Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Θάθελα να μιλήσουμε απόψε, σύντροφε...


ΙΙ
Θάθελα να μιλήσουμε απόψε, σύντροφε.
Χρόνια τις πιο μοναχικές ώρες της νύχτας
ονειρευόμουν αυτά τα λόγια, πλημμυρισμένα από δάκρυα
μα ντρεπόμουνα
σαν το φαντάρο που γυρίζει απ' το μέτωπο
και βλέποντας στο γύρισμα του δρόμου ξαφνικά την αγαπημένη του
σκεπάζει και με τα δυό του χέρια αυτό το τραύμα
που του παραμορφώνει όλο το πρόσωπο.
Και κλαίει
και συλλογιέται πως θάταν προτιμότερο
νάχε πεθάνει
εκεί στην πρώτη γραμμή...

Ήταν ένα μεγάλο, αξέχαστο φθινόπωρο.
Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.
Τραίνα, γεγονότα, χρόνια τρέχανε καταπάνω μας
παραμερίζαμε τρομαγμένοι
τρυπώνοντας στις παρόδους για να γλυτώσουμε
μπαίνοντας σε κείνα τα φτηνά, χιλιοτραγουδημένα συνοικιακά ξενοδοχεία
καταφύγια στους πλανόδιους έρωτες κι εύκολη έμπνευση στους ποιητές.

Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα στις πόρτες
φθαρμένα από ανήσυχα, ταραγμένα χέρια
ξεφλουδισμένα τα κάγκελα των κρεββατιών από ερεθισμένα νύχια που σπάζαν
μια μυρουδιά θαμπή από πολλές περαστικές ζωές και παληά, ανήμπορα έπιπλα
απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά
κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση
ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια, 
να βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό
κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεντάει κανείς.
Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κατορθώσανε
παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη, αρσενική τρέλλα της απόχτησης.

Κρεββάτια ανασκαμμένα απ' την ανθρώπινη απελπισία
που έψαξε για λίγη ηδονή. Χάδια
σαν τις απεγνωσμένες χειρονομίες των ζητιάνων που προσπαθούν
να γαντζωθούν στον οίχτο
φιλιά με απρόσμενο, σπαραχτικό βάθος.
Πάνω στα υγρά, τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών.
 
Και πάντα ο χρόνος
από δυό ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα
κάνοντας σε λίγο δυό αδιάφορους ξένους
που σ' άλλα τώρα βαθειά κρεββάτια πάνε να πλαγιάσουν
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ' τον άλλον. Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Θυμάσαι, αλήθεια, νοιώθαμε ζεστασιά μέσα στο πλήθος,
καθώς βαδίζαμε πλημμυρίζοντας τους δρόμους
τα χέρια μας άγγιζαν, οι φωνές μας αγκαλιάζονταν μες στα τραγούδια
ένα μεγάλο φως έσταζε  απ' τις σημαίες μας που πήγαιναν μπροστά
κι απ' τους νεκρούς που αφήναμε πίσω.
Τέλος η επίθεση πετύχαινε, μπαίναμε στην πόλη αλαλάζοντας
κι ανατινάζοντας τα γιοφύρια
συνεδριάζαμε, εκλέγαμε τα επαναστατικά συμβούλια
κι ανάμεσα στις λάμψεις των πυρκαγιών, τους πυροβολισμούς και τον αέρα που έφερνε τα πρώτα φθινοπωρινά φύλλα -
υπήρχαμε. Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν, απ' τη στιγμή που 
βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Μα ξαφνικά σαν άρχισε η αντεπίθεση και φύγαν και σ' αφήσαν όλοι
κι έμεινες άοπλος και γυμνός στη μέση της ατέλειωτης τούτης νύχτας
είδες με τρόμο, πως έπρεπε τώρα να σηκώσεις μοναχός, ολάκερη
τη χαμένη ζωή σου. Πως ήσουν εσύ και κανένας άλλος
που θα ζούσες πια για πάντα, μ' αυτά τα χέρια που όλα τάδωσαν
κι αυτήν τη μνήμη που τίποτα δε συχωρεί.
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.

" Το μόνο που με τρομάζει είναι ο θάνατος, έλεγε
θάθελα να ζήσουμε αιώνια εμείς οι δύο".
Και μες στην κάμαρα έμενε ο ραγισμένος ήχος της φωνής της
 κι η σκοτεινή απειλή του απρόσιτου: αιώνια, αιώνια
αιώνια -
επιτέλους, δε μπορώ, πάψε, πάψε...

Μα όταν βραδιάζει πια και σκοτεινιάζει ο ουρανός και μακριά σφυρίζουνε τα τραίνα
και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον άντικρυ στην αιωνιότητα
και μέσα στη σιωπή, σαν ένα τρίξιμο, ακούγεται το παράπονο των πραγμάτων
που πεθαίνουνε σιγά - σιγά
αναζητάμε τότε ο ένας τον άλλο λαχανιάζοντας
όρκοι, αγκαλιάσματα, παροξυσμοί, φιλιά
δάκρυα πιο γλυκά απ' όλες τις ευτυχίες
ρίγη. λόγια απίθανα, τρέλλες, πάναγνη προστυχιά
κι ερωτικοί εξευτελισμοί κατάστεροι σα δόξες.
Κι άλλα πιο φοβερά κι ακατανόμαστα που όλοι τα ζούμε
και κανένας δεν τολμάει να τα εξομολογηθεί.
Είχαμε τόσο ανάγκη απ' αυτό το πάθος που μας εξουθένωνε
κι ας νοιώθαμε στο βάθος πως εμείς το σπρώχνουμε ως την υπερβολή
σα δυό ασήμαντους, θλιβερούς θεατρίνους που παίζοντας κάποτε
μια μεγάλη, παράφορη σκηνή του Σαίξπηρ
είναι ό,τι πιο όμορφο έχουν ζήσει
σ΄όλη τους τη ζωή.

Έτσι περάσανε τα χρόνια. Οι μέρες κατρακυλούσαν μέσα σ' ένα
αδιάκοπο θόρυβο -
αγάλματα που συντρίβονται, φιλίες που γκρεμίζονται
πόρτες κλείναν με πάταγο, κόβοντας τα χέρια που απλώναν ν' αγκαλιάσουν
κουρέλια από σημαίες, τζάμια σπασμένα, κατεβασμένες οι πινακίδες των δρόμων
τα μαγαζιά αλλάζαν επιγραφές - ένας άγνωστος κόσμος - πού είμαστε;
άνθρωποι τρέχουν στους δρόμους πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο
οι σεισμογράφοι τρέμουν απ' τις απότομες αλλαγές.
Μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς.

Κι εσύ, παληέ μου, χαμένε σύντροφε, η σφαίρα που σε πήρε, 
σκέφτομαι απόψε
ίσως νάταν σοφή, και σε προφύλαξε
απ' τον αυριανό εαυτό σου. Γιατί εσύ
δε γνώρισες το σκοτεινό εχθρό που σε παραμονεύει καθώς γυρίζεις απ' τη μάχη
κρυμμένος πίσω απ' τις ζητωκραυγές, χωμένος στο βάθος της περηφάνειας, , στο κουδούνι ενός σπιτιού
που δε σε περίμεναν, στο μεγάλο ρολόι του τοίχου που βιάζεται
στα δάκρυα εκείνου που σ' αγαπάει, στο χαμόγελο εκείνου που δε σε καταλαβαίνει
σ' αυτό που οι άλλοι περιμένουν από σένα, σε κείνο που απ' τους άλλους εσύ απαιτείς
στο δισταγμό, στη γρήγορη απόφαση, στην άρνηση ή την παραδοχή σου
α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ' το βάθος των περασμένων.

Κοιμήσου ήσυχος - αν και στην εποχή μας
ούτε οι νεκροί πια δε μπορούν να βρουν μια ήρεμη γωνιά
ένα μικρό, δυό μέτρα τόπο, ν' απαγγιάσουν
μακριά από διαψεύσεις, σφάλματα, αναθεωρήσεις, σίγουροι πως αύριο
δεν θα ξαναπεθάνουν -
μα άκου, άκου αυτόν το θόρυβο
τα ίδια αναρίθμητα εκείνα βήματα μες στη νύχτα
εν -δυό
εν - δυό
πού πηγαίνουν;
συντρίβοντας και τον τάφο και τη δυσπιστία μου
εν - δυό
εν - δυό...

Όπως πετούσε και το τελευταίο ρούχο στην καρέκλα κι έμενε γυμνή
θε μου, πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο, μια παληά νύχτα των Χριστουγέννων
θυμάσαι;
Μα μόλις άπλωνες το χέρι, σαν παιδί λαχταρισμένο, ν' αγγίξεις
ένα κουδουνάκι ή ένα άστρο
άλλαζε μονομιάς και γίνονταν μια ηλιόλουστη, αστραφτερή κληματαριά
που τυλιγόταν και σφιγγόταν πάνω σου
γιατί φυσούσε δυνατά στην κάμαρα και παράσερνε τα σεντόνια και τη μνήμη
ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές, άστρα, παπαρούνες και φιλιά
ξέσπαγε ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο...
Ύστερα θύμιζε τις χαμηλές λαχανιασμένες φωτιές, τη νύχτα τ' άη - Γιαννιού
που σβήνουν σιγά, μ' ένα λόξυγκα από μικρές  αναλαμπές
αφήνοντας λίγη στάχτη στη γεύση και μια παράξενη θέρμη στα βλέφαρα.
Και λίγη κούραση απ' τα τόσα τραγούδια και τα καρδιοχτύπια και τα προγνωστικά
που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ τους.

Όχι λοιπόν, μη θέλεις να με πείσεις, το ξέρω καλύτερα από σένα.
Μια μέρα θα νικήσουμε - σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές.
Μα όταν το βράδι αδειάσουν οι δρόμοι και πάψουν να περνάν τα πλήθη
και πέσει σαν ένα μαχαίρι ξαφνικά στη μέση της πλατείας η σιωπή
και μείνει καθένας μονάχος, με μια δική του απαρηγόρητη μνήμη ο καθένας
ανάμεσα σε τόσα γεγονότα και τόσους νεκρούς, ψάχνοντας για ένα δρόμο,
έναν ασήμαντο έστω δρόμο
να επιστρέψει στη ζωή του
σηκώνοντας όλο το βάρος από τόσα απελπισμένα χρόνια
το βάρος αυτών που φώναξαν την αλήθεια και τους ποδοπάτησαν
κι εκείνων που δε μίλησαν  και τους ποδοπάτησαν κι αυτούς
χιλιάδες σύντροφοι που τραγουδήσαν μπρος στα εχθρικά αποσπάσματα
κι άλλοι που πέθαναν αμίλητα, από αγαπημένα συντροφικά χέρια
χωρίς μια λέξη να πουν, χωρίς ούτ' ένα βόγγο
μήπως και δώσουν στόχο στον εχθρό.
Αυτός ο πόνος που κρύψανε, ας μας διδάξει την εμπιστοσύνη.

Μια μέρα θα νικήσουμε. Μα εμείς πάνω σε τούτα τα γυμνά, λησμονημένα χέρια μας, 
θα βλέπουμε
πως καμιά νίκη δεν ήρθε ποτέ στην ώρα της -
όχι, όχι, μην το πιστέψεις, όχι
οι νίκες θάναι πάντα ασύγκριτα όμορφες, κι όταν ακόμα εσύ
θα λείπεις - σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές
εν - δυό
α, ζωή...

Αυτά είχα να σου πω. Να σου διηγηθώ όνειρα, θυσίες, τύψεις, δάκρυα
να σου πω για κάποιον που δεν τον αγάπησε κανείς
και πέρασε όλη τη ζωή του μέσα στην καταφρόνια και τη μοναξιά
μέχρι που σώθηκε. Και να σου πω για κείνον που έζησε μες στις επευφημίες
και γέλασε και τραγούδησε κι απόλαψε
και χάθηκε
- απ' τις εύκολες επιτυχίες του
νικημένος.

Νάμαι τώρα μπροστά σου γυμνός κι ανυπεράσπιστος και άτρωτος
σαν το νεκρό στις γκρίζες πλάκες του νεκροτομείου.
Αν όχι με τη στοργή σου, σκέπασέ με τουλάχιστον με λίγη συχώρεση.
Κρυώνω.

Έβρεχε κείνο το βράδι. Εννιά η ώρα. Ανέβηκα τέσσερα - τέσσερα τα σκαλιά -
κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε η κουρτίνα στ' ανοιχτό παράθυρο.
" Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον", έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες - σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο
μέσα στη σκόνη.

Δρόμοι λασπωμένοι. Άνθρωποι περπατάνε βιαστικοί. Πού πάνε;
Κίτρινα, νερουλά φώτα.
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ' τις ομπρέλες τους
γελάνε στρίβοντας τη γωνιά. Σε λίγο θ' ανάβουνε το φως
σε μια ξαφνιασμένη κάμαρα, θα κοιτάζονται στα μάτια
και με χέρια ανυπόμονα πλάι στους σαστισμένους, σιωπηλούς καθρέφτες
θα πετάνε, θε μου, από πάνω τους όλη τη μοναξιά
και θα φυσάει και θα παρασέρνει τα σεντόνια και τη μνήμη
ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές, άστρα, παπαρούνες και φιλιά
θα ξεσπάσει ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο - βοήθεια...

Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
έκπληχτες πάνω απ' τη θλίψη των περαστικών: οδοντόκρεμες,
παστίλιες για το βήχα, μοσκοσάπουνα
τόσα πράγματα προσφέρει ο πολιτισμός για την ευτυχία μας
και μεις επιμένουμε αναχρονιστικά
νάμαστε  δυστυχισμένοι: εσώρουχα νάυλον, λοσιόν, γαλακτώματα για το δέρμα
όλα στην εποχή μας διαφημίζονται, γιατί όχι κι αυτό
" αγαπώ άλλον", με κόκκινα, πελώρια γράμματα θάταν υπέροχη διαφήμιση
πάνω απ' την είσοδο των νεκροταφείων -
α, δε θα βρεθεί λοιπόν μια διαφημιστική μεγαλοφυΐα να φωταγωγήσει πάνω απ' τον πλανήτη μας
τη λέξη μοναξιά, δάκρυα, ταπείνωση. Να πει για κείνους που πεθαίνουν ξαφνικά
την ώρα που όλα θ' αλλάζαν . Και γι αυτούς που επιμένουν να ζουν
χωρίς λόγο πια. Και για τη νύχτα και τη λησμονιά και τον καρκίνο
και τη φιλοδοξία. Να πει και για τα σκυλιά που τα διώχνουν 
και τα κλωτσάνε
και κλείνουν μπρος στα δακρυσμένα μάτια τους την πόρτα
για πάντα. Πού να πάω;
Πόρνη, βρώμα του δρόμου, κάθαρμα, πουτάνα!...

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.

Άσκοπες περιπλανήσεις στους δρόμους, φώτα θολά που αλλοιώνουνε τα πρόσωπα
προσπαθώντας μες στο συνωστισμό να κλέψεις λίγη απ' την αδιαφορία των άλλων
γδύνοντας όλες τις γυναίκες μήπως και βρεις ένα τριαντάφυλλο από εκείνην
πιστεύοντας στον εαυτό σου, σαν ένα παιδί
που κρύβεται πίσω από μια φτωχή, τρύπια καρέκλα
και ξεγελιέται πως κανένας δεν το βλέπει.

Τα χέρια μου είναι δυό βαρειά, άχρηστα ζώα αφού δε σ' αγακαλιάζουν
μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου
θάθελα να συντρίψω με τις γροθιές μου τους δρόμους, τα λεωφορεία, τα τραμ
που κάποτε μας πήγαιναν στην ευτυχία
και να φτιάξω μια πόλη ερειπωμένη απ' την πελώρια απουσία σου...

Θαμπά, νυσταγμένα τζάμια στα χαμηλά καπηλιά της γης
που καθρεφτίζεται το μεθύσι, η τρέλλα, η δυστυχία
κι ένα κομμάτι απ' την κατάφωτη αδιαφορία τ' ουρανού.
Και πάντα εκείνη η παράξενη αίσθηση, σαν τον κυνηγημένο λιποτάχτη
που ανάμεσα στο θάνατο που ξέφυγε και το θάνατο που τον περιμένει
νοιώθει με δάκρυα ξαφνικά τη ματαιότητα όλων των θριάμβων
και την απόγνωση της απάρνησής τους.
Όχι, όχι απ' τον εχθρό, σύντροφε, απόψε φυλάξου από μένα.

Θάταν αστείο αλήθεια κάποτε να γράψω την ιστορία μου -
χριστιανός κι άθεος, φιλόδοξος και δειλός, σύντροφος και κοινή πόρνη
με τόνα χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες μας και τ' άλλο
 στα σκέλια των περαστικών γυναικών
πεινώντας, α, πεινώντας πάντα γι αυταπάρνηση και ζώντας
 με τα ξεροκόμματα της δυσπιστίας
που και τα ίδια τα σκυλιά τα οσμίζονται και φεύγουν
μην τολμώντας να φωνάξω  στους συντρόφους μου: είσαστε μικρόψυχοι
στον εαυτό μου: είσαι τιποτένιος
και να νοιώσω έρημος και συντριμμένος κι απέραντος
σαν τη γυναίκα που τη βιάζουν και τη χτυπάνε και τη ματώνουν
κι όταν μείνει έρημη και συντριμμένη κάτω στο χώμα
είναι κιόλας πάνω απ' τους βιαστές και τον εαυτό της
 κι όλη την αγνότητα του κόσμου
απέραντη
καθώς σαν ένα κύμα βουΐζοντας την ανασηκώνει
ο φρέσκος σπόρος της ζωής μέσα της.

Κι αυτό το πρόσωπο είναι φαγωμένο απ' τα δάκρυα που έκρυψα
κι αυτά τα χείλη είναι καμένα απ' τα λόγια που δεν είπα
κι αυτά τα σακατεμένα χέρια είναι που όλα τ' αγκάλιασαν
όσο για κείνη την ουλή στον αυχένα μου
α, μη μου θυμίζετε
πως έζησα τριανταπέντε χρόνια, κάτω απ' τη λαιμητόμο
της καρδιάς μου.

Γεγονότα, λόγια, πρόσωπα, σημαίες, χειρονομίες
μας κρύψαν τον έναν απ' τον άλλον - πού είσαι, σύντροφε
δος μου το χέρι σου
χιλιάδες δρόμοι διασταυρώνονται κι η ομοιομορφία σκέπασε 
σα χιόνι την πολιτεία.
Κι όμως εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν κι εσένα
και σαν εμένα
υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί
εμείς κρατάμε μες στα ένοχα, παράφορα τούτα χέρια
τις τύχες του κόσμου - να το θυμάσαι αυτό.
Και να προχωράς.

Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος βυθίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη -
εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες
σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει
αυτό το μικρό, τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου πάνω στο χιόνι
εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου
αμίλητος. Κι αν αυτό σε πειράζει, μπορώ νάρχομαι πίσω σου
σα σκυλί.
Αν σ' αρέσει, μπορείς να μου μιλάς και για τα χάδια των άλλων
θα σ' ακούω
σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής.

Κι όταν πεθάνω
το χώμα που θα με σκεπάσει, δε θάναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών
μα η απαλή, τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της.
Ποδοπάτησέ με, νάχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις.
....................................................................................................................

Και πες τους, σύντροφε, δε φέρνω κανένα μήνυμα.
Απλώς
τον ανθρώπινο πόνο
υπενθυμίζω. 


Τάσος Λειβαδίτης, Συμφωνία αριθ. Ι, Αθήνα. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957 στο τυπογραφείο του Μ. Μουσουλιώτη για λογαριασμό του συγγραφέα

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Πέτρος Κόκκαλης, εθελοντής γιατρός στην πρώτη γραμμή του ελληνο - ιταλικού πολέμου

 
Έξω από το Νοσοκομείο Ιωαννίνων τον Απρίλιο του 1941. Από αριστερά: Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής Κωνσταντίνος Αλιβιζάτος, Πέτρος Κόκκαλης, Ιωάννης Αναγνώστου, Αρκάγαθος Γούττας, Γεώργιος Βλαβιανός. ( Η φωτογραφία απ' το βιβλίο του Σ. Μαρκέτου Ιστορία της Ιατρικής του 2ου αιώνα.Ι. Οι Έλληνες πρωτοπόροι, τομ.6: Πέτρος Κόκκαλης, Αθήνα 2001)

...Στις 4 του Δεκέμβρη του 1940, το Υπουργείο Στρατιωτικών ( Δ/νση Υγειονομικής Υπηρεσίας) με διαταγή του καθορίζει σε ποια νοσοκομεία των Αθηνών θα κατευθύνονται τα διάφορα περιστατικά και παθήσεις. Με δεύτερη διαταγή του τοποθετεί εννέα πανεπιστημιακούς καθηγητές της ιατρικής σε οκτώ νοσοκομεία των Αθηνών, με την ιδιότητα των " Επιστημονικών Ιατρικών Συμβούλων".
Ο Κόκκαλης τοποθετείται στο 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο μαζί με τον καθηγητή Γεώργιο Καραγιαννόπουλο και στο 9ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο με τον Νικόλαο Λούρο. Υπό την ιδιότητα του προέδρου της ΕΧΕ κάλεσε έκτακτη συγκέντρωση στο αμφιθέατρο του Αρεταίειου, στην οποία συνέρρευσε ο επιστημονικός κόσμος με θέμα την αντιμετώπιση των επιθέσεων του εχθρού με χημικές ουσίες. Οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά χημικά αέρια τον Απρίλη του 1915. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασν τη ζωή τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα από τη χρήση αερίων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην εισήγησή του ο Κόκκαλης τόνισε πως όταν η ανθρωπότητα γίνεται θύμα μιας τέτοιας ομαδικής δυστυχίας, ο γιατρός, και ιδιαίτερα ο χειρουργός, έχει καθήκον να εγκαταλείψει  τους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς και να προσπαθήσει να συλλάβει το μεγάλο κακό, το αποκαλούμενο "δηλητήριο του πρωτοπλάσματος"...
Κι ενώ προσφέρει νύχτα - μέρα τις υπηρεσίες του στα νοσοκομεία που έχει τοποθετηθεί, ο ίδιος δεν είναι ικανοποιημένος. Θεωρεί ότι δεν προσφέρει το μέγιστο, ότι αυτό που κάνει δεν είναι στο ύψος των πολεμικών αναγκών της πατρίδας. Καίει μέσα του ένα πατριωτικό πάθος που τον ανεβάζει πάνω απ' όλους και πάνω απ' όλα και αφήνοντας γυναίκα, μωρό παιδί και 85χρονο πατέρα, καθώς και τη σχεδόν ασφαλή πρωτεύουσα η οποία σπάνια βομβαρδίζεται, φεύγει εθελοντικά για τη γραμμή των πρόσω, για εκεί όπου μαίνονται οι σκληρές μάχες μέσα σε συνθήκες ενός πολύ άγριου χειμώνα. Κι επειδή σ' αυτήν την "ανταρσία" του συναντάει δυσκολίες διατυπώσεων, ζητάει τη μεσολάβηση  του στενού του φίλου Γεωργίου Α. Βλάχου, διευθυντή της εφημερίδας Καθημερινή.
Αρχίζει πια να αναδεικνύεται ο "εσωτερικός" Κόκκαλης, αυτός της μεγάλης αγάπης για την Ελλάδα που κινδυνεύει και των στρατευμένων παιδιών της που πολεμούν τον εχθρό, σκοτώνονται, τραυματίζονται και δεινοπαθούν απ' τη μεγάλη μάστιγα του ελληνο - ιταλικού πολέμου, τα κρυοπαγήματα...
Η εθελούσια εγκατάλειψη της Αθήνας και η μετάβασή του στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου, στην εμπόλεμη δηλαδή περιοχή, είναι το πρώτο του άλμα, αποτελεί την αφετηρία της μετέπειτα ολόψυχης αγωνιστικής του πορείας για την πατρίδα και τον λαό της και επιβεβαιώνει αυτό το ξεχωριστό " κάτι", αυτήν τη σπάνια αρετή που συγκροτούσε το Είναι του Κόκκαλη...
Φεύγοντας από την Αθήνα, το Γενικό Στρατηγείο τού διαθέτει επιβατικό αυτοκίνητο. Με αυτό ο Κόκκαλης, που του είχε ήδη απονεμηθεί ο βαθμός του Εφέδρου Αρχιάτρου, επισκέπτεται τα νοσοκομεία ( στρατιωτικά και μη) Λάρισας, Βόλου, Κοζάνης, Τρικάλων, Φλώρινας, Βέροιας και Ιωαννίνων. Στις 15 Γενάρη 1941 υποβάλλει προς την Β' Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση τις παρατηρήσεις του, ότι

εις ουδέν Νοσοκομείον εύρον συγχρονισμένα μέσα δια την απαιτούμενην θεραπείαν ( παντελής έλλειψις ειδικών ναρθήκων, ακτινολογικού μηχανήματος) ένθα νοσηλεύεται ικανός αριθμός επιπλεγμένων πυορροούντων καταγμάτων κατά τον πλέον αρχέγονον τρόπον...

Στις 10 Φεβρουαρίου 1941 ο Κόκκαλης παρουσιάζεται στα Γιάννενα στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου, Αρχίατρος της οποίας είναι ο Επαμεινώνδας Γκινάκας. Αμέσως, την επομένη, ο Γκινάκας τον τοποθετεί Τεχνικό Σύμβουλό του " με δικαιώματα κατευθύνσεως και παρακολουθήσεως της όλης λειτουργίας των χειρουργικών τμημάτων των Νοσοκομείων Φρουράς Ιωαννίνων και δικαιώματα χειρουργικών επεμβάσεων"...

Σ' αυτόν τον πόλεμο ο ελληνικός στρατός δεν είχε μόνο να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο εισβολέα, που υπερείχε σε δύναμη και ισχύ πυρός, αλλά και τα στοιχεία της φύσης. Οι επιχειρήσεις διεξάγονταν σε μεγάλα υψώματα που ήταν σκεπασμένα με χιόνι, και τα περάσματα ήταν δύσβατα και περιορισμένα, γεγονός που καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο τον ανεφοδιασμό και τη διακομιδή των τραυματιών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται κρυοπαγήματα και περιστατικά τετάνου, αλλά και πολλές αρρώστιες. Δεν υπήρχε προετοιμασία απ' τον καιρό της ειρήνης σε ιματισμό, υπόδηση, τροφοδοσία.
Οι εισερχόμενοι τραυματίες, παγόπληκτοι και ασθενείς, κυμαίνονταν από 150 - 1000 ημερησίως. Οι νοσηλευόμενοι στα Γιάννενα υπερέβαιναν τους 2500 ημερησίως, ενώ τα διαθέσιμα κρεβάτια ήταν 1800. Οι προθάλαμοι και οι διάδρομοι των νοσοκομείων και των παραπηγμάτων, ελλείψει κρεβατιών και στρωμάτων, ήταν κατάμεστοι από τραυματίες που, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της κατάστασής τους, ήταν ξαπλωμένοι στο δάπεδο βογκώντας και ριγώντας με μία μόνο κουβέρτα. Η μεταφορά από το πεδίο των μαχών προς το νοσηλευτικό κέντρο Ιωαννίνων, και από εκεί για αλλού, γινόταν χωρίς καμία ειδική επιμελημένη διαλογή. Οι τραυματίες μεταφέρονταν στα νοσηλευτικά κέντρα Άρτας, Αμφιλοχίας, Αγρινίου και Μεσολογγίου, όπου επιβιβάζονταν σε πλωτά νοσοκομεία και σε επιβατηγά ατμόπλοια για τη ζώνη του εσωτερικού. Απ' το λιμάνι της Πρέβεζας προωθούνταν με ατμόπλοια στο εσωτερικό και οι αιχμάλωτοι τραυματίες και οι ασθενείς.
Αναλαμβάνοντας ο Κόκκαλης τον τομέα αυτό, προκειμένου να περάσει σε ένα άλλο σύστημα περίθαλψης, επισκέφτηκε μέσα σ' αυτήν την παγωνιά όλα τα ορεινά και πεδινά χειρουργεία της πρώτης γραμμής των μαχών για να διαπιστώσει ο ίδιος τις ελλείψεις και τις απαιτούμενες αλλαγές. Οι προτάσεις του εγκρίθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή...
Πάρθηκαν και πολλά άλλα μέτρα ( βελτίωση μέσων μεταφοράς, αύξηση της ημερήσιας δόσης κονιάκ, κ.α μέχρι και εξασφάλιση του εκκλησιασμού των τραυματιών), τα οποία βελτίωσαν κατά πολύ τη διακομιδή και τη θεραπεία των τραυματιών, τον παγόπληκτων και των ασθενών. Έτσι τα διαθέσιμα κρεβάτια στα νοσοκομεία και τα παραπήγματα στο Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου έφθασαν τον Μάρτιο του 1941 τα 5000 κρεβάτια.
Αυτή η κατεπείγουσα και πολύ μελετημένη αναδιοργάνωση  της Υγειονομικής Υπηρεσίας Βάσεως Ηπείρου, που βελτίωσε το όλο σύστημα διακομιδής και νοσηλείας των μαχητών του πολέμου, ανέδειξε το μεγάλο οργανωτικό ταλέντο του Πέτρου Κόκκαλη και αποτελεί τη σημαντικότερη πατριωτική του προσφορά του στον Ελληνοαλβανικό πόλεμο, σύμφωνα με τις αναφορές των επίσημων αρμοδίων φορέων...

Στα νοσοκομεία, οι γιατροί για να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο αριθμό των χειρουργικών περιστατικών αναγκάζονταν να εργάζονται συνέχεια, με αποτέλεσμα την εξοντωτική κόπωσή τους. Ο Κόκκαλης εκτός από τη γενική ευθύνη και εποπτεία που είχε ως Εφ. Αρχίατρος χειρουργούσε και ο ίδιος νύχτα μέρα...

Τα κρυοπαγήματα είχαν πάρει διαστάσεις επιδημίας, οι απώλειες ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες από τους τραυματισμούς. Στην V Μεραρχία π.χ. μόνο σε μια μέρα, στις 25 Φλεβάρη του 1941, είχαν 133 παγόπληκτους και 26 τραυματίες. Οι αιτίες ήταν πολλές. Κατ' αρχάς το δριμύ παρατεταμένο ψύχος ( έως και -37ο Κελσίου ) πάνω στα μεγάλα υψόμετρα όπου διεξάγονταν κυρίως οι επιχειρήσεις, η έλλειψη σε αρβύλες και η παντελής έλλειψη επενδυμένων με ύφασμα αρβυλών. Δεν υπήρχαν χοντρές μάλλινες κάλτσες, δεν υπήρχε εμπειρία των αξιωματικών και στρατιωτών αλλά ούτε και καμία πρόβλεψη και προετοιμασία. Πολύ κακό προξενούσαν και οι γκέτες, οι οποίες έσφιγγαν με το περιτύλιγμά τους το πόδι και δεν κυκλοφορούσε σωστά το αίμα.
Για την αντιμετώπιση αυτού του φοβερού φαινομένου το Υπουργείο Στρατιωτικών και το Υπουργείο Πρόνοιας εξέδωσαν την υπ' αριθμόν 214624/19-12- 40 διαταγή για τη σύγκληση του Ανώτατου Στρατιωτικού Υγειονομικού Συμβουλίου, το οποίο συνήλθε και αποφάσισε λήψη άμεσων μέτρων. Μεταξύ  αυτών ήταν και ο εμποτισμός του συμπαθητικού κοντά στην οσφυϊκή μοίρα με διάλυμα νοβοκαΐνης, σε συνδυασμό με εντομές στη ραχιαία επιφάνεια κατά το αρχικό στάδιο του οιδήματος, ενέργεια που μπορούσε να γίνει μόνο σε χειρουργείο και από έμπειρο χειρουργό.
Ο Κόκκαλης εφάρμοσε τον εμποτισμό, όντας ο πλέον έμπειρος και ικανός χειρουργός, γι' αυτό και το όνομά του στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων συνδέθηκε με τη χρήση της νοβοκαΐνης στη θεραπεία των κρυοπαγημάτων...
Η αναδιοργάνωση της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Βάσεως Ηπείρου προέβλεπε και άλλα μέτρα, τα οποία όμως δεν πρόφτασαν να πραγματοποιηθούν εξ αιτίας της επίθεσης της Γερμανίας κατά της Ελλάδας και της κατάρρευσης του μετώπου...

Η εθελούσια κατάταξη του Πέτρου Κόκκαλη στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου και η εμπεριστατωμένη αναδιοργάνωσή της κατά το πλείστον από τον ίδιο ήταν μια γενναία πατριωτική πράξη με θυσίες και κινδύνους, που τίμησε τον ίδιο και την οικογένειά του προσφέροντας στις επόμενες γενιές των νέων ανθρώπων το ύψιστο παράδειγμα της έμπρακτης αγάπης προς την πατρίδα.
Το Νοσηλευτικό Κέντρο εργαζόταν μερόνυχτα κάτω από την απειλή της Ιταλικής αεροπορίας. Στις 20 Απριλίου 1941 το βράδυ βομβαρδίστηκε το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, το κεντρικό οίκημα του οποίου αποτελούσε χειρουργικό κέντρο. Με τον βομβαρδισμό αχρηστεύτηκε τελείως. Οι απώλειες του προσωπικού και των νοσηλευομένων έφθασαν τους 50. Μεταξύ των νεκρών , ο διευθυντής του Νοσοκομείου, Γενικός Αρχίατρος Γεώργιος Μαρκάκης και ο καθηγητής της χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ξενοφών Κοντιάδης...
Ο βομβαρδισμός συνέπεσε με την υπογραφή της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς.
Η χηρεύουσα έδρα του Κοντιάδη ανετέθη στον Κόκκαλη, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνσή της.
Εφτά ημέρες αργότερα, στις 27 Απριλίου, το Σ3 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Διακομιδής, που είχε περιθάλψει μέσα στον Απρίλιο 11.275 τραυματίες, ασθενείς αλλά και παγόπληκτους, έπαψε να λειτουργεί. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν μπει στα Γιάννενα. Όλοι οι νοσηλευόμενοι προωθήθηκαν προς το Αγρίνιο. Το προσωπικό του απολύθηκε για να μεταβεί στα σπίτια τους χωρίς να του χορηγηθούν φύλλα πορείας ή απολυτήρια.
Το σκοτάδι της Κατοχής απλωνόταν πάνω από την Ελλάδα. Το μέτωπο του αγώνα μεταφερόταν τώρα στο εσωτερικό της.


Κατίνα Τέντα - Λατίφη, Πέτρος Σ. Κόκκαλης, Βιωματική βιογραφία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Ο πόλεμος του 40

Ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης από την Καλουτά Ζαγορίου, γνωστός και ως ο πρώτος "κόκκινος" Δήμαρχος των Ιωαννίνων το 1944, θυμάται μερικές στιγμές από την κήρυξη του πολέμου και την υπηρεσία του στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων στο Κάστρο.
Το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων στο Κάστρο 
 1940
Δεν πέρασε πολύς καιρός και νέα επιστράτευση. Εγώ πάλι ανθυπίατρος στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Φρούριο.
Εκείνο που σου' κανε εντύπωση ήταν η ψυχολογία του κόσμου. Ούτε φόβος, ούτε η αγωνία του 39 με την επιστράτευση. Ήταν σαν όλοι να σκέφτονταν, "παλιάνθρωποι Ιταλοί, μας κάνατε και περάσαμε πέρυσι μαύρο Πάσχα, φέτος πάλι τα ίδια. Πόλεμο θέλετε; θα τον έχετε, ας γίνει επιτέλους ό,τι έχει να γίνει". Ήταν περίεργη η αποφασιστικότητα, το θάρρος και η αισιοδοξία του κόσμου. Σαν να' ξεραν, σαν να προφήτευαν την ήττα των Ιταλών.
Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτώβρη, ήμουν εφημερεύων και διανυκτέρευα στο Νοσοκομείο. Γύρω στα μεσάνυχτα ακούω θόρυβο μοτοσικλέτας και ο υπασπιστής του Φρουραρχείου Ράμφος με δυό τρεις άντρες του Φρουραρχείου, μου φέρνουν ένα μισοζαλισμένο από χασίς στρατιώτη. Τον είχαν κλείσει στο πειθαρχείο, αλλά ο Ράμφος παριστάνοντας τον νταή τον αγρίεψε κι εκείνος για να γλυτώσει το ξύλο χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο. Φοβήθηκαν και τον έφεραν στο Νοσοκομείο.
Οι νοσοκόμοι μου ήταν όλοι σχεδόν βοηθητικοί και θα ζητούσα να μείνουν οι άντρες της φρουράς, αλλά παρατήρησα ότι ο άνθρωπος μάλλον ήθελε να ησυχάσει. Του φόρεσα πιτζάμες και τα ρούχα του πήγαν στην αποθήκη. Κατά τις δύο με ξυπνάει ο νοσοκόμος μου: " Κύριε ανθυπίατρε, εκείνος που' φεραν τη νύχτα έφυγε με τα βρακιά του από το θάλαμο, έφτασε στην πύλη". Ο σκοπός της πύλης κατάφερε και τον σταμάτησε με την απειλή του όπλου του, που ήταν βέβαια άδειο - δεν τους έδιναν ούτε φυσίγγιο πριν φτάσουν στο μέτωπο. Κατέβηκα κι εγώ. Τους ήξερα καλά αυτούς τους τύπους από το Νοσοκομείο Συγγρού. Βάζω το χέρι μου στον ώμο του.
- Βρε συνάδελφε, εδώ πάμε για πόλεμο και συ θέλεις να σκοτωθούμε μεταξύ μας;
- Θέλω να πάω να εξηγηθώ μ' αυτούς τους κερατάδες του Φρουραρχείου.
- Δίκιο έχεις, αλλά μέρα ξημερώνει.
Τον κατάφερα τελικά και γύρισε στο κρεβάτι του.
Ξύπνησα μόλις είχε χαράξει κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Ακούω πάλι μοτοσικλέτα και βγαίνω στο πλατύσκαλο. Στο μισοσκόταδο διακρίνω τον Πρίντζο.
- Σεις, κύριε Διευθυντά, τέτοια ώρα!
- Γρήγορα, ξύπνα το λοχία της υπηρεσίας, να συγκεντρώσει το προσωπικό. Οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο.
Αφουγκράζομαι...Στην ησυχία της νύχτας, άκουγες πολύ βαθιά προς Δολιανά - Καλπάκι βολές πυροβολικού.
Το φως της μέρας σιγά σιγά δυνάμωνε, ξύπνησε το προσωπικό και οι νοσοκόμοι πήγαν στους θαλάμους τους και ετοίμαζαν τους αρρώστους. Θάλαμοι, διάδρομοι κι οι σκηνές ακόμα που είχαμε στήσει, ήταν όλα γεμάτα, καθώς γινόταν εκκαθάριση ανάπηρων, χρόνια πασχόντων, βοηθητικών,... είχαμε χρόνια ειρηνικής ζωής. Δεν έλειπαν φυσικά και οι προσποιούμενοι τον άρρωστο.

Ο Πρίντζος πέρασε απ' όλους τους θαλάμους και τις σκηνές και τους μίλησε.
- Ακούστε, παιδιά. Όλοι εσείς που βρίσκεστε εδώ, δεν είστε σοβαρά άρρωστοι. Για να ξεκαθαριστεί ποιοι είναι ικανοί, και ποιοι ανίκανοι θα χρειαστούν αρκετές μέρες. Οι Ιταλοί όμως μας κήρυξαν πόλεμο και η κυβέρνηση πήρε την απόφαση να τους χτυπήσουμε. Το μέτωπο χρειάζεται ντουφέκια. Εγώ δεν μπορώ να σας βγάλω χωρίς να κρίνουν οι επιτροπές. Γι' αυτό σας λέω, όσοι καταλαβαίνετε ότι μπορείτε να κρατήσετε ντουφέκι, ζητήστε μόνοι σας εξιτήριο για τη μονάδα σας. Το αφήνω στον πατριωτισμό σας.
Και τότε έγινε το απρόσμενο. Οι περισσότεροι ζήτησαν εξιτήριο και από χίλιους με χίλιους πεντακόσιους  έμειναν εξακόσιοι με εφτακόσιοι.
Τρίβαμε τα μάτια μας, δεν αναγνωρίζαμε το λαό μας, που μέχρι τώρα δεν είχαμε αφήσει ελάττωμα που να μην του φορτώσουμε.
Αλλά και η αντίδραση του πληθυσμού της πόλης και των χωριών ήταν πρωτοφανέρωτη. Πού είχε πάει η σύγχυση, η αγωνία και ο φόβος του 39; Τώρα σαν να σκέφτονταν όλοι: " Δε θα σκύψουμε το κεφάλι, πολεμήσουμε". Όχι μόνο αυτό, αλλά επικρατούσε και μια περίεργη αισιοδοξία. Πού στηρίζονταν; Πουθενά. Μια διαίσθηση.
Στις δέκα το πρωί με καλεί ο Πρίντζος στο γραφείο του.
- Θέλεις να πάει η οικογένειά σου στην Αθήνα;
" Γιατί το λέει; σκέφτομαι. Σίγουρα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα Γιάννενα και να μετακινήσουν τις οικογένειες, για να είναι οι αξιωματικοί απερίσπαστοι". 
- Ναι, αλλά πώς θα πάει στην Αθήνα;
- Με αυτοκίνητα της Μεραρχίας μέχρι την Άρτα.
- Κι από κει και πέρα;
- Ε, κάποιον φίλο θα' χεις στην Άρτα και θα φροντίσει να προωθηθούν παρακάτω.
- Α, έτσι αποκλείεται, κ. Διευθυντά. Να στείλω γυναίκες και μικρό παιδί μονάχους τους στο άγνωστο, να γυρίζουν στους δρόμους, αυτό δε γίνεται. Καλύτερα να μείνουν εδώ που βρίσκονται κι ας γίνει ό,τι γίνει.
- Καλά, έχεις την ευθύνη.

Έμαθα τι έγινε αργότερα στην κεντρική πλατεία. Είχαν συγκεντρωθεί με τα μπαγάζια τους οικογένειες αξιωματικών περιμένοντας τα στρατιωτικά αυτοκίνητα. Το πήραν μυρωδιά οι γυναίκες από τις συνοικίες της Λούτσας και της Καλούτσιανης, μαζεύτηκαν γύρω κι άρχισαν τις αποδοκιμασίες: " Ώστε, η αφεντιά σας, φεύγετε...κι εμάς πού μας αφήνετε; Ντροπή σας". Το "μεγαλεπήβολο" σχέδιο του " μεγάλου δημιουργού του Όχι" και του άλλου " μεγάλου Στρατάρχη", ήταν να εγκαταλειφθούν τα Γιάννενα και το μέτωπο να μεταφερθεί στο Μακρυνόρος, δηλαδή, μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι αυτό θα ήταν όλο το όχι.
Ο λαός μας όμως εννοούσε πραγματική αντίσταση· κράτησαν το μέτωπο μη υπακούοντας στις διαταγές ο Διοικητής της Μεραρχίας Ηπείρου Κατσιμήτρος κι ο Αρχηγός του Πυροβολικού Μαυρογένης.
Από την άλλη μέρα κιόλας μας έρχονταν ευχάριστα νέα. Όχι μόνο δεν έσπασε το μέτωπο - μια μικρή σύγχυση διαταγών στο μέτωπο των Φιλιατών αποκατάσταθηκε αμέσως - αλλά οι Ιταλιάνοι το' βαλαν στα πόδια, τους θέρισε το βαρύ πυροβολικό του Μαυρογένη και η εύστοχη βολή του ορειβατικού πυροβολικού, ιδίως της πυροβολαρχίας Κωστάκη, τόσο που νόμισαν πως ήταν ειδικό πυροβόλο " τύπου Κωστάκη"

Σε τρεις τέσσερις μέρες μας έρχονται στο Νοσοκομείο οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ιταλοί τραυματίες της Μεραρχίας Τζούλια από τον τομέα της Πίνδου, τρία παλικάρια ως εκεί πάνω με τραύματα στις κνήμες.
Ήμουν εφημερεύων τη μέρα εκείνη και τους παράλαβα. Δεν είχα χωριστό θάλαμο να τους βάλω και τους έβαλα μαζί με τους δικούς μου. Φοβήθηκα μη βρεθεί κανένας ανόητος από τους νοσηλευόμενους και τους φερθεί άσχημα κι έδωσα αυστηρές διαταγές στους νοσοκόμους να προσέχουν μη συμβεί το παραμικρό. Άδικοι οι φόβοι μου. Ξελάσκαρε η δουλειά μου και πήγα κατά τα μεσάνυχτα να τους δω· βρίσκω γύρω τους κύκλο φαντάρους μας. Βάζω τις φωνές: " Τι γίνεται εδώ;" " Δεν τους πειράζουμε, γιατρέ, κουβεντιάζουμε". Και πραγματικά, άλλος τους είχε προσφέρει καραμέλες, άλλος κουλουράκι, άλλος τσιγάρα.
Παιγνίδια της μοίρας! Πάλι να είμαι γιατρός αιχμαλώτων, ξένων αυτή τη φορά. Ήμουν υπεύθυνος για την αποφθειρίαση στο στρατόπεδο και οι αιχμάλωτοι περνούσαν πρώτα από τον κλίβανο.
Μου φέρνουν την πρώτη φουρνιά, τους έστελνε η Όγδοη Μεραρχία της Ηπείρου. Όλοι με τη στολή τους, χιτώνιο, κιλότα, μανδύα, άρβυλα και με την κουβερτούλα τους μερικοί, με όλα τα μικροπράγματά τους, ρολόγια στα χέρια, στιλό στη τσέπη και παράσημα στο στήθος.
Χωρίς να το θέλω πέρασε από μπροστά μου η εικόνα των Ελλήνων αιχμαλώτων του Ουσιάκ, Αφιόν, Ελβανλάρ, με τα τσουβάλια τους για ρούχα, με τα γυμνά τους πόδια πάνω στον πάγο και την κακομοιριά τους.
Ενθουσιάστηκα  και μου ' ρχόταν να φωνάξω δυνατά: " Μπράβο σου Ρωμιέ,...είσαι άνθρωπος, άντεξες".
Με πλησιάζει ένας Ιταλός και μου ζητάει μια ασπιρίνη, έχει, λέει, κεφαλόπονο. Του δίνω. Σε λίγο δεύτερος, κι αυτός με με πονοκέφαλο. Σε λίγο και τρίτος. Τι έπαθαν αναρωτιέμαι. Βλέπω πιο πέρα το στρατιώτη μου να γελάει.
- Τι γελάς; του κάνω αυστηρά.
- Εσείς δεν ξέρετε, γι' αυτό παραξενεύεστε, κ. ανθυπίατρε. Αυτοί είναι μεθυσμένοι, γι' αυτό έχουν πονοκέφαλο.
Να τι είχε συμβεί. Οι χωροφύλακες, που τους έφεραν από το μέτωπο, σε κάποιο χωριό έκαναν στάση, κατέβασαν τους Ιταλούς να ξεμουδιάσουν κι αυτοί και τους κέρασαν στο μαγαζί από ένα ουζάκι. Άρχισαν τα κεράσματα, " γεια σου και γεια μου", κι όταν έφτασαν στα Γιάννενα ήταν μισομεθυσμένοι Ιταλοί και χωροφύλακες.
Την όμορφη αυτή ατμόσφαιρα της ανθρωπιάς ήρθε να χαλάσει μια άλλη μέρα κάποιος ανθυπολοχαγός. Τον είδα να περιφέρεται γύρω στον κλίβανο και στους αιχμαλώτους και νόμισα ότι κοίταζε από περιέργεια. Είχα δουλειά κι έφυγα για το Νοσοκομείο. Όταν γύρισα βλέπω έναν Ιταλό να κλαίει.
- Τι έγινε; λέω.
- Ο ανθυπολοχαγός τού πήρε το ρολόι του, μου λέει στενοχωρημένος ο φρουρός.
Έτρεξα να τον προλάβω, αλλά είχε φύγει, ήθελα να τον πάω ίσια στον Στρατηγό...

Με την πρώτη φουρνιά αρρώστων και τραυματιών από το μέτωπο φάνηκαν οι τεράστιες ελλείψεις και προπαντός η ανικανότητα των ανθρώπων που είχαν μπει να διοικήσουν.
Οι μάχες λυσσομανούσαν στο μέτωπο, και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Γιαννίνων, που θα δεχόταν όλους τους τραυματίες και τους αρρώστους, είχε μόνο πέντε γιατρούς, ενώ το αναρρωτήριο της Λάρισας, δεκάδες χιλιόμετρα πίσω, υπηρετούσαν εκατόν είκοσι γιατροί,  με μηδαμινό αριθμό νοσηλευόμενων. Τα ρουσφέτια βλέπεις!
Ο Πρίντζος, και νέα υπηρεσία να του φόρτωναν, δεν έλεγε όχι, αδιαφορώντας αν μπορεί να εκτελεστεί. Σε λίγες μέρες όμως στείλαν τον Αρχίατρο Μαρκάκη να οργανώνουν Β' Νοσοκομείο. Τούτος ήξερε να διοικεί, έβαλε τις φωνές στο Υπουργείο και σε λίγες μέρες άρχισαν να στέλνουν γιατρούς και κάπως διορθώθηκαν τα πράγματα.
Τ' αυτοκίνητα με τραυματίες από το μέτωπο έρχονταν με το σούρουπο για ν' αποφεύγουν τ' αεροπλάνα. Ήμουν εφημερεύων και μου γέμισαν εκείνο το βράδυ οι σκηνές από αρρώστους, πολλούς με ψηλό πυρετό, ελονοσία. Με το φοβερό συνωστισμό και την έλλειψη προσωπικού ούτε σκέψη για ένεση κινίνης, τους έδινα από ένα γραμμάριο - πέντε κουφέτα. Αλλά πού να βρεις κύπελλα να δώσεις στον καθένα για να καταπιεί τα χάπια του, δεν είχαμε.
Το μεγάλο δράμα όμως ήταν με την ψώρα, ήταν πολλοί και δεν είχαμε κρεβάτια στο Νοσοκομείο. Κλιβανίζαμε λοιπόν τις κουβέρτες και τα εξωτερικά τους ρούχα, έκαναν το λουτρό τους, τους επαλείφαμε με την ειδική αλοιφή και πήγαιναν να κοιμηθούν στο θάλαμό τους. Αλοιφές και λουτρό ζεστό και κλιβανισμούς ρούχων απαραίτητα δυό μέρες συνέχεια, έπρεπε φυσικά να αλλάξουν και εσώρουχα. Πού να τα βρούμε; Η " σοφή μας επιμελητεία" δεν ήξερε σε ποια αποθήκη είχε τα σώβρακα! Τι να κάνω; Κατ' ανάγκην φορούσαν τα ίδια, υγρά καθώς έβγαιναν από τον κλίβανο μαζί με τις κουβέρτες τους.
Συγκέντρωνα κάθε φορά όσους είχαν ψώρα και τους εξηγούσα πώς θα κάνουν το μπάνιο τους, την επάλειψη κ.λ.π. " Μόνο, παιδιά, που δεν έχουμε να σας δώσουμε καθαρά εσώρουχα, θα φορέσετε τα ίδια όταν θα βγουν από τον κλίβανο. Σε λίγες μέρες θα΄χουμε κι απ' αυτά".
Ένα βράδυ, κάποιος νεαρός φαντάρος με ρωτάει.
- Δηλαδή τα ίδια εσώρουχα λερωμένα και υγρά από τον κλίβανο θα φορέσουμε, γιατρέ;
- Θα τ' αερίσετε λίγο, τι να γίνει;
- Αυτό είναι μαρτύριο, γιατρέ μου, δε μας μένει παρά να λιποτακτήσουμε κι εμείς.
- Στάσου, φίλε, τον πόλεμο αυτό αν τον έκανε ο Μεταξάς, θα μπορούσαμε να του πούμε: " Πόλεμος ήθελες, κύριε, έπρεπε να είχες την ετοιμασία σου όλη. Όμως τον πόλεμο μάς τον επέβαλαν οι Ιταλοί κι εμείς με τα φτωχά μας μέσα τούς απαντήσαμε: " Όχι, δε θα περάσετε" και τους πολεμάμε όπως μπορούμε". Τώρα αν το θεωρείς τιμή σου να λιποτακτήσεις, γιατί δεν έχουμε καθαρό βρακί να σου δώσουμε, μπορείς να το κάνεις.
Άρχισαν να τον βρίζουν και να τον αποπαίρνουν οι άλλοι φαντάροι.
- Όχι, παιδιά, ακούσατε τι είπα, όμως κι ο νέος έχει δίκιο, εξέφρασε την αγανάκτησή του. Μήπως νομίζετε ότι κι εγώ σαν γιατρός σας δεν αγανακτώ; Είναι μια προσωρινή έλλειψη. Κι είμαι βέβαιος ότι ο συνάδελφός σας ποτέ δε σκέφτηκε όπως μίλησε.
Ήμουν υπεύθυνος για την αποφθειρίαση και κάθε βράδυ περνούσα από το γραφείο του Γενικού Αρχίατρου Γκινάκα να τον ενημερώσω. Του διηγήθηκα λοιπόν το περιστατικό.
- Μπράβο, μου λέει, μίλησες πολύ καλά στο στρατιώτη.
- Ναι, κ. Γενικέ, αλλά είναι ανάγκη να βρεθούν εσώρουχα το γρηγότερο, δεν είναι δυνατό να ψέλνω κάθε μέρα το ίδιο τροπάρι (αποσπάσματα)


Πέτρος Αποστολίδης, Όσα Θυμάμαι, 1900 -1969, Β΄Η συνέχεια, Κέδρος , Αθήνα 1983


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Στον δάσκαλο

Ένας δάσκαλος της μουσικής, ο Οδυσσέας Σαγρέδος, μελοποίησε το ποίημα του Κωστή Παλαμά " Στον δάσκαλο". Ο Βασίλης Λέκκας ερμηνεύει και οι μαθητές του  στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Διονύσου συμμετέχουν με τη χορωδία τους.
 Ωραία δουλειά!
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε , ψυχές!
Κι ότι σ' απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ' αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτισ' το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!

Κι αν λίγη δύναμη μεσ' το κορμί σου μένει,
Μην κουρασθείς. Είν' η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.

Σκάψε βαθειά. Τι κι' αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,
Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι !

Στίχοι: Κωστής Παλαμάς
Σύνθεση- Ενορχήστρωση: Οδυσσέας Σαγρέδος
Ερμηνεία: Βασίλης Λέκκας
Συμμετέχει η χορωδία του 3ου Δ.Σ. Διονύσου
Μπάσο: Έφη Μπούνταλη
Ντραμς: Παύλος Λογαράς
Παραγωγή: Home Studio Music Productions

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Το γράμμα


Κοιτάζει την ημερομηνία στο ημερολόγιο που κρέμεται  στον τοίχο. Δεν της θυμίζει τίποτα. Το γραφείο, η λάμπα του γραφείου, τα σχήματα στο ταβάνι, δεν της θυμίζουν τίποτα. Είναι περαστική κι από δω. Από το παράθυρο μπαίνει το φως της θάλασσας, ο ήχος των αυτοκινήτων που τρέχουν στη λεωφόρο, λίγο κάγκελο από το μπαλκόνι και πολύς ουρανός. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και η θάλασσα είναι γαλάζια, πριν λίγο πρέπει να πέρασε κάποιο βαπόρι, έχει μείνει χαραγμένη η πορεία του πάνω στο νερό, είναι πιο ανοιχτόχρωμο σχεδόν ξασπρισμένο γαλάζιο.
'Οτι βρίσκεται έξω από το δωμάτιο θα μπορούσε να της φέρει στη μνήμη άλλες παραστάσεις, ζωής περασμένης, όμως αποφεύγει τέτοιες αναδρομές, αισθάνεται πιο ασφαλής στο τελείως ξένο περιβάλλον του εσωτερικού.
Η μόνη της έγνοια είναι αυτό το γράμμα που πρέπει να γράψει. Είναι απαραίτητο, πρέπει να το γράψει.
Άλλαξε πάλι δωμάτιο, άλλαξε πολιτεία. Τίποτα δεν άλλαξε. Οι άνθρωποι έχουνε παντού τα ίδια νεκρά πρόσωπα. Όταν τους κοιτάξεις επίμονα το ανακαλύπτεις. Μούμιες.
Κάθεται στο καφενείο - αυτό το γράμμα πρέπει να το γράψει - βγάζει το στυλό και την κάρτα. Την ξανακοιτάζει και βεβαιώνεται πως απεικονίζει εκείνη την πρώτη πολιτεία απ' όπου πέρασε. Είπε θα στείλω μια κάρτα. Δεν την έστειλε. Σε κάθε καφενείο που κάθεται είναι για να γράψει αυτή την κάρτα, έπειτα ανακαλύπτει πως πάλι δεν απεικονίζει την πολιτεία που βρίσκεται, αλλά μιαν άλλη. Θυμάται με πόση προσοχή την διάλεξε, ήθελε νάναι αντιπροσωπευτική, να λέει αλήθεια. Μια, δυό, τρεις, δέκα. Τις απλώνει όλες μπροστά της. Μπερδεύει τις πολιτείες, δεν ξεχωρίζει καμιά. Κοιτάζοντάς τε ανακαλύπτει την ακινησία, την ομοιομορφία, τη νεκρική αναμονή που δεσπόζει παντού. Από τις καρτ ποστάλ βεβαιώθηκε για τα τοπία, τους ανθρώπους και τις πολιτείες. Όλα είναι ψεύτικα. Όλα κάτι πάνε να σου θυμίσουνε, δε στο θυμίζουν. Λες, εδώ κάποτε υπήρχε ζωή. Τα σώματα ξαπλωμένα στις αμμουδιές. Απολιθωμένα. Η θάλασσα. Σταματημένη στην κίνησή της. Το πανί στο καράβι αποχαιρετισμός. Το ίδιο και με τα βουνά. Ούτε καν σου υποβάλλουν την ταραχώδη  προέλευσή τους. Πέτρες ασάλευτες.
Στο τζουμπόξ αναβοσβήνει νευρικά το φωτάκι. Νευρικά σπρώχνει ο νέος το μπαλάκι, όταν η τρύπα καταπιεί και το τελευταίο, το φωτάκι ακινητεί. Κάποιος άλλος παίρνει τη θέση του, γίνονται ακριβώς τα ίδια πράγματα, οι φυσιογνωμίες δεν έχουν καμιά παραλλαγή. Τα μπαλάκια, τα φωτάκια, οι νέοι, κάνουν ένα σύνολο κουρδισμένης απαντοχής για κάτι. Τα μηχανάκια είναι μικροί εγκέφαλοι θαυμάσια ρυθμισμένοι για να περιμένεις δίχως να περιμένεις τίποτα. Αριθμοί αναβοσβήνουν, αριθμοί. Αριθμοί το Προ - Πο, το λαϊκό ή εθνικό λαχείο, αριθμοί το κρατικό δάνειο, οι τόκοι και τα επιτόκια, πάνω στα χαρτονομίσματα αριθμοί.
Πόσος χρόνος πέρασε από τότε; Πόσο χρόνο έχει ακόμα μπροστά της; Η έννοια Χρόνος έχει ακινητήσει κι αυτή. Δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε Χρόνος. Ώρα μηδέν. Μια μια σκίζει τις κάρτες, μπερδεύει τα κομματάκια, παιχνίδι παιδικό να τα ξανακολλήσεις, ο χρόνος καταβροχθίζεται με χρωματιστά πεθαμένα τοπία. Γίνανε μια μικρή στοίβα, με το μεγάλο δάχτυλο κάνει σφεντόνα και τα χτυπάει. Σκορπίσανε γύρω από το τραπέζι, μερικά που μείναν επάνω τα ρίχνει με το χέρι στο πεζοδρόμιο κι αυτά. Πέρασε αρκετή ώρα. Τα παρακολουθούσε να κολλάνε πάνω στις σόλες των περαστικών, να τα παρασέρνει ο αέρας παρακάτω ίσαμε που βαρέθηκε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα παλιό σημειωματάριο έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε πάνω πάνω αποφασιστικά:

Σεβαστή μου μητέρα, 
κλαίω...

Σκέφτεται τι άλλο μπορεί να της γράψει. Προσθέτει. Κλαίω. Υπογράφει. Τσακίζει το χαρτί, το βάζει σ' ένα φάκελλο, το κλείνει. Τον γυρίζει και γράφει προσεχτικά.

Κυρία Ελένη...
Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Τάφος 336.
Ελλάδα

Τρία και τρία έξι. Έξι, δηλαδή δυό φορές τρία. Όλος ο αριθμός είναι μια επανάληψη. Έβγαλε από την τσέπη της το κλειδί του ξενοδοχείου. Πάνω κρεμασμένη μια μικρή μεταλλική πλάκα. Νο 36. Ακόμα ένα τριάρι και θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Αισθάνεται σιγουριά, είναι μια σιγουριά ένας αριθμός.
Πήγε στο κεντρικό ταχυδρομείο. " Εξπρές". Αυτό το κόκκινο χαρτάκι, δίπλα στο "αεροπορικώς" χρώμα μπλε. Κόκκινο, άσπρο, μπλε, σημαία τρίχρωμη κι επαναστάσεις. Ρίχνει στο κουτί το γράμμα και συλλογίζεται πόσο αλλάξανε οι σημασίες των λέξεων από τότε που ήτανε παιδί " κόκκινο, άσπρο, μπλε" ένα κουρελάκι που δε σημαίνει τίποτα πια, όπως και η λέξη επανάσταση. Τίποτα.
Πάει κι αυτό. Τόγραψε το γράμμα, το ταχυδρόμησε, δεν έχει πια καμιάν αποστολή. Στο δρόμο σκεφτόταν το τέλειο έγκλημα. Πώς δεν τόχε σκεφτεί κανένας από τους τόσους και τόσους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων; Κι όμως καθημερινά  σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη διαπράττονταν κατά χιλιάδες αυτά τα τέλεια εγκλήματα. Κατάχρηση βαρβιτουρικών γράφανε οι εφημερίδες, ή ατύχημα, σπάνια η λέξη αυτοκτονία. Έγκλημα δεν τόλμησε να το πει κανείς, φυσικά πολύ λιγότερο δε το ονόμασαν δολοφονία.

Γένοβα, 7.12.1971


Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ, Σπαράγματα, Κέδρος, Αθήνα 1973
" ...Τα τετράδιά μου χαθήκανε μια μέρα που ξένοι άνθρωποι μαζέψανε τα πράγματά μου από το σπίτι που ζούσα και έγραφα. Απόμεινα σε ξένους τόπους με τα χέρια κενά. Κάπου κάπου ξαναβρίσκω μερικές σελίδες σκόρπιες εδώ κι εκεί. Μέσα απ' αυτές προσπαθώ ν' ανασυγκολλήσω το πρόσωπό μου. Δε θα τα καταφέρω. Μέσα σ' ένα καθρέφτη σπασμένο κάθε τόσο θ' ανακαλύπτω κάποια λεπτομέρεια.
Στην άκρη μιας σκισμένης σελίδας, που μοιάζει να είναι συνέχεια ενός από τα κείμενα που διαθέτω, βρίσκω αυτή τη φράση. Ίσως να μην είχε καμιά θέση έτσι ξεκάρφωτη εδώ, όμως τώρα πια όπου κι αν την βάλεις έχει θέση, γιατί, αυτός που την έγραψε πέρασε από παντού, γίνηκε το πιο σκληρό χαλίκι στη χούφτα μας. Τότε δεν το γνωρίζαμε. Σήμερα μας χαρακώνει την παλάμη και πονάει..." Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ , Τζένοβα, 5.1.1973 , Αντί Προλόγου ( απόσπασμα)
Η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 1920

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Φθινόπωρο


Αγήνορας Αστεριάδης, Ελιές Μαζωχτής (1961)

...Ο Στέφανος θυμάται τώρα πως έπειτα ήρθε το φθινόπωρο· ένα ήμερο φθινόπωρο με μέρες στη σειρά ασυννέφιαστες, χλιαρές και απάνεμες. Οι λόφοι άπλωναν βιολέτινοι με τ' ανθισμένα ρείκια στις πλαγιές, πέρα οι γιαλοί αλλού μενεξεδένιοι αλλού τριανταφυλλοί, οι βράχοι σε σχήματα που άλλαζαν παράξενα κάθε στιγμή κρεμιόνταν σαν ανάεροι στα νερά, οι αμμουδιές χρυσοφέγγιζαν κάτω σαν παρδαλά πανιά απλωμένα στο ακρογιάλι. Ένα φως απαλό και διάφανο, που έμοιαζε σα να ήταν καθρέφτισμα κατιτίς άυλου, έτρεμε στον αέρα και στη γη.
Και η Μαρίκα ήταν τόσο ευτυχισμένη να βυθά, να πλέει, να χάνεται σα σε όνειρο μέσα σ' αυτό. Και σώπαινε. Κ' έπειτα άρχιζε πάλι να μιλεί, να φλυαρεί. Κ' έπειτα πάλι ξανασώπαινε. Κ' έτρεχε μπρος, έμενε πίσω, ξαναγύριζε στο Στέφανο κ' έγερνε απάνω του, βάδιζε πλάι του, ψιθύριζε, άπλωνε τα χέρια ψηλά στο φως, πέρα στη θάλασσα, τα έριχνε πάλι κάτω, τα ανάπαυε στον ώμο του, τα δίπλωνε τριγύρω στο λαιμό του. Μισοέκλεινε τα μάτια στο πρόσωπό του εμπρός και ξανάνοιγε πάλι τα μάτια πλατιά κ' εκστατικά στο γαλανό, στα χρυσά νέφη, στα ρόδινα νερά.
" Μου αρέσει, μου αρέσει το φθινόπωρο", έλεγε· τον άφηνε να της χαδεύει τα μαλλιά και ήταν τόσο ευτυχισμένη.
" Μου αρέσει το φθινόπωρο", έλεγε κ' έδειχνε απάνω το γλαυκό κ' έδειχνε γύρω το χρυσό φως και κάτω τις ανεμώνες που έσκαζαν πλήθη πολλά στη γη και πλούμιζαν με τόνους ωχρορόδινους το σκούρο χώμα. Τόνοι νεκροί, κιτρινωποί, χαλκοί γλιστρούσαν εδώ και εκεί στους πράσινους ακόμα θάμνους και στα κλαδιά, όπου κοκκινίζαν ζωηρά τα κούμαρα.
Ο Στέφανος και η Μαρίκα χάνονταν στους θόλους, σταματούσαν κι άκουαν τους σπίνους που λαλούσαν το σιγαλό σκοπό τους στα κλαδιά, τους μικρούς σπουργίτες που ψιθύριζαν στα θάμνα, τους μακρινούς, κομμένους ήχους που φτάναν πάντα αόριστοι και μελαγχολικοί από την ερημιά και γεμίζουν τη σιγή με κάποια ανησυχία.
Σταματούσαν και τους άκουαν και σώπαιναν, και η Μαρίκα άφηνε το Στέφανο να τη φιλεί και του ξανάλεγε:
" Μου αρέσει το φθινόπωρο."
Κάποιοι αργοπορημένοι βάτοι πρόβαλαν  μια μέρα λευκοανθισμένοι, χλομοκόκκινοι εκεί εμπρός τους, και ο Στέφανος τους έδειξε της Μαρίνας.
" Είναι σαν άνοιξη", της είπε.
Και θυμάται τώρα πως η Μαρίκα τον κοίταξε με μακρύ βλέμμα κ' έπειτα:
" Είναι σα γέλασμα", ψιθύρισε αργά και τον κοιτούσε.
Η φωνή της είχε έναν τόνο σα βραχνό, ελαφρά βραχνό, ανεπαίσθητα βραχνό. Ο Στέφανος όμως το πρόσεξε.
" Και το αγαπώ", ξαναψιθύρισε η Μαρίκα με τον ίδιο τόνο στη φωνή και τον κοίταζε στα μάτια.
Ο Στέφανος την κοίταξε κι αυτός σαν παραξενεμένος κ' έμεινε μελαγχολικός. Μα σε λίγο ξαναβγήκανε στο λόφο· η θάλασσα άστραψε πάλι πέρα κ' ένας αέρας χλιαρός από τα πλάτη σκόρπισε το σύννεφο. Η Μαρίκα ξανάπλωσε τα χέρια σα φτερά, και η φωνή της ηχούσε ξάστερη.
Είχαν φτάσει κοντά στο Χάλασμα, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι που τα παράθυρά του ανοιγότανε άδεια κοντά, μπροστά στη θάλασσα. Η Μαρίκα αγαπούσε να σταματά εκεί· τριγύρω κοκκινίζαν ξεροί, γυμνοί μονάχα βράχοι, και οι ροδοδάφνες που δοκιμάσαν να φυτέψουν μια φορά απέξω από το χάλασμα, απόμεναν λειψές και μόλις που κοκκίνιζαν· εμπρός στην πόρτα του όμως απλωνόταν πλατειά, μεγάλη η θάλασσα.
Η Μαρίκα σταμάτησε και τώρα εκεί· και τέντωσε το χέρι και την έδειξε.
Κοντά της η Θεώνη κοίταζε σα να έπληττε· και ολόγυρα στους λόφους και αντίκρυ στο ορθόβραχο βουνό και απάνω στο γλαυκό και κάτω στη ροδισμένη θάλασσα άπλωνε τη χλιαρή γαλήνη του το αργό και φωτεινό φθινόπωρο (...)


Κώστας Χατζόπουλος, Φθινόπωρο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987
" Τελευταίο πεζογράφημα του Κ. Χατζόπουλου είναι το μυθιστόρημα Φθινόπωρο, που κυκλοφόρησε το 1917. Για το έργο αυτό έχουν γραφτεί κι ειπωθεί πολλά. Κάτω από το Φθινόπωρο, με το "συμβολισμό" και την υψηλή τεχνοτροπία του, η αστική κριτική προσπάθησε να θάψει και ν' αρνηθεί το άλλο πεζογραφικό έργο του Κ. Χατζόπουλου.
Είναι αλήθεια ότι το έργο αυτό αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της ελληνικής πεζογραφίας. Είναι όμως το ίδιο φανερή κι η ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα του. Πίσω από τη "μαγεία", τη "γοητεία", τη " μελαγχολία", την "ποίηση", και τη δήθεν " αδυναμία να κατανοηθεί με τη λογική", το Φθινόπωρο ενσαρκώνει τη γκρίζα πραγματικότητα, την άνανθη, την άσκοπη, τη θρυματισμένη ψυχική κατάσταση, την άδικη και παράλογη διάρθρωση της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. ( Από τον πρόλογο του Τάκη Αδάμου στο βιβλίο Ο Πύργος του Ακροποτάμου του Κ. Χατζόπουλου ( έκδοση " Σύγχρονη Εποχή") )