Μὲς τὴ διαφάνεια τοῦ πρωινοῦ ἄνοιξα τὰ παράθυρά μου καὶ σ᾿ εἶδ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα χαρούμενη νὰ κατεβαίνεις, πλαγιὰ-πλαγιὰ τοὺς οὐρανούς, πλαγιὰ-πλαγιὰ τοὺς λόφους, σὰ νἄρχεσαι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κι ἀπ᾿ τὴν πηγὴ τοῦ κόσμου. Κουδούνια καὶ χαμόγελα τὸ φόρεμά σου
ποὺ τὸ φιλοῦν, καὶ τὸ γυρίζουν οἱ αὖρες στὸ γαλάζιο
κι εἶσαι παντοῦ μὲ μι᾿ ἀγκαλιὰ τριαντάφυλλα ποὺ φέγγουν τὶς πέτρες χρωματίζοντας γύρω μου ὅταν βραδιάζει.
Μὰ ὅταν νυχτώνει, κλείνοντας τὰ τέσσερα παράθυρά μου, ἐνῷ στὸ σκοῦρο θαλασσὶ παίρνουν ν᾿ ἀνθίζουν τ᾿ ἄστρα, σμίγω ἔξω μὲ τοῦ σύμπαντος τὸ μέγα φῶς, τὸ φῶς σου, λιώνοντας τὴν εἰκόνα σου σ᾿ ἄχνινα συννεφάκια.
Κι ἐνῷ κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη μου γέρνω τὸ μέτωπό μου
κι ἀκούω σκυμμένος τοῦ δικοῦ μου κόσμου τὶς καμπάνες,
ἀπ᾿ ἔξω ὑπάρχεις ἐσύ: φῶς, στερέωμα, οὐρανός
(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου