Ο σπουδαίος Χιλιανός συγγραφέας και ακτιβιστής Luis Sepulveda έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον κορωνοϊό! Σε ηλικία 70 ετών και αφού είχε βγει νικητής πολλές φορές στη ζωή του στις μάχες με τη Χιλιανή δικτατορία, τη φυλακή, τις εξορίες.
Ο Luis Sepulveda γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle της Χιλής. Έντονα πολιτικοποιημένος συμμετείχε σε κινητοποιήσεις εναντίον της δικτατορίας στη χώρα του. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη , κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε 28 χρόνια φυλακή. Αποφυλακίστηκε μετά από παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και αφού είχε εκτίσει δύο χρόνια στη φυλακή. Με την αποφυλάκιση του υποχρεώθηκε να φύγει από την πατρίδα του. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους Ινδιάνους Σουάρ . Αυτή η συμβίωση - συνύπαρξη άλλαξε τις αντιλήψεις του για τον κόσμο και αυτό εκφράστηκε στο μυθιστόρημά του " Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης".
Στρατεύτηκε στη διεθνή ταξιαρχία " Σιμόν Μπολιβάρ" και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Όταν ήρθε στην Ευρώπη δραστηριοποιήθηκε στην Greenpeace.
Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: "Ο κόσμος του τέλους του κόσμου" (1989), "Όνομα ταυρομάχου" (1994), "Patagonia express" (1995), "Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει" (1996), "Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer" (1996), "Hot Line, Γιακαρέ" (1997), "Η τρέλα του Πινοσέτ" (2002), "Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ" (2004), "Η δύναμη των ονείρων" (2006)κ.α. και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του "Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει", το οποίο μεταξύ άλλων εξετάζει και το μεγάλο πρόβλημα της ρύπανσης των θαλασσών.
Το τέλος μιας πτήσης
Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, λιαζόταν στο μπαλκόνι, ρονρονίζοντας, και σκεφτόταν τι ωραία που την περνούσε εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά, τα τέσσερα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη.
Τη στιγμή ακριβώς που έστριβε τεμπέλικα το κορμί για να λιάσει και τη ράχη του, άκουσε το βόμβο κάποιου πετούμενου που δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, και που ζύγωνε με μεγάλη ταχύτητα. Τινάχτηκε πάνω, στήθηκε γερά στα τέσσερα ποδάρια του, κι ίσα που πρόλαβε να χωθεί σε μια γωνιά, αποφεύγοντας το γλάρο που έπεσε στο μπαλκόνι του.
Πιο βρόμικο πουλί δεν είχε ξαναδεί! Όλο του το κορμί ήταν ποτισμένο με μια μαύρη ουσία που έζεχνε.
Ο Ζορμπάς ξεπέρασε το πρώτο σοκ, κι ο γλάρος έκανε μια προσπάθεια ν' ανασηκωθεί, μαζεύοντας τις φτερούγες.
" Έχω δει και κομψότερες προσγειώσεις" νιαούρισε ο γάτος.
" Το ξέρω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα" έκρωξε η Κενγκά.
" Ρε συ, τα χάλια σου έχεις!" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Και τι είν' αυτό που' χεις πάνω σου; Σκυλοβρομάει!"
" Με βρήκε το μαύρο κύμα. Η μαύρη μάστιγα. Η κατάρα των θαλασσών. Θα πεθάνω" έκρωξε παραπονιάρικα η Κενγκά.
" Θα πεθάνεις; Μην το λες αυτό" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Είσαι βρόμικη και κουρασμένη - αυτό είν' όλο. Γιατί δεν πετάγεσαι ως τον Ζωολογικό Κήπο; Δεν είναι μακριά από δω, κι έχει εκεί κτηνιάτρους που μπορούν να σε βοηθήσουν."
" Δεν μπορώ. Αυτό ήταν το τελευταίο μου πέταγμα" έκρωξε η Κενγκά με φωνή ξεψυχισμένη κι έκλεισε τα μάτια.
" Μην πεθάνεις! Ξεκουράσου λιγουλάκι και θα δεις πως θα συνέλθεις. Πεινάς; Να σου δώσω λίγο απ' το φαΐ μου, αλλά σε παρακαλώ, μην πεθάνεις!" νιαούρισε ο Ζορμπάς, πλησιάζοντας την εξουθενωμένη Κενγκά.
Κατανικώντας την αποστροφή του, ο γάτος τής έγλειψε το κεφάλι. Εκείνη η ουσία που την είχε ποτίσει, είχε κι απαίσια γεύση. Περνώντας με τη γλώσσα του από το λαιμό, πρόσεξε πως η αναπνοή του πτηνού γινόταν όλο και πιο αδύναμη.
"Άκου να σου πω, φιλενάδα: θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν ξέρω πώς. Κοίτα εσύ να ξεκουραστείς, κι εγώ θα πεταχτώ να ρωτήσω τι κάνει κανείς μ' έναν άρρωστο γλάρο" νιαούρισε ο Ζορμπάς και πήδηξε στη στέγη.
Είχε ήδη κινήσει για την καστανιά, όταν άκουσε το γλάρο να τον φωνάζει.
" Θες να σου αφήσω λίγο φαΐ;" νιαούρισε λίγο ανακουφισμένος.
" Πρόκειται να κάνω ένα αβγό. Θα μαζέψω τις τελευταίες μου δυνάμεις και θα το κάνω. Φίλε μου,γάτε, έχω καταλάβει πως είσαι ένα ζώο καλό και πονόψυχο. Γι' αυτό, θέλω να σου ζητήσω τρεις χάρες. Θα μου τις κάνεις;" έκρωξε η Κενγκά, κάνοντας μια βαριά κι απεγνωσμένη προσπάθεια να σηκωθεί όρθια.
Ο Ζορμπάς σκέφτηκε πως ο φουκαράς ο γλάρος παραληρούσε και πως, μπροστά σ' ένα πουλί σ' αυτά τα χάλια, δεν μπορείς παρά να δειχτείς γενναιόψυχος.
" Σου υπόσχομαι ό,τι θέλεις. Τώρα, όμως, ξεκουράσου" νιαούρισε με κατανόηση.
" Δεν έχω χρόνο να ξεκουραστώ. Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα φας τ' αβγό" έκρωξε η Κενγκά, ανοίγοντας τα μάτια.
" Σου υπόσχομαι να μη φάω τ' αβγό" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
" Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το φροντίζεις ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι" έκρωξε η Κενγκά, τεντώνοντας το λαιμό.
" Σου υπόσχομαι να το φροντίζω ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
" Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το μάθεις να πετάει" έκρωξε η Κενγκά, κοιτάζοντας το γάτο κατάματα.
Τότε ο Ζορμπάς υπέθεσε πως αυτός ο φουκαράς ο γλάρος όχι μόνο παραληρούσε, αλλά κι είχε τρελαθεί τελείως.
" Σου υπόσχομαι να το μάθω να πετάει. Και τώρα ξεκουράσου - πάω να φέρω βοήθεια" νιαούρισε ο Ζορμπάς και, μ' ένα σάλτο, ξαναβρέθηκε στη στέγη.
Η Κενγκά κοίταξε τον ουρανό, ευχαρίστησε όλους τους καλούς ανέμους που την είχαν συντροφέψει, κι ακριβώς τη στιγμή που ξεψυχούσε, ένα άσπρο αβγουλάκι με γαλάζια στίγματα κύλησε δίπλα στο κορμί της, το ποτισμένο με πετρέλαιο.
Luis Sepulveda, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει, μετφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις opera, Αθήνα 2008, 7η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου