Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...
Δημήτρης Γληνός
Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008
Δημιουργώντας με τις...ταινίες
Εγώ, μετά την επόμενη μέρα, πήδηξα σε μια χελώνα , γιατί και οι χελώνες μπορούν να πετάξουν , έκανα το μετέωρο βήμα του πελαργού και ανέβηκα στη στέγη για να σωθώ από τον πόλεμο των δύο κόσμων. Με ακολούθησε ο Ε.Τ και μου έδωσε το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλλι. Έτσι εγώ χαμένη στη μετάφραση , βλέποντας πορφυρά ποτάμια να περνούν από κάτω έκανα πρόβα ορχήστρας. Κακή εκπαίδευση με τρελούς πιλότους F 16 να πετούν πάνω από το κεφάλι σου και έναν εξωγήινο απέναντι σου...Παρ' όλα αυτά έγινα σολίστας.
Ολομόναχη σκέφτηκα και κατευθύνθηκα στην Παναγία των Παρισίων όπου προσευχήθηκα στο όνομα του Πατρός. Στην πόλη του Θεού ζούμε κλεμμένες ζωές. Οι ζωές των άλλων είναι ο υποκινητής μας...Ένας επίμονος κηπουρός , πολύ σκληρός για να πεθάνει κοιτούσε τον Τζακ και το τεράστιο ροδάκινο που έγινε φυγάς και έτρεχε προς την Πόλη των αγγέλων.....(συνεχίζεται)
Το κείμενο δημιούργησε η σινεφίλ Μαρία και μου το παραχώρησε ευγενικά
Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008
Και λίγο παλιομοδίτικο καλοκαίρι μέσα από ποίηση
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
Τα σταφύλια
Ο παππούς μου καθόταν στη μέση του χωριού.
Είμασταν όλοι γύρω του
παιδιά των γιων των ανηψιών και των γειτόνων
μες στην τελευταία ακτίνα του βλέμματος
που ολοένα βασίλευε την κόψη του
ξεραμένη πίσω από τους καταρράκτες.
Η μαύρη μάλλινη φορεσιά του.
Μπροστά του απλωνόταν ό,τι δεν θα μπορούσε τώρα
πια να δει, ό,τι ίσως είχε κάποτε δει
όσα είχαν περάσει.
Πίσω του βρίσκονταν όσα δεν θα 'βλεπε
ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να δει
το τέλος του καλοκαιριού που απομακρυνόταν
μες στο μέλλον.
Μας άγγιζε αν άπλωνε το μπαστούνι του
αν σηκωνόταν απ' την παλιά ξύλινη καρέκλα
ορθός μες στο σώμα του ήλιου.
Σε λίγο θα 'γερνε η δροσιά.
Καθόμασταν κουρασμένοι στο χώμα
η κάθε μια του μυρουδιά τσιμπημένη
από αεικίνητες κότες.
Του 'φεραν σταφύλια να δροσιστεί.
Σ' ένα τοσοδά πιατάκι
πιο μικρό απ' το άλφα του Αυγούστου
ένα μικρούτσικο τσαμπί ρόγες.
Ισως να το 'νιωσε απ' το θρόισμα των ματιών μας
που άγγιζαν λαχταριστά τα λίγα σταφύλια.
Τα 'κοψε ήσυχα ένα ένα και μας τα μοίρασε
ακουμπώντας τα στις απλωμένες παλάμες
Γρήγορα θα περνούσαν οι μέρες του καλοκαιριού.
Πίσω μας τα φτυσμένα κουκούτσια των σταφυλιών
τσιμπολογούσαν οι σκοτεινές κότες της ηλικίας του.
Μπροστά μας οι παραλίες του μέλλοντος πλημμύριζαν
με τα σκληρά κύματα των τρυφερών μας βλεμμάτων.