Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Εμείς οι τρελοί

Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην Έκτακτη Έκδοση του Ριζοσπάστη την Πρωτομαγιά του 1923 στη στήλη " Κόκκινες Πινελιές" και ο αρθρογράφος υπογράφει με το ψευδώνυμο Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ. Η πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτή την εποχή έγινε στο Μοσχάτο.



Θυμόσαστε το " Κόκκινο Λουλούδι", το θαυμάσιο εκείνο διήγημα του Ρώσου Γκάρσιν; Αξίζει να το διαβάσετε όλοι αφού είναι μεταφρασμένο ευτυχώς και στην Ελληνική.
Το διήγημα πλέκεται μέσα σ' ένα φρενοκομείο. Ένας θαυμάσιος τύπος τρελού που είναι κλεισμένος μέσα στο θλιβερό εκείνο χτίριο, είναι ερωτευμένος, μεθυσμένος μ' ένα κόκκινο λουλούδι. Από τα κάγκελα τα σιδερένια του κελιού του το βλέπει ν' ανθίζη και η ζωή του όλη, η ύπαρξη του όλη η άρρωστη συγκεντρώνεται παθητικά σε κείνο το λουλούδι. Θέλει να το δρέψη.
Γιατί στο λουλούδι εκείνο η άρρωστη φαντασία του αποδίδει μια δύναμη υπερφυσική.
Στο λουλούδι εκείνο βλέπει την πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας. Αν λείψη αυτό το λουλούδι, θα εξαφανισθή μαζί του και η ανθρώπινη δυστυχία που είναι απλωμένη σε όλον τον κόσμο. Αυτό πιστεύει. Την πεποίθηση αυτή τήνε ζη και η πίστη αυτή στον προορισμό και στην αποστολή του μεταβάλλεται σε αληθινό πυρετό που του σιγοτρώει το άρρωστο σώμα. Όσο που μια νύχτα, ενώ όλοι οι φύλακες κοιμούνται, κατορθώνει να γλυστρήση από το παράθυρό του κάτω στον κήπο όπου έβλεπε από ημέρες να ανθή το κόκκινο λουλούδι, και να το κόψη. Όταν τον βρήκανε οι φύλακες είτανε νεκρός. Και στο στήθος του μέσα έκρυβε το κομμένο λουλούδι του κήπου.
Δεν ηξεύρω γιατί πιάνοντας να γράψω για την Κόκκινη Πρωτομαγιά μας, ο νους μου πήγε άθελα στο διήγημα του Γκάρσιν. Προ ολίγου περνώντας από την οδό Ακαδημίας είδα στον κήπο του Δημοτικού Νοσοκομείου να θρασομανούνε οι κόκκινες παπαρούνες. Τι υγεία, τι ζωή, τι χρώμα.
Σ'ένα παράθυρο του νοσοκομείου είδα έναν άρρωστο σκυμένο να κοιτάζη τις παπαρούνες και χωρίς να θέλω θυμήθηκα τον τρελλό του Γκάρσιν.
Έπειτα ο νους μου πήγε στους εργάτες. Τους είδα με τα μάτια της φαντασίας συγκεντρωμένους όλους στην εξοχή.Έξω μακρυά από το μολυσμένο αέρα της σάπιας , της αμαρτωλής πολιτείας συγκεντρωθήκανε όλοι οι τίμιοι εργάτες να γιορτάσουνε την Πρωτομαγιά, την Πρωτομαγιά των φτωχών και των αποκλήρων της ζωής. Είναι όλοι στεφανωμένοι με κόκκινα λουλούδια που απλώνουνται σα θάλασσα στον ήμερο κάμπο, όπου δεν φτάνει η βουή της πόρνης Πολιτείας. Το αεράκι χαϊδεύει τα τίμια μέτωπά τους, ενώ κολπώνει τις κόκκινες σημαίες τους που φουσκώνουνε σα στήθος που το πνίγει η οργή για την αδικία της ζωής.
Και ο νους μου πετάει πάλι στον τρελλό.
Το κόκκινο λουλούδι υψώνεται μπροστά μου σα σύμβολο και ο τρελλός του φρενοκομείου εξιδανικεύεται σ' έναν τραγικό ήρωα της ζωής.
Σε κάθε εργάτη με τα κόκκινα λουλούδια στο κεφάλι, θαρρώ πως διακρίνω κι από έναν τρελλό. Μα σ' αυτούς τους τρελλούς έλαχε ο κλήρος να αναμορφώσουνε τη ζωή. Δίχως τους τρελλούς που ξεπετιούνται κάθε τόσο μέσα από τον όχλο των σοφών και των φρονίμων που μετρούνε τη ζωή με το διαβήτη της λογικής και της φρονιμάδας, δίχως αυτούς τους τρελλούς η ζωή θα πέθαινε από μαρασμό και θλίψη. Μα εμφανίζεται ευτυχώς κάθε τόσο ο μοιραίος τρελλός που αποφασίζει να κόψη το μοιραίο λουλούδι του κακού και να χαρίση στον κόσμο την ευτυχία προσφέροντας γι' αντάλλαγμα τη ζωή του.
Κι αύριο όταν ο μυρωμένος αγέρας του κάμπου θα αντηχή και θα δονήται από τις ιαχές των εργατών, αύριο πάλι θα ξανακουσθή η φωνή των φρονίμων " Τι τα θέλετε αυτά; Έτσι πλάσθηκε η ζωή και τίποτα δεν μπορή να την αλλάξη". Στη φαρμακερή, στη δόλια αυτή βεβαίωση που όταν δεν την εμπνέει μια αχαραχτήριστη δειλία την υπαγορεύει μια βδελυρή υστεροβουλία, στη βεβαίωση αυτή ας απαντήσουνε αύριο οι εργάτες με μια φωνή:
Όχι. Η ζωή μπορεί να γίνει καλήτερη. Μα για να γίνη καλήτερη, πρέπει να αλλάξη συθέμελο όλο το κοινωνικό οικοδόμημα. Κι αυτό θα γίνει άμα κάθε εργάτης και κάθε άνθρωπος με ευγενική καρδιά και απελευθερωμένη ψυχή, αποφασίσει να γίνει ένας τρελός. Εχορτάσαμε από φρονιμάδα. Είδαμε πού οδηγεί η φρονιμάδα μας που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αφιόνι που μεταχειρίζονται οι αφεντάδες για να μας κρατούνε στη σκλαβιά. Καιρός να γίνουμε τρελοί. Καιρός να κόψουμε με τα ίδια μας τα χέρια το κόκκινο λουλούδι που σκορπάει τη δυστυχία στον κόσμο. Και θα το κόψουμε έστω και αν αυτό πρόκειται να μας στοιχίση τη ζωή μας.
                                                                         Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ

Έκτακτος Έκδοσις της εφημερίδος "Ριζοσπάστης"  1 Μαΐου 1923

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου 




Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Άγγελος Πεπτωκώς


Στις 25 Απριλίου 2020 πέθανε σε ηλικία 85 ετών ο Περ Όλοβ Ένκβιστ , ένας από τους σπουδαιότερους Σουηδούς συγγραφείς. Το έργο του θεωρείται εμβληματικό και χαρακτηρίζει τη σκανδιναβική λογοτεχνία του 20ουαι. Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, τα γραπτά του μεταφράσθηκαν σε δέκα γλώσσες -από το «Κρυστάλλινο μάτι» που εκδόθηκε το 1961 μέχρι το «Βιβλίο των παραβολών», το 2013.
Ο Περ Όλοβ Ένκβιστ γεννήθηκε το 1934 στο Βέστερμπότεν της Σουηδίας, πρωτοεμφανίστηκε στα 1961 με το μυθιστόρημα " Το κρυστάλλινο μάτι" και καθιερώθηκε με το δεύτερο βιβλίο του " Ο πέμπτος χειμώνας του υπνωτιστή".
 Το πρώτο έργο του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι το " Άγγελος Πεπτωκώς"
Ο " Άγγελος Πεπτωκώς" , ένα μυθιστόρημα αγάπης, έγινε δεκτό με διθυραμβικά σχόλια όταν κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 1988. Θεωρήθηκε από" τα πιο σημαντικά της νεότερης σκανδιναβικής λογοτεχνίας", "πρωτότυπα και αριστοτεχνικά γραμμένο", " ότι ο συγγραφέας κινείται  αδιάκοπα κοντά στο όριο του ανθρώπου" και ότι είναι " αυτό το ολιγοσέλιδο, μεγάλο μυθιστόρημα, αυτό το τρομακτικό και όμορφο αφήγημα αγάπης".
Από αυτό το μυθιστόρημα είναι το απόσπασμα που ακολουθεί,  πολύ μικρή συμβολή στη γνωριμία με το έργο του.

Το όνομά του ήταν Πασκουάλ Πινόν κι είχε γεννηθεί με δύο κεφάλια.
Το δεύτερο κεφάλι ήταν κεφάλι γυναίκας.
Υπήρχε πάντοτε μια στιγμή σύγχυσης όταν μιλάγανε για τον Πινόν - για "εκείνον" ή "εκείνους", κανείς δεν μπορούσε ν' αποφασίσει με σιγουριά. Όταν οι πρώτες φήμες για την παράδοξη ιστορίας της αγάπης τους διαδόθηκαν στον κόσμο, εκεί γύρω στο Φεβρουάριο του 1922, οι δυο τους βρίσκονταν σ' ένα ορυχείο στο βόρειο Μεξικό. Εκεί βρίσκονταν, εκεί εκτελούσαν την αποστολή τους, που κατ' αρχήν δεν ήταν εργασία, αλλά μάλλον παρουσία.
Ήταν παρόντες. Ήταν επίσης παγιδεμένοι. Αυτή ήταν η αποστολή τους στη ζωή.
Μπορούμε να πούμε: Εκείνη την άνοιξη του 1922 έγιναν ορατοί. Οι φήμες έφτασαν μέχρι τον πολιτισμένο κόσμο, και μέχρις έναν ιμπρεσάριο στο Σαν Ντιέγκο, ονόματι Τζων Σίντελερ.
Τους αναζήτησε, τους έκανε ορατούς, όταν τους είδε τότε φανερώθηκαν. Υπήρχαν και πριν αλλά δε φαίνονταν. Έτσι γίνεται με πολλούς ανθρώπους. Αυτός όμως τους έκανε ορατούς. Τους ονόμασε ανδρόγυνο, το διασημότερο ζευγάρι εραστών στην αμερικάνικη δύση, αρχικά ένα παράδειγμα αδιασάλευτης δυστυχίας και αργότερα αδιασάλευτης ευτυχίας.
Αχώριστοι στο θάνατο, ένας γάμος για καλό και για κακό, αλλά και αδύνατο να διαλυθεί. Μπορούμε να πούμε: μας τους παρουσίασε, σαν έμβλημα.
Όταν τον ανακάλυψαν, ο Πινόν βρισκότανε μέσα σ' ένα χαλκωρυχείο στο βόρειο Μεξικό. Από πού ερχότανε, δεν ξέρει κανείς. Κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε ή πότε, κανείς δεν ξέρει ποιοι ήταν οι γονείς του. Ίσως να ντρέπονταν· όταν πέθανε δεν ήρθε κανένας συγγενής. Πιθανότατα είχε γεννηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ήταν η πιο αληθοφανής εκδοχή. Είχε γεννηθεί τέρας.
Τέρας είναι η σωστή περιγραφή του. Αυτήν χρησιμοποιούσε και ο ίδιος.
Το ένα του κεφάλι, το κάτω, ήταν κεφάλι ανδρός, απόλυτα κανονικό, ίσως και όμορφο. Το ανδρικό του κεφάλι το κρατούσε πάντα πολύ ψηλά και ίσια, με μια θλιμμένη αξιοπρέπεια. Είχε πυκνά γένια, καλοπεριποιημένα. Πάνω όμως από αυτό το κεφάλι είχε φυτρώσει ένα άλλο κεφάλι, που ξεπρόβαλε σαν μπουμπούκι από το μέτωπό του ή σαν φυλακισμένος που προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει διαπερνώντας τον τοίχο της φυλακής, χωρίς να το πετυχαίνει και καταδικάζεται σε ισόβια φυλάκιση κτισμένος ο μισός μέσα στον τοίχο.
Το άλλο, το επάνω, ήταν κεφάλι γυναίκας. Τα δυο κεφάλια του Πασκουάλ Πινόν τα βλέπει κανείς σε μια σειρά φωτογραφίες του '20 κα του '30· την τελυταία την πήρανε λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει. Άλλωστε τότε ήταν κιόλας διεθνώς αρκετά διάσημος και μια βιογραφία του δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του· τη βιογραφία A Monster's Life, την είχε γράψει ο ιμπρεσάριός του, ο Τζων Σίντελερ.
Φωτογραφίες υπάρχουν πολλές.
Δίνουν όλες την εντύπωση θλίψης και αξιοπρέπειας· λες και τα δυο κεφάλια κοιτάζανε πάντα το φακό γνωρίζοντας ότι αργότερα κανείς δε θα τους καταλάβαινε ποτέ, ότι αυτοί που κοιτάζανε τις φωτογραφίες δεν θα καταλάβαιναν ποτέ. Μπορούμε να πούμε: Ο Πασκουάλ Πινόν κουβαλούσε το δεύτερό του κεφάλι όπως ένας μεταλλωρύχος φοράει τη λυχνία στο μέτωπό του. Έτσι κι εκείνος την κουβαλούσε σ' όλη του τη ζωή: όπως ο μεταλλωρύχος κουβαλάει τη λυχνία του στο σκοτάδι όπου διάλεξε ο ίδιος να ζήσει, με τον ίδιο τρόπο και κείνος την κουβαλούσε διασχίζοντας το απίστευτο φως της ζωής. Από τη δική του λυχνία όμως δεν έβγαινε φως. Οι φωτογραφίες λένε κάτι άλλο: μάλλον μέσα απ' αυτή τη λυχνία εισχωρούσε το σκοτάδι ορμητικά, μέσα της και μέσα του.

Στην αρχή δεν είχαν μπορέσει να το φανταστούν.
Ότι δηλαδή το πάνω κεφάλι είχε στ' αλήθεια δική του προσωπικότητα, ότι ήταν ένα άτομο, ένας άνθρωπος. Αφού στον ορισμό του ανθρώπου ενυπάρχει κάτι πιο μεγάλο, κάτι πιο απόλυτο. Ο Πινόν ήταν πάντα για όλους " Αυτός". Τα όρια του ανθρώπου μπορούν έτσι κι αλλιώς να χαραχτούν μόνο με έναν τρόπο: γύρω από τον άνθρωπο τον άνθρωπο τον ίδιο ως ολότητα. Επομένως εκείνη ήταν δικό του κομμάτι.
Μετά άρχισαν να τον θεωρούν ως "Αυτοί".Ο λόγος ήταν πολύ απλός: Κατάλαβαν, στο τέλος, ότι και κείνος αυτό έκανε. Της έδωσε ένα όνομα: Μαρία. Τότε κατάλαβαν. Και τότε άρχισε να υπάρχει και κείνη.
Στην αρχή υπήρχε μόνο αυτός. Μετά της έδωσε ένα όνομα. Και τότε άρχισε να υπάρχει κι αυτή.
Όλα άρχισαν όταν οι φήμες για την ύπαρξή τους είχαν φτάσει στον πολιτισμένο κόσμο χάρη σ' έναν ιμπρεσάριο στο Σαν Ντιέγκο· τον έλεγαν Τζων Σίντελερ και διηύθυνε έναν από τους μικρούς περιοδεύοντες θιάσους βαριετέ στη δυτική ακτή. Είχε κατέβει μέχρι το Μεξικό για να δει αν οι φήμες ήταν αληθινές, σύμφωνα με τις δικές του διηγήσεις, είχε φτάσει καταϊδρωμένος και κουρασμένος κι έκανε ένα γύρο και ρωτούσε στο χωριό και τους μεταλλωρύχους. Κανένας όμως δεν είχε ακούσει για τέρας με δυο κεφάλια.
Κανένας.
Υπήρχε μάλιστα κι ένα είδος εχθρότητας σ' όσους ρωτούσε και δεν είχε καταλάβει γιατί. Αλλά, όπως κάπως μελοδραματικά γράφει στο βιβλίο του, "ακριβώς πάνω από την είσοδο του ορυχείου ανακάλυψα τότε ψηλά στον ουρανό, ένα λευκό άλμπατρος που, με τεράστιους κύκλους, έμοιαζε να σημαδεύει τον τόπο για μένα: οπλίστηκα κι εγώ με θάρρος και μπήκα, παρ' όλες τις εχθρικές χειρονομίες των ντόπιων μεταλλωρύχων, μέσα στο ορυχείο για να συναντήσω το αντικείμενο των επιθυμιών μου".
Φαίνεται πως έφτασε ως εκεί με δωροδοκίες.
Το πρόβλημα, όπως αποδείχτηκε, ήτανε ότι ο Πινόν υπήρχε στ' αλήθεια, αλλά τον κρατούσανε μέσα στο ορυχείο όχι ως εργάτη αλλά ως όμηρο. Τον κρατούσανε φυλακισμένο για να τους προστατεύει από ατυχήματα. Οι δεισιδαίμονες μεταλλωρύχοι, γράφει ο Σίντελερ, πίστευαν ότι τούτο το τέρας ήταν τέκνο του Σατανά κι ότι μ' αυτόν τον τρόπο, από μια ευτυχή συγκυρία, είχανε όμηρό τους το τέκνο του Σατανά.
Και τώρα τον κρατάγανε να τους προστατεύει από ατυχήματα, μια και δε θα' τανε δυνατόν ο Σατανάς να θέλει να χαλάσει ένα απ' τα παιδιά του αφήνοντας να γκρεμιστεί το ορυχείο.
Όπως έναν " άγγελο πεπτωκότα εξ ουρανών" τον κρατούσαν όμηρο εναντίον του ίδιου του Κακού.
Η διεύθυνση του ορυχείου, με την οποία είχε αρχικά έρθει σ' επαφή ο Σίντελερ, έδειξε ενοχλημένη και ανήσυχη. Δε συμμερίζονταν τις δεισιδαιμονίες των εργατών, ισχυρίστηκαν, αλλά θεωρούσαν πως ο Πινόν με την παρουσία του παρ' όλα αυτά δημιουργούσε ένα κλίμα ηρεμίας στο ορυχείο. Ταυτόχρονα ανησυχούσαν μήπως η υπόθεση βγει στον τύπο και προκαλέσει σκάνδαλο.
Οδήγησαν τον ιμπρεσάριο στον Πινόν.
Τον κρατάγανε σ' ένα μικρό άνοιγμα μιας στοάς. Του δίνανε άφθονο φαΐ και νερό, αλλά τον είχανε πάντα δεμένο. Ήταν ξαπλωμένος σ' ένα ξυλοκρέβατο κι από κάτω του είχε άχυρα και προβιές. Τις ακαθαρσίες του τις φτυαρίζανε κάθε μέρα.
Ο ιμπρεσάριος είχε προφανώς πετύχει στη διαπραγμάτευσή του με τη διεύθυνση, δωροδοκώντας και απειλώντας. Η γνώμη του Πινόν δε ζητήθηκε ποτέ. Μόνο ύστερα από δυο χρόνια, τον ρώτησε κάποιος αν ήταν ευτυχισμένος που τον λευτέρωσαν. Κι είχε τότε απαντήσει κοφτά:
- Το' θελε η Μαρία.
Αυτό όμως ήταν πολύ αργότερα, την εποχή που την έλεγε με τ' όνομά της και ο κόσμος γύρω του είχε καταλάβει ότι ήταν κι αυτή άνθρωπος.

Δε μίλαγε σχεδόν ποτέ για το διάστημα που ήταν στο ορυχείο.
Ανέφερε μια λεπτομέρεια: ότι την είχε τυλιγμένη μ' ένα κομμάτι πανί, για να την προστατεύει. Δεν είπε ποτέ από τι. Ίσως από τις βρομιές ή τα βλέμματα. Στο ορυχείο, έλεγε, ήταν δυστυχισμένοι. Καθόταν στα άχυρα με την αλυσίδα γύρω στα πόδια του και το πανί τυλιγμένο γύρω της, και δεν μπορούσανε να συμφωνήσουνε. Ήταν κρίμα που δεν μπορούσανε να συμφωνήσουνε. Ούτε μια φιλική σκέψη δεν κάνανε ο ένας για τον άλλον, μάλλον εχθρικά σκέφτονταν. Πολλές φορές καθόταν εκεί στο σκοτάδι και τη μισούσε. Μόνο όταν οι εξωτερικές συνθήκες άλλαξαν κάπως και βγήκαν από το ορυχείο, άρχισε η αγάπη τους ν' ανθίζει. Άρχισε ν' ανθίζει για πρώτη φορά το Μάρτη του 1922 κι ύστερα ήταν όλο και καλύτερα.
Στο τέλος, ήταν πια υπόθεση αδιάλειπτης αγάπης με μια πολύ σύντομη εξαίρεση.
Στις συνομιλίες του με την Έλεν Πόρτιτζ, τη νοσοκόμα που τον φρόντιζε εκείνη τα τελευταία χρόνια, είχε διηγηθεί τα πράγματα κάπως έτσι. Μίλαγε με σχετικά σύντομες και σχεδόν ενοχλημένες φράσεις και για το διάστημα στο ορυχείο και για τη σχέση της Μαρίας μαζί του ( όταν ήταν φυλακισμένοι στο σκοτάδι)· είχε πει ότι ποτέ δεν κατάλαβε καλά τι ήθελε εκείνη. Μόνο πως ήτανε δυσαρεστημένη μαζί του. Έμοιαζε μ' ένα μεγάλο μακρύ στεναγμό, ένα ατελείωτα μακρόσυρτο, χαμηλόφωνο κλάμα που μέρα - νύχτα στριφογύριζε στο κεφάλι του.
Γι' αυτό και η σχέση τους δεν ήτανε και τόσο ευτυχισμένη.
Πώς θα μπορούσε να' ναι διαφορετικά, έλεγε. Αφού απ' τη δικιά του μεριά δεν μπορούσε ν' αγαπήσει ένα μακρύ απελπισμένο κλάμα. Ήταν αβάσταχτο. Δεν ήταν καθόλου αγάπη.

Το κεφάλι της ήτανε μικρότερο από το δικό του.
Τη νύχτα τους βγάλανε από το ορυχείο και το άλμπατρος δε φαινότανε πουθενά. Τους έφερε στο ξενοδοχείο και τους καθάρισε. Δεν έγινε με την πρώτη, η βρόμα είχε ριζώσει πάνω τους, αλλά είχε πληρώσει έναν κουρέα να τον βοηθήσει, και τους κούρεψε και τους έλουσε κάμποσες φορές και με κάθε πλύσιμο το πετσί τους άσπριζε· αργά, αργά, σχεδόν μυστηριωδώς, αποκαλύπτονταν τα πρόσωπά τους, όπως μια φωτογραφία γίνεται σιγά σιγά ορατή μέσα στο εμφανιστικό υγρό.
Την άλλη μέρα ταξίδεψαν βόρεια κι ο Πινόν είχε για πρώτη φορά δει τη γυναίκα του στον καθρέφτη.
Ήταν η πρώτη φορά που την είδε. Μετά θα την έβλεπε πολλές φορές. Αργότερα, του άρεσε πολύ να τη βλέπει.

Αργότερα, την έβρισκε όμορφη.
Στον καθρέφτη μπορούσε να δει το πρόσωπό της με τα λοξά, πολύ όμορφα μάτια, τα ψηλά ζυγωματικά, τη λεπτή μύτη. Ό,τι ήτανε άσχημο πάνω του το έβρισκε όμορφο σε κείνη. Όσο ζούσανε στο ορυχείο ντρεπότανε πάντα για κείνη, καταλάβαινε πως η ύπαρξή της τους έκανε αλλιώτικους και ντρεπότανε γι' αυτό. Τότε δεν ήξερε πως ήτανε όμορφη. Μπορούσε μόνο να την αγγίξει με το χέρι του, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνο τον καιρό, σήκωνε το χέρι και χάιδευε το πρόσωπό της· και τίποτα απ' ό,τι άγγιζε δεν του φανέρωνε πως τα μάτια της ήταν όμορφα και λοξά κι ότι τα μήλα στο πρόσωπό της ήταν ψηλά σαν τόξα κι ότι η μύτη ήταν λεπτή και τα πτερύγια της μύτης αισθαντικά και το στόμα φίνο· την είχε αγγίξει με το χέρι και νόμιζε ότι ήταν άσχημη. Αφού το είχε μάλιστα δει στα μάτια των μεταλλωρύχων, όταν πλησιάζανε με τις λυχνίες τους και ξεκολλάγανε το πανί γύρω απ' το κεφάλι του, πως ήταν άσχημη. Αλλιώς γιατί αυτός ο τρόμος στα μάτια τους. Και αυτός ήταν ο λόγος που πάντα προσπαθούσε να' χει ένα πανί τυλιγμένο γύρω της. Και τώρα, που ο ιμπρεσάριος πλένοντάς τους, είχε βγάλει τα πρόσωπά τους από το σκοτάδι, τώρα που τους είχε κουρέψει και τελικά τους έδωσε έναν καθρέφτη, τώρα την έβρισκε όμορφη.
Πιο ζωντανά ήταν τα μάτια της: ανοιγόκλειναν συνεχώς, καμιά φορά ανήσυχα, κι άλλοτε θλιμμένα και σιγανά. Μπορούσε κανείς να δει πως παρακολουθούσαν τα πάντα, κινούνταν από τη μια μεριά στην άλλη: αν κάποιος έμπαινε αναπάντεχα στο δωμάτιο τα μάτια αντιδρούσαν, πηγαίνοντας μπρος πίσω, και περνούσαν μερικές στιγμές μέχρι να ηρεμήσουν. Άλλοτε πάλι τα μάτια ανοιγόκλειναν πιο ανυπόμονα σαν να' θελε με τις κινήσεις να προσελκύσει την προσοχή ή να πει κάτι.
Ή, άλλες φορές, όταν εκείνος στέκονταν μπροστά στον καθρέφτη και την κοιτούσε σιωπηλά, σαν να' θελε να του απαγορέψει να κοιτιέται.
Ήταν σαν να' βλεπες δορκάδα παγιδευμένη και ανυπεράσπιστη ν' ανοιγοκλείνει μ' αγωνία τα μάτια· λες και τα μάτια πάσκιζαν να πούνε κάτι, αυτό το κατάλαβαν όλοι με τον καιρό, αλλά τι - όχι - αυτό ήταν αδύνατο να το καταλάβουν.
Μόνο ένας είχε το κλειδί αυτού του μυστικού: ο Πασκουάλ. Μόνον αυτός...

Περ Όλοβ Ένκβιστ, Άγγελος Πεπτωκώς, μετφρ. Ζάννης Ψάλτης, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1996

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα που ήξερε πως δεν έχει ελπίδα μα βγήκε από τα τείχη και πολέμησε για της ψυχής του την πατρίδα


Εσένα σε φωνάζαν Αχιλλέα
μα εγώ αγαπούσα ξέρεις πιο πολύ
εκείνους που η ζωή ξεχνάει μονάχους
χωρίς αγάπη, σπίτι και φιλί

Εσένα σε φωνάζαν Αχιλλέα
ήθελες να 'σαι εσύ ο δυνατός
μα ο κόσμος ο γεμάτος από πόνο
για 'μένα ήτανε φίλος πιο πιστός

Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα
που ήξερε πως δεν έχει ελπίδα
μα βγήκε από τα τείχη και πολέμησε
για της ψυχής του την πατρίδα
Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα

Εσένα που σε λέγαν Αχιλλέα
σε ξάπλωσε στην άκρη του γιαλού
εκείνη η κρυφή πληγή στη φτέρνα
που λέει το παραμύθι του τυφλού

Κι εμένα με τρομάζει όταν νυχτώνει
το μαύρο που σκεπάζει στην καρδιά
το βλέμμα σου κι εκείνη τη φιλία
που είχαμε σαν ήμασταν παιδιά

Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα
που ήξερε πως δεν έχει ελπίδα
μα βγήκε από τα τείχη και πολέμησε
για της ψυχής του την πατρίδα

Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα
που ήξερε πως δεν έχει ελπίδα
μα βγήκε από τα τείχη και σκοτώθηκε
για της ψυχής του την πατρίδα
Ήμουνα πάντα με τον Έκτορα

Στίχοι: Γιώργος Ανδρέου
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Πρώτη εκτέλεση: Χρήστος Θηβαίος
CD: Μυστήριο Τραίνο

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Ο ουρανός ήταν μαύρος πάνω απ'τον Ευφράτη


Αρμένιοι πρόσφυγες
...Μπήκε η άνοιξη κι όλη η φύση βρισκόταν σ' έξαρση, όμως κανείς πια δεν είχε διάθεση ν' ασχοληθεί με την εναλλαγή των εποχών. Ο φόβος είχε πάλι κάνει την εμφάνισή του· τα χωράφια ήταν έρημα.
Διάφορες επίμονες φήμες, που διαδίδονταν στα κρυφά, σχολιάζονταν απ' όλους με μεγάλη ανησυχία. Όλοι μας θέλαμε να πιστέψουμε πως όλα όσα ακούγονταν δεν θ' αργούσαν ν' αποδειχτούν ψέματα, η ανάμνηση όμως όσων είχαν συμβεί στο παρελθόν ήταν αρκετά  ζωντανή στη μνήμη μας ώστε να φοβόμαστε νέες συμφορές. Δεν μας ανησυχούσε πια μόνο ο πόλεμος, που μαινόταν εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μόνο από κει που ζούσαμε. Όχι· αυτό που οι Αρμένιοι άκουγαν και πάλι ήταν η υπόκωφη, απρόβλεπτη, αναίτια βοή του μίσους. Σύντομα, αυτά που στην αρχή ήταν μόνο σημεία και υποψίες, έγιναν πράξεις, γεγονότα που δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να διανοηθούμε προηγουμένως.
Να πώς είχε η κατάσταση: δύο με τρεις χιλιάδες νέοι Αρμένιοι της περιοχής, στρατολογημένοι και συγκεντρωμένοι χωριστά, δούλευαν εδώ και μερικές βδομάδες στα έργα κατασκευής ενός δρόμου ανάμεσα στο Περσένς και το Χαμπουσί. Προς το τέλος του Μάη, μεταφέρθηκαν όλοι στη Μεζιρέ όπου τους έκλεισαν  σ' ένα κτίριο που ονομαζόταν Γκαρμίρ Ρονάρ. Λίγο αργότερα διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για το Τιγκράναγκερντ. Κάπου στη διαδρομή, είχαν χαθεί όλων τα ίχνη και ποτέ δεν μαθεύτηκε τι απέγιναν.
Αρμένιοι άμαχοι, οδηγούμενοι από ένοπλους Οθωμανούς στρατιώτες, περνώντας μέσα από το Χαρπούτ (Kharpert), σε μια φυλακή στην κοντινή Μεζιρέχ (Mezireh) σημερινή Ελαζίκ (Elazig), Απρίλιος 1915

Στο Μορενίγκ, τα πράγματα ήταν τώρα εντελώς διαφορετικά. Καθώς οι περισσότεροι άντρες - ακόμα κι οι νέοι κι οι έφηβοι - είχαν επιστρατευθεί, το χωριό έμοιαζε να έχει αδειάσει από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του. Απ' την άλλη, είχε εγκατασταθεί ένα στρατιωτικό απόσπασμα και μαζί του ένα σωρό Τούρκοι - κάθε μέρα και περισσότεροι - που έρχονταν από την πόλη για να μείνουν στο χωριό, λες και είχαν σκοπό να καταλάβουν, όσο πιο γρήγορα γινόταν, τις κενές θέσεις...Τώρα ο Μαχμούτ αγά μπορούσε μπορούσε πια άφοβα να φέρεται αλαζονικά και να φανερώνει τα αληθινά του αισθήματα. Πραγματικά, δεν είχανε καμιά ευκαιρία, γι' αυτό. Οι χωριανοί, που ήταν τώρα κυρίως γέροι, γυναίκες και παιδιά, βρίσκονταν πια στο έλεος του, κάτι που άλλωστε ο Τούρκος αυτός πάντα επεδίωκε.
Μια μέρα, οι άπειρες μηχανορραφίες του προκάλεσαν την έρευνα της χωροφυλακής με κάποιο πρόσχημα, που τώρα πια δεν το θυμάμαι. Ήρθαν, λοιπόν,μια μέρα κάμποσοι χωροφύλακες με τέσσερις υπαξιωματικούς κι ένα αξιωματικό επικεφαλής. Η γειτονιά που τους είχαν υποδείξει ψάχτηκε πέρα ως πέρα, απ' άκρη σ' άκρη, από σπίτι σε σπίτι, και οι κάτοικοι ανακρίθηκαν μ' επιμονή. Οι Αρμένιοι όμως κατάφεραν, έξυπνοι και σεμνοί καθώς ήταν, να αντικρούσουν με τον καλύτερο τρόπο τις συκοφαντικές κατηγορίες εναντίον τους. Απέδειξαν στους χωροφύλακες ότι, νομοταγείς καθώς ήταν, δεν θα μπορούσε κανείς να τους προσάψει κάποια επιλήψιμη πράξη, και πως ό,τι έκανε ο Μαχμούντ αγά, το έκανε από προσωπική εμπάθεια. Τελικά οι χωροφύλακες έφυγαν όπως είχαν έρθει.
Δεν ήταν όμως το συμβάν αυτό ένα πρόσχημα για να επαναληφθούν παρόμοια επεισόδια στο μέλλον; Και πράγματι, πριν ακόμα περάσουν λίγες μέρες, οι χωροφύλακες ξαναγύρισαν, περισσότεροι αυτή τη φορά, και περικύκλωσαν όλο το χωριό. Αυτή τη φορά είχαν αυστηρή διαταγή να κατάσχουν όλα τα όπλα που τυχόν θα είχαν στην κατοχή τους οι κάτοικοι, χωρίς καμία εξαίρεση. Μας κατέστησαν σαφές ότι επρόκειτο για διαταγή που είχε δοθεί από πολύ ψηλά, από την κυβέρνηση, και τόνισαν ότι οι τυχόν παραβάτες θα τιμωρούνται αυστηρά.(...)

Κι όμως, οι χωροφύλακες δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι από τον αριθμό των όπλων που τους είχαν παραδοθεί. Με την πρόφαση πως ήταν σίγουροι ότι υπήρχαν κι άλλα κρυμμένα, άρχισαν να ψάχνουν συστηματικά σε σπίτια και κήπους. Πολύ γρήγορα, οι έρευνες ξεπέρασαν τα συνηθισμένα πλαίσια παρόμοιων μέτρων, και μεταβλήθηκαν σε ευκαιρία για ανοιχτή εκδήλωση μίσους , έκφρασης, περιφρόνησης και βιαιοπραγιών. Αν ένας χωροφύλακας αναγνώριζε κάποιον  που στο παρελθόν είχε διαφορές είτε με αυτόν είτε και με οποιονδήποτε άλλο Τούρκο, αυτός ο δύστυχος δεχόταν ξυλοδαρμούς, έχανε την περιουσία του και το σπίτι του ρήμαζε.
Ήρθε κάποτε κι η στιγμή όπου δεν είχε μείνει πια ούτε γωνιά που να μην έχει ερευνηθεί πέρα ως πέρα. Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να υπάρχει άλλο όπλο κρυμμένο σ' ολόκληρο το χωριό. Κι όμως, οι χωροφύλακες συνέχιζαν με λύσσα· δεν έλεγαν να φύγουν. Η ανακάλυψη κάποιου όπλου που υποτίθεται ότι βρέθηκε κρυμμένο σε κάποιο απίθανο σημείο, δεν ήταν παρά το πρόσχημα για νέες ζημιές, πλιάτσικο και βιαιότητες. Κι ύστερα, μια και γι' αυτούς αυτό δεν ήταν παρά ένα απατηλό παιχνίδι που έπρεπε να τραβήξει όσο το δυνατό περισσότερο, οι χωροφύλακες επινόησαν απάνθρωπες κτηνωδίες. Κάνανε τάχα πως τάχα βρίσκανε μια σφαίρα που οι ίδιοι είχαν προηγουμένως αφήσει να πέσει, κι άρχιζαν να ψάχνουν μ' επιμονή και να ζητούν να τους παραδοθεί το αντίστοιχο όπλο. Έφτασαν μέχρι και να θάβουν όπλα και μετά να τα ξεθάβουν λίγο αργότερα, μπροστά έντρομα μάτια των ιδιοκτητών των χωραφιών όπου γίνονταν οι... αποκαλύψεις.
Το χειρότερο ήταν πως οι βαθμοφόροι άλλοτε ανέχονταν κι άλλοτε ακόμα συμμετείχαν σ' αυτές τις βρωμερές πράξεις που συχνά ξεπερνούσαν κάθε όριο. Για παράδειγμα, με πρόφαση ότι είχε βρεθεί κάποιο όπλο...μάζευαν την "υπεύθυνη" οικογένεια και βασάνιζαν τον πατέρα πρώτα κι ύστερα τη μάνα, μπροστά στα μάτια των παιδιών τους. Καψίματα σ' ολόκληρο το σώμα με πυρακτωμένο σίδερο, ξερίζωμα δοντιών, νυχιών...Δεν υπήρχε όριο στην απανθρωπιά και τη βαρβαρότητά τους. Ανείπωτη, απερίγραπτη ήταν η φρίκη των απαίσιων πράξεων τους(...)

Όταν οι χωροφύλακες όρμησαν στο σπίτι μας, ήμουν μόνος μου. Καθόμουν στη μέση του δωματίου. Αφού πρώτα έσπασαν ό,τι βρήκαν όρθιο, με πήραν και μ' έδεσαν, όπως κάνουν στα ζώα με το περιλαίμιο· από εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πως για τους ανθρώπους αυτούς η ζωή μου είχε λιγότερη αξία από εκείνη ενός ζώου. Κι όσο γι' αυτούς, μου έδωσαν την εντύπωση ότι ανήκαν σ' ένα είδος με το οποίο σίγουρα δεν είχα τίποτε το κοινό.
Όλοι οι όμηροι, νέοι, γέροι, ακόμα και άρρωστοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της βρύσης, για να τους γίνει έλεγχος ταυτότητας. Την επιχείρηση διεύθυνε ένας έφεδρος αξιωματικός, υπό το βλέμμα κάμποσων Τούρκων. Πρώτα μπήκαν σε μια ομάδα τα αγόρια που ήταν μικρότερα από έντεκα χρονών. Μετά από κάποια σκέψη, αποφασίστηκε να τα στείλουν στα σπίτια τους, πίσω στις μητέρες τους. Οι υπόλοιποι, αφού τους έγινε ο σχετικός έλεγχος, παραδόθηκαν στους χωροφύλακες, που αμέσως τους έδεσαν. Ήταν σαν να σφράγιζε αυτή η πράξη οριστικά το πεπρωμένο τους...


Jacques der Alexanian, Ο ουρανός ήταν μαύρος πάνω απ' τον Ευφράτη. Η Τραγική Ιστορία των Αρμενίων, μετφρ. Γιώργος Φασουλάκης, " Νέα Σύνορα" - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1990

" Ξεριζωμένος από την πατρίδα του, ο Γκαζαρός βρήκε καταφύγιο στη Γαλλία, όπου κατάφερε σιγά σιγά να ξαναχτίσει τη ζωή του και να βρει την ευτυχία...
Αυτό που δεν μπόρεσε όμως ποτέ, ήταν να ξεχάσει πως το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του, όπως άλλωστε και τα τρία τέταρτα των συμπατριωτών του έχασαν τη ζωή τους από τούρκικο μαχαίρι στη φοβερή σφαγή του 1915, στο ολοκαύτωμα των Αρμενίων.
Όλ' αυτά λοιπόν αποφάσισε να τα περιγράψει με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια - και μαζί τους όλα τα γεγονότα που γνώρισε από κοντά ή από διηγήσεις άλλων - στις σελίδες ενός τετραδίου που για κάμποσα χρόνια κράτησε κρυμμένο από τα μάτια των ανθρώπων, ακόμα και των συγγενών του...
Μέσα από την αφήγηση της περιπλάνησης του, ο Γκαζαρός  μάς δίνει την απίστευτη, κι όμως τραγικά αληθινή, ιστορία μιας χώρας κι ενός λαού λησμονημένου" ( από το οπισθόφυλλο)

24 Απριλίου 1915 η έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Μια μικρή ιστορία για το βιβλίο

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου σήμερα και θυμήθηκα μια παλιότερη ανάρτησή μου. 

Μεγάλωσα σ' ένα σπίτι που δεν κυκλοφορούσαν βιβλία , γι΄αυτό δεν ξέρω πώς αγάπησα τόσο πολύ κάτι που δεν ήξερα. Προσπαθώ να θυμηθώ την πρώτη μου επαφή με τις σελίδες ενός βιβλίου αλλά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο εκτός από το Αναγνωστικό της Α΄Δημοτικού. Μια εγκυκλοπαίδεια αργότερα που τη διάβασα μέχρι και την τελευταία λέξη και μετά ό,τι έντυπο έπεφτε στα χέρια μου. 
Βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε στο χωριό ούτε και βιβλιοθήκη. Ένα από τα πρώτα μου βιβλία το απέκτησα με πολλή χαρά μαζεύοντας χαρτάκια από τις σοκολάτες της δραχμής. Τα ταχυδρόμησα στην εταιρεία και μου έστειλαν τις Περιπέτειες των Εξερευνητών. Έτσι γνώρισα το Μάρκο Πόλο και το δρόμο του μεταξιού. Για να αποκτήσω δεύτερο πέρασαν πολλά χρόνια. Καλή τύχη όμως οδήγησε τα βήματά μου στη βιβλιοθήκη του σπιτιού ενός δικηγόρου. Τόσα πολλά βιβλία δεν είχα ξαναδεί. Δανείστηκα αρκετά από αυτά χωρίς ο ίδιος να το ξέρει. Τα διάβαζα με πολλή προσοχή και αρκετά τα επέστρεφα χωρίς να έχω καταλάβει το περιεχόμενο τους. Ήταν αρκετή η επαφή όμως μαζί τους για να διατηρείται το πάθος της ανάγνωσης και η επιθυμία απόκτησής τους. Τότε ήταν που αυτή η αγάπη έβαλε ένα στόχο για το μέλλον. " Όταν θα μεγαλώσω θα δουλεύω για να μπορώ να αγοράζω βιβλία" . Έγινε όνειρο, από αυτά που μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν στη ζωή μου. 
 Εγώ και τα βιβλία. Σχέση μόνον αγάπης. Κάθε επαφή μαζί τους μυσταγωγία και ιεροτελεστία . Προσεκτικό άγγιγμα πρώτα και ύστερα η μυρωδιά του χαρτιού,  το ξεφύλλισμα κάθε σελίδας με θρησκευτική ευλάβεια και μετά η προσπάθεια της ανακάλυψης του κόσμου  μέσα  από αυτές.
 Άρχισα να φτιάχνω τη βιβλιοθήκη μου με αιματηρές οικονομίες τον καιρό που ήμουν μαθήτρια στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου.Συνεχίζω να την εμπλουτίζω με ακόμη πιο αιματηρές οικονομίες σήμερα. Τα βιβλία αποτελούν κομμάτι του εαυτού μου και γι' αυτό πολύ δύσκολα τα αποχωρίζομαι. Όταν θα συμβεί αυτό, ο αποχωρισμός, θα είναι μόνο για να προσφερθούν ως δώρα σε ανθρώπους που έχουν καταλάβει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Προσφορά φιλίας και δείγμα ισχυρών και αγαθών συναισθημάτων.
Μεγάλη αδυναμία μου τα παλιά βιβλία, σημαδεμένα πολλές φορές από αφιερώσεις και υπογραμμίσεις μαρτυρούν φιλίες και ανησυχίες, κουβαλούν μέσα στις κιτρινισμένες σελίδες τους τη γοητεία και τη μυρωδιά μιας άλλης εποχής. Τα καινούρια  πάλι συνεχίζουν να κεντρίζουν τη σκέψη μου, να εξάπτουν την περιέργεια μου και  να καλύπτουν τα κενά μου. 
 Όσο περισσότερο διαβάζω τόσο μεγαλύτερη γίνεται η επιθυμία της απόκτησης και άλλων βιβλίων. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο ώριμο το διάβασμα και οι επιλογές.Περισσότερο από ποτέ μ΄αρέσει να γράφω πάνω τους, να σημειώνω, να τσακίζω τις σελίδες τους, να μιλώ γι΄αυτά και να προσπαθώ να μεταδώσω λίγο από το δικό μου πάθος και στους άλλους. 
Αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί διαβάζω; Τι μου προσφέρει; 
Εκτός από αυτά που συνήθως υποστηρίζουμε, ότι τα βιβλία είναι φίλοι, είναι παρέα, εμένα τα βιβλία μου προσφέρουν τα κλειδιά  για να ανοίξω τις πόρτες της γνώσης και του νου, με βοηθούν να κατανοήσω τον κόσμο και τους ανθρώπους, αλλάζουν τη ζωή μου, με οδηγούν σε άλλους δρόμους , ίσως πιο μοναχικούς, με κάνουν άλλον άνθρωπο, πιο ελεύθερο, πιο ανεκτικό, πιο συνειδητό. Διότι ποτέ δεν χρησιμοποίησα την ανάγνωση μόνο για να περάσει η ώρα μου, αλλά για να βρεθώ ένα βήμα πιο μπροστά και να μπορέσω να βάλω ένα λιθαράκι στη διαμόρφωση  ενός πιο όμορφου κόσμου.

Στην μνήμη του αγίου Θερβάντες και του αγίου Σαίξπηρ που τιμώνται σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Κώστα Κρυστάλλη, Πάσχα στον Πίνδο

Όλο το χειμώνα ο Πίνδος μένει βουβός, ήσυχος δεν ακούγεται καθόλου. Νομίζει κανείς, πως κοιμάται κάτω απ’ το παχύ κάτασπρο πάπλωμα των χιονιών, βυθισμένος σ’ έναν ύπνο ολοκλήρων μηνών.
Οι κάτοικοι των χωριών, που οι μισοί απ’ αυτούς είναι τσοπάνηδες, κατεβαίνουν τότε μαζί με τις οικογένειές τους στα χειμαδιά. Απ’ όσους μένουν εκεί, οι άντρες, επειδή δεν έχουν καμιά δουλειά πάνω στις άγονες κορυφές του, ξενητεύονται σε χώρες μακρινές, για να εξοικονομήσουν τα αναγκαία της ζωής.
Μένουν λοιπόν εκεί μερικοί γέροντες, απόστρατοι της βιοτικής πάλης, που ταράσσουν με τις πολύλογες συζητήσεις των τη μονότονη ερημιά των μεσοχωριών και τη σιγαλιά των χαγιατιών της κάθε εκκλησιάς, καθώς και αρκετές γυναίκες και κοπέλλες.
Αυτές κάθονται κλεισμένες μέσ' στα σπίτια τους, γνέθουν τα μάλλινα υφάσματα τους, λένε τη νύχτα παραμύθια γύρω απ’ τη φωτιά και στον ύπνο τους ονειρεύονται το γυρισμό των καλών των.
Ώσπου έρχεται η άνοιξη… Ώσπου πλησιάζει το Πάσχα, η χαριτωμένη Λαμπρή…
Τότε παύουν οι μπόρες κ' οι κακοκαιριές. Ο ουρανός αλαφρώνεται απ’ τα πυκνά σύγνεφα και το πλάτος του ανοίγεται καθαρό, καταγάλανο. Ο ήλιος ανατέλλει στον ορίζοντα θερμός και ζωογόνος. Λυώνουν τα χιόνια στα χαμηλώματα του Πίνδου, και τα νερά σχηματίζουν μεγάλα, θολά κι ορμητικά ρέματα.
Στα σπλάχνα της γης ξυπνά το μικρό χόρτο και φουντώνει το λουλουδάκι από τα ζεστά του ήλιου φιλιά. Μόνον οι κορυφές λαμποκοπούν ακόμα κατάλευκες και παγωμένες.
Τότε αρχίζει να ξυπνά κι ο Πίνδος. Η καρδιά του πυρώνεται και ξεπαγών' η φωνή του. Οι γέροντες των χωριών του κατεβαίνουν συχνότερα στα μεσοχώρια και στα χαγιάτια των εκκλησιών, τα πρόσωπά τους παίρνουν φαιδρή όψη κ' οι συζητήσεις των ζωηρότερο ύφος.
Οι γυναίκες κ' οι κοπέλλες  οι ερωτιάρικες δεν κλείνουν πια ορμητικά τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών. Παρατούν κάπου – κάπου το μελαγχολικό αργαλειό και πιάνουν τ’ ανοιχτά λιακωτά, με τη ρόκα στη μασχάλη και με το τραγούδι στα χείλη τους, το τραγούδι της ελπίδας, του γυρισμού των ξενητεμένων τους.
Κι ' αυτοί, αφού γεμίσουν τα λερωμένα τους  πορτοφόλια τους με παράδες, αφήνουν πια την ξενητιά και ξεκινάνε για την πατρίδα τους, για το σπίτι τους, για τον Πίνδο.
– Μέρες Λαμπριάτικες… θα γυρίσω τώρα στον τόπο μου, λέει χαρούμενο κάθε ξενητεμένο παιδί του Πίνδου.
Κι ένα τραγούδι του Πίνδου λέει κι αυτό:

- Διώξε με μάνα μ' διώξε με με ξύλα, με λιθάρια
κι εγώ γυρνώ στα πέλαγα στα μακρινά τα ξένα,
θα κάμης χρόνους να με δης, μήνες να με παντέχης.
Κι ως έρθη η μέρα της Λαμπρής να πας στην εκκλησιά σου,
θα ιδής τους νιούς, θα ιδής τις νιές, θα ιδής τα παλληκάρια,
θα ιδής τον τόπο μ' αδειανό και το στασίδι μ' έρμο,
θα βγης όξω στα τρίστρατα, όξω στα σταυροδρόμια
και θα μαλλιάση η γλώσσα σου ρωτώντας για τ' εμένα:
-Διαβάτες που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε,
μην είδατε το γιόκα μου, το μοναχό το γιο μου;...

Η μητέρα του μοναχογιού αυτού του τραγουδιού τον έδιωξε και τον καταράστηκε, όταν γύρισε τη Λαμπρή απ' την ξενητιά και της γύρεψε την ευχή της, λέγοντάς της πως εκεί πέρα μια κόρη όμορφη, μάγισσας παιδί, που μάγευε τον ουρανό με τ' άστρα και του πελάγου τα καράβια, μάγεψε κι αυτόν και την παντρεύτηκε. Η μητέρα του τότε σήκωσε τη ρόκα της να τον χτυπήση στο κεφάλι και του φώναξε έξαλλη:
- Όξω, σκυλί, απ' το σπίτι μου κι από το πατρικό μου...
Κι ο νέος ξενητεύτηκε πάλι για χρόνια...

Το Μεγαλοβδόμαδο οι ξενητεμένοι βρίσκονται όλοι στο δρόμο και φτάνουν στις πατρίδες τους, ως το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Είναι συνήθεια να πάνε όλοι στην εκκλησιά του χωριού τους εκείνη τη νύχτα και να ακολουθήσουν το γύρισμα του ᾽Επιταφίου.
Πόση συγκίνηση, πόση χαρά, πόση ποίηση έχει ο γυρισμός αυτών των ξενητεμένων. Κ' οι καμπάνες που στολίζουν, από τρεις κι από πέντε μαζί, τα ψηλά καμπαναριά των εκκλησιών του Πίνδου, αναστατώνουν αυτές τις ημέρες με τους ήχους των όλη την έκταση των βουνών και τα βάθη των αγρίων εκείνων φαραγγιών. Νομίζει κανείς, πως αλαλάζουν κι αυτά απ’ τη χαρά τους για τον ερχομό των ξενητεμένων.
Πιο χαρωπές όμως αντηχούν οι καμπάνες στον όρθρο της Κυριακής του Πάσχα, στην πρώτη Ανάσταση. Και σημαίνουν, σημαίνουν αδιάκοπα τότε, σα να θέλουν να ξυπνήσουν και τους νεκρούς απ’ τα μνήματά τους, για να γιορτάσουν στην εκκλησιά την μεγάλη Ανάσταση.
Είναι σα να κράζουν του γέρου Πίνδου να σηκωθή πια από τον βαρύ ύπνο του, να ξετιναχθή, να ιδή τον ερχομό της γλυκειάς άνοιξης, ν’ ακούση το γλυκό κελάδημα των πουλιών του Απρίλη, σαν να σαλπίζουν πολεμικό εγερτήριο στον κοιμισμένο, στο σκλαβωμένο λαό της Ηπείρου.
Με μιάς τα παράθυρα των σπιτιών φωτίζονται όλα, οι πόρτες ανοίγουνε ως πέρα και βγαίνουν απ’ αυτές οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, όλοι καλοντυμένοι και στολισμένοι με τα δώρα που τους έφεραν από τις μακρινές χώρες των  οι ξενητεμένοι τους και τρέχουν με τις λαμπάδες των τις λευκές στην εκκλησιά.
Η εκκλησιά πλημμυρίζει από φώτα στο «δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός», που λέει ο παπάς, βγαίνοντας λαμπροφορεμένος στην Ωραία Πύλη με αναμμένα τα τρικέρια κι αντηχεί από ψιθυρισμούς χαρωπούς με την εκφώνηση του Χ ρ ι σ τ ό ς   Α ν έ σ τ η. Άλλες κωδωνοκρουσίες δυνατές επακολουθούν τότε κι άλλοι αντίλαλοι μακρινοί.
Κι όταν βγαίνουν απολείτουργα απ’ την εκκλησιά, τους χαιρετίζει με χαμόγελα το ροδόλευκο γλυκοχάραμα που βάφει με την πορφύρα του τις άκρες τ’ ουρανού και των κορυφών τα χιόνια και μυρώνει με θεϊκά αρώματα τα χλοερά χαλιά των χαμηλωμάτων και τον αιθέρα και διαλύει τα σκοτάδια των βαθιών φαραγγιών.
Να κι ο ήλιος που ανατέλλει σε λίγο, ο λαμπρός, ο ζεστός, ο γλυκός, ο πρόσχαρος ήλιος της Λαμπρής, που φιλεί με τόσην αγάπη, με τόσον πόνο τους κατοίκους του Πίνδου και προ πάντων τους ξενητεμένους σαν να τους σφίγγη στην αγκαλιά του πατρικά, σαν να τους λέη να λησμονήσουν την κακοπέραση της ξενητιάς, σαν να τους υπόσχεται για πολλούς μήνες να μη τους αναγκάση ν’ αφήσουν τον τόπο τους, την οικογένειά τους...
Χαϊδεύει ο Λαμπριάτικος ήλιος τον χιονισμένο Πίνδο, τον χαϊδεύει και του ορκίζεται πως θα συγκεντρώσει όλες τις φλόγες και θα αναλύση γρήγορα τα παχιά χιόνια του, θα τον ξεφορτώση απ’ τους βαριούς πάγους, θα τον στολίση πάλι με ίσκιους, με λουλούδια, με πουλιά και θα φέρει πλάι στην αγκαλιά του κάτω απ’ τα χειμαδιά τα πρόβατα με τα λαμπρά τους κουδούνια, τους βοσκούς με τις γλυκιές των φλογέρες, τις βλαχοπούλες με τα γλυκά τους τραγούδια και τους κλέφτες του τους παλιούς με τ’ ασημένια τους άρματα.
Και χαμογελάει τώρα ο Πίνδος και λησμονάει το μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο του και ξαναπαίρνει ζωή και δύναμη.
Τ’ απομεσήμερο της Κυριακής γίνεται στις εκκλησιές η δεύτερη Ανάσταση, η λεγόμενη Αγάπη. Χορτασμένοι εκεί όλοι απ’ το πασχαλινό τραπέζι, μεθυσμένοι απ’ τη χαρά και την ευτυχία και ζεσταμένοι από τις αχτίδες του ευεργετικού ήλιου, ξεχύνουν γύρω τους το τραγούδι της ζωής.
Αλλάζουν τώρα το φιλί της Αγάπης, πάνω στο χορό που στήνουν οι μαυρομάτες στα χοροστάσια, στις πλατιές αυλές και στα χορταρόστρωτα σιάδια των χωριών.
Στους χορούς αυτούς πιάνεται κ' η αγάπη των νέων. Ξυπνάει πια κ' η καρδιά πούναι ζεστή. Το δείχνουν τα πύρινα βλέμματα, το φανερώνει και το τρυφερό τραγούδι που χορεύουν:

Εμπάτε τσούπρες, στο χορό να μάθετε τραγούδια,
να ιδήτε και να μάθετε πώς πιάνεται η αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
κι από τα χείλη στην καρδιά.

Αυτό είναι το Πάσχα στον Πίνδο. Είναι το πρώτο ξύπνημα ύστερ’ από τον βαρύ, βαρύτατο χειμωνιάτικο ύπνο. Είναι η πρώτη Ανάσταση της ζωής ύστερ’ από μια μεγάλη νάρκη κι ένα βαθύ μαρασμό. Και γι’ αυτό γιορτάζεται τόσο χαριτωμένα, τόσο πρωτότυπα.

                                                                                             
Άπαντα Κρυστάλλη, εισαγωγή - κατάταξη -σχόλια Κ. Πορφύρη, εκδόσεις Αυλός χ.χ.

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Είχε ξημερώσει η 21η Απριλίου...

...Ένιωσα ένα βάρος πάνω στα πόδια μου, προσπάθησα να ελευθερωθώ απ' αυτό, δεν μπόρεσα. Ξύπνησα. Προσπάθησα ν' ανασηκωθώ. Δεν μπόρεσα. Υλικό το βάρος με εμπόδιζε. Μίλησα, είπα: Ποιος είναι καθισμένος στα πόδια μου; Δεν απάντησε κανείς. Τρομοκρατήθηκα, μπορεί και να έχασα τις αισθήσεις μου, δεν ξέρω. Κάποιος μετακινήθηκε, μαζί του και το βάρος. Μουρμούρισα από μέσα μου: Μητέρα, αν είσαι εσύ, ελευθέρωσέ με. Η μητέρα είχε πεθάνει πριν δυό μήνες ακριβώς. Τα πόδια μου κινήθηκαν και βυθίστηκα στον ύπνο. Τώρα αισθάνομαι μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπό μου, κάποιος τραβάει την κουβέρτα και με ξεσκεπάζει. Είναι ένα άσπρο σκυλί που στέκει στα δυό του πόδια και με καλεί να χορέψουμε. Σηκώνομαι και το ακολουθώ στο πλαϊνό δωμάτιο, εκεί που ήταν το σαλόνι. Ένα φως ροζ, τόσο ροζ που δεν θυμάμαι ποτέ να το' χω ξαναδεί, το δωμάτιο τελείως κενό, χορεύω με το σκύλο μέσα στη μέση του δωματίου αλλά αισθάνομαι πως με κοιτάζουν. Σηκώνω τα μάτια μου, γύρω γύρω στρατιώτες δίχως πρόσωπα, πάνω σε ξύλινα πρόσωπα σαν αυγά, υπάρχουν μόνο τα μάτια που με παρακολουθούν και με παγώνουν. Από το φόβο θέλω να ουρλιάξω, ο σκύλος όμως θέλει να χορεύω, για μια στιγμή ανάμεσα στις στρατιωτικές φιγούρες βλέπω την αδελφή της μητέρας μου, πάω να της ζητήσω βοήθεια, όμως ξαφνικά είμαι πάλι θεομόναχη μέσα στο άδειο δωμάτιο και στην απέναντι πόρτα ορθή μέσα στο γύψο η κόρη μου. Παραλύω από το φόβο, δεν έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι της, ο σκύλος με στρέφει προς το παράθυρο. Μέσα στο πλαίσιο του παραθύρου βλέπω μια βάρκα ν' απομακρύνεται, μέσα κάθεται η μητέρα μου και κρατάει στην αγκαλιά της ένα νέο αγόρι σαν πεθαμένο. Όχι!, Όχι, δεν είναι ο γιος μου αυτό! Η βάρκα όλο κι απομακρύνεται. Ποιον παίρνει η μητέρα μου στον άλλο κόσμο μαζί της;..

Το ίδιο πρωί μαθαίνεις ποιος ήταν ο νεκρός. Είχε ξημερώσει η 21η Απριλίου.

Ξεπέρασες το φράγμα του φόβου, ο φόβος είναι μια λειτουργία που μπορεί να γίνει καθεστώς. Είσαι εγκατεστημένη μέσα στο καθεστώς του φόβου, λειτουργείς και υπάρχεις δια του φόβου, δεν υπάρχει άλλο βήμα για να πας πιο εκεί. Μπροστά από το παράθυρό σου περνάει η κηδεία. Μέσω του σώματός του κληρονομήθηκε και παραδόθηκε ο φόνος, σήμερα κηδεύεται αθώος και ένοχος, οι ένοχοι ελεύθεροι θα εξακολουθούν να συνωμοτούν με κάσκες, με τραγιάσκες ή μέσα στη φιλαρμονική που παιανίζει πένθιμα την εκφορά του.

Η λαϊκή αγορά την Παρασκευή της 21ης Απριλίου, η πορτοκαλιά άνοιξη σπαρμένη καταμεσής του δρόμου ανάμεσα στα φορτηγά, ο Ύμνος της Ελευθερίας από τα ραδιόφωνα, τα πορτοκαλιά τανκς με τις σημαίες της Εθνικής Απελευθέρωσης των Ελλήνων, μπουκαπόρτες των πολιορκημένων, οι πολιορκητές με τα βέβαια σύμβολα "Σε γνωρίζω από την όψη", τη γαλανόλευκη και την " Μπόκα ντε λα βεριτά" ανοιχτή, να ξερνάει τον Ύμνο στην Ελευθερία, ο Σολωμός καβάλα ανάποδα σ' ένα γαϊδούρι για να μη βλέπει, σύμβολο όμως πάντα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, οι μανάβηδες αφήνουν σωρούς τα φρούτα μέσα στη μέση του δρόμου, οδοφράγματα της άνοιξης τα λαχανικά, ακίνητα τα φορτηγά, η τάξις βασιλεύει - το λέει το ραδιόφωνο - αναποδογύρισε το φυτώριο των βασιλικών - υπάρχει και ανθοπώλης στη λαϊκή αγορά - το λουλούδι κι αναποδογυρισμένο ακόμα μοσκοβολάει, στα βάγια - σε δυό μέρες των Βαΐων - θα τα κόψουν απ' την ελιά που στέκει ακόμα ορθή με τυλιγμένη τη ρίζα της στη λινάτσα, όπου και να' ναι ο όνος θα φανεί.

Θούριος θριάμβου στα ραδιόφωνα " Εμπρός Ελάς για την Ελλάδα", λάθος, αυτός ήταν ο ύμνος των ανταρτών εναντίον των Γερμανών, " Εμπρός για μιαν Ελλάδα νέα" ο ύμνος της δικτατορίας, ο θούριος πάλι " εμπρός", πολλά " εμπρός" εκπέμπει, κανείς δεν ξέρεις προς τα πού να κινήσει, τα πάντα ακινητούν. Φλας. Πρώτο πλάνο: τα τανκς. Δεύτερο πλάνο: τα τανκς. Τρίτο πλάνο: τα τανκς. Θέλεις να φοβηθείς δεν φοβάσαι, δεν ξέρεις πια πώς να φοβηθείς. Νύχτα 3 του Δεκέμβρη 1944, ο βόμβος των τανκς, υποχθόνιος, υποβρύχιος, κάτω απ' το κρεβάτι, κάτω απ' τα θεμέλια του σπιτιού. Πάνε; Έρχονται; Δικά τους; Δικά μας; Ο φόβος περιγράφεται. Ο φόβος είναι...

Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ, Χρονικό ενός εφιάλτη( 1966-1974), Καστανιώτης, Αθήνα 1986.

" 21 Απριλίου 1967. Πραξικόπημα. Ο λαός σιδεροδέσμιος. Η στρατιωτική χούντα καταργεί κάθε έννοια ελευθερίας με όλα τα μέσα: συλλήψεις, εξορίες, φυλακές, βασανιστήρια, θάνατο.
Συγκλονιστική η κατάθεση της Μιλλιέξ. Γιατί δεν είναι η εμπειρία ενός ατόμου που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα, καταδικάστηκε ερήμην, του αφαιρέθηκε η υπηκοότητα, του απαγορεύτηκε η επάνοδος στην πατρίδα. Είναι και τα βιώματα ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού. 
" Δίχως γλώσσα, δίχως τόπο, πού είναι η πατρίδα, το σώμα σου δεν έχει χώρο πουθενά", λέει η Μιλλιέξ. " Η στέρηση της γλώσσας είναι σκληρή σαν την πείνα. Έξω από την πατρίδα μου, διαπίστωσα μέσα μου το θάνατο του λόγου και για τρία χρόνια δεν προσπάθησα να ξαναμιλήσω πια.
Συσσώρευσα, όμως, θυμό κι αυτό ήταν που μια μέρα έσπασε το φράγμα κι άξαφνα ξεχύθηκαν όλες οι λέξεις μαζί, απαγορευμένες λέξεις, που ανέβαιναν από τα έγκατα στην επιφάνεια υπερασπίζοντας την ύπαρξή μου την ίδια, απαγγέλοντας το Κατηγορώ εναντίον κάθε βιασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του πνεύματος".
Αυτό είναι το "Χρονικό" .


Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης, Ενθύμημα


Μέσ' από έρημους δρόμους βρέθηκα κάποτε στην γκρίζα συνοικία των χαμένων καιρών, στάθηκα σ' ένα καφενείο, ήπια κονιάκ, απ' τη μεριά του ήλιου κάθονταν δυό γέροι, δε με θυμήθηκαν, τα χείλη τους τρεμόπαιζαν σα να μουρμούριζαν κάποιο μυστικό που μόλις είχαν μάθει και που θα το ξεχνούσαν σε λίγο για πάντα κι αυτό
εδώ γεννήθηκα, ανάμεσα σε πολύτεκνες οικογένειες που κοιμόντουσαν όλοι στο πάτωμα, τα χέρια των αγοριών ψαχούλευαν τα κορίτσια σα να ξεφύλλιζαν το πρώτο τους αναγνωστικό - συνοικία των μικρών διαβόλων που πέθαιναν αναμάρτητοι στα 5 ή στα 17 τους χρόνια
σκοτεινά μικρομάγαζα όπου γυναίκες αγόραζαν φουρκέτες, οι άντρες καπνό και τα παιδιά όνειρο σε χρωματιστά χαρτάκια
στο δρόμο προς το σταθμό ύποπτα ξενοδοχεία, όπου οι καμαριέρες άκουγαν τόσους ερωτικούς στεναγμούς που ξεχνούσαν να γεράσουν
τ' αγόρια τραγουδούσαν  στις γωνιές - λαρυγγισμοί παιδιών που δεν θα υπήρχαν του χρόνου
οι γυναίκες τ' απογέματα έβγαιναν στις ξώπορτες κι άκουγαν τη ρομβία ή μιλούσαν για κάποιο ταξίδι  τους, νιόνυφες, στην Τήνο 
θυμάμαι τα βράδια που γυρίζοντας από μια σταυροφορία στο άγνωστο προφταίναμε πάντα το τέλος του δείπνου: φακές ή τηγανητά αυγά - σα δυό μικρά ηλιοτρόπια
κι ύστερα ο θόρυβος απ' το πλύσιμο των πιάτων έφτανε σβησμένος μες στον ύπνο μας σαν ένα σύντομο χαίρε της ατέλειωτης μέρας
θυμάμαι τα χειμωνιάτικα απογέματα μ' ένα χιόνι από παλιά παραμύθια
θυμάμαι τ' ανοιξιάτικα πρωινά που οι ραπτομηχανές κελάρυζαν σα ρυάκια
κι αργότερα, έφηβος, χορεύαμε στις αυλές, φωνογράφος με χερούλι, γρατζουνισμένα ταγκό, κι όπως σφίγγαμε πάνω μας τα κορίτσια, εκείνα κοίταζαν σα μαρμαρωμένα το κενό ή μας έσπρωχναν κι έφευγαν πανικόβλητα -
αμέτρητες σελίδες που δε γράφτηκαν ποτέ - ποιος ποιητής θα σε τραγουδήσει, φτωχή λυπημένη συνοικία, ή ποιος θα μιλήσει για κείνα τ' άλλα που συμβαίνουν λίγο πιο εκεί απ' την πραγματική ζωή
ω, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ' την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ' τις πιπεριές μ' έναν Σοπενάουερ στην τσέπη
σ' εκείνον το ρομαντικό ρόλο που "έπαιζα" τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου
απ' το λόφο φυσούσε έν' απαλό αεράκι που σου' φερνε δάκρυα κι ουρανός την άνοιξη ήταν τόσο γαλάζιος, που ήθελες να πεθάνεις
γιατί ο θάνατος είναι πάντα συνέχεια ενός μεγάλου ονείρου -
συνοικία με τις παιδικές ψείρες που δεν μας ταπείνωναν γιατί μας θύμιζαν τις ωραίες διηγήσεις του θείου που είχε κάνει αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία
με τα " Μικρά Μυστικά" των κοριτσιών, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς μόλις γίνονταν γυναίκες
ή τον Ιούλιο Καίσαρα που διάβαινε καμιά φορά στο βάθος, ξεφεύγοντας το ανιαρό μάθημα της Ιστορίας
και τ' ωραίο κορίτσι της οδού Νηλέως που πλάγιαζα μαζί της έφηβος, όταν έμεινε έγκυος τη χτύπησα, εκείνη απελπισμένη πήγε σ' ένα σκιτζή γιατρό και πέθανε από αιμορραγία. Αλλά τώρα έρχεται κάθε νύχτα φέρνοντας μαζί της μια ολόκληρη χορωδία αγγέλων - ίσως γι' αυτό δεν μπορώ τις νύχτες να κοιμηθώ.
Συνοικία, που απ' τ' ανοιχτά παράθυρα των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν θεία συγχώρεση.

Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
                      γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.

Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987)
Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

... και το σκοτάδι το πλουτίζει ένα σμαράγδι...


ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ
Ω μακαρία νυχτιά μέσα στο χρόνο,
ξεμονάχιασμα ψυχών στη φυλακή
την πρώτη του Όρθρου και πλουτισμός
των κρεμασμένων άστρων, λες και θέλουν,
πριν σβήσουν σε άχνες εωθινές, να δείξουν
πόσες δυνάμεις ξαγρυπνάν για μας.

Συμμαζωχτόν, εκεί δα, στη ρίζα της ελιάς,
ένα δέος το σαλίγκαρο πριν την ώρα ξυπνά
και τεντώνει τα κέρατα με αδημονία
να εξακριβώσει, τι παραλλάζει απόψε.

Τέτοια γαλήνη, τέτοια απανεμιά.

Μονάχα αν καταπόθηκε με μιάς 
για πάντα η καταβόθρα του θανάτου
θα εξηγιόταν η μαγεύτρα αυτή νυχτιά.

Φαντάσου κι' αν κανένας μέγας Θεός,
κρατώντας σύνεργα της παντοδυναμίας Του,
βάλθηκε, κινημένος από συμπόνια,
τα έγκατα της μαυρίλας να τρυπήσει,
να καταργήσει αυτόν τον Τρωγλοδύτη
που μας θερίζει ωμά χιλιάδες χρόνους.

Στα θάμνα έπεσε ο Βέγας!

Να, η Πυγολαμπίδα,
και το σκοτάδι το πλουτίζει ένα σμαράγδι.
Πώς κύλησε στο μαύρο χάος, πυρήνας
μιας δημιουργίας η σιωπηλή αναγάλλια
με τα πλουμίδια της, μικρούλα λυχνία.

Ένα νεράκι κελαρύζει λίγο πιο πέρα
κι' έρχεται, σαν να επιλέχτη ο κέλαδός του
στο νύχτιο αυτό τόπον της παρηγόριας·

αλλά και μιαν ανευωδιά, σαν πρώιμου ρόδου,
άτονα μύρα, έτσι δειλά, αναδίνει,
κι' ένας παλμός σταχτής φτεροκοπά
το νυχτοπούλι, συντροφιά κι' αυτό κρατώντας.

Όσο για τ' άλλα, όλα σωπαίνουν· το αεράκι
δεν ήρθε· ανασασμός άλλος, κανείς,
εξόν τα λίγα αυτά ιερά στοιχεία
δεν ξαλαφρώνει κανένα βαρύ στήθος.

Όλα είναι ακόμη φοβισμένη ευδαιμονία.

Όλα είναι ακόμη θάμπος κι' έκσταση.

Όλα είναι καλωσύνη και ξεκούραση.

                                              Τάκης Παπατσώνης
Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Πάσχα των Ελλήνων. Μικρή Ποιητική Ανθολογία, Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1993

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Luis Sepulveda : το τέλος μιας πτήσης


Ο σπουδαίος Χιλιανός συγγραφέας και ακτιβιστής  Luis Sepulveda έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον κορωνοϊό!  Σε ηλικία 70 ετών και αφού είχε βγει νικητής πολλές φορές στη ζωή του στις μάχες με τη Χιλιανή δικτατορία, τη φυλακή, τις εξορίες. 
Ο Luis Sepulveda  γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle της Χιλής. Έντονα πολιτικοποιημένος συμμετείχε σε κινητοποιήσεις εναντίον της δικτατορίας στη χώρα του. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη , κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε 28 χρόνια φυλακή. Αποφυλακίστηκε μετά από παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και αφού είχε εκτίσει δύο χρόνια στη φυλακή. Με την αποφυλάκιση του υποχρεώθηκε να φύγει από την πατρίδα του. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους Ινδιάνους Σουάρ . Αυτή η συμβίωση - συνύπαρξη άλλαξε τις αντιλήψεις του για τον κόσμο και αυτό εκφράστηκε στο μυθιστόρημά του " Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης". 
Στρατεύτηκε στη διεθνή  ταξιαρχία " Σιμόν Μπολιβάρ" και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Όταν ήρθε στην Ευρώπη δραστηριοποιήθηκε στην Greenpeace. 
 Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: "Ο κόσμος του τέλους του κόσμου" (1989), "Όνομα ταυρομάχου" (1994), "Patagonia express" (1995), "Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει" (1996), "Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer" (1996), "Hot Line, Γιακαρέ" (1997), "Η τρέλα του Πινοσέτ" (2002), "Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ" (2004), "Η δύναμη των ονείρων" (2006)κ.α. και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.

Ένα μικρό απόσπασμα από το  βιβλίο του "Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει", το οποίο μεταξύ άλλων εξετάζει και το μεγάλο πρόβλημα της ρύπανσης των θαλασσών.

Το τέλος μιας πτήσης
Ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, λιαζόταν στο μπαλκόνι, ρονρονίζοντας, και σκεφτόταν τι ωραία που την περνούσε εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά, τα τέσσερα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη.
Τη στιγμή ακριβώς που έστριβε τεμπέλικα το κορμί για να λιάσει και τη ράχη του, άκουσε το βόμβο κάποιου πετούμενου που δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, και που ζύγωνε με μεγάλη ταχύτητα. Τινάχτηκε πάνω, στήθηκε γερά στα τέσσερα ποδάρια του, κι ίσα που πρόλαβε να χωθεί σε μια γωνιά, αποφεύγοντας το γλάρο που έπεσε στο μπαλκόνι του.
Πιο βρόμικο πουλί δεν είχε ξαναδεί! Όλο του το κορμί ήταν ποτισμένο με μια μαύρη ουσία που έζεχνε.
Ο Ζορμπάς ξεπέρασε το πρώτο σοκ, κι ο γλάρος έκανε μια προσπάθεια ν' ανασηκωθεί, μαζεύοντας τις φτερούγες.
" Έχω δει και κομψότερες προσγειώσεις" νιαούρισε ο γάτος.
" Το ξέρω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα" έκρωξε η Κενγκά.
" Ρε συ, τα χάλια σου έχεις!" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Και τι είν' αυτό που' χεις πάνω σου; Σκυλοβρομάει!"
" Με βρήκε το μαύρο κύμα. Η μαύρη μάστιγα. Η κατάρα των θαλασσών. Θα πεθάνω" έκρωξε παραπονιάρικα η Κενγκά.
" Θα πεθάνεις; Μην το λες αυτό" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Είσαι βρόμικη και κουρασμένη - αυτό είν' όλο. Γιατί δεν πετάγεσαι ως τον Ζωολογικό Κήπο; Δεν είναι μακριά από δω, κι έχει εκεί κτηνιάτρους που μπορούν να σε βοηθήσουν."
" Δεν μπορώ. Αυτό ήταν το τελευταίο μου πέταγμα" έκρωξε η Κενγκά με φωνή ξεψυχισμένη κι έκλεισε τα μάτια.
" Μην πεθάνεις! Ξεκουράσου λιγουλάκι και θα δεις πως θα συνέλθεις. Πεινάς; Να σου δώσω λίγο απ' το φαΐ μου, αλλά σε παρακαλώ, μην πεθάνεις!" νιαούρισε ο Ζορμπάς, πλησιάζοντας την εξουθενωμένη Κενγκά.
Κατανικώντας την αποστροφή  του, ο γάτος τής έγλειψε το κεφάλι. Εκείνη η ουσία που την είχε ποτίσει, είχε κι απαίσια γεύση. Περνώντας με τη γλώσσα του από το λαιμό, πρόσεξε πως η αναπνοή του πτηνού γινόταν όλο και πιο αδύναμη.
"Άκου να σου πω, φιλενάδα: θέλω να σε βοηθήσω, αλλά δεν ξέρω πώς. Κοίτα εσύ να ξεκουραστείς, κι εγώ θα πεταχτώ να ρωτήσω τι κάνει κανείς μ' έναν άρρωστο γλάρο" νιαούρισε ο Ζορμπάς και πήδηξε στη στέγη.
Είχε ήδη κινήσει για την καστανιά, όταν άκουσε το γλάρο να τον φωνάζει.
" Θες να σου αφήσω λίγο φαΐ;" νιαούρισε λίγο ανακουφισμένος.
" Πρόκειται να κάνω ένα αβγό. Θα μαζέψω τις τελευταίες μου δυνάμεις και θα το κάνω. Φίλε μου,γάτε, έχω καταλάβει πως είσαι ένα ζώο καλό και πονόψυχο. Γι' αυτό, θέλω να σου ζητήσω τρεις χάρες. Θα μου τις κάνεις;" έκρωξε η Κενγκά, κάνοντας μια βαριά κι απεγνωσμένη προσπάθεια να σηκωθεί όρθια.
Ο Ζορμπάς σκέφτηκε πως ο φουκαράς ο γλάρος παραληρούσε και πως, μπροστά σ' ένα πουλί σ' αυτά τα χάλια, δεν μπορείς παρά να δειχτείς γενναιόψυχος.
" Σου υπόσχομαι ό,τι θέλεις. Τώρα, όμως, ξεκουράσου" νιαούρισε με κατανόηση.
" Δεν έχω χρόνο να ξεκουραστώ. Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα φας τ' αβγό" έκρωξε η Κενγκά, ανοίγοντας τα μάτια.
" Σου υπόσχομαι να μη φάω τ' αβγό" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
" Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το φροντίζεις ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι" έκρωξε η Κενγκά, τεντώνοντας το λαιμό.
" Σου υπόσχομαι να το φροντίζω ώσπου να γεννηθεί το γλαρόνι" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
" Και θέλω να μου υποσχεθείς πως θα το μάθεις να πετάει" έκρωξε η Κενγκά, κοιτάζοντας το γάτο κατάματα.
Τότε ο Ζορμπάς υπέθεσε πως αυτός ο φουκαράς ο γλάρος όχι μόνο παραληρούσε, αλλά κι είχε τρελαθεί τελείως.
" Σου υπόσχομαι να το μάθω να πετάει. Και τώρα ξεκουράσου - πάω να φέρω βοήθεια" νιαούρισε ο Ζορμπάς και, μ' ένα σάλτο, ξαναβρέθηκε στη στέγη.
Η Κενγκά κοίταξε τον ουρανό, ευχαρίστησε όλους τους καλούς ανέμους που την είχαν συντροφέψει, κι ακριβώς τη στιγμή που ξεψυχούσε, ένα άσπρο αβγουλάκι με γαλάζια στίγματα κύλησε δίπλα στο κορμί της, το ποτισμένο με πετρέλαιο.

Luis Sepulveda, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει, μετφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις opera, Αθήνα 2008, 7η έκδοση

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Όρος των Ελαιών


Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει, ο λίγος αγέρας που φυσούσε τη μέρα είχε πέσει. Σύννεφα δεν ταξίδευαν στον ουρανό, και τα φύλλα των δέντρων δε σάλευαν στον ελιώνα που έπιανε ολάκερο το βουνό, στ' ανατολικά της Λέσβου.
Η νύχτα της Ανάστασης ερχόταν ήσυχη και καθαρή.
Ο Βασίλης Βάρκας είναι η μόνη ψυχή απόψε πάνω στο βουνό. Όλη τη μέρα δούλεψε κλαδεύοντας τα δέντρα. Άμα τέλειωσε αποτραβήχτηκε στο καλύβι του. Καθάρισε τη μικρή αυλή, ύστερα έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του. Όταν κι αυτό έγινε, πήγε και κάθισε κάτω από ένα γερασμένο δέντρο. Σήκωσε τα μάτια του αργά, τα' φερε ένα γύρο σ' ανατολή και δύση, ύστερα τ' ακούμπησε στο βάθος, κατά τη θάλασσα που δε σάλευε.
Είναι πια πολύ γέρος. Δε θυμάται, μα πρέπει να' χει περάσει τα εβδομήντα. Ήρθε στο νησί απ' την πατρίδα του, την Ανατολή, όταν γίνηκαν οι διωγμοί των χριστιανών, στα 1922. Ένας άρχοντας τον πήρε για φύλακα στα κτήματα του, κι από τότε άραξε στο βουνό. Απ' τους δικούς του, τη φαμίλια του, δε σώζεται πια κανένας. Ένα παιδί, που είχε, το πήρε ο πόλεμος. Χάθηκε στην Ανατολή.
Οι μέρες του τώρα στο βουνό με τις ελιές είναι ήσυχες, απαράλλαχτες, η μια, η άλλη. Το χειμώνα, σα βρέχει, δεν ξεμυτίζει απ' το καλύβι. Ανάβει ξερούς κορμούς στο τζάκι και κοιτάζει πολλές ώρες τη φωτιά που γίνεται σιγά στάχτη. Σαν ξανοίγει ο καιρός συνηθίζει να κατεβαίνει στο ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα. Ακούει τη βοή που κάνουν τα νερά και θυμάται τη ζωή που πέρασε, τα μεγάλα δάση και τα ποτάμια της Ανατολής.
Έτσι κάποτε θα' ρθει το τέλος. Λέει πια πως θα' ναι σύντομα. Θα τον θάψουν στη μικρή αυλή. Εκεί έχει σκάψει το χώμα και φύτεψε ένα κυπαρίσσι που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Εκεί λέει πως θα συχάσει, όταν θα' ρθει το τέλος.


