Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Τσεκριέ

Οι Λαοί, οι Λαοί,
φέρνουμε θάνατο στους Λαούς,
Οι στρατιές, οι στρατιές,
του Μεγάλου Τζένκις - Χαν.
( Παλιό Μογγολικό τραγούδι)

Είναι το όμορφο προάστειο της Προύσας, με τις θερμοπηγές. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της λουτρόπολης είναι τώρα νοσοκομεία, για να στεγάσουνε τις χιλιάδες των λαβωμένων της μάχης της Άγκυρας. Όλα τα ξενοδοχεία - νοσοκομεία είναι χτισμένα στην άκρη του γκρεμού και μέσα από τα παράθυρά τους βλέπεις τον πλούσιο κάμπο και την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, σκαρφαλωμένη στα ριζά του Μύσιου Όλυμπου.
Ανάμεσα στα σπίτια της πόλης στηλώνουνται τα παλιά τεμένη με τους διπλούς μιναρέδες. Το Γεσλί Τζαμί, το μεγάλο τζαμί του Σουλτάν Μπαγιαζίτ, οι τάφοι του Σουλτάν Οσμάν και του Ορχάν.
Στην άλλη άκρη της πολιτείας, σαν περιφρονημένος παρίας, είναι η Χριστιανική συνοικία κι' η Μητρόπολη.
Αυτή την Τούρκικη Προύσα θέλησαν να λευτερώσουνε ο Γυιός του Ψηλορείτη κι' αργότερα ο Κόμης Αχαρνών.
Μα αυτοί οι δυό τρανοί, πεθάνανε αναπαυτικά πάνω στα κρεββάτια τους, όταν χτύπησε η ασημένια καμπάνα που τους καλούσε για το μεγάλο τους ταξίδι.

Πάνω , όμως, στο Τιρνακσίζ Τεπέ του Σαγγάριου, ο Μ.Α. αντίκρυσεν αφάνταστα κι' απίστευτα πράγματα. Στην πλαγιά του Τεπέ, προς το μεγάλο ποτάμι, κοίτουνται δυό 20χρονοι άντρες, που η ξιφολόγχη του μιανού είναι μπηγμένη μέσα στα στήθεια του άλλου. Τα κοκκαλιασμένα τους χέρια ακόμα κρατάνε σφιχτά το Γαλλικό όπλο και το μάουζερ.
Η μια ξιφολόγχη είναι Γαλλικής κατασκευής κι' η άλλη είναι προϊόν των εργοστασίων του Κρουπ, πριονωτή από το πίσω μέρος και κοφτερή από το μπροστινό. Όταν τραβήξεις αυτή την ξιφολόγχη πίσω, σέρνεις μαζύ της σάρκες και κόκκαλα.
Στα βάλτα, κοντά στο ποτάμι, κοίτεται ένας άμορφος πολτός που βρωμοκοπά. Είναι τρία μεγαλόσωμα άλογα πυροβολικού και τρεις πυροβολητές. Έτσι που περνούσαν βιαστικά πλάι στη μακάβρια μάζα, ο Μ.Α. παρατήρησε το κομμένο κεφάλι ενός πυροβολητή να κοίτεται ανάμεσα στη ξαντερισμένη κοιλιά τ' αλόγου του. Τρία μέτρα παραπέρα, ακρωτηριασμένα, κοίτουνταν σταυρωτά ένα ανθρώπινο χέρι κι' ένα μπροστινό πόδι αλόγου. Το χέρι είχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι πάνω σ' ένα δάχτυλο και το πόδι ένα γυαλιστερό, καινούργιο πέταλο.
Κι' ύστερα, λένε πως το πέταλο φέρνει γούρι και καλοτυχιά! Και το ζωγραφίζουνε με φανταχετρά χρώματα πάνω στις πρωτοχρονιάτικες κάρτες! Το ασημένιο δαχτυλίδι ίσως να ήτανε η βέρα του γάμου του ανώνυμου νεκρού.
Όρσε!! Πολιτισμέ του εικοστού αιώνα!!

Στο Μεραρχιακό χειρουργείο, πλάι στο θολό ποτάμι κοίτουνται κατοσταριές νεκρά κορμιά παλληκαριών. Το συνεργείο ταφής δεν προφταίνει να θάβει τα νεκρά κουφάρια. Μέσα στο χειρουργείο ο Μ.Α. βλέπει ξαπλωμένο ένα παιδί του λόχου τους, που φαίνεται πως χτύπησε ύστερ' απ' αυτόν. Όταν τον πέρνανε πίσω, αυτός ο σύντροφός του ήταν γερός και έρριχνε θεριστική βολή με τ' οπλοπολυβόλο του μέσα στη νύχτα της κόλασης, πάνω στον Μέλανα Λόφο, μπροστά στο Πολατλή. Είναι βαρειά λαβωμένος στην κοιλιά. Πλάι στο φορείο του στέκεται ο μικρός τρίποδας του φυσιολογικού ορρού. Το παλληκάρι παραμιλά πάνω στην επιθανάτια πάλη του. Κατάγεται από την περιοχή της Φλώρινας. Είναι Σλαυόφωνος.
Ο Μ.Α. γονατίζει πλάι του και φωνάζει τ' όνομά του:
" Δαμιανέ!!"
Ο ετοιμοθάνατος σουφρώνει για μια στιγμή τα φρύδια του, σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Μα απότομα, ο Μ.Α., βλέπει την ωχράδα του θανάτου να τρέχει πάνω στο πρόσωπό του, κι' η όψη του να πέρνει τη γαλήνια έκφραση του λυτρωμού.
Σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο και του κλείνει με σταθερά δάχτυλα τα γκρίζα μάτια του. Του σταυρώνει τα χέρια και του σιάχνει τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα της αγωνίας μαλλιά του:
" Έχε γεια, για πάντα, Δαμιανέ", μουρμουρίζει αδάκρυτος ο Μ.Α.

Στο χειρουργείο γνωρίστηκε τυχαία μ' ένα συνομίληκό του τραυματία. Κι' οι δυό τους ήταν ελαφρά τραυματισμένοι, ο ένας στο κεφάλι κι' ο άλλος στο μηρί, στα ψαχνά. Ο καινούργιος του φίλος, που τον έφερε κοντά του η μπόρα του πολέμου, ήταν του πυροβολικού. Καταγώτανε από τ' Αμπέλια της Χαλκίδας. Τ' όνομά του , Ορέστης Γράντζης.
Φύγανε μαζύ, με το ίδιο αυτοκίνητο για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρή Γκιόλ. Άμα φτάσανε στο σταθμό, τρίβανε κι' οι δυό τα μάτια τους: Στοίβες ολόκληρες οι κονσέρβες, τάπιες τα τσουβάλια η γαλέτα κι' απίστευτο αν δεν τώβλεπε κανείς με τα μάτια του...ένας πελώριος σωρός κουραμάνα, από χιλιάδες καρβέλια.
Κι' οι δυό τους ήταν θεονήστικοι. Για μέρες τώρα, μασούσανε στάρι που το μάζευαν μέσ' από τ' αλώνια πάνω στη γραμμή μάχης, μπροστά στο Πολατλή. Με χίλια βάσανα ο σιτιστής τους ο Χρίστος τούς έφερνε δυό καζάνια βρασμένο πλιγούρι με κρέας και 4 βαρέλια νερό, φορτωμένα στα μουλάρια, τη νύχτα. 
" Εδώ έχει μπόλικη μάσα", λέει ο Ορέστης στον Μ.Α., άμα αντίκρυσε την τάπια με τις κουραμάνες.
Ο Μ.Α., με τραχειά φωνή, λέει τούρκικα, κι' ύστερα εξηγεί στον φίλο του από την Εύβοια, την Τούρκικη παροιμία:
" Ω! ουρανέ, μήτε αμπάς απόμεινε μήτε γελέκο. Γιατί άλλους ταΐζεις με γλυκά καρπούζια κι' άλλους πικρά ξυλάγγουρα;".
Πηδάνε σβέλτα κι' οι δυό τους από τ' αυτοκίνητο.
" Ωχ!", ξεφωνίζει ο Ορέστης. " Ξέχασα πως έχω το μηρί μου πληγωμένο. Μα πεινώ. Νομίζω πως μπορώ να καταπιώ όλη τούτη την στοίβα τα καρβέλια".
Πλησιάζουνε έναν ένοπλο σκοπό:
"Συνάδελφε", του λένε ντροπαλά σαν ζητιάνοι. " Πεινάμε. Κει πάνω βράζαμε στάρι και τρώγαμε. Δώσε μας λίγο ψωμί. Κει πάνω βράζαμε και τρώγαμε τα κόλλυβά μας ζωντανοί ακόμα".
Ο σκοπός, μ' ένα κόμπο στο λαρύγγι, τους λέει:
" Πάρτε ό,τι θέλετε κι' όσα θέλετε. Κουραμάνες, κονσέρβες, γαλέτα. Η Στρατιά υποχωρεί από το Καλέ Γκρόττο. Όλα τούτα θα τα περιχύσουμε βενζίνα και θα τα βάλουμε μπουρλότο, άμα οι δικοί μας περάσουν το ποτάμι. Βλέπετε κείνη τη στοίβα; Είναι κάσες βενζίνας για το μπουρλότο, πρόχειρες".

Ήταν κοντά μεσάνυχτα άμα φτάσανε στο Εσκή Σεχίρ, μέσα σ' ένα ανοιχτό, φορτηγό βαγόνι. Το πόδι του Ορέστη τού πονούσε πολύ και το κεφάλι του Μ.Α. το σούβλιζαν οδυνηρές μαχαιριές. Το τραίνο μπήκε στο σταθμό. Σιδηροδρομικοί δικοί τους, με στρατιωτικά ρούχα, κρατάνε κλεφτοφάναρα και φωνάζουν οδηγίες ο ένας στον άλλον, μέσα στη νύχτα.
" Τίνας χώρους αφίγμεθ' ή τίνων ανδρών πόλιν;", καλαμπουρίζει ο Ορέστης, ρωτώντας ένα σιδηροδρομικό.
" Η δε πόλις Φρυγίς, Δορύλαιον τούνομα, γυιέ μου Οιδίποδα", κακανίζει ο σιδηροδρομικός. Ήταν ο Σταθμάρχης.
" Κι' εμείς ερχόμαστε από το Γόρδιον", φωνάζει ο Μ.Α. γελώντας.
" Ναι, μα δεν μπορέσατε να λύσετε τον Γόρδιον δεσμό".
" Αμ, αφού δεν μπόρεσε να τον λύσει μήτ' ο Μεγ' Αλέξανδρος", φωνάζει ένας άλλος τραυματίας.
" Ναι, μα τον έκοψε με τη σπάθα του", αποσώνει ο σταθμάρχης με γέλιο στη φωνή του.
" Άμα σ' βαστά ισένα, κυρ - σταθμάρχι', πάρι μια γιαταγάνα σαν του μπόγι σ' κι πάνι να τουν κόψεις ισύ", φωνάζει ένας άλλος λαβωμένος από το άλλο βαγόνι.
" Εσύ είσαι, Στράτη;", φωνάζει ξαφνιασμένος ο Μ.Α.
Η φωνή ήταν του Στράτη του Σπαρά, από το Μαραθόκαμπο της Σάμου, τρομπλονιστή του λόχου τους.
" Βρε, ψ'χούλα μ', είσι ζωντανός στ' αλήθεια, κριάς κι κόκκαλα, για του φάντασμα σ'; Ιγώ έμαθα πους η σφαίρα σ' σκόρπισ' τα μυαλά".
" Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, Στράτη, κι' έτσι η σφαίρα, δεν μπορούσε να δει καλά. με χτύπησε ξώπετσα".
" Βρε αδιρφέλι μ' οι σφαίρες βλέπ' ν κι τ' νύχτα κι τ' μέρα, άμα πιρνούν απού κουντά σ' κι σφυρίζ'ν σαν όχεντρις".

Μένουνε μια βραδυά στο Εσκή Σεχίρ, τους αλλάζουνε τους επιδέσμους τους, κι' οι ελαφρά τραυματίες μπαίνουνε μέσα σε φορτηγά βαγόνια, την άλλη μέρα το πρωί για το Καρά Κιόι. Αριστερά από τη σιδηροδρομική γραμμή , στην πλαγιά ενός λόφου, χιλιάδες πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια, πηγαίνανε σιγά - σιγά προς το Καρά Κιόι και την Προύσα. Ήταν τα ΛΑΦΥΡΑ!!
Πήγανε κι' αφίσανε άθαφτα τα Ελληνικά νηάτα, νεκρά, πάνω στα οροπέδια της Ανατολίας, και γι' αντάλλαγμα των νεκρών, κουβαλούσανε ζωντανά πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια!
Μέσ' από το βαγόνι, ο Μ.Α. δείχνει στον Ορέστη την Κοβαλίτσα, το Ακ Μπουνάρ και την καμμένη μεγάλη κωμόπολη του Μποζ Εγιούκ, που την πυρπόλησαν υποχωρώντας τον περασμένο Μάρτη.
Ως τα σήμερα ακόμα, θυμάται ο Μ.Α. την πυρπόληση του Μποζ Εγιούκ. Ήταν νύχτα όταν εγκαταλείψανε την Κοβαλίτσα και, κακήν - κακώς, υποχωρούσανε για την Προύσα. Στη μέση της πυρκαϊάς, στεκότανε η μαύρη σιλουέττα του μεγάλου τζαμιού με τον ψηλό μιναρέ. Ένας διαβολικός ήχος ακουότανε, έτσι που οι φλόγες της καταστροφής καταπίνανε αχόρταγες τα χτίρια. Τότες θυμήθηκε την πυρπόληση της Ρώμης και τον Νέρωνα.
" Ποιος ήτανε ο Νέρωνας του Μποζ Εγιούκ;"
" Εσύ, αθώο μου περιστεράκι", άκουσε να του φωνάζει μέσα του μια τραχειά φωνή, γεμάτη σαρκασμό.
Κι' έτσι, ο Ορέστης από την Εύβοια κι' ο Μ.Α. από το νησί της Εκάτης, φτάσανε στην Προύσα και στο νοσοκομείο του Τσεκριέ. Κι' οι δυό τους κοιμούνται πλάι - πλάι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, κατάχαμα. Έχουνε μπόλικες κουβέρτες, μα το κορμί τους κι' οι κουβέρτες είναι γεμάτες ψείρα. Ο άνθρωπος όμως είναι ένα ζώο υπομονετικό, πιο υπομονετικό κι' από τον γάιδαρο. Μπορεί να συνηθίσει και στην ψείρα. Και τι ψείρα! Άσπρη, μεγάλη, παχειά και στρουμπουλή σαν το κουκουνάρι! Αν η Ελλάδα την έστελνε σε διεθνείς ζωοτεχνικές εκθέσεις, θα έπερνε σίγουρα το πρώτο "χρυσούν μετάλλιον".
Αν πάλι, η Ελλάδα είχε σήμερα όλη την ψείρα της Στρατιάς Μικρασίας στην υποχώρησή της από την Άγκυρα, και την πουλούσε στα μικροβιολογικά εργαστήρια των " Πεπολιτισμένων Χωρών" για πειράματα του μικροβιολογικού πολέμου του μέλλοντος, θα μπορούσε από τα λεφτά που θάπερνε να ξοφλήσει όλα τα ξένα δάνειά της τοις μετρητοίς, και να γλυτώσει μια για πάντα απ' όλους τους Σάυλωκς.

" Κοιμάσαι, Ορέστη;"
" Όχι, σκέφτομαι".
" Τι σκέφτεσαι;"
" Τους συντρόφους μου που φύγανε για πάντα. Μια μεγάλη οβίδα SCODA κομμάτιασε το πεδινό πυροβόλο μας, μέσα στα βάλτα, κοντά στο Τιρναξίζ Τεπέ. Τρία άλογα και τρεις σύντροφοί μου κομματιάστηκαν. Ο ένας τους ήταν αδερφικός μου φίλος. Το πρωί, την ίδια μέρα που σκοτώθηκε, το αεροπλάνο μάς έρριξε τον σάκκο του ταχυδρομείου. Είχε γράμμα από τη γυναίκα του στο Γύθειο, πως γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι".
" Φορούσε δαχτυλίδι ο φίλος σου, Ορέστη;"
" Ναι, μια ασημένια βέρα του γάμου του".
" Μην κλαις, Ορέστη. Κι' εγώ πάνω στην Κοβαλίτσα, τον περασμένο Μάρτη, έχασα πάνω από εκατό συντρόφους μου. Μια μονάχα οβίδα βαρέως από το Ινονού, σκότωσε 21 συντρόφους μου. Τους μετρήσαμε προσεχτικά. Ήταν ακριβώς 21. Τον Χάρη τον Κίτσιο από τα Χάσια, τον γνωρίσαμε από τ' ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε. Το κεφάλι κι' ο λαιμός του λείπανε..."
Ξαπλωμένοι μέσα στις ψειριασμένες κουβέρτες, σ' ένα πρώην ξενοδοχείο πολυτελείας του Τσεκριέ της Προύσας, δυο παλληκάρια 21 χρονών, κλαίνε σιγανά, για να μη ξυπνήσουνε τους άλλους λαβωμένους συντρόφους τους που κοιμούνται.
Κλαίνε για τους συντρόφους τους, που δεν θα τους ξαναδούνε οι δικοί τους.

Πλάι στο ξενοδοχείο - νοσοκομείο του Τσεκριέ είναι ένα μεγάλο αρχαίο τζαμί με διπλόν μιναρέ. Ο Ορέστης κι' ο Μ.Α. κολυμπάνε στη μαρμαρένια  δεξαμενή του ξενοδοχείου με το ζεστό νερό της θερμοπηγής. Ντύνουνται, πέρνουν το συσσίτιό τους και πάνε στον αυλόγυρο του τζαμιού. Το τζαμί είναι χτισμένο πάνω στον γκρεμνό. Ένα δυνατό, χοντρό, λίγο πλαγιαστό ντουβάρι, χτισμένο στην απόκρημνη πλαγιά, ανεβαίνει ως την αυλή του τζαμιού και κλείνει τον αυλόγυρο από το μέρος του κάμπου. Το ντουβάρι έτσι που τελειώνει, σχηματίζει μια χαμηλή πεζούλα στον αυλόγυρο.
Οι δυό σύντροφοι πάνε και κάθουνται στην πεζούλα. Ο καθένας ανοίγει στον άλλο αβίαστα το βιβλίο της ιστορίας του, μ' εμπιστοσύνη και μ' απλότητα:
Ο Ορέστης έχει ένα καλό κορίτσι που τον περιμένει στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκείνη πήγαινε στο Παρθεναγωγείο και κείνος στο Γυμνάσιο όταν πρωτογνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε φιλολογία και κείνος δασοκομία. Του άρεζαν τα δέντρα και τα δάση και τα ρουμάνια:
" Εδώ, η Μικρασία σας, έχει τα πιο όμορφα δάση που αντίκρυσα στη ζωή μου. Τα δάη του Μύσιου Όλυμπου είναι υπέροχα. Από τούτη την πλαγιά της Προύσας, βορεινή βλάστηση. Από το μέρος της Κιουτάχιας, παρθένα δάση θεόρατων πεύκων. Όταν φτάσαμε στο Εσκή Σεχίρ, έγραψα στην Έλλη και την ρωτούσα, αν θα της άρεζε άμα απολυθώ και παντρευτούμε να έρθουμε να μείνουμε για πάντα στην Προύσα. Τα άρεσα πολύ τούτα τα μέρη. Η ζωή μου ολόκληρη έχει κολλήσει πάνω τους."

....................................................................................................................................................

Ο Μ.Α. άνοιξε και κείνος το βιβλίο των παραμυθιών της ζωής του. Τον θάνατο του πατέρα του, την προσφυγιά, το σβύσιμο των ονείρων του να γίνει εμποροπλοίαρχος σε καράβια γραμμής εξωτερικού, να δει όλον τον μεγάλο κόσμο. Στο τέλος τού μίλησε για τον ορκισμένο αδερφό του από τα βουνά του Πίνδασου.
" Τον ξαναντάμωσες ποτέ σου τον Σουλεϊμάν;" ρωτά ο Ορέστης συγκινημένος.
Ο Μ.Α. για λίγο διστάζει. Κυττά τον σύντροφό του κατάματα. Εκεί μέσα στα μάτια του καινούργιου φίλου του, είδε την άσπρη ψυχή του, σαν μια μεγάλη πέτρα, πεταμένη με πολύχρωμα φύκια, εκεί που ψάρευε λιθρίνια στη Σκάλα του Κεμέρ.
" Ναι, ανταμώσαμε κρυφά μέσα στο ρουμάνι πάνω από το Τζουμαλή Κιζίκ, έξω από την Προύσα, πριν λίγους μήνες. Ήρθε κρυφά μέσ' από τα βουνά επίτηδες να μ' εύρει".

* * *
" Ογλούμ, γυιέ μου!"
Δυό αδύνατα χέρια γέρικα τον αγκαλιάζουνε από πίσω. Ο Μ.Α. σηκώνει το κεφάλι του και πετιέται ολόρθος.
" Μπουμπά!! Τι γίνεσαι;"
Ένας γέρος Χότζας αγκαλιάζει ένα αλλόπιστο παλληκάρι, ντυμένο στα μπλε, μάλλινα, ρούχα του νοσοκομείου στο Τσερκριέ. Κι' οι δυό τους φορούνε σαρίκι, ο γέρος γύρω στο κόκκινο φέσι του, κι' ο νηός το σαρίκι του άσπρου επίδεσμου γύρω στο λαβωμένο κεφάλι του.
" Χτύπησες βαρειά, γυιέ μου;" ρωτά ο γέρος ανήσυχα.
" Όχι, ελαφριά. Λαβώθηκα κει πάνω στο Σακάρια. Πώς βρέθηκες εδώ μπουμπά;"
" Μουατζίρ ( πρόσφυγας). Τα χωριά μας, όλα τα Κιζικλάρ, τα κάψανε οι δικοί σας", λέει ο γέρος πονεμένα, μα ήρεμα. " Τώρα μένω στην Προύσα".
Ένας άλλος Χότζας, κοντόχρονος, με καλοκάγαθη έκφραση, παρακολουθεί τη σκηνή. Ο Ορέστης παρακολουθεί και κείνος με συγκίνηση την απρόοπτη αυτή συνάντηση του φίλου του με το Χότζα.
" Είναι ο Χότζας που μούλεγες;"
" Ναι, αυτός είναι Ορέστη".
"Πατέρα, ο σύντροφός μου μού είπε πως φωνάζεις γλυκά κι' όμορφα την προσευχή σου πάνω από τον μιναρέ. Πόσο θάθελα να σ' άκουα!" λέει ο Ορέστης.
Ο Μ.Α. εξηγεί στον λιπόσαρκο Χότζα την παράκληση του φίλου του.
" Σήμερα είναι η σειρά του συντρόφου μου", λέει ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ, δείχνοντας τον κοντόχοντρο ιερωμένο που πλυνότανε στο μαρμαρένιο συντριβάνι.
Ο άλλος Χότζας, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους, του φωνάζει:
" Κάνε το χατίρι των παιδιών και πες την εσύ την προσευχή".
Ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ πλένεται στο συντριβάνι κι' ανεβαίνει στον ψηλό μιναρέ. Η φωνή του ξεχύνεται πάνω από την πλαγιά του Τσεκριέ. Δεν ήτανε όμως η παλιά φωνή, γεμάτη πίστη στον Αλλάχ και στους ανθρώπους. Ήτανε μια κραυγή απελπισιάς κι' απόγνωσης, το τραχύ ξεφωνητό ενός ανθρώπου, που έχασε πια την ακλόνητη πίστη του για το θεό και για τον άνθρωπο.

Άμα κατέβηκε από τον μιναρέ, τους προσκάλεσε και τους δυό στο προσφυγικό καλύβι του. Τους έψησε καφέ και κουβεντιάζανε. Ο Μ.Α. εξηγούσε στον Ορέστη τι έλεγε Τούρκικα.
" Έμαθες τίποτα για τον αδερφό σου τον Σουλεϊμάν;"
" Όχι, μπουμπά".
" Ο Σουλεϊμάν χτύπησε βαρειά πάνω στο Καρά Μπουγιού Νταγ, μα γίνηκε ολότελα καλά. Είχα στείλει μήνυμα στον πατέρα του στο Πελήτ Κιόι , ζητώντας νέα του. Ο πατέρας του μ' απάντησε αν τύχει και σε ξανανταμώσω, να σου δώσω τα χαιρετίσματά του και να σου πω πως πρέπει να κρατήσετε τον όρκο σας ως το τέλος κι' οι δυό σας".
Σε λίγο οι δυό τραυματίες σηκώθηκαν να φύγουνε για το νοσοκομείο. Ο Μ.Α. πήρε το χέρι του γέρου ανάμεσα στα δυό του χέρια και το φίλησε. Ο γέρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο κεφάλι.
" Ο Αλλάχ μαζύ σας, παιδιά μου".

* * *
Οι δυό τραυματίες κάθουνται πάνω στην πεζούλα του αυλόγυρου του τζαμιού και κουβεντιάζουν. Κι' άλλοι τραυματίες παραπέρα, παρέες - παρέες , κάθουνται και μιλούν και γελάνε ή στε΄κουνται βουβοί, για ώρα, κυττώντας στον κάμπο. Είναι απομεσήμερο.
" Ο Μεγαλειότατός μας έστειλε το διάγγελμά του στον στρατό. Ξέρετε, παιδιά, πώς τελειώνει το Βασιλικό Διάγγελμα; " Μολών λαβέ". Μα ο Λεωνίδας προσπάθησε, μαζύ με τους τριακόσιους του, και νεκρός ακόμα, να βουλώσει την κλεισούρα στις Θερμοπύλες, με το κουφάρι του και με τα νεκρά κορμιά των παλληκαριών του. Ενώ τούτος;"
Ο ομιλητής μιλά χαμηλόφωνα στην παρέα του. Φαίνεται πως είναι αντιβασιλικός, ή το λάβωμα του κι' ο όλεθρος π' αντίκρυσε κει πάνω στην Άγκυρα τον κάνανε αντιδυναστειακό. Μιλά με πίκα και μίσος.
" Μίλα σιγότερα, Μήτρο, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. Κύττα κείνα τα δυό αυγοτάραχα που πάνε πάντα μαζύ! Πρόσεχε άμα μιλάς πολιτικά".
" Ποιους; Εκείνους κει στην πεζούλα; Μωρέ, είναι χρυσά μωρά κι' οι δυό τους. Προψές τη νύχτα, μιλούσαν σιγανά για τους σκοτωμένους συντρόφους τους και στο τέλος κλαίανε σαν παιδιά κι' οι δυό τους. Κοιμάμαι κοντά τους, μέσα στον ίδιο θάλαμο. Ο ένας είναι από την Εύβοια κι' ο άλλος είναι Μικρασιάτης. Ανθρώποι που κλαίνε τη νύχτα για τους χαμένους συντρόφους τους, δεν μπορεί νάναι Βασιλικοί. Ορέστη, Μ.Α., ελάτε στην παρέα μας".
Οι δυό φίλοι πάνε στην παρέα του "μολών λαβέ". Έτσι η παρέα από έξη, γίνουνται οχτώ.
" Ο Βασιλιάς έδωκε ρητή διαταγή, όλοι οι τραυματίες να μην ξαναπάνε στο μέτωπο, παρά να τοποθετηθούν σε μετόπισθεν υπηρεσίες".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε. Έμαθα πως ο Βασιλιάς πήγε να δει τους βαρειά πληγωμένους στα νοσοκομεία της Προύσας κι' έκλαιε σαν μωρό".
" Εγώ γεννήθηκα στο Ασουάν, στην Άνω Αίγυπτο, κι' έχω δει κροκόδειλους με τα μάτια μου. Οι κερατάδες, τη νύχτα κλαίνε σαν μωρά, για να ξεγελάσουν κι' ανθρώπους και ζούδια να πέσουν στα νύχια τους. Λένε πως βγάζουνε και δάκρυα  από τα μάτια τους. Μα εγώ δεν τα είδα , γιατί φοβόμουνα να πάω κοντά τους. Κι' ο δικός μας κροκόδειλος, πρώτα μάς έσυρε στο μακελειό, ύστερα μάς έκλαψε ζωντανούς και πεθαμένους, πέταξε την ασπρογάλαζη ρουκέτα του "μολών λαβέ" και γεια σας - χαίρετε για το Τατόι, να κυνηγήσει ελάφια, άμα μπει ο χειμώνας".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε πάντα. Κι' ο βασιλιάς κι' οι σύμβουλοί του. Δεν μας νοιαστήκανε άμα βγάλανε τον φετφά τους στο Συνέδριο της Κιουτάχιας. Ο ξετσίπωτος ο Πρωθυπουργός του έκανε τη δήλωση στους αντιπροσώπους του Τύπου: " Εάν δεν διαλύσωμεν τας ορδάς του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας, εν ανάγκη θα βαδίσωμεν και μέχρι Σεβαστείας". Ξέρετε, βρε παιδιά πόσο απέχει η Άγκυρα από τη Σεβάστεια; Ρίξτε κάτω τον χάρτη και μετρήσετε μ' ένα χάρακα. Η Άγκυρα απέχει από τη Σεβάστεια όσο ακριβώς η Προύσα από την Άγκυρα".
" Μπας και θα περπατάνε αυτοί με τον γυλοιό στην πλάτη, ψειριασμένοι, κουρελιάρηδες, δαρμένοι από την πείνα και την δίψα; Κατουρήσανε μέσα στο κύπελλό τους και να πιούνε το κάτουρό τους το ίδιο; Εγώ τώπια πάνω στον Τραπεζοειδή λόφο, μπροστά στο Πολατλή, μα το ξέρασα και φώναξα στους συντρόφους μου: " Παιδιά, για τ' όνομα του Χριστού, μην πιήτε το κάτουρό σας, θα τελλαθήτε".

..........................................................................................................................................................

Σε λίγο φτάνει ένας τραυματίας κουτσαίνοντας.
" Έμαθα πως ο Βασιλιάς φεύγει σε μια ώρα για τα Μουδανιά μ' αυτοκίνητο κι' από εκεί για την ωραία Αθήνα".
Όλων τα μάτια, και των εννιά, καρφώθηκαν πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, που στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στον κάμπο, μα η κουβέντα εξακολούθησε.
" Εκεί στα Μουδανιά θα τον αναμένει η Αμφιτρίτη, η βασιλική θαλαμηγός, το αμαρτωλό σκάφος".
Από τον τρόπο που μιλούσε, ο Μ.Α. στοιχηματούσε το κεφάλι του πως τούτος δω, πριν καταταχτεί θα ήτανε δάσκαλος.
" Ο Βασιλιάς, σε κάθε πόλεμο, παραχωρεί την Αμφιτρίτη στο Έθνος, για πλωτό νοσοκομείο".
" Δεν μου λες, βρε συνάδελφε, μπας κι' έφερε την Αμφιτρίτη ο πατέρας του από τη Δανία; Για η μάνα του την έφερε από τη Ρωσία των Τσάρων;"
" Ογδόντα χιλιάδες λιποτάχτες είναι στην Ελλάδα. Δεν θέλουνε να ξαναγυρίσουν στο μέτωπο".
" Κι' εγώ νάμουνα στη θέση τους, το ίδιο θάκανα".
" Υποχωρώντας από το Καλέ Γκρόττο, δεν αφήκαμε ολόρθο ντουβάρι. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαμε. Όλα τα κάναμε Γης Μαδιάμ. Και στο τέλος, αν έρτουνε ανάποδα τα πράγματα, εμείς θάχουμε τα σπίτια μας και τους δικούς μας ασφαλισμένους. Μα όλη την καταστροφή που φέραμε στην Ανατολή, θα την πληρώσουνε με αίμα και δάκρυα τούτοι οι φουκαράδες οι Μικρασιάτες".
Όλοι τους ρίξανε μια ματιά συμπόνοιας προς τον Μ.Α. Εκείνος έκανε πως δεν πρόσεχε τα λόγια τους και κυττούσε κατά το Ντεμιρντές.
" Ο " Μολών Λαβέ" φεύγει, παιδιά", ξεφωνίζει ένας από τους εννιά. 
Όλοι κυττάνε κατά τον κάμπο. Πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, τρέχανε τρία αυτοκίνητα κρατώντας κανονική απόσταση αναμεταξύ τους. Στο μεσαίο αυτοκίνητο καθώτανε αναπαυτικά ο νεώτερος Τζένκις Χαν, αφίνοντας ρημαδαριό κι' απόγνωση στο διάβα του, χιλιάδες χωριά και κωμοπόλεις ρημαγμένα.
Τα Ελληνικά νηάτα, η χαρά της σήμερα κι' η ελπίδα της αύριο, τα μισά, κοιτόντουσαν νεκρά πάνω στ' αγριοβούνια της Ανατολίας ή ακρωτηριασμένα μέσα στα νοσοκομεία. Ο νεώτερος Τζένκις Χαν, πήγαινε να περάσει τον χειμώνα του στο γενέθλιό του Κερουλέν, το Κερουλέν της Δεκέλειας.
Οι μπαγκαντούρ του, οι μισάνθρωποι πολιτικάντηδες του, θα σεμνύνουνε τα θεωρεία του Βασιλικού Θεάτρου με την αιματοβαμμένη κορμοστασιά τους, στο ερχόμενο χειμερινό "σαιζόν". Θα πηγαίνουνε οι σαδιστές ν' ακούσουνε την τραγική μητέρα, την προδομένη Μήδεια, να μακελειάζει πίσω από τις διπλοαμπαρωμένες πόρτες τα δύστηνα τα παιδιά της.


Αλέκου Δούκα, Στην Πάλη - Στα Νειάτα. Μελβούρνη, Αυστραλία, Νοέμβρης 1953







1 σχόλιο :

Ανώνυμος είπε...

ευχαριστώ, παντελώς άγνωστος σε μένα. σήμερα τον έμαθα!