Τότες το βαπόρι σου θα γίνει λόβερο, τ' αγέρι της φαντασίας σου θα φουσκώσει τα πανιά του, κι εσύ, παλικαράκι, θ' απλώσεις τα χέρια σου στην καλή σου.
Και μόνο όταν σαλπάρει το βαπόρι και βρεθείς καταμεσίς πελάγου, θα πεις πως το Γαλαξίδι σήμερα είναι μια νεκρωμένη πολιτεία, δίχως ταρσανάδες και δίχως καράβια, μα μέσα στο βυθό του κόρφου της, έτσι, σαν όνειρο, μένει μια σκιά από την πιστή μορφή της Πηνελόπης.
Τέτοιαν ώρα* η πολιτεία έπαιρνε όψη γιορτινή. Γιομίζανε τα καντούνια με περαστικούς, οι πόρτες διάπλατες στα σπίτια, και τα γλυκά για τα καλωσορίσματα σε περίμεναν έτοιμα στον ασημένιο δίσκο. Κι εσύ, αν ήθελες να μοιραστείς το συνήθειο του τόπου , σ' όλους έπρεπε να πας να φκηθείς, σ' όλους να γλυκαθείς, για να δείξεις τη χαρά σου. Από τον καπετάνιο ίσαμε της χήρας το ναυτόπαιδο. Όλοι την περιμένουν τούτη τη χαρούμενη στιγμή, μα η χηρεμένη μάνα με πιότερο καρδιοχτύπι, γιατί σιμά στο ακριβό μοναχοπαίδι της ξεχνάει την πίκρα της χηριάς της. Τόσον καιρό ζούσε μες στην απαντοχή...Τώρα λοιπόν τον χαίρεται τον κανακάρη της, τον σιγοτραγουδάει, και μέσα σ' όλα του τα φερσίματα βλέπει τον άντρα της, τον καραβοκύρη. Το πώς θα κάτσει , πώς θα σηκωθεί, πώς θα χωρατευθεί και πώς θε ν΄αγριέψει, όλα θαρρείς και τα ξεσήκωσε απ' τον πατέρα του. Μα η πιο μεγάλη του κληρονομιά είναι ο έρωτάς του για τη θάλασσα. Σαν ήτανε μικρό παιδί και το' στελνε , η φρεσκοχήρα τότες, στο ακροθαλάσσι για να παίξει, αντίς ν' αποξεχνιέται στα παιγνίδια του, στο κύμα άπλωνε τα δυο του τα χεράκια. Κι ύστερα, σα μεγάλωσε, όλο στη θάλασσα βρισκόταν. Αν δεν πάσχισε η μάνα του να το κρατήσει στην στεριά! Δε βαριέσαι. Χαμένος κόπος. Στο τέλος είδε κι απόειδε , και του' δωκε την ευκή της. Έτσι είναι το γραμμένο: σε καίει η θάλασσα, σου παίρνει τον άνθρωπό σου, δε σου χαρίζει τις περισσότερες φορές μήτε μνημούρι να τον διαβάζεις να παρηγοριέσαι, κι όμως θα' ρθει η στιγμή που το αίμα θα μιλήσει στην ψυχή του παιδιού σου, κι αν είναι σερνικό, θα κάνεις το σταυρό σου. Μηδά κι η θεια- Χρυσούλα, που' χασε άντρα και παιδιά στην Αδριατική, δεν έβαλε όρκο να δώσει στεριανό στη Βιολέτα της; Κι αλήθεια, την πάντρεψε με κάποιο χτηματάρη στο Σωτήρα. Καλός φαμελίτης, ανάστησε πέντε παιδιά, τα χρόνια περάσανε , τα παιδιά μεστώσανε, μα η θεια- Χρυσούλα δεν τα' βανε κάτου.
- Την ξέχασε ο Χάρος την κυρούλα μας, χωρατευόντουσαν τ΄αγγόνια της, που' χανε στεριώσει φαμελιές.
Και να, το πρώτο δισεγγόνι της , σαν έφτασε τα δώδεκά του χρόνια, της ξεμολογήθηκε μ' αναφιλητά πως το τραβούσε η θάλασσα. Πάσχισε η γερόντισσα να καταφέρει τον πατέρα του να το μπαρκάρει μούτσο μες στην " Ευμορφία " . Από δω σ' έχω, από κει σ' έχω, λόγο στο λόγο, τον κατάφερε. Βγήκε μάλιστα κι ως το Κεντρί μαζί με τα γονικά του, να το κατευοδώσει.
