Luke Fildes, Applicants for Admission to a Casual Ward (1874), Tate Gallery of London
Επιμέλεια: ofisofi //atexnos
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1891 έχει γράψει στο Ημερολόγιο: “ Άραγε αυτοί που ζούνε εις βάρος των άλλων ποτέ τους δε θα καταλάβουν πως αυτό δεν πρέπει να γίνεται, να το καταλάβουν μόνοι τους και να κατεβούνε από κει που κάθονται προτού οι άλλοι σηκωθούν και τους πνίξουν;”
«Ο λαός πεινάει κι εμείς, οι ανώτερες τάξεις, έχουμε πολύ συγκινηθεί και θέλουμε να τείνουμε χείρα βοηθείας. Συνεδριάζουμε, σχηματίζουμε επιτροπές, συγκεντρώνουμε χρήματα, αγοράζουμε ψωμί, το μοιράζουμε στο λαό.
Γιατί όμως πεινάει; Είναι άραγε τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε; Είναι απαραίτητο ν’ αρχίσουμε να τον συκοφαντούμε, όπως το κάνουν μερικοί ασυνείδητοι λέγοντας πως ο λαός πεινάει επειδή οι άνθρωποι του λαού είναι τεμπέληδες και μεθύστακες ή, όπως κάνουν άλλοι, να ξεγελάμε τον εαυτό μας ισχυριζόμενοι πως ο λαός πεινάει επειδή εμείς δεν μπορέσαμε ακόμα να του μεταδώσουμε όλη τη σοφία του πολιτισμού μας, μα να τώρα αρχίζουμε, αύριο κιόλας, και χωρίς τίποτα να του κρύψουμε, να τον κάνουμε κοινωνό όλης μας της σοφίας κι έτσι να πάψει να είναι φτωχός` κι ας μην ντρεπόμαστε που ζούμε εις βάρος του, όλα θα γίνουν όσα πρέπει για το καλό του.
Εμείς ιδιαίτερα, οι ρώσοι, οφείλουμε να αντιληφθούμε κάποια πράγματα που οι βιομηχανικοί και εμπορικοί λαοί μπορούν να μην τα βλέπουν γιατί εκείνοι τρέφονται από τις αποικίες, όπως οι άγγλοι. Η ευημερία των πλούσιων τάξεων στις χώρες αυτές δεν είναι σε άμεση εξάρτηση από την κατάσταση των εργατών. Η δική μας απευθείας επαφή με το λαό είναι τόσο εξόφθαλμη που ο καθένας καταλαβαίνει ότι τα πλούτη τα δικά μας οφείλονται στη φτώχεια τη δική του, η φτώχεια του είναι τα πλούτη μας, επομένως δεν μπορούμε να μη βλέπουμε ποια η αιτία της φτώχειας και της πείνας του. Γνωρίζοντας λοιπόν για ποιο λόγο πεινάει , μας είναι πάρα πολύ εύκολο να βρούμε και τον τρόπο ώστε να μην πεινάει.
Ένας τρόπος: να μην του τρώμε το ψωμί.
Μπορεί να μην πεινάει ένας λαός, όταν οι όροι υπό τους οποίους ζει με τέτοια δοσίματα, με αυτόν τον ελάχιστο κλήρο, αυτή την εγκατάλειψη και την αγριότητα όπου φροντίζουν να τον κρατούν, υποχρεώνεται να κάνει όλη εκείνη τη φοβερή δουλειά που τους καρπούς της καταβροχθίζουν οι πρωτεύουσες μας, οι πόλεις μας και τα περιφερειακά κέντρα όπου κυλάει η ζωή των πλούσιων ανθρώπων;
Όλα αυτά τα μέγαρα, τα θέατρα, τα μουσεία, τα αγαθά αυτά και τα πλούτη, όλα έχουν βγει μέσα από τον ίδιο τον πεινασμένο λαό που υποχρεώνεται να κάνει κι αυτές τις αχρείαστες γι’ αυτόν δουλειές για να συντηρεί τη ζωή του πάντα αναγκασμένος να σώζει τον εαυτό του από τον κίνδυνο της πείνας που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Παντοτινή του μοίρα.
Η φετινή χρονιά μάς έδειξε με τη σιτοδεία πως η χορδή έχει τεντωθεί όσο δεν παίρνει άλλο. Πάντα το λαό φροντίζουμε να τον κρατάμε μισοπεινασμένο. Είναι ο τρόπος μας να τον αναγκάζουμε να μας δουλεύει. Αυτή τη χρονιά το κακό παράγινε. Τίποτα καινούργιο, τίποτα το απροσδόκητο δε συνέβη. Φαίνεται όμως ότι τώρα πια μπορούμε να το ξέρουμε γιατί ο λαός πεινάει.
Οι φροντίδες τώρα της κοινωνίας να βοηθήσει τον πεινασμένο λαό θυμίζουν εκείνους που ίδρυσαν τον Ερυθρό Σταυρό για τις ανάγκες του πολέμου. Στον πόλεμο άλλοι φροντίζουν να σακατεύουν και να σκοτώνουν ανθρώπους κι άλλοι να βοηθούν τους σακάτηδες και αυτούς τους νεκρούς. Και καλά είναι αυτά όσο ο πόλεμος, όπως και η πείνα, θεωρούνται καταστάσεις ομαλές. Αλλά από τη στιγμή που αρχίζουμε να λέμε πως λυπόμαστε όσους σκοτώνονται στους πολέμους και τους άλλους που μαστίζονται από την πείνα, δεν είναι καλύτερο να μη σκοτώνουμε τους ανθρώπους και να μη χρειάζεται καν να φτιάχνουμε ιδρύματα για να θεραπεύουν τα θύματα; Δεν είναι καλύτερο να πάψουμε να κακοποιούμε τη ζωή των ανθρώπων, παρά, αφού κάνουμε το κακό, να προφασιζόμαστε ότι φροντίζουμε για το καλό του;
…Μεταξύ της κοινωνίας μας και του λαού καμία αγάπη δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει. Μεταξύ των ανθρώπων της κοινωνίας μας, τους καλοντυμένους κυρίους με τα κολλαριστά πουκάμισα, τους γραφειοκράτες, εμπόρους, αξιωματικούς , επιστήμονες, καλλιτέχνες, μεταξύ όλων αυτών και των χωρικών σχέση άλλη δεν υπάρχει από εκείνη που λέει πως οι μουζίκοι, οι εργάτες, hands, όπως εκφράζονται οι άγγλοι, μας χρειάζονται , τους θέλουμε να δουλεύουν για μας.
Για ποιο λόγο να κρατάμε κρυφό ό,τι τόσο καλά το ξέρουμε όλοι: μεταξύ αφεντικών και μουζίκων είναι ολόκληρη άβυσσος…γιατί κοροϊδεύουμε και τον ίδιο τον εαυτό μας; Το λαό τον έχουμε μόνο για εργαλείο. Τα συμφέροντά μας( όσο και να ισχυριζόμαστε το αντίθετο) είναι πάντα διαμετρικά αντίθετα με το συμφέρον του λαού. Όσο περισσότερο μισθό και σύνταξη μου δώσουν, σκέφτεται ο δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή όσα περισσότερα πάρουν από το λαό, τόσο καλύτερα για μένα. Όσο ακριβότερο πουλήσω το ψωμί κι ό,τι άλλο έχει ανάγκη ο λαός κι όσο δυσκολότερη γίνει απ’ αυτό η θέση του , τόσο το καλύτερο για μένα – αυτά ο έμπορος και ο γαιοκτήμονας. Όσο λιγότερη δουλειά δώσω του εργάτη, βάζοντας στη θέση του τη μηχανή κι όσο ακριβότερα πουλήσω το προϊόν, τόσο το καλύτερο για τη ζωή τη δική μου – ο εργοστασιάρχης. Όσο φτηνότερη η δουλειά του κι όσο φτωχότερος ο λαός, τόσο το καλύτερο για μας – όλοι μαζί οι άνθρωποι των πλούσιων τάξεων. Για ποια συμπάθεια στο λαό μάς μιλάς; Εμάς με το λαό δε μας συνδέει παρά η βέργα που τραβάμε ο καθένας προς το μέρος του. Το καλύτερο για μένα, χειρότερο για κείνον, χειρότερα για κείνον καλύτερα για μένα. Για ποια λοιπόν βοήθεια του λαού μάς μιλάς!
Για όλους αυτούς τους λόγους, αν ο άνθρωπος της κοινωνίας μας πράγματι θέλει να προσφέρει στο λαό, το πρώτο που έχει να κάνει είναι να καταλάβει καλά τη σχέση μαζί του…Αν πράγματι λυπόμαστε το άλογο που καβαλάμε, πριν απ’ όλα πρέπει να κατεβούμε κάτω και να πάμε με τα ποδαράκια μας. Αν έτσι καταλάβουμε τη σχέση μας με το λαό και θέλουμε να τον βοηθήσουμε, ας προσπαθήσουμε, πρώτο, rendre gorge, πίσω τα κλεμμένα, δεύτερο, να πάψουμε να του παίρνουμε ό,τι του παίρνουμε και, τρίτο, ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας γκρεμίζοντας το τείχος της κάστας που μας χωρίζει από το λαό…»
Σε ένα άλλο άρθρο του με τίτλο « Έχουμε ή δεν έχουμε πείνα»(1898) ο Τολστόι υποστηρίζει τα εξής:
«Αν μου λέγανε: θέλεις το καλό του λαού, ορίστε, διάλεξε ένα από τα δύο: να δώσουμε σε όσους έπληξε το κακό από 3 άλογα στο σπίτι, 2 αγελάδες και τρία εκτάρια καλής γης ή ελευθερία πίστης, μόρφωσης, μετακίνησης και κατάργηση όλων των περιοριστικών νόμων για τους αγρότες, θα διάλεγα, δίχως τον παραμικρό δισταγμό, το δεύτερο, και τούτο γιατί πιστεύω πως ό,τι υλικά αγαθά να προσφέρουμε στους αγρότες, αν θα μείνουν με τους ίδιους παπάδες και δεσποτάδες, τα ίδια ενοριακά σχολεία, τα ίδια δημόσια καπηλειά, την ίδια στρατιά υπαλλήλων που δήθεν νοιάζονται για την ευημερία τους, σε είκοσι χρόνια θα τα έχουν φάει όλα και θα μείνουν φτωχοί, όπως ήταν και πριν. Αν όμως τους ελευθερώσουμε απ’ όλους τους περιορισμούς και τις ταπεινώσεις που τους δένουν τα χέρια σε είκοσι χρόνια θα έχουν όλα τα αγαθά, που θα τους χαρίζαμε εμείς κι ακόμα περισσότερα.»
Από το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Ο Τολστόι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου