Στις διαθήκες τους οι άνθρωποι τακτοποιούν τις υποθέσεις τους όχι με τις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες. Αυτές εξάλλου μετά θάνατον ατονούν και σβήνουν. Αλλά και όταν οι άνθρωποι είναι εν τη ζωή, οι ανάγκες αυτές είναι στενά ατομικές τους υποθέσεις. Κρυμμένες στα έγκατα εκάστου, τρέφονται και υπάρχουν με θέρμη και στοργή, αλλά πάντα ανεκδήλωτες. Ακριβώς για να μη γίνονται λεία των ανίδεων και απληροφόρητων, των ανίκανων διείσδυσης σε παρόμοιες περιοχές.
Συχνά από αυτές τις ψυχικές διαδικασίες σώζονται μικροαντικείμενα. Πολύτιμα για τους ιδιοκτήτες τους, μα εντελώς ασήμαντα, πολλές φορές μάλιστα και γελοία, ευτελή και πενιχρά. Που τα έσωζε ενός μόνο ατόμου η άρρωστη στοργή.
Όταν οι άνθρωποι γράφουν τις διαθήκες τους, σταματούν το γράψιμο και προσηλώνουν το βλέμμα προς αυτά τα αντικείμενα, ενώ μέσα τους λειτουργούν πένθιμες διεργασίες. Ζητούν συγγνώμη από αυτά τα "άνευ αξίας" μικροαντικείμενα. Που ενώ τα αναγνωρίζουν υπερπολύτιμα και δεν μπόρεσαν να τα αποχωριστούν σε ολόκληρη ζωή, τώρα, αυτή την ύστατη στιγμή τα εγκαταλείπουν. Σε ποιον να τα εμπιστευτούν, αφού τα θεωρούν, και είναι, ανάξια για να καταγραφούν σε διαθήκη. Εφόσον στερούνται εμπορευματικής αξίας.
Οι κληρονόμοι, παιδιά, ανίψια, εγγόνια, ή και απροστάτευτα ορφανά, είναι εντελώς αμέτοχοι των ψυχικών διαδικασιών, που γνώρισαν στη ζωή τους οι διαθέτες. Των εσωτερικών τους δηλαδή καταστάσεων, που τους βασάνισαν έως θανάτου, ή τους εύφραναν και τους ανέβασαν μέχρις έβδομου ουρανού. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα κληροδοτούμενα παρά μόνο ανάλογα με την ψυχρή, την επίσημη, την αντικειμενική τους αξία.
Κάποτε μάλιστα οι περιουσίες είναι εξ αδιαιρέτου. Τότε έρχονται ειδικοί εκτιμητές, ολότελα ξένοι, και διανέμουν ακριβοδίκαια στους δικαιούχους την αναλογία που τους ανήκει. Κι αν πάλι είναι από τα λεγόμενα τιμαλφή, οι εκτιμητές τα αποτιμούν ανάλογα με την ποιότητα και ποσότητα του χρυσού ή του ασημιού που σηκώνουν απάνω τους.
Έτσι πολλά απομεινάρια απομένουν έκθετα . Μη καταγραμμένα. Δεν μπαίνουν σε λογαριασμό. Ποιος εξάλλου θα ήταν σε θέση από τούτα τα ανίδεα μωρά, να ξέρει ποια και πόσο από τούτα τα παλιοπράματα αγαπούσε ο αποθανών. Κι αν τ' αγαπούσε, σκασίλα που την είχαν...
Τα βρίσκουν καμιά φορά ακριβοφυλαγμένα ως και στη σιδερένια κάσα με τις τρεις κλειδαριές...
Είναι για γέλια. Μια θαμπή και ξεθωριασμένη φωτογραφία άγνωστης κοπέλας. Μια ξύλινη τσιγαροθήκη ραϊσμένη. Ένα φακελάκι που είχε μέσα ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο. Τα γράμματα ήσαν γραμμένα με μελάνι μαύρο. Παραμένανε πολύ ζωηρά ευανάγνωστα, μα δεν έβγαζες νόημα:
" Μόνο ο Θεός ξέρει, αν κείνο το απόγεμα, απόμενε ο φταίχτης..."
Γρίφος δηλαδή. Η φωτογραφία έγραφε από πίσω, κι αυτή πολύ ευανάγνωστα :" Πάντα κοντά σου".
Μα τη θαμπή και ξεθωριασμένη μορφή κανένας από τους κληρονόμους δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει. Αν μάλιστα τα γράμματα δεν ήσαν ελληνικά και τόσο αλάνθαστα γραμμένα, θα μπορούσαν να υποθέσουν πώς ήταν κανένας δεσμός του πεθαμένου από τα χρόνια που σπούδαζε νέος στο εξωτερικό. Και το ντύσιμό της ήτανε πολύ κοκέτικο, πολύ εντυπωσιακό. Γενικά η στάση, το βλέμμα, τα χέρια με τα κομψά δαχτυλάκια, το μονόπετρο, όλα μιλούσαν για ένα πολιτισμένο πλάσμα. Τι απόγινε άραγε αυτός ο δεσμός. Γιατί δεν παντρέφτηκαν...να πέθανε η κοπέλα... Κανείς δεν ξέρει. Ανεξιχνίαστα.
Στο συρτάρι του κομοντίνου του ήταν κι ένα ρολόι της παλιάς εποχής. Της τσέπης. Όπως ήσαν τότε τα ρολόγια. Από φτηνό μέταλλο. Σταματημένο στην ίδια ώρα τώρα και τριάντα χρόνια. Γιατί δεν το πετούσε; Στο ίδιο συρτάρι του κομοντίνου, παρέα με το ρολόι, ήταν μια μικροσκοπική ντενεκεδένια Παναγίτσα . Αυτή ήταν πάντα τυλιγμένη στο μπαμπάκι και μετά σ' ένα προσεχτικά ραμμένο σακουλάκι. Το ιστορικό της Παναγίτσας, αυτό τουλάχιστον, ήταν σε όλους γνωστό. Πολύ άρεσε στον πεθαμένο να το κουβεντιάζει:
"...Στην επιστράτευση του πρώτου πολέμου, τη βραδιά που ήρθε το πλοίο να μας παραλάβει και όλοι ήμασταν συγκεντρωμένοι στην προκυμαία, βλέπω μια στιγμή να ξετρυπώνει μπροστά μου η Μαγδαληνή. Ήταν ένα αθώο κοριτσόπουλο. Είχαμε λιγάκι γνωριστεί, ούτε πέντε κουβέντες δεν είχαμε ανταλλάξει, το Πάσχα, που είχαμε πάει με τους γονείς μου στο χωριό. Χωριατοπούλα, αγνό, αγαθό, απονήρευτο πραματάκι. Είχε μάθει πως θα φύγω για τον πόλεμο και κατέβηκε στην πολιτεία, να με αποχαιρετήσει. Μυστήριο μεγάλο, μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο πώς κατάφερε να με ανακαλύψει. Έπιασε το χέρι μου. Γυρίζω το πρόσωπο, η Μαγδαληνή. Χαιρετιστήκαμε με τα χέρια και μού' βαλε στην παλάμη το σακουλάκι.
- Να μην το βγάλεις αποπάνω σου, ακούς; Να μην την αποχωρίζεσαι. Αυτή θα σε φέρει πίσω. Είναι θαματουργή. Την έχω περιβρεγμένη με Αγιασμό. Της έκαμα σαράντα παρακαλεστικές μετάνοιες γονατιστές. Και σαράντα μέρες απόμεινε μέσα στο Ιερό. Κάτω από το τραπεζομάντηλο της Αγίας Τράπεζας. Είναι γινωμένη θαματουργή. Αυτή θα σε φέρει πίσω...
Γύρισα από τον πόλεμο καλός και γερός. Καλός και γερός βγήκα από τα δεινά του μεγαλύτερου του δεύτερου, του τετράχρονου, του τρισκατάρατου, καλός και γερός κι από τον άλλο, τον συναμεταξύ μας ...ε, τώρα πια στην ηλικία που βρίσκομαι, δεν πιστεύω Παναγίτσα να σε βάλω πια σε άλλους μπελάδες...Τό' χω όμως πολύ αγαπήσει αυτό το Παναγιάκι. Τώρα μάλιστα δεν το βγάνω από πάνω μου. Το φυλάγω στη μεσιανή θήκη του πορτοφολιού μου, κι άμα ανοίγω το πορτοφόλι μου για να βγάλω ή να βάλω χρήματα και βλέπω να φουσκώνει η μεσιανή θηκούλα, γελώ. Γελώ με την ταραχή που θα δώσω στους κληρονόμους μου. Το φούσκωμα θα τους δώσει πολλές λαχτάρες. Καθώς θα ξεδιαλέγουνε τα πράματά μου...ε, εδώ σίγουρα ο παππούς θα'χει κάτι τεφαρίκι πράμα...κανένα πεντόλιρο...και θα ξετρυπώσει από τα μπαμπάκια και τα σακούλια ένα κομμάτι ντενεκές. Μπορεί, Παναγία μου, μέσα στη σύγχισή τους να δεχτείς και καμιάν άσκημη κουβέντα...κάμε πως δεν άκουσες...
Εκεί στο ίδιο συρτάρι βολοδέρνει και το πρώτο δοντάκι που άλλαξε ο Γιώργος μου. Λέγανε τότες οι γυναίκες πως να μην αμελήσουνε να το κάμουν ένα δαχτυλιδάκι στο παιδί, που φέρνει γούρι
σ' ό, τι κάμει. Με το σήμερο και με το αύριο κάθεται πενήντα χρόνια και περιμένει το δοντάκι. Πού θα βρεθεί το χέρι που θα το πάει στο χρυσικό. Πενηντάρισε ο Γιώργος...και θα πρέπει να μαζεύουμε τα δοντάκια της δεύτερης γενιάς..."
Κι ένα μικροσκοπικό μολυβάκι βολοδέρνει στο συρτάρι του κομοντίνου. Μέσα - μέσα.Το' κονόμησε τότε που ήταν κλεισμένος στην απομόνωση. Δαρμένος και μαυρισμένος τό' δε στα ξαφνικά στη γωνιά, ανακατεμένο με τα χώματα. Μικρό το κελί, ξαπλωτό δεν τον χωρούσε. Ποτέ δεν το περίμενε πως εκείνο το μολυβάκι του ενός πόντου θα τού' δινε τόση αγαλλίαση. Ήταν ξυσμένο, μα φοβόταν να γράψει, για να μην το λειώσει. Δεν είχε το άμοιρο περιθώρια ζωής. Ωστόσο τού'κανε καλή παρέα. Ήτανε μια φωνή κι ας μη μιλούσε. Στη μεγάλη ανάγκη θα μπορούσε να τον βοηθήσει να μιλήσει αυτό, να γράψει στην πόρτα, στον τοίχο...να πει αυτό, τον πόνο τον εδικό του.
Εντελώς απομονωμένα, ξένα μεταξύ τους, συμβιούσαν αυτά τα απομεινάρια στο βάθος του κομοντίνου. Για να μην μπερδεύονται με τα χρήσιμα της καθημερινότητας: Τα κλειδιά, το εκλογικό βιβλιάριο, την ταυτότητα...Το πορτοφόλι το άφηνε πάντα έξω, για να μην ανοιγοκλείνει όλη την ώρα το συρτάρι.
Πολλά ψυχρά και ευτελή υλικά με την πάροδο των ετών παύουν να είναι περιφρονητέα . Απορριπτέα. Να γίνουνται δηλαδή απορρίματα. Δέντρα πανάρχαια, ρητινώδη, μεταβάλλονται με τα χρόνια σε κεχριμπάρι...και γίνουνται πηγές πλουτισμού σε πολλές χώρες ανέλπιστα και απροειδοποίητα. Δάση κεχριμπαρένια υπάρχουν στα έγκατα της γης, και σε βυθούς θαλασσών...
Εδώ αντικείμενα που άξιζαν πολύ κάποτε και αγαπήθηκαν και παρηγόρησαν απελπισμένους , δεν καταγράφουνται στις διαθήκες. Διαφορετικά είναι τα στοιχεία, οι ιδιότητες που καθορίζουν τις αξιοποιήσιμες αξίες. Εξάλλου ούτε η Παναγίτσα έγινε χρυσάφι. Ούτε το δοντάκι μαργαριτάρι, ούτε το μολυβάκι του κατάδικου τίμιο ξύλο.
Αθήνα 27- 5- 1980
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων της Έλλης Αλεξίου
με τίτλο " Κατερειπωμένα Αρχοντικά", Καστανιώτης , Αθήνα 1981, δεύτερη έκδοση
Συχνά από αυτές τις ψυχικές διαδικασίες σώζονται μικροαντικείμενα. Πολύτιμα για τους ιδιοκτήτες τους, μα εντελώς ασήμαντα, πολλές φορές μάλιστα και γελοία, ευτελή και πενιχρά. Που τα έσωζε ενός μόνο ατόμου η άρρωστη στοργή.
Όταν οι άνθρωποι γράφουν τις διαθήκες τους, σταματούν το γράψιμο και προσηλώνουν το βλέμμα προς αυτά τα αντικείμενα, ενώ μέσα τους λειτουργούν πένθιμες διεργασίες. Ζητούν συγγνώμη από αυτά τα "άνευ αξίας" μικροαντικείμενα. Που ενώ τα αναγνωρίζουν υπερπολύτιμα και δεν μπόρεσαν να τα αποχωριστούν σε ολόκληρη ζωή, τώρα, αυτή την ύστατη στιγμή τα εγκαταλείπουν. Σε ποιον να τα εμπιστευτούν, αφού τα θεωρούν, και είναι, ανάξια για να καταγραφούν σε διαθήκη. Εφόσον στερούνται εμπορευματικής αξίας.
Οι κληρονόμοι, παιδιά, ανίψια, εγγόνια, ή και απροστάτευτα ορφανά, είναι εντελώς αμέτοχοι των ψυχικών διαδικασιών, που γνώρισαν στη ζωή τους οι διαθέτες. Των εσωτερικών τους δηλαδή καταστάσεων, που τους βασάνισαν έως θανάτου, ή τους εύφραναν και τους ανέβασαν μέχρις έβδομου ουρανού. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα κληροδοτούμενα παρά μόνο ανάλογα με την ψυχρή, την επίσημη, την αντικειμενική τους αξία.
Κάποτε μάλιστα οι περιουσίες είναι εξ αδιαιρέτου. Τότε έρχονται ειδικοί εκτιμητές, ολότελα ξένοι, και διανέμουν ακριβοδίκαια στους δικαιούχους την αναλογία που τους ανήκει. Κι αν πάλι είναι από τα λεγόμενα τιμαλφή, οι εκτιμητές τα αποτιμούν ανάλογα με την ποιότητα και ποσότητα του χρυσού ή του ασημιού που σηκώνουν απάνω τους.
Έτσι πολλά απομεινάρια απομένουν έκθετα . Μη καταγραμμένα. Δεν μπαίνουν σε λογαριασμό. Ποιος εξάλλου θα ήταν σε θέση από τούτα τα ανίδεα μωρά, να ξέρει ποια και πόσο από τούτα τα παλιοπράματα αγαπούσε ο αποθανών. Κι αν τ' αγαπούσε, σκασίλα που την είχαν...
Τα βρίσκουν καμιά φορά ακριβοφυλαγμένα ως και στη σιδερένια κάσα με τις τρεις κλειδαριές...
Είναι για γέλια. Μια θαμπή και ξεθωριασμένη φωτογραφία άγνωστης κοπέλας. Μια ξύλινη τσιγαροθήκη ραϊσμένη. Ένα φακελάκι που είχε μέσα ένα κομμάτι χαρτί γραμμένο. Τα γράμματα ήσαν γραμμένα με μελάνι μαύρο. Παραμένανε πολύ ζωηρά ευανάγνωστα, μα δεν έβγαζες νόημα:
" Μόνο ο Θεός ξέρει, αν κείνο το απόγεμα, απόμενε ο φταίχτης..."
Γρίφος δηλαδή. Η φωτογραφία έγραφε από πίσω, κι αυτή πολύ ευανάγνωστα :" Πάντα κοντά σου".
Μα τη θαμπή και ξεθωριασμένη μορφή κανένας από τους κληρονόμους δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει. Αν μάλιστα τα γράμματα δεν ήσαν ελληνικά και τόσο αλάνθαστα γραμμένα, θα μπορούσαν να υποθέσουν πώς ήταν κανένας δεσμός του πεθαμένου από τα χρόνια που σπούδαζε νέος στο εξωτερικό. Και το ντύσιμό της ήτανε πολύ κοκέτικο, πολύ εντυπωσιακό. Γενικά η στάση, το βλέμμα, τα χέρια με τα κομψά δαχτυλάκια, το μονόπετρο, όλα μιλούσαν για ένα πολιτισμένο πλάσμα. Τι απόγινε άραγε αυτός ο δεσμός. Γιατί δεν παντρέφτηκαν...να πέθανε η κοπέλα... Κανείς δεν ξέρει. Ανεξιχνίαστα.
Στο συρτάρι του κομοντίνου του ήταν κι ένα ρολόι της παλιάς εποχής. Της τσέπης. Όπως ήσαν τότε τα ρολόγια. Από φτηνό μέταλλο. Σταματημένο στην ίδια ώρα τώρα και τριάντα χρόνια. Γιατί δεν το πετούσε; Στο ίδιο συρτάρι του κομοντίνου, παρέα με το ρολόι, ήταν μια μικροσκοπική ντενεκεδένια Παναγίτσα . Αυτή ήταν πάντα τυλιγμένη στο μπαμπάκι και μετά σ' ένα προσεχτικά ραμμένο σακουλάκι. Το ιστορικό της Παναγίτσας, αυτό τουλάχιστον, ήταν σε όλους γνωστό. Πολύ άρεσε στον πεθαμένο να το κουβεντιάζει:
"...Στην επιστράτευση του πρώτου πολέμου, τη βραδιά που ήρθε το πλοίο να μας παραλάβει και όλοι ήμασταν συγκεντρωμένοι στην προκυμαία, βλέπω μια στιγμή να ξετρυπώνει μπροστά μου η Μαγδαληνή. Ήταν ένα αθώο κοριτσόπουλο. Είχαμε λιγάκι γνωριστεί, ούτε πέντε κουβέντες δεν είχαμε ανταλλάξει, το Πάσχα, που είχαμε πάει με τους γονείς μου στο χωριό. Χωριατοπούλα, αγνό, αγαθό, απονήρευτο πραματάκι. Είχε μάθει πως θα φύγω για τον πόλεμο και κατέβηκε στην πολιτεία, να με αποχαιρετήσει. Μυστήριο μεγάλο, μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο πώς κατάφερε να με ανακαλύψει. Έπιασε το χέρι μου. Γυρίζω το πρόσωπο, η Μαγδαληνή. Χαιρετιστήκαμε με τα χέρια και μού' βαλε στην παλάμη το σακουλάκι.
- Να μην το βγάλεις αποπάνω σου, ακούς; Να μην την αποχωρίζεσαι. Αυτή θα σε φέρει πίσω. Είναι θαματουργή. Την έχω περιβρεγμένη με Αγιασμό. Της έκαμα σαράντα παρακαλεστικές μετάνοιες γονατιστές. Και σαράντα μέρες απόμεινε μέσα στο Ιερό. Κάτω από το τραπεζομάντηλο της Αγίας Τράπεζας. Είναι γινωμένη θαματουργή. Αυτή θα σε φέρει πίσω...
Γύρισα από τον πόλεμο καλός και γερός. Καλός και γερός βγήκα από τα δεινά του μεγαλύτερου του δεύτερου, του τετράχρονου, του τρισκατάρατου, καλός και γερός κι από τον άλλο, τον συναμεταξύ μας ...ε, τώρα πια στην ηλικία που βρίσκομαι, δεν πιστεύω Παναγίτσα να σε βάλω πια σε άλλους μπελάδες...Τό' χω όμως πολύ αγαπήσει αυτό το Παναγιάκι. Τώρα μάλιστα δεν το βγάνω από πάνω μου. Το φυλάγω στη μεσιανή θήκη του πορτοφολιού μου, κι άμα ανοίγω το πορτοφόλι μου για να βγάλω ή να βάλω χρήματα και βλέπω να φουσκώνει η μεσιανή θηκούλα, γελώ. Γελώ με την ταραχή που θα δώσω στους κληρονόμους μου. Το φούσκωμα θα τους δώσει πολλές λαχτάρες. Καθώς θα ξεδιαλέγουνε τα πράματά μου...ε, εδώ σίγουρα ο παππούς θα'χει κάτι τεφαρίκι πράμα...κανένα πεντόλιρο...και θα ξετρυπώσει από τα μπαμπάκια και τα σακούλια ένα κομμάτι ντενεκές. Μπορεί, Παναγία μου, μέσα στη σύγχισή τους να δεχτείς και καμιάν άσκημη κουβέντα...κάμε πως δεν άκουσες...
Εκεί στο ίδιο συρτάρι βολοδέρνει και το πρώτο δοντάκι που άλλαξε ο Γιώργος μου. Λέγανε τότες οι γυναίκες πως να μην αμελήσουνε να το κάμουν ένα δαχτυλιδάκι στο παιδί, που φέρνει γούρι
σ' ό, τι κάμει. Με το σήμερο και με το αύριο κάθεται πενήντα χρόνια και περιμένει το δοντάκι. Πού θα βρεθεί το χέρι που θα το πάει στο χρυσικό. Πενηντάρισε ο Γιώργος...και θα πρέπει να μαζεύουμε τα δοντάκια της δεύτερης γενιάς..."
Κι ένα μικροσκοπικό μολυβάκι βολοδέρνει στο συρτάρι του κομοντίνου. Μέσα - μέσα.Το' κονόμησε τότε που ήταν κλεισμένος στην απομόνωση. Δαρμένος και μαυρισμένος τό' δε στα ξαφνικά στη γωνιά, ανακατεμένο με τα χώματα. Μικρό το κελί, ξαπλωτό δεν τον χωρούσε. Ποτέ δεν το περίμενε πως εκείνο το μολυβάκι του ενός πόντου θα τού' δινε τόση αγαλλίαση. Ήταν ξυσμένο, μα φοβόταν να γράψει, για να μην το λειώσει. Δεν είχε το άμοιρο περιθώρια ζωής. Ωστόσο τού'κανε καλή παρέα. Ήτανε μια φωνή κι ας μη μιλούσε. Στη μεγάλη ανάγκη θα μπορούσε να τον βοηθήσει να μιλήσει αυτό, να γράψει στην πόρτα, στον τοίχο...να πει αυτό, τον πόνο τον εδικό του.
Εντελώς απομονωμένα, ξένα μεταξύ τους, συμβιούσαν αυτά τα απομεινάρια στο βάθος του κομοντίνου. Για να μην μπερδεύονται με τα χρήσιμα της καθημερινότητας: Τα κλειδιά, το εκλογικό βιβλιάριο, την ταυτότητα...Το πορτοφόλι το άφηνε πάντα έξω, για να μην ανοιγοκλείνει όλη την ώρα το συρτάρι.
Πολλά ψυχρά και ευτελή υλικά με την πάροδο των ετών παύουν να είναι περιφρονητέα . Απορριπτέα. Να γίνουνται δηλαδή απορρίματα. Δέντρα πανάρχαια, ρητινώδη, μεταβάλλονται με τα χρόνια σε κεχριμπάρι...και γίνουνται πηγές πλουτισμού σε πολλές χώρες ανέλπιστα και απροειδοποίητα. Δάση κεχριμπαρένια υπάρχουν στα έγκατα της γης, και σε βυθούς θαλασσών...
Εδώ αντικείμενα που άξιζαν πολύ κάποτε και αγαπήθηκαν και παρηγόρησαν απελπισμένους , δεν καταγράφουνται στις διαθήκες. Διαφορετικά είναι τα στοιχεία, οι ιδιότητες που καθορίζουν τις αξιοποιήσιμες αξίες. Εξάλλου ούτε η Παναγίτσα έγινε χρυσάφι. Ούτε το δοντάκι μαργαριτάρι, ούτε το μολυβάκι του κατάδικου τίμιο ξύλο.
Αθήνα 27- 5- 1980
Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων της Έλλης Αλεξίου
με τίτλο " Κατερειπωμένα Αρχοντικά", Καστανιώτης , Αθήνα 1981, δεύτερη έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου