίευση από 902
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου