Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν πάρα πολλά λογοτεχνικά βιβλία και πολλοί νέοι λογοτέχνες έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Αυτό το γεγονός δεν είναι απαραίτητα καλό, διότι η μαζική παραγωγή λογοτεχνίας τις περισσότερες φορές " ρίχνει" την ποιότητα. Πιο πολύ ενδιαφέρει η ποσότητα των βιβλίων που θα πωληθεί και λιγότερο η ποιότητά τους. Αυτό πάλι με τη σειρά του δεν σημαίνει ότι, όποιο βιβλίο κατέχει μια σημαντική θέση ανάμεσα στα ευπώλητα , είναι κακό ή εμπορικό. Υπάρχουν βιβλία και βιβλία, συγγραφείς και συγγραφείς. Οι δικές μου επιλογές πάντως δεν γίνονται ανάλογα με τη θέση του βιβλίου στη λίστα των βιβλιοπωλείων ή των εκδοτικών οίκων. Είμαι λίγο δύσπιστη και γι' αυτό δεν βιάζομαι να αγοράσω το βιβλίο ενός νέου συγγραφέα.
Μου έχει τύχει όμως ορισμένες φορές , εντελώς τυχαία, παρασυρόμενη από εξωτερικά στοιχεία, να ανακαλύψω νέους λογοτέχνες , με το έργο των οποίων έχω ενθουσιαστεί και αυτό αποτελεί κριτήριο για να αγοράσω και άλλα δικά τους. Λίγες φορές όμως εξακολουθώ να παραμένω ενθουσιασμένη με το μεγαλύτερο μέρος των έργων τους - πλην ελαχίστων περιπτώσεων - και να απολαμβάνω την ανάγνωση.
Αυτές τις μέρες ανακάλυψα ένα νέο συγγραφέα. Είναι ο Γιάννης Μακριδάκης από τη Χίο.
Νέος και στην ηλικία, γεννημένος το 1971, έγραψε το 2008 ένα πολύ συναρπαστικό και γοητευτικό μυθιστόρημα. Το αγόρασα πρόσφατα στην όγδοη έκδοσή του πλέον. Με προσέλκυσαν ο τίτλος
" Ανάμισης ντενεκές " σε συνδυασμό με την παλιά φωτογραφία στο εξώφυλλο , μια πληροφορία στο οπισθόφυλλο σύμφωνα με την οποία το βιβλίο είναι
" ένα μυθιστόρημα - έκπληξη που ξεφεύγει από τα γνωστά σχήματα της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής" και οι στίχοι στην αρχή του βιβλίου
" Μόνον εκείνος που αγαπά
μπορεί να το πιστέψει
πως της αγάπης ο καημός
τη σταματάει τη σκέψη"
(Θ. Σκορδαλός - Ψαραντώνης)
Η ιστορία ξετυλίγεται στη Β.Α Χίο, Μάρμαρο, Αμάδες , Καρδάμυλα και στο Πελιναίο όρος το 1914- 1915 αλλά και στα δικά μας χρόνια. Η αφήγηση κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, ένα παρελθοντικό και ένα παροντικό. Από τη μια μεριά η Χίος που έχει πλέον ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό με τους μικρασιάτες πρόσφυγες να κατακλύζουν το νησί μετά το διωγμό του 1914 και τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν πολλά βιοποριστικά προβλήματα . Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον τοποθετείται ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Γιώργης Πέτικας
που
"Ηρθε από την Αμερική , όπου είχε πάει μετανάστης πριν από ένα χρόνο να δουλέψει στα σφαγεία, να προικίσει τρεις αδερφές στα Καρδάμυλα, μπας και πάρουν καραβοκύρη για καπετάνιο και σωθούν τουλάχιστον αυτές. Ήταν η δεύτερη φορά που ερχόταν από την ξενιτιά, είχε κάνει κι ένα χρόνο παλιότερα , τότε που άφησε τη Χίο τουρκική και όταν γύρισε , τη βρήκε Ελλάδα. Ξεσηκώθηκαν οι ραγιάδες όσο εκείνος έκανε ραγιάς σε ξένους τόπους. Τώρα γυρνούσε πάλι, με σκοπό να ξαναφύγει σύντομα, για τελευταία φορά στην Αμερική κι ας ήταν η καρδιά του μαύρη` η χώρα αυτή δεν τον σήκωνε, μπορούσε όμως να σηκώσει τα βάρη του."
Έναν αιώνα μετά ένας ερευνητής , γοητευμένος από το θρύλο του Γιώργη Πέτικα , αναζητεί πληροφορίες , για μια παλιά ιστορία και προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα του. Επισκέπτεται τα χωριά, συνομιλεί με ηλικιωμένους και μαγνητοφωνεί τις διηγήσεις τους, που είναι λίγες και συγχρόνως διαφορετικές για την ίδια ιστορία.
Ο Γιώργης Πέτικας είχε γίνει θρύλος. Η φήμη τον ήθελε προστάτη των φτωχών και ανυπεράσπιστων , που επέστρεψε από την Αμερική και ήθελε να ανοίξει χασάπικο . Πάνω απ' όλα όμως ήθελε να ικανοποιήσει το βαθύ και αγιάτρευτο έρωτά του για το κορίτσι που είχε αφήσει πίσω , φεύγοντας για την Αμερική. Έναν έρωτα για τον οποίο δεν γνώριζε αν υπάρχει ανταπόκριση. Κάποια στιγμή ο έρωτας γίνεται αμοιβαίος , αλλά εξακολουθεί να παραμένει κρυφός μέχρι την ώρα την καλή.
Ανάμεσα τους υψώνεται ένα μεγάλο εμπόδιο. Ο έρωτας του άλλου άνδρα, του Γιάννη ή Γιαννακού. Ένας δεσμός αίματος ενώνει τους δύο άντρες, είναι σταυραδέλφια. Επιθυμούν την ίδια γυναίκα χωρίς αρχικά να το γνωρίζουν και όταν το μαθαίνουν κανείς από τους δύο δεν υποχωρεί. Λαβωμένοι από τον έρωτα και σημαδεμένοι απ'την αγάπη παρασύρονται σε μια σύγκρουση φονική.
Αμάδες 1915, ένα έγκλημα πάθους συγκλονίζει την τοπική κοινωνία.
" Τον εσκότωσα , λοιπόν" αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του ο Γιώργης` μόλις τότε άρχισε να το νιώθει. " Σκότωσα τον καλύτερό μου φίλο για μια γυναίκα" ξανάπε με περισσή δύναμη στη φωνή του κι έπιασε να κλαίει με λυγμούς, έχωσε τα δάχτυλα μες στα μαλλιά του και άρχισε να τα τραβά με δύναμη ως να τα ξεριζώσει"
Από το σημείο αυτό αρχίζει η περιπέτεια, η καταδίωξη, το κυνηγητό. Σπίτι του γίνεται το βουνό. Οι φίλοι του, οι χωριανοί τον προστατεύουν.Κυνηγημένος , δρασκελώντας χαράδρες και πλαγιές , σκαρφαλώνοντας στα βράχια ανακαλύπτει μια σπηλιά, την κάνει καταφύγιο και ονοματίζει τους πρώτους του " συνεργάτες" στο βουνό.
" Καλώς ήρθες στον Ανάμιση ντενεκέ" τον υποδέχτηκε με ένα σφιγμένο χαμόγελο ο Γιώργης. " Εβρήκα τούτους τους ντενεκέδες στη μάντρα του Πυργούση και φέρνω νερό αφ' τις Γούρνες. Είν' οι πρώτοι μου συνεργάτες στο βουνό. Είπα να κάνω σύθημα, να μην αποκρίνομαι σ' όποιονε φωνάζει από κάτω. Μονάχα όποιος λε το σύθημα θα' ρκεται κοντά" είπε κι έπιασε να σκαλίζει τα κάρβουνα.
" Ανάμισης ντενεκές λοιπόν" επανέλαβε ο Σταμάτης να το χωνέψει, να το θυμάται για την ξανάλλη.."
Ο Γιώργης γίνεται λαϊκός ήρωας, θρύλος και η φήμη του φτάνει στη δική μας εποχή , εκεί που τον αναζητεί ο νέος ερευνητής. Πολλές οι παραλλαγές της ιστορίας έτσι όπως μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα. Σε όλες όμως υπάρχει ένα κοινό , η λαϊκή ετυμηγορία τον έχει αθωώσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων γιατί " αδελφικοί φίλοι ήσαν ...ο άλλος του πήρε μπαμπέσικα τη γυναίκα. Ο Γιώργης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον σκοτώσει" Γι' αυτό η πραγματικότητα μετατρέπεται σε παραμύθι.
" Ο Πέτικας κατόρθωσε με τις " αντραγαθίες " του να απομυθοποιήσει τα όργανα του νόμου στα μάτια των χωρικών. Και μεταμορφώθηκε αμέσως σε άνθρωπο παντοδύναμο, πήρε υπερφυσικές διαστάσεις η παλικαριά του στα λόγια και στη φαντασία τους...Γι' αυτό , ένας τέτοιος άνθρωπος, ήρωας του λαού και εκφραστής της κοινής θέλησης, που δεν ήταν άλλη από την αντίσταση κατά των οργάνων, δε μπορεί να συνελήφθη ποτέ. Κι αν έγινε αυτό, ο λαός ποτέ δεν θα το διέσωζε στο θρύλο του..."
Ποια ήταν όμως η κοπέλα που για το χατίρι της έγινε φονιάς ο Πέτικας; Το όνομα της δεν έγινε ποτέ γνωστό. Επικράτησε ο νόμος της σιωπής και τότε και σήμερα , " η σιωπή του Πελιναίου". Δεν υπήρξε " χαραμάδα διαρροής".
Σχετικά με την κατάληξη του Πέτικα ο θρύλος διχάζεται, καθώς η λαϊκή μνήμη δεν ήθελε τον Πέτικα να συλλαμβάνεται. Υπάρχει κατάληξη , αλλά καλύτερα να την μάθετε αναζητώντας την στις σελίδες του βιβλίου.
Ένα μυθιστόρημα δεν είναι ελκυστικό μόνο από την υπόθεση αλλά από τον τρόπο που αναπτύσσεται και εξελίσσεται αυτή η υπόθεση.
Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σ'ένα πανέμορφο τοπίο, πάνω στο βουνό Πελίναιο με θέα από ψηλά της θάλασσας. Το τοπίο εναλλάσσεται συνεχώς, πότε ήμερο και πότε άγριο, χρωματισμένο και ευωδιαστό ανάλογα με την εποχή. Ήχοι από κουδούνια ζώων, φωνές τσοπάνων και γαυγίσματα σκύλων διαρρυγνύουν τη σιωπή του και τη γαλήνη του. Εικόνες από μαντριά, κοπάδια, αρμέγματα και πήξιμο τυριού, η μυρωδιά από τα τυροβόλια και τις
" μουζήθρες" έρχονται να συναντηθούν με τις περιοδείες των χασάπηδων για την προμήθεια των ζώων, την παράνομη διακίνηση προϊόντων στα παράλια.
Κι ανάμεσα στο τοπίο και στους τόπους γραφικές φιγούρες, άνθρωποι ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, ταλαίπωροι , φιλότιμοι και περήφανοι, αλλά και ιδιαίτερες φυσιογνωμίες όπως εκείνη του μοναδικού
" γραμματιζούμενου κουρέα" που διαβάζει φωναχτά τα νέα από την εφημερίδα στο καφενείο του χωριού.
Οι περιγραφές και τα σχόλια για τους μικρασιάτες πρόσφυγες του 1914 συγκλονιστικές , οδηγούν τη σκέψη σε ανάλογες σημερινές καταστάσεις
" Δυόμισι χιλιάδες ήταν οι Μικρασιάτες πο'ρθαν στο χωριό. Πολεμούσαν να ζήσουνε, κάνανε διάφορες δουλειές, μένανε σε χαλάσματα, άλλοι κοντά σε οικογένειες γνωστών συγγενών και φίλων. Οι δρόμοι ήσαν συνέχεια γεμάτοι, η ζωή του χωριού άλλαξε, οι χωριανοί περνούσαν δύσκολες ώρες διχόνοιας. Άλλοι συμπονούσαν τους νιοφερμένους, τους υπερασπίζονταν, τους βοηθούσαν, κι άλλοι ολημερίς εξαπόλυαν βλαστήμιες και αφορισμούς, φώναζαν πως μεγαλύτερο κακό δε θυμούνται να ματάδε ο τόπος όσων χρόνων είναι...οι νιοφερμένοι, λέγανε, ήταν πιο μεγάλη θεομηνία...άλλωστε έφεραν μαζί τους τη φτώχεια, την κρίση στα ναύλα, ως και τη φυλλοξήρα στ' αμπέλια φέρανε` τι άλλο θα δούμε, αναφωνούσαν. Και τώρα, λέγανε, τριγυρνάνε πέρα δώθε, από τον κάμπο ως το λιμάνι και σπλαχνίζονται βοήθεια, δουλειά, ελεημοσύνη. Άσε την πουτανιά. Οι γυναίκες τους ξελογιάζουνε τα παλικάρια, θέλουν να κλείσουνε σπιτικά, να πάρουνε δικούς τους τους θαλασσινούς, δεν έχουνε, λέγανε, ούτε ιερό ούτε όσιο..."
Εκείνο όμως το στοιχείο που αναδεικνύει το κείμενο, το ζωντανεύει, το κάνει να "μιλάει" με ήχους τραγουδιστούς, γάργαρους και χορευτικούς είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται τη γλώσσα. Ο συγγραφέας καταδύεται στο βαθύ βυθό της χιώτικης διαλέκτου και φέρνει στην επιφάνεια τα μαργαριτάρια και τους θησαυρούς της προφορικής γλωσσικής παράδοσης.Και είναι τόσο καλά ενσωματωμένα στην ιστορία που αποδεικνύουν όχι μόνο τις γλωσσολογικές γνώσεις του αλλά και τη γλωσσική ικανότητα να τις "δένει" όμορφα με το μύθο του. Ένα βιβλίο που το ακούς.
" Στο βάθος παιχνίδιζε στο χειμωνιάτικο ήλιο η θάλασσα. Πράσινο , καφετί, γαλανό, με τη σειρά τα χρώματα απλώνονταν μπροστά μου. Τα ίδια σκέφτηκα, θα έβλεπε και ο Πέτικας όταν καθόταν σ' αυτή την πέτρα. Μόνο που τότε όλοι οι λόφοι ήσαν δασωμένοι. Πράσινο και γαλανό. Όσο περνά η ζωή καφετίζουμε τη φύση, συμπέρανα, την κάνουμε ένα με τη γη . Ίσως αυτή να' ναι η μοίρα τελικά. Να γίνουμε όλοι χώμα κάποτε. Χώμα και θάλασσα."
Γιάννης Μακριδάκης , Ανάμισης Ντενεκές, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα, 2011, όγδοη έκδοση
*Οι στίχοι του τίτλου είναι από το ποίημα του Μιχάλη Γκανά
" Σημαδεμένος απ' την αγάπη" που έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης και ερμηνεύει ο Βασίλης Λέκκας στο cd Ασίκικο Πουλάκη.
Μου έχει τύχει όμως ορισμένες φορές , εντελώς τυχαία, παρασυρόμενη από εξωτερικά στοιχεία, να ανακαλύψω νέους λογοτέχνες , με το έργο των οποίων έχω ενθουσιαστεί και αυτό αποτελεί κριτήριο για να αγοράσω και άλλα δικά τους. Λίγες φορές όμως εξακολουθώ να παραμένω ενθουσιασμένη με το μεγαλύτερο μέρος των έργων τους - πλην ελαχίστων περιπτώσεων - και να απολαμβάνω την ανάγνωση.
Αυτές τις μέρες ανακάλυψα ένα νέο συγγραφέα. Είναι ο Γιάννης Μακριδάκης από τη Χίο.
Νέος και στην ηλικία, γεννημένος το 1971, έγραψε το 2008 ένα πολύ συναρπαστικό και γοητευτικό μυθιστόρημα. Το αγόρασα πρόσφατα στην όγδοη έκδοσή του πλέον. Με προσέλκυσαν ο τίτλος
" Ανάμισης ντενεκές " σε συνδυασμό με την παλιά φωτογραφία στο εξώφυλλο , μια πληροφορία στο οπισθόφυλλο σύμφωνα με την οποία το βιβλίο είναι
" ένα μυθιστόρημα - έκπληξη που ξεφεύγει από τα γνωστά σχήματα της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής" και οι στίχοι στην αρχή του βιβλίου
" Μόνον εκείνος που αγαπά
μπορεί να το πιστέψει
πως της αγάπης ο καημός
τη σταματάει τη σκέψη"
(Θ. Σκορδαλός - Ψαραντώνης)
Η ιστορία ξετυλίγεται στη Β.Α Χίο, Μάρμαρο, Αμάδες , Καρδάμυλα και στο Πελιναίο όρος το 1914- 1915 αλλά και στα δικά μας χρόνια. Η αφήγηση κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα, ένα παρελθοντικό και ένα παροντικό. Από τη μια μεριά η Χίος που έχει πλέον ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό με τους μικρασιάτες πρόσφυγες να κατακλύζουν το νησί μετά το διωγμό του 1914 και τους κατοίκους να αντιμετωπίζουν πολλά βιοποριστικά προβλήματα . Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον τοποθετείται ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Γιώργης Πέτικας
που
"Ηρθε από την Αμερική , όπου είχε πάει μετανάστης πριν από ένα χρόνο να δουλέψει στα σφαγεία, να προικίσει τρεις αδερφές στα Καρδάμυλα, μπας και πάρουν καραβοκύρη για καπετάνιο και σωθούν τουλάχιστον αυτές. Ήταν η δεύτερη φορά που ερχόταν από την ξενιτιά, είχε κάνει κι ένα χρόνο παλιότερα , τότε που άφησε τη Χίο τουρκική και όταν γύρισε , τη βρήκε Ελλάδα. Ξεσηκώθηκαν οι ραγιάδες όσο εκείνος έκανε ραγιάς σε ξένους τόπους. Τώρα γυρνούσε πάλι, με σκοπό να ξαναφύγει σύντομα, για τελευταία φορά στην Αμερική κι ας ήταν η καρδιά του μαύρη` η χώρα αυτή δεν τον σήκωνε, μπορούσε όμως να σηκώσει τα βάρη του."
Έναν αιώνα μετά ένας ερευνητής , γοητευμένος από το θρύλο του Γιώργη Πέτικα , αναζητεί πληροφορίες , για μια παλιά ιστορία και προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα του. Επισκέπτεται τα χωριά, συνομιλεί με ηλικιωμένους και μαγνητοφωνεί τις διηγήσεις τους, που είναι λίγες και συγχρόνως διαφορετικές για την ίδια ιστορία.
Ο Γιώργης Πέτικας είχε γίνει θρύλος. Η φήμη τον ήθελε προστάτη των φτωχών και ανυπεράσπιστων , που επέστρεψε από την Αμερική και ήθελε να ανοίξει χασάπικο . Πάνω απ' όλα όμως ήθελε να ικανοποιήσει το βαθύ και αγιάτρευτο έρωτά του για το κορίτσι που είχε αφήσει πίσω , φεύγοντας για την Αμερική. Έναν έρωτα για τον οποίο δεν γνώριζε αν υπάρχει ανταπόκριση. Κάποια στιγμή ο έρωτας γίνεται αμοιβαίος , αλλά εξακολουθεί να παραμένει κρυφός μέχρι την ώρα την καλή.
Ανάμεσα τους υψώνεται ένα μεγάλο εμπόδιο. Ο έρωτας του άλλου άνδρα, του Γιάννη ή Γιαννακού. Ένας δεσμός αίματος ενώνει τους δύο άντρες, είναι σταυραδέλφια. Επιθυμούν την ίδια γυναίκα χωρίς αρχικά να το γνωρίζουν και όταν το μαθαίνουν κανείς από τους δύο δεν υποχωρεί. Λαβωμένοι από τον έρωτα και σημαδεμένοι απ'την αγάπη παρασύρονται σε μια σύγκρουση φονική.
Αμάδες 1915, ένα έγκλημα πάθους συγκλονίζει την τοπική κοινωνία.
" Τον εσκότωσα , λοιπόν" αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του ο Γιώργης` μόλις τότε άρχισε να το νιώθει. " Σκότωσα τον καλύτερό μου φίλο για μια γυναίκα" ξανάπε με περισσή δύναμη στη φωνή του κι έπιασε να κλαίει με λυγμούς, έχωσε τα δάχτυλα μες στα μαλλιά του και άρχισε να τα τραβά με δύναμη ως να τα ξεριζώσει"
Από το σημείο αυτό αρχίζει η περιπέτεια, η καταδίωξη, το κυνηγητό. Σπίτι του γίνεται το βουνό. Οι φίλοι του, οι χωριανοί τον προστατεύουν.Κυνηγημένος , δρασκελώντας χαράδρες και πλαγιές , σκαρφαλώνοντας στα βράχια ανακαλύπτει μια σπηλιά, την κάνει καταφύγιο και ονοματίζει τους πρώτους του " συνεργάτες" στο βουνό.
" Καλώς ήρθες στον Ανάμιση ντενεκέ" τον υποδέχτηκε με ένα σφιγμένο χαμόγελο ο Γιώργης. " Εβρήκα τούτους τους ντενεκέδες στη μάντρα του Πυργούση και φέρνω νερό αφ' τις Γούρνες. Είν' οι πρώτοι μου συνεργάτες στο βουνό. Είπα να κάνω σύθημα, να μην αποκρίνομαι σ' όποιονε φωνάζει από κάτω. Μονάχα όποιος λε το σύθημα θα' ρκεται κοντά" είπε κι έπιασε να σκαλίζει τα κάρβουνα.
" Ανάμισης ντενεκές λοιπόν" επανέλαβε ο Σταμάτης να το χωνέψει, να το θυμάται για την ξανάλλη.."
Ο Γιώργης γίνεται λαϊκός ήρωας, θρύλος και η φήμη του φτάνει στη δική μας εποχή , εκεί που τον αναζητεί ο νέος ερευνητής. Πολλές οι παραλλαγές της ιστορίας έτσι όπως μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα. Σε όλες όμως υπάρχει ένα κοινό , η λαϊκή ετυμηγορία τον έχει αθωώσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων γιατί " αδελφικοί φίλοι ήσαν ...ο άλλος του πήρε μπαμπέσικα τη γυναίκα. Ο Γιώργης δεν θα μπορούσε ποτέ να τον σκοτώσει" Γι' αυτό η πραγματικότητα μετατρέπεται σε παραμύθι.
" Ο Πέτικας κατόρθωσε με τις " αντραγαθίες " του να απομυθοποιήσει τα όργανα του νόμου στα μάτια των χωρικών. Και μεταμορφώθηκε αμέσως σε άνθρωπο παντοδύναμο, πήρε υπερφυσικές διαστάσεις η παλικαριά του στα λόγια και στη φαντασία τους...Γι' αυτό , ένας τέτοιος άνθρωπος, ήρωας του λαού και εκφραστής της κοινής θέλησης, που δεν ήταν άλλη από την αντίσταση κατά των οργάνων, δε μπορεί να συνελήφθη ποτέ. Κι αν έγινε αυτό, ο λαός ποτέ δεν θα το διέσωζε στο θρύλο του..."
Ποια ήταν όμως η κοπέλα που για το χατίρι της έγινε φονιάς ο Πέτικας; Το όνομα της δεν έγινε ποτέ γνωστό. Επικράτησε ο νόμος της σιωπής και τότε και σήμερα , " η σιωπή του Πελιναίου". Δεν υπήρξε " χαραμάδα διαρροής".
Σχετικά με την κατάληξη του Πέτικα ο θρύλος διχάζεται, καθώς η λαϊκή μνήμη δεν ήθελε τον Πέτικα να συλλαμβάνεται. Υπάρχει κατάληξη , αλλά καλύτερα να την μάθετε αναζητώντας την στις σελίδες του βιβλίου.
Ένα μυθιστόρημα δεν είναι ελκυστικό μόνο από την υπόθεση αλλά από τον τρόπο που αναπτύσσεται και εξελίσσεται αυτή η υπόθεση.
Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σ'ένα πανέμορφο τοπίο, πάνω στο βουνό Πελίναιο με θέα από ψηλά της θάλασσας. Το τοπίο εναλλάσσεται συνεχώς, πότε ήμερο και πότε άγριο, χρωματισμένο και ευωδιαστό ανάλογα με την εποχή. Ήχοι από κουδούνια ζώων, φωνές τσοπάνων και γαυγίσματα σκύλων διαρρυγνύουν τη σιωπή του και τη γαλήνη του. Εικόνες από μαντριά, κοπάδια, αρμέγματα και πήξιμο τυριού, η μυρωδιά από τα τυροβόλια και τις
" μουζήθρες" έρχονται να συναντηθούν με τις περιοδείες των χασάπηδων για την προμήθεια των ζώων, την παράνομη διακίνηση προϊόντων στα παράλια.
Κι ανάμεσα στο τοπίο και στους τόπους γραφικές φιγούρες, άνθρωποι ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες, ταλαίπωροι , φιλότιμοι και περήφανοι, αλλά και ιδιαίτερες φυσιογνωμίες όπως εκείνη του μοναδικού
" γραμματιζούμενου κουρέα" που διαβάζει φωναχτά τα νέα από την εφημερίδα στο καφενείο του χωριού.
Οι περιγραφές και τα σχόλια για τους μικρασιάτες πρόσφυγες του 1914 συγκλονιστικές , οδηγούν τη σκέψη σε ανάλογες σημερινές καταστάσεις
" Δυόμισι χιλιάδες ήταν οι Μικρασιάτες πο'ρθαν στο χωριό. Πολεμούσαν να ζήσουνε, κάνανε διάφορες δουλειές, μένανε σε χαλάσματα, άλλοι κοντά σε οικογένειες γνωστών συγγενών και φίλων. Οι δρόμοι ήσαν συνέχεια γεμάτοι, η ζωή του χωριού άλλαξε, οι χωριανοί περνούσαν δύσκολες ώρες διχόνοιας. Άλλοι συμπονούσαν τους νιοφερμένους, τους υπερασπίζονταν, τους βοηθούσαν, κι άλλοι ολημερίς εξαπόλυαν βλαστήμιες και αφορισμούς, φώναζαν πως μεγαλύτερο κακό δε θυμούνται να ματάδε ο τόπος όσων χρόνων είναι...οι νιοφερμένοι, λέγανε, ήταν πιο μεγάλη θεομηνία...άλλωστε έφεραν μαζί τους τη φτώχεια, την κρίση στα ναύλα, ως και τη φυλλοξήρα στ' αμπέλια φέρανε` τι άλλο θα δούμε, αναφωνούσαν. Και τώρα, λέγανε, τριγυρνάνε πέρα δώθε, από τον κάμπο ως το λιμάνι και σπλαχνίζονται βοήθεια, δουλειά, ελεημοσύνη. Άσε την πουτανιά. Οι γυναίκες τους ξελογιάζουνε τα παλικάρια, θέλουν να κλείσουνε σπιτικά, να πάρουνε δικούς τους τους θαλασσινούς, δεν έχουνε, λέγανε, ούτε ιερό ούτε όσιο..."
Εκείνο όμως το στοιχείο που αναδεικνύει το κείμενο, το ζωντανεύει, το κάνει να "μιλάει" με ήχους τραγουδιστούς, γάργαρους και χορευτικούς είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που ο συγγραφέας χειρίζεται τη γλώσσα. Ο συγγραφέας καταδύεται στο βαθύ βυθό της χιώτικης διαλέκτου και φέρνει στην επιφάνεια τα μαργαριτάρια και τους θησαυρούς της προφορικής γλωσσικής παράδοσης.Και είναι τόσο καλά ενσωματωμένα στην ιστορία που αποδεικνύουν όχι μόνο τις γλωσσολογικές γνώσεις του αλλά και τη γλωσσική ικανότητα να τις "δένει" όμορφα με το μύθο του. Ένα βιβλίο που το ακούς.
" Στο βάθος παιχνίδιζε στο χειμωνιάτικο ήλιο η θάλασσα. Πράσινο , καφετί, γαλανό, με τη σειρά τα χρώματα απλώνονταν μπροστά μου. Τα ίδια σκέφτηκα, θα έβλεπε και ο Πέτικας όταν καθόταν σ' αυτή την πέτρα. Μόνο που τότε όλοι οι λόφοι ήσαν δασωμένοι. Πράσινο και γαλανό. Όσο περνά η ζωή καφετίζουμε τη φύση, συμπέρανα, την κάνουμε ένα με τη γη . Ίσως αυτή να' ναι η μοίρα τελικά. Να γίνουμε όλοι χώμα κάποτε. Χώμα και θάλασσα."
Γιάννης Μακριδάκης , Ανάμισης Ντενεκές, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα, 2011, όγδοη έκδοση
*Οι στίχοι του τίτλου είναι από το ποίημα του Μιχάλη Γκανά
" Σημαδεμένος απ' την αγάπη" που έχει μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης και ερμηνεύει ο Βασίλης Λέκκας στο cd Ασίκικο Πουλάκη.
9 σχόλια :
Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον συμπαθώ και θα σου πω γιατί.
Πριν πολύ καιρό, διάβαζα άρθρα στο γνωστό site του Κούλογλου, το tvxs.
ΜΙα μέρα διάβασα ένα που έλεγε οτι είναι προσβλητικό να έχουμε αντίγραφο του πίνακα του Ντελακρουά "Η σφαγή της Χίου" σε περίοπτη θέση σε μουσείο της Χίου, γιατί προσβάλλονται οι Τούρκοι τουρίστες που έρχονται κατά μεγάλο ποσοστό σε αυτό το νησί. Μάλιστα ο συγγραφέας έλεγε οτι είχε και μια φιλενάδα Τουρκάλα κάποτε - μετά είχε μια άλλη - και ξέρει ... μπλα μπλα. Το πνεύμα ήταν αυτό.
Ούτε που ήξερα τον συγγραφέα. Μετά από λίγο καιρό είδα και άλλο άρθρο στο ίδιο site, που ήταν μια συνέντευξη αυτού του τύπου, που όλη ήταν σε πρώτο ενικό πρόσωπο και έλεγε πόσο σπουδαίος είναι και άλλα που δείχνουν την ψυχολογία ενός επαρμένου ανθρώπου.
Κατάλαβα επίσης οτι του γινόταν συστηματική προβολή.
Εξ όλων αυτών, και επειδή δεν μου αρέσουν οι δήθεν επαναστάτες που μόνο νάρκισσοι είναι και μισούν και αυτό τον τόπο παίζοντάς το δήθεν διεθνιστές, τον αντιπάθησα σφόδρα και δεν πρόκειται να διαβάσω ούτε γραμμή του. Και μόνο που βλέπω το όνομά του, αλλάζω κατεύθυνση.
Καλησπέρα κ.κ.
Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω το σχόλιο σου. Διάβασα ένα βιβλίο και μου άρεσε.
Τον συγγραφέα δεν τον γνώριζα , νέος άλλωστε. Διάβασα όμως ότι κάνει σπουδαίο έργο στην Χίο. Έτσι λένε οι πληροφορίες. Και στο κάτω κάτω αυτός προτίμησε να μείνει στον τόπο του. Δεν ήρθε στην Αθήνα. Εσύ από πού βγάζεις το συμπέρασμα ότι μισεί αυτόν τον τόπο; Επειδή βλέπει με διαφορετικό μάτι τους Τούρκους ή επειδή είχε φιλενάδα μια Τουρκάλα ή περισσότερες; Προσβάλλει κάποιον αυτό ή μας ενδιαφέρει η προσωπική του ζωή; Ούτε συνεντεύξεις του διάβασα, ούτε είχα την πρόθεση να παρουσιάσω κάποιον επαναστάτη. Αλήθεια εσύ πώς ξεχωρίζεις τους πραγματικούς επαναστάτες από τους δήθεν;
Δεν παρουσίασα ένα μυθιστόρημα με επαναστατικό θέμα, αλλά με ερωτικό που με συγκίνησε πάρα πολύ, γιατί ένας άνθρωπος έγινε φονιάς και κατέστρεψε τη ζωή του χάριν του έρωτα. Και εγώ αυτό το βρίσκω συγκλονιστικό!
Όταν δίνει ένας άνθρωπος συνέντευξη και μιλάει για το έργο του, σε τι πρόσωπο πρέπει να μιλάει; Σε ουδέτερο για να μη θεωρηθεί επηρμένος; Εν πάσει περιπτώσει δεν είναι κάτι που με απασχολεί
Έχεις διαβάσει τα βιογραφικά όλων αυτών που θεωρούμε κλασικούς και που τα έργα τους θεωρούνται αριστουργήματα , σε όλους τους τομείς της τέχνης, να δεις τι ελαττώματα είχαν, τι διαστροφές και ανωμαλίες; Πόσοι από αυτούς ήταν πραγματικά καθίκια; Αλκοολικοί, ναρκομανείς, που κακοποιούσαν τις συντρόφους τους, που εγκατέλειπαν τις οικογένειες τους κ.λ.π. Αλλά σήμερα βρίσκονται στο πάνθεον της τέχνης.
Δεν γνωρίζω με ποιο κριτήριο επιλέγεις τα ακούσματά σου και τα διαβάσματά σου, αλλά απ' ότι φαίνεται δεν είναι το ίδιο με το δικό μου. Και δεν είναι βέβαια αυτό υποχρεωτικό και απαραίτητο.
Τέλος βρίσκω πολύ ακραία την αντιμετώπισή σου όταν γράφεις ότι δεν πρόκειται να διαβάσεις ούτε μια γραμμή του και ότι αλλάζεις κατεύθυνση και μόνο που βλέπεις το όνομά του. Αν αυτό δεν είναι προκατάληψη τότε τι είναι;
To σχόλιό μου εξηγεί γιατί δεν συμπαθώ αυτόν τον άνθρωπο. Το αν υπάρχει προκατάληψη ή όχι, νομίζω είναι δικαίωμά μου. Πάντως δεν σε πρόσβαλα και ως εκ τούτου δεν καταλαβαίνω τον επιθετικό προς εμένα χαρακτήρα της απάντησής σου. Προφανώς θα έχεις κάποιο λόγο που δεν μου είναι κατανοητός και συνεπώς θεωρώ το ύφος ως μη κατάλληλο για συνέχιση κάποιας κουβέντας.
Νομίζω ότι εσύ με πρόσβαλες με το σχόλιο σου.Και δεν έχω κανένα επιθετικό ύφος. Στο blog μου έχω δικαίωμα να σχολιάζω τα σχόλια όπως εγώ νομίζω.
Και βεβαίως δεν θέλω να συνεχίσω τη κουβέντα μαζί σου.
Σοφία, εγώ μπήκα στο σάιτ του και διάβασα κάποια αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του και μπορώ να πω πως μου έκανε καλή εντύπωση η προσωπικότητά του. Από όσα μπόρεσα να διαβάσω, γιατί σε μερικές συνεντεύξεις του ήταν ποταμός, διαπίστωσα πως πρόκειται για πολύπλευρη προσωπικότητα, ακτιβιστή, ενεργό πολίτη, μου έκανε κι εμένα καλή εντύπωση πως προτίμησε να παραμείνει στη Χίο, αντί να πάει στην Αθήνα, αλλά αυτό που μου άρεσε πιο πολύ είναι η μανία του να συλλέγει μαρτυρίες. Κι εγώ, όπως γνωρίζεις, έχω αδυναμία στις μαρτυρίες, μάλιστα αποφεύγω να διαβάσω ιστορικό βιβλίο -όχι μυθιστόρημα- αν δεν περιέχει μαρτυρίες.
Θα ήθελα τέλος να πω πως μου άρεσε ιδιαίτερα η παρουσίαση του βιβλίου όπως την έκανες, κατάφερες να κεντρίσεις το ενδιαφέρον των αναγνωστών σου για το βιβλίο, τώρα για το πόσο πρέπει να μας επηρεάζει η προσωπική ζωή ενός συγγραφέα και κάποιες -ακραίες έστω- απόψεις του, αυτό βέβαια είναι ένα μεγάλο θέμα, θα συμφωνήσω μαζί σου, πως δεν είναι δυνατό να ασχολούμαστε με την προσωπική ζωή κάθε συγγραφέα ή με κάποιες δηλώσεις του, καμιά φορά οι δηλώσεις παρανοούνται, παραφράζονται, γίνονται αλλιώς αντιληπτές από την κοινή γνώμη και νομίζω πως είναι άδικο να βγάζουμε συμπεράσματα από μια συγκεκριμένη δήλωση, τώρα θυμήθηκα μια πρόσφατη δήλωση του Τσόκλη που σχεδόν κατηγορούσε τις γυναίκες - θύματα βιασμού ότι μπορεί και να το ήθελαν, κι εγώ εκνευρίστηκα με αυτή τη δήλωση, δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα αν ήταν συγγραφέας και μάλιστα αγαπημέος μου, υπάρχει και η αντίθετη περίπτωση, αναφέρομαι σε συγγραφείς που χωρίς να έχουν γράψει ούτε ένα αξιόλογο βιβλίο, καταφέρνουν να μένουν στην επικαιρότητα με πετυχημένες δηλώσεις και σχόλια τους, εντέλει για να μη γίνομαι φλύαρος νομίζω ότι πιο σωστό είναι να παραμένουμε στο έργο ενός καλλιτέχνη και αυτό να κρίνουμε.
Καλησπέρα Θωμά,
ένα μόνο θα πω: ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη διαβάσω ένα βιβλίο ή να μην ακούσω ένα μουσικό έργο ή να μη δω μια ταινία κ.λ.π εξ αιτίας δηλώσεων ή πράξεων του δημιουργού. Ακόμη δεν έχασα την ικανότητά μου να κρίνω. Μα πώς να κρίνω αν δεν γνωρίσω τον δημιουργό μέσα από το έργο του; Το ιδανικό είναι οι διάφοροι δημιουργοί να είναι τα καλά μας πρότυπα,συνδυάζοντας λόγο και πράξη, αλλά αυτό είναι λίγο δύσκολο, διότι και αυτοί είναι άνθρωποι με τις αδυναμίες τους όπως και εμείς.
Προτιμώ λοιπόν και εγώ να κρίνω τον δημιουργό από το έργο και τις απόψεις και τις θέσεις που προβάλλει μέσα από αυτό. Θα τον απορρίψω όταν θα διαφωνήσω με αυτές. Και πίστεψε με έχω απορρίψει πολλούς γιατί διαφώνησα με τις ιδέες που περνούσαν στα έργα τους , ακόμα και αν αυτά ήταν καλοδουλεμένα και βεβαίως δεν ξαναγόρασα τίποτε δικό τους.
Άλλο το ένα και άλλο το άλλο.
Και επιπλέον δεν μου αρέσει να κρεμάω ταμπελάκια στους ανθρώπους, όποια ιδιότητα κι αν έχουν.
Επειδή είδα οτι διαγράφτηκες από μέλος του ιστοτόπου μου, πράγμα που δεν έχει κάνει ποτέ κανείς, μπήκα να κάνω το ανάλογο, αλλά βλέπω οτι δεν έχεις εμφανή τα μέλη σου.
Αυτό και μόνο λέει πολλά.
Σίγουρα λέει πολλά. Ειδικά για την Google που κατάργησε το συγκεκριμένο gadget για όλα τα non-blogger sites και για όσους δεν έχουν gmail,όπως εγώ (που έχω yahoo). Μην εκτίθεσαι.
Αν θες να με σβήσεις δε θα το κάνεις από το δικό μου ιστολόγιο αλλά ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ! Υπάρχει στον πίνακα ελέγχου σου ένα κουμπάκι ρυθμίσεων δίπλα στις λέξεις "προβολή στον αναγνώστη Google". Από εκεί διαχειρίζεσαι τα μπλογκ που ακολουθείς.
Δε θα απολογηθώ για τα μπλογκ που (δεν) ακολουθώ εγώ. Δικαίωμά μου να επιλέγω τους διαδικτυακούς μου φίλους.
Katapliktiki i topothetisi tis ofisofi. Einai poly efkolo na krinume tous antropous arnitika , poso mallon aytous pou dimiourgoun kai ektithontai. Tha diavaso to vivlio kai tha epaneltho. Efxaristo ofisofi.
Δημοσίευση σχολίου