Εγώ τους είδα – λέει – τους δύο διαρρήκτες
πίσω απ’ τις γρίλιες να παραβιάζουν την απέναντι πόρτα.
– δε φώναξα διόλου .
είχε φεγγάρι . Φαινόνταν καθαρά τ’ αντικλείδια τους
και τα στολίδια του γύψου στον τοίχο. Περίμενα πρώτα
να φωνάξουνε οι άλλοι από δίπλα. Κανένας δε φώναξε.
Έφυγα, απ’ το παράθυρο, κάθισα στην καρέκλα,
ακούμπησα το μέτωπό μου στο μάρμαρο του τραπεζιού, και θαρρώ
που αποκοιμήθηκα πλάι στο φτωχό μελανωμένο χέρι
του παιδιού που δεν προβιβάστηκε. Μέσα στον ύπνο μου
μ’ έπιασε πονοκέφαλος απ’ το φεγγάρι. Τα χαράματα
μού χτύπησαν τήν πόρτα. 'Ηταν οι δύο διαρρήκτες κρατώντας δυο ωραίες ανθοδέσμες. Μπήκα στην κουζίνα
να βάλω τα λουλούδια στο νερό. Γυρίζοντας πίσω,
μ’ ένα βάζο στο κάθε μου χέρι, δεν τους βρήκα.
Γιάννης Ρίτσος, Γραφή Τυφλού, Κέδρος, Αθήνα 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου