Ο Ευριπίδης και η "Ελένη" μας έδωσαν πάλι ένα ερέθισμα για να προσεγγίσουμε όχι το θέμα του γάμου γενικά , αλλά το γάμο σε σχέση με τη γυναίκα και τη μοίρα που της είχε ορίσει η κοινωνία ανεξάρτητα από τη θέλησή της . Λέει ο Αγγελιαφόρος απευθυνόμενος στην Ελένη μετά την αναγνώριση
...Θυμάμαι
το γάμο σου, στο νου μου ξαναφέρνω
πως έτρεχα βαστώντας τις λαμπάδες
πλάι στο αμάξι σου κι εσύ νυφούλα
μαζί μ' αυτόν το πατρικό σου σπίτι
το ευτυχισμένο χαιρετούσες
Ο
γάμος για τις γυναίκες , ακόμα κι αν ανήκαν στη βασιλική οικογένεια, ήταν αγοραπωλησία. Και η κόρη ήταν υποχρεωμένη να εγκαταλείψει την οικογένεια της και το σπίτι της και να ακολουθήσει τον σύζυγό της στο δικό του σπίτι για πάντα.Ο πατέρας της κόρης μετά τη μνηστεία (εγγύη) μεταβίβαζε τα δικαιώματά του στο γαμπρό και αυτός αποκτούσε τη νομική κυριότητα και την προίκα , δηλαδή χρήματα, ιματισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους. Η ποσότητα βεβαίως εξαρτιόταν και από την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση της οικογένειας της νύφης.
Μετά την τελετή του γάμου και το γαμήλιο τραπέζι, η νύφη επιβιβάζεται στην άμαξα ανάμεσα στον σύζυγό της και τον" πάροχο "( φίλο του γαμπρού).Μπροστά πηγαίνουν αυλητές και τρεις κόρες που κρατούν κόσκινο, ρόκα και αδράχτι, σύμβολα νοικοκυροσύνης, ακολουθεί η γαμήλια άμαξα και η μητέρα της νύφης με αναμμένο πυρσό, φίλοι και συγγενείς με αναμμένες λαμπάδες που τραγουδούν τον υμέναιο με κιθάρες και αυλούς.
"Στην μίαν γίνονταν του γάμου χαροκόπι·
νυφάδες απ’ τα γονικά συνόδευαν στην πόλιν
με τα δαδιά και αλαλαγμός σηκώνετο υμεναίου·
και αγόρια κει στριφογυρνούν εις τον χορόν τεχνίτες,
αυλοί, κιθάρες αντηχούν στην μέσην και οι γυναίκες
ολόρθες εις τα πρόθυρα θεωρούσαν κι εθαυμάζαν. "( Ιλιάδα ραψ.Σ 490-496)
Χιλιάδες χρόνια από τότε πολλά άλλαξαν στις κοινωνίες,η διαδικασία του γάμου όμως ελάχιστα διαφοροποιήθηκε. Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια εξακολουθούσε ο πατέρας ή ο μεγάλος αδελφός να παζαρεύει το γάμο της κόρης ή αδελφής. Τα κορίτσια στην οικογένεια ήταν βάρος, φόρτωμα, διότι η παντρειά τους εξασφάλιζε την κοινωνική καταξίωση της οικογένειας ( μεγάλο το πρόβλημα των ανύπαντρων κοριτσιών) αλλά και η προίκα που έπρεπε να δοθεί στο γαμπρό την απασχολούσε σημαντικά. Ποιος θα έπαιρνε κορίτσι δίχως προίκα ;
Ο Παπαδιαμάντης δίνει αριστουργηματικά την εικόνα του προβλήματος στη "Φόνισσα". Η Φραγκογιαννού σκότωνε τα κορίτσια για να τα απαλλάξει αυτά από τα βάσανα και να λυτρώσει τις οικογένειές τους
"Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας, μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν εις την Αμερικήν οι δύο μεγαλύτεροι υιοί, και η Δελχαρώ εμεγάλωσεν, ανάγκη ήτο αυτή η μήτηρ να φροντίση διά την αποκατάστασιν της κόρης, καθότι ο γέρων, ο «Λογαριασμός», δεν διέπρεπεν επί δραστηριότητι. Λοιπόν ηξεύρει όλος ο κόσμος τι σημαίνει μία μήτηρ να είναι συγχρόνως και πατήρ διά τας κόρας της, και να μην είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ιδία και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθήκευση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρια πρέπει ν' ανιχνεύση γαμβρόν, να τον κυνηγήση, να τον αλιεύση, να τον ζωγρήση. Και οποίον γαμβρόν!"
Μετά την τελετή του γάμου η κοπέλα ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τον άνδρα της στο σπίτι του όπου θα ζούσε με τα πεθερικά. Οι γονείς της νύφης στην ουσία τη διέγραφαν από την οικογένεια, δεν ανήκε πλέον σ' αυτούς αλλά στον άνδρα της και στους γονείς του. Πολύ σκληρό αυτό . Παρ΄όλα αυτά οι ίδιες οι γυναίκες το διαιώνιζαν στα δικά τους τα κορίτσια.
Στην παραλογή " Του νεκρού αδελφού" ένα από τα βασικά θέματα είναι ο θεσμός του γάμου και ο ξενιτεμός της κόρης. Η μοίρα της κόρης καθορίζεται από τα συμφέροντα της οικογένειας. Η ίδια δεν έχει γνώμη.
" Στη λαϊκή πίστη ο θάνατος και ο γάμος θεωρούνταν ουσιαστικά παράλληλες περιστάσεις , που σηματοδοτούν τη μετάβαση από μια φάση του κύκλου της ανθρώπινης ζωής σε μια άλλη. Η νύφη αφήνει το πατρικό της για να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή και, καθώς διαβαίνει για τελευταία φορά ανύπαντρη το κατώφλι του σπιτιού της, οι δικοί της την αποχαιρετούν σαν να ήταν πεθαμένη, ενώ αυτή αποκρίνεται με παράπονα που ανακαλούν την ανάλογη στάση των νεκρών στα μοιρολόγια...
Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρ΄ημέρα
σήμερ' αποχωρίζεται μάνα τη θυγατέρα.
Άνοιξαν οι εφτά ουρανοί τα δώδεκα βαγγέλια.
κι επήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια.
Μισεύγεις, θυγατέρα μου, και πλιο δε θα γελάσω,
σάββατο πλιο δε θα λουστώ, ουδ΄εορτή θ΄αλλάξω.
(Μοιρολόι γάμου από την Κρήτη)
Τη στιγμή που η νύφη απευθύνει τους τελευταίους τελετουργικούς χαιρετισμούς στους συγγενείς της, η μητέρα της καταρέει, φωνάζοντας, όπως και στους αγαπημένους νεκρούς που φεύγουν:
" Μισεύγεις, παν τα μάθια μου, πα η παρηγοριά μου
παν τα κλειδιά του κόρφου μου κι ο στύλος τση καρδιάς μου"
Όταν φτάνει ο ιερέας, είναι σειρά της νύφης να θρηνήσει και να δείξει απροθυμία να αφήσει την οικογένειά της. Κάποιες φορές ζητά να την πιέσουν:
- Σέρνε με κι ας κλαίω,
κι α κλαίω ποιο πειράζω;
- Σέρνε με κιας κλαίω κιόλας
Άλλοτε η νύφη παρακαλεί τη μητέρα της να την κρύψει. Η αντίσταση της, που δεν υπαγορεύεται μόνο από τις εθιμικές συμβάσεις, αλλά οφείλεται εν μέρει και στον πραγματικό της φόβο για την επικείμενη ενηλικίωση, επαναφέρει τη μητέρα στα λογικά της:
Άσπρη κατάσπρη βαμβακιά την είχα στην αυλή μου,
τη σκάλιζα, την πότιζα, την είχα για δική μου.
Μα 'ρθε ξένος κι απόξενος, ήρθε και μου την πήρε.
- Κρύψε με, μάνα, κρύψε με, να μη με πάρει ο ξένος.
- Τί να σε κρύψω, μάτια μου , που συ του ξένου είσαι
του ξένου φόρια φόρεσε, του ξένου δαχτυλίδια,
γιατί του ξένου είσαι συ κι ο ξένος θα σε πάρει.
( Margaret Alexiou, Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση, Μ.Ι.Ε.Τ, 2002)
Στην Ήπειρο την ώρα που εγκαταλείπει η νύφη το σπίτι της τραγουδούν μοιρολογώντας:
Πρώτο τραγούδι:
Σειστήτε όρη και βουνά περβόλια και τα δάση
σήμερα τη Μανούλα της η Νύφη θα τη χάσει.
Μα από χαρά τα δάκρυα κι απ’ τη χαρά τους κλαίουν
κάθε γονιού ν’ αξιώνει ο Θιος παιδιά τους να παντρεύουν.
Κλαίνε απαρηγόρητα και τα πουλιά στα δάση
κλαίει και τούτη η γειτονιά την κόρη που θα χάσει.
Δεύτερο τραγούδι:
Αφήνω γεια στη γειτονιά και γεια στους εδικούς μου
αφήνω και στη μάνα μου τρια υαλιά φαρμάκι
τόνα να πίνει το ταχύ τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το πικρότερο τις πίσημες ημέρες.
Αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας
Και ένας γάμος που μπορεί να είναι και ματωμένος πάντα υπάρχει ένας ποιητής να τον υμνήσει .Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος Γάμος, απόδοση Νίκος Γκάτσος , Μουσική Μάνος Χατζιδάκις