Ο πρώτος μου θάνατος
-1-
Περνούσα τις νύχτες μου καθισμένος στο κρεβάτι, γεμίζοντας σταχτοδοχεία.
Η Σύλβια κοιμόταν δίπλα μου, αθώα. Το ξημέρωμα τη μισούσα. Την ξυπνούσα, την ταρακουνούσα από τους ώμους, ήθελα να της πω: να τι δεν μ' αφήνει να κλείσω μάτι, αυτά τα ερωτήματα. Ήθελα να της πω: νιώθω μόνος, κατατρεγμένος, σκυλί που γαβγίζει το φεγγάρι, αλλά δεν ξέρω τι διάβολο έβγαινε από το στόμα μου αντί για λέξεις. Νομίζω πως τραύλιζα ασυναρτησίες, όπως: αγνός, ιερός, ενοχές, δίψα για κάτι μαγικό. Έφτασα να πιστεύω πως είχα γεννηθεί σε λάθος αιώνα ή πλανήτη.
Πριν από μερικά χρόνια είχα χάσει την πίστη μου στο Θεό. Ο καθρέφτης μου είχε σπάσει. Ο Θεός είχε τα χαρακτηριστικά που εγώ του έδινα κι έλεγε τα λόγια που εγώ περίμενα. Όσο ήμουν παιδί, ήμουνα προφυλαγμένος από την αμφιβολία και τον θάνατο. Τώρα είχα χάσει τον Θεό, και δεν με αναγνώριζα στους άλλους.
Η πολιτική στράτευση δεν με ανακούφιζε, αν και αρκετές φορές, πασαλειμμένος με την κόλλα από τις αφισοκολλήσεις, μπόρεσα να νιώσω μια χαρούμενη κόπωση ή το νόημα ενός αγώνα που άξιζε τον κόπο. Γύρω μου υπήρχε ένας κόσμος όπου ο κάθε πολίτης έπαιζε ένα πρόσωπο του έργου ( μερικοί διέθεταν μεγάλο ρεπερτόριο), ενώ από τα σκυλάκια του Παβλόφ έτρεχαν τα σάλια.
Δοκίμασα αρκετές φορές να γράψω. Διαισθανόμουν ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για να βγάλω το αγρίμι που είχε θεριέψει μέσα μου. Έγραφα μια λέξη, κάποια φράση, κι αμέσως την έσβησα. Ύστερα από μερικές εβδομάδες ή μήνας, το καταταλαιπωρημένο χαρτί εξακολουθούσε να βρίσκεται άπραγο στη θέση του πάνω στο τραπέζι, χωρίς να λέει τίποτα.
-2-
Θέλησα να κλάψω. Κι έκλαψα. Μόλις είχα κλείσει τα δεκαεννιά, και προτίμησα να σκέφτομαι πως έκλαιγα από τον καπνό όλων εκείνων των δικών μου πραγμάτων που έκαιγα. Άναψα μια γερή φωτιά με χαρτιά, φωτογραφίες και σκίτσα, ώστε να μη μείνει τίποτα από μένα. Το σπίτι γέμισε καπνούς, κι εγώ κάθισα στο πάτωμα κι έκλαψα. Στη συνέχεια πήρα σβάρνα τα φαρμακεία κι αγόρασα λουμινάλ, αρκετά για να σκοτώσουν άλογο.
Είχα διαλέξει και το ξενοδοχείο. Καθώς κατηφόριζα την οδό Ρίο Μπράνκο, ένιωθα νεκρός εδώ και ώρες ή χρόνια, χωρίς καμιά περιέργεια ή επιθυμία, κι ένιωθα πως δεν μου έμενε τίποτε άλλο από το να τελειώνω. Φτάνοντας όμως στη διασταύρωση της οδού Σαν Χοσέ, ένα αυτοκίνητο έπεσε πάνω μου και το σώμα μου, που ήταν ζωντανό, έκανε ένα ασυνήθιστο άλμα μέχρι το πεζοδρόμιο.
Το τελευταίο που θυμάμαι από την πρώτη μου ζωή είναι μια χαραμάδα φωτός στην κλειστή πόρτα, καθώς βυθιζόμουν σ' ένα ήρεμο σκοτάδι δίχως τελειωμό.
-3-
Ξύπνησα στην αίθουσα κρατουμένων του νοσοκομείου Μασιέλ, ύστερα από κώμα πολλών ημερών. Νόμιζα πως βρισκόμουν σε αγορά της Καλκούτας: μισόγυμνοι, σκελετωμένοι άνδρες με τουρμπάνια, καθισμένοι ανακούρκουδα, πουλούσαν τη μικροπραμάτεια τους. Άλλοι έπαιζαν φλάουτο στα φίδια που χόρευαν.
Όταν βγήκα από την Καλκούτα, δεν υπήρχαν σκιές μέσα μου, ούτε δηλητήρια. Εξωτερικά ήμουνα χάλια· αιτία, τα οξέα από τις ακαθαρσίες που το κορμί μου ξερνούσε για λογαριασμό του, όσον καιρό κοιμόμουν τον θάνατό μου στο ξενοδοχείο. Το κορμί μου δεν μου το συγχώρεσε ποτέ. Έμειναν οι ουλές: το δέρμα μου ξεφλουδίζει σαν κρεμμύδι - κάτι που μ' εμποδίζει να ιππεύω δίχως σέλα, όπως μου άρεσε, γιατί ανοίγει και ματώνει - και τα σημάδια στα πόδια μου, από τις πληγές που είχαν φτάσει μέχρι το κόκαλο. Κάθε πρωί, όταν σηκώνομαι και βάζω τις κάλτσες μου, τα βλέπω.
Αυτό όμως ήταν το λιγότερο από την παραμονή μου στο νοσοκομείο. Τα μάτια μου είχαν καθαρίσει: έβλεπα τον κόσμο για πρώτη φορά, και ήθελα να τον καταβροχθίσω. Όλες οι επόμενες μέρες θα ήταν δώρο.
Πού και πού ξεχνιέμαι, και χαρίζω στη θλίψη τούτη την άθλια ζωή. Πού και πού αφήνω να με διώξει από τον Παράδεισο εκείνος ο τιμωρός Θεός, που δεν λέει να φύγει οριστικά από τις καρδιές μας.
-4-
Τότε μπόρεσα να γράψω, κι άρχισα να υπογράφω τα άρθρα και τα βιβλία με το επώνυμο της μητέρας μου, Γκαλεάνο.
Μέχρι πρότινος, πίστευα πως είχα αποφασίσει ν' αλλάξω το όνομά μου, εξειτίας της δυσκολίας να προφερθεί στα ισπανικά το πατρικό μου όνομα. Άλλωστε γι' αυτό υπέγραφα Gius ( του είχα δώσει την ισπανική ορθογραφία) αντί για Hughes, όπως τότε, πιτσιρικάς, που δημοσίευα στο περιοδικό El Sol.
Και μόλις πρόσφατα, ένα βράδυ, κατάλαβα ότι το να ονομάζομαι Εδουάρδο Γκαλεάνο, από τα τέλη του 1959, ήταν ένας τρόπος για να πω: είμαι άλλος, ξαναγεννήθηκα.
Eduardo Galeano, Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου, μετφρ. Ισμήνη Κανσή, Πάπυρος, Αθήνα 2018
Ένα βιβλίο συγκλονιστικό που αγγίζει το σπαραγμό, βαθιά πολιτικό, ύμνος στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, δυνατή φωνή καταγγελίας εναντίον όλων εκείνων που φυλακίζουν, βασανίζουν, σκοτώνουν και εξαφανίζουν όποιον βλέπει, μιλάει, αντιδράει, αντιστέκεται στο φασισμό και την καταπάτηση κάθε κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, ενάντια στα ορατά και αόρατα κελιά.
" Κάθε μήνα εγκαινιάζεται και μια φυλακή. Είναι αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν Πρόγραμμα Ανάπτυξης.
Υπάρχουν όμως και τα αόρατα κελιά. Σε ποια επίσημη στατιστική ή καταγγελία γίνεται αναφορά για τους φυλακισμένους του φόβου; Του φόβου μήπως χάσουν τη δουλειά τους, του φόβου μήπως δεν μπορέσουν να βρουν δουλειά, του φόβου να μιλήσουν, ν' ακούσουν, να διαβάσουν. Στη χώρα της σιωπής, μπορείς να καταλήξεις σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τη λάμψη των ματιών σου και μόνο. Δεν είναι ανάγκη να διώξεις έναν υπάλληλο: αρκεί να του υπενθυμίσεις ότι μπορείς να τον αντικαταστήσεις χωρίς αναφορά κι ότι κανείς δεν πρόκειται ποτέ να του δώσει δουλειά. Όταν ο κάθε πολίτης μετατρέπεται σε αδιάλλακτο λογοκριτή του ίδιου του του εαυτού, η λογοκρισία έχει θριαμβεύσει.
Η δικτατορία μετατρέπει εγκαταλελειμμένα βαγόνια και παλιά πλοία σε φυλακές, στρατώνες και αστυνομικά τμήματα. Μήπως δεν έχει κάνει και του καθενός το σπίτι φυλακή;"
Επιπλέον οι "Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου είναι ίσως το μοναδικό αυτοβιογραφικό βιβλίο του εμβληματικού Ουρουγουανού συγγραφέα, ένα είδος " συνομιλίας με τη μνήμη του" όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος"
Στη μνήμη του ( 13 Απριλίου 2015)
2 σχόλια :
...πολύ όμορφο κείμενο, δυστυχώς επίκαιρο...
ευχαριστούμε, για το μοίρασμα!
Και εγώ σας ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου