.
..Μεσημέρι
Δεν έχω μυαλό για μετάφραση. Το γατί θα νιαουρίζει στο υπόγειο της Κυψέλης. Κατεβαίνω στον ΟΤΕ. Από δω θα τραβήξω για τα Εξάρχεια. Για τα Εξάρχεια...Από Πατησίων και Στουρνάρα.
Κόσμος πολύς κατεβαίνει προς τα κει. Οι περισσότεροι νέοι. Με μακριά μαλλιά και χνουδωτά πρόσωπα. Κοπέλες που αστράφτουν σαν ανοιξιάτικη βροχή σε ντεκόρ φθινοπωρινό. Νοέμβρης. Θαρρείς κι ετοιμάζεται η υποδοχή του καλοκαιριού. Κάτι σαν μέθη στην ατμόσφαιρα, σαν αυτή που σε τυλίγει πριν εισβάλλει το καλοκαίρι. Το πάρκο χαίρεται την παρατεταμένη του εφηβεία.
Στην άσφαλτο τ' αυτοκίνητα καθυστερούν. Με κόπο ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από χέρια που υψώνονται και τα σταματούν. Χέρια λιγνά, όλο νεύρο, χέρια νεανικά, κοριτσίστικα, που ρυθμίζουν τη δική τους κυκλοφορία. Η κυκλοφορία...Σα θρόμβος σε μια σάπια καρδιά φαντάζουν από μακριά τα χιλιάδες παιδιά που τραγουδούν και ζουν στο ρυθμό των συνθημάτων.
Πολυτεχνείο...Απ' την απέναντι μεριά, βλέπω κιόλας τα πρώτα λεωφορεία φορτωμένα συνθήματα, γραμμένα με κόκκινη κιμωλία.
Η ατμόσφαιρα πήζει. Αποχτάει νόημα. Τα λεωφορεία και τα τρόλλεϋ σταματούν μπρος στο κάστρο κι αδειάζουν. Όλο σχεδόν τον κόσμο. Καθυστερούν. Και συνεχίζουν έπειτα, προς την Ομόνοια, άδεια σχεδόν από κόσμο, γεμάτα όμως συνθήματα που θα τα μεταδώσουν στα πέρατα της πολιορκημένης πολιτείας.
- Τι γράφουνε παιδάκι μου; ρωτάει κάποιο παιδί μια γριούλα
- Αυτά που ακούς γιαγιά...της φωνάζει εκείνο όσο δυνατότερα μπορεί.
Χυμάω κατά κει που έρχονται οι φωνές.
Νιώθω σα να βουτάω σε μια κρύα λίμνη την άνοιξη. Τρέμω στην αρχή. Τουρτουρίζω. Είναι κρύος ακόμα ο καιρός, το νερό κρύσταλλο για μια ολόγυμνη συνομιλία με το φως. Αλλά σιγά - σιγά, το κορμί συνηθίζει, ρυθμίζει τη θερμοκρασία στους βαθμούς της διαφάνειας. Θερμαίνεται απ' την ίδια τη λαγαρότητά του. Κι η λίμνη άξαφνα, από παγερή τόλμη, γίνεται κατόρθωμα νου, ελπίδα εξωφρενική του κορμιού που γυμνώθηκε για νάμπει να καθαγιαστεί στο μαρτύριο της τέλειας λευτεριάς του.
" Εσά, Ες - Ες, βασανιστές" αχολογάει τριγύρω μου το κύμα.
Πατώνω ακόμα. Προχωρώ πιο βαθιά.
" Λαέ, Πεινάς, Γιατί δεν πολεμάς;"
Τώρα φτάνει ως το στήθος μου το νερό. Με δυο απλωτές απογειώνομαι απ' το βυθό...Κολυμπάω τώρα προς τη μικρή ξέρα, προς το νησί στη μέση της λίμνης. Πετάω...Κι αφήνομαι να μ' αρπάξουν οι άνεμοι που το κάνουν ολόκληρο να τρίζει.
" Λαέ! Πεινάς! Γιατί δεν τους κρεμάς"
" Απόψε !Πεθαίνει! Ο φα - σι - σμός "
" Ελλάς! Ελλήνων! Φυλακισμένων".
Και μια βοή ολόγυρα σα να φουσκώνει η θάλασσα και να θέλει να σκεπάσει το νησί. Και το νησί, καταμεσίς στη λίμνη, μόνους του φύλακες έχει τα παιδιά. Τα ψηλά κάγκελα του το προστατεύουν ολόγυρα απ' την παλίρροια που υψώνεται διαρκώς και φουσκώνει. Αγάπης παλίρροια, χιλιάδων χεριών χωρίς δακτυλίδια στα δάχτυλα...
Φώντας Κονδύλης , Τριήμερο στα κάγκελα, Καστανιώτης , Αθήνα 1983, 2η έκδοση
..Μεσημέρι
Δεν έχω μυαλό για μετάφραση. Το γατί θα νιαουρίζει στο υπόγειο της Κυψέλης. Κατεβαίνω στον ΟΤΕ. Από δω θα τραβήξω για τα Εξάρχεια. Για τα Εξάρχεια...Από Πατησίων και Στουρνάρα.
Κόσμος πολύς κατεβαίνει προς τα κει. Οι περισσότεροι νέοι. Με μακριά μαλλιά και χνουδωτά πρόσωπα. Κοπέλες που αστράφτουν σαν ανοιξιάτικη βροχή σε ντεκόρ φθινοπωρινό. Νοέμβρης. Θαρρείς κι ετοιμάζεται η υποδοχή του καλοκαιριού. Κάτι σαν μέθη στην ατμόσφαιρα, σαν αυτή που σε τυλίγει πριν εισβάλλει το καλοκαίρι. Το πάρκο χαίρεται την παρατεταμένη του εφηβεία.
Στην άσφαλτο τ' αυτοκίνητα καθυστερούν. Με κόπο ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από χέρια που υψώνονται και τα σταματούν. Χέρια λιγνά, όλο νεύρο, χέρια νεανικά, κοριτσίστικα, που ρυθμίζουν τη δική τους κυκλοφορία. Η κυκλοφορία...Σα θρόμβος σε μια σάπια καρδιά φαντάζουν από μακριά τα χιλιάδες παιδιά που τραγουδούν και ζουν στο ρυθμό των συνθημάτων.
Πολυτεχνείο...Απ' την απέναντι μεριά, βλέπω κιόλας τα πρώτα λεωφορεία φορτωμένα συνθήματα, γραμμένα με κόκκινη κιμωλία.
Η ατμόσφαιρα πήζει. Αποχτάει νόημα. Τα λεωφορεία και τα τρόλλεϋ σταματούν μπρος στο κάστρο κι αδειάζουν. Όλο σχεδόν τον κόσμο. Καθυστερούν. Και συνεχίζουν έπειτα, προς την Ομόνοια, άδεια σχεδόν από κόσμο, γεμάτα όμως συνθήματα που θα τα μεταδώσουν στα πέρατα της πολιορκημένης πολιτείας.
- Τι γράφουνε παιδάκι μου; ρωτάει κάποιο παιδί μια γριούλα
- Αυτά που ακούς γιαγιά...της φωνάζει εκείνο όσο δυνατότερα μπορεί.
Χυμάω κατά κει που έρχονται οι φωνές.
Νιώθω σα να βουτάω σε μια κρύα λίμνη την άνοιξη. Τρέμω στην αρχή. Τουρτουρίζω. Είναι κρύος ακόμα ο καιρός, το νερό κρύσταλλο για μια ολόγυμνη συνομιλία με το φως. Αλλά σιγά - σιγά, το κορμί συνηθίζει, ρυθμίζει τη θερμοκρασία στους βαθμούς της διαφάνειας. Θερμαίνεται απ' την ίδια τη λαγαρότητά του. Κι η λίμνη άξαφνα, από παγερή τόλμη, γίνεται κατόρθωμα νου, ελπίδα εξωφρενική του κορμιού που γυμνώθηκε για νάμπει να καθαγιαστεί στο μαρτύριο της τέλειας λευτεριάς του.
" Εσά, Ες - Ες, βασανιστές" αχολογάει τριγύρω μου το κύμα.
Πατώνω ακόμα. Προχωρώ πιο βαθιά.
" Λαέ, Πεινάς, Γιατί δεν πολεμάς;"
Τώρα φτάνει ως το στήθος μου το νερό. Με δυο απλωτές απογειώνομαι απ' το βυθό...Κολυμπάω τώρα προς τη μικρή ξέρα, προς το νησί στη μέση της λίμνης. Πετάω...Κι αφήνομαι να μ' αρπάξουν οι άνεμοι που το κάνουν ολόκληρο να τρίζει.
" Λαέ! Πεινάς! Γιατί δεν τους κρεμάς"
" Απόψε !Πεθαίνει! Ο φα - σι - σμός "
" Ελλάς! Ελλήνων! Φυλακισμένων".
Και μια βοή ολόγυρα σα να φουσκώνει η θάλασσα και να θέλει να σκεπάσει το νησί. Και το νησί, καταμεσίς στη λίμνη, μόνους του φύλακες έχει τα παιδιά. Τα ψηλά κάγκελα του το προστατεύουν ολόγυρα απ' την παλίρροια που υψώνεται διαρκώς και φουσκώνει. Αγάπης παλίρροια, χιλιάδων χεριών χωρίς δακτυλίδια στα δάχτυλα...
Φώντας Κονδύλης , Τριήμερο στα κάγκελα, Καστανιώτης , Αθήνα 1983, 2η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου