Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Φυσάει


Ποίηση : Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Απαγγελία: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Δίσκος : Φυσάει ( 1993)

 

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

«Έχουμε χρέος να τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Τάσου Λειβαδίτη το 2022»

 


 του Γιώργου Δουατζή

Συμπληρώνονται, το 2022, εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη (1922-1988). Θεώρησα χρέος μου να καλέσω αρμόδιους, υπουργό και υφυπουργό Πολιτισμού, να τιμήσουν τη μνήμη του ορίζοντας το 2022 «Έτος Τάσου Λειβαδίτη». Την πρόταση για σειρά εκδηλώσεων μέσα στο 2022 στη μνήμη του αγαπημένου ποιητή –που συντρόφεψε πολλές γενιές και θα διαβάζεται από πολλές ακόμα– έκανα στην Εταιρεία Συγγραφέων και στον Δήμο Αθηναίων, του οποίου δημότης ήταν ο Λειβαδίτης.
Για την ιστορία, θέλω να αναφέρω ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στην οδό Λεωνίδου 74, και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην οδό Αχαρνών 35. Το έτος 2000, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων απαλλοτρίωσε τον περιβάλλοντα χώρο και το πατρικό σπίτι του ποιητή, προκειμένου να χτιστεί το 156ο Δημοτικό Σχολείο.
Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να μην κατεδαφιστεί το οίκημα, να διασωθεί το σπίτι και με το ΦΕΚ 484/05-11-2007 του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν «ως μνημεία τα κτίσματα επί της οδού Λεωνίδου με αριθμούς 70 & 74 καθώς και ο μαντρότοιχος στον αριθμό 72. Τα συγκεκριμένα κτίσματα είναι χαρακτηριστικά δείγματα κτισμάτων μικρής κλίμακας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ανήκουν σε μια από τις παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας και η διατήρησή τους θα συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της περιοχής από πολεοδομική, ιστορική και αρχιτεκτονική άποψη». Tο σπίτι του Λειβαδίτη, έκτοτε, ανήκει στον ΟΣΚ.
Τον Απρίλιο του 2008 συγκροτήθηκε επιτροπή, η οποία πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο και έκρινε απαραίτητη την άμεση λήψη μέτρων ασφαλείας, για την προστασία των διερχομένων και οχημάτων, γιατί τα κτίσματα παρουσιάζουν πλέον στοιχεία επικινδυνότητας λόγω παλαιότητας.

Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...

Με δεδομένο αυτό το ιστορικό, είχα ζητήσει (χωρίς αποτέλεσμα) από τον Μάιο του 2002 με γράμμα μου στον τότε δήμαρχο Δημ. Αβραμόπουλο:
1. Την ονομασία δρόμου ή της υπό κατασκευή πλατείας στην οδό Λεωνίδου στο Μεταξουργείο, όπου κατασκεύαζε ο ΟΣΚ σχολικό κτίριο, σε Τάσου Λειβαδίτη.
2. Τη δημιουργία Μουσείου Λειβαδίτη, στον χώρο του πατρικού του ποιητή, όπου ανεγείρεται σχολικό κτίριο και θα μπορούσε μία αίθουσα να περιλαμβάνει τα προσωπικά του αντικείμενα, φωτογραφίες, χειρόγραφα, βιβλία κ.ά. με την ευθύνη του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου.
3. Την τοποθέτηση προτομής –υπάρχει το εκμαγείο του ποιητή κατασκευασμένο από τον γλύπτη Μιχάλη Κάσση– σε σημείο της πόλης.
Δυστυχώς, έκτοτε δεν έγινε καμία ενέργεια, γι’ αυτό και επανήλθα με μήνυμά μου προς τον σημερινό δήμαρχο Αθηναίων κ. Μπακογιάννη με την ελπίδα μιας ανταπόκρισης.
Ελπίζω, η πρωτοβουλία μου για να τιμηθεί όπως του αξίζει ο Τάσος Λειβαδίτης να έχει συνέχεια. Με τις μικρές μου δυνάμεις, έκανα όσα μπορούσα. Στο ενεργητικό μου υπάρχουν διοργανώσεις συνεδρίου, εκδηλώσεων σε πολλούς δήμους, δημοσιεύματα, τηλεοπτική και πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές (Αθήνα 9.84, ΕΡΑ2, Γ’ Πρόγραμμα), έκδοση τριών βιβλίων (Κέδρος, Στίξις) για τον αγαπημένο φίλο και ποιητή. Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...

Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης


 Στις 30 Οκτωβρίου του 1988 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Τον μνημονεύουμε σήμερα με ένα απόσπασμα από το ποιητικό θεατρικό Οι τελευταίοι ( Αθήνα,1966).
Απόγευμα στο δωμάτιο μιας πολυκατοικίας. Το παράθυρο είναι ανοιχτό προς το φωταγωγό. Στο απέναντι διαμέρισμα ένας ερασιτεχνικός θίασος φοιτητών κάνει πρόβες σε ένα ποιητικό θεατρικό έργο. Σκόρπιες σκηνές και φωνές. 
Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος είναι η Ελισσάβετ, ο Στέφανος, ο Φίλιππος, ο Γρηγόρης, ο Γαβριήλ, η Άννα, ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, η Κλυταιμνήστρα, ο σύζυγός της και ο Πυλάδης.
Ακούμε τον Γαβριήλ , ενώ αρχίζει να ψιλοβρέχει:

Ο κόσμος στην εποχή μας έγινε πολυάσχολος, βιάζεται,
πού να του μείνει πια καιρός για σένα. Αυτοί που αγάπησες 
σε ξέχασαν. Όσοι σ' αγάπησαν
δε σε καταλάβαν. Οι άνθρωποι δε θέλουνε να ξέρουνε ποιος
είσαι ,φοβούνται
ή αδιαφορούν. Πλάθουν έναν άλλον, κατά την ιδιοτροπία ή το 
συμφέρον τους
κι ακουμπάνε αυτό το ξύλινο ομοίωμα στη θέση σου-
στη δική σου μοναδική θέση.

Φθινόπωρο. Νυχτώνει. Τα μαχαίρια της βροχής λιανίζουν 
την πολιτεία
θυμίζοντάς μου τη μητέρα, όταν έκοβε το κρέας πάνω σε μια
τετράγωνη, βλογιοκομένη σανίδα
και μοσκοβόλαγε ο τριμένος δυόσμος. Κι ύστερα, καθώς συγύριζε
τα χέρια της πηγαινοέρχονταν πάνω στην πιατοθήκη
παίζοντας το τραγούδι των ήσυχων απλών ημερών πάνω
σ' αυτήν τη μεγάλη σπιτική άρπα.
Α, μη μου πεις, ο κόσμος πάει μπροστά. Εφευρέθηκαν
μηχανές για τον κιμά,
χάπια για την ενθάρρυνση, η τεχνητή γονιμοποίηση...

Νυστάζεις. Σβήνεις το φως και το σκοτάδι, σα γεροαλκοολικός,
καταπίνει μονορούφι
όλη την κάμαρα.

Κι όμως, πρέπει νάβρεις ένα φίλο, να μιλήσεις,
ο ουρανίσκος σου είναι ένα μικρό κοιμητήρι, όπου 
σαπίζουν χιλιάδες
ανείπωτα λόγια. Σηκώνεσαι, λοιπόν, κι εσύ, ανοίγεις 
την ντουλάπα
και κουβεντιάζεις μαζί της.

Τ' άλλο πρωΐ ξυρίζεσαι όμορφα - όμορφα
και βγαίνεις συγκρατημένος κι αξιοπρεπής, όπως όλοι -
ενώ τα λόγια σου κρυώνουν μέσα σε τούτο το άσυλο 
των παλιών φτωχών ρούχων
όπου χιονίζει, χιονίζει αναμνήσεις, δαντέλλες από 
αρχαίους χορούς και ναφθαλίνη.

Πετάχτε πια αυτήν την ντουλάπα, την έφαγε το σαράκι - 
λένε ύστερ' από καιρό
οι ανίδεοι.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Μοιρολόι της βροχής


Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.

Παλικάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.

Παλικάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.

Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης
Τα λυρικά - 1978 

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Στη Δραπετσώνα ( " ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ...")

 

Οι δύο άντρες άφησαν το αυτοκίνητο πίσω από μια μάντρα και πήραν ν' ανηφορίζουν το στενό, κεντρικό δρόμο της συνοικίας. Τον έναν τον ξέρουμε κιόλας. Είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο άλλος - ένας συνομήλικός του μελαχρινός, λίγο φαλακρός, με "γραμμένο" μουστάκι και κάπως " αριστοκρατική" θωριά - είναι ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.
Έχει περάσει μισός χρόνος απ' τη βραδιά που έγινε η εκδήλωση στην αίθουσα " Ελευθερίου Βενιζέλου". Πρόβες, ηχογραφήσεις, ταξίδια, επαφές μ' ένα σωρό πρόσωπα, όλα αυτά θέλουν γερά νεύρα και εξαντλητική δουλειά. Ο Μίκης αισθάνεται έναν κλοιό που όσο πάει σφίγγει γύρω του. Κάθε λίγες μέρες ξεκλέβει λίγη ώρα. Γυρίζει τις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Βρίσκει ένα ήσυχο μέρος, χάνεται στις σκέψεις του. Συχνά παίρνει και κανένα φίλο μαζί του, πιάνουν την κουβέντα. Θυμούνται παλιότερες εποχές, ο κλοιός αρχίζει και χαλαρώνει, όπως όταν ρίξεις μια πέτρα στο νερό: οι κύκλοι απομακρύνονται, σβήνουν και το μυαλό ξαναείναι ήρεμο αντίκρυ στα πράγματα. Όπως απόψε. Τούτο το Σαββατόβραδο σε ποτίζει σαν φίνο κρασί. Η άνοιξη έχει μπει για καλά.
Οι δυο άντρες συνεχίζουν ν' ανηφορίζουν. Το σκηνικό γύρω τους είναι πάντα το ίδιο. Ισόγεια, χαμηλά σπίτια. Θυμίζουν νησιώτικους συνοικισμούς: το ένα σπίτι προσπαθεί να καλύψει το άλλο, λες κι από μέρα σε μέρα θα ξανάρθουν κουρσάροι από το πέλαγος. Μια τεράστια ταμπέλα κρέμεται, όπου κι αν κοιτάξεις: ΦΤΩΧΕΙΑ. Σπίτια, δρόμοι, άνθρωποι το φωνάζουν βουβά: ΦΤΩΧΕΙΑ. Από τη δεξιά μεριά έρχεται μια παράξενη μυρουδιά. Τα Λιπάσματα. Ένα μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα. Παράγει τζάμια, κρύσταλλα, μπουκάλια, τσιμέντο. Τα παπούτσια σου αρχίζουν να θαμπώνουν. Αν ο δρόμος σου είναι προς τα κει, θα χωθούν μέσα σε μια άσπρη σκόνη. Απ' τ' αριστερά, χαμηλά, είναι μια μικρή προβλήτα. Μερικά βαπόρια, ξένα. Ρωσικά, γερμανικά, ολλανδέζικα. Θα φορτώσουν...Τα Λιπάσματα. Η Δραπετσώνα. Τούτες οι συνοικίες, τόσο κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, τόσο κοντά στην Αθήνα, μα μπαίνοντας στην επικράτειά τους λες και περνάς τα σύνορα ενός άλλου κόσμου. Είσαι ένας τουρίστας σε ξένη χώρα. Η Αθήνα κι ο Πειραιάς είναι ξεχασμένη ιστορία...
Οι κάτοικοι εδώ μιλάνε την ίδια γλώσσα με σένα. Είναι φτωχοί, μα δε σου θυμίζουν τους κουρελήδες της Αυλής των Θαυμάτων. Όταν το πρωινό λεωφορείο τούς κατεβάσει στην Ακτή Τζελέπη, τους καταπίνει κι αυτούς ο Πειραιάς - το λιμάνι, οι πόρτες των εργοστασίων, των μαγαζιών, οι μοντέρνες πολυκατοικίες με τα εκατοντάδες γραφεία. Τους σκορπίζει σε χίλιες κατευθύνσεις το σιδερένιο ποτάμι, ο " ηλεκτρικός", και τους ξαναμαζεύει το βράδυ. Μέχρι εκείνη την ώρα είναι όμοιοι μ' όλους τους άλλους. Οι Έλληνες είναι ενιαίος λαός κι ας λένε ό,τι θέλουν οι εθνολόγοι. Οι αγρότες , οι ψαράδες, οι εργάτες, οι κάτοικοι των συνοικιών. Είναι όλοι τους φτωχοί. Κι οι φτωχοί είναι ίδιοι. Οι κάτοικοι της Δραπετσώνας όμως έχουν ένα ξεχωριστό "προνόμιο". Τούτες τις μέρες τούς γκρεμίζουν τα σπίτια.
Σε μια μεριά της συνοικίας είναι στοιβαγμένα τα παραπήγματα . Ανθρώπινα κλουβιά από λαμαρίνα, ξύλα, πισσόχαρτο. Κάποιο εργοστάσιο θέλει να επεκταθεί, κάποιος οικοπεδοφάγος να ωφεληθεί, το φιρμάνι βγήκε: " Θα σας χτίσουμε ωραία σπίτια. Μα πρώτα θα γκρεμίσουμε αυτά. Μέχρι τότε πάρτε αυτά τα λίγα λεφτά. Τόσο εκτίμησαν την αξία τους οι ειδικοί". Και πού θα πάτε; Θα δούμε! Ας αρχίσει το γκρέμισμα!" Οι κουρσάροι ήρθαν!
Ο Μίκης σκέφτεται όλα αυτά κι ανηφορίζει. Κοιτάζει το μακρόστενο, ψηλό τοίχο που χάνεται προς τα πάνω...Τούτο το εργοστάσιο βγάζει τόσο τσιμέντο, που θα χτιζόντουσαν στ' αλήθεια ωραία σπίτια. Στο ίδιο ακριβώς μέρος. Όμως τα πλοία περιμένουν να φορτώσουν. Ρωσικά, γερμανικά, ολλανδέζικα. Το τσιμέντο φεύγει γι' αλλού.

Ένα από τα πρώτα τραγούδια του Μίκη που κυκλοφόρησαν σε δίσκο μετά τον Επιτάφιο είναι και η " Δραπετσώνα". Τους στίχους τούς έχει γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης. Ένα τραγούδι γι' αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους, που αναγκάζονται κι εγκαταλείπουν τον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Που τους ξερίζωσαν οι "ειδικοί". Σαν σεισμός. Ένα πρωί, στέλνοντάς τους ένα μικρό χαρτί με λίγες λέξεις και πολλές σφραγίδες: κυβερνητική απόφαση.

Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ κι εκείνη όνειρα, φιλιά.

Το' δερνε ο αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκαπαντοχή.
Αχ! Το σπιτάκι μας κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

Μόλις κυκλοφόρησε η " Δραπετσώνα", έγινε αμέσως σύμβολο όλων εκείνων που ζουν στις γειτονιές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων. Έγινε η φωνή αυτών των " φτωχών αγίων", που περιμένουν καρτερικά μια αλλαγή στο ριζικό τους. Καθώς όμως οι ήχοι του μπουζουκιού κομματιάζουν την ηρεμία μέσα στη μικρή ταβέρνα, και καθώς ο εργάτης σηκώνεται να χορέψει το ζεϊμπέκικο, βγάζει μαζί του τραγουδιστή μακρόσυρτη, παραπονεμένη κραυγή. Η " Δραπετσώνα" γίνεται ξαφνικά σύμβολο πάλης και αισιοδοξίας. Κι ο βασανισμένος άνθρωπος που χορεύει, κι άλλοι που τον παρακολουθούν αμίλητοι, αρχίζουν να βλέπουν καθαρά το μοναδικό δρόμο που θ' αλλάξει το ριζικό τους. Πρέπει να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σ' αυτό το μεράδι γης που τους ανήκει.

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά.
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός,
κάθε παράθυρό του κι ουρανός.

Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώνουν τα παιδιά.
Αχ! Το σπιτάκι μας κι αυτό είχε καρδιά.

Έχουν κάτσει σ' ένα καφενεδάκι που έχει βγάλει δυο - τρία τραπέζια στο πεζοδρόμιο. Το βράδυ κατηφορίζει πια χωρίς να βιάζεται, είναι Απρίλης. Παραγγέλνουν.
" Δεν κοιτάς εκείνους τους στίχους που σου έδωσα;" λέει ο Λειβαδίτης στον Μίκη.
Ο Μίκης διαβάζει δυο χειρόγραφα. Τίτλος του πρώτου τραγουδιού: " Σαββατόβραδο"...

Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη
παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά.
Σάββατο βράδυ μου έμορφο, ίδιο Χριστός Ανέστη
κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ' όμορφο, τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι
αχ, να' ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο.[...]

Τις περισσότερες φορές συνθέτει πάνω σε στίχους που του γράφουν ειδικά φίλοι του ποιητές. Είναι δύσκολο να βρεις μέσα στις ποιητικές ανθολογίες κάτι που να είναι έτοιμο για τραγούδι. Ο ίδιος μπορεί να γράψει μουσική ακόμα και σε πεζό κείμενο! Όμως το τραγούδι έχει τους δικούς του νόμους. Κι ακόμα πρέπει να' χει λόγια απλά, εύληπτα.
Πριν λίγες μέρες αυτό ακριβώς το θέμα είχε θίξει ένας φοιτητής της Νομικής σε μια μεγάλη συζήτηση που έγινε - γύρω από τη μουσική του - στο " Νέο Θέατρο".
Ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου απάντησε καταφατικά. Ο Θεοδωράκης όμως είχε σοβαρές αντιρρήσεις.
" Τα μέσα", είπε, " προκειμένου για λαϊκό τραγούδι πρέπει να είναι πολύ καθαρά, πολύ ουσιαστικά, χωρίς "σάλτσες", γιατί το λαϊκό τραγούδι βασίζεται μόνο στην μελωδία. Ο Επιτάφιος του Ρίτσου είναι εμπνευσμένος από το μανιάτικο μοιρολόι, γι' αυτό είναι κατάλληλος για τραγούδι".
Ο Χριστοδούλου και πάλι επέμεινε: το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπορέσει να εκφράσει ένα " συνθετότερο κοίταγμα ζωής" και να μην αρκείται σε στιγμιότυπα, όσο καίρια κι αν είναι.
" Όπως εγώ δέχομαι το διχασμό ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο", του απάντησε ο Θεοδωράκης, " πρέπει να δεχτείτε κι εσείς οι ποιητές ότι πρέπει, διατηρώντας την προσωπικότητά σας, να εμπνευσθείτε και να κάνετε γνήσιο λαϊκό τραγούδι. 'Ενα σύνθετο, μεγάλο ποίημα μπορεί να γίνει συμφωνικό, όχι όμως και λαϊκό τραγούδι".
Ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες είναι κι ο Τάσος Λειβαδίτης. Πριν λίγο καιρό, μαζί με το συγγραφέα Κώστα Κοτζιά, έγραψε το σενάριο της ταινίας Συνοικία το Όνειρο. Ο Μίκης θα γράψει τη μουσική. Το δεύτερο απ' τα χειρόγραφα που κρατάει είναι ένα τραγούδι γι' αυτή την ταινία. Η Συνοικία το Όνειρο είναι ο Ασύρματος, μια από τις πολλές Δραπετσώνες της Ελλάδας.

Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.
[...]
Οι συμφορές αμέτρητες, δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά, σαν της βροχής τις στάλες.

Ξεχάστηκε με το διάβασμα. Ο καφές έχει κρυώσει. Η πικρή του γεύση τον ξαναφέρνει στο παρόν. Ανάβει τσιγάρο, χαμογελάει. Αυτή είναι η μοναδική κριτική του για τους στίχους, κι ο άλλος τον κοιτάζει ικανοποιημένος. Μετά ξαναγυρίζει κι εκείνος σ' αυτό που γράφει.
Εδώ και λίγες μέρες η πρωινή εφημερίδα Αυγή εγκαινίασε μια έρευνα πάνω στο λαϊκό τραγούδι. Τα ερωτήματα είναι τα εξής: " Τι γνώμη έχετε για το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, για το ρεμπέτικο; Έχει καμιά σχέση με τα παλιά λαϊκά τραγούδια; Και για το μπουζούκι τι λέτε;" Όσοι έχουν μέχρι στιγμής απαντήσει - γνωστά ονόματα της τέχνης όλοι τους - έχουν μοιραστεί στις δύο αντίθετες θέσεις. Το ρεμπέτικο είναι τραγούδι της παρακμής, λένε οι μεν. Το ρεμπέτικο είναι το μόνο τραγούδι που εκφράζει υγιώς τους Έλληνες, λένε οι άλλοι. Η μετριοπάθεια έχει καταργηθεί. Ο Λειβαδίτης είναι με τους δεύτερους. Τώρα ξανακοιτάζει το μισοτελειωμένο χειρόγραφο. Έχει μπροστά του το καλύτερο επιχείρημα: το πρόσωπο της Δραπετσώνας.

Στο μεταξύ ο Μίκης σηκώθηκε για μια μικρή βόλτα. Λίγο πιο κάτω κάποιοι νεαροί τον αναγνώρισαν. Άρχισαν να τον δείχνουν, πήγαν καταπάνω του. Τους καλησπέρισε, τους είπε δυο κουβέντες. Μετά όμως βιάστηκε να φτάσει στην πρώτη γωνία και, στρίβοντας, άρχισε  σχεδόν να τρέχει. Δεν πέρασε μισό λεπτό και σ' εκείνη τη γωνιά είχε μαζευτεί όλη γειτονιά. Οι νεαροί καμάρωναν.
" Είδαμε το Μίκη Θεοδωράκη!"
" Ο Μίκης Θεοδωράκης! Μας χαιρέτησε!"
" Είναι μόνος του. Πήγε προς τα κει!"
Βγήκαν οι γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά. Τα πιτσιρίκια άρχισαν να φωνάζουν αυτό το άγνωστο όνομα. Για να το λένε οι μεγάλοι, κάτι σπουδαίο θα' ταν. Βγήκαν κι οι γριές. Μια ομάδα από κοπέλες έτρεξαν να προλάβουν να τον δουν. Άφαντος. Τα' βαλαν με τ' αγόρια...
...Είχε απομακρυνθεί πολύ. Δεν σκεφτόταν πια την ώρα. Η κουλούρα γύρω από τα βουνά - πρώτα σαν αναμμένο σίδερο, μετά πιο κόκκινη, μετά μοβ - χάθηκε. Νύχτωσε ξαφνικά. Στα σπίτια άναψαν τα ηλεκτρικά, τα παιδιά μαζεύτηκαν και τώρα οι θόρυβοι που' ρχονταν στ' αυτιά ήταν άλλοι: η φωνή κάποιου άντρα που έδειχνε πως επιστρέφει, η σειρήνα κάποιου καραβιού που έλεγε το ίδιο. Τραγούδια από ραδιόφωνα στη "διαπασών" διασταυρώνονταν βγαίνοντας απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Όλα αυτά μακριά, σποραδικά, μεγάλωναν την ησυχία. Είχε φτάσει σε κάτι εγκαταστάσεις της Shell. Τα σπίτια εδώ ήταν ακροβολισμένα· δυο μέτρα πιο κει η απόλυτη ερημιά. Ήταν πια πολύ μόνος. Σκέφτηκε τη Μυρτώ. Είναι ακόμα στο Παρίσι. Γεννήθηκε ο Γιώργος, το δεύτερο τους παιδί.
Θέλησε να κάνει έναν απολογισμό των τελευταίων μηνών: "κέρδη" και " ζημίες". Με τη μουσική του γεννήθηκε ένας ανεμοστρόβιλος. Μεγαλώνει και προχωράει. Τον στριφογυρίζει μαζί του, τον ταξιδεύει σε μέρη που ποτέ δεν τα είχε προβλέψει. Σ' αυτή την τρελή προέλαση - καθώς οι δίσκοι πουλιούνται κατά χιλιάδες - ο ίδιος αναγκάζεται κι αφήνει πίσω του σχέδια, πρόσωπα, τόπους. Συχνά αναθεωρεί τις ίδιες του τις αποφάσεις. Το χέρι του συνηθίζει στο σπαθί του Μεγαλέξαντρου. Πολλά ερωτήματα περιμένουν αμέσως το "ναι" ή το "όχι". Κι όλα δείχνουν πως είμαστε ακόμα στην αρχή. Τι θα φέρουν τα χρόνια που είναι μπροστά; Είναι έτοιμος να φτάσει ως το τέρμα; Αυτή η επανάσταση είναι αληθινή, αφού εκπλήσσει τον ίδιο, τον εμπνευστή της.


Το χέρι του Λειβαδίτη έτρεχε πάνω στο χαρτί, επιτέλους θα ξεμπέρδευε μ' αυτό το μπελά. Είχε παραγγείλει κι άλλο καφέ. Το τσιμέντο γύρω απ' το τραπεζάκι του καφενείου είχε γεμίσει αποτσίγαρα. Έβαλε τ' αναποδογυρισμένα χειρόγραφα στη σειρά κι άρχισε να διαβάζει, διορθώνοντας και πάλι πού και πού καμιά λέξη:
" ...Το θέμα του λαϊκού τραγουδιού προσωπικά έχω την τύχη να το βλέπω από περισσότερες μεριές: τόσα σαν άνθρωπος που το αγάπησε και συχνά το τραγούδησε, όσο και σαν ποιητής που σκοπεύει να το υπηρετήσει. Θ' αρχίσω μ' ένα περιστατικό που μου διηγήθηκε ένας φίλος μου, μαζί με πολλά άλλα, όταν γύρισε από τη Μέση Ανατολη το 1945..." " Ήμουν στο νοσοκομείο τότε - όχι τίποτα σπουδαίο, κάτι εντερικά από τις πολλές κονσέρβες. Στο διπλανό κρεβάτι ήταν ένας Σουδανέζος κι από την άλλη μεριά ένας από το Ισραήλ. Τρόπος επικοινωνίας: κάτι σπασμένα αγγλικά, κάμποσες χειρονομίες κι αυτή η συγγένεια που σου δίνει η πίκρα στην ξενιτιά. Ένα βράδυ το Σουδανέζο θα τον έπιασε φαίνεται το μεράκι, γιατί εκεί που καθόμασταν αμίλητοι και σκεφτόταν ο καθένας τα δικά του, άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Είπε δυο - τρεις στροφές από ένα βαρύ και λυπημένο τραγούδι και σταμάτησε. Ύστερα γυρίζει απότομα προς το μέρος μου: " Δε μας λες κι εσύ κάνα τραγούδι, να δούμε πώς τραγουδάτε στην πατρίδα σου;" μου κάνει. Τα' χασα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να τους πω " Του Κίτσου η μάνα", μα εδώ που τα λέμε δεν τον καλόξερα. Εξάλλου, άνθρωπος της πόλης εγώ, δεν το' νιωθα μέσα στο αίμα μου. Άρχισα, λοιπόν, να τραγουδάω ένα ρεμπέτικο απ' αυτά που τραγουδούσαμε συχνά με την παρέα μου στην Αθήνα πριν φύγω. Όταν τέλειωσα, τι να σου πω. Είχαν μαζευτεί κι απ' τους άλλους θαλάμους στις πόρτες και άκουγαν κατασυγκινημένοι...""
Ο Μίκης γύρισε στο καφενείο, πήρε το φίλο του και κατηφόρισαν πάλι προς τα "σύνορα". Ο μοναχικός περίπατος δεν τον είχε ωφελήσει σε τίποτα. Γύρισε περισσότερο μπερδεμένος. Αφορμή στάθηκε εκείνο το σύνθημα στον τοίχο. Στη γωνιά ενός σπιτιού, καθώς τη φώτιζε η μικρή λάμπα του στύλου. ΕΛΑΣ - ΕΠ.. Δυο γράμματα ήταν ξεθωριασμένα. Ένα σύνθημα που έζησε δεκάξι χρόνια. Αυτός που το' γραψε  μπορεί  να σκοτώθηκε. Την ίδια ώρα ή αργότερα, στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ή ακόμα αργότερα, στην εξορία. Ή μπροστά σ' ένα εκτελεστικό απόσπασμα από έξι Έλληνες, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Μπορεί να σκοτώθηκε κι αυτός που κρατούσε τσίλιες. Όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, όλοι αγαπημένοι, που δεν υπάρχουν πια. Αυτά τα συνθήματα είναι μια παράξενη προβολή από το παρελθόν. Άλλοτε τα προσέχουμε πολύ, άλλοτε τα προσπερνούμε. Τρεμοσβήνουν. Σαν τ' αστέρια που πεθαίνουν, αλλά το φως τους ταξιδεύει μέχρι εμάς για πολλά χρόνια ακόμα.
Όχι έτσι. Εδώ είναι διαφορετικά. Πάνω σ' αυτούς τους τοίχους, αυτή η πόλη , η χώρα ολόκληρη, έχει "δέσει" σαν καράβι και δεν μπορεί να φύγει για άλλα λιμάνια. Στοπ. ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ. Για να γυρίζει το μυαλό όλων δεκάξι χρόνια πίσω.
...Χρόνια της Κατοχής. 1943. Μόλις έφτασε απ' την επαρχία στην Αθήνα, τα μάτια του σταμάτησαν σ' αυτά τα συνθήματα. Πρώτα η λευτεριά, μετά η μουσική, η δουλειά. Για να' ρθει η ζωή, πρέπει να φύγει ο θάνατος. Για να φύγει ο θάνατος, πρέπει να δώσεις τη ζωή σου. Μια παράλογη στάση, για να 'ρθει ένας κόσμος πιο λογικός για όσους μείνουν. Για τα παιδιά, κυρίως γι' αυτά.
Το σύνθημα στον τοίχο έγραφε ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ. Τις ίδιες λέξεις έγραφε και το δίκοχο που του έδωσε να φορέσει για πρώτη φορά, σ' ένα σπίτι της Καλλιθέας, εκείνη η φοιτητριούλα της Ιατρικής. Η Μυρτώ Αλτίνογλου. ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ. Τίποτα δεν άλλαξε.
Ο φίλος του τού χτύπησε απότομα το τζάμι. Πώς δεν τον είδε να' ρχεται; Οι γιατροί λένε ότι τα όνειρα κρατούν μερικά δευτερόλεπτα. Και οι σκέψεις το ίδιο; Είχε κλείσει τα μάτια. Μπορεί και να' χε κοιμηθεί. Έβαλε κι η " Ιζαμπέλα", το Μπόργκουαρντ που έφερε απ' το Παρίσι, κύλησε προς τα κάτω, στην άσφαλτο.
Κάθισε πιο βολικά κι έπιασε ένα τραγούδι στην τύχη. Τη " Συννεφιασμένη Κυριακή" του Τσιτσάνη, που την εποχή του εμφυλίου τραγουδήθηκε απ' όλους τους Έλληνες και στα δύο στρατόπεδα. Και τώρα τραγουδιέται απ' όλους. Τόσα χρόνια. Τίποτα δεν άλλαξε.
" Θες να σου το διαβάσω;" έκανε ο Λειβαδίτης. Και χωρίς να περιμένει απάντηση έβγαλε από την τσέπη τα χειρόγραφα.
"...που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου!" έκανε ο Μίκης και σταμάτησε να τραγουδάει. Οδηγούσε κι άκουγε το φίλο του καθώς του διάβαζε την απάντηση στην έρευνα της Αυγής.

Μετά μισή ώρα η " Ιζαμπέλα" περνούσε από τους στύλους του Ολυμπίου Διός κι έστριβε δεξιά, στη λεωφόρο Συγγρού. Είχε αφήσει το Λειβαδίτη στο σπίτι του, στην Αχαρνών. Πήγαινε κι αυτός στο σπίτι των πεθερικών του, στη Νέα Σμύρνη. Εκεί έμενε πάντα όταν ερχόταν απ' το Παρίσι. Στο μεγάλο εργοστάσιο μπίρας "Φιξ" τον σταμάτησε ο σηματοδότης. Ήταν περασμένες δέκα. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Στο Β' Πρόγραμμα είχε ένα "ημίωρο με λαϊκές επιτυχίες". Ακούστηκε η φωνή του Μπιθικώτση. Δεν ξαφνιάστηκε όπως τον πρώτο καιρό. Παντού έπαιζαν τραγούδια του! Στα μαγαζιά, τις ταβέρνες, στα τζουκμπόξ, στο ραδιόφωνο.
Με το Γρηγόρη Μπιθικώτση τον έδενε μια στενή, ιδιότυπη φιλί από παλιά. Τότε που τον πήγαν από την Ικαρία να κάνει το στρατιωτικό του σ' άλλον τόπο εξορίας, στη Μακρόνησο. Ήταν μέσα σ' ένα Τζέιμς και τους πήγαιναν - ήταν κι άλλοι πολλοί - στο Λαύριο, να τους φορτώσουν στο οπλιταγωγό. Ο Μίκης ήταν σε φοβερή κατάσταση, μισολιπόθυμος, το στόμα του καιγόταν από τη δίψα. Ένας άλλος, που είχε πιάσει φιλίες με τους φρουρούς, βρήκε ένα παγούρι με λίγο νερό και του το' δωσε. Κάτι τέτοιες στιγμές τις θυμάσαι πάντα. Εκείνος ο άγνωστος, ο λαϊκός τύπος που, χωρίς να του το ζητήσει, του' δωσε να πιει απ' το παγούρι, ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Θα γνωριστούν καλύτερα ύστερα, στη Μακρόνησο, και θα ξαναβρεθούν μετά από έντεκα  ολόκληρα χρόνια, όταν ο Μίκης έψαχνε τον ιδανικό ερμηνευτή των τραγουδιών του. Τότε ήταν ακριβώς που ο Γρηγόρης ετοιμαζόταν να φύγει για τον Καναδά. Είχε απογοητευτεί, το λαϊκό τραγούδι περνούσε κρίση, δύσκολα έβρισκαν δουλειά οι επαγγελματίες του είδους. Ο Μίκης τον βρήκε, έκανε αγώνα να τον μεταπείσει. Μα ο άλλος δίσταζε . Είχε οικογένεια. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πηγάζει η αισιοδοξία του Μίκη. Έμεινε για να ηχογραφήσουν τον Επιτάφιο. Ακολούθησε η πρώτη μεγάλη συναυλία στο θέατρο " Κεντρικό". Ο Μπιθικώτσης έπαθε τρακ. Τόσα χρόνια λαϊκός τραγουδιστής, μα δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιο κοινό, σε τέτοιες σάλες. Όλα μπροστά στα μάτια του ήρθαν τα πάνω κάτω, έφυγε στα παρασκήνια. Τα υπόλοιπα τραγούδια τα τραγούδησε ο Μίκης, που το θυμάται τώρα και γελάει.
Στο σηματοδότη άναψε το πράσινο. Δυνάμωσε την ένταση στο ραδιόφωνο.

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
περιστεράκι στον ουρανό...

Η μάνα σου είναι τρελή 
και σε κλειδώνει μοναχή.
Σαν θέλω να' μπω στην κάμαρη σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μάς βλέπ' η νύχτα,
μας βλέπουν τ' άστρα κι η χαραυγή...

Στον κινηματογράφο " Λουΐζα", στη Συγγρού, τα τραπεζάκι του διπλανού ζαχαροπλαστείου, απλωμένα στο φαρδύ πεζοδρόμιο, ήταν γεμάτα. Οι Αθηναίοι έτρωγαν το πρώτο τους παγωτό.
Η φωνή Μπιθικώτση ακούστηκε δυνατότερα, καθώς ένα Ι.Χ. τον προσπέρασε μ' ανοιχτά παράθυρα.

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
βαρκούλα στο Σαρωνικό...

Η μάνα σου είναι τρελή...

Από τη " Λουΐζα" δυο δρόμους πιο πάνω, παράλληλα στη λεωφόρο Συγγρού, είναι η οδός Κωνσταντινουπόλεως. Στο διώροφο σπίτι, στον αριθμό 39, πήγε και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Η πόρτα του κήπου ήταν ανοιχτή. Στον πάνω όροφο δεν υπήρχε φως. Ανέβηκε τα τρία σκαλιά της μικρής βεράντας, ξεκλείδωσε και μπήκε στο σπίτι...


Από το βιβλίο του Φώντα Λάδη, Μίκης Θεοδωράκης. Το χρονικό μιας επανάστασης 1960 - 1967. Η Ιστορία της γενιάς το 1-1-4 και των Λαμπράκηδων, Εξάντας, Αθήνα 2001


Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Κ' εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι....

 

...Κ' εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι,
                                   σε κείνο το ασφυχτικό κελλί των μελοθανάτων,
ένα μήνα ζήσαμε κουλουριασμένοι, για να χωράμε,
και κάθε φορά που παίρναν κάποιον, για να μη μας λείπει
δεν απλώναμε το κορμί μας. Μέχρι που μείναμε
εγώ
     κι εσύ,
τελευταίε σύντροφε,
κουβαριασμένοι σε δυό γωνιές του άδειου κελλιού,
με την πελώρια αίσθηση γύρω μας
ότι υπάρχουν ακόμα 
όλοι.

Εσείς, που ζήσατε και πεθάνατε ταπεινά,
μα εγώ,
             παίζοντας γροθιές με την ανωνυμία
                                                      και τους νεκροθάφτες
σας άρπαξα
και σας έθαψα εδώ μέσα μέσα στα κόκκαλά μου,
για να μπορώ να ταξιδεύω τώρα στο διάστημα,
                                        πικρός και σιωπηλός
                                                                             κι ολόδροσος,
σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο...

Τάσος Λειβαδίτης, 25η Ραψωδία της Οδύσσειας, Αθήνα, 1963
,

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Θάθελα να μιλήσουμε απόψε, σύντροφε...


ΙΙ
Θάθελα να μιλήσουμε απόψε, σύντροφε.
Χρόνια τις πιο μοναχικές ώρες της νύχτας
ονειρευόμουν αυτά τα λόγια, πλημμυρισμένα από δάκρυα
μα ντρεπόμουνα
σαν το φαντάρο που γυρίζει απ' το μέτωπο
και βλέποντας στο γύρισμα του δρόμου ξαφνικά την αγαπημένη του
σκεπάζει και με τα δυό του χέρια αυτό το τραύμα
που του παραμορφώνει όλο το πρόσωπο.
Και κλαίει
και συλλογιέται πως θάταν προτιμότερο
νάχε πεθάνει
εκεί στην πρώτη γραμμή...

Ήταν ένα μεγάλο, αξέχαστο φθινόπωρο.
Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.
Τραίνα, γεγονότα, χρόνια τρέχανε καταπάνω μας
παραμερίζαμε τρομαγμένοι
τρυπώνοντας στις παρόδους για να γλυτώσουμε
μπαίνοντας σε κείνα τα φτηνά, χιλιοτραγουδημένα συνοικιακά ξενοδοχεία
καταφύγια στους πλανόδιους έρωτες κι εύκολη έμπνευση στους ποιητές.

Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα στις πόρτες
φθαρμένα από ανήσυχα, ταραγμένα χέρια
ξεφλουδισμένα τα κάγκελα των κρεββατιών από ερεθισμένα νύχια που σπάζαν
μια μυρουδιά θαμπή από πολλές περαστικές ζωές και παληά, ανήμπορα έπιπλα
απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά
κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση
ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια, 
να βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό
κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεντάει κανείς.
Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κατορθώσανε
παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη, αρσενική τρέλλα της απόχτησης.

Κρεββάτια ανασκαμμένα απ' την ανθρώπινη απελπισία
που έψαξε για λίγη ηδονή. Χάδια
σαν τις απεγνωσμένες χειρονομίες των ζητιάνων που προσπαθούν
να γαντζωθούν στον οίχτο
φιλιά με απρόσμενο, σπαραχτικό βάθος.
Πάνω στα υγρά, τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών.
 
Και πάντα ο χρόνος
από δυό ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα
κάνοντας σε λίγο δυό αδιάφορους ξένους
που σ' άλλα τώρα βαθειά κρεββάτια πάνε να πλαγιάσουν
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ' τον άλλον. Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

Θυμάσαι, αλήθεια, νοιώθαμε ζεστασιά μέσα στο πλήθος,
καθώς βαδίζαμε πλημμυρίζοντας τους δρόμους
τα χέρια μας άγγιζαν, οι φωνές μας αγκαλιάζονταν μες στα τραγούδια
ένα μεγάλο φως έσταζε  απ' τις σημαίες μας που πήγαιναν μπροστά
κι απ' τους νεκρούς που αφήναμε πίσω.
Τέλος η επίθεση πετύχαινε, μπαίναμε στην πόλη αλαλάζοντας
κι ανατινάζοντας τα γιοφύρια
συνεδριάζαμε, εκλέγαμε τα επαναστατικά συμβούλια
κι ανάμεσα στις λάμψεις των πυρκαγιών, τους πυροβολισμούς και τον αέρα που έφερνε τα πρώτα φθινοπωρινά φύλλα -
υπήρχαμε. Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν, απ' τη στιγμή που 
βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Μα ξαφνικά σαν άρχισε η αντεπίθεση και φύγαν και σ' αφήσαν όλοι
κι έμεινες άοπλος και γυμνός στη μέση της ατέλειωτης τούτης νύχτας
είδες με τρόμο, πως έπρεπε τώρα να σηκώσεις μοναχός, ολάκερη
τη χαμένη ζωή σου. Πως ήσουν εσύ και κανένας άλλος
που θα ζούσες πια για πάντα, μ' αυτά τα χέρια που όλα τάδωσαν
κι αυτήν τη μνήμη που τίποτα δε συχωρεί.
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.

" Το μόνο που με τρομάζει είναι ο θάνατος, έλεγε
θάθελα να ζήσουμε αιώνια εμείς οι δύο".
Και μες στην κάμαρα έμενε ο ραγισμένος ήχος της φωνής της
 κι η σκοτεινή απειλή του απρόσιτου: αιώνια, αιώνια
αιώνια -
επιτέλους, δε μπορώ, πάψε, πάψε...

Μα όταν βραδιάζει πια και σκοτεινιάζει ο ουρανός και μακριά σφυρίζουνε τα τραίνα
και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον άντικρυ στην αιωνιότητα
και μέσα στη σιωπή, σαν ένα τρίξιμο, ακούγεται το παράπονο των πραγμάτων
που πεθαίνουνε σιγά - σιγά
αναζητάμε τότε ο ένας τον άλλο λαχανιάζοντας
όρκοι, αγκαλιάσματα, παροξυσμοί, φιλιά
δάκρυα πιο γλυκά απ' όλες τις ευτυχίες
ρίγη. λόγια απίθανα, τρέλλες, πάναγνη προστυχιά
κι ερωτικοί εξευτελισμοί κατάστεροι σα δόξες.
Κι άλλα πιο φοβερά κι ακατανόμαστα που όλοι τα ζούμε
και κανένας δεν τολμάει να τα εξομολογηθεί.
Είχαμε τόσο ανάγκη απ' αυτό το πάθος που μας εξουθένωνε
κι ας νοιώθαμε στο βάθος πως εμείς το σπρώχνουμε ως την υπερβολή
σα δυό ασήμαντους, θλιβερούς θεατρίνους που παίζοντας κάποτε
μια μεγάλη, παράφορη σκηνή του Σαίξπηρ
είναι ό,τι πιο όμορφο έχουν ζήσει
σ΄όλη τους τη ζωή.

Έτσι περάσανε τα χρόνια. Οι μέρες κατρακυλούσαν μέσα σ' ένα
αδιάκοπο θόρυβο -
αγάλματα που συντρίβονται, φιλίες που γκρεμίζονται
πόρτες κλείναν με πάταγο, κόβοντας τα χέρια που απλώναν ν' αγκαλιάσουν
κουρέλια από σημαίες, τζάμια σπασμένα, κατεβασμένες οι πινακίδες των δρόμων
τα μαγαζιά αλλάζαν επιγραφές - ένας άγνωστος κόσμος - πού είμαστε;
άνθρωποι τρέχουν στους δρόμους πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο
οι σεισμογράφοι τρέμουν απ' τις απότομες αλλαγές.
Μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς.

Κι εσύ, παληέ μου, χαμένε σύντροφε, η σφαίρα που σε πήρε, 
σκέφτομαι απόψε
ίσως νάταν σοφή, και σε προφύλαξε
απ' τον αυριανό εαυτό σου. Γιατί εσύ
δε γνώρισες το σκοτεινό εχθρό που σε παραμονεύει καθώς γυρίζεις απ' τη μάχη
κρυμμένος πίσω απ' τις ζητωκραυγές, χωμένος στο βάθος της περηφάνειας, , στο κουδούνι ενός σπιτιού
που δε σε περίμεναν, στο μεγάλο ρολόι του τοίχου που βιάζεται
στα δάκρυα εκείνου που σ' αγαπάει, στο χαμόγελο εκείνου που δε σε καταλαβαίνει
σ' αυτό που οι άλλοι περιμένουν από σένα, σε κείνο που απ' τους άλλους εσύ απαιτείς
στο δισταγμό, στη γρήγορη απόφαση, στην άρνηση ή την παραδοχή σου
α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ' το βάθος των περασμένων.

Κοιμήσου ήσυχος - αν και στην εποχή μας
ούτε οι νεκροί πια δε μπορούν να βρουν μια ήρεμη γωνιά
ένα μικρό, δυό μέτρα τόπο, ν' απαγγιάσουν
μακριά από διαψεύσεις, σφάλματα, αναθεωρήσεις, σίγουροι πως αύριο
δεν θα ξαναπεθάνουν -
μα άκου, άκου αυτόν το θόρυβο
τα ίδια αναρίθμητα εκείνα βήματα μες στη νύχτα
εν -δυό
εν - δυό
πού πηγαίνουν;
συντρίβοντας και τον τάφο και τη δυσπιστία μου
εν - δυό
εν - δυό...

Όπως πετούσε και το τελευταίο ρούχο στην καρέκλα κι έμενε γυμνή
θε μου, πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο, μια παληά νύχτα των Χριστουγέννων
θυμάσαι;
Μα μόλις άπλωνες το χέρι, σαν παιδί λαχταρισμένο, ν' αγγίξεις
ένα κουδουνάκι ή ένα άστρο
άλλαζε μονομιάς και γίνονταν μια ηλιόλουστη, αστραφτερή κληματαριά
που τυλιγόταν και σφιγγόταν πάνω σου
γιατί φυσούσε δυνατά στην κάμαρα και παράσερνε τα σεντόνια και τη μνήμη
ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές, άστρα, παπαρούνες και φιλιά
ξέσπαγε ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο...
Ύστερα θύμιζε τις χαμηλές λαχανιασμένες φωτιές, τη νύχτα τ' άη - Γιαννιού
που σβήνουν σιγά, μ' ένα λόξυγκα από μικρές  αναλαμπές
αφήνοντας λίγη στάχτη στη γεύση και μια παράξενη θέρμη στα βλέφαρα.
Και λίγη κούραση απ' τα τόσα τραγούδια και τα καρδιοχτύπια και τα προγνωστικά
που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ τους.

Όχι λοιπόν, μη θέλεις να με πείσεις, το ξέρω καλύτερα από σένα.
Μια μέρα θα νικήσουμε - σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές.
Μα όταν το βράδι αδειάσουν οι δρόμοι και πάψουν να περνάν τα πλήθη
και πέσει σαν ένα μαχαίρι ξαφνικά στη μέση της πλατείας η σιωπή
και μείνει καθένας μονάχος, με μια δική του απαρηγόρητη μνήμη ο καθένας
ανάμεσα σε τόσα γεγονότα και τόσους νεκρούς, ψάχνοντας για ένα δρόμο,
έναν ασήμαντο έστω δρόμο
να επιστρέψει στη ζωή του
σηκώνοντας όλο το βάρος από τόσα απελπισμένα χρόνια
το βάρος αυτών που φώναξαν την αλήθεια και τους ποδοπάτησαν
κι εκείνων που δε μίλησαν  και τους ποδοπάτησαν κι αυτούς
χιλιάδες σύντροφοι που τραγουδήσαν μπρος στα εχθρικά αποσπάσματα
κι άλλοι που πέθαναν αμίλητα, από αγαπημένα συντροφικά χέρια
χωρίς μια λέξη να πουν, χωρίς ούτ' ένα βόγγο
μήπως και δώσουν στόχο στον εχθρό.
Αυτός ο πόνος που κρύψανε, ας μας διδάξει την εμπιστοσύνη.

Μια μέρα θα νικήσουμε. Μα εμείς πάνω σε τούτα τα γυμνά, λησμονημένα χέρια μας, 
θα βλέπουμε
πως καμιά νίκη δεν ήρθε ποτέ στην ώρα της -
όχι, όχι, μην το πιστέψεις, όχι
οι νίκες θάναι πάντα ασύγκριτα όμορφες, κι όταν ακόμα εσύ
θα λείπεις - σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές
εν - δυό
α, ζωή...

Αυτά είχα να σου πω. Να σου διηγηθώ όνειρα, θυσίες, τύψεις, δάκρυα
να σου πω για κάποιον που δεν τον αγάπησε κανείς
και πέρασε όλη τη ζωή του μέσα στην καταφρόνια και τη μοναξιά
μέχρι που σώθηκε. Και να σου πω για κείνον που έζησε μες στις επευφημίες
και γέλασε και τραγούδησε κι απόλαψε
και χάθηκε
- απ' τις εύκολες επιτυχίες του
νικημένος.

Νάμαι τώρα μπροστά σου γυμνός κι ανυπεράσπιστος και άτρωτος
σαν το νεκρό στις γκρίζες πλάκες του νεκροτομείου.
Αν όχι με τη στοργή σου, σκέπασέ με τουλάχιστον με λίγη συχώρεση.
Κρυώνω.

Έβρεχε κείνο το βράδι. Εννιά η ώρα. Ανέβηκα τέσσερα - τέσσερα τα σκαλιά -
κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε η κουρτίνα στ' ανοιχτό παράθυρο.
" Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον", έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες - σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο
μέσα στη σκόνη.

Δρόμοι λασπωμένοι. Άνθρωποι περπατάνε βιαστικοί. Πού πάνε;
Κίτρινα, νερουλά φώτα.
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ' τις ομπρέλες τους
γελάνε στρίβοντας τη γωνιά. Σε λίγο θ' ανάβουνε το φως
σε μια ξαφνιασμένη κάμαρα, θα κοιτάζονται στα μάτια
και με χέρια ανυπόμονα πλάι στους σαστισμένους, σιωπηλούς καθρέφτες
θα πετάνε, θε μου, από πάνω τους όλη τη μοναξιά
και θα φυσάει και θα παρασέρνει τα σεντόνια και τη μνήμη
ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές, άστρα, παπαρούνες και φιλιά
θα ξεσπάσει ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο - βοήθεια...

Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
έκπληχτες πάνω απ' τη θλίψη των περαστικών: οδοντόκρεμες,
παστίλιες για το βήχα, μοσκοσάπουνα
τόσα πράγματα προσφέρει ο πολιτισμός για την ευτυχία μας
και μεις επιμένουμε αναχρονιστικά
νάμαστε  δυστυχισμένοι: εσώρουχα νάυλον, λοσιόν, γαλακτώματα για το δέρμα
όλα στην εποχή μας διαφημίζονται, γιατί όχι κι αυτό
" αγαπώ άλλον", με κόκκινα, πελώρια γράμματα θάταν υπέροχη διαφήμιση
πάνω απ' την είσοδο των νεκροταφείων -
α, δε θα βρεθεί λοιπόν μια διαφημιστική μεγαλοφυΐα να φωταγωγήσει πάνω απ' τον πλανήτη μας
τη λέξη μοναξιά, δάκρυα, ταπείνωση. Να πει για κείνους που πεθαίνουν ξαφνικά
την ώρα που όλα θ' αλλάζαν . Και γι αυτούς που επιμένουν να ζουν
χωρίς λόγο πια. Και για τη νύχτα και τη λησμονιά και τον καρκίνο
και τη φιλοδοξία. Να πει και για τα σκυλιά που τα διώχνουν 
και τα κλωτσάνε
και κλείνουν μπρος στα δακρυσμένα μάτια τους την πόρτα
για πάντα. Πού να πάω;
Πόρνη, βρώμα του δρόμου, κάθαρμα, πουτάνα!...

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.

Άσκοπες περιπλανήσεις στους δρόμους, φώτα θολά που αλλοιώνουνε τα πρόσωπα
προσπαθώντας μες στο συνωστισμό να κλέψεις λίγη απ' την αδιαφορία των άλλων
γδύνοντας όλες τις γυναίκες μήπως και βρεις ένα τριαντάφυλλο από εκείνην
πιστεύοντας στον εαυτό σου, σαν ένα παιδί
που κρύβεται πίσω από μια φτωχή, τρύπια καρέκλα
και ξεγελιέται πως κανένας δεν το βλέπει.

Τα χέρια μου είναι δυό βαρειά, άχρηστα ζώα αφού δε σ' αγακαλιάζουν
μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου
θάθελα να συντρίψω με τις γροθιές μου τους δρόμους, τα λεωφορεία, τα τραμ
που κάποτε μας πήγαιναν στην ευτυχία
και να φτιάξω μια πόλη ερειπωμένη απ' την πελώρια απουσία σου...

Θαμπά, νυσταγμένα τζάμια στα χαμηλά καπηλιά της γης
που καθρεφτίζεται το μεθύσι, η τρέλλα, η δυστυχία
κι ένα κομμάτι απ' την κατάφωτη αδιαφορία τ' ουρανού.
Και πάντα εκείνη η παράξενη αίσθηση, σαν τον κυνηγημένο λιποτάχτη
που ανάμεσα στο θάνατο που ξέφυγε και το θάνατο που τον περιμένει
νοιώθει με δάκρυα ξαφνικά τη ματαιότητα όλων των θριάμβων
και την απόγνωση της απάρνησής τους.
Όχι, όχι απ' τον εχθρό, σύντροφε, απόψε φυλάξου από μένα.

Θάταν αστείο αλήθεια κάποτε να γράψω την ιστορία μου -
χριστιανός κι άθεος, φιλόδοξος και δειλός, σύντροφος και κοινή πόρνη
με τόνα χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες μας και τ' άλλο
 στα σκέλια των περαστικών γυναικών
πεινώντας, α, πεινώντας πάντα γι αυταπάρνηση και ζώντας
 με τα ξεροκόμματα της δυσπιστίας
που και τα ίδια τα σκυλιά τα οσμίζονται και φεύγουν
μην τολμώντας να φωνάξω  στους συντρόφους μου: είσαστε μικρόψυχοι
στον εαυτό μου: είσαι τιποτένιος
και να νοιώσω έρημος και συντριμμένος κι απέραντος
σαν τη γυναίκα που τη βιάζουν και τη χτυπάνε και τη ματώνουν
κι όταν μείνει έρημη και συντριμμένη κάτω στο χώμα
είναι κιόλας πάνω απ' τους βιαστές και τον εαυτό της
 κι όλη την αγνότητα του κόσμου
απέραντη
καθώς σαν ένα κύμα βουΐζοντας την ανασηκώνει
ο φρέσκος σπόρος της ζωής μέσα της.

Κι αυτό το πρόσωπο είναι φαγωμένο απ' τα δάκρυα που έκρυψα
κι αυτά τα χείλη είναι καμένα απ' τα λόγια που δεν είπα
κι αυτά τα σακατεμένα χέρια είναι που όλα τ' αγκάλιασαν
όσο για κείνη την ουλή στον αυχένα μου
α, μη μου θυμίζετε
πως έζησα τριανταπέντε χρόνια, κάτω απ' τη λαιμητόμο
της καρδιάς μου.

Γεγονότα, λόγια, πρόσωπα, σημαίες, χειρονομίες
μας κρύψαν τον έναν απ' τον άλλον - πού είσαι, σύντροφε
δος μου το χέρι σου
χιλιάδες δρόμοι διασταυρώνονται κι η ομοιομορφία σκέπασε 
σα χιόνι την πολιτεία.
Κι όμως εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν κι εσένα
και σαν εμένα
υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί
εμείς κρατάμε μες στα ένοχα, παράφορα τούτα χέρια
τις τύχες του κόσμου - να το θυμάσαι αυτό.
Και να προχωράς.

Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος βυθίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη -
εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες
σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει
αυτό το μικρό, τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου πάνω στο χιόνι
εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου
αμίλητος. Κι αν αυτό σε πειράζει, μπορώ νάρχομαι πίσω σου
σα σκυλί.
Αν σ' αρέσει, μπορείς να μου μιλάς και για τα χάδια των άλλων
θα σ' ακούω
σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής.

Κι όταν πεθάνω
το χώμα που θα με σκεπάσει, δε θάναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών
μα η απαλή, τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της.
Ποδοπάτησέ με, νάχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις.
....................................................................................................................

Και πες τους, σύντροφε, δε φέρνω κανένα μήνυμα.
Απλώς
τον ανθρώπινο πόνο
υπενθυμίζω. 


Τάσος Λειβαδίτης, Συμφωνία αριθ. Ι, Αθήνα. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957 στο τυπογραφείο του Μ. Μουσουλιώτη για λογαριασμό του συγγραφέα

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης, Ενθύμημα


Μέσ' από έρημους δρόμους βρέθηκα κάποτε στην γκρίζα συνοικία των χαμένων καιρών, στάθηκα σ' ένα καφενείο, ήπια κονιάκ, απ' τη μεριά του ήλιου κάθονταν δυό γέροι, δε με θυμήθηκαν, τα χείλη τους τρεμόπαιζαν σα να μουρμούριζαν κάποιο μυστικό που μόλις είχαν μάθει και που θα το ξεχνούσαν σε λίγο για πάντα κι αυτό
εδώ γεννήθηκα, ανάμεσα σε πολύτεκνες οικογένειες που κοιμόντουσαν όλοι στο πάτωμα, τα χέρια των αγοριών ψαχούλευαν τα κορίτσια σα να ξεφύλλιζαν το πρώτο τους αναγνωστικό - συνοικία των μικρών διαβόλων που πέθαιναν αναμάρτητοι στα 5 ή στα 17 τους χρόνια
σκοτεινά μικρομάγαζα όπου γυναίκες αγόραζαν φουρκέτες, οι άντρες καπνό και τα παιδιά όνειρο σε χρωματιστά χαρτάκια
στο δρόμο προς το σταθμό ύποπτα ξενοδοχεία, όπου οι καμαριέρες άκουγαν τόσους ερωτικούς στεναγμούς που ξεχνούσαν να γεράσουν
τ' αγόρια τραγουδούσαν  στις γωνιές - λαρυγγισμοί παιδιών που δεν θα υπήρχαν του χρόνου
οι γυναίκες τ' απογέματα έβγαιναν στις ξώπορτες κι άκουγαν τη ρομβία ή μιλούσαν για κάποιο ταξίδι  τους, νιόνυφες, στην Τήνο 
θυμάμαι τα βράδια που γυρίζοντας από μια σταυροφορία στο άγνωστο προφταίναμε πάντα το τέλος του δείπνου: φακές ή τηγανητά αυγά - σα δυό μικρά ηλιοτρόπια
κι ύστερα ο θόρυβος απ' το πλύσιμο των πιάτων έφτανε σβησμένος μες στον ύπνο μας σαν ένα σύντομο χαίρε της ατέλειωτης μέρας
θυμάμαι τα χειμωνιάτικα απογέματα μ' ένα χιόνι από παλιά παραμύθια
θυμάμαι τ' ανοιξιάτικα πρωινά που οι ραπτομηχανές κελάρυζαν σα ρυάκια
κι αργότερα, έφηβος, χορεύαμε στις αυλές, φωνογράφος με χερούλι, γρατζουνισμένα ταγκό, κι όπως σφίγγαμε πάνω μας τα κορίτσια, εκείνα κοίταζαν σα μαρμαρωμένα το κενό ή μας έσπρωχναν κι έφευγαν πανικόβλητα -
αμέτρητες σελίδες που δε γράφτηκαν ποτέ - ποιος ποιητής θα σε τραγουδήσει, φτωχή λυπημένη συνοικία, ή ποιος θα μιλήσει για κείνα τ' άλλα που συμβαίνουν λίγο πιο εκεί απ' την πραγματική ζωή
ω, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ' την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ' τις πιπεριές μ' έναν Σοπενάουερ στην τσέπη
σ' εκείνον το ρομαντικό ρόλο που "έπαιζα" τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου
απ' το λόφο φυσούσε έν' απαλό αεράκι που σου' φερνε δάκρυα κι ουρανός την άνοιξη ήταν τόσο γαλάζιος, που ήθελες να πεθάνεις
γιατί ο θάνατος είναι πάντα συνέχεια ενός μεγάλου ονείρου -
συνοικία με τις παιδικές ψείρες που δεν μας ταπείνωναν γιατί μας θύμιζαν τις ωραίες διηγήσεις του θείου που είχε κάνει αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία
με τα " Μικρά Μυστικά" των κοριτσιών, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς μόλις γίνονταν γυναίκες
ή τον Ιούλιο Καίσαρα που διάβαινε καμιά φορά στο βάθος, ξεφεύγοντας το ανιαρό μάθημα της Ιστορίας
και τ' ωραίο κορίτσι της οδού Νηλέως που πλάγιαζα μαζί της έφηβος, όταν έμεινε έγκυος τη χτύπησα, εκείνη απελπισμένη πήγε σ' ένα σκιτζή γιατρό και πέθανε από αιμορραγία. Αλλά τώρα έρχεται κάθε νύχτα φέρνοντας μαζί της μια ολόκληρη χορωδία αγγέλων - ίσως γι' αυτό δεν μπορώ τις νύχτες να κοιμηθώ.
Συνοικία, που απ' τ' ανοιχτά παράθυρα των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν θεία συγχώρεση.

Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
                      γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.

Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987)
Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922