Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργία Τάτση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργία Τάτση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Με τα φτερά

 

Ραφαήλ, λεπτομέρεια από την εικονογράφηση της οροφής στη Βίλα Φαρνεζίνα της Ρώμης (1517-18)

της Γεωργίας Τάτση

Ο γιατρός τοποθετώντας την ακτινογραφία στη φωτεινή οθόνη, τους είχε πει επί λέξει: Είναι ριζωμένο στο μεσοθωράκιο. Από εδώ απλώνει τα κλαδιά του στους δύο πνεύμονες και στους λεμφαδένες, σκιτσάροντας πάνω στους πνεύμονες του παιδιού τους το περίγραμμα του δένδρου με το δάχτυλό του.

Το χριστουγεννιάτικο δένδρο μέσα του. Στη σκοτοδίνη τους, είδαν   τα λαμπάκια του να αναβοσβήνουν.  

Ό,τι ήταν να συμβεί, συνέβη γρήγορα, μέσα σε ένα μήνα όλα είχαν τελειώσει.

Ξεστόλισαν το δένδρο τους στο σαλόνι, το πήραν και το πέταξαν στα σκουπίδια. Με τόσο βεβαρυμμένο ιστορικό ούτε συζήτηση να το αφήσουν δίπλα στον κάδο για κάποιον που μπορεί να το χρειάζεται.

Εκείνη κρατούσε τον κάδο ανοιχτό κι εκείνος το γύρισε ανάποδα και το έσπρωχνε λοξά να πάει στον πάτο.

Μαζεύουν τα στολίδια, τα λαμπιόνια, τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Ό,τι έχει σχέση με Χριστούγεννα το τυλίγουν στο καλό τραπεζομάντηλο. Αυτός απλώνει το τραπεζομάντηλο στο πάτωμα κι εκείνη φέρνει τα στολίδια και τα ρίχνει μέσα.

Μπάλες, αγγελάκια με ανοιχτά φτερά, αγγελάκια με κλειστά φτερά, σιντί, κορδέλες, τη φάτνη με το Χριστό, τους τρεις μάγους που ακουμπούν τα δώρα τους στα πόδια του, το χρυσό αστέρι της Βηθλεέμ.

Εκείνος δένει κόμπο τις τέσσερις γωνίες, τα παίρνει αγκαλιά και βγαίνει να τα ρίξει στα σκουπίδια.

Εκείνη πέφτει ξέπνοη στην πολυθρόνα.

Τον περιμένει και μόλις τον βλέπει να μπαίνει, ορμάει και τον βουτάει απ’ το γιακά.

Εσύ φταις, εσύ φταις... Το κατάλαβες; Δεν είχε άλλο τρόπο να σου φωνάξει «κοίταξέ με.»

Κατεβάζει τις παλάμες της στο στήθος του και τον σπρώχνει πίσω, εκείνος δεν αντιστέκεται -κατά βάθος κι αυτός το ίδιο πιστεύει για τον εαυτό του. Οπισθοχωρεί κι οπισθοχωρώντας κολλάει με την πλάτη στον τοίχο. Εκείνη κλαίει γοερά και τον ταρακουνάει από τα πέτα, εκείνος της πιάνει τα χέρια και κλαίει από μέσα του. Ησύχασε αγάπη μου, ησύχασε, της λέει, αλλά για εκείνη αυτές οι λέξεις έρχονται από μια άλλη εποχή και απευθύνονται σε άλλη, άγνωστη γυναίκα. Απορεί μάλιστα πώς τολμάει μετά από όσα έχουν συμβεί, να της λέει ησύχασε αγάπη μου, πώς τολμάει να βάζει στο στόμα του αυτές τις λέξεις;

Τον αφήνει και μπαίνει στο παιδικό δωμάτιο. Γιατί τον άφησε; Γιατί έφυγε; Μήπως ξύπνησε η μνήμη των μακρινών εκείνων ημερών που ο ήλιος έκαιγε γλυκά την πλάτη τους κι αυτοί —και οι τρεις μαζί— βουτούσαν στη θάλασσα χωρίς να έχουν επίγνωση της ευτυχίας τους επειδή όλα ήταν τόσο φυσικά ώστε κανείς δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί τι είναι η ευτυχία; Κάθε άλλο. Αν ήταν έτσι έπρεπε τώρα να τον εκδικείται ξεριζώνοντας τρίχα τρίχα τα μαλλιά του που άσπρισαν σε μια νύχτα όταν κοιμήθηκε αυτός και ξύπνησε άλλος.

Ίσως να τον συμπόνεσε, ίσως να αισθάνθηκε πόσο μάταιο είναι να κατεδαφίζεις το ερείπιο, πόσο ανελέητο είναι να ρίχνεις κάτω τον πεσμένο.

Στο δωμάτιο του γιου τους, μπροστά στο παράθυρο, ανοίγει τη σιδερώστρα λες και δεν έχει συμβεί τίποτα και βάζει το σίδερο στην πρίζα. Τα ρούχα του παιδιού — σωρός πάνω στο κρεβάτι του, τα είχε αφήσει η ίδια εκεί όπως τα μάζεψε από το σύρμα, τότε, ήρθε τώρα η ώρα να τα σιδερώσει.

Μόλις το σίδερο έκαψε καλά, παίρνει και σιδερώνει τα παντελόνια. Τα πόδια του, τι μακριά που είναι τα πόδια του, τι ψηλά για την ηλικία του τα κανιά του. Συνεχίζει με τα πουκάμισα, τελειώνει με τα μπλουζάκια. Τις κάλτσες και τα εσώρουχα δεν τα σιδερώνει. Τα διπλώνει απλώς και τα βάζει στα συρτάρια. Περνάει τα πουκάμισα στις κρεμάστρες, τα τακτοποιεί στη ντουλάπα, διπλώνει τα παντελόνια, διπλώνει τα μακριά μανίκια των μακό, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος.

Εκείνος στέκεται στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει το νεαρό ζευγάρι με τα δυο αγόρια στην απέναντι βεράντα.

Τρώνε όλοι μαζί γύρω από το στρογγυλό τραπέζι. Ακούει τις φωνές, τις κουβέντες τους, τον ήχο από τα μαχαιροπήρουνα πάνω στα πιάτα,

παρατηρεί το μπουκάλι με το εμφιαλωμένο νερό στη μέση,

τα χάρτινα κουτιά με το χυμό,

τα παιδιά να πίνουν πορτοκαλάδα.

Τα δυο αγόρια είναι δίδυμα,

ο ένας είναι ο καθρέφτης του άλλου,

αλλά τώρα είναι διαφορετικά, το ένα αγόρι είναι ο γιος του,

μα γιατί τρώει με την ξένη οικογένεια ο γιος του;

Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται από το τραπέζι,

στέκεται δίπλα στη γλάστρα με την ελιά, τον κοιτάζει κι αυτό, του χαμογελάει,

τον χαιρετάει,

του στέλνει φιλιά με το άδειο χέρι.

Εκείνος φεύγει από την μπαλκονόπορτα και τρέχει στο παιδικό δωμάτιο, πηγαίνει σε εκείνη να της πει τα νέα.

Τη βρίσκει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο να μιλάει με το παιδί τους, μόλις είχε φτάσει στο μπαλκόνι τους, κρατώντας στο χέρι του το ποτήρι με την πορτοκαλάδα.

Πώς κατάφερες να περάσεις το κενό αγόρι μου; Το ρωτάει.

Το παιδί τής απαντάει

Με τα φτερά μου.


Αναδημοσίευση από το περιοδικό Χάρτης  ( Ιούνιος 2021)


Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Η Γεωργία Τάτση για τη Γάμπαρη Αμβρακικού

Ήταν Γενάρης του 2014 όταν διάβασα με έκπληξη το σχόλιο της Γεωργίας Τάτση στην  ανάρτησή μου που αφορούσε την παρουσίαση του βιβλίου της Χορός στα ποτήρια. Με ευχαριστούσε για την ουσιαστική συνομιλία που είχα με το βιβλίο. Το σχόλιο αυτό έγινε η αφορμή για τη γνωριμία μου με τη Γεωργία Τάτση, όχι μόνο τη συγγραφέα, αλλά κυρίως τον άνθρωπο.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μάς δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και πολλές φορές να συνομιλούμε για προσωπικά και λογοτεχνικά θέματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που άνοιξε ο ορίζοντας μου σε καινούρια λογοτεχνικά  πεδία , στη γνωριμία με άγνωστους για μένα συγγραφείς ή στη με άλλη ματιά αντιμετώπισή τους μέσα από αυτές τις συνομιλίες . Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως σε αυτή τη συνομιλία είναι ότι αυτή γίνεται και γινόταν δι’ αλληλογραφίας, όπως έλεγαν παλιότερα, μόνο που αντί για  χειρόγραφες επιστολές ανταλλάσσουμε ηλεκτρονικά μηνύματα.
Έτσι όταν η Γεωργία δημοσίευσε το νέο της βιβλίο Γάμπαρη Αμβρακικού στήθηκε ένας συναρπαστικός δίαυλος επικοινωνίας μέσω του οποίου ταξίδεψα στο λογοτεχνικό της σύμπαν.
Από αυτή την ανταλλαγή μηνυμάτων  προέκυψε μια σειρά ερωτήσεων  που ζητούσαν απαντήσεις. Η Γεωργία πρόθυμα απαντούσε στις απορίες μου και με βοήθησε να μυηθώ στα «μυστικά» της γραφής της αποκαλύπτοντας μου τις πηγές της έμπνευσης της και όχι μόνο. 
Σκέφθηκα λοιπόν και με τη δική της σύμφωνη γνώμη να συγκεντρώσω τις  «κουβέντες» που ανταλλάχτηκαν και να τις παρουσιάσω βοηθώντας τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια  στην περιπλάνηση τους στον ονειρικό, μουσικό, μυρωδικό και συνάμα ευαίσθητο και σπαρακτικό κόσμο της Γάμπαρης Αμβρακικού.
Δεν θα ήθελα να θεωρηθεί συνέντευξη αλλά απλά μια συνομιλία στην οποία η Γεωργία Τάτση μιλάει για το νέο της βιβλίο και καταθέτει κομμάτια της ψυχής της.
Την ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη της .



  • Πριν από χρόνια, όταν συζητήσαμε για το Χορό στα ποτήρια, είχες πει ότι  η φράση του Μπόρχες «οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα» έχει στοιχειώσει τη σκέψη σου και ότι πάνω σ’ αυτή τη φράση προσπαθείς να δομήσεις την ιστορία που είχες ξεκινήσει τότε να δουλεύεις. Να λοιπόν που η ιστορία αυτή «πήρε σάρκα και οστά» και έγινε βιβλίο με τον τίτλο Γάμπαρη Αμβρακικού. Τη φράση αυτή την έχεις ως μότο . Πώς τη συνέδεσες με την ιστορία σου;   


 Γ.Τ. Δεν την συνέδεσα, ακριβώς. Βασίστηκα στη φράση αυτή  και στη μικρή ιστορία του Μπόρχες «Η πλοκή», από την οποία τη δανείστηκα. Κατά τη γνώμη μου, στην ιστορία αυτή, ο Μπόρχες δηλώνει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο,  αυτό που ξέρουμε από τον Μαρξ πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάρσα. ΄Ετσι τουλάχιστον διάβασα την ιστορία του και με αυτή την έννοια την είχα συνεχώς στο μυαλό μου όταν έχτιζα τη σχέση της Αλεξάνδρας με τη μάνα της, κυρίως την πολιτική σχέση τους. Με απασχολούν πολύ και στη λογοτεχνία και στη ζωή οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές και οι συμμετρίες που αρέσουν στη μοίρα. Προσπαθώ να καταλάβω πού αρχίζει η επανάληψη,  πού σταματάει η επανάληψη κι αρχίζει η παραλλαγή, πού σταματάει η παραλλαγή κι αρχίζει η συμμετρία. Το μότο το παίρνω υπόψιν μου στη μυθοπλασία από την αρχή, δεν είναι κάτι που το βάζω εκ των υστέρων. Γι’ αυτό σου είχα πει, στην προηγούμενη συζήτησή μας ότι αυτή η φράση στοιχειώνει τη σκέψη μου. Με απασχολούσε πολύ εκείνη την περίοδο.   

  • Η αναζήτηση του πατέρα, η μορφή της μάνας, η αρρώστια , ο θάνατος και ανάμεσα τους η Αλεξάνδρα , η κόρη με τη δική της πορεία που από τη μια κατεβαίνει στα σκοτάδια και από την άλλη ανεβαίνει στο φως. Σε αυτή την πορεία υπάρχουν αυτοβιογραφικές αναφορές ή είναι μόνο μυθοπλασία; 

            
Γ.Τ. Υπάρχουν κα τα δύο. Υπάρχουν και αυτοβιογραφικές αναφορές  και μυθοπλασία. Όμως αυτό που έχει σημασία σε ένα μυθιστόρημα είναι αν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μετατρέπονται σε λογοτεχνία, αν μετατρέπονται σε αισθητικό αποτέλεσμα. Νομίζω πως αν, κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, ο αναγνώστης προσπαθεί να αναγνωρίσει τα στοιχεία που ανταποκρίνονται στην ζωή του συγγραφέα, χάνει το νόημα του βιβλίου, απομαγεύει το κείμενο -εφόσον βεβαίως, υπάρχει μαγεία στο κείμενο που διαβάζει. Ο συγγραφέας δεν γράφει για να πει την ιστορία της ζωής του, ακόμα κι αν τη λέει. Γράφει για να δημιουργήσει ένα  λογοτεχνικό σύμπαν. 

  •  Σε αυτό το ταξίδι η Αλεξάνδρα εμφανίζεται πικραλίδα – γάμπαρη – χέλι – φωτεινό σκουληκάκι σηματοδοτώντας με πυκνό συμβολισμό κάθε μια στιγμή της ζωής της. Γιατί αυτές οι μεταμορφώσεις, αυτά τα στάδια;                 


Γ.Τ.   Διότι οι άνθρωποι μεταμορφωνόμαστε, αλλάζουμε.  Έχουμε πολλούς εαυτούς που διαμορφώνονται μέσα στο χρόνο χάρη στις εμπειρίες και τις γνώσεις που αποκτάμε.  Δεν είμαστε ίδιοι πριν και μετά από μια οριακή εμπειρία. Είμαστε αυτό που γινόμαστε. Αυτή την έννοια έχουν οι μεταμορφώσεις της Αλεξάνδρας.

  • Θα έλεγα ότι επινοείς δύο τρόπους, ευρήματα, για να κινήσεις τη μνήμη και να δώσεις ώθηση στην ιστορία, να ξετυλίξεις το κουβάρι. Ο ένας είναι οι σταθμοί του μετρό και ο άλλος το ανακάλεμα αγαπημένων προσώπων.  Η ανάμνηση αγαπημένων ανθρώπων και των πράξεων τους συχνά μπορεί να οδηγήσει όλους μας σε άλλες εποχές. Με εντυπωσίασε όμως το πώς λειτούργησαν μέσα σου οι σταθμοί του μετρό , οι στάσεις , τα έργα τέχνης. Μπορείς να πεις δυό λόγια για αυτές τις επινοήσεις σου;        


Γ.Τ. Πάντα με γοητεύει το κάτω, το υπόγειο, το μη εμφανές, το μέσα στη γη, το κρυπτικό, το σκοτεινό, αυτό που  μόνο η τέχνη αποκαλύπτει. Έχοντας  στο μυαλό μου τον πατέρα της Αλεξάνδρας σαν πουλί, μια μέρα που βρέθηκα τυχαία στο σταθμό «Μέγαρο Μουσικής» του μετρό, παρατηρούσα τη σύνθεση με τα ψηφιδοποιημένα πουλιά του Παναγιώτη Φειδάκη στον τοίχο. Τα παρατηρούσα και υπό το πρίσμα της ιστορίας μου και τότε μου φάνηκε ότι τα έργα τέχνης που είναι εγκατεστημένα στους σταθμούς  είχαν τοποθετηθεί εκεί για μένα. Είχα έτοιμη τη σκηνογραφία της ενεστωτικής αφήγησης. Έπρεπε απλώς να επιλέξω ποιον σταθμό θα χρησιμοποιήσω. Την επιλογή μου καθόρισαν  το όνομα του σταθμού και το έργο τέχνης που βρίσκεται σε αυτόν. Χρησιμοποίησα εκείνους τους σταθμούς που εξυπηρετούσαν την αφήγησή μου και αυτοί  έδωσαν και τους τίτλους των κεφαλαίων. 

  • Σε αυτό το μυθιστόρημα υπάρχουν κάποιοι κοινοί τόποι, κοινά μοτίβα με το Χορό στα ποτήρια όπως είναι ο χορός, ο θάνατος, οι μυρωδιές. Έχω συγκρατήσει το άρωμα μανταρινιού στο Χορό και το άρωμα της λυγαριάς στη Γάμπαρη. Αυτά τα μοτίβα τα αναπτύσσεις διαφορετικά αλλά δείχνουν όμως ότι τα κουβαλάς μέσα σου και σου δίνουν έμπνευση για εξωτερίκευση συναισθημάτων.      


Γ.Τ.  Ναι έτσι είναι. Όλα βρίσκονται στην παιδική μας ηλικία. Αυτή είναι η πατρίδα μας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον πρώτο νεκρό της ζωής του; Ποιος μπορεί να ξεχάσει την έκπληξη της πρώτης φοράς; Οτιδήποτε κι αν αφορά αυτή η πρώτη φορά. Μυρωδιά, γεύση, αφή. Αισθήσεις και συναισθήματα είναι δεμένα με μια συγκεκριμένη στιγμή της παιδικής μας ηλικίας. Ανακαλώντας π.χ. μια μυρωδιά ανακαλεί κανείς και τη συνθήκη της, ανακαλεί ό,τι την συνόδευε όταν την ανακάλυπτε  εκείνη την πρώτη φορά. 

  • Το νέο σου μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από μουσική, λαϊκή, βυζαντινή, μπλουζ...και αυτή γίνεται η αφορμή για να αποκαλυφθούν γεγονότα είτε προσωπικά είτε ιστορικά – πολιτικά.         


Γ.Τ. Τα τραγούδια εκτός από τη δική τους ιστορία, κουβαλούν την ιστορία και την εποχή με την οποία τα έχει συνδέσει η ηρωίδα και με αυτή την  έννοια τα ενσωματώνω στη γραφή ακριβώς για να αποκαλύψουν είτε προσωπικά, είτε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα ή για να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του βιβλίου. 

  • Ο χορός εδώ λειτουργεί διττά, αέρινος για τη μάνα, γήινος για την Αλεξάνδρα. Ποιο ρόλο παίζει στην εξέλιξη της ιστορίας σου , στο κτίσιμο των ηρωίδων σου;      


Γ.Τ.  Η Αλεξάνδρα ως παιδί είναι μαγεμένη από τη μάνα της.  Η Αλεξάνδρα του σήμερα καλείται να ξαναδεί τη μάνα της και τον εαυτό της  με  το αίσθημα  του παιδιού που υπήρξε αλλά με το σημερινό βλέμμα της ώριμης γυναίκας. Αυτό προσπάθησα να κάνω με το χορό. Μέσα από το χορό αποκαλύπτονται και τα στοιχεία που τις ενώνουν και τα στοιχεία που τις χωρίζουν. Ο χορός κουβαλάει το φορτίο -ιστορικό, πολιτικό, συναισθηματικό-  που είχαν μάνα και κόρη όταν χόρευαν, διαφορετικό πάντως φορτίο για την κάθε μία και μας βοηθάει να καταλάβουμε την προσωπικότητα των δυο χαρακτήρων  αλλά και την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Νομίζω πως η σκηνή του χορού είναι το κλειδί για την ανάγνωση  του βιβλίου.

  • Ο ήλιος ως επιτάφιος θρήνος και ως αναστάσιμος χορός. Κατά τη γνώμη μου από τις πιο συνταρακτικές σελίδες. 


Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα κινείται διαρκώς ανάμεσα στην ισχυρή παρουσία της μητέρας και στην ισχυρή απουσία του πατέρα,  ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι,  ανάμεσα στον ήλιο που συμβολίζει τη μητέρα με το τραγούδι «ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…» και στον «ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας» που συμβολίζει τον πατέρα. Για την Αλεξάνδρα οι δύο ήλιοι, οι δύο κόσμοι, ο Πάνω και ο Κάτω είναι ενωμένοι εκ των πραγμάτων. Δεν χρειάζεται να το σκεφθεί αυτό, το νιώθει αφού η μάνα βρίσκεται στον Πάνω Κόσμο και ο πατέρας στον Κάτω. Και όταν για να συναντήσει τον πατέρα της κατεβαίνει από την επιφάνεια στα βάθη του εαυτού της διαπιστώνει πως το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο. Υπάρχει πάντα μια πυγολαμπίδα, ένα  φωτεινό σκουληκάκι, μια ανάμνηση, ένα τραγούδι που την οδηγεί να αναδυθεί ξανά στο φως.

  • Η πολιτική δράση της Αλεξάνδρας , η συμμετοχή, η σύλληψη , η κατηγορία και η φυλάκιση της για τρομοκρατική δράση. Πώς θα αντιδρούσε η Αλεξάνδρα στη σημερινή πολιτική κατάσταση; Θα έπαιρνε ενεργή θέση, επαναστατική ή θα συμβιβαζόταν με το εφικτό; Νομίζω ότι δεν καθορίζεται ακριβώς η στάση της μέσα στο μυθιστόρημα. Αφήνεται κάπως μετέωρη η στάση της στο παρόν.     


Γ.Τ. Ναι. Επίτηδες αφήνεται μετέωρη. Ας επιλέξει ο αναγνώστης ό,τι νομίζει. Με ενδιαφέρει ο ενεργός αναγνώστης. Δεν μου αρέσει να τον καθοδηγώ. Σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες που δρούσε πολιτικά η Αλεξάνδρα. Η τεχνολογία δημιουργεί συνεχώς νέους όρους, αλλάζοντας άρδην τη ζωή μας,  τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής βρίσκονται ήδη εδώ, η κατάσταση είναι σύνθετη και πολύπλοκη, ο πολιτικός χρόνος  πυκνός κι εμείς βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από πάρα πολλές πληροφορίες που δεν προλαβαίνουμε να  επεξεργαστούμε και να αφομοιώσουμε. Η Αλεξάνδρα αναστοχάζεται το παρελθόν της. Δύσκολα θα πήγαινε είτε από δω είτε από κει. Εξ άλλου πώς ορίζεται σήμερα το επαναστατικό; Δεν την καλύπτουν πια οι εύκολες απαντήσεις, αλλά ούτε εκείνη ούτε εγώ μπορώ να ξέρω τι θα έκανε μπροστά σε ένα απρόβλεπτο, σ’ ένα συνταραχτικό γεγονός. Υποθέτω πως δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια.    

  • Το τελετουργικό της εξόδιας ακολουθίας και το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας για το μνημόσυνο, ο επιτάφιος θρήνος, η ταφή. Τα αποσπάσματα που έχεις επιλέξει είναι βαθιά λυρικά και ανθρώπινα. Με έχει συγκινήσει ο τρόπος που τα συνδέεις με τη μορφή της μάνας.      


Γ.Τ.  Ναι, το γεγονός ότι η μάνα είναι άρρωστη, αδύναμη, κοντά στο θάνατο, μέσα στο θάνατο δίνει στην Αλεξάνδρα τη δυνατότητα να την δει στην ανθρώπινή της διάσταση, όχι στην ηρωική της διάσταση όπως την έβλεπε μέχρι τότε. Έτσι -μέσω του αγαπημένου προσώπου- αντιλαμβάνεται  βαθύτερα την ανθρώπινη συνθήκη της φθοράς, της θνητότητας και του θανάτου που  αποτυπώνονται  στην εξόδιο ακολουθία,  εξοικειώνοντάς μας με την δική μας θνητότητα.

  • Να σχολιάσουμε τον τίτλο.


Γ.Τ.  Η Γάμπαρη Αμβρακικού παραπέμπει στη γνωστή γαρίδα της περιοχής μας. Η γαρίδα απεκδύεται το κέλυφός της και μένει γυμνή δηλαδή ευάλωτη κι εκτεθειμένη,  με αποτέλεσμα πολλές φορές, να την τρώνε άλλες γαρίδες ή να τρώνε κάποιο τμήμα του σώματός της, αλλά αυτό το τμήμα αναπλάθεται. Η Αλεξάνδρα έχει κοινά χαρακτηριστικά με την γαρίδα, σε συμβολικό επίπεδο. Έτσι προέκυψε ο τίτλος Γάμπαρη Αμβρακικού.

  • Ποιο  ρόλο παίζει η χρήση του β’ προσώπου στην αφήγησή σου και γιατί όχι α΄; 


Γ.Τ. Η  Αλεξάνδρα του σήμερα  λέει την ιστορία της  στον εαυτό της, που σημαίνει πως βάζει τον παλιό εαυτό της απέναντι, τον παρατηρεί και του μιλάει, τον αντιμετωπίζει ως άλλον. Έχει διάλογο μαζί του, γι’ αυτό μιλάει σε β΄ πρόσωπο. Το β΄ πρόσωπο είναι πιο εσωτερικό και πιο εξομολογητικό. Το α΄πρόσωπο δημιουργεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Επειδή όμως το θέμα μου φέρει έντονο συναισθηματικό φορτίο δεν ήθελα να το επιβαρύνω περισσότερο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ β΄πρόσωπο. Για την ιστορία της Αλεξάνδρας ως παιδί, χρησιμοποιώ το γ΄πρόσωπο γιατί η απόσταση, χρονική και συναισθηματική είναι τέτοια που της επιτρέπει να έχει την  θέαση του παντεπόπτη αφηγητή. Σε ποιο πρόσωπο θα μιλήσει ο αφηγητής θέλω να πω, επιβάλλεται από το θέμα και από τον τρόπο που  μιλάει ο χαρακτήρας. 

  • Η αφήγησή σου είναι πλούσια σε εικόνες, σε υπερρεαλιστικά στοιχεία, σε όνειρα, παραισθήσεις. Ξεφεύγεις από το πραγματικό , ρεαλιστικό και από τη μια αγγίζεις την ποίηση και από την άλλη τη ζωγραφική. Υπάρχουν επιρροές από βιβλία, μουσικές, έργα τέχνης;     


Γ.Τ. Οπωσδήποτε, αλλοίμονο!  Οι συνειδητές επιρροές μου δηλώνονται όλες στο βιβλίο. Μιλώ με λόγια άλλων εκεί που αυτά  έρχονται φυσικά στο στόμα μου κι αυτό δηλώνεται με πλάγια γράμματα. Για τις υποσυνείδητες όμως επιρροές μου δεν μπορώ να σου πω τίποτα, δεν τις ξέρω ούτε εγώ. Είμαι σίγουρη όμως πως με κάποιο τρόπο εισχωρούν στη γραφή, ερήμην μου. 

  • Τα πουλιά και τα φυτά. Κοτσύφια , ασπραγκάθια, λυγαριές . Όλα σε αρμονικό  δέσιμο που προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας και δημιουργούν μια φανταστική ατμόσφαιρα.          


Γ.Τ. Έζησα μέσα στη φύση μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια. Και όταν λέω έζησα μέσα στη φύση, εννοώ δούλεψα. Τα παιδιά δουλεύαμε μαζί με τους γονείς μας σε όλες τις αγροτικές δουλειές τότε. Σκάλισα, φύτεψα καπνό, θέρισα, αλώνισα, κουβάλησα νερό στο κεφάλι, ξύλα στην πλάτη, τάισα, φρόντισα ζώα. Κοιμήθηκα πολλές νύχτες έξω, όταν το χωράφι, στο οποίο δουλεύαμε, ήταν μακριά από το σπίτι μας.  Ξέρω τα πλάσματά της φύσης, τα δένδρα της, τα φυτά της. Παρόλο που πολλές φορές νομίζω πως τα έχω ξεχάσει, αυτά είναι εκεί και όταν τα ανακαλώ έρχονται.

  • Και τώρα που τέλειωσες με αυτή την ιστορία και το βιβλίο σου πήρε το δρόμο του, έχεις κάτι άλλο στο νου σου; Μια νέα ιστορία, ένα νέο βιβλίο;


Γ.Τ. Το μόνο που θα μπορούσα να πω με έναν τρόπο είναι: πως θέλω να προλάβω να γράψω δυο τρία βιβλία ακόμα.




Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Να' μαστε πάλι εδώ...

Έχουν περάσει δύο χρόνια και μερικοί μήνες από την τελευταία ανάρτησή και η σκέψη να ξαραχνιάσω το ιστολόγιο είχε γίνει επίμονη. Η αφορμή δόθηκε με το νέο μυθιστόρημα της Γεωργίας Τάτση " Γάμπαρη Αμβρακικού", η παρουσίαση του οποίου από την ofisofi αρχικά έγινε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Κατιούσα.
Μια νέα αρχή για το ιστολόγιο με την αναδημοσίευση αυτής της βιβλιοπαρουσίασης. Και έπεται συνέχεια...


Αρκετά χρόνια μετά το «Χορό στα ποτήρια» η Γεωργία Τάτση επανέρχεται με τη «Γάμπαρη Αμβρακικού». Μυθιστόρημα χωρισμένο σε τρεις ενότητες με τρεις κυρίαρχες μορφές σε κάθε μία από αυτές, του πατέρα, της μάνας και ανάμεσά τους της Αλεξάνδρας της μοναχοκόρης τους. Τρεις ζωές που δομούνται και αναπτύσσονται πάνω στη φράση του Μπόρχες «οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα».

Αφηγήτρια η Αλεξάνδρα σε ένα οδυνηρό ταξίδι αυτογνωσίας, αληθειών και ανακαλύψεων διασχίζει τη ζωή της ανάποδα, καταδύεται στο σκοτάδι του εσώτερου κόσμου της ψυχής, σκάβει, σκάβει, σκάβει, κλαίει και θρηνεί, θρηνεί, θρηνεί  μέχρι να αρχίσει την αντίστροφη πορεία αναδυόμενη στο φως του ήλιου λυτρωμένη και καθαρμένη. 

Σε αυτό το ταξίδι η Αλεξάνδρα εμφανίζεται πικραλίδα – γάμπαρη – χέλι – φωτεινό σκουληκάκι σηματοδοτώντας με πυκνό συμβολισμό κάθε μια στιγμή της ζωής της. Οι πολλαπλές μεταμορφώσεις την οδηγούν στον πιο βαθύ βυθό και στο πιο μαύρο σκοτάδι και από εκεί κάνοντας τούμπα, ξεγλιστράει και ανεβαίνει στην πιο φωτεινή και ηλιόλουστη επιφάνεια διάτρητη από φως.

«…δος μοι τούτον τον ξένον ίνα κρύψω εν τάφω…» είναι ο στίχος από το ιδιόμελο της Μεγάλης Παρασκευής που στριφογυρίζει μέσα της και ξένος είναι ο πατέρας της. Άγνωστος και απών από τη ζωή της. Νεκρός πολλά χρόνια πριν, ποιος ξέρει πού θαμμένος, αλλά ουσιαστικά για την Αλεξάνδρα άταφος. Μέχρι την παραλαβή του φακέλου του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας πολλές οι υπεκφυγές γι’ αυτόν και τελικά μια μεγάλη σιωπή χρόνια τώρα. 

Το περιεχόμενο του φακέλου βαρύ και μονόδρομη η πορεία προς την αλήθεια για αυτόν. Ποιος ήταν, πώς ήταν, πού ήταν, πώς πέθανε; Ένα κομμάτι του εαυτού της κομματιάζεται και μια μικρούλα ασπρόμαυρη φωτογραφία την οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με τον εαυτό της. 

Η επιστροφή στο σπίτι από την Κέρκυρα και οι στάσεις του μετρό γίνονται το εύρημα για να κινηθεί η μνήμη της, η οποία αρχίζει να λειτουργεί μέσα στη μνήμη της και οι συνειρμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Σειρά εικόνων, ρεαλιστικών και υπερρεαλιστικών, μπαινοβγαίνουν η μία μέσα στην άλλη και έχουν τη μορφή αναμνήσεων από τα παιδικά χρόνια, παραισθήσεων, ονείρων και ήχων. Η Αλεξάνδρα  σκάβει στη σκοτεινή στοά του εαυτού της προκαλώντας αβάσταχτο και συνεχή πόνο όπως όταν ένα ασπραγκάθι βυθίζεται στο μαλακό δέρμα.

Το ανακάλεμα αγαπημένων προσώπων ή συνηθειών είναι το τέχνασμα για να φωτίσει τα σκοτάδια της. Καταστρέφει και θάβει ό,τι μπορεί να αναφέρεται στον πατέρα που δεν γνώρισε. Παιδί ακόμα προχωράει στην πρώτη ταφή του ξένου και έτσι νομίζει ότι ξεμπέρδεψε μαζί του. Όμως χρόνια μετά το ρήγμα υπάρχει, ο σεισμός εξακολουθεί να την ταρακουνάει και να την ανακατώνει και αυτή αιωρείται ανάμεσα σε δύο κόσμους, δίψυχη, να μην ξέρει πού να πατήσει για να μην καταποντιστεί. Άνθρωποι, ρούχα, εικόνες, έργα τέχνης, στάσεις και τόποι  οδηγούν τη σκέψη της στους νεκρούς, στα νεκροταφεία, στα εικονοστάσια και τελικά στα κενοτάφια. Και ο πατέρας με τη μορφή ενός κότσυφα – κερομύτη με χέρια φτερά. 

Ακολουθεί η δεύτερη ταφή του πατέρα μέσα στο συρτάρι. Ο νεκρός έχει το σχήμα του ιατρικού φακέλου. Η ιδεατή αυτή ταφή ακολουθεί το τυπικό του μνημόσυνου, τρεις μέρες, εννιά μέρες, σαράντα μέρες. Πένθος και εσωτερικός σπαραγμός καθώς κάθε φορά μια σημαντική αποκάλυψη έρχεται να καλύψει το κενό. 

Όσο προχωράει το σκάψιμο ο πόνος γίνεται ακόμη πιο βαθύς, όμως το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο. Σιγά σιγά αρχίζει η ανάδυση στο φως. Ο αντικατοπτρισμός του ήλιου και η ανάμνηση μιας μουσικής, ενός σκοπού, ενός τραγουδιού που το κουβαλούσε η Αλεξάνδρα μέσα της και λειτουργεί ως αντιστάθμισμα σε εκείνον τον άλλο ήλιο του επιτάφιου θρήνου, «Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας». ‘Ενας ήλιος που οδηγεί σε δύο χορούς αντιθετικούς. Το πάνω και κάτω…

«Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…»

Η μάνα της, στο πανηγύρι του χωριού, χορεύει τον ήλιο σόλο. Χορός αέρινος με τη μάνα σε χρώμα μπλε και ένα ζευγάρι πέδιλα φιλέ να στροβιλίζεται, να εκτινάσσεται, να αναλήπτεται και να αιωρείται και να ακολουθεί η Αλεξάνδρα, μικρό παιδί, σε ένα χορό γήινο, μπροστά στο ρήγμα, στο κενό, να βουλιάζει, να διαλύεται χωρίς να ξέρει αν βρίσκεται στο βάθος του ουρανού ή στο βάθος της θάλασσας.

Από την αναζήτηση της μορφής του πατέρα η Αλεξάνδρα επιστρέφει στη δική της αναζήτηση, στα χρόνια που έρχεται στην Αθήνα, έφηβη και χωρίς τη θέλησή της, σημαδεμένη από αυτή την αναχώρηση από το χωριό, από τη μάνα της. Η Αλεξάνδρα ως πολιτικά δρώσα σε μια αναζήτηση του φωτός και της ελπίδας σε έναν αγώνα αγνό. Χούντα και πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια που τη σημαδεύουν και η σκέψη της γυρίζει συνεχώς προς τα πίσω ανασύροντας χώρους και πρόσωπα λησμονημένα που μέσα της συγχωνεύονται και είναι παρόντα είτε είναι νεκρά είτε ζωντανά. 

Και έρχεται η στιγμή που μέσα της αρχίζουν να έλκονται ο άγνωστος και νεκρός πατέρας με την μελλοθάνατη μάνα. 

Ποια ήταν όμως η μάνα της Αλεξάνδρας; Η αποκάλυψη της ταυτότητας της έρχεται με το θάνατό της. Η μάνα σε αντίθετη θέση από τον πατέρα υπήρξε παρούσα, ζωντανή, με πολιτική δράση. Η σχέση των δύο γυναικών ήταν έντονη ανάμεσα σε συγκρούσεις προσωπικές και ιδεολογικές, αγάπης και μίσους, εκδίκησης και συγκατάβασης, ενοχής και συγχώρεσης. Οι πολιτικές πράξεις της μάνας όρισαν και το πολιτικό  μέγεθος της κόρης. Ορθώθηκαν μπροστά της σαν τείχος, πειρασμός και αντίσταση. 

Μπροστά στην αγωνία του επικείμενου θανάτου έρχεται και πάλι το τραγούδι του ήλιου «Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…» να λειτουργήσει εξιλεωτικά και στις δύο. 

«Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη εκ του σώματος».

Εκεί πάνω στο κρεβάτι του θανάτου η μάνα που την έδωσε, η γυναίκα που δεν έθαψε ποτέ τον άντρα της και δεν του έφτιαξε ούτε ένα κενοτάφιο, η γυναίκα που μέσα της κουβαλούσε τον έρωτα που δεν πρόλαβε να ζήσει, η γυναίκα η αγωνίστρια που δεν λύγισε. Πάνω από το κρεββάτι σκυμμένη η κόρη που βλέπει τη μάνα της «ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται ο άνθρωπος» και θρηνεί και της σιγοτραγουδάει, η κόρη που ήθελε να την εκδικηθεί για τη ζωή που της στέρησε, η κόρη που δεν την αποκήρυξε για την πολιτική της δράση  υπογράφοντας το χαρτάκι με τις πράξεις της, η κόρη που συγχωρεί και μέσα στο θρήνο της αποφασίζει να κλείσει τον κύκλο και να αποκαταστήσει την ηθική τάξη, να απελευθερωθεί από το βάρος, να λυτρωθεί.

