Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Αρβυλάκια και γόβες

Η Άλκη Ζέη έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα που διαβάζονται όχι μόνο από τα παιδιά και τους εφήβους, αλλά και νέους κάθε ηλικίας. 
Από τη συλλογή διηγημάτων "Αρβυλάκια και γόβες" το ομότιτλο διήγημα που ακολουθεί. Η Άλκη Ζέη έγραψε τα διηγήματα της συλλογής ενώ βρισκόταν στη Μόσχα ως πολιτική πρόσφυγας. 
" Τα διηγήματα αυτά τα έστελνα ένα - ένα από τη Μόσχα στην " Επιθεώρηση Τέχνης" και ανυπομονούσα να τα δω δημοσιευμένα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να τα μεταφράσω στα Ρωσικά.Δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα κι αυτό μου φτάνει"
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ δεν τον γνώρισε, παρ' όλο που η φωνή του αντηχούσε το ίδιο χαρούμενη και ζεστή.
- Είμαι ο Νίκος.
- Ποιος Νίκος;
- Ο Γρηγόρης!
Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα - δα ο Γρηγόρης!...Της μιλούσε αργά - αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε...
- Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά...Κλείνουν είκοσι χρόνια.
Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
- Όσοι μείναμε.
- Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
- Σε περιμένουμε, λοιπόν.
Η Λία κατέβασε το ακουστικό κ' ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθησε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κ' είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μιαν άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σα να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της βδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο...Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε...Το δίπλωμά της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε...αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούργια μέρη, καινούργιοι άνθρωποι. Κάτι ν' αλλάξει...Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη - αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κ' έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του σαρανταδύο, ήταν που δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης - μία με μιάμιση - να τηλεφωνήσει.
Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της  και τις κάνει να λαμποκοπάνε. Η Λία θυμήθηκε το σαρανταδύο, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες...Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε σ' ένα προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ' απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες τής ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σα να τάχει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στυλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.
- Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας. Κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.
Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούργια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυό πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.
- Γεια σου, Γρηγόρη!
Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σα νάθελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
- Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.
- Κι όμως η φωνή του είναι ολόιδια σαν και τότε, συλλογίστηκε η Λία το τηλεφώνημα.

Τα θυμάται η Λία τα παπούτσια του μπάσκετ, που στεκόντανε στην άκρη του προαυλίου, κοντά στα κάγκελα και, πλάι τους, τα μικρά αγορίστικα παπούτσια, που τραμπαλιζόντανε, μια στα τακούνια, μια στις μύτες. Η Λία είχε φουντώσει. Εκείνη ποτέ δεν την είχε φωνάξει παράμερα ο Γρηγόρης - δεν την εμπιστευόταν...Το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκαν όλοι βαριεστημένοι να πάνε στο μάθημα. Η Λία είδε, με την κόχη του ματιού, τη Γιάννα, που άφησε το Γρηγόρη. Εκείνος στεκότανε ακόμη κοντά στα κάγκελα, στην ίδια θέση. Έτσι όμως, όπως δεν τον άκουγε ποτέ με τα λαστιχένια του παπούτσια, την ξάφνιασε σαν την έπιασε από το μπράτσο, ενώ εκείνη έκανε να μπει στην αίθουσα. Έσκυψε κάτι να της πει στ' αυτί, μα τόσο κοντά, που ένιωσε τα χείλια του να την αγγίζουν.
- Έλα αύριο στου Κρίτωνα.

- Να δεις που η ιδέα είναι του Γρηγόρη, συλλογιέται πάλι το τηλεφώνημα η Λία. Η Μαρία δεν είχε ποτέ δικιά της πρωτοβουλία." Η ιδέα είναι της Μαρίας" - και το τόνισε ο Γρηγόρης. Μήπως φανταστώ πως με θυμήθηκε ο ίδιος;

- Έλα αύριο στου Κρίτωνα...
Η Λία δεν κράτησε, κείνη τη μέρα, ούτε μια σημείωση για τον "Ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών". Η αίθουσα που γινότανε η παράδοση ήτανε σκοτεινή, χωρίς σταλιά ήλιο. Ο καθηγητής Γ. παρέδιδε με χαμηλή φωνή, που μόλις ακουγόταν στα πίσω θρανία. Το κοστούμι του, αφόρετο σχεδόν, προπολεμικό, σκούρο και επίσημο, θαρρείς και είχε ντυθεί για τελετή. Μόνο, καθώς γύριζε τη ράχη, ανεμιζόταν, σα να μην είχε σώμα από μέσα...Το Πανεπιστήμιο θα τόκλειναν από μέρα σε μέρα. Το συσσίτιο γινόταν όλο και πιο νερουλό. Στο σπίτι της Λίας κάθε τόσο και κάτι ξεπουλούσαν. Μα σα να τα ξέχασε όλα αυτά και δεν της έμεινε παρά η έντονη χαρά: " Έλα αύριο... Έ λα αύριο!"...Πού και πού έφτανε στ' αυτιά της καμιά φράση από την παράδοση, για το πώς ντύνονταν οι βυζαντινές γυναίκες. Η Λία είχε ένα καινούργιο πράσινο φόρεμα, φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Αύριο θα το φορούσε.
Στη δεξιά πλευρά, στο τέταρτο θρανίο, κάθονταν η Γιάννα με τη Μαρία κι όλο κάτι ψιθυρίζανε μεταξύ τους...Πλάι της ήτανε ο Κρίτωνας, που της είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη. Γύριζε καμιά φορά για να της πει:
- Γράψε καθαρά, να μου δώσεις τις σημειώσεις.
Η Λία όμως είχε κλείσει επιδειχτικά το τετράδιο και περίμενε με σταυρωμένα τα χέρια, να τελειώσει το μάθημα.
- Άραγε να το ξέρει ο Κρίτωνας πως θα πάω; αναρωτιέται. Ποιοι άλλοι θάναι;
Περνάει το βλέμμα της ένα - ένα τα θρανία και της φάνηκε πως κανείς δεν πρόσεχε το μάθημα. Ο καθηγητής Γ. πηγαινοερχόταν καθώς δίδασκε. Φορούσε λουστρινένια παπούτσια και μάλλινες βυσσινιές κάλτσες, πλεγμένες δυό καλή μια ανάποδη.
Αύριο η Λία πήγε στο σπίτι του Κρίτωνα...
Και πάλι της έρχονται στο νου τα παπούτσια τους, έτσι όπως ήταν πεταγμένα σε μια γωνιά κι όλοι είχανε στριμωχτεί πάνω στο ντιβάνι. Τα μόνα όρθια, βαλμένα με τάξη, ήτανε τα γοβάκια της Ματίλντε.

Η Λία νιώθει σα μια γλυκειά ζάλη. Μπορεί να την ναρκώνει ο ήλιος, έτσι που τη χτυπάει κατάφατσα. Μπορεί και να μην είναι νύστα, γιατί ο νους της δουλεύει. Νιώθει σα νάναι βυθισμένη κ' η σκέψη της γυρνάει πίσω με επιμονή, με ηδονή σχεδόν. Της φαίνεται παράξενο κι όμως αφήνεται...

Θυμάται που τ' αγόρια είχανε περασμένα τα μπράτσα τους στους ώμους των κοριτσιών κ' οι κοπέλες έπλεκαν τα δάχτυλά τους η μια με την άλλη. Στην αρχή, η Γιάννα απήγγειλε ένα ποίημα, μιλούσαν για να οργανώσουν κάποιο πάρτυ, ο Κρίτωνας  τους πρόσφερε ρεβυθοκέικ. Ο Γρηγόρης μιλούσε χαμηλόφωνα, με ζέστα. Τότε το ντιβάνι του Κρίτωνα, που λύγιζε ο σομιές του από το βάρος τους, γινότανε ορμητήριο, στρατηγείο, κρυφό σχολειό και σα να πίστευαν όλοι τους, πως ήταν εκείνοι που κρατούσαν στα χέρια τους την τύχη της Αθήνας, της Ελλάδας, του κόσμου ολόκληρου. Όσο συνέχιζε να μιλάει ο Γρηγόρης, στριμώχνονταν εκείνοι ακόμα περισσότερο κ' ένιωθε ο ένας για τον άλλον κάτι, που δεν μπορείς να το πεις έρωτα, μα ούτε και φιλία. Αγάπη, ίσως, απέραντη. Και γι' αυτόν ακόμα τον Τάση, με τη μακριά μύτη και τα κιτρινισμένα δόντια, με την παράτονη φωνή που σε νευρίαζε και, σαν τον έβλεπε η Λία στο προαύλιο του Πανεπιστημίου προσπαθούσε να τον αποφύγει, - ως και γι' αυτόν ένιωσε ξαφνικά τέτοια τρυφερότητα, που, έτσι όπως καθόταν δίπλα της, άφησε το κεφάλι της ν' ακουμπήσει στον ώμο του.
Μια στιγμή, εκεί που μιλούσαν όλοι τους σιγανά, έβαλαν τα κορίτσια αναπάντεχα τα γέλια - μην παραξενευτούν οι γονείς του Κρίτωνα, ακούγοντας τόση ησυχία...
Είπαν και για το καινούργιο της φόρεμα.
- Μωρέ μπράβο! Από ένα τραπεζομάντηλο.
Κι ο Γρηγόρης ακόμα θαύμασε.
- Αν ήμουνα ποιητής, θα σου έγραφα στίχους, έτσι όπως είσαι ντυμένη στα πράσινα: " Ένα κορίτσι δροσερό σα λαχανίδα...".
Την ώρα που οι άλλοι γελούσαν , εκείνος έσκυψε και της είπε:
- Θα βγούμε απόψε μαζί.
Εκείνο το βράδυ η Λία έγραψε πρώτη φορά στον τοίχο: ΜΠΑΚΑΛΗ ΚΑΙ ΣΥΣΣΙΤΙΟ.

Την είχε ξεχάσει αυτή τη φράση. Μήτε μια φορά δεν της είχε έρθει στο νου, εδώ και τόσα χρόνια. Και τώρα, σα να βλέπει μπροστά της τη μάντρα. Είχε νομίσει πως, από τη λαχτάρα της, είχε γράψει δυό φορές το ΣΙ και πέρασε  το άλλο πρωί να δει. Ήτανε ένα ξυλάδικο στην οδό Τήνου. ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ, έγραφε με ξεθωριασμένα μαύρα γράμματα και πλάι τους τα δικά της, τα πράσινα, ζωηρά - ζωηρά, που από τα γιώτα έσταζε, θαρρείς επίτηδες, η μπογιά, για να τα κάνει να φαίνονται πιο μακριά.
Και τώρα, κουρνιασμένη στην πολυθρόνα της, τα θυμάται όλα, ακόμα και το πινέλο , που το ξύλο του ήταν ανώμαλο και της άφησε μια αγκίθα στην παλάμη. Θυμάται την αφή του χεριού του Γρηγόρη, που της κρατούσε σφιχτά - σφιχτά το δικό της. Περπατούσαν γρήγορα κ' η Λία δεν πρόσεχε τους δρόμους. Μόνο σαν πρόβαλε μπροστά της το πάρκο, σκοτεινό και άγριο, είδε πως είχανε φτάσει στην οδό Μαυροματαίων. Ο δρόμος έρημος, τα παράθυρα ολόμαυρα από τη συσκότιση, χωρίς να ξεφεύγει μήτε μια λουρίδα φως. Μόνο σ' ένα σπίτι, αντίκρυ στην οδό Κοδριγκτώνος, στο πρώτο πάτωμα, δεν είχανε κατεβάσει το ρουλό και ξεχώριζαν μέσα στη νύχτα, οι άσπρες λουρίδες, που ήτανε κολλημένες στα τζάμια, σε σχήμα ήλιου. Περπατούσαν ο ένας πολύ κοντά στον άλλον. Τους χώριζε μονάχα το κουτί της μπογιάς, που φούσκωνε στην τσέπη της καπαρντίνας του Γρηγόρη. Από το πάρκο ακούστηκαν βήματα να τρέχουν, ύστερα μια ξερή πιστολιά. Ο Γρηγόρης την αγκάλιασε και την έσφιξε απάνω του. Της Λίας η καρδιά χτυπούσε τόσο δυνατά, που σίγουρα εκείνος την άκουγε.
- Μη φοβάσαι, της είχε πει.
Κ' η Λία δεν ήξερε αν ήτανε από φόβο, ή από το άγγιγμα του Γρηγόρη, ο χτύπος. Φοβόταν το σκοτάδι, την ερημιά του δρόμου, την πιστολιά που ακούστηκε, συλλογιόταν τα κουτιά και τα πινέλα που ήταν φορτωμένοι...Στην αγκαλιά όμως του Γρηγόρη είναι ήρεμα και ζεστά.
-Να παριστάνουμε τα ζευγαράκια, σαν πλησιάζει κανείς, λέγανε στο σπίτι του Κρίτωνα, πριν ξεκινήσουν.
Μα να που έγινε ησυχία, δεν ακούγεται πια τίποτα...Εκείνος όμως δεν την αφήνει...περνάει το χέρι του στο μέτωπό της, στα μάτια της, στα χείλια της, σαν να θέλει να τα διακρίνει , μέσ' στο σκοτάδι, με την αφή. Το πρόσωπο του Γρηγόρη είναι πολύ κοντά στο δικό της. Της φαίνεται, μέσα στη νύχτα, αλλοιώτικο και ξένο. Ύστερα τη φίλησε. Όταν το ξανακοίταξε, της είχε γίνει γνώριμο το μακρύ, λιγνό του πρόσωπο κι όταν της είπε " Πάμε, Λία", εκείνη είχε ξεχάσει πως ήταν κατοχή, πως είχαν βγει για να γράψουν συνθήματα στους τοίχους, πως η κυκλοφορία τέλειωνε σε λίγο.
Άρχισαν να περπατούν γρήγορα, ακούστηκε ένας θόρυβος, γύρισαν κ' οι δυό. Ήταν το ρουλό, που κατέβαζαν στο σπίτι της οδού Κοδριγκτώνος.
- Είδες πώς είχανε κολλήσει τα χαρτιά στα τζάμια; είπε ο Γρηγόρης. Σαν ήλιο.
Κι η Λία χάρηκε που το είχε προσέξει.

Αυτή η πρώτη μέρα τής έρχεται στο νου, λες και ήταν χτες. Όλα τ' άλλα όμως μπερδεύονται και δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε έγινε το ένα, και πότε έγινε το άλλο. Κ' ίσως έτσι νάναι καλύτερα...Κ' η αγάπη της με το Γρηγόρη μοιάζει τώρα απόμακρη κι ο χαμός της Ματίλντε. Πριν λίγο καιρό είχε δει, σ' ένα ξένο περιοδικό, φωτογραφίες από το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Στη μια ήτανε στίβα γυναικεία μαλλιά, στην άλλη παπούτσια, πεταγμένα σωρό, ανάκατα. Μόνο ένα ζευγάρι γοβάκια της φάνηκε σα να ξεχώριζαν, ταχτικά - ταχτικά σε μιαν άκρη. Τότε η Λία θυμήθηκε τη Ματίλντε, μα για μια στιγμή μόνο. Γιατί, από τότε που χώρισε με το Γρηγόρη, δεν ήθελε πια να θυμάται τίποτα. Χώρισαν το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα. Ίσως φταίει που το σπίτι του Γρηγόρη ήτανε δυό δρόμους πιο κάτω από το δικό της και, τότε, ένας δρόμος, μια πάροδος μπορούσαν να χωρίσουνε για πάντα τους ανθρώπους...Μπορεί ακόμα, γιατί εκείνη είχε πιστέψει, πως, μια κ' έφυγαν οι Γερμανοί, έπρεπε νάχουν περάσει οι δύσκολες μέρες.
Και για τη Λία πέρασαν! Έλεγε πως δε θα τα ξαναθυμηθεί τα παλιά. Με τον άντρα της ποτέ δε μιλούσανε για την κατοχή - δεν είχανε καμιά κοινή ανάμνηση. Εκείνος ήτανε τότε με τους γονείς του στο Λονδίνο.
Και ξαφνικά τώρα, σα νάνιωσε ένα θυμό για τον Τάκη, που δε βρέθηκε ποτέ στο προαύλιο του Πανεπιστημίου κείνα τα χρόνια. Είναι αρχιτέκτονας, μα ποτέ δε γνώρισε τον Κώστα του Πολυτεχνείου, που έπεσε στη διαδήλωση...

Εκεί, λίγο πιο κάτω από του "Στρατηγίου", κάθεται τώρα μια γυναίκα, που πουλάει δαντέλες και πλέκει με το κορσεδάκι. Έξω ακριβώς από κείνη την πόρτα, που σύρανε μέσα, με το Γρηγόρη, τον Κώστα σα χτυπήθηκε. Η Λία την είχε θυμηθεί την πόρτα. Μια μέρα, που περνούσε από μπροστά, τη γνώρισε ξαφνικά. Έκανε να κοντοσταθεί, μα προσπέρασε. Ίσως γιατί δεν ήθελε να θυμηθεί, ίσως γιατί στη διπλανή βιτρίνα είχαν βάλει παπούτσια - καινούργια ιταλικά μοντέλα.

Πώς μπορούσε, τόσον καιρό, να της φαίνεται φυσικό, πως ο άντρας της, που ζούνε δεκατέσσερα χρόνια μαζί!, δεν ξέρει τίποτα για κείνο το κορίτσι με τα αναστατωμένα μαλλιά, που έτρεχε στη διαδήλωση κ' εκεί, πίσω από μια πόρτα, σ' ένα στενό διάδρομο, ένας άντρας πέθαινε στην αγκαλιά της και το αίμα του έβαφε με μουντούς λεκέδες το πράσινο φόρεμα το φτιαγμένο από τραπεζομάντηλο. Ένας άντρας, που θα μπορούσε τώρα να ήτανε αρχιτέκτονας σαν τον Τάκη, να παίρνει τις δουλειές τη μια πάνω στην άλλη, να ταξιδεύει στο εξωτερικό και νάχει μια γυναίκα σαν τη Λία, που να ξέρει να ντύνεται κομψά και να φτιάχνει με γούστο το σπίτι. Θα μπορούσε το βράδι να πέφτει ήσυχος στο κρεβάτι του, με τη γυναίκα του στο πλάι, να λέει: " Σήμερα έκλεισα μια σπουδαία δουλειά". Τόσο σπουδαία, που ν' αξίζει, παρ' όλη την κούραση της μέρας, νάρθει κοντά, πολύ κοντά της.

Δεν είναι μόνον ο Τάκης. Κ' η σημερινή Λία μοιάζει να μην το γνώρισε ποτέ εκείνο το κορίτσι.
- Οι πιότεροι ξεχάσαμε, σκέφτηκε κ' έκανε να βολευτεί στην πολυθρόνα της. Μα δεν πρόλαβε να την καθησυχάσει αυτή η σκέψη...
Ο Κρίτωνας έλειπε χρόνια στο Παρίσι κι ασχολιόταν με τον κινηματογράφο. Τον συνάντησε, πριν λίγες μέρες, σε μια πρεμιέρα. Χαιρετήθηκαν σαν παλιοί φίλοι, χωρίς βέβαια νάχει μείνει τίποτα από τα παλιά. Τίποτα από τότε, που, σαν έλειπε η μητέρα του από το σπίτι, έκλεβε από το ντουλάπι φουντούκια και σταφιδόμελο, για να χορτάσουν.
Στάθηκαν στο διάλειμμα λίγα λεπτά κουβεντιάζοντας.
- Θα δουλέψω τώρα στην Ελλάδα, λέει ο Κρίτωνας. Μια ταινία για την αντίσταση...αν μ' αφήσουν να τη γυρίσω.
Ύστερα έκρυψε ένα μορφασμό κ' έπιασε το πόδι του.
- Σ' ενοχλεί ακόμα; απόρησε η Λία.
Ο Κρίτωνας χαμογέλασε.
- Ευτυχώς! Γιατί με κάνει να θυμάμαι.
Τότε η Λία δεν είχε δώσει σημασία σ' αυτή τη φράση, γιατί, εκείνη τη στιγμή, πέρασε δίπλα της η Καίτη, που φορούσε ένα μοντέλο.
- Να διορθώσω το καφέ μου φουστάνι έτσι, συλλογίστηκε η Λία και βάλθηκε με τρόπο να προσέξει το γιακά, για να τον περιγράψει της μοδίστρας της.

" Γιατί με κάνει και θυμάμαι!" Καμπανιστή της έρχεται τώρα τούτη η φράση...

Στεφάνωναν τα αγάλματα στο πάρκο κι ο Κρίτωνας μόλις είχε περάσει ένα στεφάνι στη Μπουμπουλίνα, όταν άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Πληγώθηκε στο πόδι. Το ένα αρβυλάκι, το ολοκαίνουργιο, από την οδό Πανδρόσου, βουτήχτηκε στο αίμα.

Τώρα ο Κρίτωνας φορούσε παπούτσια με τετράγωνες μύτες.
Είναι κ' η Γιάννα, που αντάμωσε με τη Λία στο δρόμο: " Σε λίγο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο μου. Θα σου θυμίσει πολλά από την κατοχή". " Πάντα της ντύνεται χωρίς γούστο", ήταν το μόνο που σκέφτηκε η Λία, μόλις η Γιάννα ξεμάκραινε λίγο.
Όμως τώρα αναρωτιέται: λες όλοι να θυμήθηκαν ξαφνικά! Κ' η ίδια κι ο Κρίτωνας κ' η Γιάννα κι όλοι οι άλλοι, που καλά - καλά δεν τους θυμάται; Μήπως έτσι γίνεται; Έστω κι αν περάσουν πέντε, δέκα, ακόμα και είκοσι χρόνια που ξέχασες, θάρθει κάποια στιγμή να θυμηθείς, αν έχεις βέβαια ακούσει ποτέ στη ζωή σου να σου ψιθυρίζουν στ' αυτί...έλα αύριο!
Αύριο, λοιπόν, συλλογιέται η Λία και νιώθει σα νάναι το κορίτσι εκείνου του καιρού, η Λία του Γρηγόρη όπως την έλεγαν, για να την ξεχωρίζουν από την άλλη Λία, με την κουτάλα, που μοίραζε το συσσίτιο στην πανεπιστημιακή λέσχη.
...Αν είχε παντρευτεί το Γρηγόρη;
" Θα φορούσα ακόμα τα αρβυλάκια μου", ήτανε η πρώτη σκέψη, που της ήρθε στο νου.
Θυμήθηκε μια μέρα, που τον συνάντησε σ' ένα βιβλιοπωλείο, εκείνος φορούσε μπεζ τρυπητά παπούτσια κι ας είχαν αρχίσει τα πρώτα κρύα...
Τα βράδια όμως, σαν θάπεφταν να κοιμηθούν, θάρχιζαν να θυμούνται ένα σωρό, θα κουβέντιαζαν για κείνα τα χρόνια και θάτανε σαν να μη γέρασαν ποτέ. Θυμάσαι τούτο, θυμάσαι κείνο, θάλεγαν...Θυμάσαι τον Γιάννη τον ψηλό, τον Πέτρο; Θυμάσαι που παραλίγο να πέσουμε σε μπλόκο και πηδήξαμε τον τοίχο, λίγο πιο πάνω από το Γαλλικό Ινστιτούτο; Θυμάσαι που έχασα το πέδιλό μου στη διαδήλωση και με πειράζανε τα παιδιά, ότι οι Γερμανοί ζητούν τη σταχτοπούτα; Θυμάσαι την Άρτεμη, που την είχατε ερωτευτεί όλοι με τη σειρά...ναι, ναι κ' εσύ...κ' έγινε μια ολόκληρη συνεδρίαση, για να ξεκαθαρίσει εκείνη με ποιον είναι ερωτευμένη;...

Ο Τάκης πάντα κοιμάται γρήγορα κι αν αρχίσουν καμιά κουβέντα, πριν τους πάρει ο ύπνος, θάναι σχέδια για το μέλλον...για ταξίδια...για καινούργιο σπίτι...αν πάρει εκείνος τη μεγάλη δουλειά που περιμένει.

Κι αν παρακολουθούν το σπίτι της Μαρίας, πού θα μαζευτούν αύριο;
Την πρώτη φορά δεν μπόρεσε να πάει με τον Τάκη στη Νέα Υόρκη.
- Μα, μικρό μου, τι σου ήρθε κι ανακατεύτηκες τότε στην κατοχή; της είχε πει στεναχωρημένα ο Τάκης, σαν αρνήθηκαν να της δώσουν βίζα.
Τώρα όμως υποσχέθηκαν. Στη Νέα Υόρκη. Θέλει τόσο πολύ να ταξιδέψει! Όλοι οι φίλοι άρχισαν κιόλας να ρωτούν! " Πότε για την Αμερική;"

Ο Γρηγόρης μπορεί νάβαλε κιόλα στοίχημα: να δείτε που θάρθει!...Ο Κρίτωνας θα μιλάει για την ταινία που θα γυρίσει, η Γιάννα για το βιβλίο της...Η Λία κάποτε έγραφε στίχους. Αν ξανάπιανε πάλι την πέννα;
- Να γράψεις! θάβαζε τις φωνές ο Γρηγόρης.
- Τρελάθηκες, κοριτσάκι μου; θα γελούσε ο Τάκης.
Θάγραφε να γεμίσουν οι άδειες ώρες...Θα δούμε το Μανχάταν, τον Λόνγκ Άιλαντ. Αυτό θάναι το πρώτο ταξίδι, μπορεί νάρθει κι άλλο, έπειτα κι άλλο. Δε θα υπάρχει πια πλήξη. Κουταμάρες να ξαναγράψει! Δεκαπέντε χρόνια που τάφησε.
- Μπορεί και να μην έρθει, ίσως πει ο Γρηγόρης...Κ' οι άλλοι δε θα την περιμένουν...Ποιοι άλλοι νάναι άραγε; Θα θυμηθούν ένα σωρό πράγματα. Το Πανεπιστήμιο, την υπόγα τους - τη λέσχη..." Γεια σας", θα τους πει η Λία και θάναι σα να χώρισαν χτες. Μπορεί και να καθήσει κοντά στο Γρηγόρη. Θα του θυμίσει άραγε αυτή η κομψοντυμένη κυρία την τοτινή Λία;
Κοιτάζει η Λία τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα και τα θυμάται κόκκινα, φουσκωμένα από τις χιονίστρες, τότε που τάπαιρνε ο Γρηγόρης και τάχωνε στο σακκάκι του, κάτω από τις μασχάλες , να τα ζεστάνει...Αλλοιώτικια που ήτανε η αγάπη τότε! " Μυρίζεις κόλλα", έλεγε ο Γρηγόρης κ' έχωνε το πρόσωπό του στις ρίζες των μαλλιών της, πίσω από το λαιμό. Του Τάκη του αρέσει να φορεί η Λία πάντα "αρπέζ"...

Μύριζε κόλλα και μπογιά, ακόμα και μελάνι πολυγράφου πολλές φορές. Στο δωμάτιο του Γρηγόρη έκανε παγωνιά. Η Λία τυλιγόταν με μια παλιά κουβέρτα, που της είχε φύγει ολόκληρο κομμάτι, στο σχήμα του σίδερου. Έπιναν τσάι του βουνού με ζαχαρίνη και περίμεναν το συνθηματικό σφύριγμα από το δρόμο. Της Λίας της άρεσε αυτή η ώρα, που καθόταν κουρνιασμένη στο ντιβάνι. Ο Γρηγόρης ετοίμαζε πινέλα, κόλλες και μπογιές. Ύστερα έπαιρνε τον " Ήλιο τον πρώτο" του Ελύτη. Φρεσκοαγορασμένος, φρεσκοτυπωμένος, με το κίτρινο γυαλιστερό εξώφυλλο και τη γοργόνα, φάνταζε αταίριαχτος ανάμεσα στα τενεκεδάκια και τα πινέλα. Θάθελε να μάκραινε πολύ αυτή η ώρα η Λία. Ο Κρίτωνας όμως δε χάριζε λεπτό. Ακουγόταν το σφύριγμά του και τότε ο Γρηγόρης την κοίταζε σα να τη λυπόταν. Ύστερα άφηνε το βιβλίο, την τραβούσε από τα χέρια και της έλεγε: " Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!".
Η Λία, όσο να προσπαθεί, δεν μπορεί να θυμηθεί κανένα άλλο στίχο της " Πορτοκαλένιας".Ο Γρηγόρης άραγε θα τους θυμάται ακόμα; Αν είχε παντρευτεί το Γρηγόρη, ίσως διάβαζαν μαζί...
Μονομιάς, σβήσανε όλα αυτά από το νου της κι ορθώθηκαν μπροστά της τα έντεκα χρόνια φυλακής του Γρηγόρη. Έντεκα χρόνια! Κ' είχανε περάσει δεκαοχτώ, από τότε που ήρθε, χαράματα, να την πάρει από το σπίτι της, για να χαθούνε, μ' όλη την Αθήνα, στους λεύτερους πια δρόμους της και τα μεσάνυχτα να κάνουν όλοι μαζί γαργάρες, στο σπίτι του Κρίτωνα, με ζουμί βρασμένου σύκου - συνταγή της γιαγιάς του - για ν' ανοίξει ο λαιμός τους, που είχε βραχνιάσει από τους αλαλαγμούς και τα τραγούδια.

Πριν μερικά χρόνια, η Λία συνάντησε τη μητέρα του Γρηγόρη στο δρόμο.
- Βγαίνει σήμερα από τη φυλακή, της είπε εκείνη αλαφιασμένη. Κ' εγώ έχω δώσει το κοστούμι του στο καθαριστήριο.
- Τον έπιασαν χτες, της ξανάπε μιαν άλλη φορά.
Τώρα Γρηγόρης είναι πάλι έξω. Ως πότε;...Αν τον είχε παντρευτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να βγάλει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα η Λία φοβήθηκε.
Η πολυθρόνα που κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιο, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουΐσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι η ζωή της Λίας τώρα. Καλύτερα να μην πάει αύριο. Τώρα πια, τα παλιά πέρασαν...
Ούτε θα προσέξουν πως δεν πήγε...αν μαζευτούν πολλοί...Τότε, άμα δεν ερχόταν κάποιος, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: " Κάτι θα τούτυχε" και δε θα ξαναμιλήσουν πια για απουσία.
Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει τίποτα να θυμηθεί. Ίσως ήταν καλά, που τόσο καιρό δε συλλογιόταν...Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;...Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. Θαρρεί πως κι αυτή η ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δεν πάει αύριο! Όχι! Θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη! Μα όταν γυρίσει;...Θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας...Θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο...θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού...θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και νάλλαξε, έχει γωνιές που έμειναν οι ίδιες, που σε καλούν και σου φωνάζουν: Θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...
Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές...Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
- Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα η μητέρα του Τάκη.
- Καλά, λέει μηχανικά η Λία και κοιτάζει τις γόβες της.
Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, έτσι όπως τις πρωτοείχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πως δε θα μπορεί πια να αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ' αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, που πάλιωνε γρήγορα η βακέττα τους και σχιζόταν κ' ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, που σχημάτιζαν ροδίτσες.

Μόσχα 1963


Άλκη Ζέη, Αρβυλάκια και γόβες. Διηγήματα. Ξυλογραφίες και εξώφυλλο Ζιζής Μακρή, Κέδρος , Αθήνα 1984 5η έκδοση

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Αντίο, αγαπημένη Άλκη Ζέη


- ΠΟΣΟ ΘΑ ΖΗΣΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, ΓΙΑΓΙΑ;
Με παζαρεύουν τα εγγόνια μου για το πόσο θα ζήσω ακόμα.
- Δέκα χρόνια, είστε ευχαριστημένα;
Η εγγονή μου επιμένει στα δεκαπέντε. Τελικά συμβιβαζόμαστε στα δεκατρία. Είναι κρίμα, λέει, αφού θα πατήσω τον εικοστό πρώτο αιώνα, να μην έχω καιρό μπροστά μου να τους δω να μεγαλώνουν. Βέβαια και είναι κρίμα. Μήπως είναι στο χέρι μου;
Η πρώτη φορά που αντίκρισα γραμμένο το 2000 ήτανε τον Δεκέμβρη του 1990. Μόλις είχε φύγει ο Γιώργος για πάντα. Μου είχε αφήσει εντολή μην τύχει και δεν ανανεώσω την κάρτα παραμονής στη Γαλλία, παρόλο που θα μου ήταν άχρηστη αφού εδώ και χρόνια είχαμε γυρίσει οριστικά στην Ελλάδα. Ύστερα από τα τόσα που περάσαμε, αγωνιούσε φαίνεται που θα μ' άφηνε μόνη και σκεφτότανε πως για καλό και για κακό ας είχα μια κάρτα μονίμου κατοίκου της Γαλλίας.
Μόνο και μόνο γιατί του το υποσχέθηκα πήγα στο Παρίσι να τη ζητήσω. Τώρα πια ούτε ουρές ούτε τίποτα. Πας την ορισμένη μέρα και ώρα που σου έχουν πει από το τηλέφωνο και σε λίγα λεπτά σου παραδίνουν μια καινούργια κάρτα που ισχύει για δέκα χρόνια. Ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000. Θα έχουν περάσει δέκα χρόνια που θα έχει φύγει ο Γιώργος κι εγώ...

Τώρα τι να το κάνω το ολοκαίνουργιο 2000, καθαρό και καμαρωτό; Τώρα που τα έχω όλα, και υπηκοότητα και διαβατήριο και βίζα για την Αμερική που ισχύει επ' αόριστον και για πολλαπλά ταξίδια; Συλλογιέμαι πως ο Γιώργος δεν πρόλαβε να χαρεί τίποτε απ' όλα αυτά, ούτε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, να δει τα μέρη όπου γεννήθηκε...

Το 2000 λοιπόν το πατάω αύριο μεθαύριο και τα παιδιά επιμένουν για δεκατρία χρόνια ακόμα. Φεύγουν όμως τόσο πολλοί και κοντινοί, και στα καλά καθούμενα...

Τώρα εγώ πρέπει ν' απλώσω τα πόδια  μου και να προσπαθήσω να προχωρήσω ως το 2013, αφού το υποσχέθηκα στα παιδιά. Τρομάζω.
Στο δωμάτιο της κόρης μου τρέχουν νερά από το ταβάνι. Πρέπει ν' ανέβω στον πέμπτο όροφο να μιλήσω μ' αυτούς που μένουν  πάνω από μένα. Πάω από τις σκάλες. Περίεργο! Η μαρμάρινη σκάλα είναι διπλωμένη σαν να' ναι από αλουμίνιο. Παίρνω το ασανσέρ. Μέσα βρίσκεται ένας κύριος που διαβάζει εφημερίδα. Κάνω να πατήσω το κουμπί, στη θέση όμως που είναι συνήθως τα κουμπιά βρίσκεται μια μικρή οθόνη μ' ένα ποντίκι που τρέχει πάνω κάτω όπως στους υπολογιστές.
- Σας παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω για να φτάσω στον πέμπτο όροφο; ρωτάω τον κύριο.
- Πατήστε τον κωδικό σας, μου λέει εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από την εφημερίδα.
- Ποιον κωδικό; απορώ. Χρειάζεται κωδικός για το ασανσέρ;
- Στον εικοστό πρώτο αιώνα βρισκόμαστε, κυρία μου, παντού χρειάζεται κωδικός.
Ρίχνω μια ματιά στην εφημερίδα του. Αύγουστος 2009. Είμαστε λοιπόν στο 2009; Μου μένουν ακόμα τέσσερα χρόνια. Πώς έφτασα ως εκεί χωρίς να το καταλάβω; Κοιτάζω το μπράτσο μου. Είναι μαυρισμένο από τον ήλιο.
Το ασανσέρ σταματάει, ο κύριος κατεβαίνει, η πόρτα κλείνει και μένω εγώ με το ποντίκι που εξακολουθεί να τρέχει πάνω κάτω. Καλά, εγώ άρχισα να γράφω στον υπολογιστή χωρίς ποντίκι.Έτσι μου έμαθε ο γιος μου. Πότε όμως μου το έμαθε, αφού τα παιδιά μου είναι μικρά;
- Παιδιά, παιδιά, φωνάζω.
Ακούω τη φωνή της κόρης μου, παιδιάστικη και καμπανιστή.
- Μη φοβάσαι, έρχεται ο μπαμπάς.
Στο οβάλ παράθυρο πάνω στην πόρτα του ασανσέρ εμφανίζεται ο δικός μου πατέρας. Με το γκρι κοστούμι και τη ρίγα. Στο κεφάλι τη ρεπούμπλικα.
Τα έχω χάσει. Μήπως στον εικοστό πρώτο αιώνα αντί να μεγαλώνουμε γυρίζουμε προς τα πίσω; Ξανάγινα άραγε παιδί;
Ένα απαλό χεράκι μού χαϊδεύει το μέτωπο.
- Γιαγιά, ξύπνα, βλέπεις εφιάλτη.
Ανοίγω τα μάτια. Από πάνω στέκεται ο εγγονός μου.

- Σου έφερα την εφημερίδα.
Ανοίγω τα μάτια. Με πήρε, φαίνεται, ο ύπνος κάτω από τη γλυσίνα.
Από πάνω μου στέκει ένα ψηλό πανέμορφο παλικάρι. Έχει ένα μικρό μούσι και πράσινα μάτια. Μοιάζει σαν να βγήκε από μυθιστόρημα του Σταντάλ. Είναι ο εγγονός μου ο Αντουάν. Πότε μεγάλωσε τόσο;
- Απόψε έχει πανσέληνο, λέει.
Κοιτάζω την εφημερίδα. Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017. Τρομάζω.
Πώς έφτασα ως εδώ. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά δεκατρία χρόνια. Αν και μου φαινότανε πάρα πολλά...τότε. Ποιος μου χάρισε γενναιόδωρα άλλα τέσσερα κι ίσως απομένουν και κάποια ρέστα ακόμα;
Κοιτάζω γύρω. Στην άλλη άκρη, κάτω από τη γλυσίνα που ξαναζωντάνεψε όλα αυτά τα χρόνια, στην αυλή του σπιτιού μας στις Μηλιές στο Πήλιο, ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια γράφει στον υπολογιστή. Τα λεπτά δάχτυλά της πετάνε σαν φτερά πεταλούδας. Πού εγώ - χτυπώ αργά αργά κάθε γράμμα και πολλές φορές το διπλανό απ' αυτό που πρέπει. Είναι η εγγονή μου, η Άννα. Μεγάλη κι αυτή σήμερα με τις σπουδές της τελειωμένες. Μας είπε πως θέλει να γράψει. Και γράφει. Δεν είπε, θέλω να γίνω συγγραφέας, όπως έλεγα εγώ στα εννιά μου χρόνια.
Τώρα πια τα εγγόνια μου είναι μεγάλα. Δεν ρωτάνε " πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;" Μόνο κάνουν σχέδια τι θα κάνουμε του χρόνου στην πανσέληνο.
Αν μου φαινότανε πολλά τα δεκατρία χρόνια, ο ένας χρόνος μοιάζει ακόμα πιο μακρινός.
Δε λέω τίποτα, τους αγκαλιάζω και τους δυο και χαίρομαι τη στιγμή. Αποδώ και μπρος οι στιγμές μετράνε.


Άλκη Ζέη , Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά; Μεταίχμιο, Αθήνα 2017






Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Αποχαιρετισμός στο Γιάννη Δάλλα

ΑΠΟΓΡΑΦΗ
ΑΦΗΓΗΣΗ
Σας βλέπω να φτάνετε πάλι και πάλι απ' την απέναντι όχτη. Μπορεί να μ' έχετε για τρελλή, μπορεί. Στέκομαι πάνω στην ξερολιθιά - τα μαλλιά μου ένα κουβάρι φίδια. Λέω δε θα περάσετε κι' αυτή τη φορά, δε θα περάσετε καμμιά φορά, τούτα τα καμμένα δοκάρια, σπιτοτόπια και φράχτες ανασκαμένοι, τάχω σαν ένα κουβάρι ασημικά, είναι από τον καιρό της μάννας μου, τώρα είναι δικά μου, καταλαβαίνετε, τ' ανασκαλεύω  μέσα στη νύχτα, λέω εδώ τα' ναι κι αποκοιμιέμαι σα μια γέρικη λύκαινα - εσάς δε σας πέφτει λόγος, ένα τσούρμο μάτια που με κοιτάτε πάνω, κάτω, παντού, από παντού. Είμαι ένα κόκκαλο που τόγλυψε η φωτιά του πολέμου και τ' άφησε ζωντανό, και τώρα με τούτα τα καμμένα δαυλιά τα χέρια μου, αν κάνετε πως σαλεύετε θα σας συντρίψω μ' όλα τα αγκωνάρια και τους δρυμούς. Είχα τις φαμίλιες μου και πια δεν τις έχω, είχα τα σπίτια και τα αραποσίτια μου και τώρα δεν τα'χω , έτσι σας λέει η μοίρα σας, φουκαράδες και σαλτιμπάγκοι μου, να ξέρατε σαν τι σάλεμα νου σάς ρημάζει, ο Θεός να βάλει το χέρι του. Πάτησα τα εκατό κι' όμως το δόντι του μυαλού μου πριονίζει κάστρα, αλέθει τα περασμένα σαν όπως ο νερόμυλος τη σοδειά, ξέρει τι έγινε και τι μέλλεται ακόμα να γίνει. Κάθομαι εδώ πα στο κατώφλι, χωρίς σκεπή, βλέπω πότε ανατέλλει ο αστέρας και πότε σπερίζει η αρκούδα, ο καιρός είναι κρυμμένος και μας ακούει. Είναι σταματημένος σε τούτα τα ρημάδια από τότε που τάγλυψε η φωτιά, τους άνοιξε λαβωματιές χοντρές η οβίδα και το πελέκυ. Λέω " κυρά Μελλιώ, εσύ απόμεινες τώρα με τα τρία σκυλιά σου, δεν ξέρεις από γράμματα όμως μπορείς να βουτήξεις το δάχτυλο μες στο αίμα. Μ' ετούτο το δάχτυλο έγραψα τους σταυρούς στα καλυβόσπιτα, σε κάθε εμπατή, τρεις πέντε, δέκα, δεν ξέρεις από μέτρημα, πέταξε τα σάνταλα, τα μάνταλα, τα τσουράπια σου έντεκα, δώδεκα, δεκαπέντε, δεκάξι". Είναι όλοι τους εδώ ο Βάγγος, ο Σταθής, η Μάγδα τ' Ανέστη, ο Παναγής ο Μπέκρος, ο Γκαβός ο Τσάταλος, οι Γιακουμπαίοι. Αυτόν τον βρήκα στη ρεματιά δίπλα στο διβόλι να κόβει το ψωμί του Θεού, τον άλλο να βλαστημά, ξεμπλέχοντας τα ρημάδια τα δίχτυα του, εκείνην πιο κάτω ανάμεσα στις παπαρούνες μ' ανασκωτά σκέλια και ματωμένη την πουκαμίσα της. Εσείς πού είσαστε τότε, σε τι βυζιά ρουφούσατε  χολή, κάτω από τις φωληές, τι γόνατα, προσπαθώντας να ξαναμπήτε στην κοιλιά της μάννας σας, ένα τσούρμο μάτια που με κοιτάτε πάνω, κάτω, παντού, από παντού. Επειδής εγώ είμαι εδώ, ένα ριζιμιό κουφάρι, σκιάχτρο των αμαρτωλών κι' αν δε γυρίσετε τις πλάτες έτσι να κάνω θ' αδράξω εκείνα τ' αγκωνάρια που σας έλεγα. Σας βλέπω κι' όλας να φεύγετε σκουντουρλώντας ο ένας τον άλλο, όμως εγώ μένω και θα μείνω για πάντα με τα τρία σκυλιά μου, τον Αράπη, τον Γκέκα, το Στρούφουλα. Πάνω απ' το κατώφλι μου ορίζω ένα στρέμμα γης, αυτό δεν είναι στρέμμα, είναι ο κόσμος μου, τον βιγλίζω καλά, ξέρω, εδώ τους έχω καταχωνιάσει δυό μπόγια κάτω και περιμένω νάναι με την καινούργια βλάστηση και το φύτρωμά τους, ανάμεσα στο ρύζι και το σουσάμι που έσπειρε το χέρι τους, θα τους δω να πετάνε το μπόι τους, σαν ένα δάσος ατάραγα δεντρικά. Δεν είναι δεκάξι, είναι δεκάξι χιλιάδες, οχτώ εκατομμύρια μπόγια είναι, ένας Θεός ξέρει πώς μοιάζει άνθρωπος μ' άνθρωπον, τους έχω γνωρίσει πολλές φορές νάρχονται, με φαριά και μονόξυλα, χιλιάδες αδερφοξάδερφα και σύντεκνοι να μου παρασταθούν σε χαρά ή σε λύπη μου. Έτσι να τους κράξω από τούτη την καπνισμένη βίγλα με την κορακοφωνή μου, πού' ναι όπως φυσά το ξεροβόρι στη λαγκαδιά, σηκώνονται όλοι, και τότε είναι που η ρόδα του καιρού  θα ξαναρχίσει ν' αλέθει. Τώρα η νύχτα πέφτει. " Μελλιώ, τώρα το κάθε τι με τη σειρά του", λέω. Επειδή η νύχτα γεννά εκδίκηση, γεννά και τη δικαιοσύνη που αναπαύει τις καρδιές των ανθρώπων. Πρώτα να κατέβω στη Βόσσα. Αφότου το χέρι των αντρών δεν είναι πάνω στο καμάκι, τα χέλια μπορώ να τα φουχτιάζω πλεξιές - πλεξιές. Είναι ξέχειλη ως απάνω. Κι' ακόμα το βλέπεις να σέρνονται με τις κρύες κοιλιές τους ως τα χωράφια. Τα ρίχνω, κι' άλλα κι' άλλα, κουβαριαστά, μες στην καλαθούνα μου. Χέλια για τους πεθαμένους. Φωνάζω, κι' ας μην ακούει, τη μικρή βαφτιστικιά " Τζέλκα". Κι η λαγκαδιά απαντάει " Τζέλκααα, μωρή Τζέλκα, να τους τα πας όλα, λέω,το νου σου να διαβαστούν με τη σειρά τα ονόματα". Μου φαίνεται να βαβίζει σα μικρή κουτάβα απ' το κακό της. " Σήμερα δεν είναι ψυχοσάββατο". Κάθομαι σταυροπόδι. Βλέπω τον αστέρα ν' ανατέλλει, κάτω τα κοιμισμένα νερά και πλέχω. Το μπολερό, ετούτο το γιλέκο με τις χάντρες. Σαν ένας αργαλιός που φαίνει ξεφαίνει τα εντόσθια της κοιλάδας. Ανοίγω τα κιτάπια του αντρός μου που έφυγε κι' εκείνος γκρινιάζοντας. " Σύχασε Ευθύμη, σύχασε πια, λέω και ξαναλέω, ας τα χρωστά, θα μας τα δώσει σαν σηκωθεί κι' αυτός μ' όλους τους σκοτωμένους. Τα χέλια ξανασφίγγουν τα μούσκουλα ανάμεσα στα σκόρπια κόκκαλα". Πριν κοιμηθώ απλώνω τα χέρια μου να τους σκεπάσω. Πόσοι είναι; τρεις, πέντε, δέκα, δεν ξέρω από γράμματα, πετώ τα σάνταλα, τα μάνταλα τα τσουράπια μου, έντεκα δώδεκα, δεκαπέντε, δεκάξι. Καληνύχτα σας καληνύχτα σπόροι μου, σπόροι της κοιλιάς μου, στοιχειά μου. Όπου νάναι θα ξημερώσει κι' έχω να φυλάξω γερά τη βάρδια μου. Ακόμα μια μέρα, χριστιανοί μου, κάνετε καρδιά, ακόμα μιαν άνοιξη, αδέρφια μου. Ποιος μούφερε τούτη την κούνια που μοσκοβολά σάπιο  κρέας, να την κουνώ πέρα δώθε ως την αυγή - αυγή χρόνος; Κ' η κούνια να τρίζει, τα θέμελα να τρίζουν, το σκυλί να ουρλιάζει. Παρασάνταλος κόσμος. Κι' εγώ πέρα δώθε την κούνια μου. " Σύχασε Ευθύμη, σύχασε πια, σύχασε".
 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
Δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό Ηπειρωτικές Σελίδες, τεύχος 3 , Νοέμβριος 1952
                                                              

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Γιάννης Δάλλας "Από την Πόλη των συντεχνιών και των αγώνων" (Γιάννενα)



Λιλίκα Νάκου "Παραστρατημένοι"

Η  Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1904. 

Το 1935 η Λιλίκα Νάκου έγραψε το μυθιστόρημα" Παραστρατημένοι" . Με αυτό το έργο έγινε γνωστή στα νεώτερα χρόνια καθώς ήταν το  πρώτο της  που  μεταφέρθηκε  στη μικρή οθόνη το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 1979 έως το Φεβρουάριο του 1980. Δυστυχώς δεν διασώθηκε κανένα επεισόδιο καθώς κάποιοι διέγραψαν εντελώς τη σειρά από το αρχείο της ΕΡΤ .
Οι "Παραστρατημένοι " αφηγούνται  συμβάντα από την παιδική ηλικία της συγγραφέα, τη ζωή και την εκπαίδευσή της στην Ελβετία. Αυτοβιογραφική διάθεση με κυρίαρχα μοτίβα τη μοναξιά, την έλλειψη  μητρικής αγάπης, τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις, τους ανεκπλήρωτους έρωτες,  το θάνατο, το μηδενισμό αλλά και την τάση για την ψυχική ελευθερία και την αποδέσμευση από τα στερεότυπα  μέσα από την εργασία και το διάβασμα.

"Η αφήγηση, μέσα από τα γεγονότα της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής της ηρωίδας, ξεδιπλώνει την προσωπική της πορεία προς την ανακάλυψη του εαυτού της όσο και μια σειρά από γυναικεία και αντρικά πρόσωπα, που κινούνται γύρω της και των οποίων οι μικρές ‘εγκιβωτισμένες’ ιστορίες ζωής αποκαλύπτουν αντρικές και γυναικείες στάσεις εμποτισμένες από τα διαδεδομένα στερεότυπα της κοινωνίας της εποχής. Τα στερεότυπα για τη γυναίκα είναι η παρθενία πριν το γάμο  η υστερική γυναίκα, η πόρνη, η μητρική και προστατευτική γυναικεία φιγούρα, η γυναίκα-θύμα, η γυναίκα που αφιερώνεται στους άλλους, ευαίσθητη και γενναιόδωρη, η γυναίκα που «εκμεταλλεύεται» τους άντρες , η «εγκαταλελειμμένη» γυναίκα, η ανικανοποίητη γυναίκα. Όλες αυτές οι στερεοτυπικές εικόνες της γυναίκας εμφανίζονται είτε ως αναπαραστάσεις των ανδρών αποτυπωμένες στις συζητήσεις των ανδρών μεταξύ τους ή με τις γυναίκες είτε ως στάσεις διαφόρων γυναικείων τύπων μέσα στις ‘εγκιβωτισμένες’ αυτές ιστορίες στην ιστορία της κύριας αφήγησης. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα δευτερεύοντα γυναικεία ή ανδρικά πρόσωπα που περιβάλλουν την κεντρική ηρωίδα λειτουργούν ως ‘συνεργοί’ (adjuvants) για την ίδια, αφού τη βοηθούν να έχει πρόσβαση στον εσώτερο εαυτό της, να ανιχνεύσει τα όρια και τα αδιέξοδά της, τις αντιθέσεις, τις διαφορές και τα κοινωνικά παράδοξα. Τα διαφορετικά γυναικεία ‘εγώ’ συγκροτούν το ‘εγώ’ της Αλεξάνδρας και το ‘εγώ’ της γυναίκας γενικά, παρά τις μερικές διαφοροποιήσεις. Μέσα από μια χαμηλόφωνη αφήγηση, η οποία παίζει κυρίαρχο ρόλο στη διατύπωση μιας σκέψης για τη γυναικεία ταυτότητα, η αφηγήτρια, ακούγοντας προσεχτικά τον εαυτό της, ομολογεί τις αδυναμίες, τους φόβους της και διηγείται τις περιπέτειες της, τις προσπάθειες, τις ματαιώσεις και τις αποτυχίες της."(1)

Οι "Παραστρατημένοι" είναι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που παρασύρονται από τις αδυναμίες τους και παραιτούνται από τη ζωή υποταγμένοι σε αρρωστημένα συναισθήματα και αδιέξοδες καταστάσεις. Η βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος αγωνίζεται να δραπετεύσει από αυτά βαδίζοντας ωστόσο πολλές φορές σε κινούμενη άμμο έτοιμη να καταποντιστεί ανά πάσα στιγμή. Κατορθώνει όμως να ισορροπήσει και να απελευθερωθεί ανακαλύπτοντας ένα νέο νόημα στην ταλαιπωρημένη της ζωή.

" Ένιωθα τώρα στο βάθος μου πως είχα βρει το σκοπό της ζωής μου. Μια σκέψη μόνο με βασάνιζε: Θα μπορέσω τάχα εγώ να πλάσω έναν άνθρωπο; Έναν Άνθρωπο με καρδιά γερή και μεγάλη;...Και θα μπορέσω εγώ να του δείξω τον ίσιο δρόμο, ώστε πατώντας στα ερείπια που άφηκε η γενιά μας, να πετάξει μπροστά;..."

Οι "Παραστρατημένοι" είναι ένα σπαρακτικό, ένα σχεδόν καταθλιπτικό μυθιστόρημα , το οποίο όμως κατορθώνει στο τέλος να εμφυσήσει ελπίδα και αισιοδοξία για τη γυναίκα και για τον άνθρωπο γενικά.


Λιλίκα Νάκου,Παραστρατημένοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009,12η έκδοση

(1) Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Ανάδυση της έμφυλης γυναικείας ταυτότητας σε αφηγηματικά έργα γυναικών συγγραφέων της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Μιλά η ΕΠΟΝ


Ανάμεσα απ' τη φλόγα δυό χεριών,
που σαν χωνί, αγκαλιάζανε το στόμα, 
άκουσα τη φωνή σου απόψε, ΕΠΟΝ,
κι ω, πώς αχεί στ' αυτιά και τώρα ακόμα!

Για λευτεριά, για ενότητα μιλούσε:
- Αδέρφια εμπρός, στην πάλη την κοινή.
Κι ω, πώς στα λόγια εκείνα αναριγούσε
η σκλαβωμένη κι άβουλη ψυχή.

Μιλάν τα νιάτα, τ' άτρομα, τα θεία, 
ακούστε τη θερμή τους τη φωνή
και σμίχτε τη δειλή σας την πορεία,
με την παρέλασή τους τη λαμπρή.

Πρωτόσταλτα της νίκης χελιδόνια,
- μιλά η ΕΠΟΝ, η φλόγα μιας γενιάς -
και λουλουδίζουν οι καρδιές σαν κλώνια
και μια άνοιξη σιμώνει λευτεριάς.
                                           Μάρτης 1943
Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη Της νιότης και της λευτεριάς, ποιήματα, Θεμέλιο, Αθήνα 1978

Στις 23 Φλεβάρη 1943, σε ένα μικρό σπίτι, στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3 στους Αμπελόκηπους, ιδρύεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η θρυλική ΕΠΟΝ , η μεγαλύτερη νεολαιίστικη οργάνωση της χώρας.

Τώρα θα κοιτάζεις μια θάλασσα...


ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.

Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

Κική Δημουλά ( 6 Ιουνίου 1931 - 22 Φεβρουαρίου 2020)

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Παιδιά Καλών Οικογενειών

" Εάν το άλας μωρανθή, εν τίνι αλυσθήσομαι;" Είναι η πιο αντιπροσωπευτική φράση για την ιδέα που είχε το έθνος πριν από την απελευθέρωση του και που εξακολουθεί να έχει και σήμερα, προκειμένου για τα παιδιά των καλών οικογενειών. Μη στάξει και μη βρέξει. Με λίγα λόγια, αυτά ήταν πάντα το καμάρι της κοινωνίας.
Όχι πως και τα άλλα παιδιά δεν ήταν καλά. Μπορεί να ήταν και πιο προκομμένα, αφού πολλές φορές τα παιδιά των φτωχών κάνανε τον προγυμναστή για τα πλούσια παιδιά. Αλλά τα πλουσιόπαιδα, σωστά μανάρια της κοινωνίας, ξεχώριζαν, ήταν διαφορετικά ντυμένα - από τον καλοσιδερωμένο λευκό γιακά και την ποδιά ποπλίνα έως τα λουστρίνια παπούτσια. Μέσα σε μια σχολική τάξη αμέσως έβλεπες χτυπητή τη διαφορά: τα καλοντυμένα παιδάκια, αφράτα και παχουλά, σαν κουραμπιέδες, και πιο εκεί τα μπαλωμένα παιδιά της πλύστρας, ισχνά και κατσιασμένα -αβαρία από διάφορα κοινωνικά ναυάγια. Είναι αλήθεια πως ήταν πολύ καθαρά, γενικά όμως δεν έλειπε η διάθεση να προχωρήσουμε σε διακρίσεις " καθαρών και ακαθάρτων", όπως συμβαίνει στα σκοτεινά στρώματα των Ινδιών. Αυτό δεν έγινε, υπήρχε όμως απόσταση και τα πλούσια παιδάκια δεν έδιναν εύκολα το χέρι στα φτωχά.
Η διάκριση ξεχώριζε σε όλα, αρκετά ταπεινωτική, και τα φτωχούλια που μεγάλωναν με τη χάρτινη υπόσχεση της ισότητας και της δικαιοσύνης, αντί να νιώσουν την παιδική χαρά, το μέτωπο υψηλά για μια ελεύθερη πατρίδα που θα την υπηρετούσαν με τα δυο πολυτιμότερα αγαθά, με το αίμα και με τον ιδρώτα, πρωτογνώριζαν το σύμπλεγμα της κατωτερότητας. Μ' αυτό και μεγάλωναν.
Τα μανάρια ξεχώριζαν ακόμη με τα βιβλία και με τα παιχνίδια τους. Είχαν βιβλία με χρυσά γράμματα και παιχνίδια ακριβά, φερμένα " από τα Ευρώπας", με πολύπλοκα μηχανήματα. Είχαν όμως καλή καρδιά κι αυτά και οι γονείς τους και όταν τα βιβλία ξεσχίζονταν και τα παιχνίδια τσακίζονταν, αντί να τα πετάξουνε στα σκουπίδια, τις περισσότερες φορές τα χαρίζανε στους φτωχούς συνταξιδιώτες.
Η διάκριση εξακολουθούσε έως τις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, για να εκδηλωθεί ακόμη πιο χτυπητά όταν οι φτωχοί μαθητές ή μαθήτριες έπρεπε να βιοπαλέψουν, ενώ οι άλλοι γράφονταν στο πανεπιστήμιο. Υπήρχε και μια άλλη κατηγορία. Αυτοί ήταν οι πιο διαλεχτοί, όσοι είχαν τα οικονομικά μέσα να πάνε να σπουδάσουν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Παρίσι.
Αυτοί ήταν οι μανδαρίνοι. Σπουδές στο Παρίσι, ανεξάρτητα αν μάθαιναν κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο από όσα μαθαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, ισοδυναμούσαν με τίτλο και αποτελούσαν χρίσμα για τα ανώτερα αξιώματα. Οι απόφοιτοι των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων κατέβαιναν στην Ελλάδα παίζοντας ένα κλειδί στη χούφτα τους, ήταν το κλειδί του φέουδου. Το είχαν πρόχειρο. Ένα κομμάτι της πατρίδας ήταν πάντα έτοιμο στα πόδια τους, νομάρχες και διευθυντές τραπεζών, τμηματάρχες και ανώτεροι λειτουργοί, κουμπάροι και βουλευτές, ήταν το άλας της γης.
Αυτοί κυβερνούσαν και μορφώνανε κατά εικόνα και ομοίωση το κράτος. Γι' αυτό πάντα ο λαός ήταν ανώτερος από την κρατική μηχανή, ανώτερος από τους ηγέτες του, ανεξάρτητα σε ποιο κόμμα ανήκαν αυτοί.
Γι'αυτό σε δύσκολες στιγμές ο λαός ξεπερνούσε τις προσδοκίες των ηγετών και τους έκανε να τρίβουν τα μάτια τους.Βέβαια, οι σπουδαγμένοι της Ευρώπης δεν ομολογούσαν  ποτέ με τι τρόπο σπουδάσανε και τι μάθανε. Δεν τους συνέφερνε. Τουναντίον άφηναν να φουντώνει ο θρύλος " δια τας Ευρώπας", αδιάφορο αν γύριζαν ανάξιοι και ευτελείς όπως τα παιχνίδια που τους φέρναν κάποτε " από τας Ευρώπας" με τον πολύπλοκο μηχανισμό και την πρόστυχη ποιότητα...( απόσπασμα  από το διήγημα " Από φαναριώτικο τζάκι ή Η φιλοξενία")

Λουκάς Καστανάκης, Παιδιά Καλών Οικογενειών. Διηγήματα. Πρόλογος - Επιμέλεια Γιώργος Καραντώνης, Εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 2013.

" Τα Παιδιά Καλών Οικογενειών" είναι μια σειρά ανέκδοτων διηγημάτων του Λουκά Καστανάκη, τα οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ο Γιώργος Καραντώνης.
" Είναι γραμμένα στην περίοδο 1942 - 1956, αλλά παρέμειναν ανέκδοτα ως σήμερα, αποτελούν δηλαδή μια φωνή από το παρελθόν που μιλά ακριβώς για το παρελθόν που περιγράφουν και - κυρίως - είναι γραμμένα από έναν άνθρωπο που έζησε και έδρασε για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ζωής του στους τόπους που περιγράφει: στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, στον Καύκασο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, μέρη όπου είχε πολύχρονη παραμονή και πολυποίκιλη δράση, πριν καταλήξει και εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του, με εξαίρεση, βέβαια, την τετραετή περίπου περίοδο της εξορίας του σε διάφορα "τουριστικά" νησιά.
Από όλα τα μέρη και τους πάμπολλους ανθρώπους που γνώρισε στη διάρκεια της ζωής του, ο συγγραφέας αντλεί το πολυποίκιλο υλικό του και καταγράφει καταστάσεις αληθινές και πολύ οικείες του, δίνοντας μια γλαφυρή αναπαράσταση, ιδιαίτερα του Ελληνισμού της διασποράς. Αντίθετα, μάλιστα, απ' ό,τι γράφεται συνήθως σε πολλά βιβλία, τα πρόσωπα των διηγημάτων του είναι υπαρκτά - αν και αναγράφονται με ψευδώνυμο - και καμιά τυχαία σύμπτωση δεν υπάρχει με πρόσωπα  και γεγονότα εκείνης της εποχής, πράγμα που φαίνεται και από το ότι αρκετά πρόσωπα και κάποια περιστατικά είναι κοινά σε μερικά διηγήματα. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε γνωρίσει πολύ καλά, από τα μέσα, όλα αυτά τα "παιδιά καλών οικογενειών", τους στενούς συγγενείς πρωθυπουργών και υπουργών, τους βιομήχανους, τους έμπορους, τους πολιτικούς, τους ξεπεσμένους πρίγκηπες, τους ψευτοαριστοκράτες, τους διανοούμενους, τους ψευτοδιανοούμενους, τους " κοτσαμπάσηδες στα γράμματα και στην πολιτική"( από τον Πρόλογο του Γιώργου Καραντώνη )



Ο Λουκάς Καστανάκης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Δεκεμβρίου 1890. Ο πρώτος γιος της οικογένειας, η οποία είχε άλλα δύο αγόρια, τον Μανόλη και το Θράσο, τον μετέπειτα γνωστό συγγραφέα. Στην Κωνσταντινούπολη πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και φοίτησε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο.Το 1905 απεβίωσε η μητέρα τους. Το 1909 πήγε στο Βατούμ του Καυκάσου όπου εργάστηκε στην εταιρεία των αδελφών Αρβανιτίδη, αρχικά στο εργοστάσιο πετρελαίων και στη συνέχεια στην εταιρεία μαγγανίου . Τον Μάιο του 1917 παντρεύτηκε την Ναντέζντα (Μίλη) Παράτσα, της οποίας η μητέρα ήταν Ελληνίδα και ο πατέρας είχε καταγωγή από το Μαυροβούνιο. Στον Καύκασο συναντήθηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη και συνδέθηκε φιλικά μαζί του. Έγινε μάλιστα ο δάσκαλός του στη ρώσικη γλώσσα.
Το 1920 πήγε στο Βερολίνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες ενώ παράλληλα έγινε μαθητής και συνεργάτης του Γιάννη Ψυχάρη. Διετέλεσε ανταποκριτής διαφόρων ελληνικών εφημερίδων, διηύθυνε την ελληνόφωνη εφημερίδα «Αγών» και εξέδωσε βιβλία στα ελληνικά. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του «Διεθνούς Βήματος των Φοιτητών» (Tribune Internationale des étudiants), οργάνωση που ένωνε τους φοιτητές όλων των χωρών που σπούδαζαν στο Παρίσι. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν μια από τις προσωπικότητες που παρέστησαν στην ίδρυση της οργάνωσης την 12η Ιανουαρίου 1926
Το 1931 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του οριστικά στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Πολιτεία» και «Ανεξάρτητος», με διάφορα περιοδικά, όπως τα Νεοελληνικά Γράμματα, και με τον εκδοτικό οίκο «Δημητράκου». Το 1933 υπέγραψε τη διαμαρτυρία των Ελλήνων λογίων για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Το 1934-5 εργάστηκε στο τμήμα εξαγωγής ελληνικών καπνών της σοβιετικής εμπορικής αντιπροσωπείας. Το 1935 εξορίστηκε για 2 μήνες στη Φολέγανδρο από την κυβέρνηση Κονδύλη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφραστής για τις εφημερίδες Ριζοσπάστης και Ελεύθερη Ελλάδα. Τον Δεκέμβρη του 1947 ξεκίνησε για τον Καστανάκη μια τετραετής περίοδος εξορίας. Αρχικά τον έστειλαν στην Ικαρία, μετά στη Μακρόνησο και τέλος στον Αη Στράτη. Από τον Αύγουστο του 1951, που αφέθηκε ελεύθερος, εργάστηκε πάλι ως μεταφραστής και δημοσιογράφος για Το Βήμα, Τα Νέα, τον Ταχυδρόμο και την Ακρόπολη. Πέθανε στο νοσοκομείο «Ελπίς» στις 26 Ιουνίου 1956 εξαιτίας νεοπλάσματος του ουροποιητικού. Η σύζυγός του Μίλη πέθανε το 1959. Τα πολυάριθμα άρθρα και οι μεταφράσεις του, που βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα έντυπα, καθώς επίσης και όλο το ανέκδοτο υλικό που άφησε πίσω του εκδίδονται σιγά σιγά, σε θεματικές συλλογές από τους κληρονόμους του.





Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Η Τέχνη στις Φυλακές του Χατζηκώστα

Ένα άρθρο του  Ν. Χάγερ - Μπουφίδη, δημοσιευμένο στο περιοδικό  Ελεύθερα Γράμματα το 1946 για τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί κρατούμενοι στις Φυλακές Χατζηκώστα προσπάθησαν να ανταπεξέλθουν στις βαριές συνθήκες κράτησης  δημιουργώντας Τέχνη.


ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Όταν έκλεισε πίσω μου η βαρειά πόρτα της φυλακής, δε φανταζόμουν τι θα εύρισκα κειμέσα, ούτε και τι θα δημιουργόταν σιγά σιγά μέσα στο κομμάτι αυτό της ελεύθερης Ελλάδας, όπως πολύ σωστά χαρακτήρισε ένας δημοσιογράφος τις φυλακές κρατουμένων του Χατζηκώστα. Δε φανταζόμουν ακόμα τι θα εμφάνιζαν οι φυλακισμένοι ελασίτες, οι τρομεροί και φοβεροί αυτοί άνθρωποι, στον τομέα της Τέχνης.
Αξίζει να δούμε μαζί την εξέλιξη που παρουσίασε ο τομέας αυτός τους τελευταίους μήνες, και τους πλούσιους καρπούς που απέδωσε. Χρειάστηκαν αγώνες βέβαια, στο διάστημα αυτό, και προσπάθεια μεγάλη, προσπάθεια όμως συνειδητή, οργανωμένη, συλλογική, προσπάθεια που δεν γνώρισεν εμπόδια, αλλά μονάχα τον πυρετό της δημιουργίας και τη χαρά της επιτυχίας. Όταν σκεφτεί ωστόσο κανένας πως αυτά όλα γίνονταν κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες, κάτω από την πιο βαρειά τρομοκρατία, όταν σκεφτεί κανένας πως ο αγώνας για την Τέχνη γινόταν παράλληλα με τον αγώνα για τη δημιουργία όρων κάπως πιο ανθρώπινης ζωής μέσα στις φυλακές, και ότι πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή ήταν κυρίως παιδιά του λαού, αντάρτες του βουνού, άνθρωποι που ούτε τους είχε δοθεί άλλοτε η ευκαιρία ν' ασχοληθούν συστηματικά με τα ζητήματα της Τέχνης, δε μπορεί παρά να θαυμάσει άλλη μια φορά τους θησαυρούς που κλείνει μέσ' στα σπλάχνα του ο λαός μας. Φανταστείτε τι θα αποδώσει ο λαός αυτός σ' όλους τους τομείς όταν αποχτήσει τη λευτεριά του, όταν του λυθούν τα χέρια και, αφέντης πια στον τόπο του, ριχτεί - όπως ξέρει αυτός να ρίχνεται - στη δουλειά.

***

Στου Χατζηκώστα με μετέφεραν ένα απόγεμα. Κι αμέσως με βάλαν σ' ένα μπουντρούμι, - συγγνώμην! - στον "θάλαμο " ήθελα να πω " των εισερχομένων ". Εκεί την πρώτη νύχτα. Και την επομένη θα με ταχτοποιούσαν κάπου αλλού.
Το πρώτο βράδυ, λοιπόν, όταν γυρίσαμε από τον περίβολο - ένα ανθυγιεινότατο τετράγωνο, σαν μεγάλο πηγάδι, στο κέντρο της φυλακής, όπου εσάπιζαν "κάνοντας βόλτες" πατείς με - πατώ σε πάνω από χίλιοι κρατούμενοι - και φάγαμε, αφού αμπαρώθηκαν φυσικά καλά οι πόρτες, παρατήρησα κάποια έκτακτη κίνηση στο θάλαμο.
- Τι συμβαίνει; ρώτησα τον μπάρμπα - Μήτσο, έναν ηλικιωμένο γαλατά, από τους παλιότερους εαμίτες, που λίγο πριν είχε κάνει μια σύντομη ομιλία για τον φεουδαρχισμό με πλήρη γνώση του ζητήματος.
- Θα γίνει θέατρο. Περιμένετε. Σε λίγο θ' αρχίσει!
- Θέατρο; Πού; Εδώ μέσα;
Ο μπαρμπα - Μήτσος γέλασε.
- Αμ' πού αλλού; Εδώ, βέβαια! Δε βλέπεις που απλώνουν κείνη την κουβέρτα στη γωνία; Θάναι η αυλαία. Να δούμε τα παιδιά τι μας ετοίμασαν απόψε...Θα δεις! Θα σπάσουμε κέφι!
Σε μια γωνιά του θαλάμου, πράγματι είχαν απλώσει μια κουβέρτα πάνω σ' ένα σχοινί. Δυό - τρεις κρατούμενοι είχαν μαζευτεί πίσω απ' αυτήν και σιγοκουβέντιαζαν.
- Και...έχετε συχνά θέατρο; ξαναρώτησα.
Ο μπάρμπα - Μήτσος αυτή τη φορά σοβαρεύτηκε.
- Η ψυχαγωγία, μου είπε, είναι εκείνο που επείγει περισσότερο απ' όλα αυτή τη στιγμή στη φυλακή. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι κρατούμενοι είναι εντελώς αθώοι, όπως θα διαπιστώσεις και μόνος σου σαν μείνεις λίγον καιρό ακόμα εδώ. Οι υπεύθυνοι της ψυχαγωγίας όμως του θαλάμου, οι επονίτες μας δηλαδή, σκαρφίζονται κάθε βράδυ από ένα σκετς και το παίζουν " εκ των ενόντων". Οι άλλοι συναγωνιστές ξεσκάνε κάπως. Την ημέρα, πάλι, έχουμε άλλες ασχολίες: μορφωνόμαστε. Έχουμε αρκετούς συναγωνιστές καθηγητές δωμέσα. Αυτοί μαθαίνουν γράμματα τους αγράμματους, υπάρχουν "κουρ" για τους πιο προχωρημένους, γίνονται μαθήματα ανωτέρων μαθηματικών για τους επονίτες - σπουδαστές του Πολυτεχνείου, μαθήματα γαλλικών, μαθήματα πολιτικής οικονομίας, δημοσιογραφίας...Α, να! Είναι έτοιμοι! Θ' αρχίσουν τώρα...
Πραγματικά. Η αυλαία άνοιξε και η παράσταση άρχισε.
Μη με ρωτήσετε ποια είταν η υπόθεση  του σκετς που παιζόταν. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι σατύριζε διάφορα "τρωτά" της φυλακής.
Αυτή είταν η πρώτη εκδήλωση της θεατρικής ζωής στου Χατζηκώστα:
 μερικά άτεχνα  " καραγκιοζλίκια", για να ξεχνάν οι κρατούμενοι τη σκληρή πραγματικότητα. Η κατάσταση όμως αυτή δε βάσταξε πολύ. Στη φυλακή είταν κρατούμενος ένας πραγματικός καλλιτέχνης: ο ηθοποιός Γαλανός. Αυτός ανάλαβε να βάλει μια τάξη στα πράματα. Γύρω του μαζεύτηκαν μερικοί επονίτες που έδειχναν κλίση στο θέατρο - ανάμεσά τους θα ξεχωρίσω  τον Τάσο Παπαναστασίου, που αναδείχθηκε πρώτης γραμμής ηθοποιός - κι έτσι σχηματίστηκε ο " Κεντρικός Θίασος της Φυλακής" που άρχισε να δίνει παραστάσεις κάθε Κυριακή απόγεμα στο μεγαλύτερο θάλαμο, για να μπορούν να παρακολουθούν το θέαμα όλοι οι κρατούμενοι.
Έτσι η κατάσταση βελτιώθηκε. Η σκηνή, βέβαια, είταν πρόχειρη, καμωμένη με κουβέρτες απλωμένες πάνω σε σχοινιά, το πρόγραμμα όμως είταν αρκετά περιορισμένο: Η παράσταση άρχιζε με τον Εθνικό Ύμνο που τον τραγουδούσε η Χορωδία. Γιατί είχε σχηματισθεί μια αρτιωτάτη χορωδία από τους πιο καλλίφωνους της φυλακής. Ακολουθούσαν τραγούδια του αγώνα αλλά και παλιές καντάδες, απαγγελίες ποιημάτων παλιών ποιητών - κατά προτίμηση  του Βάρναλη που τον λάτρευαν οι κρατούμενοι - αλλά και νέων φυλακισμένων, σκετς και μονόπρακτες κωμωδίες. Τα σκετς είταν έργα κρατουμένων αγωνιστών και ζωντάνευαν σκηνές του απελευθερωτικού αγώνα. Δοθήκαν, μεταξύ άλλων, μια θεατρική διασκευή καμωμένη από τον κρατούμενο δημοσιογράφο Ελευθεριάδη μερικών σκηνών της Ζώγια, ένα δικό μου μονόπρακτο, μερικά έργα που είχαν παιχτεί στην Ελεύθερη Ελλάδα τον καιρό της κατοχής από περιοδεύοντες επονίτικους θιάσους...Οι κωμωδίες είταν παλιές: φάρσες του Λάσκαρη και του Άννινου. Το " κοκκαλάκι της νυχτερίδας" και το " Ζητείται υπηρέτης"...Είταν απαραίτητες όμως, γιατί το σκόρπισμα ευθυμίας είταν από τους κυριώτερους σκοπούς που είχε τάξει η οργάνωση της Φυλακής στο Θέατρο.
Το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που δόθηκε είταν το " Στραβόξυλο" του Ψαθά. Επί μια βδομάδα είχαν σκάσει στις πρόβες οι φιλότιμοι επονίτες για να του το ανεβάσουν. Η πρεμιέρα του όμως έπεσε σε κακή εποχή: παίχτηκε την επαύριο της επιθέσεως που είχε γίνει  εναντίον των πολιτικών κρατουμένων από διάφορους ενόπλους και που είχε σαν αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ηρωικού μοίραρχου Βενετσανόπουλου και τριών άλλων ελασιτών. Βασίλευε, έτσι, μια δικαιολογημένη αναταραχή στα πνεύματα και η παράσταση δεν είχε μεγάλη επιτυχία.
Εννοείται ότι ανεξάρτητα από τις εβδομαδιαίες παραστάσεις του Κεντρικού Θεάτρου, οι θάλαμοι εξακολουθούσαν κάθε βράδυ να δίνουν τις δικές τους. Ολοένα, βέβαια, καλλιτέρευαν κι αυτές, οι σκηνογραφίες όμως εξακολουθούσαν να είναι " υποτυπώδεις". Τα γυναικεία πρόσωπα τα παριστάναν επονίτες τυλιγμένοι μέσα σε σεντόνια και με φακιόλια για να μη φαίνουνται τα κουρεμένα μαλλιά. Και η κάπως πρωτόγονη αυτή κατάσταση εβάσταξε ως τον καιρό που ήρθαν στη φυλακή τρεις τρομεροί και φοβεροί " εγκληματίες": Ο ζωγράφος - χαράκτης Χόροβιτς, ο ζωγράφος - σκηνογράφος Μπαχαριάν και ο γιατρός Μπαρτζώτας. Αυτοί οι τρεις με τη βοήθεια μερικών άλλων καλλιτεχνών έδωσαν μια νέα πνοή στη θεατρική ζωή της φυλακής. Να εξηγούμεθα όμως: αυτοί έδωσαν την ώθηση· τα θαύματα που ακολούθησαν, ωφείλοντο  στην πρωτοβουλία και στην άοκνη εργασία των φιλότιμων απλών ελασιτών. Μη λησμονούμε, άλλωσετ, πως ό,τι έγινε το χρωστούμε κυρίως στο γεγονός ότι η τρομοκρατία, μέσα στη φυλακή τουλάχιστον, είχε πια σπάσει.
Μια μέρα μαθεύτηκε ότι στο " Θάλαμο Ζαχαριάδη" χτίζεται θέατρο. Μέγα γεγονός! Τα ελασιτάκια είχαν ξετρυπώσει κάτι σανίδια και...αμ' έπος αμ' έργον! σε λίγες μέρες το θέατρο είχε στηθεί. Το παλκοσένικο είταν ογδόντα πόντους πιο ψηλά από το πάτωμα, κι' έτσι οι θεατές καθισμένοι πάνω στα "τσαμασίρια" τους θα μπορούσαν να βλέπουν ολόκληρους τους ηθοποιούς, κι όχι από τη μέση κι απάνω όπως τους έβλεπαν ως τότε. Με αγάπη και με στοργή όλοι βαλθήκαν να τελειοποιήσουν το θεατράκι τους. Έτσι, την ημέρα των εγκαινίων, είχε " εσωτερικό" φωτισμό άριστο, αυλαία, αληθινή, και τρεις σκηνογραφίες. Οι " γυναίκες" άφησαν τα σεντόνια και εμφανισθήκαν με θαυμάσια και κομψότατα φορέματα, που είχαν φέρει αδερφές τους και συγγενείς τους απ' έξω. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως τους γυναικείους ρόλους τους " υπεδύοντο" ηρωικότατα παιδιά, που ύστερ' από αυστηρή εντολή της οργάνωσης της φυλακής και σαν καθήκον τους αναλάμβαναν.
Τους παίζαν εντούτοις με τόση ευσυνειδησία - είπαμε πως είταν " καθήκον" - ώστε δεν παρουσίαζαν τίποτα το αντιαισθητικό.
Η μεγάλη επιτυχία του Θεάτρου Ζαχαριάδη υπήρξε " Του φτωχού τ' αρνί" του Τσβάιχ. Γιατί το κοινόν είχε απαιτήσεις τώρα, κι οι καλλιτέχνες εννοούσαν να παρουσιάζουν έργα πραγματικής τέχνης. Στο έργο αυτό που παίχτηκε με κοστούμια Ναπολεοντείου εποχής παρακαλώ - καμωμένα όλα στη φυλακή - αναδείχθηκαν νέοι ηθοποιοί με πραγματικό ταλέντο που δεν διαφέραν και πολύ από τους επαγγελματίες συναδέλφους τους. Αξίζει ν' αναφέρω τον Μπαχαριάν, τον αξιωματικό Μπονάτσο ( καταδικασμένο σε πολυετή φυλάκιση για ανατινάξεις) έναν υπέροχο πατριώτη , λεπτότατο στους τρόπους, άψογο στο ήθος και θαυμάσιο δραματικό καλλιτέχνη και τον Δαβίδ μια πραγματικά καλλιτεχνική φύση.
Το " του Θαλάμου Ζαχαριάδη τρόπαιον" όμως δεν άφησε να κοιμηθούν ήσυχους τους συναγωνιστές των άλλων θαλάμων. Νέος οργασμός, λοιπόν, νέα προσπάθεια, νέα ξενύχτια, νέοι κόποι και σε λίγο ένα καινούργιο θέατρο στηνόταν στη φυλακή: το θέατρο του " Μάλλιαρη - Αργέντη". Ε, αυτό πια είχε τέλεια σκηνή: υποβολείο, ράμπα πραγματική, σαλόν φερμέ...Νέοι ηθοποιοί αναδειχθήκαν εκεί: ο Λουκίσας, ο Κουρής...
Όταν έφευγα ετοιμάζαν να ανεβάσουν την "Θεοδώρα" του Φωτιάδη με σκηνοθεσία Μαρουλάκου.
Τέλος, στήθηκε και το "Κεντρικό Θέατρο" στον μεγαλύτερο θάλαμο της φυλακής: στο θάλαμο " Στάλιγκραντ". Ε, αυτό πια είταν τέλειο θέατρο. Στο " Μπουρίνι" του Μπόγρη που είχε τεράστια επιτυχία, εμφανίστηκε στη σκηνή ένα τεράστιο πλαστικό δέντρο! Στο βάθος υπήρχε θάλασσα, που μ' έναν ειδικό μηχανισμό...σάλευε κάθε τόσο! 
Στο " Κεντρικό Θέατρο" παίχτηκαν κι οι " Φουσκοθαλασσιές" του Μπόγρη, και λίγες μέρες πριν φύγω, ο " Μακρυνός Δρόμος". Ο " Μακρυνός Δρόμος" υπήρξε πραγματικός άθλος. Και σκηνοθετικός και σκηνογραφικός. Η σκηνή της σήραγγος αποδόθηκε θαυμάσια: οι θεατές είδαν να γκρεμίζεται πραγματικό τοίχωμα. Και οι γυναίκες είχαν περούκες! Πάνε πια τα φακιόλια κι οι αυτοσχεδιασμοί.

Αυτή είταν η εξέλιξη του "θεάτρου" στου Χατζηκώστα. Τώρα ετοιμάζουν, όπως έμαθα την τελευταία φορά που πήγα να τους επισκεφτώ την " Εισβολή" και " Το Καλοκαίρι θα θερίσουμε". Α! οι ελασίτες του Χατζηκώστα εννοούν να παρακολουθούν κάθε προοδευτικό έργο. Κι όταν δεν βρίσκουν έτοιμο, φτειάχνουν μόνοι τους. Ένας κρατούμενος, ο συν. Σαπουντζάκης, έγραψε μια τρίπραχτη κωμωδία πάνω στη μεταδεκεμβριανή κατάσταση. Το έργο είχε όλα τα στοιχεία της σάτυρας. Θα μπορούσε θαυμάσια ν' ανέβει σε μια κεντρική σκηνή. Η πρώτη πράξη  είναι η σύλληψη ως " εκτελεστού" ενός σπαρταριστού τύπου, του Ανάγλυφου. Εννοείται ότι ο Ανάγλυφος είναι ένας αθωότατος ανθρωπάκος του λαού που θέλει να τον εκδικηθεί κάποια φιλενάδα του...Στη δεύτερη πράξη ο Ανάγλυφος είναι φυλακισμένος κι' αρχίζει παρέλαση διαφόρων " εθνικοφρόνων" πολιτών για την αναγνώριση. Όλοι τους, φυσικά, τον αναγνωρίζουν. Και στην τρίτη πράξη είναι η δίκη του. Ανάγλυφος είταν ο ίδιος ο Σαπουντζάκης, που φανέρωσε έτσι κι ένα εξαιρετικό ταλέντο κωμικού.
Και το " κοινόν" ξεκαρδίζονταν και ξεχνούσε την τραγική πραγματικότητα, γιατί έβλεπε ζωντανά πόσο λίγο απέχει το τραγικό από το γελοίο...
Εκτός από το Θέατρο, κι οι άλλες εκδηλώσεις παρουσιάσαν μεγάλη άνθηση στου Χατζηκώστα. Γι' αυτές όμως θα μιλήσουμε σ' άλλο σημείωμα.

                                                                                     Ν. Χάγερ - Μπουφίδης
Ελεύθερα Γράμματα,αριθμ. 14, Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 1946

Τηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.



Ο Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης γεννήθηκε το 1899 στην Αθήνα και καταγόταν από τον πατέρα του από τη Γερμανία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα και στη συνέχεια έζησε με την οικογένειά του στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου τέλειωσε τη σχολή Lycee Francais. Μετά το τέλος των σπουδών του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, και πέθανε το 1950 από καρκίνο του πνεύμονα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στον εμφύλιο διώχτηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές Χατζηκώστα για τα αριστερά πολιτικά του φρονήματα. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1916 με δημοσιεύσεις στίχων στο περιοδικό Αρμονία και το 1918 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Τραγούδια σε μοντέρνους σκοπούς. Συνεργάστηκε με διάφορα αθηναϊκά περιοδικά, όπως τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), Βωμός, Αλεξανδρινή Τέχνη, Απόλλων, Μούσα, Κριτική και Τέχνη, Αργώ, Ελεύθερα Γράμματα και άλλα, όπου δημοσίευσε ποικίλα κείμενα, υπογράφοντας άλλοτε με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο και άλλοτε με το ψευδώνυμο Άρις Ίσαντρος. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Τρεις νύχτες ηδονής, 1927), το θέατρο (Το δράμα της κοκαΐνης, 1928) και το δοκίμιο. Το 1928 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων για το μονόπρακτο έργο Παραμονή Πρωτοχρονιάς, που έγραψε από κοινού με τον Κωστή Βελμύρα. Το λογοτεχνικό έργο του Χάγερ–Μπουφίδη τοποθετείται από τους μελετητές της λογοτεχνίας στο χώρο της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου, ειδικότερα στην νεορομαντική και νεοσυμβολιστική τάση της, και παρουσιάζει έντονα στοιχεία πεσιμισμού, κοσμοπολιτισμού και επιρροές από το καβαφικό έργο και γάλλους συγγραφείς όπως ο Verlaine και ο Francis Jammes.

Εθνικό Κέντρο Βιβλίου