Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Από τις αναμνήσεις του ανθυπίατρου Πέτρου Αποστολίδη στη Μικρά Ασία

 

Ο Πέτρος Αποστολίδης συμμετείχε ως ανθυπίατρος στη μικρασιατική εκστρατεία και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος σε ένα δίτομο έργο τα απομνημονεύματά του με τίτλο: «Όσα θυμά­μαι» (Α' τόμος: Γκαρνιζόν Ουσιάκ - 1922/23 και Β' τόμος: Η συνέχεια - 1990/1922 και 1923/1969). Το βιβλίο έλαβε το «Α' Βραβείο Φιλίας και Ειρήνης Αμπντί Ιπεχτσί».
Στην εισαγωγή του Α' τόμου γράφει ανάμεσα στα άλλα:

"  Εγώ χωριατόπαιδο από την Καλουτά του Ζαγοριού, μαθητούδι και γυμνασιόπαιδας συνέχεια στα Γιάννενα, έζησα μέχρι την απελευθέρωση του 12 - 13 υπό τουρκική κατοχή.
Στον ύπνο και στον ξύπνιο μας, όνειρο κι απαντοχή μας ήταν το πότε θα λευτερωθούμε. Καθημερινές σχεδόν κουβέντες μας μέσα κι έξω από το σχολειό ήταν οι δόξες των προγόνων κι η λευτεριά.
Δεν ήταν ανυπόφερτη σε μας τους αστούς η στυγνή τουρκική καταπίεση και εκμετάλλευση, πάντα με το μπαχτσίσι γίνονταν αρκετά ανεκτή η ζωή, όλο το βάρος έπεφτε στην πλάτη του δύσμοιρου αγρότη, αλλά αισθανόμασταν αφόρητη την αυθαιρεσία και τη βαναυσότητα του Τούρκου υπάλληλου και ζαπτιέ. Περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή να ξεκουμπιστούν από πάνω μας. Μισούσαμε και περιφρονούσαμε κάθε τι το τούρκικο.
Έφτασε καμιά φορά η ευλογημένη ώρα, η Λευτεριά.
Πήγα φοιτητής της ιατρικής στην Αθήνα. Δεν ονειρευόμουν πλούτη κι αρχοντιές, όνειρο μου ήταν να σπουδάσω καλά και να μπορέσω να προσφέρω κάποια βοήθεια στους πατριώτες μου.
Κηρύχτηκε ο Α' Παγκόσμιος και μπήκα στο στρατό, πέντε χρόνια συνέχεια υπηρεσία και το τελευταίο αιχμάλωτος στους Τούρκους.
Λίγος καιρός ας πούμε ειρήνης και ξεσπάει ο Β' Παγκόσμιος, Αλβανία, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η γενική αναστάτωση. Από ιδιοσυγκρασία και εκλογή μου δεν ήμουνα μόνο θεατής, όλον αυτόν τον καιρό, αλλά μπλέχτηκα με τα γεγονότα και πήρα κι εγώ μέρος.
Είδα πολλά και διδάχτηκα περισσότερα. Βγήκα στο τέλος ζωντανός ευτυχώς χωρίς απώλειες δικών μου ανθρώπων και όχι ταπεινωμένος. Κάθησα κι έγραψα  ό,τι θυμόμουν από την πολυτάραχη αυτή ζωή(...)
Άρχισα από την αιχμαλωσία. Η περιπέτεια αυτή σημάδεψε βαθειά τη ζωή μου, είδα κι έπαθα πολλά - και πολλά Ταμπού που είχα σωριάστηκαν ερείπια. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο: εγώ, οι άλλοι, οι Τούρκοι, όλα(...)"

Από  τις αναμνήσεις από την Μικρά Ασία και την περίοδο της αιχμαλωσίας το απόσπασμα που ακολουθεί:

Το στρατόπεδο Ουσιάκ
Οι πρώτοι αιχμάλωτοι στο Ουσιάκ ήταν 5 -5.500 χιλιάδες, έφερναν δε κατά διαστήματα και άλλους. Το μεγαλύτερο μέρος το έβαλαν στα συρματοπλέγματα και τους υπόλοιπους σε εγκαταλειμένα  σπίτια χριστιανών στα δύο άκρα της πόλης, το βορειοανατολικό και το νοτιοδυτικό. Ο Μπόσιακας κι ο Παπαδόπουλος ανάλαβαν τα σύρματα κι εγώ τις δυό συνοικίες.
Στα σύρματα δεν υπήρχε κανένα κτίριο, ευτυχώς όμως οι δικοί μας φεύγοντας εγκατέλειψαν εκεί σε μιαν άκρη έναν μεγάλο σωρό θολωτούς τσίγγους, απ' αυτούς που φτιάχνουν τα τολ. Αυτοί οι τσίγγοι κυριολεκτικά έσωσαν τους αιχμαλώτους μας.
Εδώ φάνηκε η μεγάλη αξία που έχει το να δίνεται στα παιδιά από το σπίτι τους η πρωτοβουλία και η συνήθεια στη δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που τους κλείσαν στα σύρματα, οι πιο εργατικοί και με πρωτοβουλία, άρπαξαν από ένα τσίγγο και έφκιαξαν κάποιο στέγαστρο και έχωσαν το κεφάλι τους, εκείνοι δε που ήταν παιδιά πλούσιων οικογενειών, μαθημένα να τους τα ετοιμάζουν άλλοι, αυτοί έχασαν κυριολεκτικά τα νερά τους. Γι' αυτό τις πρώτες μέρες τους περισσότερους θανάτους τούς είχαμε από τα πλουσιόπαιδα και από κείνους που προέρχονταν από θερμότερες περιοχές, Κρήτη, νησιά και αλλού. 
Στη συνέχεια συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν δυό δυό τσίγγους, τους τοποθέτησαν στη γραμμή και έφκιασαν μακριά τούνελ και μπήκαν όλοι μέσα.
Τρυπωμένοι στα τούνελ αυτά, κουβαριασμένοι πάνω στα τσιουβάλια τους, πέρασαν όλο το χειμώνα, χειμώνα σκληρόν, σε υψόμετρο 800 μέτρα, όπως το Ουσιάκ. Για να μπεις στο τούνελ αυτό έπρεπε να μπεις μπουσιουλώντας, κι αν κανένας γυρίζοντας από την αγγαρία κουβαλούσε μερικά σανιδάκια που έβρισκε στο δρόμο και τα άναβε και για να ζεσταθούν, το τούνελ γέμιζε καπνό και όλοι έκλαιγαν ομαδικά. Τις δυό εισόδους τις έκλειναν με κουρέλια για να μη σχηματίζεται ρεύμα.
Εδώ σαν τρωγλοδύτες έβγαλαν το χειμώνα, οι πολλοί λίγοι που τον έβγαλαν.



Ξεκινούσα πρωί πρωί. Τα σπίτια που τους είχαν βάλει, εγκαταλειμένα σπίτια Ελλήνων και Αρμένηδων, ήταν όλα λεηλατημένα, μόνον οι τέσσερες τοίχοι, με σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, πολλά δωμάτια χωρίς πόρτες. Τους αρρώστους τούς είχαν συγκεντρώσει οι νοσοκόμοι σε ένα δυό δωμάτια, όλοι κουβαριασμένοι, ξαπλωμένοι στο πάτωμα και κουκουλωμένοι με τα τσιουβάλια τους, γδυτοί από χιτώνια και περισκελίδες και μισοκοιμόντουσαν.
" Ένας έχει πολύν πυρετό εδώ...", μια φωνή. Βρίσκονταν στην άλλη άκρη του δωματίου και δρασκελίζω τους κουβαριασμένους στο πάτωμα για να τον πλησιάσω. Άκουγες τότε: " Το Χριστό σου, μου πάτησες τη μύτη μου" από δω, " ωχ, το χέρι μου, Την Παναγία σου", από κει.
Παίρνω κατόπιν θέση σε μια γωνιά και περνούν ένας ένας να τους εξετάσω - και ήταν πολλοί, 600 - 700 την ημέρα. Στο πλευρό μου έχω το νοσοκόμο μου να κρατάει στο χέρι του ένα μπουκάλι. Όλους σχεδόν τους θερίζει η διάρροια και τα μόνα φάρμακα που μου διέθεταν ήταν λίγα σκονάκια υπονιτρικό βισμούθιο και λίγο λαύδανο, κι αυτά ήταν λάφυρα από τα δικά μας. Καθώς δεν μ' έπαιρνε ο χρόνος να μετρώ για τον καθένα 14 - 15 σταγόνες λαύδανο, διέλυσα λαύδανο στο κονιάκ - βρέθηκε ευτυχώς κάμποσο στις δικές μας καντίνες -, ώστε να αναλογούν 15 -16 σταγόνες λαύδανο σε κάθε κουταλιά της σούπας και έδινα από μια κουταλιά της σούπας στον καθένα.
Οι τελευταίοι που έρχονταν, για να προκάνουν μη φύγω, ούτε καν μου' λεγαν τι έχουν, στέκονταν μπροστά μου, τέντωναν το σκελετωμένο λαιμό τους, άνοιγαν το στόμα τους κι ο νοσοκόμος μου έρριχνε μια κουταλιά της σούπας κονιάκ με λαύδανο στο στόμα σαν παπάς τη μετάληψη. Είχα μπροστά μου την εικόνα της οσίας Μαρίας της Αυγυπτίας με το σκελετωμένο λαιμό της να μεταλαβαίνει, από μια παλιά βυζαντινή εικόνα στο μοναστήρι μας στο χωριό μου.
Οι ψείρες δισεκατομμύρια. Σήκωνα το πάνω τσιουβάλι για να ακροασθώ την πλάτη του άρρωστου και στο από κάτω τσιουβάλι αυτές μετακινούνταν σαν τα πρόβατα στην πλαγιά του λόφου. Μετά την επίσκεψη, το βράδι που γύριζα στο δωμάτιό μου, τίναζα τα ρούχα μου να διώξω τις ψείρες. Το πρωί που πήγαινα για την επίσκεψη, η κυλόττα μου δεν είχε ψείρες και όταν γύριζα το βράδι ήταν άσπρη. Οι ψείρες είχαν ανεβεί από τις αρβύλες και τις πέτσινες μπότες μου και είχαν καταλάβει την κυλόττα μου.
Γύριζα στο κατάλυμμά μας σωματικά, αλλά περισσότερο ψυχικά εξουθενωμένος. Και αναρωτιόμουν! Μα τι κάνω εγώ εδώ; Γιατρική είναι αυτό που κάνω, ή κοροϊδεύω τους δυστυχισμένους αυτούς;
Και όμως ήταν γιατρική. Και γρήγορα το αντιλήφτηκα. Από τη γενική συμπεριφορά τους απέναντί μου ένιωθα ότι τους ήμουν απαραίτητος. και μόνο που μ' έβλεπαν μπροστά τους σαν γιατρό τους, έπαιρναν κουράγιο και ελπίδα ότι θα γίνουν καλά και θα γυρίσουν μια μέρα στο σπίτι τους. Η παρουσία μου σαν γιατρού τους, μια συμβουλή, μια καλή κουβέντα, ένα χάδι, ένα " κάντε κουράγιο παιδιά και όπου να' ναι και υπογράφεται ανακωχή και φεύγουμε", ενεργούσε απάνω τους σαν το ισχυρότερο τονωτικό.
Ο μακαρίτης ο Μπόσιακας και μεγαλύτερος στα χρόνια από μένα και τον Παπαδόπουλο ήταν, αλλά και σωματώδης. Τον είχαμε σαν ένα είδος συντονιστή προϊστάμενο και αναλάβαμε, κυρίως εμείς οι δυό, την ιατρική δουλειά του στρατοπέδου. Και κάπως κουρασμένος φαίνονταν, αλλά και σαν μόνιμος αξιωματικός που ήταν, είχε ένα είδος στρατοκρατική νοοτροπία, εφάρμοζε στην αντιμετώπιση των προσερχόμενων αρρώστων μια μέθοδο, πώς να την εκφράσω; στρατοκρατική. Τους μιλούσε σαν διοικητής λόχου, με αυστηρότητα και επιταγή. Μερικούς που εξέτασε μια μέρα, είχαν διάρροια, τους έβαλε, πολύ σωστά, σε δίαιτα μια δυό μέρες και αυτοί δεν ήθελαν να την κρατήσουν - συνηθισμένα αυτά στο στρατό. Και τους λέει: " Μη την κρατάτε, αλλά εσείς θα πεθάνατε, δεν θα πεθάνω εγώ". Λοιπόν, τόσο άσχημα τούς χτύπησαν αυτά τα χωρίς κακία λόγια - συμβολή, που τους διέθεσαν εχθρικά απέναντί του. Μετά το θάνατό του άκουσα να μιλούν μερικοί μεταξύ τους και να λεν, με ένα είδος ειρωνείας: " σε μας έλεγε θα πεθάνουμε, κι αυτός πέθανε πριν από μας."
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τότε εκεί, ούτε φάρμακα - δεν υπήρχαν άλλωστε - ούτε καμιά άλλη ιατρική φροντίδα έπαιζαν κανένα σπουδαίο ρόλο. Εκείνο που ζύγιζε πιο πολύ ήταν η ψυχοθεραπεία, ο καλός ο λόγος, ένα χάδι και η ενίσχυση της ελπίδας ότι όπου να' ναι και φεύγουμε. Το είχα νιώσει βαθιά αυτό...


Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι. 1900 -1969. Α' Γκαρνιζόν Ουσιάκ 1922 -1923, Κέδρος , Αθήνα 1981

Οι φωτογραφίες από το βιβλίο

Δεν υπάρχουν σχόλια :