Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει σε εκείνη την ποιητική γενιά που ξεπήδησε μέσα από τον πόλεμο του 1940 και την ενεργή συμμετοχή της στην αντίσταση. Φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1940. Τον πρόλαβε η Κατοχή και οι σπουδές διακόπηκαν. Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ.
Μετά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη και φυλακίστηκε. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945, αλλά συνελήφθη ξανά τον Ιούνιο του 1948 και βρέθηκε εξόριστος στο Μούδρο. Από εκεί το 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο και καθώς δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας τον έστειλαν στον Άη – Στράτη και στη συνέχεια στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Το 1951 βγήκε από τη φυλακή.
Η Σόνια Ιλίνσκαγια στην εργασία της, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα, παρουσιάζει και τον Τάσο Λειβαδίτη. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας της εξετάζει τη συμβολή του στην Ποίηση του Στρατοπέδου. Μια ποίηση που εμπνεύστηκε κυρίως από τη Μακρόνησο. Η Μακρόνησος ήταν το στρατόπεδο που ξεπέρασε σε φρίκη όλους τους τόπους εξορίας. Έγινε τόπος σκοτεινός και εφιαλτικός για τους χιλιάδες αγωνιστές που πέρασαν από εκεί, ανάμεσά τους πολλοί σπουδαίοι, παλιοί και νέοι ποιητές.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το κεφάλαιο «Το Στρατόπεδο»
«Ασφαλώς στον Λειβαδίτη οφείλεται ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κεφάλαια της τραχιάς Ποίησης του Στρατοπέδου. Οι σκληρές προσωπικές εμπειρίες έχουν μετουσιωθεί σε συγκλονιστικές ποιητικές μαρτυρίες και είναι, οπωσδήποτε, αξιοσημείωτο ότι μέσα στη συναισθηματική τρικυμία που προξενεί τούτη η εφιαλτική πραγματικότητα, δε χάνεται η διαύγεια μιας φιλέρευνης σκέψης, η αρετή να βλέπει κανείς τα πράγματα σφαιρικά, σ’ όλες τις κρυφές και φανερές διαστάσεις τους. Για την καινούρια άρθρωση, όπου φέρνει κατανάγκη μια δραματικότητα ασυνήθιστα δυναμική, η εμμονή στη μουσική οργάνωση του στίχου δεν ήταν πια μέσα στις ποιητικές επιδιώξεις. Χρειάζονταν άλλοι ευλύγιστοι ρυθμοί, που νάδιναν απλά την πλημμύρα των εντυπώσεων, ο ποιητικός λόγος έπρεπε να προσεγγίσει όσο το δυνατόν τη χειραφετημένη από εξωτερικές δεσμεύσεις κίνηση μιας πεζής εκμυστήρευσης, καθημερινής κουβέντας. Έτσι, τα νέα ποιητικά δεδομένα που προέκυψαν από την καλλιέργεια του ελεύθερου στίχου, όπως και ορισμένα στοιχεία από την τεχνική του υπερρεαλισμού, τα εντοπίζουμε οργανικά ενσωματωμένα και στην ποίηση του Λειβαδίτη, απόλυτα δικαιωμένα από ανάγκες οργανικές στην ανάπτυξη του θέματος. Ο πυρετός, που συνέχει τη σκέψη, αφήνει τα σημάδια του στο κοφτό λαχάνιασμα των φράσεων, στο κυνηγητό μιας βιαστικής στιγμής, σε σκηνές που σκιτσάρονται από χέρι νευρικό κι απότομο και μπορούν να μας φανούν ασύνδετες, σταματημένες αθέλητα, ασυνειδητοποίητα` κι όμως αυτή η αλυσίδα από γυμνές, συγκεκριμένες, αποκαλυπτικά υλικές εντυπώσεις φιξάρουν με τρόπο απαράμιλλα φυσιολογικό όλο το εύρος των αισθημάτων και το πολύπτυχο των λεπτομερειών.
Τα περισσότερα ποιήματα του Λειβαδίτη αρθρώνονται στον τύπο του επεισοδίου. Στα πολύστιχα ποιήματά του το δομικό σχήμα είναι στηριγμένο στην πλοκή. Μια επιπλέον απόδειξη ότι κάθε άλλο παρά ανεξέλεγκτη, χαωτική είναι εδώ η «αυτόματη γραφή», που μεταδίνει όχι σφυγμικά σήματα του δημιουργικού υποσυνείδητου, όχι υπερρεαλιστικά « όνειρα σε εγρήγορση», αλλά την ίδια της « εγρήγορση» στην περίπλοκη δραματικότητά της. Στα πρώτα του κιόλας ποιήματα, πολύστιχα και μη, είναι φανερά τα δραματουργικά στοιχεία στη λύση του θέματος, τα κεφάλαια στα μεγάλα ποιήματά του περνάν από μπροστά μας σαν αλλεπάλληλες σκηνές ενός κινηματογραφικού έργου κι η φωνή του ποιητή παίρνει συχνά της θέση μιας σύντομης επεξήγησης.
«Θάθελα να μιλήσω απλά», – λέει ο Λειβαδίτης στο ποίημά του «Απλή κουβέντα», γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950.
…με τ’ όνομα του νεκρού συντρόφου
σαν ένα πηρούνι καρφωμένο στη γλώσσα σου
πώς να τραγουδήσεις;
Μας φτάνει να μιλήσουμε
απλά
όπως πεινάει κανείς απλά
όπως αγαπάει
όπως πεθαίνουμε
απλά.
Και το επόμενο ποίημά του «Παραμονή Χριστουγέννων» γράφεται σα μια εκπλήρωση, θα έλεγε κανείς, της προγραμματικής τούτης εξαγγελίας. Το ποίημα ανοίγει με τη σκηνή του προσκλητηρίου των μελλοθανάτων. Ούτε μια λέξη για το θάνατο. Είναι μια σκηνή σύντομη, τόσο που ο δυνατός , φαρμακωμένος άνεμος δεν προλαβαίνει να ξεκολλήσει ένα χαρτάκι αγκιστρωμένο στο συρματόπλεγμα. Τους μελλοθάνατους τους έβγαλαν και τους πήραν, το χαρτάκι εξακολουθεί να δέρνεται και να παγώνει.
Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα τα σβύσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει – αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Όταν κι ο θάνατος έχει γίνει καθημερινότητα, οι ηχηρές λέξεις είναι φοβερή ανορθογραφία. Τα πολλά κλείνονται μέσα στα πιο λίγα, σε μια λέξη «αντίο» ή σε μια φράση, σαν εκείνη που λέει ο μελλοθάνατος δίνοντας το ρολόι του στο σύντροφό του: «Δε θα μου χρειαστεί». Ακριβώς αυτή η λακωνικότητα είναι ένας ανώτερος ανδρισμός κι ανώτερη αξιοπρέπεια, αυτό υπογραμμίζει κι ο χαμηλός πεζός τόνος στις επεμβάσεις του ίδιου του ποιητή[…]
Όλη η σκηνή είναι γραμμένη στα περιθώρια μιας αναπνοής. Δεν υπάρχουν σημεία στίξης` οι λεπτομέρειες, που έχουν επισημανθεί με πολλή ακρίβεια, αλλά φαίνεται πάρθηκαν στην τύχη, διοχετεύονται σ’ έναν εξαιρετικά πυκνό σύνολο που περιέχει το τοπίο, διάφορα πορτραίτα, δράση, διάλογο, επεξηγηματικές σημειώσεις…Το φινάλε μόνο, σαν ένα τελευταίο ακόρντο, ξεχωρίζει σ’ ένα στίχο με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα: «Ξεκινάνε τα φορτηγά». Ξεκινάνε παίρνοντας αυτούς που μόλις προ ολίγου ήταν εδώ στη γραμμή, ανθρώπους που διόλου δε μοιάζουν με ήρωες, ωστόσο το θάνατο τον δέχονται σαν ήρωες.
Δεν ήταν στο χέρι τους να υπερασπίσουν τη ζωή τους, μα μπορούσαν να υπερασπίσουν ό,τι κατά πρώτο λόγο ήθελαν να πλήξουν οι άλλοι – την ψυχική τους ανωτερότητα, την αίσθηση της κοινής τους μοίρας, την ελπίδα τους που θα προχωρήσει πέρα από τούτα τα σημερινά σκοτάδια, έστω κι αν αυτοί οι ίδιοι δε θάναι πια στη ζωή.
Τον πήραν νύχτα, ξαφνικά, και τον σκότωσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωσε σφυχτά στα δόντια το χαμόγελο
μη του το πάρουν.
Νύχτα των Χριστουγέννων. Χιονίζει. Στο θάλαμο είκοσι ξεπαγιασμένα παλικάρια. Ο κουλοχέρης Θωμάς καθαρίζει μια πατάτα κρατώντας την μες στα γόνατά του. Τα λόγια του: «Καλή νύχτα. Καλά Χριστούγεννα» – είναι μια θερμή χειραψία, μια «τσέπη μάλλινη» όπου μπορεί κανείς να ζεστάνει τα παγωμένα του δάχτυλα.
Ένα «μικρό καρβουνάκι» είναι αναμμένο ακόμα και στα πιο συγκλονιστικά, τα πιο τραχιά από τα ποιήματα που γράφτηκαν στη Μακρόνησο. Και δε σβήνει. Υπάρχει πάντα εκεί κοντά ένας συνάνθρωπος που πάσχει και αγωνίζεται. Η φυλακή και η εξορία έκαμαν να πετρώσει το χαμόγελο στα πρόσωπά τους, κάτω όμως από την πέτρινη επιφάνεια έχει μείνει απείραχτη από τη φθορά η ανθρώπινη ζεστασιά, αυτή που στις κρίσιμες στιγμές βοηθά να ξεπεραστεί η πίκρα κι η απελπισία[…]
Πολλά ποιήματα γράφτηκαν στη Μακρόνησο κι από διάφορες πλευρές φωτίζουν το ανεξάντλητο θέμα του αγώνα με το θάνατο, με το κακό που κατισχύει και θριαμβεύει, με τον πειρασμό που αισθάνεται ο άνθρωπος να κάνει μια παραχώρηση και να γλυτώσει. Πρόκειται ασφαλώς για ένα μεγάλο σχολείο ζωής. Το πραγματικό βίωμα με την τρομερή του απόκλιση από κάθε έννοια ανθρώπινης νόρμας, με τον έκτακτο δυναμισμό του, είναι από μόνο του , θάλεγε κανείς, πράξη που συνταράζει συναίσθημα και σκέψη. Τα ποιητικά όρια της ατομικής πείρας ταυτίζονται με την πείρα όλων , κερδίζοντας έτσι απεριόριστα σε συναισθηματική δραστηριότητα. Αυτό είναι πάλι ένα από τα αδρότερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Στρατοπέδου. Στο ποίημα του Λειβαδίτη «Μάχη στην άκρη της νύχτας» (1952) έχουμε μια πρώτη προσπάθεια για συνόψιση και απολογισμό, το έργο είναι γραμμένο στον τύπο μνημειακού συμπλέγματος, σαν εκείνα που έστησαν μετά τον πόλεμο στα χιτλερικά στρατόπεδα θανάτου.
Για να ζήσουμε
πρέπει ν’ αρνηθούμε
πως είναι νύχτα
ν’ αρνηθούμε
πως θα ξημερώσει.
Τα επεισόδια από τη ζωή στο Στρατόπεδο δίνονται σαν ατέλειωτη σειρά από προσπάθειες να καμφθεί το ηθικό φρόνημα κι ο κατάδικος ν’ αρνηθεί «πως θα ξημερώσει». Έτσι έχει οικοδομηθεί το έργο. Με κάθε κεφάλαιο επιχειρείται νέα έφοδος από τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν το σκοτεινό χώρο και στο τέλος υποχρεώνονται σε υποχώρηση.
Γύρω πηχτό σκοτάδι. Τα βήματα βουλιάζουν στις λάσπες. Μοιάζει σαν όλος ο κόσμος να έχει πέσει στις λάσπες, δύσκολο να πιστέψουν πως
Κάποτε περπατούσαν
τα παπούτσια τους τρίζαν
πάνω στα φύλλα
συλλογιστείτε
πάνω στα φύλλα.
Τώρα πάνε ο καθένας βυθισμένος στις έγνοιες του. Με το φως ενός προβολέα ο ποιητής κάνει πρώτα να προβάλουν οι άντρες που βαδίζουν στην πρώτη σειρά:
ο ένας κρυώνει
ο άλλος κρατάει έναν μπόγο
ο ένας θυμάται τον ήλιο
ο άλλος μ’ ένα πόδι ξύλινο.
Ύστερα το φως περνάει στη δεύτερη σειρά, μετά στην τρίτη. Αυτός ο τρόπος να παρουσιάζονται τα πρόσωπα πλάι – πλάι στην ίδια σειρά με χαραχτηρισμούς ποιοτικά διάφορους είναι αρκετά πρόσφορος για να δοθεί μια πολυμορφία από χαρακτήρες και δρόμους ζωής που συνέχονται τώρα εδώ από την ίδια μοίρα κι εκβάλλουν στο ίδιο φινάλε.
«Δος μου το χέρι σου» – λέει ο ένας στον άλλον. Αυτή η φράση, πολυσήμαντη, εμφανίζεται κάμποσες φορές, είναι σαν ένα γύρισμα τραγουδιού σ’ αυτό το κεφάλαιο, όπου ακολουθούμε τους κατάδικους στον τόπο της εκτέλεσης. Η ίδια κλείνει όλο το κεφάλαιο. Απομονωμένη σ’ ένα στίχο ηχεί σα λύση: τους μελλοθάνατους τους έφεραν, τους έστησαν μπροστά στις κάννες των όπλων, είναι τα τελευταία τους λόγια.
Το επόμενο κεφάλαιο σα να ολοκληρώνει το προηγούμενο. Έξι φαντάροι με τα όπλα τους κι ένας άνθρωπος , ο μελλοθάνατος, που σκάβει τον τάφο του. Ούτε που ξέρει τι έφταιξε. Δεν το ξέρουν κι οι φαντάροι – « όμως πρέπει απόψε πριν πεθάνει να σκάψει ο ίδιος τον τάφο του». Ανεβοκατεβαίνει η αξίνα, κάθε χτύπημα είναι κι ένα βήμα, μια στιγμή που χάνεται. Θυμάται τι όμορφα είναι τα σαββατόβραδα, όταν οι δρόμοι πλημμυρίζουν παιδιά και φυσαρμόνικες, όταν όλος ο κόσμος γίνεται στρογγυλός «σαν ένα τσίγγινο πλυμένο τραπεζάκι» στην ταβέρνα. Μα τώρα τριγύρω του απλώνεται η νύχτα,
πικρή νύχτα
σαν την αδικία πικρή.
Λίγο πιο κάτω η φράση επαναλαμβάνεται με την προσθήκη – «σαν τη λησμονιά πικρή», σε συνέχεια – «σαν την ταπείνωση πικρή» και, τέλος, όταν το έγκλημα θα έχει διαπραχθεί – «σαν την υποταγή πικρή». Λόγια πια που αναφέρονται όχι στο μελλοθάνατο και στον εκτελεσμένο, που έπεσε χωρίς να υποταγεί, αλλά σε κείνους τους έξι που τον τουφέκισαν.[…]
Αναφορικά με το Λειβαδίτη δε φαίνεται να τρομάζει μπροστά στη νατουραλιστική ωμότητα κάποιων λεπτομερειών. Η τάση είναι να ειπωθούν όλα, ώστε να σχηματίσει ο αναγνώστης γιομάτες παραστάσεις, να δει με τα μάτια του τι γεύτηκαν οι άνθρωποι εκεί μέσα, από τι δοκιμασίες πέρασε και άντεξε η πίστη τους. Δε βλέπουμε διάθεση να ηρωποιηθούν τα πρόσωπα[…] μα η σκέψη είναι πως πρέπει κανείς να τους εκτιμήσει την ευψυχία που την κράτησαν , περνώντας την μέσα από τους αλλεπάλληλους κύκλους μιας αληθινής κόλασης:
Πέντε δίκωχα γύρω
ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο απ’ τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές
μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώνεται κανείς να δει
ένα κορίτσι που γελάει πίσ’ απ’ το φράχτη.
Τις σύντομες νευρικές πινελιές, που αναπλάθουν τις ωμές λεπτομέρειες του μαρτυρίου, ακολουθούν φράσεις οριζοντιωμένες που έρχονται εδώ από έναν άλλον κόσμο, γαλήνιον, όπου δεν έχει πόνο, μήτε καμιά σπουδή, όπου αντηχούν γέλια κοριτσιών και το γέλιο τους κάνει τον κόσμο χαρούμενο. Έτσι που έρχονται κοντά η μια στην άλλη, οι δυο τούτες φωνές θέλουν ίσως να μας πουν, πόσο η μια εχθρεύεται την άλλη, πόσο η θηριωδία είναι ασυμβίβαστη με την ανθρωπιά, η πίκρα με την ευτυχία. Ας θυμηθούμε επίσης: λάσπες αντί για φύλλα κάτω από τα πόδια των κατάδικων, το σκοτάδι γύρω στο μελλοθάνατο που σκέφτεται τα χαρούμενα σαββατόβραδα της παλιάς ειρηνικής ζωής του!
Υπάρχει και στο κεφάλαιο αυτό ένα ρεφραίν. Αρχίζει με τους στίχους:
Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί…
τελειώνει όμως με διαφορετικούς τρόπους υπογραμμίζοντας την αναπτυσσόμενη υπερένταση της σκηνής. Ο νέος για να σωθεί
– πρέπει να πάψει να θυμάται
– πρέπει να πάψει να ονειρεύεται
– πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει.
Ποια όμως είναι η απόφαση που τελικά παίρνει; Στην πρώτη στροφή:
θέλει να ζήσει
όπως θέλετε κι εσείς
Στη δεύτερη:
Φοβάται μη γονατίσει
όπως φοβόσαστε κι εσείς.
Και, τέλος όταν κλείνει το επεισόδιο:
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα τού λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι σύντροφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.
Ο τελευταίος στίχος κάνει να στραφούμε απότομα σ’ άλλη κατεύθυνση. Γίνεται απευθείας αναφορά στον αναγνώστη. Όχι τόσο για να διευκολυνθεί η κατανόηση των προηγουμένων, όσο για να εξασφαλιστεί η ουσιαστική σημασιοδότηση μέσα από μια αιφνίδια ταραχή, ένα συναισθηματικό τράνταγμα. Ακούγεται στη φράση αυτή βαθιά κι απαιτητική από μέρους του ποιητή βεβαιότητα στο φρόνημα των συντρόφων του, πρόσκληση που δεν προφέρεται, αλλά ηχεί καθαρά, να κρατηθούν ακλόνητοι` και μαζί μ’ αυτά αφανής κι όμως τόσο συντριπτική περιφρόνηση στη δειλία, στη λιποταξία, σ’ όσους προδώσουν. Σ’ όλο τούτο το κεφάλαιο, ο νέος που υποβάλλεται στη δοκιμασία είναι μάλλον ένας μάρτυρας, παρά ήρωας. Μόνο οι τελευταίες σειρές, εξαιρετικά λιτές, λόγια ειπωμένα βιαστικά, διόλου υψηλόφωνα, ρίχνουν ξαφνικά απάνω του ένα άλλο φως για να δούμε ότι έχει μέσα του μια σπάνια θέληση και ψυχικό σθένος.
Διαβλέπουμε στο ποίημα ένα πραγματικό υπόστρωμα από τη ζωή του Στρατοπέδου[…]
Δε μένει αμφιβολία ότι η ποιητική μαρτυρία είναι πιο κοντά στην αλήθεια, παρά η πολιτική, που βέβαια δε φροντίζει να καταγράφει αλήθειες. Η Ποίηση του Στρατοπέδου μάς έχει αφήσει ένα μνημείο συγκλονιστικό ακριβώς με την τρομερή της αλήθεια για το καλά μελετημένο σύστημα καταναγκασμού, που με πολλούς τρόπους – έως τους πλέον ωμούς κι απάνθρωπους – σκόπευε στην ψυχή των κρατουμένων, στην αναδιαπαιδαγώγησή τους για την επανένταξη ύστερα στο κατεστημένο. Έπρεπε να διαθέσει κανείς ασυνήθιστο σθένος για να μπορέσει ν’ ανταπεξέλθει. Από την πλευρά των θυμάτων ο αγώνας μπορούσε να είναι μόνον ηθικός, άλλα μέσα δεν υπήρχαν. Ό,τι διέθετε το ένα μέρος, οι άλλοι τα είχαν στερηθεί απόλυτα. Αυτή τη δύσκολη αναμέτρηση δίνει η Ποίηση του Στρατοπέδου σαν ένα χρονικό με τα συγκλονιστικά του περιστατικά που λαβαίνουν χώραν ανάμεσα στους δήμιους και στα θύματά τους. Τα πρόσωπα είναι φυσικό να προβάλουν κυρίως μ’ αυτές τις δύο ιδιότητες: θύτες και θύματα, νικητές και νικημένοι, κατηγορίες όμως που δεν συμπίπτουν πάντα, αλλά ουσιαστικά αντιστρέφονται. Τους πρώτους , για να συνεχίσουμε με το πολύστιχο ποίημα του Λειβαδίτη «Μάχη στην άκρη της νύχτας», τους βλέπουμε στην αρχή να περνάν γρήγορα, μέσα από σύντομες σκηνές, που σκιτσάρονται μόνο, χωρίς ιδιαίτερες υπογραμμίσεις, όμως από κεφάλαιο σε κεφάλαιο σημειώνεται σταθερή ανέλιξη και σ’ αυτό το θέμα, οι μορφές τους αποχτούν ολοένα περισσότερο βάρος, οντότητα, χρωματίζοντας με δικούς τους αντιτόνους τις μορφές των φυλακισμένων, και οξύνοντας τον χαρακτήρα της σύγκρουσης. Δεν είναι τίποτα τυποποιημένες μάσκες, δυνάμεις του κακού σε αφηρημένη γενίκευση. Είναι άνθρωποι κι αυτοί, ζωντανοί, εθελοντικά ή ανίδεα όργανα βίας. Το ξεδίπλωμα της ψυχολογίας τους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ηθικά σ’ αυτήν τη μονομαχία των δημίων με τα ανυπεράσπιστα θύματά τους κερδισμένοι βγαίνουν οι τελευταίοι` ότι η βία κι ο σατραπισμός μεγάλα ιστορικά περιθώρια δεν διαθέτουν.
Σε μια σκηνή μαζικής εκτέλεσης σε πρώτο πλάνο είναι αραδιασμένα τα πολυβόλα:
Τότε ένα σφύριγμα
και ξαφνικά
ακούστηκαν τα πολυβόλα
τα – τα – τα
μια κραυγή
ένα ουρλιαχτό
τα πολυβόλα δεν ακούνε
τα- τα – τα
τα – τα
Η απουσία του τρίτου «τα» στην τελευταία σειρά αφήνει την εντύπωση πως η ριπή ξαφνικά κόπηκε. Ύστερα όμως μια μικρή παύση, που τη γιομίζουν κραυγές κι αναστεναγμοί, αντηχεί νέα ομοβροντία: τα πολυβόλα μένουν ασυγκίνητα στον πόνο και στους θρήνους, «τα πολυβόλα δεν ξέρουν πως έχουμε μητέρα», «οι σφαίρες δεν βλέπουν στο σκοτάδι».
Αλλά οι άνθρωποι πίσω από τα πολυβόλα; Δεν είναι τυχαίο που διόλου δεν τους βλέπουμε σε τούτη τη σκηνή. Δε θα βλέπαμε άλλωστε τίποτα περισσότερο από μια προέκταση, άψυχη κι αδίσταχτη, των όπλων.
Τα πρόσωπα θα μας δοθούν στο επόμενο κεφάλαιο:
Πρόσωπα με κράνη
πρόσωπα από στάχτη
πρόσωπα δίχως ουρανό
πρόσωπα δίχως πρόσωπο
χτυπάνε τις αρβύλες τους
να μην ακούνε την καρδιά τους
σφίγγονται στη ζωστήρα τους
για να μη σωριαστούν
τους λένε για πατρίδα
μα δε φτάνει να ζεσταθούνε
τους δώσαν έν ΄αυτόματο
για να φοβούνται να πεθάνουν.
Οι πρώτοι τέσσερεις στίχοι πέφτουν ο ένας στον άλλον σα γοργές ζωηρές πινελιές που διαγράφουν τα όρια της μάζας – τούτων των ανθρώπων που έχασαν από μέσα νου και καρδιά κι έγιναν πράγματα για βασανιστήρια και θανάτους. Ο ξηρός κρότος αυτών των γραμμών («πρόσωπα με κράνη – πρόσωπα δίχως πρόσωπα») κάνει ν’ ανακαλέσουμε στο νου μας στυγνές σκηνές που έχουμε δει ή ακούσει, όπως τη σκηνή ενός μαστιγώματος από χέρι ασκημένο να τεμαχίζει με ψυχρή ακρίβεια το χρόνο ή το μακάβριο βηματισμό ενός εκτελεστικού αποσπάσματος πάνω στο πλακόστρωτο ενός στρατώνα. Μα να μέσα στο σκοτεινό προπλασμό κάποια ανοίγματα κάνουν να προβάλει το κρυφό λαχάνιασμα, ο φόβος, ίσως και κάποιες θολές ακόμα τύψεις. Τρυπώνει και μέσα εκεί το κρύο, ο τρόμος, ίσαμε το διοικητή τους
(«τρομάζει το σκοτάδι, δε βγαίνει ποτέ τη νύχτα απ’ το δωμάτιο») ή τον αξιωματικό της υπηρεσίας που
έκανε να θυμηθεί τη μάνα του
μα δε μπορούσε
το πρόσωπο της μάνας του
κρυμμένο
πίσω από μια κηλίδα μαύρη
μια κηλίδα αίμα
άνοιξε την πόρτα
η αποθήκη σκοτεινή
ένοιωθε να κρυώνει
και κρεμάστηκε
μήπως ζεσταθεί.
Σ’ όλους που «μπορούν ακόμα να κοιτάνε τον ουρανό» («εσείς που τρέμετε όταν πυροβολείτε»), ο ποιητής, εν ονόματι του δικού του κόσμου, δίνει το χέρι του. Δεν είναι μια μεγαλόψυχη χειρονομία αυτή, άφεση αμαρτιών, παρά σωστή συναίσθηση σε τι τερατώδεις συγκρούσεις φέρνει τους ανθρώπους ένας εμφύλιος πόλεμος που μεταμορφώνει σε εχθρούς τους χτεσινούς γείτονες, φίλους κι αδελφούς.[…]
Σ’ ένα από τα μικρότερα ποιήματα του Λειβαδίτη γραμμένο στη Μακρόνησο, «Μη σημαδέψεις την καρδιά μου», ο κατάδικος βρίσκει την ψυχική δύναμη να πει αδελφό του το φαντάρο σκοπό, έναν από κείνους που αύριο μπορεί να τον σκοτώσει. Εκεί σ’ αυτόν τον φαντάρο βλέπει ένα φίλο του, τον παλιό συμμαθητή που έβγαιναν και χάραζαν μαζί στον τοίχο με την κιμωλία τα παιδικά τους όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων
το βράδι σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ’ το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ’ όπλο σου
κ’ ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Λακωνικά, με τρόπο απλό που αλήθεια αφοπλίζει, δόθηκε εδώ η τραγωδία του αδελφοσπαραγμού εκείνων των χρόνων κι η υψηλή ηθική στάθμη των ανθρώπων που δίχως μίση, δίχως τη δίψα μιας εκδίκησης μπορούσαν να πούνε στους άλλους:
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δε θάθελα να το λαβώσεις.
Ωστόσο το χέρι που απλώνεται για μια καινούρια συναδέλφωση δεν μπορεί , μόνο του, να σβήσει για λογαριασμό του άλλου την προσωπική ευθύνη που μοιραία φέρνει η συμμετοχή σ’ ένα έγκλημα. Τούτες οι κακές στιγμές θα τελειώσουν μαζί με τον πόλεμο και μπορεί κανείς τίποτα ποτέ να μη μάθει – οι ίδιοι θα θελήσουν να μείνει κρυφή η συμμετοχή τους στις νυχτερινές δολοφονίες. Ωστόσο ο χρόνος θα κρατήσει – για κείνους τους ίδιους – τη συναίσθηση της ευθύνης, θα κρατήσει το ερώτημα:
Όμως αυτά τα έξη παιδιά
πώς δέχτηκαν να πυροβολήσουν;
[…] Το ποίημα του Λειβαδίτη κλείνει μ’ ένα επεισόδιο συμβολικό: δυο από τους φυλακισμένους, άγνωστοι ο ένας στον άλλον, το ίδιο ταλαιπωρημένοι απ’ τα μαρτύρια, μα δίχως να υποχωρήσουν, περιμένουν τη μοιραία ώρα ν’ ακούσουν τα ονόματά τους. Βρίσκονται σε πλαϊνά κελιά. Μέσα από τον τοίχο που τους χωρίζει προσπαθούν να στείλουν ο ένας στον άλλον ένα σινιάλο συμπαράστασης:
Ακόμα λίγο
ο τοίχος είναι δίπλα
σύντροφε μ’ ακούς
ο άλλος χαμογελάει πίσω απ’ τον τοίχο
ένα μικρό βασανισμένο γέλιο
ένα γέλιο
σαν μια χαραμάδα φως
ένα γέλιο που φέρνει το θάνατο
σ’ όσους ξεχάσουν αυτό το γέλιο
σύντροφε σ’ ακούμε
αυτό το γέλιο ταπείνωσε τους εχθρούς.
Δυο άγνωστοι κι αύριο θάρθουν να τους πάρουν για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ, πουθενά, θα πάνε άγνωστοι μες στους αγνώστους, όμως σήμερα τα πληγιασμένα τους δάχτυλα «κάνουν τον τοίχο να ξυπνάει»:
ο ένας λέει: ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους
ο άλλος λέει: η μέρα είναι κοντά
και οι δυο λένε: θα βαδίσουμε.
«Βασανισμένα μου αδέλφια, – απευθύνεται και στους δυο ο ποιητής, – χαμηλώστε, βάλτε τ’ αυτί σας στον τοίχο, σ’ όλους τους τοίχους του κόσμου ν’ ακούσετε την ίδια σας φωνή»:
Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους
η μέρα είναι κοντά.
Θα βαδίσουμε.
Αυτός ο τελευταίος στίχος σφραγίζει όλο το ποίημα σαν ένα συμπέρασμα, όρθιοι στη γραμμή πορείας με τις πληγές ανοιχτές…
Σόνια Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα. Μεταφραστική επιμέλεια: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος Κέδρος 1976
(Η Σόνια Ιλίνσκαγια γεννήθηκε το 1938 στη Μόσχα. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας με παράλληλη ειδίκευση στη νεοελληνική και τη ρωσική φιλολογία. Ασχολήθηκε με τη διάδοση -μελέτη και μετάφραση- της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Έχει εκλεγεί τακτικό μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ ως κριτικός και μεταφράστρια της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Το 1971 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα. Η μοίρα μιας γενιάς. Μέχρι το 1938 υπήρξε ερευνήτρια του Ινστιτούτου Σλαβικών και Βαλκανικών Μελετών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Το 1983, για οικογενειακούς λόγους (από το 1959 είναι παντρεμένη με τον Έλληνα πεζογράφο Μήτσο Αλεξανδρόπουλο), εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Είναι καθηγήτρια της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Πηγή: BiblioNet)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου