Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Η στάχτη που ταξίδευε

Τις πρώτες μέρες, τρυπώσαμε στα σπίτια πανικόβλητοι.
Κατεβάσαμε τα πατζούρια, μανταλώσαμε τα παράθυρα,
σφραγίσαμε με κουρέλια τις ρωγμές των τοίχων,
βάλαμε στους ρόζους κερί,
κολλήσαμε σταυρωτές ταινίες στα ραγισμένα τζάμια,
γυρίσαμε και δυο και τρεις φορές
το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
Του κάκου.
Γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη.
Η πόλη καιγόταν απέναντι.
Τον Αύγουστο με το μελτέμι,
ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι.
Ο καπνός και η στάχτη 
ποτίζαν τους τοίχους,
καθίζαν πάνω στα έπιπλα,
θολώναν τους καθρέφτες,
κρέμονταν στα δοκάρια
και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη 
τρυπώναν στο κατώι,
κατασταλάζαν στα γεννήματα` 
πήρε μια γεύση στυφή το κρασί,
τ'αλεύρι πίκριζε
και το ψωμί στο στόμα λάσπωνε.
Πού και πού, η γλώσσα μας 
ανίχνευε τη στάχτη
κι ανάμεσα στα δόντια
ξεφύτρωναν μικρά κάρβουνα.
Τα κάρβουνα ξεφύτρωναν παντού,
μες στη φακή, στο ρύζι και στη ρίγανη.
Ο καπνός και η στάχτη
κολλούσαν στο δέρμα μας
και το σημάδευαν με στίγματα 
μαύρα και γκρίζα.
Πολλοί κατέβαιναν στη θάλασσα,
να λούσουν το κορμί τους.
Του κάκου.
Τα μαύρα σημάδια,
τα σταχτιά σημάδια,
μέρα τη μέρα μεγάλωναν.
Σιγά σιγά τα συνηθίσαμε.
Διαλέγαμε τη νύχτα με το φεγγάρι
και βγαίναμε στα ξέφωτα.
Κόσμος πολύς στις προκυμαίες,
στις ταράτσες, στα παράθυρα.
Ο ουρανός απέναντι καιγόταν.
Και στον ορίζοντα, στεφάνι πύρινο
έκρυβε τα βουνά
και πυρπολούσε τ'άστρα.
Κουφόβραση.
Και η θάλασσα πηχτή.
Η στάχτη και ο καπνός μας κυρίευσαν.
Ώσπου, η νύχτα γέννησε
πολλά καΐκια.
Τρυπούσαν τον πορφυρό ορίζοντα
σαν το χασέ.
Και στις ακτές αράζανε
φαντάσματα ξεπνοημένα.
Ανθρωπολόι πλημμυρίσανε
τα βράχια μας,
ντυμένο στην καπνιά, στον τρόμο και στη στάχτη.
Τα χέρια τους απλώναν αδειανά,
και ψέλλιζαν τα χείλη φόβο.
Αν άντεχες να δεις, για μια στιγμή,
τα σκοτεινά τους μάτια,
αντίκρυζες ανταύγειες μάλαμα,
λυωμένο σίδερο,
μπαξέδες κουρσεμένους,
σοκάκια και ντερσένια,
αυλόπορτες πεντάρφανες.
Τώρα το ξέραμε καλά, 
τι σήμαιναν καπνός και στάχτη.
Ό,τι δεν κράταγαν στα χέρια τους,
ό,τι μες τα βαθιά τους μάτια νοσταλγούσαν
ήταν εκείνες οι μαύρες και γκρίζες
κηλίδες στο δέρμα μας,
ήτανε το στυφό κρασί,
η λάσπη του ψωμιού στο στόμα.
Ήταν τα παραμορφωμένα πρόσωπα μες στο θολό καθρέφτη.
Η πόλη ρήμαξε
κι έγινε στάχτη και καπνός
και την ταξίδεψε τη νύχτα το μελτέμι.
Η πόλη ήταν που μπήκε στα σπίτια μας,
στάχτη που μάς κυρίεψε για πάντα.
Μ' αργές  προσεκτικές κινήσεις
τη μαζέψαμε στις χούφτες μας
και μυστικά την κρύψαμε
στις ιερές γωνιές μας.
Κοντά στα στέφανα,
στο λάζο του παππού
 και στη Βρεφοκρατούσα.
Όταν χτίζαμε σπίτι καινούργιο,
στο γάμο της κόρης μας,
ρίχναμε λίγη στάχτη στα θεμέλια.
Όταν οργώναμε και σπέρναμε, 
απλόχερα σκορπούσαμε τη στάχτη στις βραγιές.
Στα μεγάλα βαρέλια της ελιάς,
στο μούστο, στη μαγιά και στο προζύμι,
ανακατεύαμε σπουδαχτικά
και την ψυχή της πόλης.
Ήτανε  κάτι σαν τη μετάληψη,
μετάνοια μαζί κι ευχαριστία.
Έτσι στεριώσαμε τα σπίτια μας,
έτσι λεβέντες αναστήσαμε,
έτσι ξορκίσαμ ετο κλάμα.
Η πόλη που κάηκε
ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη...
Ένα με το κορμί μας,
κυλάει μες στο αίμα μας.
Κι όταν ονειρευόμαστε
περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της
και σεργιανάμε στις πλατείες.
Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι, 
είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο, σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι.
Η πόλη της Ανατολής
μάς κατοικεί
Κι εξήντα τώρα χρόνια
μάς δικάζει.
                           Κ.Χ. Μύρης
στο περιοδικό  " η λέξη", νοέμβρης -δεκέμβρης ' 92, ειδικό τεύχος(112) -αφιέρωμα, 1922-1992, μνήμη μικράς ασίας.



Στη μνήμη των παππούδων και γιαγιάδων  μου που έφθασαν πρόσφυγες από τη Μ.Ασία το 1922 σε μια μητριά πατρίδα.

2 σχόλια :

Ανώνυμος είπε...

Συνταρακτικός ο Γεωργουσόπουλος.


Έξοχο ποίημα που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά.
Εικόνες, μνήμες, συναισθήματα, όλα επί ποδός.
Ένιωσα σα να ήμουν εκεί και να με κυνηγάει η στάχτη...


κ.κ.

sofia είπε...

Kαλησπέρα κ.κ

Εμένα μου έφερε στο νου όλες εκείνες τις διηγήσεις που άκουγα όταν ήμουν μικρή για τη μικρασιατική πατρίδα, τα όνειρα , τον ξεριζωμό, την προσφυγιά.

" Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι,
είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο, σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι."