Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Καλή χρονιά


***

 Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνη τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ' αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ' η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ' άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ' αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ' αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

Νίκος Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, Ίκαρος , Αθήνα 1968, 3η έκδοση

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Χιόνια λιώνουν στον ήλιο

 

Ο πρωινός αέρας παρέδωσε τα γράμματά του με γραμματόσημα που έκαιγαν.
Το χιόνι έλαμπε κι όλα τα βάρη έγιναν πιο ελαφριά - ένα κιλό ζύγιζε 700 γραμμάρια μόνο.

Ο ήλιος κρεμόταν ψηλά πάνω απ' τον πάγο, αιωρούμενος στο ίδιο σημείο, ζεστός και κρύος συγχρόνως.
Ο άνεμος φυσούσε απαλά σαν να έσπρωχνε παιδικό καροτσάκι.

Οι οικογένειες βγήκαν έξω, είχαν να δουν καθαρό ουρανό εδώ και καιρό.
Βρισκόμασταν στο πρώτο κεφάλαιο μιας πολύ συγκινητικής ιστορίας.

Η λιακάδα κόλλησε πάνω σ' όλα τα γούνινα σκουφιά σαν γύρη πάνω σε αγριομέλισσες
και η λιακάδα κόλλησε πάνω στη λέξη ΧΕΙΜΩΝΑΣ κι έμεινε κει ως το τέλος του χειμώνα.

Μια νεκρή φύση με ξυλεία πάνω στο χιόνι με γέμισε σκέψεις. Τη ρώτησα:
" Έρχεσαι να πάμε μαζί στην παιδική μου ηλικία;" Απάντησε "ναι'.

Μέσα στους θάμνους ακούστηκε μουρμουρητό από λέξεις μιας καινούργιας γλώσσας:
τα φωνήεντα ήταν γαλάζιος ουρανός και τα σύμφωνα μαύρα κλωνάρια,
και μιλούσε τόσο απαλά πάνω απ' το χιόνι.
Όμως το αεριωθούμενο που υποκλίθηκε με φούστα από βροντές
έκανε τη σιωπή πιο βαθιά.


Tomas Tranströmer , ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εισαγωγή - Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Printa, Αθήνα 2004            

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Φυσάει


Ποίηση : Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Απαγγελία: Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Δίσκος : Φυσάει ( 1993)

 

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

«Έχουμε χρέος να τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Τάσου Λειβαδίτη το 2022»

 


 του Γιώργου Δουατζή

Συμπληρώνονται, το 2022, εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη (1922-1988). Θεώρησα χρέος μου να καλέσω αρμόδιους, υπουργό και υφυπουργό Πολιτισμού, να τιμήσουν τη μνήμη του ορίζοντας το 2022 «Έτος Τάσου Λειβαδίτη». Την πρόταση για σειρά εκδηλώσεων μέσα στο 2022 στη μνήμη του αγαπημένου ποιητή –που συντρόφεψε πολλές γενιές και θα διαβάζεται από πολλές ακόμα– έκανα στην Εταιρεία Συγγραφέων και στον Δήμο Αθηναίων, του οποίου δημότης ήταν ο Λειβαδίτης.
Για την ιστορία, θέλω να αναφέρω ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στην οδό Λεωνίδου 74, και έζησε μέχρι τον θάνατό του στην οδό Αχαρνών 35. Το έτος 2000, ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων απαλλοτρίωσε τον περιβάλλοντα χώρο και το πατρικό σπίτι του ποιητή, προκειμένου να χτιστεί το 156ο Δημοτικό Σχολείο.
Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να μην κατεδαφιστεί το οίκημα, να διασωθεί το σπίτι και με το ΦΕΚ 484/05-11-2007 του Υπουργείου Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν «ως μνημεία τα κτίσματα επί της οδού Λεωνίδου με αριθμούς 70 & 74 καθώς και ο μαντρότοιχος στον αριθμό 72. Τα συγκεκριμένα κτίσματα είναι χαρακτηριστικά δείγματα κτισμάτων μικρής κλίμακας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ανήκουν σε μια από τις παλαιότερες γειτονιές της Αθήνας και η διατήρησή τους θα συμβάλλει στη διαφύλαξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της περιοχής από πολεοδομική, ιστορική και αρχιτεκτονική άποψη». Tο σπίτι του Λειβαδίτη, έκτοτε, ανήκει στον ΟΣΚ.
Τον Απρίλιο του 2008 συγκροτήθηκε επιτροπή, η οποία πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο και έκρινε απαραίτητη την άμεση λήψη μέτρων ασφαλείας, για την προστασία των διερχομένων και οχημάτων, γιατί τα κτίσματα παρουσιάζουν πλέον στοιχεία επικινδυνότητας λόγω παλαιότητας.

Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...

Με δεδομένο αυτό το ιστορικό, είχα ζητήσει (χωρίς αποτέλεσμα) από τον Μάιο του 2002 με γράμμα μου στον τότε δήμαρχο Δημ. Αβραμόπουλο:
1. Την ονομασία δρόμου ή της υπό κατασκευή πλατείας στην οδό Λεωνίδου στο Μεταξουργείο, όπου κατασκεύαζε ο ΟΣΚ σχολικό κτίριο, σε Τάσου Λειβαδίτη.
2. Τη δημιουργία Μουσείου Λειβαδίτη, στον χώρο του πατρικού του ποιητή, όπου ανεγείρεται σχολικό κτίριο και θα μπορούσε μία αίθουσα να περιλαμβάνει τα προσωπικά του αντικείμενα, φωτογραφίες, χειρόγραφα, βιβλία κ.ά. με την ευθύνη του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου.
3. Την τοποθέτηση προτομής –υπάρχει το εκμαγείο του ποιητή κατασκευασμένο από τον γλύπτη Μιχάλη Κάσση– σε σημείο της πόλης.
Δυστυχώς, έκτοτε δεν έγινε καμία ενέργεια, γι’ αυτό και επανήλθα με μήνυμά μου προς τον σημερινό δήμαρχο Αθηναίων κ. Μπακογιάννη με την ελπίδα μιας ανταπόκρισης.
Ελπίζω, η πρωτοβουλία μου για να τιμηθεί όπως του αξίζει ο Τάσος Λειβαδίτης να έχει συνέχεια. Με τις μικρές μου δυνάμεις, έκανα όσα μπορούσα. Στο ενεργητικό μου υπάρχουν διοργανώσεις συνεδρίου, εκδηλώσεων σε πολλούς δήμους, δημοσιεύματα, τηλεοπτική και πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές (Αθήνα 9.84, ΕΡΑ2, Γ’ Πρόγραμμα), έκδοση τριών βιβλίων (Κέδρος, Στίξις) για τον αγαπημένο φίλο και ποιητή. Επίσης, ήταν πολλές οι χρονοβόρες και... ψυχοφθόρες ενέργειες για τη διάσωση του πατρικού του σπιτιού και του αρχείου του. Νομίζω πως τώρα έφτασε η σειρά των νεότερων να πάρουν τη σκυτάλη...

Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Με τα φτερά

 

Ραφαήλ, λεπτομέρεια από την εικονογράφηση της οροφής στη Βίλα Φαρνεζίνα της Ρώμης (1517-18)

της Γεωργίας Τάτση

Ο γιατρός τοποθετώντας την ακτινογραφία στη φωτεινή οθόνη, τους είχε πει επί λέξει: Είναι ριζωμένο στο μεσοθωράκιο. Από εδώ απλώνει τα κλαδιά του στους δύο πνεύμονες και στους λεμφαδένες, σκιτσάροντας πάνω στους πνεύμονες του παιδιού τους το περίγραμμα του δένδρου με το δάχτυλό του.

Το χριστουγεννιάτικο δένδρο μέσα του. Στη σκοτοδίνη τους, είδαν   τα λαμπάκια του να αναβοσβήνουν.  

Ό,τι ήταν να συμβεί, συνέβη γρήγορα, μέσα σε ένα μήνα όλα είχαν τελειώσει.

Ξεστόλισαν το δένδρο τους στο σαλόνι, το πήραν και το πέταξαν στα σκουπίδια. Με τόσο βεβαρυμμένο ιστορικό ούτε συζήτηση να το αφήσουν δίπλα στον κάδο για κάποιον που μπορεί να το χρειάζεται.

Εκείνη κρατούσε τον κάδο ανοιχτό κι εκείνος το γύρισε ανάποδα και το έσπρωχνε λοξά να πάει στον πάτο.

Μαζεύουν τα στολίδια, τα λαμπιόνια, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ό,τι έχει σχέση με Χριστούγεννα το τυλίγουν στο καλό τραπεζομάντηλο. Αυτός απλώνει το τραπεζομάντηλο στο πάτωμα κι εκείνη φέρνει τα στολίδια και τα ρίχνει μέσα.

Μπάλες, αγγελάκια με ανοιχτά φτερά, αγγελάκια με κλειστά φτερά, σιντί, κορδέλες, τη φάτνη με το Χριστό, τους τρεις μάγους που ακουμπούν τα δώρα τους στα πόδια του, το χρυσό αστέρι της Βηθλεέμ.

Εκείνος δένει κόμπο τις τέσσερις γωνίες, τα παίρνει αγκαλιά και βγαίνει να τα ρίξει στα σκουπίδια.

Εκείνη πέφτει ξέπνοη στην πολυθρόνα.

Τον περιμένει και μόλις τον βλέπει να μπαίνει, ορμάει και τον βουτάει απ’ το γιακά.

Εσύ φταις, εσύ φταις... Το κατάλαβες; Δεν είχε άλλο τρόπο να σου φωνάξει «κοίταξέ με.»

Κατεβάζει τις παλάμες της στο στήθος του και τον σπρώχνει πίσω, εκείνος δεν αντιστέκεται -κατά βάθος κι αυτός το ίδιο πιστεύει για τον εαυτό του. Οπισθοχωρεί κι οπισθοχωρώντας κολλάει με την πλάτη στον τοίχο. Εκείνη κλαίει γοερά και τον ταρακουνάει από τα πέτα, εκείνος της πιάνει τα χέρια και κλαίει από μέσα του. Ησύχασε αγάπη μου, ησύχασε, της λέει, αλλά για εκείνη αυτές οι λέξεις έρχονται από μια άλλη εποχή και απευθύνονται σε άλλη, άγνωστη γυναίκα. Απορεί μάλιστα πώς τολμάει μετά από όσα έχουν συμβεί, να της λέει ησύχασε αγάπη μου, πώς τολμάει να βάζει στο στόμα του αυτές τις λέξεις;

Τον αφήνει και μπαίνει στο παιδικό δωμάτιο. Γιατί τον άφησε; Γιατί έφυγε; Μήπως ξύπνησε η μνήμη των μακρινών εκείνων ημερών που ο ήλιος έκαιγε γλυκά την πλάτη τους κι αυτοί —και οι τρεις μαζί— βουτούσαν στη θάλασσα χωρίς να έχουν επίγνωση της ευτυχίας τους επειδή όλα ήταν τόσο φυσικά ώστε κανείς δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί τι είναι η ευτυχία; Κάθε άλλο. Αν ήταν έτσι έπρεπε τώρα να τον εκδικείται ξεριζώνοντας τρίχα τρίχα τα μαλλιά του που άσπρισαν σε μια νύχτα όταν κοιμήθηκε αυτός και ξύπνησε άλλος.

Ίσως να τον συμπόνεσε, ίσως να αισθάνθηκε πόσο μάταιο είναι να κατεδαφίζεις το ερείπιο, πόσο ανελέητο είναι να ρίχνεις κάτω τον πεσμένο.

Στο δωμάτιο του γιου τους, μπροστά στο παράθυρο, ανοίγει τη σιδερώστρα λες και δεν έχει συμβεί τίποτα και βάζει το σίδερο στην πρίζα. Τα ρούχα του παιδιού — σωρός πάνω στο κρεβάτι του, τα είχε αφήσει η ίδια εκεί όπως τα μάζεψε από το σύρμα, τότε, ήρθε τώρα η ώρα να τα σιδερώσει.

Μόλις το σίδερο έκαψε καλά, παίρνει και σιδερώνει τα παντελόνια. Τα πόδια του, τι μακριά που είναι τα πόδια του, τι ψηλά για την ηλικία του τα κανιά του. Συνεχίζει με τα πουκάμισα, τελειώνει με τα μπλουζάκια. Τις κάλτσες και τα εσώρουχα δεν τα σιδερώνει. Τα διπλώνει απλώς και τα βάζει στα συρτάρια. Περνάει τα πουκάμισα στις κρεμάστρες, τα τακτοποιεί στη ντουλάπα, διπλώνει τα παντελόνια, διπλώνει τα μακριά μανίκια των μακό, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος.

Εκείνος στέκεται στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει το νεαρό ζευγάρι με τα δυο αγόρια στην απέναντι βεράντα.

Τρώνε όλοι μαζί γύρω από το στρογγυλό τραπέζι. Ακούει τις φωνές, τις κουβέντες τους, τον ήχο από τα μαχαιροπήρουνα πάνω στα πιάτα,

παρατηρεί το μπουκάλι με το εμφιαλωμένο νερό στη μέση,

τα χάρτινα κουτιά με το χυμό,

τα παιδιά να πίνουν πορτοκαλάδα.

Τα δυο αγόρια είναι δίδυμα,

ο ένας είναι ο καθρέφτης του άλλου,

αλλά τώρα είναι διαφορετικά, το ένα αγόρι είναι ο γιος του,

μα γιατί τρώει με την ξένη οικογένεια ο γιος του;

Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται από το τραπέζι,

στέκεται δίπλα στη γλάστρα με την ελιά, τον κοιτάζει κι αυτό, του χαμογελάει,

τον χαιρετάει,

του στέλνει φιλιά με το άδειο χέρι.

Εκείνος φεύγει από την μπαλκονόπορτα και τρέχει στο παιδικό δωμάτιο, πηγαίνει σε εκείνη να της πει τα νέα.

Τη βρίσκει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο να μιλάει με το παιδί τους, μόλις είχε φτάσει στο μπαλκόνι τους, κρατώντας στο χέρι του το ποτήρι με την πορτοκαλάδα.

Πώς κατάφερες να περάσεις το κενό αγόρι μου; Το ρωτάει.

Το παιδί τής απαντάει

Με τα φτερά μου.


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Χάρτης  ( Ιούνιος 2021)


Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Η ζωή και ο θάνατος του Τριατατικού Άγγελου Θοδωρίκου

 
Η φωτογραφία από εδώ
****
1309 - Τους χρειάζομαι ζωντανούς για να μπορώ να τους σκοτώσω.
1388 - μου τάξανε γήπεδο...
1447 - σιγά μη φοβηθώ...
1478 - μη φωνάζετε, το μέλλον σας θα μαντρώσουμε, όχι εσάς.
1514 - σιγά μην κλάψω...
1543 - κάποτε είχε ρείκια, είχε κουμαριές εδώ.
1677 - σε παράταξη μάχης.

Είχε νεύρωση με την ταξινόμηση. Στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από τη μάνα του, έριξε τους ενδιάμεσους τοίχους και το γέμισε με σειρές ράφια για να αρχειοθετεί φράσεις από συνθήματα, από λογύδρια, από ανεπίδοτα γράμματα, από εφημερίδες. Είχε ταξινομήσει και αρχειοθετήσει υλικό από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο ίδιος ήθελε ακόμη δέκα χρόνια για να κλείσει έναν αιώνα ζωής. Ταξινομούσε φράσεις από τα είκοσί του.

Α001 - Ο γκαζιέρης που μας άναβε το φως.
Α0024 - γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά , πατέρα.
Α180 - ΑΕΤΟ, εδώ ή υπογράφετε ή πεθαίνετε.
0182 - υγιαίνετε, το αυτό επιθυμώ και δι' εσάς.
ΒΟ123 - νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου...

Ήταν Τριατατικός, έτσι το' λεγε, δηλαδή Ταχυδρομικός. Για πολλά χρόνια διανομέας, μετά κενό, μετά επαναπρόσληψη  και για πολλά χρόνια πίσω από το γκισέ να ταξινομεί τα γράμματα. Μια φορά τον βάλαν και υποψήφιο βουλευτή με την ΕΔΑ. Δεν παντρεύτηκε, ο μοναδικός του συγγενής ήταν μια ανιψιά, κόρη του συγχωρεμένου του αδελφού, η Λέλα.
Όταν μπήκαν σπίτι του, κάτι απελπισμένοι ήταν, για να τον κλέψουν, τον δέσαν, τον κάψαν με το σίδερο να τους πει πού κρύβει τα λεφτά. Δεν άντεξε η καρδιά του, έσβησε. Τα κλεφτρόνια, θόλωσε ο νους τους - όχι που πέθανε στα χέρια τους, ο θάνατος ήταν συνήθειο πια γι' αυτούς με τη σαπισμένη ψυχή -, θύμωσαν που δεν του πήραν λέξη για ό,τι ζητούσαν. Δεν ξέραν πως ποτέ κανείς δεν του' χε πάρει λέξη. Ρίξαν τα ράφια κάτω, σκορπίσαν τα ντοσιέ, βάλαν φωτιά και φύγαν.
Η Λέλα έπειτα από δυο μήνες παρέλαβε το σπίτι. Πριν, είχε κηδέψει τον νεκρό κι είχε ταχτοποιήσει όλη τη χαρτούρα και τα χαράτσια που της είχαν ζητήσει. Μπήκε σπίτι και περπάτησε πάνω στα αποκαΐδια λέξεων, φράσεων, πηχυαίων τίτλων, ανεπίδοτων επιστολών. Από τις σκόρπιες λέξεις, τις μισοκαμένες φράσεις και τα σπαράγματα των ανεπίδοτων επιστολών άρχισε να ανασυνθέτει την άγνωστη ζωή του θείου της, του ταχυδρομικού διανομέα Άγγελου Θοδωρίκου, ή αρχειοθέτη, ή αριθμητή, ή παρηγορητή, ή Τριατατικού όπως έλεγε και ο ίδιος.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μαζί με την αντοχή που έπρεπε να διαθέτει τότε ένας ταχυδρομικός διανομέας για να σκαρφαλώνει στα βουνά, να διασχίζει ρεματιές, να ακροβατεί σε μαλεστράδες, γκρεμομονοπάτια, για να παραδίδει επιστολές, η δύναμη του Άγγελου Θοδωρίκου ήταν οι αριθμοί. Και να πώς φανερώθηκε και στη Λέλα αυτό.
...Κείνο τον Δεκέμβρη το χιόνι έκανε τη δουλειά του Αρχάγγελου...Ήταν η πρώτη μισοκαμένη φράση που διάβασε η Λέλα. Βγήκ' ο Χάρος να ψαρέψει με τα δίχτυα του ψυχές / ασθενείς και πεινασμένους μες στις φτωχογειτονιές...ψάρεψε το δεύτερο χαρτάκι με τους στίχους κάτω από ένα μισοκαμένο ντοσιέ και πίσω του βρήκε μια σημείωση: Πανυπαλληλική Επιτροπή: ο Χ. με πρότεινε να εκπροσωπήσω τους Τριατατικούς στη συνεδρίαση  για την απεργία. Δεν πάει άλλο με σαράντα δράμια ψωμί την ημέρα που επιτρέπουν στον καθένα μας, κι όποιος έχει να τα αγοράσει, ο θάνατος μας χτυπάει την πόρτα, ας πολεμήσουμε για τη ζωή. Από την οργάνωση έμαθα πως εισηγητής στη συνεδρίαση θα είναι ο Κ. Νικ., ο παλιός καθηγητής μου των μαθηματικών στο γυμνάσιο στην Πάνιτσα. Ίσως γι' αυτό να με πρότεινε ο Χ.
Τώρα η τύχη ή μοίρα ρίξαν αυτά τα χαρτιά να διαβαστούν πρώτα και με αυτήν τη σειρά από τη Λέλα; Αυτό είναι ερώτημα που ποτέ δε θ' απαντηθεί. Κι έτσι, όπως ο σκηνοθέτης σηκώνει με τους ηθοποιούς, φράση φράση, ατάκα ατάκα, το έργο στη σκηνή, η Λέλα άρχισε να στήνει την πρώτη πράξη.
...Βρήκαν κι όνομα οι γιατροί, " οίδημα εκ πείνης", για τους τουμπανιασμένους νεκρούς...
"Άραγε πόσοι να πεθαίνουν την ημέρα;"

Η συνεδρίαση έγινε σε ένα σπίτι στον Κολωνό που ο κήπος του συνόρευε με τον κήπο του Ορφανοτροφείου. Ένας ένας οι σύνεδροι φτάναν με ένα πακέτο στα χέρια, πως τάχα μου ήταν για τα ορφανά, και μπαίναν στον κήπο του Ορφανοτροφείου. Μόλις είχε δημοσιευθεί η έκκληση του Δαμασκηνού "...προτεραιότητα στα παιδιά, να μην πεθάνει το μέλλον, ψωμί, λάδι, γάλα, κρέας για τα παιδιά..." κι έτσι τα μέτρα ασφαλείας είχαν χαλαρώσει και κανείς απ' τους φύλακες δεν τους σταμάτησε να τους ψάξει ή να τους πει να ανοίξουν τα πακέτα που κρατούσαν. Ο ένας από τους φύλακες ήταν μιλημένος. Στα δυο από τα πακέτα είχαν τις προκηρύξεις για τις αυξήσεις στους μισθούς και τη μικρή μπροσούρα " για το Ψωμί και την Ελευθερία". Μόλις βράδιασε, άνοιξαν το πλαϊνό πορτάκι που συνέδεε τους δυο κήπους και μπήκαν στο σπίτι. Μαζεύτηκαν εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων ακόμη κι από το Υπουργείο Ασφαλείας. Κατέβηκαν στο υπόγειο να συνεδριάσουν, ντύσαν με παλιές εφημερίδες τα τζάμια για να μη φαίνεται το φως απ' τα κεριά, τα σπαρματσέτα, κι αρχίσαν να τα λένε. Τα τρία Τ [ Ταχυδρομεία - Τηλεγραφεία - Τηλέφωνα ]  εκπροσώπησε ο Άγγελος Θοδωρίκος. Αγκαλιαστήκαν με τον παλιό του δάσκαλο, τον Κ. Νικ., κι είπαν για τα παλιά και για κοινούς γνωστούς στην Πάνιτσα και στο Γύθειο. Ένα δυο τούς είχαν εκτελέσει. Κι ένας υπηρετούσε στο Σώμα Εθελοντών που βοηθούσαν την Γκεστάπο. Ομόφωνα πέρασε η απόφαση για την απεργία. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος όχι μόνο χτυπούσε την πόρτα, είχε μπει και στο χολ των σπιτιών. Μοιράσαν και καθήκοντα για να εξασφαλιστεί η επιτυχία και περιμέναν το ξημέρωμα, τη λήξη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, για να βγουν να γυρίσουν στις δουλειές τους. Όμως στον Άγγελο Θοδωρίκο δεν ανέθεσαν τίποτα, δεν του' παν τι να κάνει κι ούτε προκηρύξεις του δώσαν, κι αυτός μέσα του δαγκώθηκε, ένιωσε πως τον μειώναν και πως δεν του 'χαν εμπιστοσύνη. Φύγαν όλοι κι έμεινε αυτός καθισμένος στην καρέκλα να τον τρώει η πίκρα. Σηκώθηκε να φύγει και αυτός, και τον σταμάτησε ο δάσκαλος.
" Φύγαν όλοι; 'ντάξει! Τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, θα κατεβάσουν το μήνυμα της απεργίας εκεί όπου δουλεύουν, θα μοιραστούν οι προκηρύξεις, θα φωνάξουν την απόφαση με τα χωνιά στις γειτονιές το βράδυ, και παρέες με το ακορντεόν θα γράψουν το σύνθημα στους τοίχους, αλλά δε φτάνουν αυτά. Έχεις ένα δυνατό όπλο, Άγγελε, θα το χρειαστούμε, ή μάλλον δύο όπλα".
Στον Άγγελο Θοδωρίκο αμέσως έσβησε η πίκρα μέσα του. Αποκαταστάθηκε η θιγμένη του αξιοπρέπεια, σήκωσε ανάστημα και κοίταξε τον δάσκαλο με απορία.
" Οι αριθμοί, Άγγελε, και η δουλειά σου είν' τα όπλα σου. Γνωρίζω την τρέλα σου με τους αριθμούς και τα παιχνίδια της αριθμητικής  που γεννούσε η γκλάβα σου, όταν σε είχα μαθητή. Αυτή είναι η μία ικανότητά σου που θα μας χρειαστεί. Η άλλη είναι η δουλειά σου. Τριατατικός. Τι θέλω από σένα; Πόρτα πόρτα που μοιράζεις τα γράμματα, θα μοιράζεις και στα σπίτια που δεν έχουν. Φτιάξε δικές σου επιστολές προς παράδοση για να σου ανοίγουν οι πόρτες. Δε φτάνει μόνο η απεργία. Πρέπει να μετρήσουμε θανάτους, Άγγελε, τους βλέπουμε εμείς που πεθαίνουν και τρομάζουμε, πόσοι όμως; Πρέπει να ξέρουμε. Το μέγεθος, Άγγελε. Οι αριθμοί δε λένε ψέματα κι αυτοί κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τον αποκλεισμό κι εμάς για υπερβολή που τους λέμε πως πεθαίνουν διακόσιοι άνθρωποι την ημέρα και κανείς δεν κάνει τίποτα, κι ο Θάνατος συνεχίζει ανενόχλητος τη μαύρη του δουλειά. Θέλω πόρτα πόρτα, που θα μοιράζετε τα γράμματα, να πεις και σε συναδέλφους σου που τους έχεις εμπιστοσύνη να σε βοηθήσουν, να μην αφήσετε σπίτι σε ολόκληρη την Αθήνα που να μην έχετε ρωτήσει πόσους νεκρούς έχουν απ' την πείνα κι απ' το κρύο, και να τους καταγράψετε, έναν προς έναν κατά ηλικίες, και κατά εργασία, και κατά φύλο, όπως ξέρεις κι όπως σε έμαθα. Θα τρομάξουμε κι εμείς οι ίδιοι από το μέγεθος. Και μετά θα τους τρίψουμε στη μούρη το έγκλημα, τις διαστάσεις του. Θα στείλουμε παντού τους αριθμούς, σε όλες τις ουδέτερες χώρες, σε όλους τους οργανισμούς, ακόμη και στους ίδιους τους υπαίτιους. Η ακρίβεια των αριθμών θα τους τρομάξει. Κοντά στο νου κι η γνώση, Άγγελε, για να πειστούν και συνάδελφοι που φοβούνται πιο πολύ εμάς παρά τον θάνατο που μπήκε στην αυλή τους, γιατί νομίζουν πως μόνο τους άλλους θα αγγίξουν κι ΄όχι αυτούς. Πρέπει να πετύχει η απεργία μας και να σπάσει ο αποκλεισμός. Οι δημόσιοι υπάλληλοι σε αυτές  τις συνθήκες είμαστε προνομιούχοι. Έχουμε δουλειά και σταθερό τόπο εργασίας. Είναι ένα προνόμιο αυτό που άλλοι δεν το' χουν, Άγγελε. Σαν αντίδωρο σε εμάς πέφτει ο κλήρος να αγωνιστούμε για όλους".
Τα' πε μονορούφι και πάθος ο δάσκαλος, κι είχε βαρύνει ακόμη και το υπόγειο από τη σοβαρότητα και, σπίρτο καθώς ήταν, το κατάλαβε κι έκλεισε με το γνωστό αστείο που κάναν στις συνεδριάσεις με τους νεοπροσήλυτους Τριατατικούς: " Τι είν' τα τρία Τ, συναγωνιστή;" " Τόλμη, Ταχύτης, Τακτική", του φώναξε σε στάση προσοχής ο Άγγελος γελώντας, και αγκαλιαστήκαν και δώσαν τα χέρια, και συμφωνήσαν αμέσως τα πώς και το πότε της δουλειάς ο μαθητής με τον δάσκαλο.

...έπειτα από ακριβείς έρευνες της Κεντρικής Πανυπαλληλικής Επιτροπής ο αριθμός των νεκρών από την πείνα και το βαρύ κρύο στο τετράμηνο Νοέμβρης - Φλεβάρης ξεπέρασε τις τριακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες στο σύνολό τους και τους τετρακόσιους νεκρούς την ημέρα...Χτυπήθηκαν περισσότερο οι ηλικιωμένοι άντρες άνω των πενήντα ετών και τα νεογέννητα...Τεράστιο το έγκλημα...

[ ΚΟΜΕΠ, αρ. φύλλου 4-5 / Αυγ. 1942]...η μεγαλειώδικη πανελλαδική κινητοποίηση στις 25 του Μάρτη και η ηρωική πανυπαλληλική απεργία του Απρίλη των δημοσίων υπαλλήλων με μπροστάρηδες τους Τριατατικούς έκαναν τον κατακτητή να σκεφθεί πως πρέπει ν' αφήσει και κάτι για τους Έλληνες...

...ήρθη ο από θαλάσσης αποκλεισμός...προσωρμίσθη η πρώτη φορτηγίς εκ Καναδά πλήρης σίτου και εριφίων...δυστυχώς  το εκ Τουρκίας προερχόμενον " Κουρτουλούς " νεναυάγηκεν ανοιχτά του Μαρμαρά κατά το πέμπτον του ταξίδιον...

Αγρονομική διάταξις υπ' αριθμ. 103/942 " δεσμεύεται παν εμπόρευαμ προερχόμενον εξ αλλοδαπής προελεύσεως και ευρισκόμενον εις τας τελωνειακάς αποθήκας από τούδε και εις το εξής..."

Τι είχε, Γιάννη; Τ' είχα πάντα!

Η απεργία πέτυχε, η συμμετοχή ήταν καθολική. Η πρώτη γκρούπα των απεργών ξεκίνησε στις δέκα το πρωί από το Μέγαρο Μελά, στην Πλατεία Κοτζιά, όπου στεγαζόταν το κεντρικό κατάστημα των ΤΤΤ. Μέσα στο κτίριο είχε ασανσέρ σαν μεγάλα κουτιά, που ανεβοκατεβαίναν χωρίς στάση στους ορόφους. Κινούνταν αργά κι έτσι μπορούσες να πηδήσεις χωρίς κίνδυνο στον όροφο που ήθελες. Κι έβλεπες από κάθε όροφο να αδειάζουν τα γραφεία κι ο ένας με τον άλλον να πηδούν στο κινούμενο κουτί για να βγουν κάτω, στη μεγάλη σάλα πριν από την έξοδο· ένας μόνο καθώς πηδούσε στραμπούλησε  το πόδι του κι έπεσε κάτω. Στη σάλα πριν από την έξοδο ο Άγγελος Θοδωρίκος τούς εφοδίαζε με το περιβραχιόνιο της διαμαρτυρίας και μετά κατά τριάδες βγαίναν έξω στην πλατεία. Γέμισε Τριατατικούς η πλατεία, με την ελληνική σημαία μπροστά και ήπια συνθήματα, περιορισμένα στον πόλεμο κατά της πείνας και την αύξηση των μισθών, όπως τα' χαν συμφωνήσει. Μετά ήρθαν κι άλλοι από τα γύρω υπουργεία και τις υπηρεσίες , κι από το Ταμείο Νομικών που ήταν δίπλα στην οδό Σωκράτους, κι η πορεία ξεκίνησε. Μεγαλειώδης. Κι ο κόσμος στη Σταδίου έκλαιγε που' βλεπε την αξιοπρέπεια, την αντίσταση, το θάρρος. Του' χαν λείψει· η πείνα είχε γίνει ταπείνωση, απανθρωπιά, φόβος και θάνατος. Οι διανομείς από τους Τριατατικούς είχαν πάρει μαζί τους και τις παλιές μικρές χάλκινες τρομπέτες που παλιά σαλπίζαν την άφιξή τους, να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία να μοιραστούν τα γράμματα, και τώρα αυτές καθώς τις φυσούσαν λάμπαν στον ανοιξιάτικο ήλιο και ηχούσαν  μαζί με τα συνθήματα, κι ήταν σαν λειτουργία δοξαστική, που' χε βγει στους δρόμους. "...Κι ο θάνατος δε θά' χει πια εξουσία..." Κι αναθάρρησε ο κόσμος, και τον θάνατο δεν τον φοβούνταν πια και μπήκαν κι αυτοί, που πριν ήσαν θεατές, μες στην πορεία.
Απρίλιος του 1942 ήταν αυτό. Μάιο ήραν τον αποκλεισμό και τα δύο μέρη και φτάσαν τα πρώτα καράβια από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες με στάρι, κρέατα κατεψυγμένα , γάλα σκόνη και ρουχισμό. Και Ιούνιο δόθηκαν οι πρώτες αυξήσεις στους μισθούς. Όμως τους μισθούς τούς έφαγε ο πληθωρισμός που' τρεχε  με σπασμένα φτερά, το ψωμί από εβδομήντα δραχμές η οκά ανέβηκε στις χίλιες πεντακόσιες και τη βοήθεια, που' ρχόταν με τα καράβια, πονηροί ντογάνοι και ουαί υμίν τελώνηδες και φρούραρχοι Φαρισαίοι την πουλούσαν στους μαυραγορίτες. Αλλά κάτι έμενε και για τις γειτονιές και τις ενορίες. Έμπαινε  και καλοκαίρι κι ανοίξαν οι δρόμοι με την επαρχία, κι άρχισε να τσουλάει κάπως η χαμοζωή. Βγήκαν και τα χωνιά στους δρόμους και διαλαλούσαν " αντισταθείτε" [ "...σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε..." - στίχος που διασώθηκε απ' τη φωτιά από ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού], και στο βουνό αντάρτες και μετά ήρθαν και τα καλά τα νέα πως τσακίζουν τη μούρη τους οι Γερμανοί στο Ρωσικό Μέτωπο κι άρχισε πλέον να σεργιανά στους δρόμους ξανά η ελπίδα.

" Κι ο Άγγελος Θοδωρίκος, ο θείος σου;" ρώτησε ο Ξένος τη Λέλα.
Τους είχε μαζέψει, φίλους, στο σπίτι της να τους διαβάσει αυτά που' χε γράψει, τα βασισμένα σε αποκαΐδια φράσεων, λέξεων και ανεπίδοτων  επιστολών, για τον θείο της.
" Θα σας διαβάσω πρώτα άλλα δυο απ' τα μισοκαμένα χαρτιά και μετά θα σας πω τι έγινε ο Τριατατικός Άγγελος Θοδωρίκος. Το πρώτο είναι στίχοι, όσοι σώθηκαν από ένα σκωπτικό τραγούδι "...γεια σου, ρε Παπα...ν..., χαιρετισμούς στον Φύρερ και πες του πως η κούτρα σου είναι γεμάτη ψείρες, κι από της τσέπης σου τα άκρα ένα πακέτο μάρκα...". Δυστυχώς το όνομα το' χει καταστρέψει η φωτιά, μα το δεύτερο αποκαΐδι που ήταν μαζί με τους στίχους κλασαρισμένο φωτίζει το πρώτο. Ήταν τραγούδι για αρχηγό από τα Τάγματα Εθελοντών, που μαζί με τους άντρες του και τους αξιωματικούς του είχαν στείλει τηλεγράφημα συμπαράστασης στον Χίτλερ, μετά την απόπειρα δολοφονίας του".
" Άσύλληπτο...τρομακτικό...στον Χίτλερ τηλεγράφημα από Έλληνες στη διάρκεια της Κατοχής;" είπε η Μαρία, η πιο μικρή της παρέας.
" Πιο ασύλληπτο είναι το δεύτερο ντοκουμέντο που θα σας διαβάσω τώρα", τους είπε η Λέλα κι έπιασε το μισοκαμένο από τη φωτιά κομμάτι εφημερίδας: "...επ' ευκαιρία της διασώσεώς του ο Φύρερ διαβιβάζει τας ευχαριστίας του προς τον Συνταγματάρχην Π...προσωπικώς και τους μαχομένους τον μ...βικι...μό εθελοντές του των Ταγμάτων Ασφαλείας...Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Πύργου Πρωΐα στις 13 Αυγούστου του 1944".
" Ο Π. ποιος να ήταν;..." ρώτησε η Μαρία.
"...αυτούς τους τύπους πρέπει να τους παραδίδουμε στην Ιστορία...το τηλεγράφημά τους ήταν σαν να φτύναν στον τάφο τόσων νεκρών...πρέπει να μάθουμε ποιος ήταν αυτό ο Π.", συμπλήρωσε ο Ξένος.
" Δεν ξέρω, η φωτιά έκαψε το όνομα κι ούτε μπορώ να υποθέσω ποιος ήταν", του απάντησε η Λέλα. " Ξέρω μόνο - στις σημειώσεις του θείου μου το διάβασα αυτό, στο προσωπικό του ημερολόγιο που και αυτό μισοκάηκε - πως η πείνα και ο φόβος καμιά φορά την ψυχή τη μεταστρέφουν, και το έγκλημα κι ο φόνος τότε μοιάζουν στο μυαλό αυτών των ανθρώπων δρόμος προς τη Σωτηρία. Ο φονιάς εκείνη τη στιγμή πείθει τον εαυτό του πως το θύμα είναι πράγμα, εμπόδιο για τη Θέωση, απειλή, μίασμα κι όχι άνθρωπος, κι ο ίδιος νομίζει πως είναι το τιμωρό χέρι του Θεού ή του αρχηγού του...ο αρχηγός σε τέτοιες ομάδες παίρνει τη θέση του Θεού, της ύψιστης Αρχής...γράφει ο Άγγελος Θοδωρίκος. Όμως γιατί σας τα διάβασα αυτά τα δύο αποκαΐδια;'
"  ' ντάξει, για να μην ξεχνάμε...το καταλάβαμε", είπε η Μαρία. " Όποιος ξεχνά αυτά που έπαθαν οι πριν από αυτόν είναι καταδικασμένος να τα ξαναζήσει".
" Όχι, σας τα διάβασα γιατί αυτά τα δύο ντοκουμέντα ήταν η αιτία που συλλάβαν τον θείο μου και τον κλείσαν στο Στρατόπεδο, στο Χαϊδάρι. Εκεί πηγαίναν όσοι ήταν προγραμμένοι να εκτελεσθούν..."
" Και πώς συνδέεται η σύλληψή του με αυτά τα δύο απίθανα τηλεγραφήματα;" ρώτησε ο Ξένος.
" 1944 ήταν", του απάντησε αμέσως η Λέλα. " Όλοι βλέπαν πως από μέρα σε μέρα πλησίαζε η ήττα για τους Γερμανούς και θα ξεκουμπίζονταν  από δω. Έτσι, πολλοί από αυτούς που' χαν συνεργαστεί μαζί τους θέλαν να σβήσουν τα ίχνη αυτής της συνεργασίας".
" Όταν βουλιάζει το καράβι, οι πρώτοι που τρέχουν να σωθούν είναι οι αρουραίοι", γέλασε ο Ξένος.
" Πολλοί οι θάνατοι, πολλές οι προδοσίες που τους βαραίναν και μύριζε η ατμόσφαιρα μπαρούτι και έκτακτα δικαστήρια. Ο Άγγελος Θοδωρίκος ήταν αυτός που' χε παραλάβει το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Χίτλερ, είχε βάρδια εκείνο το βράδυ στον τηλέγραφο. Ρώτησαν αυτοί, έμαθαν ποιος είχε βάρδια. Κι ο Άγγελος όμως αμέσως κατάλαβε τη σημασία του τηλεγραφήματος. Ντοκουμέντο, τρανταχτή απόδειξη για όσους είχαν " προσκυνήσει " , όπως έλεγε. Έτσι το' ψαξε παραπάνω για να το τεκμηριώσει και με άλλα στοιχεία. Κι από συναδέλφους του βρήκε και το αντίγραφο του τηλεγραφήματος του συνταγματάρχη Π. και των αντρών του, προς τον Χίτλερ. Και αυτό το τηλεγράφημα περιείχε και τα ονόματα όλων όσοι το είχαν υπογράψει".
" Κι απ' ό,τι κατάλαβα, το μάθαν κι αυτοί κι έπρεπε να εξαφανίσουν μαζί τα τηλεγραφήματα και τον μάρτυρα".
" Πριν τον συλλάβουν, όμως, ο θείος μου πρόλαβε και τα ' στειλε στις εφημερίδες. Οι εφημερίδες όμως δημοσίευσαν μόνο το ευχαριστήριο τηλεγράφημα του Χίτλερ, όχι το άλλο με όλα τα ονόματα. Δύσκολη εποχή, ίσως δε θέλαν να διχάσουν".
" Και τα ανεπίδοτα γράμματα;" ρώτησε η Μαρία.
" Στο Χαϊδάρι ως κρατούμενος Τριατατικός ο Άγγελος Θοδωρίκος ανέλαβε αυτός, από την ομάδα συμβίωσης, την επίδοση των επιστολών στους συγκρατούμενούς του. Σε πολλούς απ' αυτούς είχαν ξεκληριστεί οι οικογένειες τους και δεν είχαν κανέναν να τους φροντίσει ή αγνοούσαν πως δε ζούσαν πια οι δικοί τους, κι ο Άγγελος άρχισε να γράφει ο ίδιος επιστολές και να τις επιδίδει σε αυτούς που δεν περιμέναν κανένα γράμμα. Συγκρατούμενοι ήταν, τα λέγαν για τη ζωή τους ο ένας στον άλλον, κι έτσι ήξερε ποιο όνομα φίλου ή συγγενή να αναγράφει στη θέση του αποστολέα. Όμως, οι επιστολές που πήγαινε να επιδώσει συχνά μέναν στα χέρια του, γιατί ο παραλήπτης έλειπε. Ήταν άδειο το κρεβάτι του. Βαθιά μεσάνυχτα τον είχαν πάρει για εκτέλεση", απάντησε η Λέλα και σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
Η Μαρία σηκώθηκε. Πήγε στο παράθυρο και κοιτούσε έξω την πόλη, την Αθήνα. Πάνω από τον Υμηττό ξημέρωνε. Ούτε που το κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Σαν μια ανάσα, τόσο της φάνηκε.
" Και στο Χαϊδάρι;" γύρισε και ρώτησε τη Λέλα.
" Είχε πάρει πια το πάνω χέρι η Αντίσταση, κι ένα βράδυ, ο παλιός του δάσκαλος το οργάνωσε, σε συνεννόηση με την ομάδα συμβίωσης, μπήκαν κρυφά απ' το σύρμα και τους βγάλαν, είκοσι θανατοποινίτες προλάβαν και σώσαν, ανάμεσά τους και τον Άγγελο. Δέκα μέρες μετά εκτελεστήκαν οι πενήντα οχτώ, ανάμεσά τους και δώδεκα γυναίκες. Μέχρι τελευταία μέρα εκτελούσαν οι Γερμανοί. Μια μηχανή που σκότωνε τους είχε κάνει ο Φύρερ κι ο φόβος. Ο φόνος είναι φόβος, η τελευταία σημείωση του θείου μου στο ημερολόγιο".
Τους έδειξε την καμένη σελίδα η Λέλα.
Η Μαρία προσπάθησε να ανασυνθέσει εντός της την εικόνα του Τριατατικού Άγγελου Θοδωρίκου. Όμως, έξω απ' το παράθυρο ο ήλιος άνοιγε μάτι πάνω από τον Τρελλό.
"Καινούργια μέρα ξημέρωσε. Να σας φτιάξω έναν καφέ;" τους ρώτησε.
" Ναι, και συνεχίζουμε αύριο", είπε και η Λέλα, κι έκλεισε το ντοσιέ με τις καμένες φράσεις, τους τίτλους, τις σκόρπιες λέξεις.

...πέρασε λίμνες, πέρασε βουνά, τα' βαλε με τον δράκο του νερού...μετά γύρισε σπίτι να ξαποστάσει, και τον τσίμπησε μια σφήκα και πέθανε...




Από την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων " Ιστορίες Ταχυδρομείου", που εξέδωσαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία τον Δεκέμβριο του 2014