Εδώ πρέπει να σου μιλήσω για τ' αγνάντια, σα να λέμε το κατευόδιο που κάναν οι γυναίκες στα καράβια σα φεύγανε. Σαν έστρωνε ο καιρός , μετά τα Κούλουμα, τα καράβια σαλπάρανε, για να γυρίσουνε με το καλό το χινόπωρο. Οι ναυτικοί , μέρες τώρα, φούρια φούρια, ' τοιμάζονταν, κι ανήμερα σηκώνονταν , αυγή αυγή, πριν φέξει. Είχανε γιομισμένα με τα ρουχικά τους τα μπαούλα , κι οι διαλεχτές είχανε στείλει αποβραδίς τα γλυκά στο σπίτι του καλού τους, Ο κάθε ταξιδιάρης , μόλις φτάσει η ώρα η στερνή, με μάτι ανυπόμονο κοιτάει μια τη θάλασσα, μια τη φαμίλια. Τόσον καιρό τον χάρηκε η δεύτερη , τώρα θα πάει ξανά στην πρώτη, που τον δέχτηκε αμούστακο παιδί, τον μέστωσε, τον είδε άντρα μες στην αγκαλιά της. Μα κι η γυναίκα πάλι, αγναντεύει μια τη θάλασσα και μια γυρίζει τη ματιά στον άνθρωπό της, μ' έναν κρυφό της πόθο μέσα στην ψυχή, να' τανε κείνη θάλασσα δίχως μπουρίνια και φορτούνες, για να μη θαλασσοπνιγεί ο άντρας της, ο γιος της ή ο διαλεχτός της.
Τα μεγαλύτερα παιδιά, με τα σκολινά τους, περιμένουν στ' ακροθαλάσσι.Οι μάνες ντύνουνε τα βυζασταρούδια τους και κατεβαίνουν στο μόλο, για να καμαρώσουν τους ναυτικούς, που σβέλτοι πηδήσανε κιόλας στις βάρκες, και μια και δυο φτάνουνε στα καράβια τους. Σε λίγο ένα μουγκρητό αρχινάει. Τραβάνε τις άγκουρες. Οι γυναίκες νιώθουνε την καρδιά τους βαριά. Ποιος ξέρει...Δυο, ίσως και τρία, χρόνια θα κυλήσουνε όσο να γυρίσουν οι δικοί τους. Το' να καράβι πίσω από τ' άλλο μπαίνει στη γραμμή. Γραμμή κινάνε κι οι γυναίκες απ΄το μόλο, περνάν τη Ρήχη, φτάνουν στο Κεντρί, κι εκεί στέκουνται να κάμουνε τ' αγνάντια. Η καθεμιά βαστάει αντήλιο με τα χέρια της όσο να βρει το καράβι του δικού της, και μόλις το' βρει, με νοήματα και δάκρυα το ξεπροβοδάει. Κι όλο τ' ακροθαλάσσι του Γαλαξιδιού τούτη την ώρα μοιάζει να γιόμισε από περαστικό κοπάδι γλαροπούλια, π' αναδιπλώνουν τις φτερούγες τους κι ισοζυγιάζουνται πριν ξανοιχτούν σε μακρινό ταξίδι, καθώς τα μαντιλάκια ανεμίζουνε και αποχαιρετάνε τα καράβια.
Οι θαλασσινοί όμως καιρό δεν έχουνε για χάσιμο. Καρδιοχτυπάνε, άραγες θε να' βρουν πρίμο τον αγέρα παραόξω, ή θα γυρίσουνε στον κόρφο πίσω, για να φύγουνε αύριο μεθαύριο ή σαν γυρίσει το φεγγάρι; Αρχίζουνε να βολτατζάρουνε στο πέλαγο, να λυνοδένουν τα πανιά, να μανοβράρουν, ώσπου να πάρει ο λεβάντες ξαφνικά, να τα σηκώσει σαν πουλιά στο κύμα.
Μόλις τα δουν οι γυναίκες από τη στεριά, θε να δοξάσουνε τον Αϊ - Νικόλα και θε ν΄ανοίξουνε το βήμα τους για να περάσουνε το Γιαννάκι, τις Πούντες και τα Λελουδάκια, τις όμορφες αγκάλες του Γαλαξιδιού κατά το μέρος της ανοιχτής θάλασσας, και να φτάσουνε στο Ροζίκι. Εδώ θα κάτσουν πια να ξαποστάσουνε, γιατί τις έχει βρει κιόλας το γιόμα. Απ' το Ροζίκι το μάτι φτάνει ίσαμε τον Έπαχτο. Λοιπόν, θ' ακολουθήσουν τα καράβια ως να σβήσουν. Αμίλητες θα στείλουν τα παιδιά να παίξουνε , για να γιομίσουνε τον αγέρα με τ' αλαλητό τους , κι έτσι να σκεπαστέι ο στεναγμός και ο καρδιοσωμός της καθεμιάς τους.
Κι οι ναυτικοί, μακριά από το πέλαγο, τώρα που τα καράβια μπήκανε πια στη σωστή ρότα, θα πάρουνε τα κανοκιάλια για στερνή φορά, να δουν το Γαλαξίδι, που σύψυχο τους αποχαιρετάει με τραγούδια. Τέτοιους σκοπούς έχω ακουστά από της κυρούλας μου το στόμα, κι άκου κι εσύ με πόσην ομορφιά κάθε γυναίκα του Γαλαξιδιού έσβηνε τον καημό της:
Θάλασσα, μην τον αγαπάς της κοπελιάς τον άντρα,
γιατ΄είν΄η κοπελιά μικρή και δεν της παν τα μαύρα
Θάλασσα, μάνα γίνε του καλύτερη από μένα,
και μην κοιτάς τα μάτια μου, ας είναι βουρκωμένα.
Θάλασσα, είμαι κοπελιά και νύφη θε να γίνω`
τ' άλλο ταξίδι φερ' τον μου κι ό,τι μου πεις το δίνω.
(απόσπασμα)
Εύα Βλάμη, Γαλαξίδι - η μοίρα μιας ναυτικής πολιτείας (1947) . Το απόσπασμα είναι από ένα παλιό σχολικό βιβλίο νεοελληνικής λογοτεχνίας.
* Εννοεί την ώρα που επέστρεφαν τα καράβια στο Γαλαξίδι
5 σχόλια :
Ευχαριστώ για το τραγούδι Αποχαιρετισμός" με τη Σοφία Αβραμίδου στο εβδομαδιαίο ραντεβού της Τρίτης, Σοφούκα μου.
Αν θες, στείλε μου ένα μέιλ, να στο προωθήσω, μπας και καταλάβεις τι συμβαίνει.
κ.κ.
Σήμερα το 'ψαξα λιγάκι παραπάνω και το ακύρωσα για τις επόμενες φορές. Για να δούμε...
Η απορία μου παραμένει γιατί ο υπολογιστής μου είναι προσωπικός και κανείς δεν έκανε σχετική ρύθμιση να παίρνω κάθε Τρίτη μέιλ από το YOUTUBE.
Oπότε, άκυρο!
κ.κ.
Εξακολουθώ να μην μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει.
Να σου στείλω μέηλ; Πού; Δεν θυμάμαι να μου έχεις δώσει διεύθυνση.
Το Σοφούκα έχει ετυμολογία; Δηλώνει κάτι; Ή είναι απλά ένα χαϊδευτικό;
Νομίζω ότι τακτοποιήθηκε το ζήτημα με την ακύρωση που έκανα. Mέχρι την επόμενη Τρίτη, θα δείξει.
Η δαιμόνια φιλόλογος ψάχνει την ετυμολογία παντού. (Γι' αυτό μ' αρέσεις!)
Δεν την ξέρω. Για χαϊδευτικό οικειότητας χρησιμοποιείται, Σοφούκα μου, απ' όσο ξέρω. Ή, τουλάχιστον, μ' αυτό το πνεύμα το χρησιμοποιώ εγώ.
Κι επειδή σ' έπρηξα
Κι επειδή σ' αγαπώ (ως κι πέτρες ανθίζουν στη γλάστρα)
Κι επειδή σήμερα είναι άνοιξη
Κι επειδή σου αρέσει η ωραία μουσική, ελπίζω να σ΄ αποζημιώσω:
http://www.youtube.com/watch?v=M7Y6cZBWz_4
κ.κ.
Ευχαριστώ. Να' σαι καλά
Δημοσίευση σχολίου