Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Η Καγκελόπορτα

Θυμόμαστε σήμερα τον σπουδαίο λογοτέχνη Αντρέα Φραγκιά με ένα άρθρο της Τιτίκας Δημητρούλια που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω τον Φλεβάρη του 2002( τεύχος 426)  ένα μήνα περίπου μετά τον θάνατό του στις 6 Γενάρη 2002.


Η Καγκελόπορτα: ένα ιδιόμορφο μυθιστόρημα μαθητείας
Έχοντας πληρώσει το τίμημα της προσχώρησης του στην Αριστερά στο κολαστήριο της Μακρονήσου, το οποίο εύκολα αναγνωρίζουμε στον αριστουργηματικό Λοιμό το 1972, ο Αντρέας Φραγκιάς αποτυπώνει σε όλο το έργο του, τα τέσσερα δηλαδή μυθιστορήματα που εξέδωσε στη διάρκεια μιας τριακονταετίας ( 1955- 1985) , την ασφυξία στην οποία καταδικάστηκε η νεοελληνική κοινωνία μετά το τέλος των οραμάτων της Αντίστασης. Πολυσέλιδα και πολυπρόσωπα, τα μυθιστορήματά του εστιάζουν στις διαδοχικές φάσεις καταναγκασμού του ατόμου και του πλήθους, από τα πρώτα χρόνια με τά την Απελευθέρωση ως τη δικτατορία. Και ενώ όλα τα έργα του έχουν σταθερή και κοινή ιδεολογική θέση και αφηγηματολογική προθετικότητα, είναι σαφές ότι διαφέρουν σε επίπεδο ρητορικής, ύφους και αισθητικής προσέγγισης. Ο Βάσος Βαρίκας επισημαίνει ήδη το 1963 το ρεαλισμό της Καγκελόπορτας σε σχέση με το προηγούμενο έργο του συγγραφέα, το Άνθρωποι και σπίτια, το οποίο κατατάσσει στη " λυρική πεζογραφία". Παράλληλα, ο ίδιος ο Αντρέας Φραγκιάς σημειώνει σχετικά με το Λοιμό: " Στο βαθμό που όλη η περιρρέουσα κατάσταση, η ασφυκτική πραγματικότητα της περιόδου εκείνης είχε στοιχεία παραλογισμού και υπέρβασης. Έτσι, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει μια στρωτή ρεαλιστική αφήγηση[...] Οι προδιαγραφές ενός τυπικά ρεαλιστικού κειμένου θα με παραπλανούσαν". Και ενώ το Πλήθος προσιδιάζει περισσότερο από τα υπόλοιπα στην τοιχογραφία που ο συγγραφέας ήθελε να φιλοτεχνήσει για τις διάφορες περιόδους στις οποίες αναφέρονται τα έργα του, και συνιστά παράλληλα το πιο αλληγορικό ίσως δείγμα της γραφής του, η Καγκελόπορτα αναδεικνύεται ως το πιο συνεπές με τα παραδεδομένα ρεαλιστικά πρότυπα κείμενό του, το οποίο όμως, επειδή εκφράζει μια ηθική και υπαρξιακή θέση, η οποία διαμορφώνεται σε σχέση με την πραγματικότητα , που ποτέ δεν ταυτίζεται με τις ρεαλιστικές ή τις εν γένει περιοριστικές της απεικονίσεις, καταφέρνει να ανανεώσει τους ρεαλιστικούς κώδικες αφενός και αφετέρου διατηρεί τον ανοιχτό του χαρακτήρα και την πολυσημία του στο πέρασμα του χρόνου.
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την Καγκελόπορτα, δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει ότι αποτελεί μια διαφορετικά προσανατολισμένη συνέχεια του Άνθρωποι και σπίτια. Στο πρώτο έχει μόλις τελειώσει η Κατοχή, στο δεύτερο ο Εμφύλιος. Στο πρώτο , ο πυρήνας της βαθιά πολιτικής μυθοπλασίας είναι η οργανική εξάρτηση του ανθρώπου από την εργασία - ή την έλλειψή της. Υπό μία έννοια, η προβληματική αυτή συνεχίζεται και στην Καγκελόπορτα, αφού η επιβίωση έχει αντικατασταθεί επί της ουσίας από μια ψευτοζωή. Τέλος, στην Καγκελόπορτα η ρεαλιστική συνθήκη, που στο Άνθρωποι και σπίτια τελούσε υπό διαμόρφωση επικρατεί ολοκληρωτικά. Πρόκειται όμως για ένα ρεαλισμό πολυεπίπεδο, έναν οιονεί υπαρξιακό ρεαλισμό που διερευνά τη σύσταση της ατομικότητας στην αλληλεπίδρασή της με το περιβάλλον - πριν ο συγγραφέας περάσει στην εξέταση της μαζικής ψυχολογίας και της απώλειας της προσωπικότητας, η διαπραγμάτευση της οποίας ωστόσο κυοφορείται ήδη στα πρώτα έργα του. Στο  Άνθρωποι και σπίτια εντοπίζουμε ένα πρώτο ίχνος του παράλογου και του φανταστικού, το ποδόσφαιρο και την κυριαρχία του στη ζωή των ανθρώπων` στην Καγκελόπορτα συντελείται η διεύρυνση του ρεαλιστικού προτύπου που θα ανοίξει το δρόμο για την υπέρβασή του στο μέλλον. Στην Καγκελόπορτα παρακολουθούμε την καθημερινότητα μιας τυπικής αυλής της δεκαετίας του ' 50, αρχετυπικής αναπαράστασης της ζωής του λαού τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες , στην οποία μένουν ως επί το πλείστον άνθρωποι που στο παρελθόν είχαν στρατευθεί στην Αριστερά. Και ενώ η Ιστορία παρεισφρύει συστηματικά στο κείμενο ως μνήμη , ενώ η περιγραφή των περιπετειών των ηρώων μοιάζει μονοσήμαντα ρεαλιστική, ενώ οι αφηγηματολογικοί κώδικες δείχνουν ξεκάθαροι και σαφώς προσδιορισμένοι, η Καγκελόπορτα τελικά είναι ένα μυθιστόρημα πολύ πιο σύνθετο από ένα απλό μυθιστόρημα με " θέση" , ένα αριστερό πρότυπο κείμενο προς μίμηση, όπως τη χαρακτηρίζει ο Μ. Αυγέρης, συγκρίνοντας τη με την Αριάγνη του Τσίρκα - τον οποίο κατακεραυνώνει. Είναι ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα μαθητείας με έντονα πολιτικό χαρακτήρα και παράλληλα ένα πολυδουλεμένο κείμενο - άσκηση στην εξάλειψη της συνδήλωσης , στην αναζήτηση μιας ουδετερότητας της λέξης, που συμβάλλει στην ανάδειξη αυτής καθαυτής της πραγματικότητας στην πλέον πολιτική της διάσταση και όχι σ' αυτή των υποκειμενικών της βιώσεων.
Στην Καγκελόπορτα οι ήρωες είναι νέοι, μια παρέα, που πολέμησαν μαζί στο βουνό και άλλοι τραυματίστηκαν, άλλοι είναι πια νεκροί - και παρόντες στη ζωή των άλλων, όπως ο Βασίλης στη ζωή της Λουκίας για παράδειγμα. Άλλοι ζουν στην αυλή που κλείνει με την καγκελόπορτα, όπως ο Αντώνης, ο Στάθης και ο Ευτύχης, και άλλοι κρύβονται όπως ο Άγγελος, που είναι καταδικασμένος σε θάνατο και φυγάς. Και όλοι ξεκινούν τη ζωή τους από το μηδέν, σ' έναν "κόσμο σοβαρό, αποκλειστικά ενηλίκων" αναγκάζονται να ενηλικιωθούν σε μια πραγματικότητα ανοίκεια και εχθρική προς τις επιλογές της νεότητάς τους, να μαθητεύσουν στην αγριότητα μιας κοινωνίας που οι μηχανισμοί τους απορρίπτουν τις ιδεολογίες, τα όνειρα και αναγνωρίζουν και τιμούν μόνο το χρήμα.
Η ενηλικίωσή τους λοιπόν προϋποθέτει την κοινωνικοποίησή τους, την οποία όμως δυσκολεύει ο κυριολεκτικός και μεταφορικός εγκλεισμός τους. Ο εγκλεισμός, σε όλες τις πιθανές διαστάσεις του, και η συνακόλουθη ασφυξία και η σιωπή, αποτελούν τον άξονα της ζωής όλων σχεδόν των προσώπων, εξ ου και η συμβολική σημασία της πόρτας ως πύλης που οδηγεί στην καταστροφή ή στη σωστηρία, η οποία συνέχει το κείμενο στο σύνολό του - αρχής γενομένης από τον ίδιο τον τίτλο. Έχουμε τον πραγματικό εγκλεισμό του Άγγελου, που ζει εφτά χρόνια κλεισμένος σε διάφορα σπίτια, ακόμα και στην ίδια την αυλή του πατρικού του σπιτιού, στο σπίτι του Στάθη ή στο καμαράκι στην ταράτσα, για να αποφύγει την εκτέλεση της θανατικής καταδίκης που τον βαραίνει. Η κλειστή πόρτα αποτελεί το δικό του διαβατήριο για το μέλλον. Γι' αυτό και δεν σκέφτεται καν να τη διαβεί για να βγει από την κάμαρα του Στάθη, όπου πνίγεται , αλλά προτιμά να σκάψει λαγούμι! Ενώ όταν κρύβεται στην ταράτσα, πέραν της πόρτας που τον προστατεύει, υπάρχει και ο άγρυπνος φρουρός, η Ισμήνη, που συμπληρώνει το σχήμα. Και ο Αντώνης όμως και ο Ευτύχης είναι δέσμιοι, είναι έγκλειστοι μεταφορικά, στην ψευδαίσθηση της επιτυχίας, στην προσδοκία ότι θα νικήσουν το τέρας, το μηχανισμό του συστήματος, ότι θα το εξημερώσουν ή θα το κοροϊδέψουν. Η άγνοια τους, ηθελημένη ή αθέλητη, θα τους καταστρέψει και οι πόρτες που θα υψωθούν μπροστά τους δε θα τους προστατεύουν αλλά θα τους χωρίζουν από όσα αγάπησαν, σαν την καγκελόπορτα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στη Βαγγελία και τον Αντώνη στην τελευταία τους συνομιλία, μια πόρτα φυλακής.
Ο εγκλεισμός τους αυτός οφείλεται στο φόβο, η γλώσσα του οποίου είναι η σιωπή. Δεν είναι τυχαίο που οι στιχομυθίες ανάμεσα στα πρόσωπα  είναι κοφτές, σύντομες, λακωνικές, ενώ οι μόνες εκτεταμένες αναπτύξεις είναι οι ομιλίες του Αντώνη, όταν μιλάει για να ξορκίσει τον ίδιο του τον φόβο, αναλύοντας δείκτες και δεδομένα. Όλοι οι ήρωες της Καγκελόπορτας λοιπόν φοβούνται, έχουμε να κάνουμε με μια γενιά του φόβου` και όταν παύουν να φοβούνται και παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους, ο εγκλεισμός τους λαμβάνει τέλος τέλος, οι πόρτες ανοίγουν μόνες τους - όπως στο τέλος του μυθιστορήματος , όταν ο Άγγελος σπρώχνει με όλη του τη δύναμη μια πόρτα ανοικτή και τη διαβαίνει μαζί με την Ισμήνη και τον συνειδητοποιημένο επιτέλους Αντώνη, σε μια θριαμβευτική μέσα στην απλότητά της εικόνα τριών νέων που ξεκινούν, αν όχι να κατακτήσουν τον κόσμο, τουλάχιστον να ζήσουν αληθινά. Ο καθένας λοιπόν ζει με το δικό του φόβο. Ο Στάθης φοβάται τη νύχτα που απλώνεται μπροστά του καθώς γυρίζει στο σπίτι του, όπου απομονώνεται από όλους και όλα. Ο Άγγελος φοβάται μήπως τον συλλάβουν και τον εκτελέσουν. Η Ισμήνη φοβάται για τον Άγγελο. Η Βαγγελία για το παιδί της, που δε θέλει να το ρίξει. Ο Αντώνης μήπως πάει φυλακή, ο Ευτύχης για τα λεφτά και τις μηχανές του. Όλοι σώζονται τη στιγμή και μόνο που αποδέχονται την ήττα τους και αποφασίζουν να συνεχίσουν. Η Βαγγελία λυτρώνεται όταν αποδέχεται ότι ο γάμος της έχει αποτύχει και καταφεύγει στη θεία της για να γεννήσει το παιδί της. Ο Αντώνης μπορεί και βγαίνει στον κόσμο όταν συνειδητοποιεί ότι η οικονομική επιτυχία δεν είναι εφικτή χωρίς παραχωρήσεις θεμελειακές για την ηθική σκευή του ατόμου και ότι η ζωή δεν ταυτίζεται με τα χρήματα. Ο Στάθης λυτρώνεται όταν αποδέχεται και πάλι των έρωτα. Ο Φραγκιάς δικαιώνει τους ήρωές του εν τη αδυναμία τους. Τους κατανοεί και τους επιτρέπει να " μάθουν" με το δικό τους τρόπο, συνήθως οδυνηρό αλλά αποτελεσματικό. Να μάθουν ότι ο κόσμος είναι σκληρός αλλά μπορούν να ζήσουν, ή τουλάχιστον να παλέψουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, χωρίς ψευδαισθήσεις. Το σημείο αυτό αποτελεί την αφετηρία της ενήλικης ζωής τους.
Ο Φραγκιάς πραγματεύεται οριακές καταστάσεις της συνείδησης του ατόμου, δουλεύοντας συστηματικά τη λέξη ώστε να την απογυμνώνει από κάθε συναισθηματική φόρτιση. Όσο αρχετυπική είναι η εικόνα της αυλής τόσο διαφορετική είναι η υφολογική προσέγγιση του Φραγκιά από τον μελοδραματισμό της φτώχειας και της άδικης κοινωνίας. Αν οι κοφτοί διάλογοι αποδίδουν τη στρεβλή σχέση με το λόγο που έχουν οι περισσότεροι ήρωες, η αφήγηση αναδημιουργεί με διαύγεια και αντικειμενικότητα τις συνθήκες  μέσα στις οποίες καλλιεργούνται οι στρεβλώσεις της προσωπικότητάς τους. Είναι τόση η ακρίβεια της λέξης, τόσο μετρημένη η σύνθεση της πρότασης ή του κεφαλαίου, που είναι φανερό ότι αποτελούν προϊόν σκληρής δουλειάς, μιας δουλειάς απογύμνωσης του κειμένου από όλα τα στολίδια που θα μπορούσαν να συγκαλύψουν την πολιτική και υπαρξιακή του κατάθεση. Με μελετημένη αφαιρετικότητα, ο συγγραφέας περιγράφει την έλευση μιας νέας εποχής και την υποδοχή της από αυτούς που το σύστημα επιθυμεί να εξοβελίσει. Εμμένοντας στην υποβάθμιση του αντικειμένου ως προσδιοριστικού πολιτιστικού παράγοντα, επενδύοντας σε μια σύνθετη όσο και άρτια δομημένη συμβολική που προοιωνίζεται τις εξελίξεις στη γραφή του, ο Φραγκιάς μάς χαρίζει ένα έργο για τον αποκλεισμό και τη βίωσή του, σύγχρονο και ανοικτό σε κάθε λογής ερμηνείες.
                                                                                                   Τιτίκα Δημητρούλια

Δεν υπάρχουν σχόλια :