Και τότε έρχεται η τρίτη ταφή του πατέρα. Η μάνα και ο πατέρας μαζί . Η Αλεξάνδρα που δεν χάρηκε κανέναν από τους δυο όσο ήταν ζωντανοί αποδέχεται, συγχωρεί, αποδεσμεύεται, καθάρεται.

Η Γεωργία Τάτση  γράφει συγκλονιστικά, κατορθώνει να συνδυάζει το πραγματικό με το φανταστικό, να δημιουργεί δυνατές εικόνες και να προκαλεί ακόμα πιο δυνατά συναισθήματα. Στη Γάμπαρη Αμβρακικού υπάρχουν τα γεγονότα που βλέπουμε μπροστά και εκείνα που βρίσκονται πίσω από αυτά. Είναι οι εποχές με τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν τους ανθρώπους , πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές του μυθιστορήματος. Αυτά είναι δεμένα με τις ζωές τους, τις φωτίζουν και θα τα νιώσουμε να ζουν είτε ακούγοντας το σπαρακτικό τραγούδι της Γιώτας Λύδια, είτε την είδηση για τη δολοφονία του Λαμπράκη, είτε μέσα από τις καρτούλες των Φυλακών Αβέρωφ, είτε από το κρεμασμένο στο λαιμό ραδιόφωνο που παραπέμπει στις πινακίδες των εκτελεσμένων του εμφυλίου. Και τα φυσικά φαινόμενα, οι σεισμοί της Κεφαλλονιάς έχουν αφήσει και αυτοί το στίγμα τους. Η πολιτική δράση της Αλεξάνδρας και  η χούντα, η συνωμοτική δουλειά, αλλά και οι ανησυχίες, το πείσμα, ίσως και η αφέλεια προϊόν της αγνότητας, μαζί με τις ιδεολογικές συγκρούσεις των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων από τα οποία δεν έλειψαν και οι τρομοκρατικές ενέργειες με τις μεγάλες συνέπειες στη ζωή της Αλεξάνδρας.

Με πλάγια γραφή η συγγραφέας αποτυπώνει τις εσωτερικές της φωνές, τις σκέψεις της, σπαράγματα στίχων, τραγουδιών και ύμνων. Ακόμη τις μυστικές συνομιλίες με τα πουλιά και τους νεκρούς. 

Η συγγραφέας ερωτευμένη με σπάνια κομμάτια της παράδοσης κατορθώνει να τα εκφράσει παραστατικότατα με αφήγηση που στηρίζεται σε λόγο κοφτό και μικρές προτάσεις, χωρίς ρήματα οι περισσότερες. Έτσι απολαμβάνουμε το χορό της μάνας και της Αλεξάνδρας. Ήλιος σόλο! 

Δευτερεύοντα πρόσωπα έχουν το δικό τους ρόλο, όπως ο τυφλός νονός με το άρωμα λυγαριάς και την ενορατική ικανότητα, η γιαγιά και η καταλυτική σχέση της με την Αλεξάνδρα, η μυρωδιά του ασβέστη και των εσπεριδοειδών. 
Μαρκ Σαγκάλ: “Πάνω από την πόλη”

Θα ξεχωρίσω από τις πολλές δυνατές εικόνες πρώτα εκείνη της μάνας που συνομιλεί με τους νεκρούς στο νεκροταφείο. Συνταρακτική! Και μετά εκείνη της κηδείας , η περιγραφή της οποίας μου έφερε στο νου τον πίνακα του Σαγκάλ. «Πάνω από την πόλη» όπου ένα ερωτευμένο ζευγάρι αιωρείται αγκαλιασμένο πάνω από την πόλη. Ποίηση και φαντασία συγκλονιστικά αποδοσμένα. Η εικόνα της ζωής που ξεπετάγεται μέσα από τον τάφο μαζί με  «ένα κλάμα σαν αχ».

Σοφία Χατζηκυριάκου – Βώττη / ofisofi

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Γι’ αυτούς που έκαναν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου – Συζήτηση με τη συγγραφέα Γεωργία Τάτση

Η ofisofi συζητά με τη συγγραφέα Γεωργία Τάτση// atexnos

Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε στο Κλειστό Άρτας το 1952. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες, το κρατικό ραδιόφωνο και την κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ ( «Η Βουλή στο χακί», «Σαν παλιά φωτογραφία», «Σήμερα έχεις εφημερία», «Με τα μάτια του Αλεσσάνδρο Νάτα» κ.α) . Το διήγημά της «Κολοκύθα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τα δέκατα» ενώ «Η κλωτσιά της πεταλούδας» συμπεριλαμβάνεται στο «HOTEL ένοικοι γραφής». Συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων «Είμαστε όλοι μετανάστες» που εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Πατάκη. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις  Γαβριηλίδης το βιβλίο της  «Χορός στα ποτήρια», το οποίο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2014 στην κατηγορία Διήγημα – Νουβέλα.

Διάβασα το «Χορό στα ποτήρια» πριν αρκετό καιρό και μου άρεσε η ιστορία, η ευρηματική αφηγηματική τεχνική, το πλούσιο και ζωντανό λεξιλόγιο που αγγίζει την ποιητική γραφή.
Στο «Χορό στα ποτήρια» άκουσα μια σπαρακτική αφήγηση, μια φωνή που συνομιλούσε με τη μνήμη και διαλεγόταν με τα ανθρώπινα προβλήματα με τρόπο συγκινητικό, τραγικό αλλά και αισιόδοξο.

Ευνοϊκές συγκυρίες με βοήθησαν να συναντήσω τη Γεωργία Τάτση και να της προτείνω μια κουβεντούλα για το περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.  Η ανταπόκρισή της ήταν άμεση. Με καφέ και γλυκό του κουταλιού, σε πολύ φιλική ατμόσφαιρα μού κατέθεσε κομμάτια της ψυχής της για τους δρόμους που οδήγησαν τη σκέψη της να γράψει αυτή τη συγκλονιστική ιστορία.


«Χορός στα ποτήρια» και μια από καρδιάς εξομολόγηση από τη Γεωργία Τάτση:

georgia-tatsi– Γεωργία, πώς σκέφτηκες να γράψεις το Χορό στα ποτήρια και πώς έδεσες έναν παραδοσιακό χορό με την αγάπη και τον ανθρώπινο πόνο, την Ιστορία, τον πάνω και τον κάτω κόσμο;

Γ.Τ- Υπήρχε μέσα μου ένα υλικό που νιώθω πως το κουβαλούσα από την εφηβεία μου. Τότε ήταν που έφυγα από το χωριό και ήρθα στην Αθήνα. Το υλικό αυτό ήταν η δημοτική μουσική, οι χοροί της, ο τόπος και οι ιστορίες του εμφυλίου, ιστορίες ανθρώπων της οικογένειας μου και άλλων ανθρώπων του περιβάλλοντος μου που με έφεραν σε επαφή με την έννοια του τραγικού από μικρή ηλικία. Υπήρξα ερωτευμένη με σπάνια κομμάτια της παράδοσής μας, όπως η « Παπαδιά», « Τα κλάματα», « Ο ήλιος» κ.α και με τον τρόπο που εκείνοι οι παλιοί άνθρωποι τα χόρευαν. Δεν χόρευαν για να τους δεις, δεν επιδείκνυαν την τεχνική τους, δεν μετέτρεπαν τον χορό τους σε θέαμα. Χόρευαν για τον εαυτό τους και υπερβαίνοντάς τον, άνοιγαν την καταπαχτή και σου επέτρεπαν να δεις μέσα της, σου επέτρεπαν να δεις την ψυχή τους.
Αυτό λοιπόν το υλικό που το κουβαλούσα πότε σαν προίκα και πότε σαν βάρος, με πίεζε πάντα κι έψαχνε τρόπο να εκφραστεί. Έτσι άρχισα να γράφω χωρίς σχέδιο, χωρίς κάποια συνολικότερη σύλληψη. Με αυτή την έννοια δεν επέλεξα το θέμα, αυτό μάλλον με επέλεξε. Ούτε επέλεξα να ασχοληθώ με την Ιστορία. Το ίδιο το υλικό μου ήταν εμβαπτισμένο στην Ιστορία. Ο τόπος καταγωγής μου υπήρξε πεδίο μαχών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και οι άνθρωποι του είχαν εμπλοκή με την Ιστορία είτε ως υποκείμενό της είτε ως θύμα της.

– Μιας και θίγεις το θέμα της Ιστορίας και καθώς σημαντικές ιστορικές περίοδοι όπως η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η Δικτατορία εμπλέκονται στις ζωές των ηρώων σου, πιστεύεις ότι αυτά τα θέματα μπορούν ακόμη να συγκινούν στη λογοτεχνία;

Γ.Τ- Δεν ξέρω αν συγκινούν. Όμως για να γράφονται σήμερα βιβλία που η ιστορία τους εκτυλίσσεται αυτές τις περιόδους σημαίνει πώς κάτι υπάρχει ακόμα εκεί ή κάτι υπάρχει σήμερα που έχει τη ρίζα του εκεί. Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να κρατάει ο άνθρωπος το παρελθόν του ζωντανό αφού το παρελθόν πλάθει τη ζωή μας, διαμορφώνει το παρόν μας. Πολύ περισσότερο που αυτό το παρελθόν για το οποίο μιλάς είναι ένα τραυματικό παρελθόν, όχι μόνο για  όσους βίωσαν το τραύμα αλλά και για όσους το κληρονόμησαν. Και το τραύμα, ατομικό και συλλογικό θέλει επεξεργασία. Νομίζω όμως ότι αυτό δεν έχει συμβεί.

– Λες ότι άρχισες να γράφεις χωρίς σχέδιο, χωρίς κάποια συνολικότερη σύλληψη. Από κάπου όμως ξεκίνησες. Ποια ήταν η αρχή και πώς εξελίχθηκε στη συνέχεια;

Γ.Τ- Έγραψα πρώτα ένα μικρό αυτόνομο κείμενο για την κηδεία μιας μάνας, στηριγμένη στο βίωμα του ανθρώπινου πόνου. Το τυπικό των κηδειών, η συνομιλία που είχαν οι άνθρωποι με τον νεκρό, τα μήλα, τα κυδώνια κ.λ.π με τα οποία έστελναν τα νέα τους στους δικούς τους νεκρούς και είχα δει πολλές φορές ως παιδί στον τόπο καταγωγής μου, με συγκλόνιζε.
Μετά έγραψα ένα δεύτερο αυτόνομο κομμάτι, αυτό της σαλεμένης μάνας που χάνει την έφηβη κόρη της και κρεμάει τα ρούχα του παιδιού της στα μαδέρια. Το τρίτο αυτόνομο κομμάτι ήταν η σκηνή του πανηγυριού, η Παπαδιά, ο χορός στα ποτήρια, όχι ακριβώς όπως είναι γραμμένη στο βιβλίο. Έγραψα, δηλαδή , για πράγματα που είχα βιώσει και είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους μέσα μου. Όταν έγραψα τη σκηνή του χορού , σκέφτηκα να δέσω τα κομμάτια αυτά σε μια ιστορία. Και εκεί σταμάτησα. Δεν μπορούσα να βρω την ιστορία. Τα παράτησα για πολύ καιρό.

– Τη βρήκες όμως. Τι σε βοήθησε να ολοκληρώσεις τελικά την ιστορία;

Γ.Τ- Μια φράση που πέρασε από το μυαλό μου, « Κάθε πρωί ανέβαζε τη ζωή του ψηλά και την κατέβαζε το βράδυ» , που αποτέλεσε και την πρώτη φράση του βιβλίου. Τότε προσπάθησα να φανταστώ αυτόν τον άνθρωπο που ανεβοκατέβαζε τη ζωή του. Ποιος είναι, τι δουλειά κάνει, πού ζει. Τον έχτιζα καθώς απαντούσα στα ερωτήματα και η ιστορία προέκυπτε όσο αυτός έβρισκε το πρόσωπό του. Ήταν ο Αλέξανδρος. Από ένα σημείο και μετά με οδηγούσε στην ιστορία του κεντρικού προσώπου και στη δομή του μυθιστορήματος.

– Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη, τα οποία φαίνονται αρχικά ασύνδετα μεταξύ τους καθώς εισάγονται νέα πρόσωπα και οι ιστορίες τους, όπως αυτό του βασανιστή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Δεν είναι όμως. Πώς συνδέονται μεταξύ τους;

Γ.Τ- Οδηγήθηκα στο δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου αφού ολοκλήρωσα το πρώτο γιατί ήθελα να καταλάβω τον βασανιστή. Έτσι αποφάσισα να αφηγηθώ και τη δική του ιστορία, πράγμα δύσκολο γιατί αυτόν τον χαρακτήρα δεν τον γνώριζα καθόλου. Διάβασα συνεντεύξεις βασανιστών, μίλησα με ανθρώπους που είχαν γνωρίσει βασανιστές, αλλά για να καταλάβω πώς λειτουργεί και να μην γίνει καρικατούρα ο ήρωας μου έπρεπε να τον αγαπήσω και να τον κατανοήσω. Και αυτό προσπάθησα να κάνω . Και οι δύο ήρωες είναι επινοημένα πρόσωπα. Φαίνεται πως άρχισα να γράφω για να καταλάβω τι συνέβη σε αυτόν τον τόπο, τι συνέβη στην οικογένειά μου, τι συνέβη σε μένα την ίδια και γράφοντας συνειδητοποίησα πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη το κάτοπτρο της συλλογικής Ιστορίας για να κατανοήσει την προσωπική του ιστορία.

– Διαβάζοντας το μυθιστόρημα κινητοποιούνται και οι αισθήσεις . Σε αυτό συμβάλλουν οι πολύ δυνατές εικόνες που ξεχωρίζουν με την πλάγια γραφή και το άρωμα του μανταρινιού που διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Νομίζω όμως ότι τόσο η πλάγια γραφή όσο και το άρωμα του μανταρινιού λειτουργούν διαφορετικά, πέρα από την αισθητοποίηση. Ποιος είναι ο λειτουργικός τους ρόλος στην εξέλιξη της ιστορίας;

Γ.Τ- Η πλάγια γραφή είναι ένας τρόπος να μη χαθεί το παρελθόν μέσα στην αφήγηση. Ο ρόλος του παρελθόντος είναι καταλυτικός, είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας μου και ήθελα αυτό να εκφράζεται και στη μορφή του κειμένου. Το παρελθόν δεν είναι κάτι αμετάβλητο, αλλάζει, είναι παρόν. Για το λόγο αυτό και η εσωτερική σύγκρουση του Αλέξανδρου όταν σχεδιάζει το θάνατο του Τάσου είναι με πλάγια μορφή. Όσο για το άρωμα μανταρινιού, αυτό μας πάει πίσω ως την πρώτη συνάντηση του ήρωα με αυτό, διεγείροντας τη μνήμη των γεγονότων που ήταν εμποτισμένα με τη μυρωδιά του. Λειτουργεί, ας πούμε, όπως το βουτηγμένο στο τσάι μπισκοτάκι, η μαντλέν του Προυστ στο Χαμένο Χρόνο.

– Ο κύριος ήρωας σου, ο Αλέξανδρος, είναι μετανάστης σε μια σουηδική πόλη. Ένας ξένος ανάμεσα στους ξένους που συνομιλεί με τους δικούς του , με το παρελθόν του σχηματίζοντας τα είδωλά τους μέσα στα τζάμια που καθαρίζει, που θυμάται και πονάει για ό, τι έχει αφήσει πίσω. Έχω την αίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο διευρύνεις την έννοια της μετανάστευσης.

Γ.Τ- Πέρα από αυτό που η ίδια η λέξη μετανάστευση ορίζει στο βιβλίο , έχει και την έννοια της απόστασης που επιβάλλεται να πάρει ο άνθρωπος μετά από μεγάλες συμφορές για να μη βουλιάξει, για να δει τα πράγματα πιο καθαρά. Η απόσταση αυτή όμως δεν αδρανοποιεί τη μνήμη, αντιθέτως την κρατάει σε εγρήγορση φέροντας το παρελθόν στο παρόν.

– Ο Αλέξανδρος όμως βρίσκει τον έρωτα και την αγάπη εκεί στα ξένα και αυτό θα λειτουργήσει λυτρωτικά.

Γ.Τ- Ο έρωτας είναι ο μέγας ελκυστής για την πραγματοποίηση της ενότητας με το άλλο, με αυτό που μας υπερβαίνει.

– Χρησιμοποιείς ένα συγκλονιστικό εύρημα για να αποκαλυφθεί η ταυτότητα, η προσωπικότητα του βασανιστή, το λαγό στιφάδο, και συγκεκριμένα τα μάτια του λαγού που είναι ανοικτά ακόμη και στον ύπνο και παρακολουθούν τα πάντα. Πώς το σκέφτηκες αυτό;

Γ.Τ-Χρωστάω το λαγό στιφάδο στον Αργύρη Χιόνη. Όταν έγραφα, διάβασα εντελώς τυχαία τα « Όντα και μη όντα». Φτάνοντας στο κείμενο με τον τίτλο «ο λαγός» και συγκεκριμένα στο σημείο «Ακριβώς όπως κι ο ποιητής, ο λαγός πεθαίνει με ανοιχτά μάτια, βλέπει το θάνατο να τον ζυγώνει, ως να χωθεί μέσα στις κόρες του, κι ύστερα, συνεχίζει να κοιτά το τίποτα» στη θέση του λαγού που πεθαίνει με τα μάτια ανοιχτά είδα το κεφάλι του βασανισμένου από τον Τάσο, Δημήτρη Ράμμου. Βασίστηκα σ’ αυτή την ιδέα κι έστησα πάνω της όλο το κεφάλαιο. Η συνάντησή μου με το κείμενο του Χιόνη γονιμοποίησε τη σκέψη μου.

– Η  εντύπωση μου είναι  ότι τα μάτια του λαγού μετατρέπονται σε ερινύες που κυνηγούν τον βασανιστή και  τα μάτια του νεκρού που μένουν ανοικτά ίσως είναι μια τιμωρία, δηλαδή ο άνθρωπος που αδικεί κάποιον άλλον άνθρωπο κάποια στιγμή θα τιμωρηθεί . Μέσα σε αυτό το μοτίβο διακρίνω το σχήμα ύβρις – άτη- νέμεσις – τίσις. Πόσο σε έχει επηρεάσει η αρχαία ελληνική τραγωδία και ηθική ;

Γ.Τ- Με έχει επηρεάσει, μάλλον επειδή με έχει αγγίξει το τραγικό, παρά επειδή γνώριζα το σχήμα ύβρις –άτη – νέμεσις – τίσις και τους κανόνες του. Αν αναλογιστεί κανείς τι συνέβαινε στη χώρα μας τη δεκαετία του ’50, που εγώ γεννήθηκα, θα καταλάβει τι εννοώ. Η οικογένειά μου – και όχι μόνον η δική μου – έζησε τον εμφύλιο στα σπλάχνα της, είχε θύματα, διαλύθηκε. Με αυτή την έννοια με έχει επηρεάσει βαθιά η αρχαία τραγωδία, αν και όταν έγραφα το Χορό στα ποτήρια δεν είχα καμιά συνείδηση του γεγονότος.

– Νομίζεις ότι τελικά μπορούν να αποκατασταθούν οι αδικίες και να πληρώσουν οι θύτες; Η εκδίκηση είναι μέρος της αποκατάστασης;

Γ.Τ-Με τους θεούς απόντες πώς να αποκατασταθούν οι αδικίες; Οι θύτες πληρώνουν ακόμα κι αν δεν πληρώνουν με τον τρόπο της λυτρωτικής κάθαρσης, ωστόσο το σφάγιο είναι πάντα εκεί ( η Ιφιγένεια, ο Αστυάναξ, τα παιδιά της Μήδειας κ.λ.π.).
Η εκδίκηση; Είναι η απονομή δικαιοσύνης όταν οι θεσμοί που την αποδίδουν έχουν καταργηθεί.

– Κάνεις μια εκπληκτική ψυχογράφηση του Αλέξανδρου ενώ προετοιμάζεται να τιμωρήσει τον βασανιστή του ξάδελφου του. Τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχή του , με τι συγκρούεται;

Γ.Τ- Ο άνθρωπος όσο έρχεται αντιμέτωπος με τα σκοτάδια του και κατεβαίνει βαθιά στην άβυσσό του τόσο αποκτά συνείδηση της τραγικότητάς του. Αυτήν την τραγικότητα βιώνει ο Αλέξανδρος όταν κάνει πρόβες για το θάνατο του Τάσου. Μέσα του συγκρούεται το δίκαιο με το άδικο, το δίκαιο με το ηθικό, το ιδιωτικό με το κοινωνικό, η ύπαρξη με τη θνητότητα.

– Θα ήθελα να μου μιλήσεις για μια από τις πιο συνταρακτικές σκηνές της ιστορίας σου. Για την πτήση και την πτώση του Αλέξανδρου τη στιγμή που χορεύει στα ποτήρια.

Γ.Τ- Την «Παπαδιά» που χορεύεται στα ποτήρια, την ξέρω καλά. Δυο – τρεις φορές τόλμησα να τη χορέψω κι εγώ. Είναι σαν να σε οδηγεί στην ανάταση η ίδια η τραγικότητα της ύπαρξης. Έχω δει άντρα να τη χορεύει και να φεύγει, να πετάει, χόρευε και έτρεχαν τα μάτια του. Τον άνθρωπο αυτό ανακάλεσα στη μνήμη μου και προσπάθησα να αναπαραστήσω τη σκηνή βάζοντας στη θέση του τον Αλέξανδρο και τη δική του ιστορία. Με ενδιέφερε η ισορροπία πάνω σε κάτι τόσο εύθραυστο, όπως το γυαλί. Ο Αλέξανδρος, χωρίς άμεση επαφή με τη γη, σε πτήση, αλλά και με τον κίνδυνο της πτώσης, έπρεπε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του ρυθμού και του σώματός του. Η εικόνα του χορού του είναι ταυτόχρονα και η εικόνα της ζωής του. Στην ίδια εύθραυστη ισορροπία ακροβατούσε και η ζωή του. Αλλά η πτήση είναι συνυφασμένη με την πτώση κι εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την απώλεια, να μάθουμε τον τρόπο να τη διαχειριστούμε.
xoros-sta-potiria– Αυτή η απώλεια αγαπημένων προσώπων και ο θάνατος κυριαρχούν στο βιβλίο σου.

Γ.Τ- Το θέμα του βιβλίου είναι ο θάνατος στην πραγματική και στην υπαρξιακή διάστασή του. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Και οι δύο ήρωες του βιβλίου πεθαίνουν. Έχει όμως σημασία ο τρόπος που πεθαίνουν γιατί ο θάνατός τους καθορίζεται από τον τρόπο που έζησαν. Ο Αλέξανδρος πεθαίνει αναπάντεχα, μες στην ενότητα του εαυτού του και της κοινότητας, χορεύοντας, στην κορύφωση μάλιστα του χορού. Ο Τάσος – στον αντίποδα του Αλέξανδρου- πεθαίνει αντιμετωπίζοντας το θάνατο σαν λύτρωση, κατακερματισμένος, μόνος, έρημος, άρρωστος, χωρίς καμιά ανάληψη ευθύνης. Κατά τον Καστοριάδη ο ελληνικός κόσμος χτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο και το θάνατο, είμαστε θνητοί και ό, τι έχουμε να κάνουμε – αν γίνεται- θα γίνει εδώ από μας. Συμφωνώ μαζί του. Μόνο η βαθιά συνείδηση της θνητότητάς μας δίνει αξία και νόημα στη ζωή μας. Σήμερα φοβόμαστε να πονέσουμε, φοβόμαστε τους νεκρούς μας, από το νοσοκομείο τούς πάμε κατευθείαν στο νεκροταφείο χωρίς καν να ανοίξουμε το φέρετρό τους. Οι άνθρωποι του βιβλίου τούς βλέπουν, τούς ξενυχτούν στο σπίτι τους, τούς μιλούν, τούς αγγίζουν. Κλαίνε, γελάνε, πενθούν κι έτσι αποχτούν επίγνωση της θνητότητάς τους. Δεν αποφεύγουν τον πόνο γιατί ξέρουν χωρίς κανείς να τους το έχει πει πως μέσω του πόνου αποκτάει κανείς συνείδηση των ορίων του, του εαυτού του, του κόσμου.

– Ξεκινώντας να γράφεις την ιστορία σου ή τις ιστορίες σου συλλαμβάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται βιβλία και συγγραφείς που το έργο τους , οι ιδέες του και η σκέψη τους σε έχουν επηρεάσει και ενδεχομένως τους μεταφέρεις με τον τρόπο σου μέσα στο δικό σου γράψιμο, στο δικό σου έργο;

Γ.Τ- Υπάρχουν βιβλία που έχουν συνταράξει την ψυχή μου και στα οποία επανέρχομαι πολύ συχνά. Από τα Νεοελληνικά Διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού « Το αμάρτημα της μητρός μου», από τις Κορφιάτικες Ιστορίες του Κωνσταντίνου Θεοτόκη το « Πίστομα». Το « Πίστομα» – οικεία λέξη, λέξη της καθημερινότητάς μου αφού κι εμείς στην Ήπειρο το μπρούμυτα πίστομα το λέμε – με καθήλωσε για το φρικώδες θέμα του ( όπως και το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν), αλλά κυρίως για την οικονομία και την αφαίρεσή του. Κορυφώνει την ένταση μιας ολόκληρης σκηνής με μία μόνο λέξη. Σου τσακίζει τα κόκαλα.
Το « Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος» από την Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών του Ντανίλο Κις, απόσπασμα του οποίου χρησιμοποιώ ως μότο στο
« Χορός στα ποτήρια» με βοήθησε να κατανοήσω την αμφισημία, την αμφιβολία, τις πολλές εκδοχές της αλήθειας μέσα στην αφήγηση.
Ο Χουάν Ρούλφο με το « Πέδρο Πάραμο» με έφερε σε επαφή με τους δικούς μου νεκρούς και ο Περ Όλοβ Ένκβιστ με το « Πεπτωκώς άγγελος» μου αποκάλυψε τα πολλά πρόσωπα της αγάπης.
Η φράση του Μπόρχες « οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα» από το μικρό κείμενο « Η πλοκή» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο « Ο δημιουργός» έχει στοιχειώσει τη σκέψη μου. Πάνω σ’ αυτή τη φράση προσπαθώ να δομήσω την ιστορία που δουλεύω αυτό τον καιρό.
Δεν χρειάζεται να μιλήσω για την επίδραση που έχει μέσα μου το δημοτικό τραγούδι. Είναι εμφανές – νομίζω – αφού το δημοτικό τραγούδι αποτελεί δομικό στοιχείο του βιβλίου « Χορός στα ποτήρια».

-Γεωργία, τελειώνοντας και αφού σε ευχαριστήσω γι’ αυτήν την ενδιαφέρουσα κουβέντα και την ανταπόκρισή σου στην πρόσκληση του ΑΤΕΧΝΩΣ θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς μπορεί τελικά ένα βιβλίο που έχει ως θέμα το θάνατο να είναι τόσο αισιόδοξο στο τέλος;

Γ.Τ- Μπορεί. Γιατί οι άνθρωποι του βιβλίου «έκαναν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου».

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Κεραυνός

Τους έπιασε η βροχή όταν σουρούπωνε, μόλις είχαν τελειώσει τις ελιές τους. Μάζεψαν μαύρες για αλάτισμα, φόρτωσαν τα κοφίνια στο άλογο τους. Ο πατέρας πήρε το ζώο και προχώρησε μπροστά. Πιο πίσω η μάνα έπαιζε με τις μανταρινόφλουδες στην τσέπη της ζακέτας.
Και τότε σχίστηκε ο ουρανός στα δυο, από τις βροντές σείστηκε ο τόπος, λάμψεις απλώθηκαν - τους τύφλωσαν - για μια στιγμή έγινε μέρα. Το άλογο αγρίεψε, κάλπαζε αφηνιασμένο. Λύθηκαν τα κοφίνια, χύθηκαν οι ελιές, έτρεχαν στον κατήφορο κατρακυλώντας.
Γυρίζει ο πατέρας ψάχνει τη γυναίκα του, μες στη βροχή φωνάζει " Όλγα, Όλγα" ώσπου στη ρίζα του κυπαρισσιού, βλέπει ένα σκούρο πράμα. Η Όλγα. Πήρε ένα κοφίνι και την έβαλε, το φόρτωσε στην πλάτη και τη μετέφερε στο σπίτι.
Με τόση λάσπη και το φορτίο που βάρυνε από το θάνατο, μια ώρα δρόμο - δυο τον έκανε. Εδώ γλιστράει , εκεί βουλιάζει, πέφτει, σηκώνεται, δέρνει η βροχή το πρόσωπό του.  Μούλιασαν πάνω του τα ρούχα, έσταζαν. Ένιωθε το νερό να καίει το σώμα του και πιο πολύ να καίει τα σωθικά του.
Στεκόταν η Ευδοκία στο παράθυρο. Στο πλάι της, ο Αλέξανδρος, μικρός. Το κεφαλάκι του έφτανε σχεδόν στη μέση της. Το κορίτσι είχε την παλάμη του ακουμπισμένη προστατευτικά στον ώμο του παιδιού. Σαν σε φωτογραφία. Το πλαίσιο του παραθύρου γύρω - γύρω και θαμπωμένο το γυαλί μπροστά. Ίδια κοψιά, ίδιο βλέμμα.
Ανάμεσα τους δώδεκα χρόνια διαφορά, δεν έμοιαζαν για αδέλφια. Μάνα με γιο τους έκανες. Είναι φορές που τα πράγματα έρχονται έτσι, παίρνουν τέτοια θέση, τέτοια στάση που σου δείχνουν, σε προειδοποιούν.
Η Ευδοκία δεν το ήξερε αλλά είχε ήδη γίνει η μάνα του αδελφού της.

Εκεί λοιπόν βρισκόταν η Ευδοκία με το παιδί, ρέμβαζε κοιτώντα ςτη βροχή, που σχημάτιζε ρυάκια θολώνοντας ελαφρά το τζάμι, αλλά η ρέμβη αυτή χανόταν λίγο - λίγο. Όσο η βροχή δυνάμωνε και άστραφτε και βροντούσε, μια ανησυχία την καταλάμβανε, μια αναστάτωση, ένα κακό προαίσθημα για την αργοπορία των γονιών τους. Και όπως είδε το πατέρα με το κοφίνι στην πλάτη, χωρίς  το άλογο , χωρίς τη μάνα - πάγωσε. Πετάχτηκε έξω " πατέρα , τι έγινε;" Το αγόρι ήρθε και στάθηκε στην πόρτα, εκείνος " σουτ, παρ' το παιδί απ' το σπίτι. Διώξ' το. Κεραυνός. Πάει η μάνα σου."
Όρμηξε η Ευδοκία στο κοφίνι. Μόλις αντίκρισε τη μάνα της νεκρή, το ουρλιαχτό του πληγωμένου ζώου αντήχησε: " Μανούλα μουουου". Σωριάστηκε στη λάσπη ο πατέρας.

Πέντε χρονών ο Αλέξανδρος δεν ξαναείδε τη μητέρα του. Μετά από κείνο το μπουμπουνητό και το άστραμμα και το κοφίνι στην αυλή, εκεί στη λάσπη - στη μέση της κάμαρης μια σκεπασμένη κάσα αντί για μάνα.
Στο κεφαλάρι ο πατέρας αδάκρυτος και ο κόμπος στο καρύδι ούτε πάνω ούτε κάτω. Πλάι του η Ευδοκία, γυναίκα από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην πόρτα, η νονά του Αλέξανδρου, η Μαρία. Κρατούσε το χέρι του παιδιού και πίσω της το πλήθος. Άνδρες αξύριστοι, με μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι. Γυναίκες στα μαύρα. Πενθούσαν το δικό τους γιο, τον αδελφό, τον άντρα.
Τρία μόλις χρόνια από την εποχή που ορφάνευαν παιδιά και - πιο συχνά - γονείς από τα παιδιά τους. Κόρες γίνονταςν μανάδες των μανάδων τους και γιοι - όσοι είχαν επιζήσει - των πατεράδων τους πατέρες. Τόσος πόνος.
Η νονά - Μαρία πλησίασε στο αυτί του Αλέξανδρου " εδώ είναι η μάνα σου, ασπάσου την " και σκύβει το παιδάκι` δεν βλέπει μάνα, ασπάζεται μυρτια και δενδρολίβανο και τόπους - τόπους κόκκινα γεράνια.
Οι μαυροφόρες έμπαιναν μία - μία, αφήνοντας στην κάσα μήλο, ρόδι, κυδώνι, χαιρετίσματα λέει στον δικό της νεκρό. Πρώτη η Αποστόλαινα στέλνει στον άνδρα της κυδώνι.
" Να το δώσεις Όλγα μ' χαιρετίσματα στουν Αποστόλη μ'. Να τ' πεις καμάρι μ' να μη στενοχωριέτι για τς κοπέλες τ'. Είνι καλά να τ' πεις. Έζησαν κι οι δο κι έφτασαν στ' Ρουμανία. Εκεί βρίσκουντι πες του μαζί μι άλλους απού δω. Καλά, μια χαρά να τ' πεις. Να μη στενοχωριέτι".
Και η μάνα της νονάς - Μαρίας. Ο ένας γιος σκοτώθηκε στη Μάχη της Αμφιλοχίας, ο άλλος βρέθηκε στα λιβάδια της Πολωνίας να βοσκάει γελάδια. Χίλια κεφάλια, έμαθαν.
Αφήνει το ρόδι για το σκοτωμένο.
" Αυτό το ρόιδο είνι απ' τη ροϊδιά που φύτεψι με τα χεράκια τ' , πες στουν Κώστα μ' Όλγα μουουου. Έχω τ' ροϊδιά σ' για να σι θμάμι. Να θμάμι τς καλές σ', τς κουβέντες λιβέντη μου...Ας ζούσις λιβέντη μου. Να μι περιμένς Κώστα μ'. Να μι περιμέντς παλικάρι μ', έρχομι κι γω. Έρχομι λιβέντη μουουου..."
Μπαίνει και η αδελφή της νεκρής , η Αντριάνα. Ακούμπησε δυο μανταρίνια στην κάσα και την αγκάλιασε χαμηλά, στο μέρος που βρίσκονταν τα πόδια της.
" Άιντε σήκω μαργιο-
μαργιόλα μ' απ' τη γη
κι από το μαύρο χώμα
ψυχή, καρδούλα μου".
Το παίρνουν τότε όλες μαζί οι γυναίκες και απαντούν με τη φωνή της αστραποκαμένης, αν και στην πραγματικότητα στη θέση της Όλγας βάζει η κάθε μια το δικό της νεκρό και μοιρολογεί εξ ονόματος του.
" Άιντε με τι πο-
ποδάρια η μαύρη να σκωθώ
και χέρια ν' ακουμπήσω
ψυχή, καρδούλα μου..."
Χαμηλή η φωνή τους στην αρχή, ύστερα την υψώνουν σπαραχτικά και την απλώνουν και άλλες κρατούν το ίσο, ένα βαθύ βασανιστικό ώχουουου που κενταέι τις ανάσες ανάμεσα στα λόγια και τα ίδια τα λόγια.
Απότομη μικρή σιωπή και ξαναρχίζουν όλες μαζί, με όλο τον πόνο που ειχε συσσωρεύσει στην ψυχή τους τόσος θάνατος, με όλη την τρυφεράδα που στοιβάχτηκε εκεί γιατί δεν πρόλαβε να ξοδευτεί στα αγαπημένα πρόσωπα πριν φύγουν.
" Ορέ κάμε τα νύ-
τα νύχια σου τσαπία
τις απαλάμες φτυάρια μαργιό -
μαργιόλα μου..."
Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια στις κηδείες. Μέχρι που στέγνωσαν οι γυναίκες και πέτρωσαν. Δεν μοιρολογούσαν πια. (απόσπασμα)



Γεωργία Τάτση, Χορός στα ποτήρια, Γαβριηλίδης 2013

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Γαλαζοαίματη



- Αν καταπέσω απ’ τα ποδάρια μου κι έχω ακόμα τα λογικά μου, ξέρω τι να κάνω. Μη στενοχωριέσαι. Τα έχω όλα σχεδιασμένα, μια χαρά. Αν όμως χάσω το νου μου, να μην το σκεφθείς. Καθόλου να μην το σκεφθείς. Μη δειλιάσεις. Το έχω βασανίσει πολύ, κορίτσι μου. Οταν δε με κολλάει ύπνος, αυτό κάνω. Αυτό σκέφτομαι. Έχω καταλήξει και στο λέω τώρα που είμαι ακόμα εις θέσιν να στο πω. Δε φοβάμαι, δεν το φοβάμαι καθόλου. Τι είναι, τι νομίζεις πως είναι; Ενα φου. Ενα φου είναι. Τίποτα άλλο. Ενα φου. Στη θάλασσα. Θα με πας στα βαθιά, μπλουμ θα μ’ αδειάσεις μέσα και θα μου δώσεις μια να πάω στον πάτο. Αυτό είναι. Τίποτα άλλο. Ενα φου.

- Μαμάαα… Μαμάαα… Σταμάτα τις βλακείες…
Ηταν η τελευταία κουβέντα μας όσο ακόμη λειτουργούσε το μυαλό της. Το εννοούσε, δεν το εννοούσε, δοκίμαζε τον εαυτό της, τον προετοίμαζε, το έλεγε για να δει τις αντιδράσεις μου, ήταν ένας τρόπος να δει το μετά, ήθελε να πέσω στα πόδια της και να την κλάψω ζωντανή, να τη θρηνήσω σαν να ήταν ήδη πεθαμένη, ήθελε απλώς παρηγοριά, ήθελε μόνο να της δείξω την αγάπη μου; O θεός κι η ψυχή της.
Μετά έγινε το βραχυκύκλωμα. Κάηκαν οι ασφάλειες. Έπεσε ο γενικός. Συσκότιση. Δούλευαν μόνο τα πόδια και μόνο με δική μου εντολή. Σήκω… σήκω, μαμά… σήκω. Έλα να περπατήσουμε. Κι όταν επιτέλους τη σήκωνα, περπάτα… μαμά… περπάτα… Αυτό το πόδι πρώτα… έλα, σήκωσε το πόδι… αυτό… αυτό… τη διέταζα αγγίζοντας μια το αριστερό, μια το δεξί κι εκείνη υπάκουε στις διαταγές, τρεκλίζοντας.
Στο κρεβάτι. Με τη ρόμπα της. Συρρικνωμένη, αφυδατωμένη, σαν να μην είχε αίμα μέσα της. Τα χέρια, φιλντισένιοι ράβδοι διάστικτοι με καφετιές κηλίδες σαν του ορτυκιού τα αυγά. Φιλντισένιοι ράβδοι, σταυρωμένοι στην κοιλιά της. Μόνο τα χέρια της ανάσαιναν ή σαν να ανάσαινε με τα χέρια. Νεκροστόλισε δώδεκα ανθρώπους, γυναίκες – άντρες, χαμένους από γερατειά, από αρρώστια, ώς και μωρά από πνιγμό, με αυτά τα χέρια. Τους έπλυνε το σώμα με το ξίδι και τους έντυσε το σάβανο κατάσαρκα.
Ξεγέννησε πολλές επίτοκες, έπιανε το κεφαλάκι του νεογνού στον αυχένα και του κολλούσε το στόμα στη θηλή.
Δεν έδειρε ποτέ σκυλί ή γατί. Σκούπιζε το δάκρυ από το μάτι του αλόγου και τράβηξε το πουλαράκι από την κοιλιά της μάνας του. Το σήκωσε αγκαλιά και το έστησε στα πόδια του. Δεν χρειάστηκε μαχαίρι ή τσεκούρι για να σφάξει κόκορα ούτε ραβδί ή πέτρα για να συντρίψει φίδι. Εστριβε το λαρύγγι του πετεινού με τα χέρια της και τον πετούσε πέρα, αλλού το σώμα αλλού το κεφάλι κι έλιωνε με τη φτέρνα την οχιά. Για τη δενδρογαλιά άφηνε, πάντα, έξω απ’ την πόρτα μας, ένα βαθύ πιατάκι γάλα.
Αλλά ό,τι πριν ήταν η μάνα μου, τώρα μια κούκλα, φτιαγμένη με ξυλάκια, ρεταλάκια, από τα παιδικά μου φορέματα, μια κουτσούνα με κολλημένα γυαλάκια στη θέση των ματιών, ένα μηχανικό ρομπότ που έπρεπε να του κουρδίζω τα πόδια, να γυρίζω με μεγάλη προσπάθεια το κλειδί, να κουρδίζω ένα αποσυντονισμένο ρολόι, να βάζω το ξυπνητήρι στη σωστή ώρα για να μη γυρίσει ο κόσμος ανάποδα.
Ζώδιο του νερού. Καρκίνος. 2 Ιουλίου, ανήμερα των γενεθλίων της, αποφάσισα να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Την έφερα στη θάλασσα. Με την ανατολή. Να μην υπάρχει ψυχή. Μόνο αυτή κι εγώ. Ολα οργανωμένα. Φτάσαμε στην παραλία με το αυτοκίνητο. Άνοιξα την πολυθρόνα και την έβαλα να καθίσει στο θρόνο της. Φώτισε το πρόσωπό της, χαμογέλασε όταν τα γυαλάκια στη θέση των ματιών αντίκρισαν τη θάλασσα. Άνοιγε το στόμα και την κατάπινε. Τη στοίβαζε εντός της. Μετά τη σήκωσα. Περπάτησε στην άμμο ώς την άκρη του νερού. Βημάτισε μέσα. Πρώτα οι πατούσες μέχρι τον αστράγαλο. Σιγά σιγά ίσαμε τη μέση της κνήμης. Την πήγα πιο βαθιά. Το νερό μας έφτανε ώς τη μέση. Όπως στεκόμασταν η μια απέναντι στην άλλη, κρατημένες με τα χέρια μας, εγώ έχοντας την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα κι εκείνη να βλέπει το πέλαγος, μπροστά, πρόσεξα τα πόδια της – κλαράκια που έπιναν νερό. Ρουφούσαν το νερό σαν το σφουγγάρι. Ουράνια ομορφιά είχε πλημμυρίσει το πρόσωπό της. Το αίμα, το γαλάζιο αίμα έμπαινε στο σώμα της και η μάνα μου –γαλαζοαίματη- έφυγε στα βαθιά, μέσα απ’ τα χέρια μου, τρεις απλωτές κι είδα τη βουτιά της. Είδα τα πόδια της που γύριζαν, ανέβαιναν, σηκώνονταν σαν την ουρά του φυσητήρα. Τα ύδατα ταράχτηκαν και πετάχτηκαν πάνω, αμέσως εκείνη αναδύθηκε στην επιφάνεια, τινάχτηκε ψηλά, όπως τινάζονται πολλές φορές τα ψάρια και χάθηκε, παίρνοντας μαζί της τη θάλασσα. Στα χέρια μου κρατούσα πλέον ένα πούπουλο. Δεν είχε βάρος. Πέθανε όρθια κι ίσως της πρέπει όρθια να ταφεί. Ας βρέξει τώρα να σβήσει το αναμμένο μου κεφάλι, ας βρέξει τώρα να επιστρέψει η θάλασσα στη θέση της.

                                                                                       Γεωργία Τάτση 
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Μέθεξη



 Pablo Picasso, The Three Dancers (1925)
Στην πλατεία του χωριού όπου οι πανηγυριώτες του Δεκαπενταύγουστου γλεντούσαν, παρά τη ζέστη και την άπνοια, και άδειαζαν τα μπουκάλια με τις μπύρες και κατέβαζαν τα ούζα, σπάζοντας τα ποτήρια μέσα στην παραζάλη του κεφιού, αναγκάζοντας  τους δυο σερβιτόρους να μαζεύουν με σκούπες και φαράσια τα σπασμένα γυαλιά που στραφτάλιζαν στα σημεία όπου άφηναν πέρασματα φυλλώματα του πλάτανου κι έπεφταν οι ηλιαχτίδες - κάποιος μερακλής χόρευε πρώτος την " Παπαδιά", μέσα σε "όπα" και σφυρίγματα, πετώντας κάθε τόσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα προς τα όργαναν κι άλλα τα ίσιωνε, τα έφτυνε με όσο σάλιο του είχε απομείνει και τα κολλούσε στο μέτωπο του κλαριντζή.
Καθώς το χέρι με τα χαρτονομίσματα πλησίαζε το μέτωπο, ο μουσικός ακουμπούσε το κλαρίνο στο αυτί του πρώτου και συγχρόνιζε  το παίξιμό του με τα βήματα του χορευτή, προτρέποντας τον να προχωρήσει πιο βαθιά στο "κάπου αλλού" όπου βρισκόταν.
Λύγιζε ο μερακλής το σώμα του συνεπαρμένος από του "κάπου αλλού", έτρεχε ο ιδρώτας σε λαιμό και στήθος, το μουσκεμένο του πουκάμισο άχνιζε όπως αχνίζει το βρεγμένο ρούχο στη φωτιά κοντά.
Με τα μάτια κλειστά έγερνε το κεφάλι πίσω και ακολουθώντας το ρυθμό, το έφερνε εμπρός κι έσκυβε σιγά σιγά μέχρι το χώμα, υποκλινόμενος στο σπάραγμα του κλαρίνου.
Τον έκλεινε η παρέα του σε κύκλο και τον πότιζε, του άδειαζε κι άλλο ούζο μες στο στόμα βρέχοντάς τον - κορμί πουκάμισο ένα πράμα - και όπως κυλάει το οινόπνευμα στο λαρύγγι του και όπως ελίσσεται ο ήχος κι ανεβαίνει, ανοίγει εντός του η καταπαχτή και ξεχειλίζει το μεράκι, ρέει, στάζει, κι αυτός μυρίζει ιδρώτα και γλυκάνισο και τα μαλλιά του πιο στιλπνά, πιο μαύρα, λάμπουν τα μάτια , ιριδίζουνε, δόντια πυκνά και μαργαριταρένια.
" Γεια σου Αλέξανδρε, να ζήσει το Κλειστό" λέει, καμαρώνοντας το φίλο του ο δεύτερος που του κρατάει το μαντίλι, και κάποιος άλλος αναποδογυρίζει τρία ποτήρια του κρασιού στο χώμα, έτσι που μεταξύ τους σχηματίζουν τρίγωνο, για να χορέψει ο μερακλής επάνω τους.
Πατάει ο Αλέξανδρος στο κρασοπότηρο με το αριστερό, με αργή κίνηση φέρνει μπροστά στο γόνατο το άλλο πόδι και πάλι αργά το πάει πίσω, κοντά στην κλείδωση.
Χαμηλώνοντας το σώμα, αργά, κουρνιάζει ολόκληρος πάνω στο ποτήρι, μένει για λίγο ακίνητος, συγκεντρωμένος στα έγκατα του εαυτού του και ύστερα στροβιλίζεται, ξεδιπλώνετα, μετεωρίζεται  για μια στιγμή και εκτινάσσεται, αλλάζοντας πόδι στον αέρα, πατάει με το δεξί στο μεσάιο κρασοπότηρο, στο ακριανό μετά, μεσαίο, ακριανό, ακριανό, μεσαίο, ξανά, ξανά φτερουγίζοντας από ποτήρι δε ποτήρι.
" Γεια σου, Αλέξανδρε" λέει πάλι ο φίλος και ο Αλέξανδρος δεν είναι πια ο Αλέξανδρος. Το αρσενικό, ο αετός που ανοίγει τη βεντάλια των φτερών του και ανυψώνεται, ενσαρκώνοντας την ψυχή όλων των ανδρών, όσων χορεύουν μαζί του και τον επευφημούν και όσων αμίλητοι τον βλέπουν αφού ο χορός τους επιτρέπει ν' αφεθούν στο συναίσθημα χωρίς ντροπή, χωρίς αυτοσυγκράτηση και επιφυλάξεις.
Οι γυναίκες ρίχνουν νερό, δροσίζουν το λαιμό και τα μηνίγγια τους που φλέγονται από ανομολόγητο πόθο.
Στο τραπέζι κοντά στα όργανα, η Κιμ ανακάλυπτε έκπληκτη το νέο πρόσωπο του αγαπημένου της αν και στην πραγματικότητα ήταν παλαιό, το πρώτο - και πρόπλασμα μπορούσες να το πεις. Οι φερτές ύλες που πρόσθεσαν τα χρόνια, το είχαν μετατρέψει σε πολύτιμο ορυκτό, κρυμμένο. Αλλά ο ήχος του κλαρίνου διώχνει τις επιχωματώσεις από την όψη του, σκάβει, γυαλίζει εσοχές, μικρά κοιλώματα και αστράφτει ο Αλέξανδρος. Βρίσκεται επιτέλους στον κόσμο που ανήκει πραγματικά.
Με τη ΝΙΚΟΝ περασμένη στο λαιμό, συνεπαρμένη η γυναίκα από τον χορό αλλά και από την αιφνίδια φωτογένεια του αγαπημένου της, τον φωτογράφιζε ακατάπαυστα και θα ήμασταν πιο κοντά στην αλήθεια, αν λέγαμε τον απαθανάτιζε.
Η Σεσίλια, δίπλα της, προσπαθούσε να καταλάβει την παράσταση, γιατί σαν παράσταση με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο , αντιλαμβανόταν όσα συνέβαιναν. Να, τώρα θα περάσει στα χέρια του τις τρύπιες κάλτσες , θα παίξει κουκλοθέατρο μαζί της.
Κι ενώ, απαστράπτων, ο Αλέξανδρος αγγίζει την έκσταση και τραβάει στο αυτί του το κλαρίνο, διεκδικώντας όλο τον ήχο για τον εαυτό του, ενώ αυτοσχεδιάζοντας, σπάει το κορμί αργά και πέφτει στα γόνατα και τεντώνεται πίσω κι ελαφρά ακουμπά την πλάτη στο έδαφος, χορεύοντας με το σώμα και με τα χέρια του, χτυπάει τη γη σ' ένα ερωτικό παιχνίδι με το θάνατο, σαν να λέει: " δεν σε φοβάμαι χάροντα"....(απόσπασμα)



Γεωργία Τάτση , Χορός στα ποτήρια, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013


Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Χορός στα ποτήρια



Την συγγραφέα Γεωργία Τάτση  δεν την γνώριζα ούτε καν την είχα ακουστά και δεν ξέρω αν θα αγόραζα  το βιβλίο της , Χορός στα ποτήρια, αν το έβλεπα στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου. Το αγόρασα μετά από πρόταση πολύ καλού μου φίλου και  κυρίως από την προτροπή του να το διαβάσω οπωσδήποτε. 


Τι να γράψω για το Χορό στα ποτήρια;! Το διάβασα μονορούφι μέσα σε δύο ώρες. Μια συνομιλία με τη μνήμη και μια σπαρακτική αφήγηση που δεν αφορά μόνο στο θάνατο αλλά  στη μετανάστευση, στη μοναξιά, στην εκδίκηση, στην τιμωρία, στην αγάπη και στον ανθρώπινο πόνο. Στην πτήση και στην πτώση , στον πάνω και τον κάτω κόσμο , στο γεφύρωμα και στην αντιστροφή τους. Ποιος είναι ο πάνω κόσμος και ποιος ο κάτω ;

Αρχικά διαβάζοντας το η περίπτωση του Αλέξανδρου, μετανάστη σε μια σουηδική πόλη τη δεκαετία του '70 μού έφερε στο νου το Διπλό Βιβλίο του Χατζή. Ένας άνθρωπος ξένος ανάμεσα στους ξένους .Η υπόθεση όμως διαφοροποιείται σημαντικά γιατί παρακολουθούμε αυτόν τον νέο να συνομιλεί με τους δικούς του, να θυμάται, να πονάει, μέσα από τα είδωλα τους όπως αυτά καθρεφτίζονται στα τζάμια που καθαρίζει σαν αντανάκλαση της φαντασίας του και των βαθύτερων συναισθημάτων του.Με αυτό τον τρόπο μεταφέρεται και μεταφερόμαστε στο παρελθόν του. Γνωρίζουμε σιγά σιγά την ιστορία του. Πολύ δυνατές οι εικόνες με τα πλάγια γράμματα. Ο θάνατος της μάνας του, η μεταφορά της από τον πατέρα σε ένα κοφίνι, η εικόνα των παιδιών στο παράθυρο, τα μοιρολόγια είναι σκηνές πολύ οδυνηρές αλλά συγχρόνως μάς ταξιδεύουν  σε μια άλλη εποχή που οι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι περισσότερο με την ιδέα του θανάτου .  Πιο πολύ και από το θάνατο της μάνας με σπάραξε η εικόνα του παιδιού που αφήνεται στη θεία για να το μεγαλώσει. Κάποιος πεθαίνει ξαφνικά, η ζωή τελείωσε γι' αυτόν αλλά ο πόνος του παιδιού που αποχωρίζεται έτσι βίαια τη μάνα  του είναι αξεπέραστος, αφήνει πληγές που δεν κλείνουν ποτέ. Η απώλεια πολύ αγαπημένου προσώπου είναι αβάσταχτη όσο πιο μικρή είναι η ηλικία αυτού που τη βίωσε, αλλά η απώλεια της μάνας είναι ό,τι πιο επώδυνο και τραυματικό μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται. Αντικρύζεις τη μάνα σου στο φέρετρο , αποδέχεσαι το συμβάν και αν αυτό είναι και μετά από βασανιστική αρρώστια βοηθάει περισσότερο, όμως περνώντας ο καιρός επανέρχεται συνεχώς η εικόνα και λες κρυφά μέσα σου κλαίγοντας με ένα βουβό εσωτερικό κλάμα " Μα ήταν η μάνα μου αυτή εκεί μέσα;" και τότε σού έρχονται στο νου εικόνες διάφορες  από την παιδική σου ηλικία. Εικόνες απαλλαγμένες από όποιες κακές στιγμές και εξαγνισμένες μέσα σου. Η μορφή του νεκρού εξιδανικεύεται με το χρόνο. Πόσο μάλλον όταν αυτό έχει συμβεί ξαφνικά και σε μικρή ηλικία όπως στην περίπτωση του Αλέξανδρου. 
 Άρωμα μανταρινιού διαχέεται στην ατμόσφαιρα και συνδέει το παρελθόν με το παρόν του ήρωα. Ένας μετανάστης ο Αλέξανδρος με πολλές αναμνήσεις και βιώματα τραυματικά, που βρίσκει τον έρωτα και την αγάπη εκεί μακριά στη Σουηδία και που όλα αυτά έρχονται να δεθούν με τον αντιδικτατορικό αγώνα και γενικότερα με τον αγώνα και τα θύματα του σε μια αναδρομική αφήγηση όπου εμπλέκονται θύτες και θύματα της νεότερης ιστορίας- Αντίσταση, Εμφύλιος- και φτάνουν μέχρι τα δικά του χρόνια. Μια γραμμή αίματος συνδέει τον Αλέξανδρο με νεκρούς - αγωνιστές της οικογένειας του, αντάρτες του ΕΛΑΣ, και η είδηση για τα βασανιστήρια του ξαδέλφου του Δημήτρη από τους βασανιστές της χούντας, που τον άφησαν παράλυτο και μουγκό, δίνουν νέα ώθηση στη δράση και στην εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Αλέξανδρος  θέλει να εκδικηθεί  το βασανιστή του ξαδέλφου του. Το σχέδιο του  αποκαλύπτεται σταδιακά και  μάς κάνει να φανταστούμε το τέλος.Θα είναι όμως έτσι; Εκπληκτική ψυχογράφηση του ήρωα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του για την τιμωρία του βασανιστή του ξαδέλφου του Δημήτρη. Τρομερές οι εσωτερικές συγκρούσεις και η κατάδυση στα βάθη του υποσυνείδητου του.

Μπορεί η πτώση της χούντας και η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού να έφερε τη λήθη, και να καταπράυνε τα εκδικητικά συναισθήματα, όμως δεν τα σκότωσε.

Η επάνοδος του Αλέξανδρου στο χωριό για το γάμο της αδελφής του εμμέσως  προετοιμάζει την κατάληξή του. Η περιγραφή του γλεντιού, του χορού, της μουσικής αλλά κυρίως η συμμετοχή του Αλέξανδρου σε αυτά είναι συγκλονιστική. Η εικονογραφία του χορού, η λεπτομερής περιγραφή του χορού στα ποτήρια με τελετουργικές κινήσεις, ο παραπονιάρικος, μακρόσυρτος ήχος του κλαρίνου που συνοδεύει το χορευτή και γίνεται ένα μαζί του στην απόλυτη έκφραση τού μέσα του κόσμου. Την ώρα του χορού ο χορευτής βγάζει από μέσα του τη χαρά και τη λύπη του, τον πόνο του θανάτου, το σπαραγμό του αποχωρισμού και την ένταση του ανταμώματος. Αγγίζει την ψυχή του και βγάζει φτερά. Η πτήση. Και πάνω εκεί που στροβιλίζεται και ακροπατά αέρινος στα ποτήρια εμφανίζεται ο εφιάλτης , ο βασανιστής. Τότε έρχεται το τέλος αντεστραμμένο. Η πτώση. Η ψυχή σπρώχνει στην έξοδο, ραγίζει το σώμα, σπάει τα δεσμά και απελευθερώνεται. Κατεβαίνει στο έρεβος, περνά στην αντίπερα όχθη και μετά ιριδίζει ψηλά ,σύννεφο και αέρας. Ένα πάνω – κάτω είναι η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ένα κλάσμα του χιλιοστού η μετάβαση από τη μια όχθη στη άλλη. Ανάμεσά τους το απαθανάτισμα, ό,τι μπορεί να κρατήσει την εικόνα και τη μνήμη του νεκρού ανάμεσά μας.


Αλλαγή πλάνου. Ένας άρρωστος ηλικιωμένος άνθρωπος σε ένα υπόγειο διαμέρισμα βασανίζεται από την αρρώστια, τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις του. Αναμνήσεις σε πρώτο επίπεδο από τη γυναίκα του. Νεκρή πλέον. Τον συντροφεύουν ό,τι απέμεινε από τα κοκκαλάκια της και μερικά προσωπικά αντικείμενα. Διαβάζω και φεύγουν τα δάκρυα από τα μάτια μου χωρίς να το θέλω. Ανακινούνται μέσα μου σκέψεις και συναισθήματα για τις σχέσεις των ζευγαριών, για τη ζωή, το θάνατο, τη μοναξιά. Ο έρωτας των εφηβικών χρόνων που έγινε μόνιμη σχέση, η αγάπη, η συντροφικότητα, η τρυφερότητα, η φροντίδα όταν η γυναίκα αρρωσταίνει. Όλα αυτά με φορτίζουν και σκέφτομαι πόσο ταιριαστό και αγαπημένο είναι αυτό το ζευγάρι και πόσο τραγική η ζωή όταν ο ένας στερείται τον άλλο.

Όμως μέσα από τις αναμνήσεις του άνδρα και την εναλλαγή τους με τη σύγχρονη ζωή του, αρχίζει να υποχωρεί η συναισθηματική φόρτιση και να αποκαθηλώνεται η εικόνα του. Το παρελθόν του, η σχέση με την οικογένειά του, τον πατέρα του, τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσε, οι κοινωνικές προλήψεις αποκαλύπτουν ένα διαφορετικό άνθρωπο και μέσα από τους εφιάλτες του έρχεται η σύνδεση του με τον Αλέξανδρο και το Δημήτρη. Είναι ο Τάσος. Πρώτα βασανιστής και μετά φονιάς. Λαγός στιφάδο το εύρημα της συγγραφέα για αυτή την αποκάλυψη και πιο συγκεκριμένα τα μάτια του λαγού που είναι πάντα ανοικτά ακόμη και στον ύπνο και παρακολουθούν τα πάντα.

Τα μάτια του λαγού που γίνονται ερινύες και τον καταδιώκουν, τον βασανίζουν, μπήγουν τα νύχια τους βαθιά μέσα του και ξεσχίζουν την ψυχή του αν υπάρχει ακόμη κάτι από αυτή.

Το τέλος του το μαθαίνουμε από τον ίδιο αλλά ενώ είναι νεκρός πια. Λίγο αδύνατη λογοτεχνικά μου φάνηκε αυτή η ενότητα. Έχω την αίσθηση της βιασύνης να δοθεί ένα τέλος στην ιστορία. Αυτό όμως δεν μειώνει στο ελάχιστο την αξία του. Το μήνυμα είναι σαφές.Το παρελθόν επιστρέφει και η αδικία πληρώνεται αλλά η ψυχή – αν υπάρχει – δεν ξέρω κατά πόσο αναπαύεται.  Τα μάτια του νεκρού που μένουν ανοικτά γιατί κανείς δεν βρέθηκε να τα κλείσει είναι ίσως μια τιμωρία. Μεγαλύτερη όμως είναι ο βασανιστικός δρόμος που περπατά μέχρι να βγει η ψυχή του, μέχρι να πεθάνει.

Ο κύκλος κλείνει. Η τάξη αποκαθίσταται.

Ύβρις – άτη – νέμεσις – τίσις. Αυτό το σχήμα ήρθε στο νου μου τελειώνοντας το βιβλίο. Ο άνθρωπος που διαπράττει αδικία, που ασκεί εξουσία ,που χρησιμοποιεί βία εναντίον των άλλων γιατί νομίζει ότι είναι πανίσχυρος , που καταπατά την αξιοπρέπεια τους, που γνωρίζοντας ή αγνοώντας το κακό που κάνει, γίνεται α- νόητος και τυφλός. Κάποια στιγμή θα τιμωρηθεί ακόμα και αν αυτή την τιμωρία τη βλέπουμε στο βασανιστικό θάνατο. Σε μια δεύτερη ανάγνωση θα μπορούσε να επεκταθεί σε μηχανισμούς εξουσίας και δυνάμεις καταστολής που τοποθετούν απέναντι τους τον άνθρωπο - αγωνιστή.


Από την άλλη μεριά με κάποιο τρόπο έρχεται η δικαίωση και η κάθαρση για τα θύματα. Είτε βρίσκονται στη ζωή είτε έχουν βρει το θάνατο. Κάποιος άλλος θα αποκαταστήσει στο όνομά τους την αδικία.

Δεν ξέρω αν συνέλαβα τις προθέσεις της συγγραφέα, αλλά δεν νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί ένα λογοτεχνικό έργο από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα του γίνεται κτήμα του αναγνώστη και ο κάθε αναγνώστης «συνομιλεί» μαζί του ανάλογα. Μου άρεσε όμως όχι μόνο για την υπόθεση αλλά και για την ευρηματική αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιεί και την υποστηρίζει ένα πλούσιο και πολύ ζωντανό λεξιλόγιο που αγγίζει τα όρια του ποιητικού λόγου σε πολλά σημεία πχ. η στιγμή του θανάτου του Αλέξανδρου ή μάλλον το πέρασμα του από τον ένα κόσμο στον άλλο.

Εξαιρετικό, συγκινητικό, συνταρακτικό, σπαρακτικό, υπαρξιακό, αισιόδοξο αν και ο θάνατος κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος. Ανθρώπινο! Γήινο και μεταφυσικό συγχρόνως.





  Γεωργία Τάτση, Χορός στα ποτήρια,Γαβριηλίδης , 2013


Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες το κρατικό ραδιόφωνο και την κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ ("Η Βουλή στο χακί", "Σαν παλιά φωτογραφία", "Σήμερα έχεις εφημερία", "Με τα μάτια του Αλεσσάνδρο Νάτα" κ.ά.) Το διήγημά της "Κολοκύθα" δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τα δέκατα" ενώ "Η κλωτσιά της πεταλούδας" συμπεριλαμβάνεται στο "HOTEL ένοικοι γραφής", 2007 "Είμαστε όλοι μετανάστες ", εκδόσεις Πατάκη.
Πηγή:BiblioNet