Και νάθελα, δε θα μπορούσα πια ν' αποφύγω την αναμέτρηση. Μ' ό,τι αχαμνό και ρημαγμένο κείτεται μέσα μου, μ' ό,τι ζυμώθηκε σιωπηρά στο χωνευτήρι της υποταγής. Στρώματα αιώνων καταπλακώνουν το κύτταρο της ζωής με την αισχρή προσταγή, " Συμμορφώσου ". Μα σήμερα είν' η γέννηση. Φωνές καθαρές αναπηδούν απ' τα έγκατα, θαρρείς κρυστάλλινοι νεροπίδακες, και μας καλούν, " Ξεσηκωθείτε!". Τι θα πάρω μαζί μου στην εκδρομή; Ένα μεγάλο καλάθι θα πάρω. Με τσιγάρα, λουλούδια, τρόφιμα, και εικονίσματα. Πολλά τσιγάρα, πολλά τρόφιμα. Καρβέλια ψωμί, τυρί, σαλάμι και μαρκαδόρους σ' όλα τα χρώματα. Οδοιπορία στις απότομες πλαγιές κι η δίψα να καιροφυλαχτεί στον καφτό ήλιο. Όμως εγώ, θα βρω τις νεροπηγές. Σε βράχια που ξεγέλασαν το καλοκαίρι με μια σκληρή επιφάνεια.( Πού πας κατάμονος καϊλιασμένε στο πανηγύρι;) Τ' αψηλά αλώνια αντηχούν μακριά φωνές από ξενύχτι και μέθη. Όλα ξαγρυπνούν. Κανένας δεν κοιμάται. Παρέκι, ένας θάμνος τραγουδά με φυσαρμόνικα. Κι είναι νύχτα. Τα δέντρα περιμένουν την ώρα του κάθετου ήλιου για να ριζώσουν βαθύτερα στη γη. Κι είναι πρωί. Τ' αποδημητικά πουλιά έχουν φύγει κιόλας.
Φτάνει η στιγμή της ανυπακοής.
Πρωί. Και μ' άτρεμα γόνατα στήνομαι ορθός. Η νύχτα δε με πείραξε.
Βαδίζω.
Στον κόσμο που κυκλοφορεί, η κίνηση παίρνει την ορμή της ροής. Προς τα κάτω. Ο κόσμος ξύπνησε νωρίς. Κάθε στιγμή, κι η μεταμόρφωση συντελείται ακέρια.
Προχωρώ. Μες από μάτια που τώρα αποζητούνε σταθερά ν' αποτυπώσουν το είδωλο στο κάτοπτρο, προβάλλει ο κόσμος ολόγυμνος κι ολόγιομος, πρωτόπλαστο όραμα από πεντακάθαρη ύλη. Κάτι πλανιέται στην ατμόσφαιρα, σαν γνώριμη πανάρχαιη μνήμη που αραχνιάστηκε στις γωνιές του μυαλού και τώρα αρχίζει ν' αργοσαλεύει. Τίποτα δε χάνεται. Η χειμέρια νάρκη αναστέλλεται. Δεν ξεχνά. Τα παιδιά το νιώθουν. Και προχωρούν με τις σάκες στα χέρια. Σήμερα θα σιγήσει το κουδούνι του σχολείου. Οι αυλές θα ορφανέψουν. Οι φωνές θα ηχήσουν αλλού. Σ' ένα διάλειμμα χαρούμενο, το πιο χαρούμενο απ' όλα όσα έζησαν ως τώρα, γιατ' είναι ένα διάλειμμα που δε λέει να τελειώσει. Ωραίο το διάλειμμα για τα παιδιά όταν αργεί να σημάνει το κουδούνι.
Αλλά δεν είναι μόνο τα παιδιά. Κοντοστέκομαι και κοιτάζω. Μα ναι! Οι έφηβοι βιάζονται να μεγαλώσουν. Να γίνουν άντρες τ' αγόρια, γυναίκες οι κοπελιές, σ' ένα πυρακτωμένο ωρίμασμα που θα δώσει την ποθητή νέα ζωή στη θέση των οργανισμών που βρυκολάκιασαν. Τα γένια των αγοριών ανθίζουνε σκληράδα. Ο κόρφος των κοριτσιών ευαγγελίζεται τη στοργή. Είναι η ώρα του έσχατου ρίγους.
Τα δέντρα στο πάρκο στραφταλίζουν πολύφυλλα στον πρωινό ήλιο. Δρομάκια, αλλέες, παγκάκια, γωνιές πήζουν από κόσμο που δε λέει να κάνει βήμα παραπέρα. Όσοι δε χώρεσαν στο κάστρο, όσοι δεν πρόφτασαν να μπουν πριν κλείσει η πύλη ( ηλιοβασίλεμα, και σφαλίζονται οι αμπάρες), ξενύχτησαν στις υπώρειες, τυλιγμένοι σ' ένα σακάκι, καπνίζοντας και τραγουδώντας. Η πολιτεία απόψε δεν κοιμήθηκε. Το κακό όνειρο κι ο εφιάλτης δεν βρήκαν κερκόπορτες ανοιχτές για να τρυπώσουν. Αντιστάθηκε ο νους. Αναθάρρησ' η πολιτεία. Και τώρα ολόκληρη, σαν πολυκύτταρος οργανισμός, ανασαλεύει τα μουδιασμένα μέλη της σα να θέλει να πιστέψει ότι μπορεί και πάλι να περπατά έπειτ' από τόσων αιώνων ακινησία.
Τ' αυτοκίνητα τρελλάθηκαν. Θορυβούν ξεφρενιασμένα. Κανείς δε φρόντισε να σβύσει απ' τα παρ - μπριζ, απ' τις πόρτες κι από τους ουρανούς τα κόκκινα στίγματα. Τα τρόλλεϋ κιτρινίζουν από μοχθηρία, μα οι κόκκινες πιτσιλιές αποτυπώθηκαν για πάντα πάνω τους. Σημαίες ξεδιπλώνονται και ανεμίζουν. Κάπως έτσι θάναι, λέω, κάπως έτσι όταν έρθει η στιγμή κι αφαιρεθεί η ταφόπλακα, θάναι όπως τώρα, κι ο κόσμος πιο πολύς, γιατί ο χρόνος φεύγει γρήγορα, κι ο κόσμος θα λαχταρά να ριχτεί αμέσως στο τραγούδι, στο χορό μες στους δρόμους, καρναβάλι απέραντο για το βραχνά που θάχει τελειώσει[...]
Πώς γρήγορα περνάει η ώρα! Στους τοίχους μεσημεριάζει κιόλας.
Στα κάγκελα, μέσα κι έξω, μελισσολόι η ζωή διαστέλλεται διαρκώς , να εκραγεί. Μια πρωτόφαντη άνοιξη μπουμπουκιάζει στη χλιαρή ονειροφαντασιά του Νοέμβρη. Μα ονειρεύομαι λοιπόν; Πότε πρόφτασα ν' αρχίζω να ελπίζω;[...]
Από το πεζοδρόμιο στο προαύλιο, κι η είσοδος κατόπι που σε προσκαλεί. Η σκάλα με τη μπανανιά...Βουίζουν οι αίθουσες του κάστρου αντιγυρίζοντας την κοσμοκραυγή που κάνει να τρίζουν τ' αντικρυνά παράθυρα του Ακροπόλ Παλάς. Σωροί τα τρόφιμα θεριεύουν πάνω σε πάγκους και τραπέζια. Μα τι χρειάζονται τα φάρμακα; Κι αυτό το πρόχειρο χειρουργείο; ( " Είναι για να δεθούν τα τραύματα. Αν χρειαστεί..."[...]
Χάθηκα μέσα στο πλήθος των παιδιών. Τα μεγάφωνα τραγουδούσαν. Ο πομπός εξέπεμπε συνέχεια στους 1050 χιλιοκύκλους. Ο κόσμος βίαζε το χρόνο.[...]
Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Το πρώτο δακρυγόνο ήρθε κι έσκασε πλάι μου μες από' να ασθενοφόρο. Την ίδια στιγμή άρχισαν να πέφτουν κι οι πρώτες σφαίρες. Τόμαθα πως είναι σφαίρες, τόμαθα, γιατί σαν έστριψα δεξιά κι έπεσε πάνω μου εκείνο το κορμί,
" Φονιάδες!" η πρώτη κραυγή
κι άπλωσα τα χέρια να το
" Φονιάδες!"
Φώντας Κονδύλης , Τριήμερο στα κάγκελα, Καστανιώτης, Αθήνα 1983, 2η έκδοση
Η τελευταία φωτογραφία από το βιβλίο στο τέλος του κεφαλαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου