Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέκος Δούκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέκος Δούκας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Τσεκριέ

Οι Λαοί, οι Λαοί,
φέρνουμε θάνατο στους Λαούς,
Οι στρατιές, οι στρατιές,
του Μεγάλου Τζένκις - Χαν.
( Παλιό Μογγολικό τραγούδι)

Είναι το όμορφο προάστειο της Προύσας, με τις θερμοπηγές. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της λουτρόπολης είναι τώρα νοσοκομεία, για να στεγάσουνε τις χιλιάδες των λαβωμένων της μάχης της Άγκυρας. Όλα τα ξενοδοχεία - νοσοκομεία είναι χτισμένα στην άκρη του γκρεμού και μέσα από τα παράθυρά τους βλέπεις τον πλούσιο κάμπο και την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, σκαρφαλωμένη στα ριζά του Μύσιου Όλυμπου.
Ανάμεσα στα σπίτια της πόλης στηλώνουνται τα παλιά τεμένη με τους διπλούς μιναρέδες. Το Γεσλί Τζαμί, το μεγάλο τζαμί του Σουλτάν Μπαγιαζίτ, οι τάφοι του Σουλτάν Οσμάν και του Ορχάν.
Στην άλλη άκρη της πολιτείας, σαν περιφρονημένος παρίας, είναι η Χριστιανική συνοικία κι' η Μητρόπολη.
Αυτή την Τούρκικη Προύσα θέλησαν να λευτερώσουνε ο Γυιός του Ψηλορείτη κι' αργότερα ο Κόμης Αχαρνών.
Μα αυτοί οι δυό τρανοί, πεθάνανε αναπαυτικά πάνω στα κρεββάτια τους, όταν χτύπησε η ασημένια καμπάνα που τους καλούσε για το μεγάλο τους ταξίδι.

Πάνω , όμως, στο Τιρνακσίζ Τεπέ του Σαγγάριου, ο Μ.Α. αντίκρυσεν αφάνταστα κι' απίστευτα πράγματα. Στην πλαγιά του Τεπέ, προς το μεγάλο ποτάμι, κοίτουνται δυό 20χρονοι άντρες, που η ξιφολόγχη του μιανού είναι μπηγμένη μέσα στα στήθεια του άλλου. Τα κοκκαλιασμένα τους χέρια ακόμα κρατάνε σφιχτά το Γαλλικό όπλο και το μάουζερ.
Η μια ξιφολόγχη είναι Γαλλικής κατασκευής κι' η άλλη είναι προϊόν των εργοστασίων του Κρουπ, πριονωτή από το πίσω μέρος και κοφτερή από το μπροστινό. Όταν τραβήξεις αυτή την ξιφολόγχη πίσω, σέρνεις μαζύ της σάρκες και κόκκαλα.
Στα βάλτα, κοντά στο ποτάμι, κοίτεται ένας άμορφος πολτός που βρωμοκοπά. Είναι τρία μεγαλόσωμα άλογα πυροβολικού και τρεις πυροβολητές. Έτσι που περνούσαν βιαστικά πλάι στη μακάβρια μάζα, ο Μ.Α. παρατήρησε το κομμένο κεφάλι ενός πυροβολητή να κοίτεται ανάμεσα στη ξαντερισμένη κοιλιά τ' αλόγου του. Τρία μέτρα παραπέρα, ακρωτηριασμένα, κοίτουνταν σταυρωτά ένα ανθρώπινο χέρι κι' ένα μπροστινό πόδι αλόγου. Το χέρι είχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι πάνω σ' ένα δάχτυλο και το πόδι ένα γυαλιστερό, καινούργιο πέταλο.
Κι' ύστερα, λένε πως το πέταλο φέρνει γούρι και καλοτυχιά! Και το ζωγραφίζουνε με φανταχετρά χρώματα πάνω στις πρωτοχρονιάτικες κάρτες! Το ασημένιο δαχτυλίδι ίσως να ήτανε η βέρα του γάμου του ανώνυμου νεκρού.
Όρσε!! Πολιτισμέ του εικοστού αιώνα!!

Στο Μεραρχιακό χειρουργείο, πλάι στο θολό ποτάμι κοίτουνται κατοσταριές νεκρά κορμιά παλληκαριών. Το συνεργείο ταφής δεν προφταίνει να θάβει τα νεκρά κουφάρια. Μέσα στο χειρουργείο ο Μ.Α. βλέπει ξαπλωμένο ένα παιδί του λόχου τους, που φαίνεται πως χτύπησε ύστερ' απ' αυτόν. Όταν τον πέρνανε πίσω, αυτός ο σύντροφός του ήταν γερός και έρριχνε θεριστική βολή με τ' οπλοπολυβόλο του μέσα στη νύχτα της κόλασης, πάνω στον Μέλανα Λόφο, μπροστά στο Πολατλή. Είναι βαρειά λαβωμένος στην κοιλιά. Πλάι στο φορείο του στέκεται ο μικρός τρίποδας του φυσιολογικού ορρού. Το παλληκάρι παραμιλά πάνω στην επιθανάτια πάλη του. Κατάγεται από την περιοχή της Φλώρινας. Είναι Σλαυόφωνος.
Ο Μ.Α. γονατίζει πλάι του και φωνάζει τ' όνομά του:
" Δαμιανέ!!"
Ο ετοιμοθάνατος σουφρώνει για μια στιγμή τα φρύδια του, σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Μα απότομα, ο Μ.Α., βλέπει την ωχράδα του θανάτου να τρέχει πάνω στο πρόσωπό του, κι' η όψη του να πέρνει τη γαλήνια έκφραση του λυτρωμού.
Σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο και του κλείνει με σταθερά δάχτυλα τα γκρίζα μάτια του. Του σταυρώνει τα χέρια και του σιάχνει τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα της αγωνίας μαλλιά του:
" Έχε γεια, για πάντα, Δαμιανέ", μουρμουρίζει αδάκρυτος ο Μ.Α.

Στο χειρουργείο γνωρίστηκε τυχαία μ' ένα συνομίληκό του τραυματία. Κι' οι δυό τους ήταν ελαφρά τραυματισμένοι, ο ένας στο κεφάλι κι' ο άλλος στο μηρί, στα ψαχνά. Ο καινούργιος του φίλος, που τον έφερε κοντά του η μπόρα του πολέμου, ήταν του πυροβολικού. Καταγώτανε από τ' Αμπέλια της Χαλκίδας. Τ' όνομά του , Ορέστης Γράντζης.
Φύγανε μαζύ, με το ίδιο αυτοκίνητο για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρή Γκιόλ. Άμα φτάσανε στο σταθμό, τρίβανε κι' οι δυό τα μάτια τους: Στοίβες ολόκληρες οι κονσέρβες, τάπιες τα τσουβάλια η γαλέτα κι' απίστευτο αν δεν τώβλεπε κανείς με τα μάτια του...ένας πελώριος σωρός κουραμάνα, από χιλιάδες καρβέλια.
Κι' οι δυό τους ήταν θεονήστικοι. Για μέρες τώρα, μασούσανε στάρι που το μάζευαν μέσ' από τ' αλώνια πάνω στη γραμμή μάχης, μπροστά στο Πολατλή. Με χίλια βάσανα ο σιτιστής τους ο Χρίστος τούς έφερνε δυό καζάνια βρασμένο πλιγούρι με κρέας και 4 βαρέλια νερό, φορτωμένα στα μουλάρια, τη νύχτα. 
" Εδώ έχει μπόλικη μάσα", λέει ο Ορέστης στον Μ.Α., άμα αντίκρυσε την τάπια με τις κουραμάνες.
Ο Μ.Α., με τραχειά φωνή, λέει τούρκικα, κι' ύστερα εξηγεί στον φίλο του από την Εύβοια, την Τούρκικη παροιμία:
" Ω! ουρανέ, μήτε αμπάς απόμεινε μήτε γελέκο. Γιατί άλλους ταΐζεις με γλυκά καρπούζια κι' άλλους πικρά ξυλάγγουρα;".
Πηδάνε σβέλτα κι' οι δυό τους από τ' αυτοκίνητο.
" Ωχ!", ξεφωνίζει ο Ορέστης. " Ξέχασα πως έχω το μηρί μου πληγωμένο. Μα πεινώ. Νομίζω πως μπορώ να καταπιώ όλη τούτη την στοίβα τα καρβέλια".
Πλησιάζουνε έναν ένοπλο σκοπό:
"Συνάδελφε", του λένε ντροπαλά σαν ζητιάνοι. " Πεινάμε. Κει πάνω βράζαμε στάρι και τρώγαμε. Δώσε μας λίγο ψωμί. Κει πάνω βράζαμε και τρώγαμε τα κόλλυβά μας ζωντανοί ακόμα".
Ο σκοπός, μ' ένα κόμπο στο λαρύγγι, τους λέει:
" Πάρτε ό,τι θέλετε κι' όσα θέλετε. Κουραμάνες, κονσέρβες, γαλέτα. Η Στρατιά υποχωρεί από το Καλέ Γκρόττο. Όλα τούτα θα τα περιχύσουμε βενζίνα και θα τα βάλουμε μπουρλότο, άμα οι δικοί μας περάσουν το ποτάμι. Βλέπετε κείνη τη στοίβα; Είναι κάσες βενζίνας για το μπουρλότο, πρόχειρες".

Ήταν κοντά μεσάνυχτα άμα φτάσανε στο Εσκή Σεχίρ, μέσα σ' ένα ανοιχτό, φορτηγό βαγόνι. Το πόδι του Ορέστη τού πονούσε πολύ και το κεφάλι του Μ.Α. το σούβλιζαν οδυνηρές μαχαιριές. Το τραίνο μπήκε στο σταθμό. Σιδηροδρομικοί δικοί τους, με στρατιωτικά ρούχα, κρατάνε κλεφτοφάναρα και φωνάζουν οδηγίες ο ένας στον άλλον, μέσα στη νύχτα.
" Τίνας χώρους αφίγμεθ' ή τίνων ανδρών πόλιν;", καλαμπουρίζει ο Ορέστης, ρωτώντας ένα σιδηροδρομικό.
" Η δε πόλις Φρυγίς, Δορύλαιον τούνομα, γυιέ μου Οιδίποδα", κακανίζει ο σιδηροδρομικός. Ήταν ο Σταθμάρχης.
" Κι' εμείς ερχόμαστε από το Γόρδιον", φωνάζει ο Μ.Α. γελώντας.
" Ναι, μα δεν μπορέσατε να λύσετε τον Γόρδιον δεσμό".
" Αμ, αφού δεν μπόρεσε να τον λύσει μήτ' ο Μεγ' Αλέξανδρος", φωνάζει ένας άλλος τραυματίας.
" Ναι, μα τον έκοψε με τη σπάθα του", αποσώνει ο σταθμάρχης με γέλιο στη φωνή του.
" Άμα σ' βαστά ισένα, κυρ - σταθμάρχι', πάρι μια γιαταγάνα σαν του μπόγι σ' κι πάνι να τουν κόψεις ισύ", φωνάζει ένας άλλος λαβωμένος από το άλλο βαγόνι.
" Εσύ είσαι, Στράτη;", φωνάζει ξαφνιασμένος ο Μ.Α.
Η φωνή ήταν του Στράτη του Σπαρά, από το Μαραθόκαμπο της Σάμου, τρομπλονιστή του λόχου τους.
" Βρε, ψ'χούλα μ', είσι ζωντανός στ' αλήθεια, κριάς κι κόκκαλα, για του φάντασμα σ'; Ιγώ έμαθα πους η σφαίρα σ' σκόρπισ' τα μυαλά".
" Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, Στράτη, κι' έτσι η σφαίρα, δεν μπορούσε να δει καλά. με χτύπησε ξώπετσα".
" Βρε αδιρφέλι μ' οι σφαίρες βλέπ' ν κι τ' νύχτα κι τ' μέρα, άμα πιρνούν απού κουντά σ' κι σφυρίζ'ν σαν όχεντρις".

Μένουνε μια βραδυά στο Εσκή Σεχίρ, τους αλλάζουνε τους επιδέσμους τους, κι' οι ελαφρά τραυματίες μπαίνουνε μέσα σε φορτηγά βαγόνια, την άλλη μέρα το πρωί για το Καρά Κιόι. Αριστερά από τη σιδηροδρομική γραμμή , στην πλαγιά ενός λόφου, χιλιάδες πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια, πηγαίνανε σιγά - σιγά προς το Καρά Κιόι και την Προύσα. Ήταν τα ΛΑΦΥΡΑ!!
Πήγανε κι' αφίσανε άθαφτα τα Ελληνικά νηάτα, νεκρά, πάνω στα οροπέδια της Ανατολίας, και γι' αντάλλαγμα των νεκρών, κουβαλούσανε ζωντανά πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια!
Μέσ' από το βαγόνι, ο Μ.Α. δείχνει στον Ορέστη την Κοβαλίτσα, το Ακ Μπουνάρ και την καμμένη μεγάλη κωμόπολη του Μποζ Εγιούκ, που την πυρπόλησαν υποχωρώντας τον περασμένο Μάρτη.
Ως τα σήμερα ακόμα, θυμάται ο Μ.Α. την πυρπόληση του Μποζ Εγιούκ. Ήταν νύχτα όταν εγκαταλείψανε την Κοβαλίτσα και, κακήν - κακώς, υποχωρούσανε για την Προύσα. Στη μέση της πυρκαϊάς, στεκότανε η μαύρη σιλουέττα του μεγάλου τζαμιού με τον ψηλό μιναρέ. Ένας διαβολικός ήχος ακουότανε, έτσι που οι φλόγες της καταστροφής καταπίνανε αχόρταγες τα χτίρια. Τότες θυμήθηκε την πυρπόληση της Ρώμης και τον Νέρωνα.
" Ποιος ήτανε ο Νέρωνας του Μποζ Εγιούκ;"
" Εσύ, αθώο μου περιστεράκι", άκουσε να του φωνάζει μέσα του μια τραχειά φωνή, γεμάτη σαρκασμό.
Κι' έτσι, ο Ορέστης από την Εύβοια κι' ο Μ.Α. από το νησί της Εκάτης, φτάσανε στην Προύσα και στο νοσοκομείο του Τσεκριέ. Κι' οι δυό τους κοιμούνται πλάι - πλάι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, κατάχαμα. Έχουνε μπόλικες κουβέρτες, μα το κορμί τους κι' οι κουβέρτες είναι γεμάτες ψείρα. Ο άνθρωπος όμως είναι ένα ζώο υπομονετικό, πιο υπομονετικό κι' από τον γάιδαρο. Μπορεί να συνηθίσει και στην ψείρα. Και τι ψείρα! Άσπρη, μεγάλη, παχειά και στρουμπουλή σαν το κουκουνάρι! Αν η Ελλάδα την έστελνε σε διεθνείς ζωοτεχνικές εκθέσεις, θα έπερνε σίγουρα το πρώτο "χρυσούν μετάλλιον".
Αν πάλι, η Ελλάδα είχε σήμερα όλη την ψείρα της Στρατιάς Μικρασίας στην υποχώρησή της από την Άγκυρα, και την πουλούσε στα μικροβιολογικά εργαστήρια των " Πεπολιτισμένων Χωρών" για πειράματα του μικροβιολογικού πολέμου του μέλλοντος, θα μπορούσε από τα λεφτά που θάπερνε να ξοφλήσει όλα τα ξένα δάνειά της τοις μετρητοίς, και να γλυτώσει μια για πάντα απ' όλους τους Σάυλωκς.

" Κοιμάσαι, Ορέστη;"
" Όχι, σκέφτομαι".
" Τι σκέφτεσαι;"
" Τους συντρόφους μου που φύγανε για πάντα. Μια μεγάλη οβίδα SCODA κομμάτιασε το πεδινό πυροβόλο μας, μέσα στα βάλτα, κοντά στο Τιρναξίζ Τεπέ. Τρία άλογα και τρεις σύντροφοί μου κομματιάστηκαν. Ο ένας τους ήταν αδερφικός μου φίλος. Το πρωί, την ίδια μέρα που σκοτώθηκε, το αεροπλάνο μάς έρριξε τον σάκκο του ταχυδρομείου. Είχε γράμμα από τη γυναίκα του στο Γύθειο, πως γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι".
" Φορούσε δαχτυλίδι ο φίλος σου, Ορέστη;"
" Ναι, μια ασημένια βέρα του γάμου του".
" Μην κλαις, Ορέστη. Κι' εγώ πάνω στην Κοβαλίτσα, τον περασμένο Μάρτη, έχασα πάνω από εκατό συντρόφους μου. Μια μονάχα οβίδα βαρέως από το Ινονού, σκότωσε 21 συντρόφους μου. Τους μετρήσαμε προσεχτικά. Ήταν ακριβώς 21. Τον Χάρη τον Κίτσιο από τα Χάσια, τον γνωρίσαμε από τ' ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε. Το κεφάλι κι' ο λαιμός του λείπανε..."
Ξαπλωμένοι μέσα στις ψειριασμένες κουβέρτες, σ' ένα πρώην ξενοδοχείο πολυτελείας του Τσεκριέ της Προύσας, δυο παλληκάρια 21 χρονών, κλαίνε σιγανά, για να μη ξυπνήσουνε τους άλλους λαβωμένους συντρόφους τους που κοιμούνται.
Κλαίνε για τους συντρόφους τους, που δεν θα τους ξαναδούνε οι δικοί τους.

Πλάι στο ξενοδοχείο - νοσοκομείο του Τσεκριέ είναι ένα μεγάλο αρχαίο τζαμί με διπλόν μιναρέ. Ο Ορέστης κι' ο Μ.Α. κολυμπάνε στη μαρμαρένια  δεξαμενή του ξενοδοχείου με το ζεστό νερό της θερμοπηγής. Ντύνουνται, πέρνουν το συσσίτιό τους και πάνε στον αυλόγυρο του τζαμιού. Το τζαμί είναι χτισμένο πάνω στον γκρεμνό. Ένα δυνατό, χοντρό, λίγο πλαγιαστό ντουβάρι, χτισμένο στην απόκρημνη πλαγιά, ανεβαίνει ως την αυλή του τζαμιού και κλείνει τον αυλόγυρο από το μέρος του κάμπου. Το ντουβάρι έτσι που τελειώνει, σχηματίζει μια χαμηλή πεζούλα στον αυλόγυρο.
Οι δυό σύντροφοι πάνε και κάθουνται στην πεζούλα. Ο καθένας ανοίγει στον άλλο αβίαστα το βιβλίο της ιστορίας του, μ' εμπιστοσύνη και μ' απλότητα:
Ο Ορέστης έχει ένα καλό κορίτσι που τον περιμένει στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκείνη πήγαινε στο Παρθεναγωγείο και κείνος στο Γυμνάσιο όταν πρωτογνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε φιλολογία και κείνος δασοκομία. Του άρεζαν τα δέντρα και τα δάση και τα ρουμάνια:
" Εδώ, η Μικρασία σας, έχει τα πιο όμορφα δάση που αντίκρυσα στη ζωή μου. Τα δάη του Μύσιου Όλυμπου είναι υπέροχα. Από τούτη την πλαγιά της Προύσας, βορεινή βλάστηση. Από το μέρος της Κιουτάχιας, παρθένα δάση θεόρατων πεύκων. Όταν φτάσαμε στο Εσκή Σεχίρ, έγραψα στην Έλλη και την ρωτούσα, αν θα της άρεζε άμα απολυθώ και παντρευτούμε να έρθουμε να μείνουμε για πάντα στην Προύσα. Τα άρεσα πολύ τούτα τα μέρη. Η ζωή μου ολόκληρη έχει κολλήσει πάνω τους."

....................................................................................................................................................

Ο Μ.Α. άνοιξε και κείνος το βιβλίο των παραμυθιών της ζωής του. Τον θάνατο του πατέρα του, την προσφυγιά, το σβύσιμο των ονείρων του να γίνει εμποροπλοίαρχος σε καράβια γραμμής εξωτερικού, να δει όλον τον μεγάλο κόσμο. Στο τέλος τού μίλησε για τον ορκισμένο αδερφό του από τα βουνά του Πίνδασου.
" Τον ξαναντάμωσες ποτέ σου τον Σουλεϊμάν;" ρωτά ο Ορέστης συγκινημένος.
Ο Μ.Α. για λίγο διστάζει. Κυττά τον σύντροφό του κατάματα. Εκεί μέσα στα μάτια του καινούργιου φίλου του, είδε την άσπρη ψυχή του, σαν μια μεγάλη πέτρα, πεταμένη με πολύχρωμα φύκια, εκεί που ψάρευε λιθρίνια στη Σκάλα του Κεμέρ.
" Ναι, ανταμώσαμε κρυφά μέσα στο ρουμάνι πάνω από το Τζουμαλή Κιζίκ, έξω από την Προύσα, πριν λίγους μήνες. Ήρθε κρυφά μέσ' από τα βουνά επίτηδες να μ' εύρει".

* * *
" Ογλούμ, γυιέ μου!"
Δυό αδύνατα χέρια γέρικα τον αγκαλιάζουνε από πίσω. Ο Μ.Α. σηκώνει το κεφάλι του και πετιέται ολόρθος.
" Μπουμπά!! Τι γίνεσαι;"
Ένας γέρος Χότζας αγκαλιάζει ένα αλλόπιστο παλληκάρι, ντυμένο στα μπλε, μάλλινα, ρούχα του νοσοκομείου στο Τσερκριέ. Κι' οι δυό τους φορούνε σαρίκι, ο γέρος γύρω στο κόκκινο φέσι του, κι' ο νηός το σαρίκι του άσπρου επίδεσμου γύρω στο λαβωμένο κεφάλι του.
" Χτύπησες βαρειά, γυιέ μου;" ρωτά ο γέρος ανήσυχα.
" Όχι, ελαφριά. Λαβώθηκα κει πάνω στο Σακάρια. Πώς βρέθηκες εδώ μπουμπά;"
" Μουατζίρ ( πρόσφυγας). Τα χωριά μας, όλα τα Κιζικλάρ, τα κάψανε οι δικοί σας", λέει ο γέρος πονεμένα, μα ήρεμα. " Τώρα μένω στην Προύσα".
Ένας άλλος Χότζας, κοντόχρονος, με καλοκάγαθη έκφραση, παρακολουθεί τη σκηνή. Ο Ορέστης παρακολουθεί και κείνος με συγκίνηση την απρόοπτη αυτή συνάντηση του φίλου του με το Χότζα.
" Είναι ο Χότζας που μούλεγες;"
" Ναι, αυτός είναι Ορέστη".
"Πατέρα, ο σύντροφός μου μού είπε πως φωνάζεις γλυκά κι' όμορφα την προσευχή σου πάνω από τον μιναρέ. Πόσο θάθελα να σ' άκουα!" λέει ο Ορέστης.
Ο Μ.Α. εξηγεί στον λιπόσαρκο Χότζα την παράκληση του φίλου του.
" Σήμερα είναι η σειρά του συντρόφου μου", λέει ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ, δείχνοντας τον κοντόχοντρο ιερωμένο που πλυνότανε στο μαρμαρένιο συντριβάνι.
Ο άλλος Χότζας, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους, του φωνάζει:
" Κάνε το χατίρι των παιδιών και πες την εσύ την προσευχή".
Ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ πλένεται στο συντριβάνι κι' ανεβαίνει στον ψηλό μιναρέ. Η φωνή του ξεχύνεται πάνω από την πλαγιά του Τσεκριέ. Δεν ήτανε όμως η παλιά φωνή, γεμάτη πίστη στον Αλλάχ και στους ανθρώπους. Ήτανε μια κραυγή απελπισιάς κι' απόγνωσης, το τραχύ ξεφωνητό ενός ανθρώπου, που έχασε πια την ακλόνητη πίστη του για το θεό και για τον άνθρωπο.

Άμα κατέβηκε από τον μιναρέ, τους προσκάλεσε και τους δυό στο προσφυγικό καλύβι του. Τους έψησε καφέ και κουβεντιάζανε. Ο Μ.Α. εξηγούσε στον Ορέστη τι έλεγε Τούρκικα.
" Έμαθες τίποτα για τον αδερφό σου τον Σουλεϊμάν;"
" Όχι, μπουμπά".
" Ο Σουλεϊμάν χτύπησε βαρειά πάνω στο Καρά Μπουγιού Νταγ, μα γίνηκε ολότελα καλά. Είχα στείλει μήνυμα στον πατέρα του στο Πελήτ Κιόι , ζητώντας νέα του. Ο πατέρας του μ' απάντησε αν τύχει και σε ξανανταμώσω, να σου δώσω τα χαιρετίσματά του και να σου πω πως πρέπει να κρατήσετε τον όρκο σας ως το τέλος κι' οι δυό σας".
Σε λίγο οι δυό τραυματίες σηκώθηκαν να φύγουνε για το νοσοκομείο. Ο Μ.Α. πήρε το χέρι του γέρου ανάμεσα στα δυό του χέρια και το φίλησε. Ο γέρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο κεφάλι.
" Ο Αλλάχ μαζύ σας, παιδιά μου".

* * *
Οι δυό τραυματίες κάθουνται πάνω στην πεζούλα του αυλόγυρου του τζαμιού και κουβεντιάζουν. Κι' άλλοι τραυματίες παραπέρα, παρέες - παρέες , κάθουνται και μιλούν και γελάνε ή στε΄κουνται βουβοί, για ώρα, κυττώντας στον κάμπο. Είναι απομεσήμερο.
" Ο Μεγαλειότατός μας έστειλε το διάγγελμά του στον στρατό. Ξέρετε, παιδιά, πώς τελειώνει το Βασιλικό Διάγγελμα; " Μολών λαβέ". Μα ο Λεωνίδας προσπάθησε, μαζύ με τους τριακόσιους του, και νεκρός ακόμα, να βουλώσει την κλεισούρα στις Θερμοπύλες, με το κουφάρι του και με τα νεκρά κορμιά των παλληκαριών του. Ενώ τούτος;"
Ο ομιλητής μιλά χαμηλόφωνα στην παρέα του. Φαίνεται πως είναι αντιβασιλικός, ή το λάβωμα του κι' ο όλεθρος π' αντίκρυσε κει πάνω στην Άγκυρα τον κάνανε αντιδυναστειακό. Μιλά με πίκα και μίσος.
" Μίλα σιγότερα, Μήτρο, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. Κύττα κείνα τα δυό αυγοτάραχα που πάνε πάντα μαζύ! Πρόσεχε άμα μιλάς πολιτικά".
" Ποιους; Εκείνους κει στην πεζούλα; Μωρέ, είναι χρυσά μωρά κι' οι δυό τους. Προψές τη νύχτα, μιλούσαν σιγανά για τους σκοτωμένους συντρόφους τους και στο τέλος κλαίανε σαν παιδιά κι' οι δυό τους. Κοιμάμαι κοντά τους, μέσα στον ίδιο θάλαμο. Ο ένας είναι από την Εύβοια κι' ο άλλος είναι Μικρασιάτης. Ανθρώποι που κλαίνε τη νύχτα για τους χαμένους συντρόφους τους, δεν μπορεί νάναι Βασιλικοί. Ορέστη, Μ.Α., ελάτε στην παρέα μας".
Οι δυό φίλοι πάνε στην παρέα του "μολών λαβέ". Έτσι η παρέα από έξη, γίνουνται οχτώ.
" Ο Βασιλιάς έδωκε ρητή διαταγή, όλοι οι τραυματίες να μην ξαναπάνε στο μέτωπο, παρά να τοποθετηθούν σε μετόπισθεν υπηρεσίες".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε. Έμαθα πως ο Βασιλιάς πήγε να δει τους βαρειά πληγωμένους στα νοσοκομεία της Προύσας κι' έκλαιε σαν μωρό".
" Εγώ γεννήθηκα στο Ασουάν, στην Άνω Αίγυπτο, κι' έχω δει κροκόδειλους με τα μάτια μου. Οι κερατάδες, τη νύχτα κλαίνε σαν μωρά, για να ξεγελάσουν κι' ανθρώπους και ζούδια να πέσουν στα νύχια τους. Λένε πως βγάζουνε και δάκρυα  από τα μάτια τους. Μα εγώ δεν τα είδα , γιατί φοβόμουνα να πάω κοντά τους. Κι' ο δικός μας κροκόδειλος, πρώτα μάς έσυρε στο μακελειό, ύστερα μάς έκλαψε ζωντανούς και πεθαμένους, πέταξε την ασπρογάλαζη ρουκέτα του "μολών λαβέ" και γεια σας - χαίρετε για το Τατόι, να κυνηγήσει ελάφια, άμα μπει ο χειμώνας".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε πάντα. Κι' ο βασιλιάς κι' οι σύμβουλοί του. Δεν μας νοιαστήκανε άμα βγάλανε τον φετφά τους στο Συνέδριο της Κιουτάχιας. Ο ξετσίπωτος ο Πρωθυπουργός του έκανε τη δήλωση στους αντιπροσώπους του Τύπου: " Εάν δεν διαλύσωμεν τας ορδάς του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας, εν ανάγκη θα βαδίσωμεν και μέχρι Σεβαστείας". Ξέρετε, βρε παιδιά πόσο απέχει η Άγκυρα από τη Σεβάστεια; Ρίξτε κάτω τον χάρτη και μετρήσετε μ' ένα χάρακα. Η Άγκυρα απέχει από τη Σεβάστεια όσο ακριβώς η Προύσα από την Άγκυρα".
" Μπας και θα περπατάνε αυτοί με τον γυλοιό στην πλάτη, ψειριασμένοι, κουρελιάρηδες, δαρμένοι από την πείνα και την δίψα; Κατουρήσανε μέσα στο κύπελλό τους και να πιούνε το κάτουρό τους το ίδιο; Εγώ τώπια πάνω στον Τραπεζοειδή λόφο, μπροστά στο Πολατλή, μα το ξέρασα και φώναξα στους συντρόφους μου: " Παιδιά, για τ' όνομα του Χριστού, μην πιήτε το κάτουρό σας, θα τελλαθήτε".

..........................................................................................................................................................

Σε λίγο φτάνει ένας τραυματίας κουτσαίνοντας.
" Έμαθα πως ο Βασιλιάς φεύγει σε μια ώρα για τα Μουδανιά μ' αυτοκίνητο κι' από εκεί για την ωραία Αθήνα".
Όλων τα μάτια, και των εννιά, καρφώθηκαν πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, που στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στον κάμπο, μα η κουβέντα εξακολούθησε.
" Εκεί στα Μουδανιά θα τον αναμένει η Αμφιτρίτη, η βασιλική θαλαμηγός, το αμαρτωλό σκάφος".
Από τον τρόπο που μιλούσε, ο Μ.Α. στοιχηματούσε το κεφάλι του πως τούτος δω, πριν καταταχτεί θα ήτανε δάσκαλος.
" Ο Βασιλιάς, σε κάθε πόλεμο, παραχωρεί την Αμφιτρίτη στο Έθνος, για πλωτό νοσοκομείο".
" Δεν μου λες, βρε συνάδελφε, μπας κι' έφερε την Αμφιτρίτη ο πατέρας του από τη Δανία; Για η μάνα του την έφερε από τη Ρωσία των Τσάρων;"
" Ογδόντα χιλιάδες λιποτάχτες είναι στην Ελλάδα. Δεν θέλουνε να ξαναγυρίσουν στο μέτωπο".
" Κι' εγώ νάμουνα στη θέση τους, το ίδιο θάκανα".
" Υποχωρώντας από το Καλέ Γκρόττο, δεν αφήκαμε ολόρθο ντουβάρι. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαμε. Όλα τα κάναμε Γης Μαδιάμ. Και στο τέλος, αν έρτουνε ανάποδα τα πράγματα, εμείς θάχουμε τα σπίτια μας και τους δικούς μας ασφαλισμένους. Μα όλη την καταστροφή που φέραμε στην Ανατολή, θα την πληρώσουνε με αίμα και δάκρυα τούτοι οι φουκαράδες οι Μικρασιάτες".
Όλοι τους ρίξανε μια ματιά συμπόνοιας προς τον Μ.Α. Εκείνος έκανε πως δεν πρόσεχε τα λόγια τους και κυττούσε κατά το Ντεμιρντές.
" Ο " Μολών Λαβέ" φεύγει, παιδιά", ξεφωνίζει ένας από τους εννιά. 
Όλοι κυττάνε κατά τον κάμπο. Πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, τρέχανε τρία αυτοκίνητα κρατώντας κανονική απόσταση αναμεταξύ τους. Στο μεσαίο αυτοκίνητο καθώτανε αναπαυτικά ο νεώτερος Τζένκις Χαν, αφίνοντας ρημαδαριό κι' απόγνωση στο διάβα του, χιλιάδες χωριά και κωμοπόλεις ρημαγμένα.
Τα Ελληνικά νηάτα, η χαρά της σήμερα κι' η ελπίδα της αύριο, τα μισά, κοιτόντουσαν νεκρά πάνω στ' αγριοβούνια της Ανατολίας ή ακρωτηριασμένα μέσα στα νοσοκομεία. Ο νεώτερος Τζένκις Χαν, πήγαινε να περάσει τον χειμώνα του στο γενέθλιό του Κερουλέν, το Κερουλέν της Δεκέλειας.
Οι μπαγκαντούρ του, οι μισάνθρωποι πολιτικάντηδες του, θα σεμνύνουνε τα θεωρεία του Βασιλικού Θεάτρου με την αιματοβαμμένη κορμοστασιά τους, στο ερχόμενο χειμερινό "σαιζόν". Θα πηγαίνουνε οι σαδιστές ν' ακούσουνε την τραγική μητέρα, την προδομένη Μήδεια, να μακελειάζει πίσω από τις διπλοαμπαρωμένες πόρτες τα δύστηνα τα παιδιά της.


Αλέκου Δούκα, Στην Πάλη - Στα Νειάτα. Μελβούρνη, Αυστραλία, Νοέμβρης 1953







Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Αλέκου Δούκα , Στην Πάλη - Στα Νειάτα"

 

Το Νοέμβριο του 1953 εκδόθηκε στη Μελβούρνη το βιβλίο του Αλέκου Δούκα " Στην Πάλη -  Στα Νειάτα".
Ο Αλέκος Δούκας στην αρχή του βιβλίου του απευθύνεται στον αναγνώστη και γράφει:

" Κάθε βιβλίο που γράφεται, πρέπει να έχει και κάποιο σκοπό. Αλλοιώτικα, το βιβλίο αυτό είναι άχρηστο και προορίζεται για την μούχλα της ντουλάπας ή για προσάναμμα της φωτιάς της κουζίνας.
Και τούτο το βιβλίο γράφτηκε για ένα σκοπό, ένα πολύμορφο σκοπό.
Όσους Μικρασιάτες ποιητές και πεζογράφους διάβασα, δεν συμφώνησα πέρα για πέρα μαζύ τους. Μερικοί αρχίσανε τους θρήνους του Ιερεμία, χωρίς να έχουνε τη δύναμη να εγκαρδιώσουν και να δώσουνε ελπίδα, όπως μπορούσε να κάνει ένας Ιερεμίας.
Άλλοι πάλι, μπορούσανε να ιδούν το ξεκλήρισμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κι' αγνοούσανε ολότελα το ρήμαγμα του Λαού της Τουρκίας. Μήτε μπορούσανε , έστω και "κατόπιν εορτής" , να αναλύσουνε αντικειμενικά το ξύπνημα της αστικής τάξης της Τουρκίας, που θα ηγούτανε του κινήματος της απελευθέρωσης του Λαού της, από τη φεουδαρχική, ιεροκρατική και ξένη πολιτικο-οικονομική του υποδούλωση.
Μια άλλη μερίδα υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα, απομεινάριο της " Μεγάλης Ιδέας", που νομίζει πως πρέπει να πάμε πίσω στη Μικρασία, με τη σπάθα του Μεγ-Αλεξάνδρου ή με τη βαρβαρική Στρατιά Μικρασίας. Ευτυχώς, αυτή η ομάδα είναι ολιγάριθμη, μα ακόμα, αρκετά επικίνδυνη.
Γενικά, όμως, κανένας διανοούμενος Μικρασιάτης δεν δίνει μια κατευθυντήρια γραμμή, μήτε θέλει να  αναγνωρίσει πως οι καιροί άλλαξαν, κι' ότι ο Τούρκικος κι' ο Ελληνικός Λαός μπορούνε να συνεργαστούν στενότατα προς το παρόν χωρίς ξένους πάτρωνες, να συζήσουν στο προσεχέστατο μέλλον, κι' ακόμα να συγχωνευθούν κάτω από μια παγκόσμια, προοδευτική και ειρηνική κοινωνία.
Επίσης θέλησα να περισώσω από τελειωτικό αφανισμό ηθογραφικό υλικό και πανάρχαιες παραδόσεις του Μοσχονησιού, καθώς και τη ζωή του Ελληνισμού των παραλίων της Μικρασίας, από την αρχή του παρόντος αιώνα, ως την τραγική μέρα του ξεκληρισμού του.
Το βιβλίο τούτο έχει γραφεί ιδίως για τη Νέα Γενηά, που την καμαρώνω έτσι που τραβά θαραλλέα και γεμάτη ελπίδα προς τα εμπρός. Φυσικά θα μας προσπεράσει και θα μας αφίσει πίσω " βραδυπορούντας", αν δεν έχουμε την τόλμη και το ψυχικό θάρρος να πάμε μαζί της, εμείς οι πρεσβύτεροι. Μήτε θ' ανεχτεί η Νέα Γενηά να θελήσουμε να την κλείσουμε μέσα στο ιδεολογικό καβούκι της εποχής μας. Εμείς οι πρεσβύτεροι, είμαστε το "ΧΘΕΣ", οι Νέοι είναι το "ΣΗΜΕΡΑ" και το "ΑΥΡΙΟ".
Πολλοί, "διυλίζοντας τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες", ίσως να ρωτήσουν: " Το βιβλίο σου είναι νουβέλλα; Είναι συλλογή διηγημάτων; Γιατί τρέχεις στο γράψιμό σου; Αυτό το βιβλίο, ως φόρμα, είναι ανορθόδοξο".
Η απάντηση μου είναι: Ναι, είναι ανορθόδοξο. Δεν είναι νουβέλλα, δεν είναι συλλογή διηγημάτων. Είναι ταχυγραφημένα χρονικά· και τα χρονικά πάντοτε είναι ταχυγραφήματα. Και σκοπός τούτων των ταχυγραφημένων χρονικών είναι να περισώσω από τη λησμοσύνη μερικές σελίδες της ιστορίας μας, που άλλοι παραλείψανε. Σελίδες ποτισμένες με το αίμα και τα δάκρυα του Λαού μας και με το αίμα και τα δάκρυα του Τούρκικου Λαού.
Η εποχή της "Κατοχής" αντιπροσωπεύεται από μια ολόκληρη πλειάδα ποιητών και πεζογράφων, που περισώσανε για τους μεταγενέστερους την Πίνδο, το Χαϊδάρι, την Ασκλάβωτη Αθήνα, τις "33 Μέρες" και...γιατί όχι;...την Μακρόνησο, τα Γιούρα και τον ΄Αη Στράτη.
Το βιβλίο μου αυτό, προσπαθεί να καλύψει τμήματα της ιστορικής μας εποχής, που άλλοι δεν έχουνε καλύψει ως τα τώρα " ( Ascot Vale, Victoria, Australia. Χριστούγεννα 1952).

Το βιβλίο προλογίζει ο Βασίλης Στεφάνου, ο οποίος γεννήθηκε στο Καστελόριζο και μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1927 συνταξιδεύοντας με τον Αλέκο Δούκα Ο Βασίλης Στεφάνου υπήρξε μαζί με τον Αλέκο Δούκα από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου " Δημόκριτος" και της εφημερίδας " Νέος Κόσμος", αλλά και καθοδηγητικό στέλεχος της ελληνοαυστραλιανής  Αριστεράς.

Γράφει ο Βασίλης Στεφάνου για το βιβλίο " Στην Πάλη - Στα Νειάτα":

" Μέσα από τον αναβρασμό του τελευταίου πολέμου, μέσα από την καινούργια τάση της ρεαλιστικής διανόησης, ήταν αναπόφευκτο, η όλη αυτή εξέλιξη να κατασταλάξει μέσα  σ' ένα βιβλίο, όπως " Στην Πάλη - Στα Νειάτα" του Αλέκου Δούκα.
Το βασικό θέμα, η συμφιλίωση των δύο Λαών, του Τούρκικου και του Ελληνικού, που συμβολίζει ο συγγραφέας με την ισόβια, δυνατή φιλία του Μικρού Αδερφού και του Σουλεϊμάν, είναι ένα θέμα που πηγάζει όχι από τη φαντασία ενός ιδεαλιστή, αλλά είναι ολόκληρη η πείρα των δυό Λαών, είναι η πείρα της Ανθρωπότητας, βγαλμένη από τον αγώνα της ζωής. Είναι ένα αληθινό αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας.
Ο συγγραφέας δεν ονειρεύεται μια γαλήνια κατάσταση, ούτε περιγράφει την εξέλιξη των δύο χαραχτήρων, σαν ένα ήσυχο ποταμάκι, που κυλά ήρεμα μέσα στη λαγκαδιά.
Ο πόθος της ειρήνης και της συμφιλίωσης, προέρχεται από τον σκληρόν αγώνα για τη Ζωή, από την πικρή πείρα των δύο Λαών.
Η γαλήνια παιδική περίοδος είναι μάλλον ηθογραφία γραμμένη σε αυτοτελή μικροδιηγήματα που περιέχουν τον σπόρο ιστορικών γεγονότων.
Το γαλήνιο όμως ποταμάκι, αλλάζει σε πολυκύμαντο χείμαρρο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η περιγραφή από τον συγγραφέα της Μικρασιατικής εκστρατείας και της Καταστροφής, που ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο, είναι το πιο ζωντανό μέρος του βιβλίου. Ο συγγραφέας με τα πιο αδρά χρώματα ζωγραφίζει όχι μονάχα την τραγωδία και τη συμφορά των δυό Λαών σ' αυτή την ιστορική περίοδο, μα αναλύει ταυτόχρονα  με ένα επιδέξιο τρόπο τις κοινωνικο - ιστορικές συνθήκες, που υπήρχαν σ' αυτή την εποχή της τραγικής ζωής των Λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας: Ο Ελληνικός Λαός θυσιάζει το παν στο βωμό της "Μεγάλης Ιδέας", που ντόπιοι και ξένοι καιροσκόποι τού επέβαλαν, κι' ο Λαός της Τουρκίας ταυτόχρονα με την υπεράσπιση της πατρίδας του, εξέλισσε την Αστική Δημοκρατία στη Χώρα του.
Η εισβολή των Ελλήνων, η πατριωτική αντίσταση του Τούρκικου Λαού, η οπισθοχώρηση και το ξερρίζωμα του Ελληνισμού της Μικρασίας, όλα αυτά περιγράφονται με τα λόγια και τα έργα του απλού Λαού των δυό αυτών χωρών. Όλα αυτά τα προβλήματα μαζεύουνται σαν μικρά ποταμάκια, για να δημιουργήσουν το επιβλητικό ποτάμι, το μεγάλο ερώτημα: " Γιατί; Ποιος ο λόγος;"
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη βρίσκει ο αναγνώστης στην εξέλιξη του Μικρού Αδερφού και του Σουλεϊμάν. Το πρώτο μέρος, που περιγράφει την παιδική περίοδο των δυό φίλων, ίσως να είναι λεπτομερειακό, αλλά η τοπική ηθογραφία κι' η αστική προέλευση των δυό παιδιών, αποτελεί τη βάση για την κατανόηση της αλλαγής τους, ύστερα από την Μικρασιατική Εκστρατεία. Η απάντηση στο ερώτημα δίδεται στην  εξέλιξη του Μικρού Αδερφού και στο ξύπνημα του Σουλεϊμάν.
Η επίθεση της αστυνομίας κατά των αναπήρων πολέμου στη Σαλονίκη, το LOCK -OUT των καπνεργατών στην Ξάνθη, που κι' αυτοί, μαζύ με τον Μικρό Αδερφό, πέσανε θύματα της "Μεγάλης Ιδέας", ήταν το φυτίλι που έβαλε φωτιά στο μπαρούτι.
Η μετανάστευση στην Αυστραλία και η συμμετοχή του Μικρού Αδερφού στους αγώνες του Αυστραλέζικου Λαού, είναι η περίοδος της διάλυσης του καπνού από την έκρηξη, κι' η ψυχική απολύτρωσή του.
Το βιβλίο του Αλέκου Δούκα δεν προσπαθεί να περικλείσει την όλη ιστορική πάλη του Ελληνικού Λαού, ούτε προσπαθεί να δικαιολογήσει το ξεγέλασμα του Τούρκικου Λαού. Περιγράφοντας την παιδική ηλικία, το άνδρωμα και το ωρίμασμα του Σουλεϊμάν και του Μικρού Αδερφού, δείχνει το δρόμο προς τα εμπρός.
Για την μεταπολεμική Ελληνο - Αυστραλέζικη πνευματική εξέλιξη, το βιβλίο " Στην Πάλη - Στα Νειάτα" δεν είναι ένας σταθμός, αλλά ένας οδηγός που δείχνει το δρόμο για τη μελλοντική εξέλιξη της πνευματικής ζωής του απόδημου Ελληνισμού.
Αυτή η ζωή θα δημιουργήσει τους νέους συγγραφείς της, που με νέους ορίζοντες μπροστά τους, θα πάρουν τον δρόμο που πρωτοπόροι, σαν τον Αλέκο Δούκα, χαράσσουνε. ( Οκτώβρης 1953, Elsternwick, Victoria, Australia.)
(συνεχίζεται)


Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Αλέκος Δούκας, ένας ξεχασμένος συγγραφέας



Αφορμή για τη "γνωριμία" με τον Μικρασιάτη Αλέκο Δούκα στάθηκε ένα άρθρο του Τάσου Κόρφη στο περιοδικό " η λέξη" , ειδικό τεύχος( Νοέμβρης - Δεκέμβρης '92) με αφιέρωμα στη Μικρά Ασία.
Ο τίτλος του άρθρου " Ένα λησμονημένο πεζογράφημα για τις χαμένες πατρίδες". Γράφει ο Τάσος Κόρφης ότι " Δεν είναι, βέβαια, σκοπός του παρόντος να αναλύσει το πλήθος των έργων που, από το τέλος της δεκαετίας του '20 ως σήμερα, περιέγραψαν με γλαφυρότητα την ειρηνική και αμέριμνη συνύπαρξη των Ελλήνων και των Τούρκων πριν από το 1914, το κίνημα των Νεοτούρκων και τις συνέπειές του, την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, την καταστροφή της Σμύρνης και όσα επακολούθησαν, δηλαδή την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, αλλά να ανασύρει από τη λήθη ένα λησμονημένο πεζογράφημα: το ιστόρημα του Αλέκου Δούκα " Στην πάλη, στα νειάτα". Ένα έργο που προσπαθεί να περισώσει το ηθογραφικό υλικό και τις πανάρχαιες παραδόσεις του μικρασιατικού ελληνισμού, ενώ, παράλληλα, να αποδείξει ότι για το φανατισμό των λαών δεν είναι υπεύθυνες ούτε οι διαφορετικές ρίζες, ούτε η παιδεία, ούτε καν η θρησκεία, αλλά μόνο η απρόσωπη εξουσία."
Ποιος ήταν όμως ο Αλέκος Δούκας;
Μας τον παρουσιάζει ο Τάσος Κόρφης:
" Ο Αλέκος Δούκας, μικρότερος αδελφός του συγγραφέα Στρατή Δούκα, γεννήθηκε το 1900 στα Μοσχονήσια Κυδωνιών, Σμύρνης. Προσφυγόπουλο, στα δεκαέξι του χρόνια, σταμάτησε τις σπουδές του στα γυμνάσια Κυδωνιών και Μυτιλήνης και ρίχτηκε στη βιοπάλη.
Υπηρέτησε στη Στρατιά Μικρασίας από το Μάρτιο του 1920 ως την καταστροφή και τραυματίστηκε στην Άγκυρα και αργότερα στο Αφιόν Καρά Χισάρ. Για την πολεμική του δράση τιμήθηκε με το Διασυμμαχικό Μετάλλιο Νίκης, τον Πολεμικό Σταυρό τρίτης τάξεως και το Αργυρούν Αριστείον Ανδρείας, που του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο επί του πεδίου της μάχης Εσκή Σεχήρ.
Μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1927 και δοκίμασε όλα τα δεινά της πικρής ζωής των πρωτοπόρων ελλήνων μεταναστών. Οι αντίξοες συνθήκες δεν τον εμπόδισαν να διαβάζει και συγχρόνως να γράφει. Έτσι απέκτησε μια πλατιά μόρφωση και επιβλήθηκε στην Αυστραλία σαν γενάρχης της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας.
Το 1953 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του " Στην πάλη, στα νειάτα", που γνώρισε σημαντική επιτυχία, και το 1962 άρχισε να τυπώνει το δεύτερο " Κάτω από ξένους ουρανούς", που κυκλοφόρησε το 1963, μετά το θάνατό του. Παράλληλα υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας " Νέος Κόσμος" και του περιοδικού " Ελληνοαυστραλιανή Επιθεώρηση" και συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ένα, μάλιστα, μεγάλο μέρος από τα πεζογραφήματα των σοβιετικών συγγραφέων που μετάφρασε, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό " Ελεύθερα Γράμματα" και η μετάφραση της νουβέλας του Αλέξη Τολστόι " Η οχιά" εκδόθηκε το 1953 αυτοτελώς  από τον " Κόσμο".
Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα έξω από τη Μελβούρνη στις 24.10.1962, ενώ γύριζε από διαδήλωση υπέρ της Ειρήνης.
Ο Αλέκος Δούκας είχε, σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, μια σοβαρή πνευματική εξάρτηση από τον αδελφό του Στρατή, που μπορούμε να πούμε ότι κατεύθυνε , με την αισθητική του οξυδέρκεια και την αντικειμενική κριτική του, τα λογοτεχνικά του βήματα(...)"
Επιπλέον η αναζήτηση  στο διαδίκτυο έφερε θετικά αποτελέσματα καθώς έφερε στα χέρια μου το βιβλίο " Στην πάλη , στα νειάτα" ( τι θα γινόμασταν χωρίς τους καλούς μας παλαιοβιβλιοπώλες...) , αλλά και άρθρα και παρουσιάσεις για τον Αλέκο Δούκα από τη μακρινή Αυστραλία.
Με τον τίτλο " Ποιος ήταν ο Αλέκος Δούκας;" και υπότιτλο "Ο άνθρωπος που θεωρείται ο θεμελιωτής της ομογενειακής λογοτεχνίας στην Αυστραλία, «μιλά» 53 χρόνια μετά τον θάνατό του, μέσα από την αλληλογραφία του" η κ.Ευγενία Παυλοπούλου έγραψε ένα εκτενές άρθρο στις 5 Νοεμβρίου 2015 στο περιοδικό "Νέος Κόσμος".  

Παραθέτω την αρχή του άρθρου: 

"«Δικός μας» άνθρωπος ο Αλέκος Δούκας και αυτό το κτητικό που τού αποδίδουμε, έχει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Ναι, ήταν ένας μετανάστης, όπως είμαστε όλοι εμείς. Ήταν ένας άνθρωπος που η ζωή του, είτε σε προσωπικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, είναι αλληλένδετα δεμένη με την ελληνική παροικία από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της. Μία από τις θεμελιακές προσωπικότητες της ιστορίας της ελληνικής παροικίας σ’ αυτή τη χώρα, με άλλα λόγια της δικής μας ιστορίας. Ήταν βέβαια και ένας απ’ τους πρωτεργάτες του «Νέου Κόσμου», τότε που η εφημερίδα ήταν ένας θεσμός που βοηθούσε νεομετανάστες να βρουν τον… «δρόμο» τους στους Αντίποδες.

Θες η κοινωνική του δράση, θες η ιδεολογική του στάση και οι ανησυχίες, θες τα οράματά του, θες η ανάμειξή του με τα κοινά, θες η πρωτοπόρα για μετανάστη, τω καιρώ εκείνω, απόφασή του να γράψει λογοτεχνία και δοκίμια, θες ο ταραγμένος του ψυχισμός ως απόρροια του ξεριζωμού του από τη Μικρά Ασία και της, εκ των υστέρων, συμμετοχής του και τραυματισμού του στον Μικρασιατικό πόλεμο, καθιστούν τον Αλέκο Δούκα μία από τις πλέον πολύπλοκες και πολυδιάστατες προσωπικότητες της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας.

Παράλληλα, όμως, ο Αλέκος Δούκας, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, γίνεται μία μορφή-ιστορική και αντιπροσωπευτική πηγή των βιωμάτων μίας ολόκληρης γενιάς μεταναστών που έφτασαν στην Αυστραλία στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η ενεργή συμμετοχή του σε μία πολεμική σύρραξη που σημάδεψε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η ζωή του στην μεσοπολεμική Ελλάδα, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της χώρας υποδοχής (Αυστραλία) είναι ο κοινός παρονομαστής των εμπειριών που κουβαλούσαν οι μετανάστες που έφτασαν την δεκαετία του 1920 εδώ.

Πριν «ακούσουμε» τον Αλέκο, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ομογενής συγγραφέας απασχόλησε, μεταξύ άλλων, λόγω της πολιτικής του δράσης, και τις μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας. Το 1945 σε έκθεση του ASIO, ο Δούκας περιγραφόταν ως άτομο που αντιστεκόταν βίαια στις φιλοαγγλικές κυβερνήσεις της Ελλάδας καθώς υποστήριζε κομμουνιστική κυβέρνηση . Το 1950 τα λόγια του ASIO ήταν πιο «κολακευτικά» καθώς ανέφεραν ότι, ναι μεν, ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του κομμουνιστή, αλλά στην ουσία θα περιγραφόταν καλύτερα ως… άτομο αριστερών πεποιθήσεων." 
και η συνέχεια του άρθρου εδώ.

Πολύ ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στη Μελβούρνη ασχολούνται με την παρουσίαση της ζωής και του έργου του Αλέκου Δούκα και υπεύθυνος γι' αυτή την προβολή είναι ο  Δρ Πέτρος Αλεξίου από το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπως μας πληροφορεί η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας.
Τον Δρ. Πέτρο Αλεξίου μπορούμε να τον ακούσουμε να μιλάει για τον Αλέκο Δούκα και τη διάλεξή του με θέμα: "Αλέκος Δούκας, ένας πρόσφυγας μετανάστης στην Αυστραλία στα χρόνια του Μεσοπολέμο" εδώ.
(συνεχίζεται)