Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Από τα μικρά ψαράδικα στου κόσμου το λιμάνι

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική : Δήμος Μούτσης
Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος : Στροφές (1973)

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Σπίτι από γη

"Στις δεκατέσσερις του Απρίλη,
του χίλια εννιακόσια τριάντα πέντε
χτύπησε η χειρότερη από τις καταιγίδες της σκόνης
που γέμισαν ποτέ στον ουρανό.
Έβλεπες την καταιγίδα να πλησιάζει
μαύρη σαν την πίσσα και φοβερή,
πέρασε μέσα απ' τη μικρή μας πόλη
Και άφησε πίσω της καταστροφή"

με αυτούς τους στίχους ο αμερικανός τραγουδοποιός  Γούντι Γκάθρι τραγούδησε την Dust Bowl, τη μεγάλη οικολογική καταστροφή που συνέβη την άνοιξη του 1935 και συγκεκριμένα την Κυριακή των Βαΐων. 
Ο Γούντι Γκάθρι βρισκόταν στο σπίτι του στην κωμόπολη Πάμπα του Τέξας όταν ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης κάλυψε τα πάντα και πήρε στο πέρασμά του ζώα, σπίτια και ανθρώπους. Όσοι επέζησαν αντιμετώπισαν μεγάλα και σοβαρά προβλήματα υγείας. 

" Την άνοιξη του 1935, το Πάμπα δεν ήταν η μοναδική κωμόπολη που είχε τιμωρηθεί από τον όλεθρο και τις απώλειες της τετράχρονης ξηρασίας. Ξαφνικοί κυκλώνες σκόνης - μαύροι, γκρίζοι, καφετιοί και κόκκινοι - είχαν επιπλέον ρημάξει τις ψηλές, στεγνές πεδιάδες του Κάνσας, της Νεμπράσκα, της Οκλαχόμα, του Αρκάνσας, του Τέξας, του Κολοράντο και του Νέου Μεξικού. Ωστόσο, τίποτε δεν είχε προετοιμάσει τους αγρότες, τους κτηματίες, τους εργάτες γης και τους ανέστιους περιπλανώμενους της περιοχής για αυτό που θα συνέβαινε την Κυριακή των Βαΐων όταν μια τεράστια  μαύρη μάζα και δεκάδες άλλα, μικρότερα σύννεφα σκόνης γρήγορα εξελίχθηκαν σε μια από τις χειρότερες οικολογικές καταστροφές της ιστορίας. Η βλάστηση και η άγρια πανίδα καταστράφηκαν ολοσχερώς. Μέχρι το καλοκαίρι, οι θερμοί άνεμοι είχαν παρασύρει εκατομμύρια κυβικά μέτρα επιφανειακού εδάφους, και η συνεχιζόμενη ξηρασία ερήμωσε τις αγροτικές καλλιέργειες στα πεδινά. Οι φτωχοί αγρότες που μίσθωναν τη γη έγιναν ακόμα πιο φτωχοί, καθώς τα χωράφια τους έμειναν άκαρπα. Σε όλη τη Μεγάλη Κρίση, οι Μεγάλες Πεδιάδες πέρασαν αφόρητα μαρτύρια. Η παρατεταμένη ξηρασία των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1930 είχε καταστρέψει τις σοδειές, είχε διαβρώσει το έδαφος και είχε προκαλέσει πολλούς θανάτους. Χιλιάδες τόνοι σκούρου επιφανειακού εδάφους, ανάμεικτου με κόκκινο πηλό, έφταναν στο Τέξας από την Ντακότα και τη Νεμπράσκα, παρασυρμένοι από ανέμους ταχύτητας ογδόντα με εκατόν  δέκα χιλιομέτρων την ώρα. Μια αίσθηση απελπισίας κατέκλυζε τα πάντα. Όμως ο ακάματος Γκάθρι, που βαθιά μέσα του ήταν ένας καταγραφέας, αποφάσισε ότι το να γράφει φολκ τραγούδια θα ήταν ένας ηρωικός τρόπος για να ανυψώσει το πεσμένο ηθικό των ανθρώπων.
Αντιμέτωπος με τη θλίψη και τον παραλογισμό, με φτωχούς φουκαράδες σε άθλια κατάσταση, πολλοί από τους οποίους είχαν καταστραφεί οικονομικά από το Νταστ Μπόουλ, ο Γκάθρι άρχισε να εξετάζει το ζήτημα από φιλοσοφική σκοπιά. Έπρεπε να υπάρχει κάποιος καλύτερος τρόπος για να ζει κάποιος απ' ό, τι στα ετοιμόρροπα υπόστεγα  που σκέβρωναν από την υγρασία του καλοκαιριού, ήταν ευάλωτα στην προσβολή από τερμίτες, δεν διέθεταν μόνωση σε θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν και μια αμμοθύελλα ή μια χιονοθύελλα μπορούσε να τα γκρεμίσει. Ο Γκάθρι συνειδητοποίησε ότι για να επιβιώσουν από την Κρίση,οι γείτονες του χρειάζονταν τρία πράγματα: τροφή, νερό και στέγη. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το τρίτο στο μοναδικό ολοκληρωμένο του μυθιστόρημα, το εύστοχο και σπαρακτικό Σπίτι από γη."

Ο Γούντι Γκάθρι άρχισε να γράφει το μυθιστόρημά του στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και το ολοκλήρωσε το 1947. Το βιβλίο θεωρήθηκε ότι κινείται στο ίδιο κλίμα με τον κύκλο τραγουδιών του, Dust Bowl Ballads, που κυκλοφόρησε το 1940. Επιπλέον το Σπίτι από γη συμπληρώνει το τραγούδι - λαϊκό μανιφέστο,"This Land is Your Land"

"Είναι ένας όχι και τόσο εκλεπτυσμένος παιάνας για τα βάσανα του απλού ανθρώπου. Στο κάτω - κάτω, σε μια σοσιαλιστική ουτοπία, μόλις μια οικογένεια από τις Μεγάλες Πεδιάδες αποκτούσε γη, θα έπρεπε να χτίσει στο οικόπεδό της μια στέρεη κατοικία. Το μυθιστόρημα  συνεπώς ισορροπεί κάπου ανάμεσα στον αγροτικό ρεαλισμό και την προλεταριακή διαμαρτυρία, με στατική αφήγηση, αλλά και μια υπέροχη απεικόνιση του Πανχάλντ και των περιθωριοποιημένων ανθρώπων  που ζούσαν εκεί τη δεκαετία του'30. Είναι ο Γκάθρι που θίγει το στοιχειώδες ερώτημα με ποιον τρόπο ένα ζευγάρι αγρολήπτες, εργάτες γης, μπορούσαν να ζήσουν στο δυτικό Τέξας, μια περιοχή που μαστιζόταν από καταιγίδες σκόνης. Παγιδευμένοι σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες, ανίκανοι να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους ή να κερδίσουν κάτι παραπάνω από έναν μισθό κάτω από το όριο της επιβίωσης, οι κεντρικοί χαρακτήρες του Γκάθρι ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή...
...Αυτό που ήθελε να ερευνήσει ο Γκάθρι στο Σπίτι από γη ήταν  με ποιον τρόπο μέρη όπως το Πάμπα θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο εκτός από πόλεις - φαντάσματα, ή με ποιον τρόπο οι φτωχές αγροτικές οικογένειες θα μπορούσαν να ριζώσουν μόνιμα στο Δυτικό Τέξας. Ήθελε να θίξει ζητήματα όπως η υπερβόσκηση και οι οικολογικές απειλές που ενυπήρχαν στον κατακερματισμό του φυσικού περιβάλλοντος. Αποσαφήνισε την ανάγκη για ταξικό πόλεμο στο Δυτικό Τέξας, για μια εξέγερση του 99% των εργατών ενάντια στο 1% των τραπεζιτών. Η σκοπιά του ήταν σοσιαλιστική. ( Τούβλα στους γαιοκτήμονες! Να χρεοκοπήσουν όλοι οι έμποροι ξυλείας! Κατάρα στις βδέλλες της αγοράς ακινήτων που χορταίνουν από το αίμα των φτωχών!) Και απερίφραστα δηλώνει ότι το να είσαι αγρότης είναι η υψηλότερη αποστολή στα μάτια του Θεού."
Η γραφή του Γκάθρι διακρίνεται για τον ρεαλισμό της. Κάποιοι έγραψαν για τραχύ ρεαλισμό. Αυτός αφορά όχι μόνο τη λεπτομερή περιγραφή των αντικειμένων και των συναισθημάτων, αλλά την ίδια τη ζωή συμπεριλαμβανομένων των ερωτικών σκηνών και της στιγμής του τοκετού. 

" Στο κτήμα, η ζωή επιμένει και ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας μιας παρατεταμένης, γήινης ερωτικής σκηνής. Αυτή η μύχια περιγραφή εξυπηρετεί έναν σκοπό: Ο Γκάθρι ανάγει τη βιολογική πράξη σε έκφραση της ένωσης του Τάικ και της Έλα Μέι με τη γη, με το κτήμα, καθώς και του ενός με τον άλλο. Και παρ' όλα αυτά, η γη δεν ανήκει στους Χάμλιν για να την κάνουν ό,τι θέλουν· έτσι το χτίσιμο του πλίνθινου σπιτιού τους παραμένει με επώδυνο τρόπο μια χίμαιρα." 

Ο Γκάθρι πίστευε ότι το βιβλίο του θα γυριζόταν ταινία, κάτι που δεν έγινε, και το βιβλίο ξεχάστηκε. Τα τελευταία χρόνια και μετά από το ενδιαφέρον που εκδήλωσε το Πανεπιστήμιο του Τάλσα για το έργο του Γούντι Γκάρθρι, το μυθιστόρημα αυτό ήλθε στο προσκήνιο.

" Το ερώτημα που προκύπτει είναι προφανές: Γιατί το Σπίτι από γη δεν εκδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940; Γιατί ο Γκάθρι εργάστηκε με τέτοιο ζήλο για ένα μυθιστόρημα κι έπειτα το άφησε να μαραζώσει αγνοημένο; Υπάρχουν κάποιες πιθανές απαντήσεις. Το πιο πιθανό είναι ότι ήλπιζε πως θα προέκυπτε ένα κινηματογραφικό συμβόλαιο· κάτι τέτοιο ήθελε υπομονή. Ίσως ο Γκάθρι καταλάβαινε ότι ένα μέρος από το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν ξεπερασμένο... ή ότι η σεξουαλικά προκλητική του γλώσσα ήταν μπροστά από την εποχή του...Άλλο ένα εμπόδιο για την έκδοση ίσως ήταν η ενασχόληση του Γκάθρι με τη διάλεκτο των ανθρώπων της υπαίθρου των νότιων πολιτειών...Επίσης ένα αυθεντικά αριστερό έργο ήταν δύσκολο να βρει μαζική πρόσβαση στην αγορά στην εποχή του Τρούμαν, όταν ο σοβιετικός κομμουνισμός ήταν ο υπ' αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος. Και οι κριτικοί της εποχής ήταν γραφτό να απορρίψουν το ενθουσιώδες ενδιαφέρον του μυθιστορήματος για τις πλίνθους των νοτιοδυτικών πολιτειών ως φετιχιστικό..."

Το Σπίτι από γη είναι ένα πολιτικό- ταξικό μυθιστόρημα  γιατί:
"...Διαβάζοντας τη φωνή του Γκάθρι, ακούει κανείς τις πολλές φωνές των ανθρώπων, των δικών του ανθρώπων, των σκληρά εργαζόμενων κατοίκων των Μεγάλων Πεδιάδων που δεν διέθεταν κάποιον χώρο δημόσιας συζήτησης απ' όπου θα μπορούσε να ακουστεί το πικρό τους μαρτύριο. Η φωνή του είναι η γνήσια έκφραση των χαμένων, των περιθωριοποιημένων, των ξεχασμένων Αμερικανών που ζούσαν στο όριο της πείνας στη ζωτική ενδοχώρα.
Ενώ ο Γκάθρι ήταν ο ίδιος ένας συνηθισμένος άνθρωπος, η ένταση της προσπάθειάς του να υμνήσει το προλεταριάτο στην τέχνη του είναι ασυνήθιστη. Ήλπιζε ότι κάποια μέρα οι Αμερικανοί θα μάθαιναν πώς να καταργήσουν τους νόμους του χρέους και της εξόφλησης. Απαίτησε οι πολιτικές του πεποιθήσεις να αναγνωρίζονται, να γίνονται σεβαστές και να αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια. Όπως δηλώνουν οι ερωτικές σκηνές, δεν φοβόταν κανέναν. Δεν είχε φόβο. Ζούσε την τέχνη του. Εν ολίγοις, ο Γκάθρι ενέπνευσε όχι μόνο ανθρώπους των καιρών του, αλλά ανθρώπους μεταγενέστερων εποχών που εξοργίζονταν από την αδικία, διψούσαν για αλήθεια και αναζητούσαν τη δυσκολοθεώρητη κατάργηση των ταξικών ανισοτήτων..."


Γούντι Γκάθρι, Σπίτι από γη, μετφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 2018.
Τα αποσπάσματα είναι από τον εξαιρετικό  Πρόλογο των Ντάγκλας Μπρίνλεϊ και Τζόνι Ντεπ.


Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Γερμανικό φθινόπωρο


Το Μάρτιο του 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του Σουηδού συγγραφέα και δημοσιογράφου  Στιγκ Ντάγκερμαν, Γερμανικό φθινόπωρο. Πρόκειται για άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Expressεn το διάστημα 1946 - 1947. Ο Ντάγκερμαν βρέθηκε ως ανταποκριτής της σουηδικής εφημερίδας στην Γερμανία , στις βρετανικές και αμερικανικές ζώνες κατοχής και στο Βερολίνο. Το υλικό των ανταποκρίσεων συγκεντρώθηκε σε αυτό το βιβλίο. Μέσα από αυτά τα αφηγήματα σχηματίζουμε μια εικόνα από τις κατεστραμμένες γερμανικές πόλεις και τα χωριά. Επιπλέον ο συγγραφέας δίνει  την καθημερινότητα και τον τρόπο σκέψης  των Γερμανών με τη λήξη του πολέμου. 


Από το πολύ ενδιαφέρον Επίμετρο της μεταφράστριας Αγγελικής Νάτση ένα μικρό και κατατοπιστικό απόσπασμα:
" Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 το Τρίτο Ράιχ ξεκίνησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συντάραξε όλη την ανθρωπότητα. Ο γερμανικός κεραυνός έπεσε οικειοποιούμενος παλιούς θρύλους και συμβολισμούς από την παγανιστική λατρεία, τις Βαλκυρίες και τους Νιμπελούγκεν, το σύμβολο της " σβάστικας" και το αρχαιοελληνικό κάλλος, και φυσικά φιλοσοφίες όπως αυτή του " υπεράνθρωπου", ο εμπνευστής της οποίας Φρίντριχ Νίτσε είχε τη διορατικότητα να γράψει: " Γνωρίζω τη μοίρα μου. Μια μέρα το όνομά μου θα συνδεθεί με την ανάμνηση κάτι τρομακτικού - μιας κρίσης που όμοια της δεν έχει ξαναδεί η Γη". Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Χίτλερ ουδέποτε διάβασε Νίτσε, όμως το κακό έγινε: Το 1945 ο Χίτλερ ήταν νεκρός, αλλά το " θαύμα" του γερμανικού πολιτισμού δεν είχε απλώς εξαφανιστεί από προσώπου γης - όλος ο κόσμος θεωρούσε τους Γερμανούς εχθρούς του ανθρώπινου είδους και ανάξιους για την παραμικρή βοήθεια. Η γερμανική γλώσσα και κουλτούρα αμαυρώθηκαν επίσης, όπως επισημαίνει το 1946 ο συγγραφέας Τόμας Μαν, ο οποίος αναρωτιόταν πώς ο γερμανικός λαός θα μπορέσει να σηκώσει ξανά ψηλά το κεφάλι. Η Γερμανία ήθελε και διεξήγαγε αυτόν τον πόλεμο, αυτή τη μαύρη σελίδα στην ιστορία: Πάνω από εβδομήντα εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν παγκοσμίως. Το αποτύπωμα των ναζιστικών κτηνωδιών έμεινε χαραγμένο  στους τάφους των θυμάτων και στα πρόωρα γερασμένα πρόσωπα των επιζησάντων. Το Ολοκαύτωμα και η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι αποτέλεσαν δύο από τα μεγαλύτερα και πλέον ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Υπό το βάρος της παγκόσμιας κατακραυγής, η ηττημένη και απεχθής Γερμανία μετρούσε με τη σειρά της τα υλικά, ηθικά, ψυχικά και πνευματικά ερείπιά της: Πάνω από εννέα εκατομμύρια Γερμανοί, εκ των οποίων τα τρία άμαχοι πολίτες, έχασαν τη ζωή τους. Οι γερμανικές πόλεις μετατράπηκαν σε ερείπια από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Δώδεκα εκατομμύρια Γερμανοί εκτοπίστηκαν. Η πείνα θέριζε τους πληθυσμούς των πόλεων. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου καταστράφηκε το ένα τρίτο του συνόλου των γερμανικών βιβλίων. Τίποτε πλέον δεν ήταν το ίδιο στον γερμανόφωνο κόσμο.
Σε αυτό το καζάνι που βράζει πηγαίνει το φθινόπωρο του 1946 το παιδί θαύμα των σουηδικών γραμμάτων, ο εικοσιτριάχρονος συγγραφέας και αναρχοσυνδικαλιστής Στιγκ Ντάγκερμαν, ως ανταποκριτής της εφημερίδας Expressen, προκειμένου να συντάξει μια σειρά δημοσιογραφικών άρθρων στα οποία θα περιέγραφε ρεαλιστικά την κατάσταση που επικρατούσε στην αποσαθρωμένη απ' όλες τις απόψεις χώρα...
...Οι πληροφορίες που έφταναν στην πατρίδα για το τι συνέβαινε στον κόσμο ήταν πολύ περιορισμένες και ο διψασμένος για αλήθεια λογοτέχνης δεν θα άφηνε να πάει χαμένη η ευκαιρία ενός - έστω και ελεγχόμενου - ταξιδιού στην ηττημένη χώρα. Σίγουρα ήξερε τι τον περίμενε: ερείπια και πεινασμένοι άνθρωποι. Ίσως να ένιωθε και κάποιο φόβο για αυτό το ταξίδι στην άγονη, στεγνή " Έρημη χώρα", το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, και μάλιστα με τη δημοσιογραφική ιδιότητα. Ασφαλώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσει ο δημοσιογράφος τα γεγονότα, τον πόνο και τη δυστυχία που συναντά γύρω του. Περιφρονώντας το είδος του δημοσιογράφου που, για λόγους ασφάλειας, καθόταν στο ξενοδοχείο του και διάβαζε τις τοπικές εφημερίδες προκειμένου να συντάξει την αναφορά του, ο Ντάγκερμαν ήρθε σε επαφή με όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε, ανθρώπους που ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και ζούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες. Σίγουρα δεν μπορούσε να ζήσει ακριβώς όπως οι Γερμανοί, μπορούσε όμως να προσπαθήσει να μπει στη θέση τους.
Επίσης υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συνδεθεί ψυχολογικά ο δημοσιογράφος με τα γεγονότα τα οποία καλείται να περιγράψει. Ο Στιγκ Ντάγκερμαν αντιμετωπίζει ανθρωπιστικά τον φταίχτη της αιματοβαμμένης τραγωδίας, δεν ψάχνει να βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να του φορτώσει τη ναζιστική κτηνωδία. Πολλοί Γερμανοί αντιστάθηκαν ή προσπάθησαν να αντισταθούν στη φασιστική λαίλαπα, λέει. Και ποιος μπορεί να κατηγορήσει τον λαό που δηλώνει ότι περνούσε καλύτερα επί Χίτλερ; Δεν μιλούν οι άνθρωποι, μιλάει το πρώτο ανθρώπινο ένστικτο, η αρχέγονη ανάγκη του ζωντανού οργανισμού, η πείνα. Ο Ντάγκερμαν μπαίνει στα πλημμυρισμένα υπόγεια με τα φυματικά παιδιά, κοιτάζει τις κατσαρόλες στις οποίες βράζουν δυσεύρετες σάπιες πατάτες. Ο λαός δε φταίει σε τίποτα, φωνάζει. Κοιτάζει τα μικρομέγαλα και κακομακιγιαρισμένα " ανήθικα" κορίτσια και μπαίνει σε σπίτια διανοούμενων τα οποία του προσφέρουν ρεαλιστικούς λογοτεχνικούς συμβολισμούς, όπως η μίζερη τούρτα από άθλιο γερμανικό ψωμί που προσφέρει ο φιλελεύθερος δικηγόρος και η γραφομηχανή που πουλήθηκε για να θρέψει την οικογένεια του αριστοκράτη, αφιερωμένου στο " τραγικό" γερμανικό ιδεώδες, συγγραφέα. Ασκεί δριμεία κριτική σε όλα τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας, με μοναδική εξαίρεση τις μικρές αντιφασιστικές ομάδες που σχηματίστηκαν στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόμσιου Πολέμου. Ειρωνεύεται την κυνική " φάρσα" της αποναζιστικοποίησης και τον πρώην ναζί εισαγγελέα που έχει τη δυνατότητα να ταΐζει το παιδί του αληθινό βούτυρο αυτές τις δύσκολες εποχές της μεγάλης ανέχειας, αλλά παράλληλα δεν κρύβει τη συμπάθεια του για τη "χαμένη γενιά" της Γερμανίας: Τα νιάτα που" κυρίευσαν τον κόσμο στα δεκαοκτώ για να χάσουν τα πάντα στα εικοσιδύο". Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα άρθρα - με εξαίρεση το πρώτο - δημοσιεύτηκαν στην πολιτιστική στήλη της Expressen, που αποτελούσε τη "χαραμάδα" της εφημερίδας η οποία στέγαζε πολυποίκιλες απόψεις...
Ο αναρχικός υπαρξιστής και ενεργός συνδικαλιστής Ντάγκερμαν βρίσκει στη μεταπολεμική, πεινασμένη Γερμανία την ενσάρκωση τόσο της πολιτικής αβεβαιότητας όσο και του δικού υπαρξιακού φόβου. Είναι ο "ξένος" που διανύει μια κατασπαραγμένη χώρα, μια χώρα γεμάτη ερείπια, υλικά και ψυχικά. Μια χώρα στην οποία μια φραντζόλα ψωμί και ένα σακί πατάτες είναι πιο σημαντικά από την ίδια την ύπαρξη και το δάγκωμα ενός μήλου επισύρει ζηλόφθονα βλέμματα. Ο Ντάγκερμαν περιγράφει με Δύναμη κι ενάργεια ό,τι βλέπει και ό,τι δεν βλέπει, ό,τι είναι σημαντικό και ό,τι είναι ασήμαντο, γιατί το ασήμαντο καταδυναστεύει το σημαντικό και αποφασίζει για τη φύση του. Η γραφή του είναι επιτηδευμένη - άλλοτε χάρη στην καταιγιστική παράθεση ακραίων μεταφορών, παρομοιώσεων και επαναλήψεων, άλλοτε με κατακερματισμένες, " βομβαρδισμένες" προτάσεις-, όχι όμως για να προκαλέσει εντυπώσεις, αλλά για να κατακάψει τα πάντα στο διάβα της.Το δεύτερο ανθρώπινο ένστικτο, ο αρχέγονος τρόμος, είναι εδώ και θα παραμείνει. Το μόνο μέσο που διαθέτει ο ποιητής για να πολεμήσει και να ξορκίσει τον παγωμένο αέρα που φυσάει μέσα στις δικαστικές αίθουσες από την εποχή του μεγάλου τρόμου είναι ένα δαιμονικό χιούμορ και μια ειρωνεία που τσακίζει κόκαλα στην παγωνιά των εκθεμελιωμένων γερμανικών πόλεων...
Το Γερμανικό φθινόπωρο ακροβατεί λοιπόν μεταξύ δημοσιογραφικής, ρεαλιστικής γραφής και ενός καυστικού λογοτεχνικού λυρισμού..."

Στιγκ Ντάγκερμαν, Γερμανικό φθινόπωρο. Αφηγήματα. Μετφρ. Αγγελική Νάτση, Καστανιώτης, Αθήνα 2019.

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Πολύχρωμες ζακέτες

Ένα πολύ ευαίσθητο, τρυφερό και αγαπημένο τραγούδι αφιερωμένο στις μανούλες όλες του κόσμου, για αυτές που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και για αυτές που έγιναν μνήμη και ανάμνηση.


Να γίνω σκόνη που ο αέρας παντού τη σκορπάει 
Στο παραμύθι ο ήρωας που πάντα νικάει
Σε ένα βράδυ όλο τον κόσμο να τον κατακτήσω 
Με ένα χάδι ένα θαύμα απόψε να ζήσω…

Για μια στιγμή μέσα στο χρόνο να νικήσω
Με τα φτερά που’χω σμιλέψει να γυρίσω
Και να μικρύνω να χωράω σ’ όλες τις τσέπες  
Μες τις δικές σου τις πολύχρωμες ζακέτες…
Κοντά σου μαμά να βρεθώ… 
Το μόνο δώρο τώρα πια που απ’ τα Χριστούγεννα ζητώ… 

Να γίνω πάλι ένα παιδί που όνειρα κάνει
Κλείνει τα μάτια κι ότι πιστεύει μπορεί και το φτάνει
Σε μια παλάμη ό,τι έχω ζήσει γραμμές πια μετράει

Σε μια ρυτίδα το άγγιγμα σου απόψε χωράει…

Στίχοι: Αθηνά Σπανού
Μουσική: Γρηγόρης Πολύζος
Ερμηνεία: Πολυξένη Καράκογλου
Ενορχήστρωση: Γρηγόρης Πολύζος
Έργα ζωγραφικής: Γιώργος Σαμψωνίδης

Παραγωγή: Μικρή Άρκτος 2017
Διεύθυνση παραγωγής: Παρασκευάς Καρασούλος

Βιολί: Κώστας  Καριτζής
Όμποε: Μαρία Σιφναίου
Πιάνο: Γρηγόρης Πολύζος

Ηχογράφηση, μίξη, Mastering: Ηλίας Λάκκας @ Studio Odeon




Σάββατο 9 Μαΐου 2020

9 του Μάη 1945

Το παρακάτω άρθρο υπογράφει ο ζωγράφος, χαράκτης και εικονογράφος  Γιάννης Στεφανίδης( 1919 -2010). Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης" στις 14 Ιουνίου 2005 με αφορμή τα 60 χρόνια από τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών. Το άρθρο βρίσκεται και στο βιβλίο του Γιάννη Στεφανίδη " Σκόρπιες σελίδες της ζωής και του ονείρου" το οποίο εκδόθηκε από τη Σύγχρονη Εποχή το 2008. Το χαρακτικό είναι επίσης του Γιάννη Στεφανίδη.



9 του Μάη 1945. Σαν και σήμερα το δικέφαλο τέρας - ναζισμός, φασισμός - σωριάστηκε κάτω, χτυπημένο θανάσιμα από τα πλήγματα του Κόκκινου Στρατού. Σαν και σήμερα στήθηκε η σημαία με το σφυροδρέπανο στην πιο ψηλή μετώπη του Ράιχσταγκ. Και έπεσε το τέρας, από τα χτυπήματα του Σοβιετικού στρατού και μόνο, γιατί οι σύμμαχοι αδρανούσαν, με τον κρυφό πόθο να νικηθεί τελικά η ΕΣΣΔ από τη χιτλερική Γερμανία...Όταν όμως είδαν πως ο Κόκκινος Στρατός έτρεχε ολοταχώς για το Βερολίνο, τρόμαξαν. Φοβήθηκαν μην κοκκινίσει η Ευρώπη! Και μόνο τότε αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο...
Τιτάνιος ήταν ο αγώνας και πέρασε από πολλές φάσεις, αμφίρροπες, μέχρι να' ρθει αυτή η περίλαμπρη νίκη. Ήταν πολύ βαρύ το τίμημα σε αίμα. Κάπου 50.000.000 νεκροί θάφτηκαν σε απέραντα νεκροταφεία, κι όλοι αυτοί έδωσαν τη ζωή τους για να ξαναμοιράσουν οι " μεγάλοι" τις αποικίες τους!
 Όμως πραγματικά νικήθηκε ο φασισμός; Αυτές οι ατέλειωτες στρατιές των νεκρών δικαιώθηκαν; Όχι! Το φίδι άφησε τ' αυγά του, κι ένα- ένα άρχισαν να σκάνε τα τσόφλια τους...Απ' το 1944 κιόλας ο Τσόρτσιλ στην Αθήνα, το Δεκέμβρη του'44, διέταξε το στρατηγό Σκόμπι να χτυπά αλύπητα σαν να βρίσκεται σε κατεχόμενη χώρα(!), ενώ το 1946 κήρυξε στο Φούλτον των ΗΠΑ τον ψυχρό πόλεμο ενάντια στην ΕΣΣΔ. Το 1949 ο αρχιεγκληματίας Τρούμαν, εξάγγειλε το δόγμα του, έφτιαξε το ΝΑΤΟ, αμυντική συμμαχία το είπε που στην ουσία ήταν επιθετική! Έριξε τις ατομοβόμβες στην Ιαπωνία - σαν προειδοποίηση στην ΕΣΣΔ - κι ήταν έτοιμος να τις ρίξει και εκεί!. Έλα όμως που οι Σοβιετικοί, με τη δική τους βόμβα, του' κοψαν τη φόρα! Άναψαν πολέμους οι ΗΠΑ σε Βιετνάμ, Κορέα, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, Ιράκ κι όπου αλλού " θίγονταν τα συμφέροντά τους", ενώ είναι μακρύς ο κατάλογος των χωρών όπου ο νέος Καίσαρας απειλεί να φέρει την "ελευθερία"...Κι εδώ, στην έρμη πατρίδα, είχαμε το θλιβερό προνόμιο να είμαστε οι πρώτοι, σ' όλη την Ευρώπη, που ο φασισμός ξανασήκωσε κεφάλι. Οι συνεργάτες των κατακτητών βγήκαν στον αφρό, γίνανε εξουσία, ενώ οι αγωνιστές της Λευτεριάς μπήκαν στις φυλακές, στήθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, ή εξορίστηκαν στα ξερονήσια. Αργότερα, οι Ρώσοι ξέχασαν τις θυσίες των παππούδων και των πατεράδων τους κι άφησαν ένα μεθύστακα κι έναν υποψήφιο πιτσαδόρο να αλώσουν, χωρίς την παραμικρή αντίσταση, την ΕΣΣΔ, τον κύριο συντελεστή της νίκης! Και τώρα που λιώνουν τα χιόνια στις πόλεις, βρίσκουν τους άστεγους νεκρούς και κατεψυγμένους - χιονονιφάδες τους λένε...Εκεί τώρα οι μητέρες πουλάνε τα παιδιά τους, και οι πανέμορφες Ρωσίδες γέμισαν τα καμπαρέ του " ελεύθερου κόσμου" και της μέσης Ανατολής, ενώ στην " Ενωμένη Ευρώπη" άρχισαν να απαγορεύονται τα Κομμουνιστικά κόμματα, και να διαδηλώνουν νεαροί φορώντας τον αγκυλωτό σταυρό!
Ημέρα μνήμης, λοιπόν η 9η του Μάη! Αλλά αυτήν ακριβώς τη μέρα η Ευρωπαϊκή Ένωση την καθιέρωσε σαν ημέρα της Ενωμένης Ευρώπης, ώστε να ξεχαστεί η μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών!
Νικήθηκε, λοιπόν, ο φασισμός; Και βέβαια νικήθηκε, όμως ξανασήκωσε το απαίσιο κεφάλι του!
Και τώρα ήρθε η ώρα να σηκώσουν κι οι λαοί το κεφάλι και το γιγάντιο ανάστημά τους και να ορκιστούν όλοι,οι καινούριοι προλετάριοι, εργάτες, αγρότες, μικροαστοί, όλης της γης οι κολασμένοι, πως με όποιον τρόπο, με όποια θυσία, θα ξετινάξουν από πάνω τους τον βραχνά του φασισμού!...

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Οι άνθρωποι της Αβύσσου


Το 1902 ο Τζακ Λόντον είχε συμφωνήσει με το Αμερικάνικο Πρακτορείο Ειδήσεων να πάει στην Αφρική ως ανταποκριτής σχετικά με την κατάσταση που ακολούθησε τον πόλεμο των Μπόερς. Σκέφτηκε όμως να λοξοδρομήσει για δυό μέρες και να επισκεφθεί το Λονδίνο και με την ευκαιρία να καλύψει και τη στέψη του Εδουάρδου του Ζ' κάνοντας μια ανταπόκριση από σοσιαλιστική σκοπιά καθώς είχε ενστερνιστεί τις σοσιαλιστικές ιδέες και είχε διαβάσει Μαρξ τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα, αν και ορισμένες αντιδραστικές απόψεις της νεότητάς του τον ακολουθούσαν και σε πιο προχωρημένη ηλικία.
Ενώ, λοιπόν, βρισκόταν στο Λονδίνο ματαιώθηκε το ταξίδι στην Αφρική και αποφάσισε να υλοποιήσει μια ιδέα που είχε ήδη συζητήσει με έναν Αμερικανό εκδότη . Η ιδέα ήταν να γράψει ένα άρθρο σχετικό με την κατάσταση που επικρατούσε στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου και συγκεκριμένα στην περιοχή Ηστ Εντ. 
Τα άρθρα του δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες από το Μάρτιο του 1903 ως τον Ιανουάριο του 1904 σε ένα σοσιαλιστικό περιοδικό μικρής κυκλοφορίας. Τα άρθρα γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και εκτίναξαν τη φήμη του Λόντον στα ύψη. Γνωστός τώρα όχι μόνο στους σοσιαλιστές της πατρίδας του αλλά και στο Λονδίνο. Το Νοέμβριο του 1903 τα άρθρα έγιναν βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αμερική και λίγο αργότερα στο Λονδίνο.
" The people of the Abyss" - "Οι άνθρωποι της Αβύσσου" ο τίτλος του. Το βιβλίο αυτό είναι το δεύτερο μετά τη Σιδερένια Φτέρνα στο οποίο ο Τζακ Λόντον διατυπώνει τη σοσιαλιστική του ιδεολογία.
Πολλοί είχαν περιγράψει την αθλιότητα της ζωής των κατοίκων του Ανατολικού Λονδίνου. Το βιβλίο όμως του Τζακ Λόντον θεωρείται ότι έδωσε κάτι καινούριο: Ο ίδιος ο συγγραφέας ντύθηκε με τα ρούχα τους, έζησε μαζί τους, έφτασε μέχρι τον πάτο της Αβύσσου,ταυτίστηκε μαζί τους και προσπάθησε να εξηγήσει την αιτία της αθλιότητας.
" Συγχρόνως όμως αισθανόταν και όλους τους απόβλητους της κοινωνίας σαν αδέρφια του, όμοια με κείνον, χωρίς ν' αφήνει τη συναισθηματικότητα να θολώσει την άποψή του. Μπόρεσε τότε να δοθεί μ' όλο του το είναι στις καταστάσεις και να τις νιώσει από μέσα, ενώ συγχρόνως τις περιέγραφε απέξω. Αποτέλεσμα είναι αυτό το παθιασμένο ντοκουμέντο, μ' όλη την ιστορική του αξία και τη ζωντάνια που θα μπορούσε να ήταν ένα μυθιστόρημα." έγραφε  ο συγγραφέας Jack Lindsay.


Dorset Street, Spitalfields, φωτογραφία του 1902 για το βιβλίο του Τζακ Λόντον " Οι άνθρωποι της Αβύσσου"

Ο ίδιος ο Τζακ Λόντον προλογίζοντας το βιβλίο έγραφε:
" Τις εμπειρίες που αναφέρω σ' αυτό το βιβλίο τις έζησα το καλοκαίρι του 1902. Κατέβηκα στον υπόκοσμο του Λονδίνου, και δε διέφερα σε τίποτα από έναν εξερευνητή. Έδινα περισσότερη βάση στα ίδια μου τα μάτια παρά στις διηγήσεις όσων δεν είχαν δει, ή στις λέξεις όσων είχαν δει και εξερευνήσει πριν από μένα. Χρησιμοποίησα επίσης ορισμένα απλά κριτήρια για να μετρήσω τη ζωή του υπόκοσμου. Ό,τι επιδρούσε θετικά στη ζωή, για φυσική και πνευματική δύναμη, ήταν καλό· ό,τι επιδρούσε αρνητικά, την πλήγωνε, τη μείωνε και την παραμόρφωνε, ήταν κακό.
Ο αναγνώστης θα καταλάβει αμέσως ότι είδα πολλά κακά. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η εποχή, στην οποία αναφέρομαι, είναι εποχή "ευημερίας" για την Αγγλία. Ο υποσιτισμός και η έλλειψη στέγης που συνάντησα είναι μια χρόνια κατάσταση μιζέριας που ποτέ δεν έχει εκλείψει, ακόμα και σε περιόδους μεγάλης ευημερίας.
Μετά το καλοκαίρι στο οποίο αναφέρομαι, έπιασε βαρύς χειμώνας. Πολλοί από τους ανέργους πήγαιναν παρέες παρέες, γύρω στα δώδεκα άτομα, πάνω κάτω στους δρόμους του Λονδίνου και ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί..."

Ο συγγραφέας μπήκε  "εκεί  όπου δεν μένουν οι πλούσιοι και οι ισχυροί, εκεί όπου ο ταξιδιώτης δεν πάει ποτέ, και όπου δυο εκατομμύρια εργάτες ο ένας πάνω στον άλλο, γεννούν και πεθαίνουν..."

Το Ηστ Εντ ήταν μια τεράστια τρώγλη και " για έναν καθώς πρέπει και καθαρό άνθρωπο, κάθε άθλιος δρόμος, απ' όλους τους άθλιους δρόμους του είναι και μια μεγάλη τρώγλη. Εκεί όπου βλέπει κανείς και ακούει σημεία και τέρατα, εκεί όπου ούτε σεις ούτε γω θ' αφήναμε τα παιδιά μας να βλέπουν και ν' ακούν, κανένα άλλο παιδί δε θάπρεπε να ζει, ν' ακούει ή να βλέπει. Εκεί όπου ούτε σεις ούτε γω θα θέλαμε να ζούνε οι γυναίκες μας, κανενός άλλου η γυναίκα δε θα' πρεπε να ζει. Γιατί εδώ, στο Ηστ Εντ, η βρομιά και η χυδαιότητα είναι σε ημερήσια διάταξη. Δεν υπάρχει ιδιωτικός βίος. Το κακό φθείρει το καλό και όλα μπερδεύονται μεταξύ τους..."


Είναι σωστό όταν η Επιστήμη προοδεύει, δοξάζοντας τους καιρούς.
Τα παιδιά της πόλης, οι μεθυσμένες και μαυρισμένες ψυχές
 να βουλιάζουν στο βούρκο της πόλης;
Εκεί στις σκοτεινές αλέες αναγκάζεται η πρόοδος 
να σταματήσει με τρεμάμενα πόδια·
Το έγκλημα και η πείνα έχει ρίξει χιλιάδες νεαρά κορίτσια στο δρόμο·
Εδώ ο αφέντης δίνει με μεγάλη τσιγκουνιά το καθημερινό ψωμί στις ράφτρες του·
Εδώ οι στενές και ελεεινές σοφίτες δέχονται ζωντανούς και νεκρούς·
Εδώ η σιγανή φωτιά του πυρετού σέρνεται στο σάπιο πάτωμα·
Και η αιμομειξία των φτωχών θριαμβεύει μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα.

Αφού ο Λόντον έζησε την απόλυτη αθλιότητα, πείνασε, δίψασε, κοιμήθηκε σε βρόμικα δωμάτια, πέρασε από πτωχοκομεία και "φιλανθρωπικά" στέκια και συζήτησε με πολλούς από τους ανθρώπους που συνάντησε εκεί, αναρωτιέται αν "Έχει ο πολιτισμός καλυτερέψει τη ζωή του μέσου ανθρώπου;" όπου διευκρινίζει ότι χρησιμοποιεί τη λέξη " άνθρωπος" με το δημοκρατικό της νόημα, δηλαδή το μέσο άνθρωπο.
Για να απαντήσει κάνει συγκρίσεις ανάμεσα στον πρωτόγονο λαό των Ιννουίτ, στην Αλάσκα και στο λαό των Εγγλέζων, ένα λαό πολιτισμένο και διατυπώνει νέα ερωτήματα: " Έχει αυξήσει ο πολιτισμός την παραγωγικότητα του μέσου ανθρώπου;" και " Αν ο πολιτισμός έχει αυξήσει την παραγωγικότητα του μέσου ανθρώπου, γιατί δεν καλυτέρεψε και τη ζωή του;"
Σύμφωνα με τον συγγραφέα :
" Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: Η ΚΑΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. Ο πολιτισμός έφερε κοντά μας κάθε λογής ανέσεις και όλα όσα λαχταράει η καρδιά μας. Κι όμως όλα αυτά δεν τα απολαμβάνει ο μέσος Εγγλέζος. Αν δεν πρόκειται να τα χαρεί ποτέ, ο πολιτισμός τότε δεν έχει καταφέρει τίποτα. Δεν υπάρχει λόγος να κρατάμε ένα τέτοιο επινόημα, αν έχει αποδειχθεί μια τόσο κραυγαλέα αποτυχία. Μα είναι δυνατόν να ύψωσαν μάταια οι άνθρωποι ένα τέτοιο οικοδόμημα; Δεν το χωράει το μυαλό μου. Αν παραδεχτούμε μια τόσο παταγώδη αποτυχία πρέπει να δώσομε τη χαριστική βολή στο μόχθο και την πρόοδο.
Μια και μόνο άλλη εκδοχή μπορεί να υπάρξει: Ο πολιτισμός θα πρέπει να υποχρεωθεί να καλυτερέψει τη ζωή του μέσου ανθρώπου. Αν το παραδεχθούμε αυτό, τίθεται αυτομάτως το πρόβλημα της διαχείρισης. Πρέπει να συνεχίσουμε να παράγομε επικερδή πράγματα και να σταματήσομε να παράγομε τα μη επικερδή. Η αυτοκρατορία είναι για την Αγγλία κέρδος ή ζημιά. Αν είναι ζημιά, τότε θα πρέπει να τη διαλύσει. Αν είναι κέρδος, η διαχείριση της πρέπει να γίνεται κατά τρόπον ώστε να παίρνει το μερίδιό του απ' το κέρδος και ο μέσος Εγγλέζος.
Αν ο πόλεμος για την πρωτοκαθεδρία στο εμπόριο είναι επικερδής, συνεχίστε τον. Αν όχι, αν πληγώνει τον εργάτη και τον κάνει να ζει χειρότερα κι απ' τους άγριους, τότε ξεφορτωθείτε τις αγορές του εξωτερικού και τη βιομηχανική σας αυτοκρατορία. Γιατί είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αν 40.000.000 άτομα με τη βοήθεια του πολιτισμού κατέχουν παραγωγική δύναμη μεγαλύτερη από τους Ίννουιτ, τότε αυτά τα 40.000.000 άτομα θα πρέπει να ζουν καλύτερα απ' τους Ίννουιτ και να έχουν ό,τι λαχταράει η ψυχή τους.
Αν οι 400.000 άνεργοι Εγγλέζοι ευπατρίδες, όπως δήλωσαν οι ίδιοι στην απογραφή του 1881, δεν προσφέρουν κέρδος, διώξτε τους. Βάλτε τους να δουλέψουν στ' αλέτρι, να βοσκάνε κοπάδια και να φυτεύουν πατάτες. Αν αποφέρουν κέρδος στη χώρα, κρατήστε τους οπωσδήποτε, φτάνει να πάρει και ο μέσος Εγγλέζος ένα μερίδιο από τα κέρδη που προσφέρουν συνεχίζοντας να μην κάνουν τίποτα.
Με λίγα λόγια η κοινωνία πρέπει να αναδιοργανωθεί και η διαχείρισή της να εξυγιανθεί. Δε συζητάμε καν το ότι η τωρινή διαχείριση είναι ανίκανη. Έχει στραγγίξει την Αγγλία από το αίμα που τη ζει. Έχει αδυνατίσει τους ανθρώπους που κατοικούν τη χώρα τους και τους έχει κάνει ανίκανους ν' ανταγωνιστούν στην πορεία των ανταγωνιζομένων εθνών. Έχει φτιάξει ένα Γουέστ Εντ και ένα Ηστ Εντ στο μέγεθος όλης της χώρας, όπου το ένα είναι αχαλίνωτο και διεφθαρμένο και το άλλο άρρωστο και υποσιτισμένο...
Οι διαχειριστές αυτοί, πρέπει αναγκαστικά να φύγουν από τη μέση, αφού έκαναν τόσο εγκληματικά κακή δουλειά. Γιατί, όχι μόνον έκαναν σπατάλες και δεν κατάφεραν τίποτα, αλλά και έκαναν κακό και στις ζωτικές πηγές της χώρας. Κάθε τσακισμένος και ταλαιπωρημένος φτωχός, κάθε τυφλός, κάθε παιδί που γεννιέται στη φυλακή, κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί που υποφέρει από την πείνα, υποφέρει γιατί οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας δεν διαχειρίστηκαν σωστά τις ζωτικές πηγές που είχαν στη διάθεσή τους.
Και δεν μπορεί κανένα μέλος της τάξης των διαχειριστών να ισχυριστεί μπροστά στο δικαστήριο της Ανθρωπότητας ότι είναι αθώος. " Οι ζωντανοί στα σπίτια τους, οι νεκροί στους τάφους τους" δέχονται την πρόκληση από κάθε παιδί που πεθαίνει από ασιτία, από κάθε κοπέλα που φεύγει απ' την τρώγλη και κάνει τη νύχτα πεζοδρόμιο στο Πικκαντίλλυ, από κάθε άνεργο μεροκαματιάρη που πέφτει να πνιγεί στο κανάλι. Η τροφή που τρώει αυτή η τάξη των διαχειριστών,το κρασί που πίνει, οι γιορτές που οργανώνει και τα ωραία ρούχα που φοράει, είναι πρόκληση για τα οχτώ συν οχτώ εκατομμύρια στόματα που ποτέ δεν είχαν αρκετή τροφή για να χορτάσουν και για τα είκοσι εκατομμύρια κορμιά που δεν έχουν ρούχα να φορέσουν και σπίτι να μείνουν.
Δεν μπορεί να κάνω λάθος. Ο πολιτισμός αύξησε την παραγωγικότητα του ανθρώπου εκατό φορές. Κι όμως, εξ αιτίας της κακής διαχείρισης, οι πολιτισμένοι άνθρωποι ζουν χειρότερα κι από τα ζώα, έχουν λιγότερα να φάνε, να φορέσουν και να προστατευθούν από τα στοιχεία της φύσης, απ' όσα έχει ο άγριος Ίννουιτ, που έχει ν' αντιμετωπίσει ένα παγωμένο κλίμα και ζει σήμερα όπως ζούσε πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, στην παλαιολιθική εποχή"(1)

Αν ο Τζακ Λόντον είχε διαβάσει τον Ένγκελς  δεν θα απέδιδε την αθλιότητα απλά και μόνο στην κακή διαχείριση των κυβερνήσεων . Θα διάβαζε ότι " η αιτία της αθλιότητας της εργατικής τάξης δεν πρέπει να αναζητηθεί σε κείνα τα μικρά δεινά, αλλά στο ί δ ι ο τ ο κ ε φ α λ α ι ο κ ρ α τ ι κ ό  σ ύ σ τ η μ α. Ο εργάτης πουλά στον κεφαλαιοκράτη την εργατική του δύναμη για ένα ορισμένο ημερήσιο χρηματικό ποσό. Ύστερα από δουλιά λίγων ωρών ο εργάτης έχει αναπαραγάγει την αξία αυτού του ποσού. Όμως το συμβόλαιο εργασίας που έκλεισε λέει ότι πρέπει τώρα να εξακολουθήσει να δουλεύει μια σειρά ώρες ακόμα για να συμπληρώσει την εργάσιμη μέρα του. Η αξία λοιπόν που παράγει ο εργάτης σ' αυτές τις πρόσθετες ώρες της υπερεργασίας, είναι υπεραξία, που δεν στοιχίζει τίποτα στον κεφαλαιοκράτη, μα που ωστόσο κυλά στην τσέπη του. Αυτή είναι η βάση του συστήματος που χωρίζει  ολοένα και περισσότερο την πολιτισμένη κοινωνία, από τη μια μεριά σε μερικούς Ρότσιλντ και Βάντερμπιλτ, τους κατόχους όλων των μέσων παραγωγής και συντήρησης, κι απ' την άλλη, σε μια τεράστια μάζα μισθωτούς εργάτες που δεν κατέχουν τίποτα άλλο, εκτός από την εργατική τους δύναμη. Και ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλεται σε τούτο ή σε κείνο το δευτερεύον κακό, αλλά μονάχα στο ίδιο το σύστημα - το γεγονός αυτό έγινε σήμερα φως- φανερό με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Αγγλία..."(2)


(1) Τζακ Λόντον , Οι άνθρωποι της Αβύσσου,μετφρ. Γιάννης Παπαδάκης, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988

(2) Μαρξ - Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα τ. 2 : Φρίντριχ Ένγκελς, Πρόλογος στην " Κατάσταση της εργαζόμενης τάξης"(1892)

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ο Κήπος


Λίνος Κόκοτος/Άκος Δασκαλόπουλος - Ο Κήπος [1971]
Τραγουδούν:Γιάννης Πουλόπουλος/Μαρία Δουράκη/Έλενα Κυρανά/Θανάσης 
Γκαϊφύλιας  

Ο "Κήπος" είναι ο δεύτερος μεγάλος δίσκος του Λίνου Κόκοτου, δύο χρόνια μετά τις υπέροχες "Ώρες". Σε κάποιο βαθμό τα τραγούδια αυτού του δίσκου αποτελούν ένα είδος συνέχειας του προηγούμενου, όπως αυτά που ερμηνεύει ο Γιάννης Πουλόπουλος, αλλά τα περισσότερα κινούνται πια σε νέες ηχητικές κατευθύνσεις, καθώς ήδη το ρεύμα του "νέου κύματος" ανήκε στο παρελθόν και οι συνθέτες που γαλουχήθηκαν στο πνεύμα εκείνης της εποχής βρέθηκαν στην ανάγκη να συμπορευτούν με τα νέα δεδομένα. 
Θα έλεγα λοιπόν ότι η αίσθηση που αποκομίζει κανείς από το δίσκο αυτό είναι ότι ο συνθέτης βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο δοκιμάζοντας καινούργια ηχοχρώματα και μελωδίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο δίσκος να είναι αρκετά ανισοβαρής και ετερόκλητος. Άλλωστε κάποια θέματα των τραγουδιών είναι παρμένα από τη μουσική που έγραψε ένα χρόνο νωρίτερα για την ταινία "Βαβυλωνία" του Γιώργου Διζικιρίκη. Πάντως, η μελωδική δύναμη των τραγουδιών του συνθέτη είναι ιδιαίτερα συναρπαστική στα χαμηλόφωνα κυρίως τραγούδια, έστω κι αν δεν πέρασαν στον κόσμο και πολύ νωρίς ξεχάστηκαν. 
Οι πολύ ενδιαφέροντες στίχοι ανήκουν εξολοκλήρου στον Άκο Δασκαλόπουλο, σταθερό και διαχρονικό συνεργάτη του συνθέτη. Η Μαρία Δουράκη ερμηνεύει αναλογικά τα περισσότερα τραγούδια, συνολικά τέσσερα, ο Γιάννης Πουλόπουλος τα δύο λαϊκότροπα, μεταξύ των οποίων το πολύ όμορφο "Γίνανε τα χρόνια βόλια", άλλα δύο τραγούδια με στίχους παιγνιώδεις και σατιρική διάθεση (που στοχεύει στο καθεστώς της εποχής) αποδίδει εξαιρετικά ο Θανάσης Γκαϊφύλιας, ενώ τρία τραγούδια λέει η υπέροχη Έλενα Κυρανά, μια αδικημένη φωνή, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει αναλυτικότερα στο παρελθόν.

Την ενορχήστρωση επιμελήθηκε και πάλι ο αρχιμάστορας Νίκος Μαμαγκάκης, ενώ το εξώφυλλο σχεδίασε ο Νίκος Χουλιαράς.

Οι πληροφορίες από το ιστολόγιο ΔΙΣΚΟΒΟΛΟΣ

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Γιάννης Ρίτσος, Σκοπευτήριο Καισαριανής


ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
( Μιλούν οι πεσόντες αγωνιστές της Αντίστασης)

Εδώ πέσαμε, Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί· κατάσαρκα φορώντας τις σημαίες-
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον. Είδατε
τα παράθυρα της γειτονιάς ν' ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς
μερτικό δεν ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον
θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.

                                       ΑΘΗΝΑ, 20.V.64
Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά Τραγούδια, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, 4η έκδοση