Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Η μεταμόρφωση της χρυσαλίδας


Στις 24 του Μάρτη εκείνο το χρόνο, το πρωί, οι γειτόνισες μαζευτήκανε γύρω τρυγύρω από την κλίνη της και της παρασταθήκανε. Ήρθε κι' η γρηά η κοντοβίστα από τον πέρα μαχαλά, κι' αυτή πήγε και σφήνωσε  πίσω απ' το γέρσιμο του μεσοπόρτι και μισοπρόβερνε λουπά - λουπά το τρεμουλιάρικο ρουθούνι της και τήραγε ίσια, και φερμάριζε κατά γρέγο - λεβάντε κατά τη λεχώ. Είτανε η νεκροθάφτισα. Ή το μικρό ή τη μεγάληνε μπορεί νάπερνε ο χάρος σε τέτοιες ώρες κακοθάνατες. Κι' είχε καρτέρι απ' την αυγή. Η λεχώνα δαγκώθηκε, κατάπιε κάμποσο τη γλώσσα της, έβγαλε μια φωνή και σείστη ο ουρανός κι' η γης, κι' εγέννησε. Άμα εμίλησε, αρώτηξε: Τι παιδί είτανε; Της είπανε: Είτανε ασερνικό. Γύρισε δίπλα κι' εκοιμήθηκε.
Το παιδί μπήκε στο βυζί και ρούφαγε και ρούφαγε, και μια νύχτα μεσάνυχτα το πιάσανε σπασμοί κι' αφρός, κι' ήρθε στου τάφου τον γκρεμνό στην άβυσσο, έτοιμο ν' αποθάνει. Αλλά είταν αβάφτιστο και περπατήσαν μες στη νύχτα και παν και φέρνουν τον παπά απ' αλάργα. Έρχεται ο παπάς τρεχάτος και μπαίνει με το πετραχείλι και με το μικρό καλανάρχο κι' απ' το κατόφλι όπου πατεί βάνει μια φωνή και φωνάζει: " Σκύψετε χριστιανοί- σηκώνω τώρα τα Άγια". Η μάνα κι' ο πατέρας σκύψανε, ο παπάς έλεε τα χρειαζούμενα, ο καλανάρχος ο μικρός τρίκλαγε και παράστεκε, το θερμό στη φωτιά εχοχλάκιζε, το παιδί μοναχό εσπαρτάριζε κι' έβλεπε αποπάνω του αγγελούδια επουράνια χορεύοντας να πλησιάζουνε να το πάρουν μαζί τους, κι' ακαταπαύστως ψέλνοντας μέχρι την ώρα  ο παπάς, σταμάτησε τότε κι' αρώτησε: " Για θάνατο ήρθαμε χριστιανοί, ή βαφτίσια;". " Πρώτα να το βαφτίοσουμε παπά" λένε οι γονιοί, και φέρνουνε τη γούρνα. Το παιδί μπήκε στο θερμό κι' εκολύμπησε, κι' εχρίστηκε με τα πρεπούμενα, και κείνη τη στιγμή αιφνίδια ο χάροντας εμετανόησε κι' εξαναχάρισε και πάλι στη ζωή το παιδί, και στους τρεμάμενους απ' την πίκρα γονιούς του.
Σαν έφυγε πια ο παπάς κι' η αβγή απ' τη νύχτα εχώριζε, και κάμανε να πέσουνε ν' αναπαυτούνε κι' οι γονιοί, και τότε πια και το παιδί είχε μετατοπίσει ολότελα απ' τα βασίλεια των νεκρών στον κόσμο των ζώντων ανθρώπων, τότε τη μάνα ήρθε κι' έζωσε μια σκέψη και μια ταραχή. Σα φίδι γύρω απ' το λαιμό νάρθε να κουλουριάστηκε να πάει για να σε πνίξει. Σκουντά τον άντρα της στον ύπνο του - γιατί οι άντρες παραδίνουνται εύκολα: " Σήκω του λέει, απάνω! Θαρώ πως μες στη σάστιση τ' όνομα του παιδιού δεν τόπαμε". " Δεν τόπαμε; λέει εκείνος - η νύχτα δεν είναι φευγάτη ακόμα, το λέμε τώρα, κι' ο Θεός μεγάλος είνε και θα το σχωρέσει.Άει που είσαι εσύ η μάνα να πα να του το πεις εσύ".
Ο Σιδερής μεγάλωξε και τότε πήγε στο σκολειό. Μια για να πάει και μια για νάρθει, δυών ωρώ δρόμος τούπρεπε να πάει απ' το κονάκι νάβρει το κοντινό σκολειό. Θα πέρναγε ρουμάνι, θα δρασκελούσε αδιάσελο κι' ένα στοιχειωμένο γιοφύρι, θα συναντιόνταν με τα κέρατα μες στα κοπάδια απ' τα τραγιά και νάνε σούρουπος ο γυρισμός να το κάνουν τα μάτια σου να θαρείς ότι έβλεπες δάσος βεελζεβούλους, να κράζει ο κούκος απ' τη μια κι' η κάργα από την άλληνε, κι' ο ίσκιος τ' αψηλού βουνού να χαμηλώνει απάνωθε να πορπατεί αντάμα σου και να σε προσπερνά, αλλά έλεε ο Σιδερής: Όλα κείνα χαλάλι! Φτάνει που επάγαινε στο δάσκαλο! Και με δίχως ποδάργια, και πάλι ήθελε σούρνονταν, να φτάσει και να μάθαινε! Να στήλωνε τα μάτια του ν' ακούει ν' ακούει, να τα κλιεί καλά - καλά στην κεφαλή, μπας τυχόν και του τάκλεβαν όλα κείνα τα γράμματα! Το βιος του και το θησαυρό. Που στα χωριά γενιές πάσκιζαν νάρθε μια μέρα μια γενιά, να μπόρειε εκείνη τολάχιστον νάμαθε...
Αλλά ύστερα από διάστημα λέει στη μάνα του ο Σιδερής: " Δε ματαπάου πια στο σκολειό". Δαρθήκανε και σκοτωθήκανε όλοι στο σπίτι εκείνο για να τον ματαπείσουνε, αλλά όμως ο Σιδερής δεν επάγαινε πια. Κι' αιτία δεν τους έλεγε. Μόνου πως τονε βλέπανε κι' εκαθόντανε κι' έκλαιγε. Μόνου μια μέρα που ο πατέρας του εφοβέριξε λέγοντας: " Θα κινήσω άβριο πουρνό να πα να ρωτήξω το δάσκαλο", έμπηξε τότε ο Σιδερής κάτι μεγάλα κλάματα, και τον αγκάλιασε, σα νάτανε εκείνος θαρείς το παιδί και ήθελε να το σώσει, και σκύβει και του λέει στ' αφτί: " Όχι όχι πατερούλη μου, μην πας κι εσύ στο δάσκαλο, γιατί εκείνος δε μιλεί την εδικιά μας γλώσσα, και θα πλαντάξεις κι' εσύ και θα κλαις". Κι' αγκαλιαστήκανε κι' οι δυό, κι' εκλαίγανε δίχως να ξέρουνε, και τόσο τρόμαξε ο πατέρας του - γιατί τέτοια χαϊδέματα μέσα σε τέτοια μικρά σπιτικά δεν τάκαναν παρά μη γένοιτο όντας ήσουν για θάνατο - κι' έτσι κανείς δεν ξαναμίλησε έχτοτες πια για το σκολειό, κι' έτσι απόμεινε έχτοτες κι' ο Σιδερής αγράμματος.
Αλλά τις νύχτες όμως που το σκοτάδι είνε πηχτό, και κουκουλώνεσαι από κορφής, κι' οι σκέψες τότε είνε βαθειές, καθώς κι' ο πόνος πιο βαθύς σαν τύχει  κάπου νάχεις πόνο, μια τέτοια νύχτα κι' οι γονιοί, κάνοντας το σταυρό τους, σα να περνούσαν τρίστρατο δίχως νάχαν προτίμηση το στενό που θ' ακλούθαγαν, πήρανε τη μεγάλη απόφαση. Και ξημερώνοντας η αβγή πιάσανε το παιδί και τούπανε.
" Σιδερή μάτια μου, να γίνουσουν τεχνίτης. Τάχεις που τάχεις γερά τα χεράκια σου, και θα σε δόκομε στο γέρο τώρα να σου μάθει την τέχνη του".
Πενήντα χρόνια ο γέρο πάπους του, ο μαστρο - Στέλιος, είτανε μαραγκός. Είκοσι χρόνια τώρα είτανε στραβός και στραβώθηκε απάνω σ' έναν καθρέφτη. Τέσσερα χρόνια τόνε δούλευε μέσα στ' αργαστήρι  του, και του τρέχαν οι μίξες και τα σάλια του πολλές φορές απάνω του απ' την πείνα, κι' άλλη φορά απ' το κρύο, κι' άλλη φορά απ' τη μεγάλη αγάπη του κείνονε. Και έκειδα κουλουριασμένο τον έβρισκε τότε η αβγή, και έκειδα εξημέρωνε, και έκειδα του κουβαλούσανε πότε και πότε λίγο πράμα να φάει, και δίπλα εκεί πιο πέρα λίγο έκανε την ανάγκη του, και δόστου πια και να ντον γλύφει και με τα δάχτυλα και με τα μάτια του, να ντον σκαλίζει εδώ να ντον σκαλίζει εκεί να παραλούν απ' τη συγκίνηση και τα δυό του ποδάρια του, να γέρνει  να λαγοκοιμάται, να πηδά να ξαφνιάζεται, κι' ολόρθος να τινάζεται και να ντον ξαναπιάνει, κι' έτσι να παν τα πρώτα χρόνια,νάρθει κι' ο τρίτος χρόνος, να πατήσει κι' ο τέταρτος, να φτάσει πια να στραβώνει μια μέρα ο μαστρο - Στέλιος απάνω στα σκαλίσματα μέσα στην τέταρτη κείνη χρονιά.
Είκοσι χρόνια έχτοτες που δούλεψε δίχως τα μάτια του. " Αλλά εφόσο έχω τα χέρια μου, τους έλεγε, μην πάτε αλλού". Κι' έφιανε τα προικιά του γάμου γύρω ένα κύκλο απ' το χωριό, στραβός τεχνίτης τώρα αυτός με δίχως τα φεγγίτια του, αλλά μονάχα με τη γνώση.
Μα τώρα πούρθε η ώρα του, που την καρτέρησε πότε ναρχόντανε, εφώναξε το μικρόν εγγονά του το Σιδέρη και λέει: " Νάρθεις τώρα παιδάκι μου να μ' αλαφρώσεις στη δουλιά". Και τον έβαλε δίπλα του να καθίσει και τούβαλε μέσα στη φούχτα τα εργαλεία του και τον εχάδευε και τούλεγε: " Είσαι παιδάκι εσύ και δεν ξέρεις τον κόσμο, κι' έτσι μπορείς να τ' αγαπήσεις ετούτα τα πράματα τ' άψυχα". Κι' όσο που δούλευε τότε ο μικρός, ο γέρος βάσταγε τις φούχτες του μέσα στις εδικιές του και τις εζέσταινε, να του μαθαίνει τη δουλιά, κι' όταν ερχόντανε το βράδι έλεγε: " Σιδερή, μου φαίνεται πως ήρθε η νύχτα απόψε πάλι. Άναψε το φως. Εγώ βλέπω και δίχως, Σιδερή, αλλά για σένα το λέου παιδάκι μου".
Κι' έτσι εδιδάχτη ο Σιδερής απ' τον αόματό του πρόγονο, την τέχνη αλλά και τη ζωή, όπως κι' αυτός διδάχτηκε από τον εδικόνε του.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Πολλά χρόνια επέρασαν βαδίζοντας προσεχτικά απάνω στη γη και τον ουρανό, ώσπου σ' αυτό το διάστημα, οι ζωές γύρω αποταμίευαν και απόγνωση και αταραξία, κι' εκείνο τ' άλλο σοφό πράμα, που μια νύχτα οι άνθρωποι μες στην απελπισία της γνώσης τους κάποτε το ονόμασαν με μια λέξη: "παρελθόν".
Κι' όπως επέρναγαν τώρα τα χρόνια, κι' όλοι οι γονιοί του Σιδερή μεταμορφώθηκαν σε ολόασπρες μαργαριτούλες απριλιάτικες στο κεφαλόσκαλο ο καθένας τους του δικού του τού μνήμα, κι' οι μέλισσες που τόσο ξένιαστα πετούν και παν και γλύφουνε κάθε πρωί τα χειλάκια τους τα μεταμορφωμένα τώρα πια σ' ολάσπρα λουλουδάκια, - έτσι κι' ο Σιδερής τότε εξαφανίστηκε, μέσα στα χρόνια και τις πολιτείες, και δεν τον ξαναβρίσκομε τι τάχα ν' απογένηκε.
Μόνο όταν πέρναγε από μπρος μας κάποτε, ένας λαός, κι' αγκομαχώντας έσουρνε τα νικημένα πλήθια του, αλλά όλους γίγαντες γενναιώτατους! - τότε, αν διακρίναμε, μαζί τους θα τον βλέπαμε. Αλλά...δεν επροσέξαμε.
Χτες το πρωί βρεθήκαμε σ' ένα νοσοκομείο. Απάνω σ' ένα στρίποδο, ριγμένο σ' ένα πέρασμα, κείτεται ένα σκουλίκι. Κάποτε θάταν άνθρωπος. Τώρα είναι ένας μπόγος. Καμμιά 40ριά οκάδες από κρέας και κόκκαλα. Πάμε κοντά. Είνε φοβισμένο. Σαν τρυγόνι τον Αύγουστο, σε κυνηγιού περάσματα.
- Τι είσουν πριν, του λέμε, πριν να...ξαπλώσεις εδωπά; Αλλά φοβάται ακόμα. Ποιος ξέρει πού διδάχτηκε να τρέμει  τόσο, εμπρός στον άνθρωπο. Και είνε δυσκολώτατο να βγάλεις φόβο απ' την ψυχή, όταν με βία στην άνοιξαν, για να στον χώσουν μέσα...
Ύστερα από κάμποσο μας λέει: " Βάλε εδώ το χέρι σου". Και ψάχνομε εμείς στην τσέπη του. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Αλλά η τσέπη είνε αδειανή. " Ψάξε καλά" μας λέει. Ξύνομε τη ραφή καλά, και βρίσκομε ένα σβώλο, ως ένα ρεβυθάκι μπόι. " Τώρα ξετύλα" λέει. Γιατί δεν έχει εκείνος χέρια. Και ξετυλάγαμε και ξετυλάγαμε, κι' είνε ένα τοσοδούλικο λυωμένο τσιγαρόχαρτο. Τώρα μας λέει: " διάβασε". Τότε εμείς διαβάζομε. Κι' είχε γραμμένα η πένα, κι' έλεγε το χαρτί:
" Σύνταγμα τάδε του ΕΛΑΣ. Συνταγματάρχης τάδε. Έχασα απ' την τσέπη το παράσημο, τη νύχτα της τάδε επίθεσης ενάντια στους Γερμανούς. Εκεί έχασα και τα χέρια μου. Είταν μαζί μου οι τάδε. Έκαμα αναφορά. Στο πόδι βάρεσα ύστερα, άμα χτυπήσανε οι Άγγλοι την τάδε συνοικία μας. Είπε ο γιατρός πως θα σωθεί".
Το χαρτί εκεί τέλειωσε. Μας λέει: " Στρίψε το καλά. Φοβούμαι μη μου τόβρουνε". Κι' ίσως είνε ο φόβος του ο πιο μεγάλος που ποτέ εδοκίμασε. Γιατί το χαρτί τούτο τόκαμε ανταλλαγή: με δυό του χέρια, και μισό ποδάρι! Τόσο του κοστίζει ακριβώς.
Την τελευταία ώρα που φεύγαμε, τον αρωτήσαμε: " Πώς λέγεσαι;". Λέει: " Λέγομαι Σιδερής. Ο πάπους μου είταν αόματος, αλλά είχε τα χέρια του. Εγώ με δίχως χέρια τώρα, πώς θα δουλεύω πια να ζω".
- Διαβάτη που θα πέρναγες από σιμά απ' το χτίριο, πέσε προσκύνησέ το. Κάποιος μεγάλος είνε εκεί.Κάποτε είταν άνθρωπος. Και μάνα τον αγάπησε. Κι' είχε κάμει κι' ονείρατα, για μια καλλίτερη ζωή. Τώρα είνε ένας μπόγος. Κι' αλλού είνε τα κομμάτια του, κι' εκείνος αλλού βρίσκεται. Κι' όσο για κείνα τα όνειρα, εκείνος μεν τα ετοίμασε, κι' άλλοι θα ντα χαρούν.
Μια μικρή λίμνη αίματα - κι' ένα λακάκι όπου εθάψανε τ' άχρηστα εκείνα μέλη του: - αυτό τώρα όλο κι' όλο θυμάται από το σώμα του ένας μεγάλος ήρωας.
Και μόνο πως τ' απόμεινε και κάνει ακόμα τίκι τακ, σαν ξυπνητήρι επιτραπέζιο, είνε στα στήθεια μια καρδιά. Που στους ανθρώπους δόθηκε. Κι' οι άνθρωποι την πέταξαν απάνω σ' ένα στρίποδο, στημένο σ'ένα πέρασμα, χαμένο σ' ένα χτίριο.
Αυτή είταν η μεταμόρφωση μιας μικρής χρυσαλίδας. Δηλαδή η ιστορία της.
                                                                                                Μέλπω Αξιώτη

Δημοσιευμένο στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, αριθ. 11 Παρασκευή 20 Ιουλίου 1945



Δεν υπάρχουν σχόλια :