***
Η νύχτα της Ανάστασης είναι καθαρή. Τα άστρα τρέμουν. Έχουν περάσει πολλές ώρες. Ο μπαρμπα-Βασίλης λογαριάζει πως κάτω, στο χωριό, οι άνθρωποι θα ’χουν πάει στην εκκλησιά. Είναι πολλή ησυχία.
  Άξαφνα ο γέροντας σα ν’ ακούει αλαφρό θόρυβο, βήματα ανθρώπου που πλησιάζει. Αποτραβήχτηκε απ’ τους λογισμούς του και στύλωσε τα μάτια του στη νύχτα. Σε λίγο ένας όγκος άρχισε να ξεχωρίζει. Ολοένα ερχόταν, φαινόταν πια καθαρά.
 – Ακήφ, εσύ είσαι; Λέει ο γέροντας.
 – Εγώ, αποκρίνεται η άλλη φωνή.
 – Γιατί ανέβηκες ίσαμε δω; Ο δρόμος είναι μακρύς.
 – Ήρθα απ’ το μονοπάτι. Σκέφτηκα πως κι απόψε θα ’σαι καταμόναχος.
Ένα φύσημα ασήμαντο πέρασε και άγγισε τα φύλλα. Πάλι έγινε ησυχία.
 – Κάθισε, λέει ο μπαρμπα-Βασίλης στον Ακήφ.
  Κάθισε σιωπηλά.
  Ο Ακήφ θα ’χει τα ίδια χρόνια με τον μπαρμπα-Βασίλη. Είναι Τούρκος, από τούτα τα μέρη του νησιού. Τις πιο πολλές μέρες της ζωής του τις πέρασε δραγάτης, φυλάγοντας τα κτήματα σ’ αυτά τα βουνά. Ξέρει τον τόπο βήμα με βήμα. Όταν έγινε η ανταλλαγή των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους χριστιανούς της Ανατολής, οι Έλληνες τον κράτησαν τον Ακήφ για να τους δείξει τα κτήματα που άφησαν οι Τούρκοι του τόπου. Έτσι έμεινε στο νησί, αυτός μονάχος απ’ όλη τη φυλή του που ξεπατρίστηκε. Στην αρχή ήταν φοβερό, η ζωή του ήταν αβάσταχτη. Ο τόπος είχε γεμίσει από Ανατολίτες πρόσφυγες που ήρθαν με την καταστροφή του 1922. Όλοι τον βλαστημούσαν σαν περνούσε, και φτύνανε τον τόπο που πάτησε, για να δείξουν πόσο ήταν το μίσος τους για τη φυλή του. Τα παιδιά τον παίρναν από πίσω και τον πείραζαν φωνάζοντας:
– Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!
Ο Ακήφ, αυτά ακούγοντας, έτρεχε σαν κυνηγημένο αγρίμι που πάει να κρυφτεί στη σπηλιά του.
Τούτη η ιστορία του φιδιού του Ακήφ ήταν σαν παραμύθι που είχαν να το λένε οι χριστιανοί του τόπου. Η ιστορία έλεγε πως στα νιάτα του ο Ακήφ, θέλοντας μια μέρα να ξεφράξει ένα τούμπο που κατέβαζε νερό, είδε να πετάγεται μες απ’ το τούμπο ένα τεράστιο θεριό με μαύρα λέπια και μάτια μεγάλα σαν του βοδιού. Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, το φίδι κι ο Ακήφ, μα ο Τούρκος πρόφταξε να το χτυπήσει μ’ ένα φτυάρι πριν ακόμα βγει ολάκερο απ’ το τούμπο. Το φίδι χίμηξε καταπάνω του και, με τη δύναμη που του απόμενε, αφρισμένο, πολέμησε να τον ρίξει κάτω. Παλέψανε. Μα το φίδι, χτυπημένο καταπώς ήταν, δε μπόρεσε να βαστάξει πολύ. Ο Ακήφ το ίδιο βράδυ έπεσε με πυρετό. Έμεινε στο στρώμα έναν ολάκερο χρόνο. Παραμιλούσε, και μες στα όνειρά του έβλεπε όλες τις νύχτες τα μαύρα λέπια και τα μάτια του φιδιού που τον παραμονεύαν. Μούγκριζε, ο ίδρος έτρεχε απ’ το κορμί του και το πότιζε. Κανένας δεν έλεγε πως θα βαστάξει ίσαμε το τέλος. Ωστόσο η γερή βουνίσια κράση του νίκησε. Μα απ’ τον παλιό Ακήφ δεν έμεινε παρά ένα φτωχό φοβισμένο ζώο που έτρεμε τον ίσκιο του.
Από τότε κανένας δεν κοτούσε να μιλήσει μπροστά του για το φίδι. Μονάχα οι μητέρες λέγαν στα μωρά τους την ιστορία, σαν παραμύθι.
Όμως, σα φύγαν οι Τούρκοι απ’ το νησί κι αυτός έμεινε μονάχος, τα παιδιά ξεθαρρευτήκανε. Βλέποντας και τους μεγάλους να τον βλαστημούν, τρέχαν ξοπίσω του φωνάζοντας:
– Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!
Κι ύστερα γελούσαν σαν τον βλέπαν αλλοσούσουμο να τρέχει για να χαθεί από μπροστά τους.
Ποιος να βοηθήσει τώρα τον Ακήφ; Ποιος να τον φοβηθεί; Πού νά ’βρει προστασία; Είναι μονάχος κ' έρημος. Τι καλά που θα ’ταν να τον άφηναν να φύγει κι αυτόν στην ξένη χώρα, αντίκρυ, στην Ανατολή, όπου φύγανε οι άλλοι απ' το έθνος του. Ήταν η μόνη ευτυχία, η τελευταία, που μπορούσε να περιμένει απ’ τη ζωή. Δεν του την άφησαν οι άνθρωποι, μήτε αυτή. Σαν έβλεπε κανένα χριστιανό που απ’ τα σουσούμια του τον μάντευε καλόγνωμον άνθρωπο, έπεφτε στα γόνατά του, πάνω στο χώμα, και τον παρακαλούσε:
   – Βοήθησέ με, κι ο Αλλάχ είναι μεγάλος και θα σου το πληρώσει. Βοήθησέ με να πάγω  κει που πήγαν οι δικοί μου.
 Του έλεγε πως στην Ανατολή είναι θαμμένος ο αδερφός του, που τον πήρε ο μεγάλος πόλεμος. Θα ρωτήσει πού είναι το μπογάζι του Τσανάκαλε. Και βέβαια θα του πούνε. Θα πάει στο μπογάζι του Τσανάκαλε και βέβαια θα βρει τον τάφο του αδερφού του. Εκεί να ησυχάσει, στο ίδιο χώμα, μαζί του.
 Αυτά έλεγε, και τα δάκρυα τρέχαν απ’ τ’ αγαθά μάτια του, μπερδεύονταν πάνω στ’ άσπρα του τα γένια. Μα, όσο κι αν παρακαλούσε, στάθηκε αδύνατο να τον αφήσουν να φύγει.
Έτσι σιγά-σιγά το πήρε απόφαση πως «κισμέτ» ήταν να πεθάνει μονάχος κ' έρημος στη γενέθλια γη. Και, όπως τα συνηθίζει όλα κανείς στον κόσμο τούτον, έτσι το συνήθισε κι αυτό. Απ’ την άλλη μεριά κ' οι χριστιανοί σιγά-σιγά το συνηθίσανε, πάψαν να πειράζουν τον Ακήφ και να φτύνουν στο χώμα που είχε πατήσει. Με τον καιρό μάλιστα πήγαν και πιο πέρα ακόμα: άρχισαν να τον καταλαβαίνουν και να τον πονούν. Η χαρά είναι ένας οξύς τόνος που τεντώνεται σα νεύρο μες στον αγέρα, ένας σπάνιος τόνος μες στη γενική συμφωνία ― πειράζει τους ανθρώπους σαν ξιπασμένη φωνή. Με τη λύπη είναι άλλο ― έχουν τόσο πολύ συνηθίσει οι άνθρωποι ν’ ακούνε τη συμφωνία της λύπης και να την αισθάνουνται. Μέσα με τη μέρα οι χριστιανοί του τόπου, φουκαράδες της γης και της θάλασσας, κι οι χριστιανοί πρόσφυγες που ήρθαν απ’ την Ανατολή άρχισαν να πλησιάζουν τη δυστυχία του Ακήφ, να την καταλαβαίνουν. Σμίγανε, λέγαν τα βάσανά τους ο ένας στον άλλο, και κλαίγαν τη μοίρα τους.
 Μια φορά ο Ακήφ έκαμε λάθος στο φεγγάρι και νήστεψε δυο φορές το ραμαζάνι. Όταν αυτό μαθεύτηκε, κανένας χριστιανός δε σκέφτηκε να γελάσει.
 Ένας χριστιανός είπε:
 – Ο προφήτης του τον ξέχασε τον Ακήφ. Τι πειράζει που κι ο Ακήφ ξέχασε σε ποιο φεγγάρι να τον προσκυνήσει; Οι προφήτες ξεχάσαν τους ανθρώπους.


***
Πάνω στο βουνό της Λέσβου, το κατάφυτο από ελιές, απόψε, στην καθαρή νύχτα της Ανάστασης, οι δυο άνθρωποι - ο χριστιανός ο Βασίλης ο Βάρκας κι ο Τούρκος ο Ακήφ - έρημοι έχουν σιμώσει, κάθουνται ο ένας κοντά στον άλλο και δε μιλούν. Από πάνω τους είναι τ' άστρα. Και τα φύλλα που δε σαλεύουν.
  Ένα-ένα αρχίζουν να έρχουνται τα όσα έζησαν, να περνούν και να χάνουνται. Σ’ ένα φαράγγι της Ανατολής είναι ένα καλύβι. Τέτοια ώρα, σαν απόψε, χτυπούσε η πόρτα. Ο ένας ειδοποιούσε τον άλλο, οι βοσκοί, σ’ όλα τα καλύβια, πως είναι ώρα να κατεβούν για την Ανάσταση. Κατεβαίναν όλοι μαζί στο κοντινό χωριό, κι αν ήταν πολύ σκοτεινή η νύχτα φώτιζαν το μονοπάτι με αναμμένα δαδιά που βαστούσαν στα χέρια. Τότε ακόμα δεν ήταν πόλεμος, και μες στο καλύβι του Βασίλη του Βάρκα ήταν ένα παιδί που είχε μαύρα σκληρά μαλλιά και πρόσωπο με το χρώμα του σταριού.
 Ο γερο-Βάρκας βλέπει απόψε πολλή ώρα αυτό το ζευγάρι τα μάτια να γεμίζουν τη νύχτα. Τα βλέπει στο μονοπάτι του φαραγγιού, στη λάμψη των αναμμένων δαδιών. Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Ύστερα, σιγά, η λάμψη αρχίζει να σβήνει. Δεν υπάρχει πια φαράγγι, δεν υπάρχει ένα καλύβι ― μήτε απ’ το παιδικό πρόσωπο μένει τίποτα που να υπάρχει. Όλα είναι έρημα.
 – Σε τι φταίξαμε; Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει σιγανά ο γέροντας της Ανατολής, και τα δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό του.
Σε τι φταίξαν;
Κει πλάι, σε μιαν άλλη γέρικη καρδιά, ένα άλλο παιδικό πρόσωπο προσπαθεί να μείνει μια στιγμή, έτσι όπως περνά η αστραπή και χάνεται. Δεν ήταν παραπάνω από είκοσι χρονώ σαν έφυγε και χάθηκε για πάντα απ’ τη ζωή του. Ό,τι έβγαινε χνούδι στο πρόσωπό του.
 – Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει τώρα κι ο Ακήφ. Σε τι φταίξαμε;
 Και τα δάκρυα ολοένα τρέχουν απ’ τα μάτια τους, ένα παράπονο βαθύ και ιερό σαν των παιδιών που δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πίκραναν.


***

 Κάμποση ώρα πέρασε.
Οι δυο γέροντες πάνω στο όρος των ελαιών σιγά-σιγά αρχίζουν να ησυχάζουν.
 – Κοίταξε κάτω, είπε ο Ακήφ.
 Χαμηλά, στην πεδιάδα όπου είναι το χωριό, φαίνουνται τώρα πολλά μικρά φώτα. Θα είναι οι χριστιανοί που βγήκαν για την Ανάσταση.
Ο μπαρμπα-Βασίλης γονατίζει στο χώμα, κάνει μια μετάνοια, το φιλά, κ' ύστερα μένει έτσι και προσεύχεται. Ο Ακήφ κοιτάζει μες στη νύχτα το σκοτεινό όγκο του φίλου του που προσπαθεί να' βρει τη γαλήνη μιλώντας με το Θεό του.  Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Και ο Ακήφ, για να μην είναι μόνος, σιγά-σιγά, ασυναίσθητα γονατίζει κι αυτός κι αρχίζει να προσεύχεται, τη νύχτα της Ανάστασης, στο δικό του το Θεό.
Για κάμποση ώρα πάνω σ’ αυτό το βουνό με τις ελιές δεν υπάρχει παρά μονάχα τούτη η σιωπηλή συνομιλία με τους δυο μακρινούς Θεούς που απόστρεψαν το πρόσωπό τους απ’ τους ανθρώπους.
Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Η πρωινή δροσιά άρχισε να πέφτει.
 – Κρυώνω, είπε ο Ακήφ.
  – Σε λίγο θα χαράξει, είπε ο χριστιανός γέροντας. Πρέπει να κοιμηθούμε.
 Σηκώνεται απάνω. Σηκώνεται κι ο Ακήφ. Κάνει ένα βήμα προς το καλύβι. Αβέβαιο. Τα γόνατά του τρέμουν.
 – Ακούμπησε απάνω μου, είπε ο Χριστιανός στον Τούρκο.


                                              Ηλίας Βενέζης, Άνεμοι, Εστία, Αθήνα 1996