Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Όλους τους μήνες θέλω τους κι όλους τους καλοθέλω τον Μάρτη μήνα δε θέλω γιατί είναι ταξιδιάρης...

Άνοιξη στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας και σε κείνα της Ανασελίτσας. Οι μαστόροι της πέτρας έτοιμοι για το ταξίδι, τα μπουλούκια κανονισμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εποχή της ..."διώχνω"...
Τούτη η προσωποποίηση της ξενιτιάς, αλλά κι όλα τα δρώμενα της αναχώρησης, τα αμέτρητα ξόρκια και φυλακτά στο ξεπροβόδισμα, ο αποχαιρετισμός στο "Κλαψόδεντρο", φανερώνουν πόσο επώδυνα βίωσαν το συγκεκριμένο γεγονός, το "φευγιό για δουλειά", όλα τα μαστοροχώρια, πόσο αναστάτωσε και σημάδεψε τις μικρές τους κοινωνίες ...

Η ταινία του Άρη Καραϊσκάκη για την εποχιακή αναχώρηση των μαστόρων της πέτρας στο χωριό Ζουπάνι της Ανασελίτσας (Πεντάλοφος Βόιου Κοζάνης) αποτελεί σήμερα μια πολύτιμη μαρτυρία.
Ανήκει στην κατηγορία του δραματοποιημένου ντοκυμαντέρ, καθώς αναπλάθει κάποια τοπικά γεγονότα-έθιμα χρησιμοποιώντας ως ηθοποιούς τους ίδιους τους ανθρώπους που θέλει να μελετήσει.

Σπύρος Μαντάς


Gioachino Antonio Rossini, o "Ιταλός Μότσαρτ"


Βλέπω το λογότυπο της google σήμερα και δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει. Η αναζήτηση πληροφοριών με οδηγεί στο όνομα Gioachino Antonio Rossini. Απεικονίζει μια σκηνή με βατράχια, που συμβολίζουν τα δίσεκτα χρόνια, να παίζουν μια σκηνή από τον Κουρέα της Σεβίλλης σε ένα δάσος.
Στις 29 Φεβρουαρίου 1792 γεννήθηκε ο Rossini στην ιταλική πόλη Πεζάρο. Θεωρείται ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος της ιταλικής σχολής όπερας. Πολλοί τον έχουν αποκαλέσει"Ιταλό Μότσαρτ".
Η όπερα δεν είναι από τα είδη που αγαπώ ιδιαίτερα αλλά ο Rossini μου αρέσει γιατί η μουσική του είναι ευχάριστη, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα και ανάλαφρο άκουσμα.
Η πιο γνωστή όπερα του είναι ο Κουρέας της Σεβίλλης που ανεβαίνει στις 20 Φεβρουαρίου του 1816 στο θέατρο Αρτζεντίνα στη Ρώμη.



Το 1817 ανεβάζει τη "Σταχτοπούτα" και αργότερα τον " Γουλιέλμο Τέλλο" . Συνολικά έγραψε πάνω από 20 όπερες.





Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σου;

Νέοι της Σιδῶνος

Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)


Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Νεράιδες του λευκού χιονιού..

Δεν το βλέπω πιθανόν σήμερα να πετάξουν οι
" χάρτινοι αετοί λυσίκομοι " γιατί ήδη άρχισαν να "χορεύουνε ολόλευκες νιφάδες "




Τριγύρω μου χορεύουνε ολόλευκες νιφάδες
τον ύπνο μου επισκέπτονται παράξενες κυράδες
Νεράιδες του λευκού χιονιού, παλιές μου αγαπημένες
μα όταν στα μάτια τις κοιτώ φαντάζουν Θεέ μου ξένες

Αναρωτιέται το μυαλό και την καρδιά ρωτάει
πώς γίνεται και η ζωή το όνειρο απατάει
Χιόνιζε κάποτε παλιά, πάντα στα παραμύθια
μα γλίστρησε απ' τα χέρια μας και χάθηκε η αλήθεια

Χίλια φιλιά και μιαν αρχή
μες στην υγρή ματιά σου
μες στη σιωπή, γλυκιά πνοή
τα τόσα μυστικά σου

Τριγύρω μου χορεύουνε τα βήματα του κόσμου
κι απ' των ματιών σου τις πηγές ήρθα να κλέψω φως μου
Νεράιδες, κλέψτε μας κι εμάς, κλέψτε μας τα καμένα
σηκώστε μας σ' ένα χορό με τα φτερά ανοιγμένα

Αναρωτιέμαι πια κι εγώ κι εσένανε ρωτάω
νύχτες πώς ξελογιάζομαι, στ' όνειρο σεργιανάω
Νόμιζα πως στο πουθενά φωλιάζει η αλήθεια
μα χιόνισε, κι αρχίσαμε ξανά τα παραμύθια

 Στίχοι: Δημήτρης Ζερβουδάκης & Γιάννης Μήτσης
Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

"Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές..."



Σε ωρισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακροκεραύνια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασσα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πετούν τον Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.
            Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω από την πόλι, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βουνών οι αετοί.
            Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους χάρτινους κομήτες με τις μακρυές ουρές. Ουράνιοι δράκοι πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέωμα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.
            Είναι η ώρα κάτασπρη· η έκστασις γαλάζια. Η πόλις αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα, από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:
ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΥ.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Πού πας καραβάκι;

Αχ αυτός ο Ευρυτάνας Ιχνηλάτης τι μου φέρνει κάθε φορά στο νου.Ζαχαρίας Παπαντωνίου και Το τραγούδι της μάνας στην τελευταία του ανάρτηση. 
Εμένα μου θύμισε ένα άλλο ποίημα του Παπαντωνίου , Το ευλογημένο καράβι που το έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν πολύ μικρή και θυμάμαι μόνο τις δύο πρώτες στροφές. Θυμάμαι το χειμώνα στο χωριό μου, όταν λυσσομανούσε ο βοριάς , ακουγόταν η θάλασσα που βούιζε και ο ήχος της ερχόταν μέχρι το σπίτι καθώς όλη η περιοχή  γύρω από το χωριό τότε ήταν ακατοίκητη  και πάντα εκείνος έλεγε αυτούς τους στίχους που προφανώς δεν ήξερε ότι ήταν και του Παπαντωνίου.



Τὸ εὐλογημένο καράβι

«Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό,
σὲ μάχεται ἡ θάλασσα,
δὲν τὴ φοβᾶσαι;
Ἀνέμοι σφυρίζουν
καὶ πέφτει νερό,
ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»

«Γιὰ χώρα πηγαίνω
πολὺ μακρινή,
θὰ φέξουνε φάροι
πολλοὶ νὰ περάσω,
βοριάδες, νοτιάδες
θὰ βρῶ, μὰ θὰ φτάσω
μὲ πρίμο ἀγεράκι,
μ᾿ ἀκέριο πανί..."

Αργότερα το μελοποίησε και η Αφροδίτη Μάνου





Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Μουσική από τη Γαλικία

Στο blog Sexta-feira ανάμεσα στις μουσικές που προτείνει εντόπισα ένα συγκρότημα που μου αρέσει πολύ, το Luar na Lubre.
Το συγκρότημα είναι από τη Γαλικία και παίζει κέλτικη μουσική. Η Γαλικία βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της Ισπανίας και είναι Αυτόνομη Κοινότητα. Η περιοχή πήρε το όνομα της από τους Κέλτες που έφτασαν εκεί το 1800 π.Χ και τον 4ο αι.μ.Χ.
Luar σημαίνει σεληνόφως και lubre είναι το δάσος που έκανα οι Κέλτες Δρυίδες τις τελετές τους.
Οι Luar na Lubre  έκαναν γνωστά σε όλο τον κόσμο τη μουσική και τον πολιτισμό της Γαλικίας. Το συγκρότημα έγινε γνωστό όταν ο Mike Oldfield ,μουσικός πολλών οργάνων και συνθέτης ενδιαφέρθηκε για τη μουσική τους και ενθουσιάστηκε με  το O son do ar



Μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια τους













George Harrison





Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Τα μοιρολόγια του γάμου

 Ο Ευριπίδης και η "Ελένη" μας έδωσαν πάλι ένα ερέθισμα για να προσεγγίσουμε όχι το θέμα του γάμου γενικά , αλλά το γάμο σε σχέση με τη γυναίκα και τη μοίρα που της είχε ορίσει η κοινωνία ανεξάρτητα από τη θέλησή της . Λέει ο Αγγελιαφόρος απευθυνόμενος στην Ελένη μετά την αναγνώριση
     ...Θυμάμαι
       το γάμο σου, στο νου μου ξαναφέρνω
       πως έτρεχα βαστώντας τις λαμπάδες
       πλάι στο αμάξι σου κι εσύ νυφούλα
       μαζί μ' αυτόν το πατρικό σου σπίτι
       το ευτυχισμένο χαιρετούσες
  


Ο γάμος για τις γυναίκες , ακόμα κι αν ανήκαν στη βασιλική οικογένεια, ήταν αγοραπωλησία. Και η κόρη ήταν υποχρεωμένη να εγκαταλείψει την οικογένεια της και το σπίτι της και να ακολουθήσει τον σύζυγό της στο δικό του σπίτι για πάντα.Ο πατέρας της κόρης μετά τη μνηστεία (εγγύη) μεταβίβαζε τα δικαιώματά του στο γαμπρό και αυτός αποκτούσε τη νομική κυριότητα και την προίκα , δηλαδή χρήματα, ιματισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους. Η ποσότητα βεβαίως εξαρτιόταν και από την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση της οικογένειας της νύφης.
Μετά την τελετή του γάμου και το γαμήλιο τραπέζι, η νύφη επιβιβάζεται στην άμαξα ανάμεσα στον σύζυγό της και τον" πάροχο "( φίλο του γαμπρού).Μπροστά πηγαίνουν αυλητές και τρεις κόρες που κρατούν κόσκινο, ρόκα και αδράχτι, σύμβολα νοικοκυροσύνης, ακολουθεί η γαμήλια άμαξα και η μητέρα της νύφης με αναμμένο πυρσό, φίλοι και συγγενείς με αναμμένες λαμπάδες που τραγουδούν τον υμέναιο με κιθάρες και αυλούς.
"Στην μίαν γίνονταν του γάμου χαροκόπι·                                                                                  
νυφάδες απ’ τα γονικά συνόδευαν στην πόλιν
με τα δαδιά και αλαλαγμός σηκώνετο υμεναίου·
και αγόρια κει στριφογυρνούν εις τον χορόν τεχνίτες,
αυλοί, κιθάρες αντηχούν στην μέσην και οι γυναίκες
ολόρθες εις τα πρόθυρα θεωρούσαν κι εθαυμάζαν.  "( Ιλιάδα ραψ.Σ 490-496)  



Χιλιάδες χρόνια από τότε πολλά άλλαξαν στις κοινωνίες,η διαδικασία του γάμου όμως ελάχιστα διαφοροποιήθηκε. Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια εξακολουθούσε ο πατέρας ή ο μεγάλος αδελφός να παζαρεύει το γάμο της κόρης ή αδελφής. Τα κορίτσια στην οικογένεια ήταν βάρος, φόρτωμα, διότι η παντρειά τους εξασφάλιζε την κοινωνική καταξίωση της οικογένειας ( μεγάλο το πρόβλημα των ανύπαντρων κοριτσιών) αλλά και η προίκα που έπρεπε να δοθεί στο γαμπρό την  απασχολούσε σημαντικά. Ποιος θα έπαιρνε κορίτσι δίχως προίκα ;

Ο Παπαδιαμάντης δίνει αριστουργηματικά την εικόνα του προβλήματος στη "Φόνισσα".
Η Φραγκογιαννού σκότωνε τα κορίτσια για να τα απαλλάξει αυτά από τα βάσανα και να λυτρώσει τις οικογένειές τους

"Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας, μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν εις την Αμερικήν οι δύο μεγαλύτεροι υιοί, και η Δελχαρώ εμεγάλωσεν, ανάγκη ήτο αυτή η μήτηρ να φροντίση διά την αποκατάστασιν της κόρης, καθότι ο γέρων, ο «Λογαριασμός», δεν διέπρεπεν επί δραστηριότητι. Λοιπόν ηξεύρει όλος ο κόσμος τι σημαίνει μία μήτηρ να είναι συγχρόνως και πατήρ διά τας κόρας της, και να μην είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ιδία και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθήκευση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρια πρέπει ν' ανιχνεύση γαμβρόν, να τον κυνηγήση, να τον αλιεύση, να τον ζωγρήση. Και οποίον γαμβρόν!"

Μετά  την τελετή του γάμου η κοπέλα ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τον άνδρα της στο σπίτι του όπου θα ζούσε με τα πεθερικά. Οι γονείς της νύφης στην ουσία τη διέγραφαν από την οικογένεια, δεν ανήκε πλέον σ' αυτούς αλλά στον άνδρα της και στους γονείς του. Πολύ σκληρό αυτό . Παρ΄όλα αυτά οι ίδιες οι γυναίκες το διαιώνιζαν στα δικά τους τα κορίτσια.

Στην παραλογή " Του νεκρού αδελφού" ένα από τα βασικά θέματα είναι ο θεσμός του γάμου και ο ξενιτεμός της κόρης. Η μοίρα της κόρης καθορίζεται από τα συμφέροντα της οικογένειας. Η ίδια δεν έχει γνώμη.

 
" Στη λαϊκή πίστη ο θάνατος και ο γάμος θεωρούνταν ουσιαστικά  παράλληλες περιστάσεις , που σηματοδοτούν τη μετάβαση από μια φάση του κύκλου της ανθρώπινης ζωής σε μια άλλη. Η νύφη αφήνει το πατρικό της για να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή και, καθώς διαβαίνει για τελευταία φορά ανύπαντρη το κατώφλι του σπιτιού της, οι δικοί της την αποχαιρετούν σαν να ήταν πεθαμένη, ενώ αυτή αποκρίνεται με παράπονα που ανακαλούν την ανάλογη στάση των νεκρών στα μοιρολόγια...
                      Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρ΄ημέρα
                               σήμερ' αποχωρίζεται μάνα τη θυγατέρα.
                                Άνοιξαν οι εφτά ουρανοί τα δώδεκα βαγγέλια.
                               κι επήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια.
                                Μισεύγεις, θυγατέρα μου, και πλιο δε θα γελάσω,
                               σάββατο πλιο δε θα λουστώ, ουδ΄εορτή θ΄αλλάξω.
(Μοιρολόι γάμου από την Κρήτη)
Τη στιγμή που η νύφη απευθύνει τους τελευταίους τελετουργικούς χαιρετισμούς στους συγγενείς της, η μητέρα της καταρέει, φωνάζοντας, όπως και στους αγαπημένους νεκρούς που φεύγουν:
              " Μισεύγεις, παν τα μάθια μου, πα η παρηγοριά μου
                    παν τα κλειδιά του κόρφου μου κι ο στύλος τση καρδιάς μου"
Όταν φτάνει ο ιερέας, είναι σειρά της νύφης να θρηνήσει και να δείξει απροθυμία να αφήσει την οικογένειά της. Κάποιες φορές ζητά να την πιέσουν:
                   - Σέρνε με κι ας κλαίω,
                              κι α κλαίω ποιο πειράζω;
                            - Σέρνε με κιας κλαίω κιόλας
Άλλοτε η νύφη παρακαλεί τη μητέρα της να την κρύψει. Η αντίσταση της, που δεν υπαγορεύεται μόνο από τις εθιμικές συμβάσεις, αλλά οφείλεται εν μέρει και στον πραγματικό της φόβο για την επικείμενη ενηλικίωση, επαναφέρει τη μητέρα στα λογικά της:
                  
                 Άσπρη κατάσπρη βαμβακιά την είχα στην αυλή μου,
                         τη σκάλιζα, την πότιζα, την είχα για δική μου.
                         Μα 'ρθε ξένος κι απόξενος, ήρθε και μου την πήρε.
                       - Κρύψε με, μάνα, κρύψε με, να μη με πάρει ο ξένος.
                       - Τί να σε κρύψω, μάτια μου , που συ του ξένου είσαι
                        του ξένου φόρια φόρεσε, του ξένου δαχτυλίδια, 
                         γιατί του ξένου είσαι συ κι ο ξένος θα σε πάρει.
( Margaret Alexiou, Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση, Μ.Ι.Ε.Τ, 2002)
 
Στην Ήπειρο την ώρα που εγκαταλείπει η νύφη το σπίτι της τραγουδούν μοιρολογώντας:
 Πρώτο τραγούδι:

Σειστήτε όρη και βουνά περβόλια και τα δάση
σήμερα τη Μανούλα της η Νύφη θα τη χάσει.
Μα από χαρά τα δάκρυα κι απ’ τη χαρά τους κλαίουν
κάθε γονιού ν’ αξιώνει ο Θιος παιδιά τους να παντρεύουν.
Κλαίνε απαρηγόρητα και τα πουλιά στα δάση
κλαίει και τούτη η γειτονιά την κόρη που θα χάσει.

Δεύτερο τραγούδι:

Αφήνω γεια στη γειτονιά και γεια στους εδικούς μου
αφήνω και στη μάνα μου τρια υαλιά φαρμάκι
τόνα να πίνει το ταχύ τ’ άλλο το μεσημέρι
το τρίτο το πικρότερο τις πίσημες ημέρες.
       
Στην Ήπειρο ο γάμος ξεκινάει με ένα μοιρολόι , το μοιρολόι του γάμου   


Αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας


Και  ένας γάμος που μπορεί να είναι και ματωμένος πάντα υπάρχει ένας ποιητής να τον υμνήσει .Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος Γάμος, απόδοση Νίκος Γκάτσος , Μουσική Μάνος Χατζιδάκις
 
 




                    





Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

«Πολεμάμε και τραγουδάμε- πολεμάμε και μαθαίνουμε!»



Στις 23 Φεβρουαρίου του 1943 αρκετές οργανώσεις της νεολαίας  που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ξένους κατακτητές και οραματίζονταν τη δημιουργία μιας άλλης Ελλάδας, κοινωνικά δίκαιης , συγκεντρώθηκαν με πρωτοβουλία της Κ.Ε του ΕΑΜ Νέων στην Αθήνα και αποφάσισαν ομόφωνα την ίδρυση της Ενιαίας Οργάνωσης της Νεολαίας με την επωνυμία Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων ( ΕΠΟΝ). Η ΕΠΟΝ υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις νεολαίας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην κατεχόμενη Ευρώπη. Τις παραμονές της απελευθέρωσης αριθμούσε 600.000 μέλη και περίπου 32.000 επονίτες και επονίτισσες πολέμησαν μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ.

 

Στο ιδρυτικό κείμενο της ΕΠΟΝ ανάμεσα στα άλλα αναφέρονται και οι βασικοί σκοποί της που είναι:
α) Η εθνική απελευθέρωση με βάση την ακεραιότητα της Ελλάδας.
β) Η εξόντωση του φασισισμού τώρα και στο μέλλον, και με οποιανδήποτε μορφή και αν παρουσιαστεί. Αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας έτσι που όλες οι εξουσίες να απορρέουν από την κυρίαρχη θέληση του λαού και της νέας γενιάς.
γ) Η καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και η υπεράσπιση της ειρήνης με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και της αδερφικής συνεργασίας όλων των λαών και των νεολαιών και ειδικά της Βαλκανικής.
δ) Η υπεράσπιση των οικονομικών, πολιτικών, εκπολιτιστικών και μορφωτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς. Γενικά πρέπει να καθορίζεται στο καταστατικό ότι η ΕΠΟΝ είναι οργάνωση εθνικοαπελευθερωτική, αντιφασιστική-προοδευτική, αντιπολεμική-φιλειρηνική.
ε) Αποφασίζεται η έκδοση δημοσιογραφικού κεντρικού οργάνου με τίτλο “Νέα Γενιά”.
στ) Η Πανελαδική σύσκεψη αποφασίζει και αναθέτει στο Προσωρινό Κεντρικό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ να κάνει διαπραγματευσεις με κάθε εθνική οργάνωση νέων που δεν θάχει προσχωρήσει στην ΕΠΟΝ με σκοπό να προσχωρήσει. Βάση για διαπραγματεύσεις και για προσχώρηση στην ΕΠΟΝ, είναι οι αρχές που περιέχει το καταστατικό της.
ζ) Η Πανελλαδική σύσκεψη αποφασίζει την προσχώρση της ΕΠΟΝ στο ΕΑΜ σαν εκπρόσωπο της νέας γενιάς, με συμμετοχή αντιπροσώπου της στην ΚΕ του ΕΑΜ.



Η ίδρυση της ΕΠΟΝ συνέπεσε με τις μεγάλες διαδηλώσεις και απεργίες στην Αθήνα για την ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης την οποία ήθελε να εφαρμόσει ο Χίτλερ προκειμένου να επανδρώσει τα γερμανικά εργοστάσια με εργάτες από κατεχόμενες χώρες αναπληρώνοντας τα κενά που δημιουργούσαν οι γερμανοί εργάτες που στέλνονταν στο μέτωπο.


Συνεργεία του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ γύριζαν στους συνοικισμούς της Αθήνας και ενημέρωναν  το λαό για την πολιτική επιστράτευση καλώντας τον να παλαίψει για να ματαιώσει τα σχέδια των κατακτητών.
" Προσοχή, προσοχή , σας μιλάει η ΕΠΟΝ..." με το "χωνί" η φωνή των επονιτών ακουγόταν σε όλες της γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά.


Κάθε βράδυ οι επονίτες μετέτρεπαν τους τοίχους σε μια μεγάλη εφημερίδα στην οποία οι Έλληνες διάβαζαν τα συνθήματα του αγώνα .

Οι συγκρούσεις ήταν μεγάλες και οδυνηρές. Πολλοί σκοτώθηκαν και δεκάδες διαδηλωτές τραυματίστηκαν .Η επιστράτευση όμως ματαιώθηκε και η Ελλάδα υπήρξε η μόνη κατεχόμενη χώρα στην Ευρώπη που δεν εφαρμόσθηκε η απόφαση του Χίτλερ.
«Από το ζυμάρι της ΕΠΟΝίτικης Νεολαίας μεσ’ στις γραμμές του ΕΛΑΣ πλάστηκε ένας νέος τύπος μαχητή: Ο ανταρτοΕΠΟΝίτης του βουνού, ο ΕΠΟΝΕΛΑΣίτης της πόλης, που πολεμούσε και τραγουδούσε και κάποτε έπεφτε στη μάχη τραγουδώντας! Αυτό αποτελεί τον πιο τιμητικό τίτλο της ΕΠΟΝ και ολόκληρης της Νεολαίας μας. Πολεμήσαμε όσο κανείς για τη λευτεριά της πατρίδας» (Από την Απόφαση της Γ’ Ολομέλειας του ΚΣ της ΕΠΟΝ).

 Ο Πέτρος Ανταίος ,από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΠΟΝ, διηγείται:" Στις 15 Μαρτίου του 1943 ξεκίνησα για τα βουνά, με αποστολή να πάω στον Άρη και να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ομάδα επονιτών ανταρτών για τη συμμετοχή των νέων στον ένοπλο αγώνα αλλά και για την τιμή της ΕΠΟΝ. Θα ήταν μεγάλη υπόθεση για τους φοιτητές στην Αθήνα να λένε ότι η ομάδα μας στο βουνό πολεμάει.
Μετά από ορισμένες περιπέτειες έφτασα στον Άρη. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ο Άρης δεν το καλοείδε. Είχαμε και έναν αξιωματικό μαζί μας, έναν καλόκαρδο Κρητικό, που μας δούλευε και μας φώναζε ΕΟΝ, τον οποίο καταφέραμε να πείσουμε. Ενθουσιάστηκε μάλιστα τόσο και με τους άλλους τέσσερις που ήμαστε μαζί, μια ομαδούλα από παιδιά δεκαέξι έως δεκαεννιά χρονών, που στο τέλος πήγε στον Άρη, αυτός, ένας αξιωματικός της Αλβανίας που πολέμησε θαυμάσια, και του είπε: «Θέλω να πάω με τα παιδιά».
«Δεν ντρέπεσαι», λέει ο Άρης, «εσύ, ολόκληρος αξιωματικός, εδώ δεν έχουμε αξιωματικούς κι εσύ θα πας με τα παιδιά;» Τελικά και τον Άρη τον καταφέραμε, κάναμε μια πρώτη ομάδα, πήραμε αρχηγό τον Καψάλη, ο οποίος σκοτώθηκε ηρωικά στην πρώτη μεγάλη μας μάχη, πάνω στην Ήπειρο. Εκεί πολεμήσαμε δεκαπέντε παιδιά και εμποδίσαμε τους Γερμανούς από το να κάψουν ένα χωριό, τους Ασπράγγελους της Ηπείρου.
Υπάρχει μια οροσειρά μπροστά από το χωριό και είχαμε πληροφορίες ότι θα έρθουν οι Γερμανοί. Το προηγούμενο βράδυ συγκεντρωθήκαμε στο χωριό, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, ήμαστε ενθουσιασμένοι. Την άλλη ημέρα ήρθαν οι Γερμανοί. Βγήκαμε στα υψώματα, πάνω από το βουνό, ακροβολιστήκαμε δεκαπέντε-δεκαέξι παιδιά, με τον ανθυπολοχαγό μας, το παλικάρι της Αλβανίας να μας εμψυχώνει. Αντίκρυ οι Γερμαναράδες είχαν παρατάξει ένα τάγμα.
Πολεμήσαμε. Οι Γερμανοί υποχώρησαν αλλά σκότωσαν τον στρατιωτικό διοικητή και τον καπετάνιο, τον Φρίξο, και δύο από τα παιδιά. Είναι όλοι τους θαμμένοι εκεί, στους Ασπράγγελους. Αυτή ήταν η πρώτη μας μάχη και έγινε τραγούδι, ενθουσίασε τον κόσμο. Συγκινήθηκαν οι άνθρωποι που κάποιοι νεολαίοι τότε έδωσαν το αίμα τους στα κατσάβραχα της Ηπείρου, εκεί όπου λίγα χρόνια πριν είχαν δώσει το αίμα τους άλλοι αγωνιστές. Εγώ διασώθηκα και μαζί με τα άλλα παιδιά αναπτύξαμε ένα κίνημα με την αίγλη της ΕΠΟΝ αλλά και με την υποστήριξη των οργανώσεων της ΕΠΟΝ. Μπάσαμε στην ύπαιθρο τα επονίτικα τραγούδια των φοιτητών της Αθήνας και δημιουργήσαμε ένα κίνημα μοναδικό. Με 32.000 επονίτες αντάρτες.
Ήταν ένας στρατός από νέους της ΕΠΟΝ. Φτιάξαμε ξεχωριστές οργανώσεις, λόχους και τάγματα της νεολαίας. Όλοι αυτοί που στα καπέλα τους έφεραν το
ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, έγραψαν σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας. Οι κοπέλες της Κολοκυθιάς, του χωριού όπου ήταν το αρχηγείο του Άρη, μας είχαν κεντήσει σε μια σημαία το «Ελευθερία ή Θάνατος». Ήταν εκεί και ένας τσολιάς, ο Λιόλιος, που είχε καταφέρει, με χίλια βάσανα, να μάθει σάλπιγγα. Στις 13 Απριλίου του 1943, με τη σάλπιγγα και το «Ελευθερία ή Θάνατος», ξεκινήσαμε από την Κολοκυθιά μια περιοδεία ατέλειωτη σε όλη την Ελλάδα.
Η ΕΠΟΝ είχε μεγάλη συμβολή στον ένοπλο αγώνα, εξίσου σημαντική με τη μαζική δουλειά που έκανε στις πόλεις, με τις διαδηλώσεις. Χάσαμε 1.100 επονίτες αντάρτες σε μάχες. Η ΕΠΟΝ όμως δημιούργησε και ένα θαυμάσιο πολιτιστικό κίνημα, με τον Ρώτα και το θίασο της ΕΠΟΝ."


Πολλά και φωτεινά τα παραδείγματα ηρωικής δράσης και αυτοθυσίας. Οι επονίτες συνέδεσαν τη ζωή τους με τον αγώνα για καλύτερες μέρες. 


Πηγές: Ιστορία Εθνικής Αντίστασης 1940-1945, Δοκίμιο. 3η έκδοση, Σύγχρονη Εποχή, 1976
           Μανώλης Γλέζος, Εθνική Αντίσταση 1940-1945 , τ.Α΄,  2η έκδοση,Στοχαστής
           Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, η εμπειρία της Κατοχής, 2η έκδοση, Αλεξάνδρεια

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

" Φ ύ λ α κ ε ς Γ ρ η γ ο ρ ε ί τ ε!" Φύλακες Γρηγορείτε για να μην σας πιάσουν στον ύπνο κείνοι που κυνηγούν τον ύπνο σας!" Μενέλαος Λουντέμης



" Οι Καιροί που οι ήρωες κοιμούνταν ήσυχοι κάτω απ' το χώμα τους πέρασαν. Τώρα οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχοι. Γιατί τη θυσία τους δεν την πήραν μαζί τους. Την άφησαν κληρονομιά σ' αυτούς που θάρθουν - όχι για να επαναλάβουν τη θυσία - αλλά για να την κάνουν δύναμη που προλαβαίνει τις - τέτιες -θυσίες.
   Δεν είναι ανάγκη, ο τροχός της Ιστορίας, να βουλιάζει μες στο αίμα για να πάει η Ιστορία μπροστά - αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι. Γιατί οι Χτίστες του ακόμη δεν ξανάσαναν. Αγρυπνούμε πάντα πάνω στο γκρεμό τους με τ' αφτί στημένο κατά τη στεργιά, μην τύχει και πάψεις ν' ακούεται η φωνή που χιλιάδες χρόνια ακούεται μες στην Ιστορία:
" Φ ύ λ α κ ε ς  Γ ρ η γ ο ρ ε ί τ ε!" Φύλακες Γρηγορείτε για να μην σας πιάσουν στον ύπνο κείνοι που κυνηγούν τον ύπνο σας!"

 " ...Περιμένω κι εγώ μέρα τη μέρα να με μπαρκάρουν. Ξέρω πως είμαι "ναύλος". Όμως δεν περίμενα ήρεμα. Είναι ανώφελο να παρασταίνω εδώ τον άτρομο. Φιλολογία με τον κίνδυνο δεν γίνεται.
    Το ά γ ν ω σ τ ο έρχεται καταπάνω μου αφηνιασμένο, χωρίς όνομα, χωρίς διαστάσεις. Μακρονήσι δε θα πει τίποτα. Τα νησιά μονάχα τους δεν μισούν, δεν σκοτώνουν. Δεν έχουν κακία. Όλη την κακία την μάζεψαν - αλλοίμονο -εκείνοι που απ' τόνομα τους βγήκε η λέξη "ανθρωπισμός".
     Ένα βράδυ δεν κοιμήθηκα. Τελείωσα όλα μου τα τσιγάρα και τώρα κάθομαι με τα μάτια ανοιχτά κι αγρυπνώ. Μήπως - αλήθεια φοβάμαι; Σε ποιον να το πω; Όμως ναι, φοβάμαι. Μα μπροστά σε τί; Μπροστά στο θάνατο ή μπροστα στις αμφιβολίες της αθανασίας; Σκέφτηκα ακόμη μια φορά. Σκέφτηκα πολλές ακόμη φορές. Σκέφτηκα σκληρά, βασανιστικά. Κι αποφάσισα. Ναι. Κι εγώ αυτήν αγαπούσα. Αυτήν, την απλή, την αστόλιστη ζωούλα...Που πάει με τα πόδια στο μπακάλη για ν' αγοράσει ψωμί κι ελιές. Αυτήν...Κι όχι την άλλη, κείνην που φιγουράρει στα βιβλιοπωλεία. Τον ήλιο αγαπούσα κι εγώ. Τον ήλιο που ζέσταινε τη ράχη μου. Όχι τα φωτοστέφανα!
....Πού το ξέρω γώ πού θα βρίσκομαι αύριο; Τελευταία οι αποφάσεις παίρνονται απότομα. Καταργήθηκε η γραφειοκρατία. Οι υπουργοί κυβερνούν χειρονακτικά. Με χειρονομίες και σήματα
" Αποστείλατε είκοσιν εκ των εις χείρας σας κρατουμένων δια να κατηγορηθώσιν ως προδόται και να εκτελεσθώσιν" Η συντομία μήτηρ πάσης Τυραννίας.
Αλλά...Ας σταματήσουμε. Γιατί έφτασε η ώρα να μπούμε στο δεύτερο κύκλο. Να κάνουμε την άγραφη τραγωδία μας γραφτή. Και πρέπει να το κάνουμε τώρα. Όσο ζουν ακόμη τα μάτια κείνα που δεν τα θόλωσε το αίμα ή τα δάκρυα. Υπάρχουν νεκροί όρθιοι που δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δε μιλήσουν. Εύκολα που γίνονται όλα στις παληές τραγωδίες! Έμπαιναν στα βιβλία ή κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Δεν έμπαιναν  στα παπούτσια. Η φαντασία έχει την τάση να πετά, πότε να περπατά με τα πόδια, πολύ περισσότερο να μπαίνει μέσα σε κάτι σόλες που από ώρα σε ώρα κινδύνευαν να βρεθούν στον αέρα. Γι' αυτό, ό,τι κι αν είναι τούτο το βιβλίο - τραγωδία, ελεγεία, κομμός - πρέπει να αποσπασθεί αμέσως από τα χέρια του συγγραφέα του και να παραδοθεί στα χέρια του αναγνώστη.
     Το χαρτί λυώνει...Και τα γράμματα γρήγορα σβήνουν, και χάνονται. Λοιπόν ...ας αρχίσουμε. Η μέρα είναι ζεστή. Τα κατοπινά - το πού θα τα εμπιστευθούμε αυτά τα χαρτιά, το πώς θα τα σώσουμε - αυτά είναι δεύτερη έγνοια..."
( Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ), Δωρικός , Αθήνα 1976 , τέταρτη έκδοση)

Ο Μενέλαος Λουντέμης  ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που σημάδεψαν τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν εκεί γύρω στα 1976 ή 1977 όταν μου δώρισε ένας φίλος το "Ενα παιδί μετράει τ΄άστρα" . Αργότερα διάβασα και άλλα βιβλία του Λουντέμη. Ακόμη θυμάμαι πόσο πολύ με είχε συγκλονίσει το " Οδός Αβύσσου Αριθμός 0". Μακρόνησος , σκληρά χρόνια , πέτρινα όπου η φαντασία και η πραγματικότητα μπλέκονται σε μια σκληρή περιγραφή τόσο σκληρή όσο η άβυσσος.
 Πολλά χρόνια αργότερα , σε ένα μικρό σχολείο σε κάποιο χωριό των Ιωαννίνων οι μαθητές της Β΄Γυμνασίου έκλαιγαν με την ιστορία του μικρού Σουκρή. Τέτοια συγκίνηση δεν την έχω ξαναζήσει σε σχολική τάξη.
Τα έργα του πολυδιαβασμένα αλλά ο ίδιος δεν αντιμετωπίστηκε πάντα τόσο θετικά από την κριτική καθώς κατηγορήθηκε για εκφραστικές ατέλειες , στρατευμένο ύφος, έντονο μελοδραματισμό και ξεπερασμένη θεματολογία.
Ο ϊδιος ο Λουντέμης είχε υποστηρίξει ότι έγραφε ερασιτεχνικά καθώς δεν τον ενδιέφερε η τέχνη αλλά η έκφραση της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας . Η γραφή του είναι βιωματική, αποδίδει ρεαλιστικά πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις ,πρόσωπα και τόπους.
 Πατρίδα είναι εκείνο που για χάρη του θυσιάζονται οι άνθρωποι και όχι αυτό που για χάρη του σκοτώνουν γράφει ο Λουντέμης , ο οποίος από μικρή ακόμη ηλικία δέχτηκε επιθέσεις και διακρίσεις εξ αιτίας της ένταξης του στο ΚΚΕ. Η τιμωρία του ήταν να αποβληθεί απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο  δικάστηκε και καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Εξορίστηκε σε διάφορα νησιά και ανάμεσα τους η Μακρόνησος.
Στάθηκε όρθιος , δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας και έμεινε  ελεύθερος.
«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ», αυτή ήταν η δήλωση του στη δίκη που έγινε το 1956 με το νόμο 509/47.

Φέτος λοιπόν συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του ( αν και ορισμένοι θεωρούν ότι δεν γεννήθηκε το 1912 αλλά το 1906) και είναι ευκαιρία να τον ξαναθυμηθούμε όχι μόνο γιατί μας συγκίνησε  και μας διαπαιδαγώγησε με το βαθιά ανθρώπινο έργο του , αλλά γιατί ο ίδιος ως άνθρωπος και αγωνιστής μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα ανθρωπιάς, αξιοπρέπειας και συνέπειας στα δύσκολα μονοπάτια που χρειάζεται να περπατήσουμε.
Πηγές: Μενέλαος Λουντέμης
          Βιογραφία

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Αντί πανηγυρικού...

Με τις εθνικές επετείους ποτέ δεν τα πήγα καλά, γιατί δεν μου αρέσουν οι παρελάσεις, οι πομπώδεις εθνικοπατριωτικοί λόγοι,οι επίσημοι , οι δοξολογίες , οι καταθέσεις στεφάνων, τα γεύματα στη Λέσχη Αξιωματικών, η νόθευση της ιστορίας και πάνω απ' όλα η άγνοια της ιστορίας και γιατί ποτέ δεν κατάλαβα την ευχή "χρόνια πολλά" και το  επίσημο ντύσιμο, κοστούμια, γραβάτες,βραχιόλια, γουναρικά  και άλλα τινά επί τη εθνική επετείω.
Αύριο γιορτάζεται η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους. Επιλέγω  ένα διαφορετικό κείμενο από αυτό που θα μπορούσε να είναι ο πανηγυρικός της ημέρας.



Χριστόφορος Μηλιώνης( και πάλι. )

Τα δικά μου Γιάννενα(απόσπασμα)

"Περίεργο όμως: από τα μαθητικά μου χρόνια στα Γιάννενα, δε θυμάμαι τις γιορτές για την 28η Οκτωβρίου, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης. Ίσως επειδή δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τα γεγονότα του πολέμου στην Αλβανία και δεν είχαν προλάβει ακόμη να γίνουν μύθος, ενώ είχαν περάσει κιόλας σαράντα από την απελευθέρωση της από τους Τούρκους το 1913.
    Θυμάμαι λοιπόν τις παρελάσεις στην πλατεία, στις 21 Φεβρουαρίου, όλο ερωτισμό, με την άνοιξη να στέλνει τις πρώτες φουσκοδεντριές στις φλαμουριές του Κουραμπά και στα πλατάνια του Μόλου, και τις μαθήτριες, με τις μαύρες ποδιές, να φλυαρούν ξαναμμένες. Λόγοι στη γιορτή του Σχολείου, που κανείς μας δεν τους άκουγε, και τραγούδια, που τα συνόδευε ο συμμαθητής μας, ο Στέφανος Σταμάτης, με το βιολί:
Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε
οπού γελούν και κλαίνε
Είχα προσέξει πάντως ότι το μόνο που κάπως με συγκινούσε, κι εμένα και τους άλλους μαθητές, ήταν η αναφορά στο Μπιζάνι, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη, και τα υψώματά του τ΄αγναντεύαμε από τον Βελισσάριο. Αλλά ποτέ δεν μας πήγαιναν εκδρομή πέρα από την Κιάφα, επειδή παραέξω έβραζε τότε ο Εμφύλιος. Όσο για τον Βελισσάριο, το λόφο στην είσοδο των Ιωαννίνων, όπου  πηγαίναμε για βόλτα ή για διάβασμα στο γρασίδι, με τη λιακάδα, κι αυτός κάτι μας έλεγε, αλλά μας μπέρδευε η συνωνυμία με τον βυζαντινό στρατηγό του Ιουστινιανού, με τον οποίο βέβαια δεν είχε καμιά σχέση. Λίγοι από μας ξέρανε ότι ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Έλληνα αξιωματικού του 1912-13, του Βελισσαρίου, που παρέκαμψε την αντίσταση του Μπιζανιού και της Μανωλιάσσας, προχώρησε αριστερά στο διάσελο του Αγίου Νικολάου, το βρήκε αφύλακτο κι έφτασε με το σώμα του στην άκρη των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ-πασάς, ο Τούρκος Φρούραρχος, αιφνιδιάστηκε και παρέδωσε την πόλη. Κι ο Βελισσάριος, που είχε ενεργήσει αστόχαστα και χωρίς διαταγή, γλίτωσε το στρατοδικείο. Αλλά φαίνεται πως τα μεγάλα κατορθώματα μόνο οι αστόχαστοι τα πετυχαίνουν...
   Μαθητική εκδρομή στο Μπιζάνι πήγαμε μονάχα το 1950, όταν είχε τελειώσει ο Εμφύλιος κι εγώ τελείωνα τη Ζωσιμαία. Πήγαμε και στο Εμίν Αγά, όπου, καθώς είπε στο λόγο που μας έβγαλε ο Γυμνασιάρχης, είχε το Στρατηγείο του ο Στρατηλάτης, δηλαδή ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος, που λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε βασιλεύς των Ελλήνων ως Κωνσταντίνος ο ΙΒ΄, μέσα στα Γιάννενα, στο σπίτι του Λάππα, όταν στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Γεώργιος.
     Αυτόν, τον Κωνσταντίνο, τον ήξερα πιο πολύ από μια κορνιζαρισμένη ελαιογραφία του γιαννιώτη ζωγράφου Κενάν Μεσαρέ που ήταν εκτεθειμένη μονίμως στην προθήκη του Φωτογραφείου Βασιλείου Κουτσαβέλη, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Δεν ξέρω αν βρισκόταν εκεί για να θυμίζει το γεγονός της απελευθέρωσης ή να διακηρύττει τον φιλοβασιλισμό, άρα και την εθνικοφροσύνη, του καταστηματάρχη, και τον πατριωτισμό του ζωγράφου με το παράξενο όνομα.
      Όλα αυτά ήταν περιζήτητα διαπιστευτήρια εκείνα τα χρόνια.
  Αλλά η πιο ζωντανή παρουσία που μας συνέδεε με το Μπιζάνι και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν ο Καπετάνιος. Κανείς δεν ήξερε το όνομα του ούτε την οικογένειά του - αν είχε. Παλιός μπιζανομάχος, όπως έλεγαν, φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, την ίδια πάντα θερινή στολή του 1912, με γαλόνια δεκανέα, με γκέτες και γαλλικό στρατιωτικό πηλήκιο, με μια πέτσινη λουρίδα λοξά στο στήθος, πάνω από το χιτώνιο. Μικρόσωμος και αδύνατος, μισή μερίδα, με γενάκι και μεγάλα άσπρα μουστάκια. Χαιρετούσε στρατιωτικά στο δρόμο τους αξιωματικούς - και υπήρχαν πολλοί τότε στα Γιάννενα, εξ αιτίας του πολέμου και της 8ης Μεραρχίας. Άλλοι του το ανταπέδιδαν και οι πιο πολλοί κάνανε πως δεν το είχαν αντιληφθεί. Εμφανής ήταν η παρουσία του στη βραδινή υποστολή της σημαίας της Μεραρχίας, στην Κεντρική Πλατεία, όπου φρόντιζε να είναι πάντα παρών, έπαιρνε θέση αντίκρυ της σε στάση προσοχής, όπως εξάλλου όλοι οι περιπατητές και οι θαμώνες των γύρω καφενείων και ζαχαροπλαστείων ( του Αβέρωφ, του Παρθενώνα και της Μεγάλης Βρετανίας), και χαιρετούσε με τον παλιό τρόπο, φέρνοντας την παλάμη οριζόντια στο πλάι του πηληκίου.
      Μ' αυτόν τον τρόπο τον χαιρετούσαμε κι εμείς, όταν τον συναντούσαμε στο δρόμο. Φορούσαμε πηλήκιο και μας ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Μερικοί όμως του πετούσαν κοροϊδευτικά το στίχο από το τραγούδι που ήταν τότε της μόδας: " Καπετάνιε καπετάνιε, χαμογέλα!". Κι εκείνος, σοβαρός, πάντα, αλλά καθόλου θυμωμένος, απαντούσε μεγαλοπρεπώς: " Της μάνας σας!...". Κι όταν αυτό διαδόθηκε, η προσφώνηση μας αντικατέστησε τον στρατιωτικό χαιρετισμό. Τόσο που είχαμε πια την εντύπωση πως το τραγούδι " Καπετάνιε, χαμογέλα" είχε γραφτεί για κείνον ή γενικά, για τους Μπιζανομάχους. Και πως η απάντησή του ήταν και απάντησή τους.
      Πότε τελείωσαν όλα αυτά, κι αν τελείωσαν, δεν ξέρω. Για μένα πάντως τίποτε δεν τελείωνει. Και κάθε φορά που πηγαίνω στα Γιάννενα, με οποιαδήποτε αφορμή, όπως τώρα, κάνω βόλτες στον Κουραμπά, στην Πλατεία, στο Μόλο, συναντώ παλιούς φίλους και συμμαθητές που έχουν χαθεί, και το βράδυ, όταν χτυπάει η σάλπιγγα και γίνεται υποστολή της σημαίας, ψάχνω μπροστά στη Μεραρχία να ιδώ τον Καπετάνιο."
( Χριστόφορος Μηλιώνης, Τα πικρά γλυκά, ιστορίες, Μεταίχμιο, 2008)



Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η Αποκριά

" Εκείνος ο χειμώνας ήταν ο πιο δύσκολος.
     Πάντα είναι δύσκολος ο χειμώνας στα Γιάννενα, με τις παγωνιές που κατεβαίνουν απ' την Πίνδο, τους βοριάδες να σαρώνουν στις στέγες τις άδειες φωλιές των πελαργών, τη βροχή να χτυπάει μέρα νύχτα στο διπλανό λούκι, όλο το ίδιο τέμπο μήνες ολάκερους, κι έναν ουρανό τόσο χαμηλό και σκουντούφλη που λες και δεν πρόκειται να δεις ξανά το πρόσωπο του ήλιου. Γι' αυτό λέω πως όσοι εξηγούν αλληγορικά το παλιό δίστιχο
     σ' ούλο τον κόσμο ξαστεριά σ' ούλο τον κόσμο ήλιος
      και στα καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα

τάχα πως θέλει να πει για τη σκλαβιά - παρόλο που δεν έλειψε κι αυτή ποτέ - φαίνεται πως δεν την ξέρουν καλά αυτή την πόλη.
     Όμως εκείνο το χειμώνα πραγματικά αγκομαχήσαμε. Στις επαρχίες έβραζε ο εμφύλιος κι είχαν κουβαληθεί μέσα λεφούσια οι ανταρτόπληκτοι, από Πωγώνι και Κόνιτσα μέχρι Ζαγοροχώρια, Τσαμουριά και Λάκα-Σούλι.
    Φτάσαμε κι εμείς με μια στρατιωτική φάλαγγα, χωριάτες και φαντάροι στοιβαγμένοι στην καρότσα του τζαίημς....
...Όταν φτάσαμε στα Γιάννενα, κόντευαν πια μεσάνυχτα κι έβρεχε για τα καλά.
    Πήραμε τα χάνια με τη σειρά, διαλέγοντας πεζοδρόμια στεγασμένα , αλλά συχνά πάνω στη βιασύνη μας πέφταμε στα λούκια και τρώγαμε μαζεμένο όλο το νερό που είχαμε γλιτώσει. Δεν βρίσκαμε πουθενά να μείνουμε...Στεγαστήκαμε τελικά σ' ένα δωμάτιο του κυρ Γιάννη του Πλιάτσικα, που βγήκε πως ήταν νεκροθάφτης στην Περίβλεφτη. Το ασυνήθιστο επάγγελμα του δεν μας άρεσε βέβαια, ήταν σα να κοιμόμαστε δίπλα-δίπλα με το χάρο, αλλά δεν ήταν καιρός για πολυτέλειες....Τον συνηθίσαμε κι εμείς - κι αυτόν και τη δουλειά του.
....βολευτήκαμε σ' εκείνο το κουτούκι και το προσωρινό - όπως λογαριάζαμε στην αρχή - έγινε μόνιμο....Τέλος πάντων σπρώχτηκε ο χειμώνας κι ας ήταν κι ο πιο δύσκολος.
    Κατά τις αποκριές καλοσύνεψε ο καιρός. Έκανε βέβαια κρύο ακόμα, συχνά το γύριζε στην παγωνιά, αλλά κόψανε εκείνες οι ατέλειωτες βροχές κι οι άνθρωποι άρχισαν να ξεχύνονται τα βράδια στην πλατεία και να σουλατσάρουν πάνω κάτω με αληθινή μανία. Κι οι φαντάροι να παίρνουν το κατόπι τις ανταρτόπληκτες που περπατούσαν πολλές μαζί πιασμένες αλαμπράτσο, ή να χαζεύουν μπροστά στους κινηματογράφους τις φωτογραφίες της Ντιάνα Ντάρμπιν και της Μαρίας Μοντέζ και ν' ακούν απ' το μεγάφωνο τα τραγούδια της Στέλλας Γκρέκα:
          το μικρό το βαλσάκι
          που στο ρολόι αντηχεί
Στις δέκα περνούσε η "Θοδώρα", τρεις σαλπιχτές που σαλπίζανε το ανακλητικό, κι οι φαντάροι παρέες -παρέες ξεκόβανε απ' τις ταβέρνες, τον " Κήπο του Αλλάχ", τα " Πέντε Φ." και του " Αλέξη", και τραβούσαν για τους στρατώνες του Ακραίου και του Κάστρου τραγουδώντας αγκαλιασμένοι ρεμπέτικα, με το μπερέ περασμένον στην επωμίδα, όλο πρόκληση για τους στρατονόμους:
κάποια μέρα μες στη στράτα
ξαπλωμένον θα με βρουν
Κι ο κόσμος σκόρπιζε απ' την πλατεία.
   Το βράδι της αποκριάς έγινε σωστό ξεφάντωμα. 
Στα πεζοδρόμια της πλατείας είχαν στηθεί πάγκοι με χάρτινα καπέλα, σερμπντίνες και χαρτπόλεμο, κι οι νεαροί δεν είχαν αφήσει ούτε μια κοπέλα που να μη τη στολίσουν με τις μικρές πολύχρωμες πεταλουδίτσες, ακόμα και κάτι σταφιδιασμένες ανταρτόπληκτες από το παρα-Σούλι που φορούσαν τις μαύρες φορεσιές της επαρχίας τους. Κοντά τα μεσάνυχτα οι σουλατσαδόροι παίρνανε κατάκοποι το δρόμο για τα σπίτια. Τότε βγήκαν απ' τις κοντινές ταβέρνες δυο - τρεις συντροφιές, αγόρια και κορίτσια, με χάρτινα καπέλα και ψεύτικες αποκριάτικες μύτες, και τραγουδώντας παράφωνα άρχισαν να χορεύουν σάμπα στη μέση της πλατείας.Μαζεύτηκε κόσμος  γύρω τους και στην αρχή δισταχτικά, ύστερα όλο και περισσότεροι, σχημάτιζαν ζευγάρια και μπαίνανε στο χορό. Το κέφι φούντωσε όταν ξεφύτρωσαν δύο κορνετίστες που συντονίσανε το ρυθμό κι έτσι μέσα σε λίγη ώρα όλη η κάτω πλατεία είχε γίνει μια μεγάλη πίστα χορού. Οι πιο πολλοί βέβαια ήταν ανίδεοι, ιδιαίτερα απ' το χορό της σάμπας που τότε είχε αρχίσει να γίνεται της μόδας, προσπαθούσαν όμως να μιμηθούν με άγαρμπες κινήσεις εκείνους που φαίνονταν πως κάτι ήξεραν.
      Άξαφνα έγινε μεγάλη ταραχή.Πολλοί παρατούσαν το χορό και τρέχανε προς το Φρουραρχείο, ρωτούσαν αυτούς που είχαν φτάσει και σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών. Οι κορνετίστες σταμάτησαν κι ο χορός διαλύθηκε. Το πλήθος που μαζεύτηκε έκανε δρόμο να περάσει μια αποκριάτικη συνοδεία, δυο φαντάροι καβάλα σ'ένα ξεσαμάρωτο γαϊδούρι, που λύγιζε τη μέση και τρέκλιζε από το βάρος.Κρατούσαν από ένα μπουκάλι και τραγουδούσαν βραχνά, τύφλα στο μεθύσι, τινάζοντας κωμικά τα πόδια τους που σβαρνίζονταν.Πίσω τους ένα τσούρμο δαιμονισμένα παιδιά τσιγκλούσαν με ξύλα το γάιδαρο και ξεφώνιζαν. Η πομπή σταμάτησε  μπροστά στο Φρουραρχείο κι οι δυο καβαλάρηδες χτυπούσαν το ζώο να περάσει την πύλη....
Στο μπαλκόνι του Φρουραρχείου πρόβαλε ο Φρούραρχος με αξιωματικούς του επιτελείου κι ένας αξιωματικός κατέβηκε τρεχάτος την εξωτερική σκάλα.....Οι δυο μεθυσμένοι ακολουθώντας τον αξιωματικό ανέβηκαν στη σκάλα και πριν μπουν σταμάτησαν μια στιγμή και χαιρέτησαν θριαμβευτικά το πλήθος που χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε. Κι άξαφνα ο ένας απ' τους δύο έχωσε το χέρι στο σακίδιο που είχε κρεμασμένο στην πλάτη και σήκωσε ψηλά ένα ανθρώπινο κεφάλι κρατώντας το απ' τα μακριά μαλλιά του. Οι άνθρωποι κάτω παγώσανε κι η βουή κόπηκε με το μαχαίρι. ...
Στόμα το στόμα μαθεύτηκε πως οι δυο μεθυσμένοι , φαντάρος και δεκανέας, ήταν ενέδρα την περασμένη νύχτα. Πήγε μια ομάδα αντάρτες να βάλουν νάρκες στο δρόμο και χτυπήθηκαν. Οι άλλοι πρόλαβαν και χάθηκαν στο σκοτάδι. Απόμεινε ο αρχηγός τους ξαπλωμένος στον όχτο και φώναζε πως παραδίνεται και να πάνε να τον πάρουν, γιατί είναι χτυπημένος. Ο δεκανέας είπε να σταματήσουν, πήρε το φαντάρο κι ένας από δω άλλος από κει ζυγώσανε εκεί που ακούγανε τη φωνή. Μια ριπή από αυτόματο χύθηκε πάνω απ' τα κεφάλια τους. Μόλις που πρόλαβαν να πέσουν χάμου κι ο δεκανέας τίναξε τη χειροβομβίδα. " Το ρουφιάνο , είπε, παραλίγο, να μας φάει". Του πήρε το κεφάλι να το φέρει ο ίδιος στο Φρουραρχείο και μπαίνοντας το πρωί στην πόλη μαζί με το σύντροφό του στρώθηκαν στην πρώτη ταβέρνα ως το βράδι. Βάλανε και τα όργανα και χορεύανε. Ύστερα βρήκαν το γάιδαρο και στοιχημάτιζαν να μπουν καβάλα στο Φρουραρχείο, ξέροντας πως οι στρατονόμοι θα' καναν στραβά μάτια , γιατί καθώς αυτοί ήταν βολεμένοι στην ασφάλεια της πόλης , δεν τολμούσαν να τα βάλουν με αυτούς που έρχονταν απ' έξω και παίζανε το κεφάλι τους κάθε λεφτό. Αυτά λέγανε στην πλατεία και σκορπίζανε. Και μερικοί δεν έλεγαν τίποτε, μόνο γυρίζανε με το κεφάλι σκυμμένο.

Την ίδια νύχτα , κοντά να φέξει, ακούσαμε που χτυπούσαν δυνατά την εξώπορτα του νοικοκύρη μας. ...'Τώρα, τώρα" φώναζε ο κυρ Γιάννης....."Το Φρουραρχείο " είπε όταν γύρισε. " Με ζητούν να πάω". Κι η φωνή έτρεμε. Πάλι ακούστηκαν ψιθυρίσματα , αυτή τη φορά με αναφυλλητά, κι ύστερα έκλεισε η πόρτα κι έγινε ησυχία.....Όταν όμως ξημέρωσε , δε φάνηκε κανένας, μήτε στο πλυσταριό  μήτε στην κουζίνα. Το σπίτι ήταν σιωπηλό όλη μέραα, τόσο που υποθέσαμε πως οι νοικοκυραίοι μας λείπανε, πως ίσως είχαν πάει σε τίποτε συγγενείς για την Καθαρή Δευτέρα. Μόνο κατά το βράδι ακούστηκε απ' το γωνιακό δωμάτιο, κάτι σαν κλάμα σιγανό, σαν πνιχτό παράπονο....
Την Τρίτη το μεσημέρι έπεσα πάνω σε μια γειτόνισσα που είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και προσπαθούσε να ιδεί μέσα από το παράθυρο του δρόμου. Τη ρώτησα ποιον ζητούσε." Δεν πήρατε είδηση εσείς;" με ρώτησε ψιθυριστά. " Ή κάνεις πώς δεν ξέρεις;" Της είπα πως δεν ξέραμε τίποτε. Ήρθε τότε πιο κοντά : " Χτες τα χαράματα καλέσανε το γέρο να γνωρίσει το κεφάλι του γιου του που ήταν αντάρτης, καπετάνιος, και σκοτώθηκε την παραμονή της αποκριάς. Του το δώσανε να το θάψει και κανείς μη μάθει τίποτε..." Κι έκλεισε την κουβέντα της μονολογώντας: " Τι τά' θελαν τα πολιτικά, φτωχοί άνθρωποι..."
Την άλλη μέρα οι νοικοκυραίοι μας ξαναφάνηκαν στις συνηθισμένες δουλειές τους....Αυτή τη φορά δεν ανοίξανε το στόμα τους μήτε για ν' απαντήσουν στην καλημέρα μας. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα κι εμείς κάναμε πως δεν καταλάβαμε....
( Χριστόφορος Μηλιώνης, Ακροκεραύνια, Κέδρος, 1976, τρίτη έκδοση ,αποσπάσματα)

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Μόλις ασκώθη απ᾿ του τρισεύγενου του Τιθωνού την κλίνη η Αυγή, το φως της στους αθάνατους και στους θνητούς να φέρει...(Οδύσσεια ε,1-2)


Επιτέλους μετά από τόσες μέρες με βροχή, χιόνι και ομίχλη , μια διάφανη αυγή με ξεπροβόδισε σήμερα. Πολύ κρύο , -7 βαθμούς έξω από το σπίτι, αλλά πόσο πολύ μου άλλαξε η διάθεση. Ανάσανα!

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Τα Αποκριάτικα

" Να ’μουν νύ- μωρέ, νά ’μουν νύ- νά ’μουν νύχτα στο γιαλό,
ν’ ανάψω λύ- μωρέ, ν’ ανάψω λύ- ν’ ανάψω λύχνο για να ιδώ.
Θεια μου Nικολάκαινα, να μην πας για λάχανα.
Πού τσ’ ανάβουν τσι φωτιές και πηδάνε οι μικρές;
Στου αρχιδιάκου την αυλή μαζευτήκανε πολλοί.
Γάμος εγινότανε, κάποιος παντρευότανε."


Το 1994 η Δόμνα Σαμίου κυκλοφόρησε το δίσκο της " Τα Αποκριάτικα". Τα τραγούδια αυτά είναι άσεμνα, αθυρόστομα , με έντονο σεξουαλικό περιεχόμενο και τραγουδιούνται μόνο κατά τη διάρκεια των Αποκριών και ποτέ άλλοτε. Η ίδια η Δόμνα Σαμίου είχε δηλώσει ότι ήταν πολύ δύσκολη η απόφασή της να τα εκδώσει διότι προσέκρουε στις συντηρητικές και πουριτανικές αντιλήψεις διαφόρων παραγόντων και προσωπικοτήτων.
Τα τραγούδια αυτά γεννήθηκαν στις μικρές αγροτικές κοινωνίες και είχαν σχέση με τις γιορτές της γονιμότητας, τη λατρεία της γης και τις τελετές για το κάρπισμα της. Οι ρίζες τους βρίσκονται στην αρχαιότητα , στις γιορτές προς τιμή του Διονύσου, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν , μεθούσαν και συμπεριφέρονταν τολμηρά με τραγούδια, λέξεις και πράξεις , εκφράζοντας έτσι τις ερωτικές τους σκέψεις και επιθυμίες καλυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους ή τα ρούχα της μεταμφίεσης τους.
 Οι άνθρωποι παλαιότερα αλλά και σήμερα τραγουδούν με πολλή άνεση αυτά τα τραγούδια , χωρίς συστολές , αίσθημα ντροπής ή σεμνοτυφίες και μάλιστα εκφράζουν με αυτά  ό,τι δεν μπορούν να κάνουν.
Το περιεχόμενό τους , εκτός από σεξουαλικό , είναι και έντονα σκωπτικό και πολλές φορές ανατρεπτικό καθώς διακωμωδεί τους πάντες , πρόκριτους, παπάδες, παπαδιές και ό,τι άλλο μπορούσαν να σατιρίσουν. Πολλά από αυτά στηρίζονται σε ρυθμούς και μελωδίες γνωστών δημοτικών τραγουδιών με παραλλαγμένους στίχους . Άλλα διακωμωδούν ακόμη και εκκλησιατικούς ύμνους. Όσα από τα τραγούδια αυτά χορεύονται, εκτελούνται με αργές μιμητικές και τελετουργικές κινήσεις.






Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

John Banville, Άπειροι Κόσμοι


"...Ξέρει ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τον προσλαμβάνει εκείνη ...Ορισμένα κομμάτια του λείπουν τελείως, ενώ κάποια άλλα βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο επειδή η ίδια τα τοποθέτησε στη συγκεκριμένη θέση. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα κομμάτια που λείπουν είναι τα πραγματικά , ενώ τα υπάρχοντα όχι. Αυτή είναι η ουσία των πραγμάτων. Στην ουσία , εξαρτάται από την ουσία τους, όπως θα έλεγε και ο πατέρας της. Γιατί, ό,τι είναι πνεύμα σε αυτόν εδώ τον κόσμο, μπορεί να έχει σάρκα και οστά σε έναν άλλον. Εφόσον υπάρχουν άπειροι κόσμοι, για όλες τις πιθανότητες υπάρχει και η εκπλήρωσή τους..."
"...Και ο χρόνος παρουσιάζει μια δυσκολία. Για εκείνην έχει δύο όψεις. Είτε αργοσέρνεται οδυνηρά σαν σαλιγκάρι που γλιστράει μέσα στο ίδιο του το γλοιώδες έκκριμα πάνω σε κλαράκια ή νεκρά φύλλα του δάσους, ή προσπερνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αναπηδώντας και τρεμοπαίζοντας, σαν τις σκηνές σε μπομπίνα ταινίας που κροταλίζει φρενιασμένα σε χαλασμένη μηχανή προβολής. Εκείνη ή ξεμένει πάντοτε πίσω ή τους προσπερνάει όλους απελπιστικά - ή καλεί ικετευτικά τους προπορευόμενους, κάνοντας τα χέρια χωνί για να την ακούσουν, ή φλυαρεί ασυνάρτητα, κοιτώντας ξέπνοα πάνω από τον ώμο της. Όταν το εκμυστηρεύτηκε αυτό στον πατέρα της, όταν του είπε ότι ποτέ δεν αισθανόταν να συμπορεύεται με κανέναν άλλο, εκείνος δεν έδειξε να εκπλήσσεται, αντίθετα της είπε ότι είχε δίκιο, ότι ο χρόνος δεν είναι σταθερός κι ότι μόνο οι βλάκες τον βλέπουν έτσι...Ο χρόνος, έλεγε ο πατέρας της...ο χρόνος έχει στην ύφανση του μικρά ψεγάδια , τόσες δα προεξοχές, που, στην αρχή αρχή, ανέκοψαν το ρου του άμορφου και δημιούργησαν τη μορφή. Όπως ακριβώς, της είπε, πιάνονται τα νύχια σου σε μεταξωτό ύφασμα, με κάτι μικρούτσικα γαντζάκια που δεν ήξερες ότι ήταν εκεί, μέχρι που αγκιστρώθηκαν...Ψεγάδια στη μήτρα, προσωρινές ανακολουθίες. Έτσι λοιπόν, στην απαρχή, όταν δεν υπήρχε ακόμη τίποτα, θα μπορούσες να πεις ότι προέκυψε , εμποδιζόμενος , ο κόσμος.Όλο αυτό το πράγμα...είναι ένα αχανές πλέγμα απειροστών ατυχημάτων, απεριόριστα μικροσκοπικών αναποδιών..."
"...Κατά τη γνώμη μου, πάντως, εφόσον κατανοώ ορθά την έννοια, για να αγαπάει κανείς σωστά κι αληθινά, πρέπει να το κάνει ανώνυμα, ή τουλάχιστον δίχως να το διατυμπανίζει, ώστε να μη δείχνει ότι ζητάει κάτι σε αντάλλαγμα, αφού το να ζητάς και το να παίρνεις αποτελούν τα αντίθετα της αγάπης- υπό την προϋπόθεση , όπως είπαμε, ότι έχω κατανοήσει ορθά την έννοια, πράγμα που, απ΄όλα όσα έχω πει κι όλα όσα μου έχουν πει, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί ακόμα. Είναι πολύ μπερδεμένη ιστορία. Η αγάπη, το είδος της αγάπης που εγώ εννοώ, θα απαιτούσε μια υπεράνθρωπη ικανότητα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης, σαν αυτή που διαθέτουν οι άγιοι ή οι θεοί, και όπως ξέρουμε οι άγιοι είναι τέρατα , και όσο για τους θεούς...Μπορεί αυτό να είναι το πρόβλημά μου, μπορεί να βάζω πολύ ψηλά τον πήχη. Μπορεί η ανθρώπινη αγάπη να είναι απλή κι άρα να μου διαφεύγει, λόγω της ανίατης πολυπλοκότητας μου.
Και όμως, ίσως να αγαπάω κι εγώ.Είναι άραγε δυνατό να συμβαίνει αυτό εν αγνοία μου, να υπάρχει μέσα μου μια αθέλητη και μη συνειδητοποιημένη αγάπη; Καμιά φορά όταν αναλογίζομαι τον τάδε ή τον δείνα, τη γυναίκα μου, το γιο  ή την κόρη μου...πλημμυρίζει η καρδιά μου, αυτό που λέμε καρδιά, με το ακούσιο κύμα μιας αίσθησης παχύρευστης και καυτής, που μοιάζει με θλίψη, αλλά με θλίψη χαρούμενη , και είναι ένα κύμα τόσο σαρωτικό, ώστε με σπρώχνει και σκοντάφτω, ένας κόμπος μου σφίγγει το λαιμό και δάκρυα, ναι, αληθινά δάκρυα, μου τσούζουν τα μάτια. Είναι ανεξήγητο, διότι υπό κανονικές συνθήκες δεν έχω ροπή προς τους συναισθηματισμούς. Οπότε, ίσως να υπάρχει ένα τεράστιο , κρυφό απόθεμα αγάπης μέσα μου κι αυτές οι κρίσεις να είναι τα ξεχειλίσματα του, οι υπερχειλίσεις από τα τοιχώματα της δεξαμενής όταν κάτι βαρύ πέφτει μέσα..."

Μικρά , επιλεκτικά αποσπάσματα από το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζων Μπάνβιλ, Άπειροι Κόσμοι.

Ο Τζων Μπάνβιλ είναι συγγραφέας από την Ιρλανδία. Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή μυθιστοριογράφους , που χρησιμοποιεί με άριστο τρόπο την αγγλική  γλώσσα. Τον χαρακτηρίζουν δεξιοτέχνη της γραφής. Το 2005 κέρδισε το βραβείο Booker για το μυθιστόρημά του  " Η θάλασσα".
Οι " Απειροι Κόσμοι" έχουν  ως θέμα την ιστορία ένος ετοιμοθάνατου , του μαθηματικού Αδάμ Γκόντλι. Ο Αδάμ βρίσκεται σε κώμα μετά από ένα εγκεφαλικό, αλλά ενώ όλοι τον θεωρούν κλινικά νεκρό , αυτός μπορεί και σκέφτεται και αισθάνεται . Μέσα από αυτές τις σκέψεις  γίνεται μια αναδρομή στο παρελθόν και έτσι γνωρίζουμε την ιστορία του. Γύρω του , στο σπίτι του έχουν μαζευτεί ο γιος -Αδάμ και αυτός- με τη γυναίκα του Έλεν , η ιδιόρρυθμη και παράξενη κόρη του Πέτρα , η γυναίκα του Ούρσουλα και το υπηρετικό προσωπικό. Το εύρημα όμως σ' αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι την αφήγηση την κάνει ο Ερμής , ο αγγελιαφόρος των θεών και παράλληλα με τα γήινα πρόσωπα στην ιστορία συμμετέχουν και κάποιοι από τους Ολύμπιους θεούς , όπως ο Δίας, χωρίς βεβαίως οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται την παρουσία τους αν και οι θεοί είναι παρόντες με πολύ ζωντανό τρόπο.
Ο συγγραφέας χειρίζεται με χιούμορ και ευαισθησία δύσκολα θέματα, όπως αυτό του θανάτου και των ανθρώπινων σχέσεων- έρωτας,πάθος, φιλοδοξία, ματαιοδοξία- αλλά εμμέσως θέτει και φιλοσοφικούς προβληματισμούς για το χρόνο, τη μνήμη και το σύμπαν( παράλληλοι κόσμοι, παράλληλες πραγματικότητες)
Σε συνέντευξη του δηλώνει για τον χρόνο «Ακόμα και οι φυσικοί λένε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι μια πολύ λεπτή γραμμή, πολύ περιορισμένη, ειδικά η αίσθηση που έχουμε από τον χρόνο. Ο χρόνος είναι κάτι πολύ μυστήριο. Η μνήμη επίσης. Πότε ξέρουμε αν μια στιγμή έχει πάψει να είναι παρόν κι έχει γίνει παρελθόν; Μια θεωρία λέει ότι το γεγονός που θυμάσαι δεν είναι ποτέ αυτό που ήταν ακριβώς αλλά ένα μοντέλο που έχεις φτιάξει στο κεφάλι σου. Κάτι ιδεατό, κάτι που διαμορφώνεις εσύ ο ίδιος».
" Ζοφερό αλλά και απολαυστικά αστείο", "ίσως ένα από τα δώδεκα καλύτερα της δεκαετίας", " αριστούργημα", " μοναδικό πάντρεμα σαιξπηρικής και  κλασικής κωμωδίας", "Ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα για τα μαθηματικά και τους μύθους", " φωτίζει την ανθρώπινη κωμωδία από μια ασυνήθιστη και άκρως γοητευτική οπτική γωνία" αυτές είναι μερικές από τις γνώμες που διατύπωσαν οι βιβλιοκριτικοί αγγλικών και ιρλανδικών εφημερίδων.

 Άπειροι κόσμοι
Μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο
Καστανιώτης 2010

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Βγήκ' η ζωή μας στο σφυρί



Βγήκ' η ζωή μας στο σφυρί,
μας παίρνουν, μας πουλάνε,
στα ξένα χάνετ' η ζωή,
μας στίβουν, μας πετάνε.

Βγήκ' η ζωή μας στο σφυρί,
σ' Αμερική κι Ευρώπη,
άνθρωποι μας γεννήσανε
και μας πουλάν ανθρώποι.

Για μεροκάματο διπλό
τον ουρανό μας κρύψανε,
δεν έχει φως να ζήσουμε.
Η φτώχεια κει, η νύχτα εδώ,
μάνα, οι τόποι λείψανε
τη μοίρα μας να χτίσουμε.

Στίχοι: Λάδης Φώντας
Μουσική: Θεοδωράκης Μίκης
Τραγούδι: Αντώνης Καλογιάννης


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Σωτήρης Δάκαρης, Ο Αρχαιολόγος της Ηπείρου








Ένα αφιέρωμα στον Σωτήρη Δάκαρη .Έναν άνθρωπο που έχει ταυτιστεί με την Ήπειρο, τον καθηγητή, τον αρχαιολόγο, τον άνθρωπο Σωτήρη Δάκαρη θα τιμήσει η ΙΒ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Το ερχόμενο Σάββατο 18 Φεβρουαρίου, στις 6.30 το απόγευμα, θα γίνουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφιών, ενθυμημάτων και αρχειακού υλικού, η οποία θα φέρει τον τίτλο: «Σωτήρης Δάκαρης-Ο αρχαιολόγος της Ηπείρου».
Φέτος συμπληρώνονται 16 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου αρχαιολόγου, χάρη στον οποίο η Ήπειρος γύρισε μια σελίδα στην ιστορία της αρχαιολογίας. Το ανασκαφικό του έργο στην περιοχή είναι τεράστιο. Ανέδειξε καταρχάς το παλαιολιθικό σπήλαιο στην Καστρίτσα όπως και αυτό στο Ασπροχάλικο Πρέβεζας. Ήταν ο πρώτος ανασκαφέας του Νεκρομαντείο στον Μεσοπόταμο Πρέβεζας. Στην ταύτιση του χώρου με το νεκρομαντείο συνέβαλαν δύο ειδώλια της Περσεφόνης που βρήκε ο Δάκαρης. Ανέδειξε την αρχαία Κασσώπη μετά τις ανασκαφές που έκανε με το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου ενώ ταυτοποίησε και το αρχαίο Ορράον.
Και βέβαια, η αρχαία Δωδώνη. Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο της Δωδώνης, χάρη στις οποίες ταυτίστηκε με ασφάλεια η θέση του μαντείου, έγιναν από τον ηπειρώτη πολιτικό Κωνσταντίνο Καραπάνο στα 1875. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους, την ανασκαφή ανέλαβε να συνεχίσει η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία με τον καθηγητή Γ. Σωτηριάδη αρχικά και αργότερα με τον καθηγητή αρχαιολογίας Δημήτρη Ευαγγελίδη. Ο Δάκαρης αναλαμβάνει επικεφαλής των ανασκαφών τη δεκαετία του ’60 και είναι αυτός που προχώρησε στην αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου και άλλων κτιρίων.

Πηγή: Ηπειρωτικός Αγών






Το γράμμα του χειμώνα

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Charles Dickens, ένας μυθιστοριογράφος του... καιρού μας

 
 
Διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Καρόλου Ντίκενς -γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Ρότσεστερ, χωρίς να προλάβει να φτάσει τα 60-, το έργο του μοιάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.

Την εποχή της πρωτοφανούς κρίσης, με την ανεργία να αυξάνεται και τα εισοδήματα να συρρικνώνονται, η ρημαγμένη από την οικονομική εξαθλίωση βικτωριανή Αγγλία, που κυριαρχεί σε όλη τη μυθιστορηματική παραγωγή του Ντίκενς, επανακάμπτει εντυπωσιακά στο προσκήνιο, για να υπενθυμίσει μιαν ανυπόφορα βαριά κοινωνική συνθήκη: μια συνθήκη που η ευμάρεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα έδειχνε μέχρι και πριν από λίγα μόλις χρόνια πως είχε μπει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας (ακόμα κι αν τα πρώτα σημάδια για τον τερματισμό του αναδιανεμητικού συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970).

Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών


Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.

Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία (μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση), μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο), η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση (όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα βιβλία του), με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.

Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό (οικονομικό και κοινωνιολογικό) ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος.

Από τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία (1843) μέχρι και τα Δύσκολα χρόνια (1854) ή τις Μεγάλες προσδοκίες (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων που υποφέρουν από την έλλειψή του, όπως και των ανθρώπων που το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας την ύπαρξη των υπολοίπων σε έναν μόνιμο στροβιλισμό, που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση και την απόγνωση.

Στη νουβέλα της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς.

Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.

Στα Δύσκολα χρόνια, ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα.

Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η βικτωριανή Αγγλία: το φτωχόπαιδο που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα, θα έχει έναν και μοναδικό στόχο, το πώς να πλουτίσει σε μια κοινωνία συστηματικών αποκλεισμών.

Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας αφήγησης που θέλει να αποδείξει και στα τρία έργα το ίδιο πράγμα: ότι η φτώχεια δεν συνιστά φυσική κατάσταση ή προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το απαραγνώριστο χαρακτηριστικό ενός πανίσχυρου ταξικού καθεστώτος, που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την πίστη του στην ανισομέρεια και την ανισότητα.

Ένας πολυεπίπεδος κοινωνικός κόσμος

Ο Ντίκενς έχει κατηγορηθεί κατ' επανάληψη για την προσήλωσή του στην κριτική της φτώχειας, που θεωρήθηκε από πολλούς επιβαρυντικό στοιχείο για τη λογοτεχνική λειτουργία των μυθιστορημάτων του.

Ο ανεξέλεγκτος συναισθηματισμός απέναντι στους βασανισμένους ήρωες και η σχηματικότητα στην εικονογράφηση της ταξικής βίας είναι δύο από τα συχνότερα επιχειρήματα αυτής της συλλογιστικής, που βλέπει στον Ντίκενς μιαν άχρωμη και υποτονική κλίμακα διαβαθμίσεων.

Τέτοιου τύπου, ωστόσο, δυσχέρειες, που σίγουρα δεν απουσιάζουν κατά τόπους από τη δουλειά του Ντίκενς, τείνουν αμέσως να εξισορροπηθούν από την εκτεταμένη ποικιλία των χαρακτήρων του, η οποία ανακινεί πολλαπλές όψεις του συλλογικού περίγυρου, όπως και από την κάθε άλλο παρά προγραμματική οπτική του για το καθημερινό περιβάλλον της φτώχειας και του πλούτου: οπτική που κινείται ευθύς εξαρχής σε ένα πολύχυμο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο.

Ξαναδιαβάζοντας τον Ντίκενς, θα ανακαλύψουμε εύκολα και μιαν άλλη αρετή του. Η κριτική της φτώχειας αποκτά τόσο παραστατική δύναμη στα γραπτά του, χάρη στη σοφά διαρθρωμένη πλοκή του. Δημοσιευμένα ως επί το πλείστον υπό τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων (μηνιαίες συνέχειες στον περιοδικό Τύπο), τα βιβλία του Ντίκενς ξέρουν πώς να διατηρούν αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας έναν περιεκτικό, γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με μιαν αρραγή και πέρα για πέρα συναρπαστική δράση. Σίγουρα, ένας μυθιστοριογράφος του καιρού μας.