Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης


 Στις 30 Οκτωβρίου του 1988 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Τον μνημονεύουμε σήμερα με ένα απόσπασμα από το ποιητικό θεατρικό Οι τελευταίοι ( Αθήνα,1966).
Απόγευμα στο δωμάτιο μιας πολυκατοικίας. Το παράθυρο είναι ανοιχτό προς το φωταγωγό. Στο απέναντι διαμέρισμα ένας ερασιτεχνικός θίασος φοιτητών κάνει πρόβες σε ένα ποιητικό θεατρικό έργο. Σκόρπιες σκηνές και φωνές. 
Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος είναι η Ελισσάβετ, ο Στέφανος, ο Φίλιππος, ο Γρηγόρης, ο Γαβριήλ, η Άννα, ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, η Κλυταιμνήστρα, ο σύζυγός της και ο Πυλάδης.
Ακούμε τον Γαβριήλ , ενώ αρχίζει να ψιλοβρέχει:

Ο κόσμος στην εποχή μας έγινε πολυάσχολος, βιάζεται,
πού να του μείνει πια καιρός για σένα. Αυτοί που αγάπησες 
σε ξέχασαν. Όσοι σ' αγάπησαν
δε σε καταλάβαν. Οι άνθρωποι δε θέλουνε να ξέρουνε ποιος
είσαι ,φοβούνται
ή αδιαφορούν. Πλάθουν έναν άλλον, κατά την ιδιοτροπία ή το 
συμφέρον τους
κι ακουμπάνε αυτό το ξύλινο ομοίωμα στη θέση σου-
στη δική σου μοναδική θέση.

Φθινόπωρο. Νυχτώνει. Τα μαχαίρια της βροχής λιανίζουν 
την πολιτεία
θυμίζοντάς μου τη μητέρα, όταν έκοβε το κρέας πάνω σε μια
τετράγωνη, βλογιοκομένη σανίδα
και μοσκοβόλαγε ο τριμένος δυόσμος. Κι ύστερα, καθώς συγύριζε
τα χέρια της πηγαινοέρχονταν πάνω στην πιατοθήκη
παίζοντας το τραγούδι των ήσυχων απλών ημερών πάνω
σ' αυτήν τη μεγάλη σπιτική άρπα.
Α, μη μου πεις, ο κόσμος πάει μπροστά. Εφευρέθηκαν
μηχανές για τον κιμά,
χάπια για την ενθάρρυνση, η τεχνητή γονιμοποίηση...

Νυστάζεις. Σβήνεις το φως και το σκοτάδι, σα γεροαλκοολικός,
καταπίνει μονορούφι
όλη την κάμαρα.

Κι όμως, πρέπει νάβρεις ένα φίλο, να μιλήσεις,
ο ουρανίσκος σου είναι ένα μικρό κοιμητήρι, όπου 
σαπίζουν χιλιάδες
ανείπωτα λόγια. Σηκώνεσαι, λοιπόν, κι εσύ, ανοίγεις 
την ντουλάπα
και κουβεντιάζεις μαζί της.

Τ' άλλο πρωΐ ξυρίζεσαι όμορφα - όμορφα
και βγαίνεις συγκρατημένος κι αξιοπρεπής, όπως όλοι -
ενώ τα λόγια σου κρυώνουν μέσα σε τούτο το άσυλο 
των παλιών φτωχών ρούχων
όπου χιονίζει, χιονίζει αναμνήσεις, δαντέλλες από 
αρχαίους χορούς και ναφθαλίνη.

Πετάχτε πια αυτήν την ντουλάπα, την έφαγε το σαράκι - 
λένε ύστερ' από καιρό
οι ανίδεοι.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Ο Ριγκολέτος



 Ποίημα σατυρικό για τον Μουσολίνι , γραμμένο το 1944 από τον Γιώργη Σημηριώτη. Βρίσκεται στην ενότητα Σατυρικά της ποιητικής συλλογής του Η ρομφαία της λευτεριάς. Εκδόθηκε το 1945 από τις εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή.

***
Ντούτσε, Ντούτσε, ποιος θα ψάλει
τόσες δόξες που είδες συ;
Ριγκολέτο σ' έχουν βγάλει
μα είχες χάρη περισή!

Είχες στήθια ρωμαλαία
και μασέλες λιονταριού,
που μασούσανε γεναία
τα ροσμπίφ του Παλατιού.

Είχες βάδισμα και πόδι,
μπράτσα, πλάτες, Άρη ορμή!
Είχες μια λαλιά βροντώδη,
όλο μένος και ...ζουμί!

Είχες ΄κεφαλή για στέμα
με προφίλ Ρωμαϊκό,
και στις φλέβες σου έτρεχε αίμα
τούτ - α - φαι Καισαρικό!

Όλα τάχες, κανακάρη,
μα η πιο γοητευτική 
η σβελτάδα σου κ' η χάρη,
ήταν...καλλιτεχνική.

Για το Μόλα ήσουν πλασμένος,
για παλιάτσος στο πανί,
λυγερός κι' αλευρωμένος,
με μια στιριχτή φωνή,

Να σαλτάρεις και να κάνεις
τούμπες, να χοροπηδάς,
και τη σκούφια σου σα βγάνεις
το Κοινό να χαιρετάς,

δίπλα ο Καραγκιόζης στράκες
να σου δίνει στον...ποπό,
και να πιάνεις συ τις βράκες,
να φωνάζεις - πω! πω! πω!

Και να παίρνεις κουτροβάλες
κι' όλοι οι θεατές να λεν:
- δος του Καραγκιόζη κι' άλλες,
κι' απ' τα γέλοια τους να κλαιν,

Και μαζύ μ' εσέ κ' εκείνοι
να σφυράν, να τραγουδάν:
" Αχ κορόιδο Μουσολίνι,
είσαι μούρλια - τρμ - παμ -παν!"

Μα τα μεγαλεία σου παν!

Σι σινιόρε Ριγκολέτο,
πάνε τώρα για καλά! 
παν! και σαν τον Περικλέτο,
με το δάχτυλο ψηλά,

Δε θα βγαίνεις στο μπαλκόνι
του Παλάτσο να μιλείς,
να φουσκώνεις σα μπαλόνι
και το Σύμπαν ν' απειλείς.

Δε θα κράζεις - Βίβα Ιτάλια!
βίβα! βίβα ο φασισμός!
ν' αλαλάζουν τα ρεμάλια
σα να γίνεται σεισμός!

Δε θα λες πια: - Βιντσερε΄μο!
και δε θα βροντοφωνείς,
πως θα φτάξεις ως τον Αίμο
κι' ως τα πέρατα της Γης.

Και τους στόλους σου πριν βγάνεις,
δε θα ουρλιάζεις τρομερά,
"Μάρε Νόστρουμ" πως θα κάνεις
της Ελλάδας τα νερά.

Δε θα ρίχνεις υπερίτη
στους φτωχούς Αβυσινούς,
για να καίγουνται - ισουΐτη!-
έτσι, που να φρίξει ο νους!

Ούτε και στην Αλβανία,
που τις έφαγες γερά,
θα τολμήσει η Γερμανία,
να σε σώσει άλλη φορά.

Γιατί οι στρατοί σου αν μπήκαν
και με ορδές Ούνων μαζύ,
σαν ακρίδες εριχτήκαν,
στην Ελλάδα τη φτωχή,

Και τις πόλεις μας γκρεμίσαν,
κάψαν, λήστεψαν χωριά,
μας σκοτώσαν, και σκορπίσαν
πείνα, τρόμο και σκλαβιά,

Το ποδάρι τους δω - πέρα
ξανά πια δεν το πατούν·
οι αντάρτες μας - αέρα!
κράζουν, και τους κυνηγούν.

Κι' όλοι τώρα αυτοί οι λεχρίτες
όπου τρέμουν και πεινούν,
θα γυρίζουν σαν αλήτες,
ως που να ξολοθρευτούν.

Και ποιος ξέρει πού γυρίζεις
Ριγκολέτο μου και συ,
δίχως τίποτα να ελπίζεις,
σαν το έρημο πουλί.

Μ' αν στο Ράιχ αυτή την ώρα
με το Φύρερ σου γυρνάς,
τούτο το τραγούδι τώρα,
το πικρό, θα τσαμπουνάς:

" Αχ αντίο ντελ πασσάτο!
δόξα, θρόνοι, φασισμός,
όλα όνειρα δω κάτω,
όλα, Φύρερ μου καπνός!

Τώρα το - Ρίντι Παλιάτσο -
με τα μένα θενά να λες.
Δεν υπάρχει πια Παλάτσο,
κ' είμαστε για να μας κλαίς!

Τώρα η μούζικα φινίτα!
και πασσάτα η φέστα πι!
φάγαμε τη χυλοπίτα!"
- Για, φτωχέ μου Ντούτσε - για!

Τ' ήθελες να ξεσπαθώσεις
μ' αυτόν - δα τον παλαβό,
και την Ιταλία να χώσεις 
μες το αίμα ως το λαιμό;

Τάχασες, λεβέντη μου, όλα!
όλα! κι' από δω κι' ομπρός,
σε προσμένει ...η καρμανιόλα,
σ' έφαγεν ο φασισμός,





Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Τα παιδιά του Σπάρτακου

 "Τα παιδιά του Σπάρτακου" είναι ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει η Διδώ Σωτηρίου από το 1962, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ και γι' αυτό δεν είχε εκδοθεί. Εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2011 σε ημιτελή μορφή με την επιμέλεια της Έρης Σταυροπούλου , η οποία το προλογίζει εκτενώς αναφερόμενη στις περιπέτειες των ανθρώπων και στις περιπέτειες των βιβλίων. Γράφει ανάμεσα στα άλλα ότι: 
" Το μυθιστόρημα το είχε προαναγγείλει η Σωτηρίου ήδη από το 1962: " Γράφω διάφορα και σχεδιάζω ένα μυθιστόρημα, την " Κόρη του Σπάρτακου", που θα έχει για ηρωίδα μια σύγχρονη Θρακιώτισσα εργάτρια". 
Ένα μικρό απόσπασμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Δέντρο το 1991 με τον οριστικό τίτλο " Τα παιδιά του Σπάρτακου" και με την επισήμανση ότι προέρχεται από ανέκδοτο μυθιστόρημα.
Εκτός όμως από αυτά τα λιγοστά στοιχεία το μυθιστόρημα "αναδύθηκε" αποσπασματικά από την αφάνεια με την εύρεση αρχικά ενός μικρού μέρους μαζί με άλλα χειρόγραφα στο πατάρι του σπιτιού της Σωτηρίου στα Άνω Ιλίσια. Παράλληλα, η δωρεά από την αδελφή της Έλλη Παππά και τον ανηψιό της Νίκο Μπελογιάννη του μέρους του αρχείου της Σωτηρίου, που είχε σωθεί, στο Ε.Λ.Ι.Α. - ΜΙΕΤ( Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης) και κατόπιν η ταξινόμησή του από την υπεύθυνη των Αρχείων Λογοτεχνίας του Ε.Λ.Ι.Α. κ. Σοφία Μπόρα έφερε στην επιφάνεια όλο το υπάρχον υλικό του μυθιστορήματος...
Πράγματι, Τα παιδιά του Σπάρτακου δεν έχουν σωθεί στην τελική επεξεργασμένη μορφή τους...
Συνυπολογίζοντας, λοιπόν, το υπάρχον όχι ολοκληρωμένο κείμενο και το σχέδιο του μυθιστορήματος, προκύπτει ότι θα ήταν ένα πολυπρόσωπο έργο, που η ιστορία του θα διαδραματιζόταν αρχικά στη Θράκη και πιο συγκεκριμένα στο Σουφλί και κατόπιν στην Αθήνα, ενώ θα διαρκούσε από τις αρχές του 2ου αιώνα ως την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο κύριος θεματικός ειρμός του ήταν η συνδικαλιστική και αντιστασιακή δράση που ανέπτυσσαν αρκετοί ήρωες. Ας μη θεωρηθεί, όμως, ότι έχουμε μόνο ένα μυθιστόρημα με θέση, για να προβληθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Τα παιδιά του Σπάρτακου είναι...έργο που προβάλλει τα τραγικά υπαρκτά προβλήματα του τόπου το πρώτο μισό του 2ου αι. Αν μάλιστα προσέξουμε τα λόγια ορισμένων προσώπων...βλέπουμε ότι ...εδώ διαγράφεται η επιθυμία για μια ήρεμη καθημερινή ζωή με την υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων...
...με Τα παιδιά του Σπάρτακου θέλησε, όπως φανερώνει και ο τίτλος, να αφηγηθεί μια ιστορία από την πορεία του αριστερού εργατικού κινήματος στη χώρα μας. Γι' αυτό και διάλεξε τον Σπάρτακο ως παγκόσμια γνωστό σύμβολο εξέγερσης και ακατάβλητης μαχητικότητας. Ακόμη, αξιοποιώντας τη θρακιώτικη καταγωγή του Σπάρτακου, έστρεψε πολύ νωρίς την προσοχή της σε μια πόλη της Θράκης, το Σουφλί, που δεν είχε απασχολήσει τους λογοτέχνες μας, όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη ή τα Γιάννενα. Ο συγκεκριμένος χώρος δεν σχετιζόταν μόνο με τους εργατικούς αγώνες των σηροτρόφων - θέμα ελάχιστα γνωστό στο πλατύ αναγνωστικό κοινό -, αλλά πρόβαλλε, επίσης, έναν ιδιότυπο "κοσμοπολιτισμό", στην πραγματικότητα την αναγκαία λεπτή ισορροπία συνύπαρξης των χριστιανών με τους μωαμεθανούς κατοίκους του, καθώς και με τους βόρειους και ανατολικούς γείτονές του. Αυτόν τον " κοσμοπολιτισμό" αλλά και τους κινδύνους της κακής γειτονίας γνώριζε πολύ καλά η Σωτηρίου από τη ζωή της στη Μικρά Ασία.
Τέλος, η μετέπειτα μεταφορά της δράσης στην Αθήνα της επέτρεπε να αναπτύξει νέα επιμέρους θέματα, που δεν προβάλλει σε άλλα  βιβλία της...
Επιπλέον, στο έργο προτείνεται και μια διαφορετική αναγωγή του συμβόλου του Σπάρτακου. Όπως η επανάσταση εκείνου και των ταπεινών και καταφρονεμένων συντρόφων του πνίγηκε στο αίμα, αφού όμως πρώτα συγκλόνισε την τεράστια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ανάλογα και ο αγώνας των αριστερών μπορεί να έληξε με τις διώξεις τους στο τέλος του Εμφυλίου, έγινε όμως ορόσημο της νεότερης ελληνικής ιστορίας..."

Το κασόνι και τα τσοκαράκια της Βασιλιώς .... (φώτο: Δαμασκηνίδου Α.)
Η φωτογραφία από το σχολικό  ιστολόγιο Τα παιδιά του Σπάρτακου


 " Μιλάει η Βασιλιώ, σήμερα"

Δυο λόγια να προστέσω, λέω κι εγώ, σ' αυτήν εδώ την ιστορία, μιας και αναφέρθηκε και το δικό μου όνομα. Μια για τα εγκαύματα που μου' καναν σα δούλευα μικρό παιδί στο μεταξουργείο του Χακίμη. Και δεύτερη στις θύμισες του μακαρίτη του πατέρα μου, όταν  μίλησε για τη φυλάκισή μου τότε στον Εμφύλιο. Το μόνο που λησμόνησε να πει ήταν ότι τόσο εγώ όσο και η Χρύσα, δυο φορές καταδικαστήκαμε σε θάνατο και δυο φορές γλιτώσαμε κατά λάθος κι όχι με δικιά μας υποχώρηση.
Ο καημένος ο πατέρας ως τη στερνή πνοή του δεν κατάλαβε το φταίχτη για όσα τράβηξε η φαμελιά του και οι συνάνθρωποί μας. Και δεν είναι ο μόνος πως νόμιζε πως ήταν από Θεού να' χει ο αγρότης κλειστά μάτια κι αυτιά...
Μη νομίσετε πως μεγαλοπιάνουμαι και ξέρω καλά τον κόσμο. Δεν ήμουνα ποτέ καύχημα για κανέναν. Δεν ήξερα να λέω τι σκέφτομαι. Ό,τι ένιωθα το καταχώνιαζα στα βάθη της ψυχής μου. Κι όταν βγήκα από τη φυλακή μετά είκοσι χρόνια, ώριμη πια γυναίκα, σε τίποτα και πουθενά δεν αναδείχτηκα. Έμεινα μια εργάτρια μέσα σε χιλιάδες άλλες. Ούτε που αξιώθηκα να παντρευτώ και να αποκτήσω παιδιά. Τα χρόνια της νιότης μου τα' χε καταπιεί η φυλακή. Οι συναγωνιστές μου κείνη την εποχή μού αναγνωρίζανε αυταπάρνηση και ηρωισμό, γιατί πιστά πάντα υπηρέτησα πατρίδα και λαό.
Όμως τα χρόνια εκείνα η αυταπάρνηση κι ο ηρωισμός πέρσευαν. Τόσο πέρσευαν που κανέναν δεν εντυπωσιάζανε. Άμα τύχαινε κουβέντα και για μένα, οι συχωριανοί μας λέγανε " Η Βασιλιώ; Α, το καημένο τράβηξε κι αυτό του Χριστού τα πάθη..."
Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό πως μ' αδικήσανε και πως θ' άξιζε να πούνε κάτι καλύτερο. Ανήκα στους ανθρώπους που - όπως έλεγε κι ο άμοιρος ο πατέρας μου - δεν ήταν κεφαλές. Ήταν χέρια που δουλεύουν και πόδια που περπατούν όπου τα διατάξουν. Μόνο που εγώ δεν περπάτηξα όπως θέλανε κείνοι που μας κυβερνούσαν. Εγώ υπάκουσα στους άλλους που είχαν την τιμή να καταστρώνουν τα σκέδια για να πάει μπροστά η υπόθεση της απελευθέρωσης της πατρίδας και του ανθρώπου από τυράγνιες, φτώχεια και καταπίεση.
Όπως κάθε απλός στρατιώτης έτσι κι εγώ δεν ξέταζα και δεν έκανα κρίσεις ακόμα κι όταν βάδιζα στο θάνατο. Το τονίζω, γιατί η αδερφή μου, η Χρύσα, έρχεται σήμερα και λέει πως τούτη η τυφλή μας υπακοή δεν ήταν προτέρημα και πως το μόνο που διαφέραμε απ' τον πατέρα ήταν που στη θέση του Θεού βάζαμε άλλους "αλάθητους, παντογνώστες και παντοδύναμους". Πικραίνουμαι να την ακούω και συχνά ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου και καβγαδίζουμε άπρεπα. Όμως ας μην μπερδευτούμε τώρα μ' αυτά τα...οικογενειακά μας. Εκείνο που θ' άξιζε να σας ιστορήσω είναι πώς μου κάψανε το λαιμό τότες που δούλευα στο εργοστάσιο. νομίζω πως αυτό το μικρό περιστατικό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, μα και της μάνας μου και του Νεόφυτου κι όλης της οικογένειας μας που σταυρώθηκαν.
Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι. Ωστόσο πρέπει πως θα τα κατάφερνα, για να με κρατάει το αφεντικό και να πλερώνει εκείνο το τιποτένιο μεροκάματο. ΄Ήμασταν βλέπετε μεγάλη και φτωχή φαμελιά και οι πενταροδεκάρες λογαριάζονταν κι αυτές.
Ξύπναγα πριν χαράξει η μέρα, όπως οι μεγάλοι, και με το πρώτο γκάρισμα του γαϊδάρου φορούσα τα τσοκαράκια κι έπαιρνα κι εγώ το μακρύ δρόμο που έφερνε στο εργοστάσιο. Μια φορά, θυμάμαι, ήταν Γενάρης και το γκατζόλι μας, άγνωστο γιατί, γκάριξε μέσα στο μεσονύχτι. Ρολόι δεν είχαμε κι από φόβο μην αργήσω, πήρα το δρόμο τρεχάλα όλο δέος, γιατί δε συνάντησα ψυχή, παρεκτός το άγριο σκοτάδι και το ξεροβόρι. Ο επιστάτης με πρόγκηξε που τον αγουροξύπνησα και μ' έστειλε όχι μονάχα στο διάολο, μα και να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου για να' ρθω την πρέπουσα ώρα.
Το περιστατικό με τα εγκαύματα έγινε λίγο αργότερα, τον Ιούλιο. Στο τμήμα που δούλευα βράζαν τα καζάνια του κουκουλιού κι ήταν σωστή κόλαση με τον ατμό και δυσκόλευες και ν' ανασάνεις και να δεις το διπλανό σου. Μια καυτή ομίχλη σε κύκλωνε. Θαρρούσες πως ζούσες εφιάλτη. Κείνη τη μέρα είχα φέρει μαζί μου μια κουκλίτσα που μόλις είχα φτιάξει μόνη μου. Ήταν μια τρυφερή μελιτζανούλα που της είχα βάλει μάτια από αρακά, μια φετούλα σφιχτή κι ολοκόκκινη ντομάτα για χείλη, δυο ξυλάκια για χέρια και ρούχο από τις χοντρές ίνες μετάξι που πετούσαν για άχρηστες οι τεχνίτρες.
Δεν την είχα χορτάσει τη Μελιτζανούλα μου κι ήθελα λίγο να παίξω μαζί της, να τη χαϊδέψω και να της πω να μην παραπονιέται με τη ζέστα και μου μαραθεί, γιατί μόλις θα σκολνούσαμε  θα την πήγαινα περίπατο στο ποτάμι, να την κολυμπήσω να δροσιστεί. Έλα όμως που πάνω στις τρυφερότητές μας, βγήκε μπροστά μου τ' αφεντικό.
Στη ζωή μου δεν είδα άνθρωπο πιο θυμωμένο. Οι αγριοφωνάρες και οι απειλές του με κάναν τόσο να σκιαχτώ, που κατουρήθηκα. Και να ήταν μόνο οι αγριοφωνάρες. Μέσα στη λύσσα του αρπάζει τη Μελιτζανούλα μου, την ποδοπατάει και την κάνει λιώμα. Κι ως δεν ξεθύμανε ούτε μ' αυτό, αρπάζει μια δέσμη ζεματιστό μετάξι και μου την περνάει στο λαιμό. Λαχτάρησα από τον πόνο κι ένιωσα σαν να καιγόμουνα μέσα σε φλόγες. Ο λαιμός μου φουσκάλιασε και πλήγιασε. Και πριν συνέλθω, κάτι άλλο όρμησε απ' τα κατάβαθα της ψυχής μου, η ταπείνωση, και μ' έκανε να πάρω δρόμο και τρέχοντας να κλαίω και να σπαράζω ως να φτάσω στη μάνα μου.
Συνήρθα, όχι με το λάδι και την ντομάτα που με παράλαβε, μα με το δικό της σπαραγμό και τις κατάρες που ξεστόμιζε για τον κακούργο που μας ξευτέλισε. Έτρεξε κι ο Νεόφυτος κι έσφιγγε κι αυτός τις γροθιές και τα δόντια του. Και παίρνοντάς με απόμερα μ' έπεισε να μην κλαίω, γιατί τα παιδιά του Σπάρτακου δεν κλαίνε, παλεύουνε για να μην υπάρχουνε Χακίμ, που ζεματάνε μικρά παιδιά.
Ύστερα καθώς καθίσαμε κι οι τρεις στο κατώφλι, η μάνα μας αναθυμήθηκε μια μια τις ταπεινώσεις και τα βάσανα της φτωχολογιάς. Μίλησε και για το θάνατο της μάνας της και του πατέρα της του Γιώργου, που σαν έπαιζε την γκάιντα του κλαίγανε κι οι πέτρες. Την ορφάνια και τη φτώχεια των αδελφιών της, που πήραν τις στράτες να τη χαρίσουνε σ' όποιον χριστιανό θα δεχόταν να την πάρει. Μίλησε και για τους Βαλκανικούς πολέμους και όσα ακολούθησαν, προσφυγιά, τρόμος, πείνα, θανατικό. Και τι δε μας ιστόρησε...
Όλα αυτά πρέπει πως, κρυμμένα στα κατάβαθα της ψυχής μου, δουλεύανε. Κι όταν βρέθηκα μπροστά στους ξένους στρατοδίκες της Κατοχής κι αργότερα στους ντόπιους, που μου ζήτησαν ν' αρνηθώ τις ιδέες μου, αν ήθελα να ζήσω, εγώ απάντησα: " Προτιμότερο ο θάνατος".
Ώρες ώρες, καθώς δουλεύω στο υφαντουργείο, σκέφτομαι τα σημερινά κορίτσια, που έχουνε αληθινές κουκλίτσες, που έχουν προσφάι και καθαρό ρούχο και που πολλά τα στέλνουν οι γονέοι τους στα σκολεία κι όχι στις φάμπρικες και που κανένας Χακίμης δεν τολμά να τα ζεματίσει, και λέω σπολάτη. Δεν πήγαν χαμένοι οι αγώνες μας.

Διδώ Σωτηρίου, Τα παιδιά του Σπάρτακου. Πρόλογος - Επιμέλεια: Έρη Σταυροπούλου, Κέδρος, Αθήνα 2011

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

Βορειοδυτικά


 Αώος, Άραχθος, Αχέροντας

                                           Καλαμάς και Λούρος

Διανυκτερεύοντα Φαρμακεία

                                            της Πατρίδας.

Γιάννης Ζαρκάδης, Αχερουσία μνήμη

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Τα αδέλφια

 
Το χωριό έμενε  ριζωμένο στο βουνό, αθέατο από τη μεριά της θάλασσας. Τα τελευταία χρόνια όμως, δειλά στην αρχή, αδιάντροπα, λαχανιαστά στο τέλος, κατηφόρισε στην ακτή. Στη θάλασσα έρχονταν οι ξένοι, αστραφτερά τα αυτοκίνητα, κατάξανθες οι γυναίκες, εδώ κατέβηκε και το χωριό κι απλώθηκε στην αμμουδιά, φιδιού πουκάμισο. Χτίστηκαν δωμάτια άνυδρα για νοίκιασμα, διώροφα συγκροτήματα με σκουριασμένες τις αναμονές, εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης με τους βόθρους απορροφητικούς, δίπλα στο κύμα. Ήταν ονομαστή η Μακρύαμμος για τη φυσική της ομορφιά, ξακουστή πια και πέρα από τα σύνορα της επικράτειας. Ένας κόρφος ήταν, ένα χιλιόμετρο το άνοιγμα, και γύρω γκριζοπράσινα βράχια. Ο άμμος λεπτόκοκκος, ρύζι, να τρέχει πάνω στο σώμα, χάδι τρυφερό, και να συνεχίζεται μέσα στη θάλασσα, ξανθός βυθός πέρα στα βαθιά. Τα νερά ξέθωρα γαλάζια, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μέχρι τον σκοτεινό όγκο του νησιού. Ένας βράχος ήταν το νησί, καύκαλο στεγνό, ούτε φύτρα πάνω του, φιδότοπος. Οι ντόπιοι δεν τον πατούσαν. Τον ψάρευαν γύρω γύρω, αλλά το πόδι τους πάνω δεν τον ακουμπούσαν, το' χαν για κακό. Το ακρογιάλι ερήμωνε το φθινόπωρο. Καταιγίδες και τραμουντάνες το χτυπούσαν κατάφατσα, δεν κρατιόταν τίποτα ορθό πάνω του, ούτε φυτό ούτε ζωντανό. Αυτοί οι άγριοι άνεμοι που έτρωγαν και γούβιαζαν τους βράχους, οι ίδιοι ξέβγαζαν αιώνες τώρα την αμμούδα και τη λάμπρυναν και τη φανέρωναν, έγχρωμη αστραφτερή, στα αδηφάγα μάτια των θερινών παραθεριστών. Οι ντόπιοι τον χειμώνα επέστρεφαν στο πάνω χωριό και κατοχύρωναν τα θερινά τους κέρδη. Ακίνητα στην πόλη, προίκες για τα κορίτσια, αυτοκίνητα για τα παιδιά, ώρες άπρακτες στις τσόχες των καφενείων για τους ίδιους. Την άνοιξη ημέρευαν οι άνεμοι και μπορούσες να σταθείς ορθός πάνω στα βράχια. Τότε, μετά την Πασχαλιά, κατέβαιναν πρώτες οι γυναίκες του χωριού στο ακρογιάλι. Μαυροντυμένες, μόλις είχαν τελειώσει με τις δουλειές των σπιτιών τους, μυρμηγκιά, σκαρφάλωναν στα βράχια και καθάριζαν με φροντίδα τις γούβες. Απομάκρυναν απόνερα, σκουπίδια, αλισάχνη και φύκια και γυάλιζαν τις γούβες όπως τα ασημικά τους. Ύστερα τις έστρωναν με καθαρό κερί, να μη βαστάν την υγρασία, και τις σκέπαζαν με προβιές. Ήταν αμέτρητες οι γούβες και τα μεσημέρια κοντά, γι' αυτό η εργασία διαρκούσε μέρες και μήνες μέχρι όλα να είναι έτοιμα. Την πρώτη πανσέληνο του καλοκαιριού, για το πανηγύρι. Εκείνο το απόγευμα κατέβαιναν όλοι στα βράχια, άνδρες και γυναίκες. Ξεσκέπαζαν προσεκτικά τις γούβες και τοποθετούσαν  μέσα σφουγγάρια, φυσικά παλιότερα, πλαστικά τώρα, ποτισμένα  με γλυκό πηγαδίσιο νερό. Οι άνδρες έρχονταν οπλισμένοι με γερά ρόπαλα, φτιαγμένα από ροζιασμένα κλαδιά ελιάς, κι οι γυναίκες με δρεπάνια και δίκρανα. Αφού τα ετοίμαζαν όλα, αποσύρονταν πίσω από την αυλαία των βράχων και περίμεναν ακίνητοι και σιωπηλοί, ούτε τσιγάρο ούτε ανάσα. Γύρω στα μεσάνυχτα έφταναν τα φίδια από το νησί. Εκμεταλλεύονταν την πολύωρη φωταψία της νύχτας  για να προφτάσουν να καλύψουν την απόσταση μέχρι την ακτή και να επιστρέψουν. Κολυμπούσαν περήφανα με τη ραχοκοκαλιά ορθή, κρατώντας το κεφάλι ψηλά, έξω από το νερό, σαν τα αθώα αλογάκια της θάλασσας. Έφταναν κι ανέβαιναν πάνω στα βράχια, σέρνονταν. Το μύριζαν από μίλια μακριά το γλυκό νερό, σαν τα χαμένα το έψαχναν, αλλά δεν έβρισκαν ούτε σταγόνα. Έτσι, αναγκαστικά μαζεύονταν γύρω από τις γούβες και προσπαθούσαν, με κόπο, να απομυζήσουν το νερό από τους βρεγμένους σπόγγους. Αργοπορούσαν. Απορροφημένα από την επίμονη προσπάθεια, ζαλισμένα, αμάθητα στα θαλασσινά ταξίδια, δεν έδιναν σημασία στα ανάλαφρα πατήματα που ζύγωναν από παντού. Οι χωρικοί τα αποδεκάτιζαν. Με τα αυτοσχέδια ρόπαλά τους συνέτριβαν  τα κεφάλια των φιδιών μέσα στις γούβες. Οι γυναίκες από πίσω, τα κατακομμάτιαζαν, τα τελείωναν. Τα καθάριζαν στα γρήγορα, όσα πρόφταιναν, όσα έβρισκαν μπροστά τους, πριν πάρουν μυρωδιά οι ξένοι και το φως. Τα φοβόντουσαν οι επισκέπτες τα φίδια, όπως και καθετί που δεν αναφέρονταν στα ταξιδιωτικά τους φυλλάδια και στις έγχρωμες φωτογραφίες. Το φως τα' βρισκε όλα καθαρά. Πλυμένα τα βράχια, εξαφανισμένα τα φίδια, αναίμακτη η αμμουδιά. Όλα ξημέρωναν έτσι όπως τα φαντάζονταν οι παραθεριστές. Παρ' όλο το ξεκλήρισμα, όσα φίδια γλίτωναν, και πάντα γλίτωναν μερικά, χωρίς ουρά, με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά, κουτσουρεμένα, χωρίς δόντια, χωρίς μάτια, ξαναγύριζαν την επόμενη πανσέληνο, για να υποστούν και πάλι την ίδια υποδοχή. Την ίδια πανωλεθρία. Δεν είχαν άλλη επιλογή, δεν ήταν δεντρογαλιές ή υδρίες περίτρομες, όχεντρες ήταν ιοβόλες, από το σπέρμα τους αλύγιστες στη δίψα, στην ξηρασία και στον διωγμό. Το' χαν όμως ανάγκη το γλυκό νερό, γιατί μόνο μ' αυτό φτιάχνουν θανατηφόρο το φαρμάκι τους.
Σαν όχεντρες και μεις, αδέλφια...
( Πόσο φαρμάκι να φτιάξεις σε μια ζωή;
Γιατί;
Ποια είναι τα αδέλφια;)

Τάσος Χατζητάτσης , Ασκήσεις μνήμης. Έντεκα Σικελικοί Εσπερινοί. Στη σφενδόνη, Πόλις , Αθήνα 2008