Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Στρα­τῆς Τσίρ­κας: Τὰ κάλαντα


[Ἕ­να πρω­το­χρο­νι­ά­τι­κο δι­ή­γη­μα τοῦ Στρα­τῆ Τσίρ­κα.
Τό­πος: στὸ Κά­ϊ­ρο τοῦ πα­λιοῦ και­ροῦ, τρί­α παι­διὰ ποὺ μό­λις ἔ­χουν πεῖ τὰ κά­λαν­τα, πέ­φτουν θύ­μα­τα λη­στεί­ας ἀ­πὸ μιὰ συμ­μο­ρί­α ντα­ή­δων. ΣτΕ]

Ο ΜΕΓΑΛΟ τὸ ζή­τη­μα, κα­τα­λα­βαί­νεις, ἦ­ταν τὸ ταμ­ποῦρ­λο: Ἂν εἶ­χες ταμ­ποῦρ­λο, ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν τε­λει­ω­μέ­νη. Σύν­τρο­φο ἔ­βρι­σκες ἀ­μέ­σως καὶ τὸ φα­νά­ρι δὲν κό­στι­ζε πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να γρό­σι. Ἐ­κεί­νη τὴ χρο­νιὰ ὁ πα­τέ­ρας ἔ­κα­νε ἕ­να με­γά­λο ἔ­ξο­δο. Τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς μοῦ ἔ­φε­ρε ἕ­να ταμ­ποῦρ­λο! Μι­κρού­τσι­κο, βέ­βαι­α, καὶ τε­νε­κε­δέ­νιο. — Ἔ­τσι δὲν θὰ τὸ σπά­σεις εὔ­κο­λα, μοῦ εἶ­πε. Μὰ ἐ­γὼ κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἀ­πὸ οἰ­κο­νο­μί­α. Τὰ πέ­τσι­να ταμ­ποῦρ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ πρῶ­τα χρό­νια με­τὰ τὸν πό­λε­μο κό­στι­ζαν ἕ­ναν κό­σμο λε­φτά.

       Πῆ­γα καὶ βρῆ­κα ἀ­μέ­σως τὸ φί­λο μου τὸ Μι­χά­λη. Ἦ­ταν τὸ πα­λι­κά­ρι τῆς γει­το­νιᾶς κι ὁ κα­λύ­τε­ρος σύν­τρο­φος γιὰ τὰ κά­λαν­τα. Συ­χνὰ τύ­χαι­νε νὰ μᾶς ρι­χτοῦν τὰ ἀ­ρα­πά­κια στὶς γει­το­νι­ὲς καὶ νὰ μᾶς σκί­σουν τὸ φα­νά­ρι ἢ νὰ σπά­σουν τὸ ταμ­ποῦρ­λο. Ὁ Μι­χά­λης ἦ­ταν πο­λύ­τι­μος.

       — Τὸ ταμ­ποῦρ­λο τὸ ἔ­χου­με, τοῦ φώ­να­ξα. Βγαί­νου­με ἀ­πό­ψε;

       Ὁ Μι­χά­λης δέ­χτη­κε ἀ­μέ­σως. Εἶ­πε, ὅ­μως, πὼς ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρου­με μα­ζί μας καὶ τὸν ἀ­δερ­φό του, τὸν Δη­μή­τρη. Ἦ­ταν καλ­λί­φω­νος, λέ­ει, καὶ θὰ βο­η­θοῦ­σε πο­λὺ στὴ δου­λειά. H ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πὼς ὁ Δη­μή­τρης τρα­γου­δοῦ­σε σὰν ἄγ­γε­λος. Σοῦ ‘φτα­νε νὰ τὸν ἀ­κού­σεις νὰ ψάλ­λει μιὰ φο­ρὰ «Τῇ Ὑ­περ­μά­χῳ» ἢ νὰ δι­α­βά­ζει τὸν «Ἀ­πό­στο­λο» γιὰ νὰ προ­τι­μή­σεις ἀ­μέ­σως τὸν Ἅ­γιο Κων­σταν­τῖ­νο ὅ­που ἐ­κεῖ­νος ἔ­ψαλ­λε ἀ­πὸ τὸν Ἅ­ϊ Νι­κό­λα. Μὰ ἡ πρό­τα­ση τοῦ Μι­χά­λη εἶ­χε κά­ποι­α ὑ­στε­ρο­βου­λί­α: Τὰ λε­φτὰ ποὺ θὰ κερ­δί­ζα­με θὰ μοι­ρά­ζον­ταν στὰ τρί­α. Ἐ­κεῖ­να θὰ ἔ­παιρ­ναν τὰ πιὸ πολ­λὰ κι ἐ­γώ, μ΄ ὅ­λο το ταμ­ποῦρ­λο μου, τὰ πιὸ λί­γα.

       Κι ὅ­μως, χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, δέ­χτη­κα. Τό­ση ἦ­ταν ἡ ἀ­γά­πη ποὺ τοῦ εἶ­χα κι ὁ θαυ­μα­σμός μου!

       Ξε­κι­νή­σα­με βρα­δά­κι. Ὁ Μι­χά­λης φο­ροῦ­σε ἕ­να μαῦ­ρο μα­κρὺ παλ­τό, ποὺ φού­σκω­νε κω­μι­κὰ στὴν κοι­λιά του, σκε­πά­ζον­τας τὸ ταμ­ποῦρ­λο. Σ’ ἐ­μέ­να ξέ­πε­σε τὸ χάρ­τι­νο φα­να­ρά­κι κι ἡ φρον­τί­δα νὰ τὸ ἀ­να­βο­σβή­νω κά­θε τό­σο. Ὁ Δη­μή­τρης, σὰν πρίγ­κι­πας, μὲ τὰ ὄ­μορ­φα μά­τια του καὶ τὴ γλυ­κιὰ φω­νή του, εἶ­χε τὰ χέ­ρια του στὶς τσέ­πες καὶ πή­γαι­νε στὸ δρό­μο πό­τε πιὸ μπρο­στά, πό­τε πιὸ πί­σω μας, σάμ­πως νὰ μὴν μᾶς ἤ­ξε­ρε. Ὁ Μι­χά­λης τὸν πεί­ρα­ζε λέ­γον­τάς του πὼς ἔ­κα­νε τὸν κόν­τε γιὰ χα­τί­ρι τῆς Ρη­νού­λας. Μὰ πέ­ρα­σαν πολ­λὰ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε γιὰ νὰ κα­τα­λά­βω τὴ ση­μα­σί­α αὐ­τοῦ τοῦ πει­ράγ­μα­τος. Ἡ «πε­λα­τεί­α» τοῦ Μι­χά­λη καὶ τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν ἡ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πὸ τὶς φτω­χο­γει­το­νι­ές. Ἀμπ­ντίν, Σού­μπρα, Κό­φτι­κο Πα­ζά­ρι. Οἱ εἰ­σπρά­ξεις μέ­τρι­ες. Λέ­γα­με κι «εὐ­χα­ρι­στῶ» ἂν τύ­χαι­νε νὰ μᾶς δώ­σουν κα­νέ­να γρο­σά­κι ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὰ φουν­τού­κια καὶ τὰ ἀ­μύ­γδα­λα. Τό­τες ἐ­γὼ τοὺς τρά­βη­ξα στὶς ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κὲς γει­το­νι­ές. Αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να μυ­στι­κὸ δι­κό μου. Μέ­ρες τώ­ρα τὸ φύ­λα­γα. Στὸ κου­ρεῖ­ο τοῦ πα­τέ­ρα μου ἔρ­χον­ταν ὅ­λο για­τροὶ καὶ δι­κη­γό­ροι.

       Ἀ­πὸ μέ­ρες τώ­ρα μὲ ρω­τοῦ­σαν:

       — Ἔ, πι­τσι­ρί­κο, δὲ θὰ ‘ρθεῖς νὰ μᾶς τὰ πεῖς;

       Ἐ­γὼ ἀ­παν­τοῦ­σα ἀ­ό­ρι­στα. Ση­μεί­ω­να, ὅ­μως, τὸ ὄ­νο­μα καὶ φρόν­τι­ζα νὰ μά­θω τὴ δι­εύ­θυν­ση. Ἔ­τσι, στὴν πιὸ ἀ­πελ­πι­στι­κὴ στιγ­μὴ τῆς «ἐ­πι­χεί­ρη­σης» ξε­φούρ­νι­σα στοὺς φί­λους μου μιὰ λί­στα μὲ ἕ­ξι-ἑ­φτὰ ὀ­νό­μα­τα γεν­ναῖα.

       — Πᾶ­με, τοὺς εἶ­πα, παίρ­νον­τας ὕ­φος προ­στα­τευ­τι­κό.

       — Τί λές, μω­ρέ!

       Φώ­να­ξαν κι οἱ δυ­ό τους. Θὰ μᾶς δι­ώ­ξουν μὲ τὶς κλο­τσι­ές.

       — Ἔ­γνοι­α σας, εἶ­πα ἐ­γώ. Ξέ­ρω τὴ δου­λειά μου.

       Ἡ δου­λειά μου ἦ­ταν, μό­λις ἄ­νοι­γε ἡ πόρ­τα, νὰ εἰ­δο­ποι­ῶ πὼς ὁ Τά­κης ὁ γιὸς τοῦ Κὺρ Στέ­φα­νου, τοῦ μπαρ­μπέ­ρη, ἦρ­θε νὰ πεῖ τὰ κά­λαν­τα. Ἔ­τσι τὰ πή­γα­με θαυ­μά­σια. Τὰ σε­λι­νά­κια ἦρ­θαν νὰ σκε­πά­σουν τὰ γρο­σά­κια τῶν φτω­χο­γει­το­νι­ῶν.

       Μά, ἕ­να πράγ­μα δὲν μοῦ ἄ­ρε­σε: Στὰ σπί­τια αὐ­τὰ ποὺ πη­γαί­να­με, σὰν ἄ­κου­γαν ποι­ός εἶ­ναι ἔ­ξω, μὲ φώ­να­ζαν νὰ μπῶ μέ­σα, ἐ­νῶ τοὺς φί­λους μου τοὺς ἄ­φη­ναν στὴν πόρ­τα. Μὲ φί­λευ­αν ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ μοῦ ἔ­δι­ναν στὸ χέ­ρι, κρυ­φά, κα­νέ­να σε­λί­νι, λέ­γον­τάς μου πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι «δι­κό μου, μό­νο δι­κό μου».

       Θυ­μή­θη­κα τὸ κόλ­πο τοῦ Μι­χά­λη ποὺ μοῦ ἐ­πέ­βα­λε τὸ Δη­μή­τρη. Ὅ­μως, ἡ καρ­διά μου δὲν βά­στα­ξε καὶ τοὺς τὰ ὁ­μο­λό­γη­σα ὅ­λα ἀ­μέ­σως. Κι ἔ­τσι τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρά μου μπῆ­καν στὸν κοι­νὸ κουμ­πα­ρά. Ὅ­λα θὰ τε­λεί­ω­ναν μιὰ χα­ρά, θὰ περ­νού­σα­με φί­να τὴν ἐ­παύ­ριο, μὲ κι­νη­μα­το­γρά­φο κ.λπ. κ.λπ., ἂν στὸ γυ­ρι­σμό, ἐ­κεῖ στὰ  μπα­ξε­δά­κια τοῦ Μα­ρου­φιοῦ, δὲ συ­ναν­τού­σα­με τὸ Στρα­βο­σπύ­ρο μὲ τὴν πα­ρέ­α του.

       Ὁ Στρα­βο­σπῦ­ρος ἦ­ταν ἕ­νας ἴ­σα­με κεῖ πά­νω, μόρ­της καὶ βλά­σφη­μος. Τὶς Κυ­ρια­κὲς στὸν Ἅ­γιο Κων­σταν­τῖ­νο που­λοῦ­σε κου­λού­ρια τῆς κα­νέ­λας. Μα­ζί του καὶ δυ­ὸ ἄλ­λοι —Πα­να­γιά μου φύ­λα­γε!— ποὺ κου­βα­λοῦ­σαν μιὰ λα­τέρ­να κι ἕ­να φα­νά­ρι τζά­μι­νο, στο­λι­σμέ­νο μὲ λο­γῆς-λο­γῆς κορ­δέ­λες καὶ χαρ­τιά. Τί ἤ­θε­λε ὁ Δη­μή­τρης σ’ ἐ­κεί­νη τὴ σκο­τει­νὴ γω­νιὰ νὰ πά­ει νὰ τοὺς παι­νευ­τεῖ γιὰ τὶς εἰ­σπρά­ξεις μας; Ὥ­σπου νὰ τὸ πά­ρου­με χαμ­πά­ρι, μᾶς εἶ­χαν βά­λει κά­τω, μᾶς πῆ­ραν τὰ λε­φτὰ καὶ μᾶς σπά­σαν καὶ τὸ ταμ­ποῦρ­λο. Τί μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ κά­νει κι ὁ Μι­χά­λης τὸ παι­δὶ μ’ αὐ­τοὺς τοὺς ντα­γλα­ρά­δες.

       Ἐ­γώ, κλαί­γον­τας καὶ βα­στών­τας πάν­τα τὸ χάρ­τι­νο σβη­σμέ­νο φα­να­ρά­κι μου, τρά­βη­ξα γιὰ τὸ σπί­τι. Ὁ Μι­χά­λης κι ὁ Δη­μή­τρης, ὅ­μως, πῆ­ραν στὸ κα­τό­πι τοὺς μόρ­τες, κα­λών­τας, ἄ­δι­κα, τοὺς τσα­ού­ση­δες νὰ τοὺς πιά­σουν. Δὲν ξέ­ρω πῶς τέ­λει­ω­σαν οἱ φί­λοι μου. Δὲ ρώ­τη­σα ἢ δὲ θυ­μᾶ­μαι πιά. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι πο­λὺ κα­λὰ εἶ­ναι πὼς πέ­ρα­σα τὶς γι­ορ­τὲς γε­μά­τες πί­κρα καὶ θλί­ψη ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τη. Τὸ παι­δι­κὸ μυα­λό μου δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρα­δε­χτεῖ τό­τε πὼς ὑ­πῆρ­χαν κι ἄλ­λοι πιὸ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ἀ­πὸ μέ­να καὶ πὼς τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ μὲ τὸ Στρα­βο­σπῦ­ρο ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στο πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας καὶ τῆς βί­ας ποὺ βα­σί­λευ­ε καὶ  βα­σι­λεύ­ει ἀ­κό­μα στὸν κό­σμο.

Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες Ἱ­στο­ρί­ες (ἐ­πι­λο­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια: Δη­μή­τρης Πο­σάν­τζης, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, Ἀ­θή­να, 2009).

Το δανειστήκαμε από τις Ιστορίες Μπονζάι

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Θάνος Μικρούτσικος 7

Ένα μικρό βιβλίο -cd, εργασία όπως ήθελε να το ονομάζει ο Θάνος Μικρούτσικος, με τον σημαδιακό τίτλο 7, είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2010. Μαζί του ο Γιώργος Λαζόγκας με 7 πίνακες και ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης με 7 ποιήματα. Στο cd 7 μουσικές συνθέσεις για τις οποίες γράφει ο Θάνος Μικρούτσικος :
" Ο αυτοσχεδιασμός - όταν είναι επιτυχημένος - είναι ένα γοητευτικό ταξίδι που σε οδηγεί σε κόσμους μαγικούς. Σε σχέση με μια απολύτως καθορισμένη μουσική σύνθεση, το απρόβλεπτο είναι εκείνο που καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα. Αλλά πρέπει όλοι οι συμμετέχοντες, πέρα από τις ικανότητές τους, να έχουν τη δυνατότητα να αφομοιώνουν ο καθένας το παίξιμο και τις ιδέες του άλλου. Τότε όλοι αυτομάτως όλοι αυτομάτως είναι συνδημιουργοί..."
Συνδημιουργοί ο Νίκος Τουλιάτος, ο Γιώργος Φακανάς , ο Τάκης Φαραζής και o David Lynch.
Όσο για τον αριθμό 7:

7 μέρες της βδομάδας γεμάτες μουσική
7 μέρες της βδομάδας δεν μου φτάνουν
για την οικογένειά μου που πληθαίνει
7 γίγαντες έλεγα στο γιο μου φυσάνε δυνατά
για να γυρνάει η γη
7 δρασκελιές όλος ο κόσμος μου
7 κι άλλα 7 τα σκαλοπάτια από το σπίτι
στο καταφύγιο της μουσικής μου
7 και οι συνωμότες αυτής της δουλειάς: 
ο Τουλιάτος, ο Φακανάς,ο Lynch, ο Λαζόγκας,
 ο Κακουλίδης κι ο Γαβριηλίδης.
Κι ύστερα είναι εκείνος ο στίχος του Blake,
 εμμονή μέσα στις ατέλειωτες ποιητικές εμμονές μου:

Γέρασα στην Αγάπη απ' το Εφτά
ως το Εφτά φορές Εφτά
Κι είπα στην Κόλαση να με λυτρώσει
απ' του Ουρανού τα Αγαθά.

Σ' αυτόν το βάρβαρο κόσμο, στον οποίο μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου, τραβερσωμένοι ας πάμε.
                                                                Θάνος Στ. Μικρούτσικος


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι...Καντάτα για το Θάνο Μικρούτσικο

Οι μουσικές του θα μας ταξιδεύουν ως το Σταυρό του Νότου, αρμενίζοντας στην Πιο όμορφη θάλασσα, θα ακονίζουν τη μνήμη μας με μια Καντάτα για τη Μακρόνησο, θα μας ξεσηκώνουν για να γίνει μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο, η οργή του λαού , μέχρι η Γη να γίνει κόκκινη, θα μας θυμίζουν πάντα ότι ο  φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον , θα βρίσκουμε απάγκιο Στου αιώνα την παράγκα, θα επιβάλλουμε Εμπάργκο  στη  Δίκοπη ζωή μέχρι  να φθάσουμε στις Γραμμές των Οριζόντων έχοντας σύντροφό μας τον Φτωχό Β.Β
Η μνήμη νικάει το θάνατο στους αιώνες των αιώνων...


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Ο αμανές του κουραμπιέ

Έτσι, για το καλό και για να ξεφύγουμε λιγάκι με τις εκπληκτικές φωνές των STRINGLESS. 
Τι είναι οι STRINGLESS;
 Πέντε Στρίγγλες;
Μπάντα χωρίς έγχορδα;
Γυναίκες που δεν προτιμούν τα ''στρινγκ'';!
 Ίσως όλα αυτά μαζί αλλά και πολλά περισσότερα.
 Το γυναικείο πολυφωνικό συγκρότημα STRINGLESS ασχολείται με τον ήχο που παράγει το ανθρώπινο σώμα, κατά κύριο λόγο η φωνή, αντικαθιστώντας όλα τα μουσικά όργανα. 

Αμάν... είναι ο πόνος μου μεγάλος
και δε χωράει άλλος κουραμπιές!

Η άχνη πως απλώνεται σαν χιόνι στην πιατέλα
κι όλου του κόσμου τα γλυκά να μου φωνάζουν ''έλα!
Μελομακάρονα βουνό απάνω στο τραπέζι
κι η βασιλόπιτα πιο κει το μάτι να μου παίζει

Κι ο μορφονιός απέναντι, γλυκός σαν πετιμέζι
πως θα θελα να ήμουνα η Τζένη η Καρέζη

Στη ζυγαριά, στη ζυγαριά!
Αχ, θα βάλω εφτά κιλά! 

Τσουρέκια και σιροπιαστά, Θεέ μου πως θα αντέξω;
ας πιω καμιά γουλιά κρασί το στόμα μου να βρέξω

Μες στη θολούρα του κρασιού, μου 'ρχεται να χορέψω
μα μες στο παντελόνι μου δεν ξέρω αν θα χωρέσω

Στη ζυγαριά, στη ζυγαριά!
Αχ , από Δευτέρα δίαιτα!

Μπουρέκια μοσχομυριστά, σκαλτσούνια και μπαμπάδες
γλιστρούν μέσα απ' τα δάχτυλα δεκάδες, δωδεκάδες

Πόσο σιρόπι έβαλες στο ρεβανί βρε μάνα;
και φούσκωσα και πρήστηκα ωσάν τη μελιτζάνα...

Πιες μια σόδα, πιες μια σόδα...
Αχ, ο κουραμπιές!

ΣΟΥΤΙΕΝ !!!

στίχοι, μουσική : Έλσα Μουρατίδου
ενορχήστρωση: STRINGLESS

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Αργύρης Χιόνης "Τράβηξε ίσια, ως τον ορίζοντα. Ύστερα, έκανε δεξιά και χάθηκε."


Τι γίνονται άραγε οι αγέρινες γαζέλες σαν γερνάνε; Τι γίνονται άραγε αυτές οι αφρικανές νεράιδες;
Μπορώ να φανταστώ τα λιοντάρια, βαριά και τσιμπλιάρικα, να λιώνουν μέσα στις σπηλιές, με νεφρά τσακισμένα απ' το βάρος του χρόνου...Μπορώ και τις τίγρεις ακόμα να δω, με δόντια σαθρά, μάτια θολά, ξεχειλωμένα νεύρα, να σέρνονται ως το τέλος τους σαν μαδημένες γάτες...Οι γαζέλες όμως...
Φθείρονται άραγε κι αυτές, αργά - αργά, και σβήνουν ως να χωρέσουνε ολόκληρες και να χαθούν μες στα τεράστια μάτια τους ή, μήπως, μόλις νιώσουνε να τις εγκαταλείπει το πνεύμα που τις κίναγε, τελειώνουν μ' ένα πήδημα, το πιο ανάερο πήδημα το πιο θεαματικό, μες στα σαγόνια του ουρανού και γης;

***

Υπάρχουν μέρες που ανατέλλουν κάτω απ' το γρασίδι, μέρες που τις πατάει και πονάει· είναι οι μέρες των αγαπημένων του νεκρών.

***

Απ' το νεκροταφείο φαίνεται το σπίτι· κι από τα δύο η ανατολή με τον ακύμαντο καθρέφτη του νερού και τα πανύψηλα, μα δίχως όγκο, σχεδόν διάφανα βουνά. Ο δρόμος, απ' το ένα στ' άλλο, φιδωτός, ανάμεσα σε πεύκα, κυπαρίσσια, μυγδαλιές και αμπελώνες· τόσο ωραίος, τόσο ωραίος, που αποφάσισε ότι δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει, πριν και μετά το θάνατο, να κάνει κάθε απόγευμα, αυτή τη διαδρομή: από το σπίτι ως το νεκροταφείο και αντιστρόφως.

***

Τράβηξε ίσια, ως τον ορίζοντα. Ύστερα, έκανε δεξιά και χάθηκε.

***

Χώμα ο άνθρωπος, χώμα κι ο αετός, όμως ο άνθρωπος μουλιάζει και σαπίζει, ενώ ο αετός πετά ψηλά.

***

Τα αιωνόβια δέντρα ξέρουνε τα πάντα για τη ζωή των σκουληκιών κάτω απ' το χώμα, για τη ζωή των μερμηγκιών και των θηρίων πάνω στο χώμα, για το τραγούδι των πουλιών και του ανέμου πάνω απ' το χώμα. Τα αιωνόβια δέντρα είναι σοφά· υποδέχονται μ' ένα χαμόγελο επιείκιας τον ξυλοκόπο που τα σωριάζει στο χώμα.

***

Οι μικροί θάμνοι που ποτέ δεν φιλοδόξησαν να γίνουν δέντρα γίναν στοργικά καταφύγια για την πέρδικα και τον κορυδαλλό· καλοί μικροί θάμνοι...Το ελάχιστο όμως ραδίκι, το τρελό ραδίκι που ζήλεψε τη δόξα του κυπαρισσιού...Τι απόγινε;

***

Πέφτεις απ' το κλαδί και κλαις. Γιατί; Δεν το' ξερες πως είσαι φύλλο;

Αργύρης Χιόνης, Η Φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966 -2000, Νεφέλη, Αθήνα 2006
Διάλεξε να κάνει τη διαδρομή σπίτι νεκροταφείο και αντιστρόφως τα Χριστούγεννα του 2011.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Και επί γης ειρήνη...

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Χριστός
μοιράσαν στον στρατό διπλή μερίδα
δεν πρέπει να πεθάνει νηστικός
αυτός που πολεμά για την πατρίδα.

Ξεκίνησε η πρώτη διμοιρία
μεγάλο μακελειό πάλι θα γίνει
ξεκίνησε και ψέλνει η χορωδία
και επί Γης ειρήνη, και επί Γης ειρήνη.

Κουράστηκε απόψε ο εχθρός
εμείς θα τους νικήσουμε, το είδα
για `κείνους δε γεννήθηκε ο Χριστός
δεν φάγανε αυτοί διπλή μερίδα.

Ορμάμε μες στη μάχη σαν θεριά
δεν πρέπει ζωντανός κανείς να μείνει
και πίσω τραγουδά η χορωδία
και επί Γης ειρήνη, και επί Γης ειρήνη.

Πολέμησε απόψε κι ο Χριστός
μαζί μας, λέει στον λόγο του ο Στρατάρχης
για κοίτα πώς κατάντησε ο Θεός
φονιάς του καθενός και κομματάρχης.

Μοιράσανε κρασί στη διμοιρία
μεγάλο γλέντι σήμερα θα γίνει
και ψέλνει δυνατά η χορωδία:
και επί Γης ειρήνη, και επί Γης ειρήνη

Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Μουσική: Κώστας Χατζής
Τραγούδι: Κώστας Χατζής

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα

" Να σκέπτεσαι πρώτα την φαμελιά σου, άντα θα' ρθει ο καιρός ν' αποκτήσεις, δεύτερα τους άλλους γύρα σου και στον πάτο, άμα μείκει για τ' εσένα, και να κρατείς το στόμα κλειστό, έτσι κάνουν οι γυναίκες του θεουλάκη, έτσι να κάνεις κι εσύ δολιοκόπελη", μ' αυτά, την ορμήνευαν. Κουναρήθηκε δύσκολα. Ψωμί δεν περίσσευε ίτσιου. Ούτε για ένα σκύλο που είχαν, τον Μπελέτση, ούτε για ταύτον, ώσπου τον απόλυκαν στο δάσος, εκεί κάτι μπορεί να' βρισκε.
Σαν άρχεψε να νιώθει τον κόσμο, έτρεχε όπου ήβρισκε, κουμπουλιά, γκορτσιά, μηλιά, κορομηλιά, ανάλογα με την εποχή και τα δέντρα που ρούμαζαν καρπούς, κάτι είχαν ψηλά τους. Άλλοτε κάνα γρέντζουλο που κρέμονταν ψηλά στις κληματαριές ή καμιά χεριά κούμαρα, ρούπωνε, θεράπευε την πείνα.
" Ό,τι τρώνε τ' αρνιά, τα πουλάκια και τα μελίσσ(χ)ια, μην το φοβάσαι, να το τρως και συ, είναιτο καλό", της έλεγε η μάνα.
Για, πότε έτσι, πότε αλλιώς, μεγάλωσε και τούτη η τσούπρα που είχε τ' όνομα τση μαλέκως της, που δεν τη γρώνιζε. Την έλεγαν Δροσ(χ)ιούλα. Τ' όνομα τση μαλέκως που' χε μείκει απ' την άλλη πλευρά τση Μουργκάνας, στο ελληνικό, σ' ένα χωριουδάκι κοντά στην Πόβλα, τότες που οι αφορεσμένοι άλλαξαν τα συνόρατα και χώρισαν τσ' ανθρώπους, άλλους απ' έδωγια, άλλους απέκει, δίχως να ρωτήσουν καέναν.
Ούι και τι είχαν τραβήσει! Ως κι ο ουρανός, σου λέει, είχε σκιαχτεί κι είχε κάμει αλισβερίσι με τους αδικητάδες κι αγριεύονταν κι αυτός κι έρινε, κι έρινε' κείνο το χειμώνα ντούνες το χιόνι και σταματημό δεν είχε. Πόσοι απέθαναν και σκεπάστηκαν εκεί στις ράχες και στα χιόνια, καένας δεν μέτρησε. Χρόνια μετά, θέριεψαν τα δέντρα, ήλεγες έφτακαν στα σύγνεφα. Τόσα έρημα κορμιά τα' χαν θρέψει, γένηκαν τα νιάτα φύλλα και κλαριά. Ούι! Με τον καιρό στοίχειωσαν οι κορφές κι άντα έπιανε αγέρας, ούι και τι γένονταν. Ήλεγες άρχευαν τη μάχη που' χαν αφήκει στη μέση κι απάλευαν μεταξύ τους ' κείνα τα παλικάρια, δέντρα πια, όποια κιαν ήταντα. Τι κερδίσαμαν; Ίτσιου τίποτις. Τι αγωνίστηκαν; Για, διορθώνονται όσα γένηκαν; Δεν διορθώνονται. Κρίνεις ψ(χ)υχούλες. Δεν κάνει. Γιομίζεις το σακί στο δικό σου τον πλάτη αμαρτίες.
Πάντως, έτσι, για να θυμούνται κάτι από' κείνη τη ρίζα την κακογραμμένη που' χαν αφήκει στην Ήπειρο - όχι πως στην άλλη πλευρά ήταν καλογραμμένη - για ταύτο της είχαν δώκει τση τσούπρας τ' όνομα. Να κρατούν ένα θυμητικό για φυλαχτό κι ας ήταντο μάναχα αυτό τ' όνομα. Τούτη η Δροσ(χ)ιούλα, γεννήθηκε το εξήντα πέντε, μέσα, στ' αλβανικό. Ήταν το στερνοπούλι τση Κατέρως και του Αντρίγια. Γένηκε στον πάτο, κοπέλα μεν, αλλά καλή κι όμορφη. Ήλεγες δεν είχε μάγουλα, μα ρόδα ανθισμένα. Και το στόμα ζωγραφιστό, κούμπουλο ρουμασμένο. Τέτοια νιάτα.

- Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, μωρή αγουρέτσω, την εύχονταν η μάνα και την καμάρωνε.

Έτσι άκουγε κι αυτή από τη δική της μάνα, έτσι που το'χε ακούσει, έτσι τόηλεγε με το θυμητικό κι άντα το ξεστόμιζε της κίναγαν τα μάτια ποτάμια. Γύριζε με τη γνώμη πίσω.
Ο πατέρας, δεν πρόλαβε να την ιδεί πολύ. Έπαθε απ' την παλιαρώστια στα πλεμόνια, έφτυγε αίμα. Διάβηκε για τον άλλο τον κόσμο, αυτόν που δεν έχει πιστρόφια. Την αφήκε τούτηγια την κοπελίτσα εφτά χρονών, κούτσικη ( απόσπασμα) 


Χαρούλα Βερίγου - Μπάντιου, Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, εκδόσεις Φίλντισι, Αθήνα 2018
Η Χαρούλα Βερίγου _ Μπάντιου, γνωστότερη με το ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου, είναι Κρητικιά, ζει στην Κέρκυρα, αλλά αγάπησε την Ήπειρο και ιδιαίτερα τη Θεσπρωτία , τόπο καταγωγής του συζύγου της. 
Σε αυτό το βιβλίο επτά γυναίκες αφηγούνται με τη ζωντάνια και την ποιητικότητα της προφορικής γλώσσας , της ιδιωματικής της περιοχής των Φιλιατών. Είναι θαυμαστό το πώς αποδίδει η συγγραφέας τον προφορικό λόγο της περιοχής, χωρίς η ίδια να έχει γεννηθεί εκεί.
 Στις αφηγήσεις πρωταγωνιστούν η φτώχεια, η ανέχεια, η τυραννία, η ψυχή αυτών των γυναικών. Με όλες τις δυσκολίες και την τραχύτητα της ζωής τους  έχουν το κεφάλι ψηλά και αφήνουν μύρια καλά συναισθήματα και πράξεις να οδηγούν τα βασανισμένα βήματά τους.
Γράφει στο Επίμετρο η συγγραφέας :
 "Τα διηγήματα αυτά αποτελούν τη συναισθηματική και λεκτική έκφραση της ψυχής γυναικών και τη σχέση - βίωμα, απέναντι στα πρόσωπα και στα γεγονότα της ζωής τους. Γράφοντας , αισθάνθηκα την πληρότητα που έχει αυτή η μοναδική ισότητα έκφρασης της ντοπιολαλιάς και το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό δείγμα συνδημιουργίας, κατάθεση ψυχής κόντρα στη λήθη και την εγκατάλειψη της γλώσσας.
Άλλωστε, οι ιστορίες που μου διηγήθηκαν ήταν: " για να σωθεί ό,τι έμεικε, η γλώσσα μο ψ(χ)υχούλα, εμείς σκαπετίσαμαν απέκει, φύγαμαν, 'κείνοι που έρχονται, να γρωνίοσυν κι ας είναιτο απ' τα βάσανα και την τυραγνία τη δική μας", μου είπαν απλά, πονετικά και με σεβασμό"
Τις ιστορίες κοσμούν φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα και της Βούλας Παπαϊωάννου.
Το εξώφυλλο είναι της Ιωάννας Παληοκώστα , έργο με μολύβι και κάρβουνο σε χαρτί

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου

Η  ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1925 στα Χανιά της Κρήτης. 
 Σε ηλικία μόλις οκτώ ετών έχασε τον πατέρα της, με αποτέλεσμα  λόγω της ακραίας φτώχειας να  μπει σε ορφανοτροφείου στο Ηράκλειο, από το οποίο έφυγε σε ηλικία δεκαπέντε ετών.
 Το 1942 εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν των Χανίων. Συνέχισε την αντιστασιακή της δράση και στην Αθήνα, όπου ήρθε για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή, Μετά την Απελευθέρωση, το Μάιο του 1948, άρχισαν και γι' αυτήν οι περιπέτειες των φυλακών και των εξοριών για τη συμμετοχή της στην Αντίσταση. Εξορίστηκε στη Χίο, το Τρικέρι και την Μακρόνησο. Οι εμπειρίες της από την εξορία έχουν αποδοθεί ποιητικά. Υπάρχουν όμως και οι γραπτές της μαρτυρίες από το Στρατόπεδο Γυναικών του Τρίκερι. Οι μαρτυρίες αυτές μαζί με εκείνες από τη Χίο και τη Μακρόνησο που έγραψαν άλλες γυναίκες βρέθηκαν  στα «θαμμένα τετράδια», τα οποία έκρυψαν οι γυναίκες στις κουφάλες των δέντρων στο Τρίκερι. Το υλικό περιέσωσε η Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε η Βικτωρία Θεοδώρου. 
Το 1952 αφέθηκε ελεύθερη ως "αδειούχος εξόριστη" μετά από προσπάθειες του συμπατριώτη της Χαρίδημου Σπανουδάκη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1955. Μέχρι το 1956 είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει τις σπουδές της και είχε αποκτήσει και τις δύο δίδυμες κόρες της Ειρήνη και Μαρία.
Σεμνή και αθόρυβη  θεωρείται από τις σημαντικές εκπροσώπους της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς. Εµφανίστηκε στα γράµµατα το 1957 µε ποιήµατά της, που δημοσιεύτηκαν στην "Επιθεώρηση Τέχνης". Έκτοτε δηµοσίευσε 12 ποιητικές συλλογές και 4 πεζά. Μετέφρασε ξένη ποίηση και ασχολήθηκε µε την λογοτεχνική κριτική.
Έφυγε από τη ζωή στις 17 Φεβρουαρίου 2019.

Τα ποιήματα που ακολουθούν είναι από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, η οποία εκδόθηκε από τον Κέδρο τον Απρίλιο του 1966

ΣΤΑΘΜΟΣ "ΒΙΚΤΩΡΙΑ"

Βοηθούνε κι' οι τόποι για να μην ξεχάσεις...
Ποιος πήρε μαύρα ψηφιά κι' έγραψε τόνομά μου
πάνω στον τοίχο του σταθμού;
Εγώ είμαι τώρα που σου φωνάζω έξω απ' το τραίνο
και τόνομά μου, σκούρο μαντήλι, σ' ανεμίζω,
τόνομα ετούτο που δε μου ταίριαζε ποτές
κι' ήταν ρούχο βαρύ για τα λιανά μου κόκκαλα.
Σε πάθη λαού εμεγάλωσα και τα δικά μου
μεγάλα για τη δύναμή μου, το γνωρίζεις...
Ήττες με κυνηγούνε και με βρίσκουνε όσο κι' αν κρυφτώ,
για τόνομα μου να με περιπέξουνε.

ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές είναι τ' αδέρφια μου·
Ξέρω τα πάθη τους, γνωρίζω τον ανήμερο Θεό τους
και τις αγρύπνιες τους έχω περασμένες· 
μα εγώ ποτές μου δεν τους έφτασα, γιατί
τη λευτεριά τη δικιά μου δεν την είδα.
Ύπνος μ' ονείρατα πηχτά και ξύπνος
με βάσανα μικρά κι' ατέλειωτα
το πνεύμα μου βουλιάζει και τ' αστέρι
που λες πως λάμπει στο ταπεινό μου μέτωπο
για με την ίδια δεν φωτάει, δε δίνει δρόμου χάδι.
Μα από τους ποιητές μόνο θα λάβω χέρι βοηθό
κι' αδέρφια μου θέλω να τους ξέρω...

ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ

Όχι μονάχα για τις λύπες
και για την πίκρια και τη μοναξιά
για το μόχτο όχι μονάχα όπου το στόμα μαραγκιάζει
σαν τον καρπό σε ψηλό κλωνάρι ξεχασμένο.
Για το αχ δεν ήρθαμε και για την πείνα
τη δίψα και τη στέρηση, για τον αχνό της χύτρας
και για την απλώστρα...
Την καταχνιά ας αναμερίσουμε,
και το περβάζι του παράθυρου άδειο ας αφήσουμε,
μόνο περβάζι νάναι.

ΙΣΟΒΙΑ
Ισόβια είναι τα χέρια της τιμωρημένα
να μένουν στο νερό, πλάσματα αμφίβια, και να παστρεύουν
και να πλένουν αδέρφια της παιδιά κι εγγόνια.
Του σαπουνιού το γλύστριμα γνώρισαν πριν να δέσουν
και να μεστώσουν, το σπίρτο τάχει σημαδεμένα·
κι' ισόβια απ' τ' αχνισμένο τζάμι δίνει πέταγμα και φεύγει
η μοναχική ψυχή της.
Δρόμους εδώ δεν έχει, ούτε λιμάνια, ούτε χαρούμενες γιορτές,
μα εκείνη βρίσκει και δρόμους και λιμάνια και ξεφαντώματα·
έχει του ταξιδιάρη ποιητή την ασάλευτη ζωή
του αόματου γυρολόγου το μεράκι.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ

Πάλι με φέραν τα μικρά μου χρόνια στον τόπο ετούτο
που αλλάξαν πρόσωπο ως κι' οι πέτρες του.
Πούν' οι φραγκοσυκιές στη μάντρα με τ' αγκάθι το μικρό
πούδινε βαθύ πόνο ανάμεσα στα δάχτυλα
και πούν' οι αθάνατοι; Κάθε εφτά χρόνια
υψώναν σε μακρύ κοντάρι ένα λουλούδι κίτρινο
κι' ύστερα πέφτανε να μαραθούν για νάβγουν άλλοι
μέσα από την παντοτεινή βαθειά στο βράχο ρίζα.
Απάνω τους έπεσε τσιμεντένια πλάκα και ζωντανούς τους έθαψε
ν' αντιβοά η ψυχή τους μες τα χτίρια
κι αβάσταχτα να θέλει να πετάξει άνθος μεγάλο
να δείχνει πως είναι καιρός για σηκωμό καινούργιο.
Φύγαν εκείνοι που με θρέψανε
στα πρώτα χρόνια μ' αθερίνα και ψωμί αρμυρό
κι' η μάνα μου πήρε μαζί της τις σαΐτες και τα χτένια
όλον τον αργαλειό που δούλευε της ομορφιάς
με νήματα βαμένα καρυδόφυλλο και ρόιδι,
μονάχα η θάλασσα μέσα σ' αιώνια νιότη αστράφτει
και χτυπάει το κύμα της σαν τότε.
Η θάλασσα, τι να κρατήσει...

ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ

Να μου μιλάς, θέλω να μου μιλάς κι' ας είναι
για τον καιρό να με ρωτήσεις,
καθόλου δε μου κακοφαίνεται και γνωστικά θα σ' απαντήσω
γιατί, σ' αυτόν το βορεινό ανοιχτό τόπο που μένω,
τους καιρούς μελετώ, το τι θα κάμουνε τα σύννεφα 
μου το μηνούνε,
του κυπαρισσιού η κορφή μού γράφει τους ανέμους.
Στη θαμπάδα των άστρων ή στην ξαστεριά
στου φεγγαριού τους κύκλους βλέπω σύναξη βροχής,
πάνω στης Πάρνηθας τα συννεφένια παπλώματα ξεκαθαρίζω
του βοριά απολυτό για μάχη.
Την αλλαξοκαιριά έμαθα να μυρίζομαι σα ζωντανό,
μίλα μου, ας είναι και για καιρούς να με ρωτήσεις...

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

...δεν είναι η σιωπή φωνή φωνή είναι μόνο η φωνή.


Θέλουνε μια καινούρια αρχή
λένε δε θα μιλήσουν τώρα
δεν τους σηκώνει η εποχή
θα βγουν όταν περάσει η μπόρα.

Κλείνονται μες στα σπίτια τους
τα λένε μόνο μεταξύ τους
αλλού τρέχουν τα νοίκια τους
κι αλλού χρωστάνε την ψυχή τους.

Έρχονται μάχες μη δειλιάσεις
γίνε ο δρόμος να περάσεις
δεν είναι η σιωπή φωνή
φωνή είναι μόνο η φωνή.

Έχουμε ακόμα λίγους γύρους
να μας περάσουν για τρελούς
να σκοτωθούμε από φίλους
ν` αγκαλιαστούμε με εχθρούς.

Έρχονται μάχες μη δειλιάσεις
γίνε ο δρόμος να περάσεις
δεν είναι η σιωπή φωνή
φωνή είναι μόνο η φωνή.

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Ερμηνεία: Θάνος Μικρούτσικος
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Ω λέλε, μελοποιημένη ποίηση στη Βλαχική γλώσσα

"Το είπε ο δάσκαλος. Το είπε ο Θεός. Μην μιλάτε. Αυτή τη γλώσσα. Μια ομίχλη διαπέρασε το χωριό. Σαν να ήταν Οχτώβρης...Συνήθισαν. Προσαρμόστηκαν. Στα όνειρά τους συχνά μπερδεύονταν οι δύο κόσμοι. Σε δύο γλώσσες. Στα δύσκολα δικά τους επιφωνήματα. Ω λέλε ντάντω. Στα όνειρα. Ω λέλε. Όπως στα μοιρολόγια. Που τους απέμειναν. Δικά τους. Τα μοιρολόγια. Τα λόγια της μοίρας τους. Ω λέλε."
Βλαχική γλώσσα, μια προφορική γλώσσα,ποικιλόμορφη, η οποία διασώθηκε μέχρι σήμερα αλλά με τάση εξαφάνισης. 
Ο Βασίλης Νιτσιάκος, Καθηγητής  Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με καταγωγή από την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων, επιχείρησε να αποδώσει γραπτά τη γλώσσα αυτή, η οποία μαζί με τα ελληνικά είναι η μητρική του γλώσσα. Η προσπάθειά του αυτή πήρε τη μορφή ποίησης, η οποία στη συνέχεια μελοποιήθηκε και παρουσιάστηκε σε μία καλαίσθητη έκδοση που περιλαμβάνει βιβλίο και cd με τον τίτλο " Ω λέλε". Ποίηση λυρική,ερωτική και με κοινωνική ευαισθησία. Οι στίχοι γράφτηκαν στη Βλαχική γλώσσα και μεταφράστηκαν στα ελληνικά και αγγλικά. Στην έκδοση περιλαμβάνονται και πεζογραφήματα, τα οποία με ποιητική διάθεση αποδίδουν στιγμές από τη νομαδική και γεμάτη δυσκολίες ζωή των Βλάχων
Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Σούλης Λιάκος, Μάκης Σεβίλογλου , Μαρία Δαύκα, Νίκος Ζιώγαλας και το γυναικείο πολυφωνικό σύνολο "Πλειάδες". Τη μετάφραση στα ελληνικά έκανε ο Φάνης Δασούλας, στα αγγλικά ο Joshua Barley και τη γλωσσική επιμέλεια ο Σταμάτης Μπέης. Τα ζωγραφικά σχέδια είναι του Αντώνη Φαρίδη.
Η όλη σύλληψη του έργου ανήκει στο Βασίλη Νιτσιάκο.
Ο δίσκος περιλαμβάνει δέκα μοναδικά τραγούδια και μία κρυφή έκπληξη, με όμορφο δέσιμο στίχων, μουσικής και ερμηνείας. Δουλειά εξαιρετική στο σύνολό της.
Δυστυχώς στο youtube υπάρχει ένα μόνο δείγμα αυτής της δουλειάς
Arina ( Την άμμο - άμμο)

Το λεύκωμα κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2019  από τις εκδόσεις Ταξιδευτής 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Κρίστοφερ Κινγκ, Ηπειρώτικο Μοιρολόι

Κυκλοφόρησε πριν από αρκετό καιρό στα ελληνικά σε μετάφραση του Αριστείδη Μαλλιαρού από τις εκδόσεις Δώμα το βιβλίο του Κρίστοφερ Κινγκ Ηπειρώτικο μοιρολόι, Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης. 
Στον πρόλογο του ο συγγραφέας αναφέρει ότι « Το βιβλίο αυτό είναι γέννημα μιας εμμονής και μιας αγάπης. Η μουσική της Ηπείρου πρώτα μ’ αιχμαλώτισε και κατόπι μ’ έκανε να την αγαπήσω, όχι μόνο γι’ αυτό που είναι, αλλά και για τα μυστήρια που εμπερικλείει. Ποτέ δε θα μπορέσω να εξηγήσω πώς λειτουργεί. Μπορώ μονάχα να περιγράψω τα αποτελέσματά της – η μουσική της βορειοδυτικής Ελλάδας είναι σαν ένα φαινόμενο της φύσης, σαν ένας φυσικός νόμος. Λειτουργεί επειδή λειτουργεί. Αλλά ο μηχανισμός που την κάνει να λειτουργεί είναι ανεξήγητος. Και γι’ αυτό την ερωτεύτηκα»
Και εμείς διαβάζοντας το βιβλίο ανακαλύψαμε κάτι καινούριο και πολύ ζωντανό στη μουσική της Ηπείρου και στους οργανοπαίκτες της. Παράλληλα όμως ταξιδέψαμε στην  Ήπειρο και τον κόσμο  με όχημα την διεισδυτική μελέτη και την ανθρωπολογική ματιά του Κρίστοφερ Κινγκ. Δεν είναι μια απλή μουσικολογική μελέτη , είναι έρευνα και μελέτη της ιστορίας της Ηπείρου από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα,  της ιστορίας του ανθρώπου και της σχέσης του με τη μουσική. Ένα μοναδικό μουσικό ταξίδι από τις αμερικάνικες φτωχογειτονιές, τη τζαζ και το μπλουζ στην ηπειρώτικη μουσική.
Συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου 78 στροφών , πιστεύει ότι « αυτοί οι παράξενοι μαύροι δίσκοι είναι το μόνο που μας συνδέει με το καλύτερο κομμάτι του μουσικού μας παρελθόντος»  και δηλώνει ότι από την εποχή που η μουσική βιομηχανία εκτινάχτηκε στα ύψη χάθηκε η αυθεντικότητα της μουσικής. Μέσα από τους δίσκους γραμμοφώνου ακούει ό,τι χάθηκε μέχρι που ανακάλυψε την ηπειρώτικη μουσική.
« Μερικές φορές δεν είναι αρκετό να έχεις στην κατοχή σου ένα χειροπιαστό αντικείμενο. Αποζητούσα μια μουσική που να μην είναι ένα αδιέξοδο στο ράφι με τους δίσκους μου. Αποζητούσα κάτι ζωντανό. Στο στούντιό μου στέκονται παραταγμένοι χιλιάδες μαύροι δίσκοι μέσα σε καφετιές θήκες – ράφια πάνω σε ράφια γεμάτα μνημεία δεκάδων μουσικών παραδόσεων που πεθαίνουν ή είναι ήδη νεκρές. Πίστευα ότι δεν υπάρχει μουσική στον κόσμο που να έχει διατηρήσει έναν αρραγή δεσμό με το πρωταρχικό κοινωνικό της πλαίσιο, με την κουλτούρα στην οποία ανήκει.
Έκανα λάθος .
Τον 21ο αιώνα, ανακάλυψα το αδιανόητο – μια γη και μια μουσική ξεχασμένες απ’ το χρόνο. Η μουσική αυτή ευδοκιμεί σ’ έναν απόμερο τόπο των Βαλκανίων, σε μια κυριολεκτική και μεταφορική πύλη μεταξύ Ανατολής και Δύσης: την Ήπειρο.»
Η ανακάλυψη έγινε τυχαία μέσα από την αγορά κάποιων δίσκων γραμμοφώνου στην Κωνσταντινούπολη. Η μύηση μέσα από το βιολί του Αλέξη Ζούμπα και το κλαρίνο του Κίτσου Χαρισιάδη. Η επίσκεψη στα Ζαγοροχώρια και συγκεκριμένα στη Βίτσα, η επιτόπια έρευνα και η συνάντηση με τους Τσιγγάνους οργανοπαίκτες,  απογόνους αυτών των μουσικών σε συνδυασμό με το τοπίο, τα πανηγύρια , το τσίπουρο , το θρήνο, τα βιώματα και τη συλλογική μνήμη δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για να αγαπήσει αυτός ο άνθρωπος τον τόπο, τους ανθρώπους και τη μουσική τους.
Συναρπαστικό βιβλίο γραμμένο με « λογισμό και όνειρο» 
Βασισμένοι στο βιβλίο ψάξαμε τις αυθεντικές μουσικές τις παιγμένες από  τον Αλέξη Ζούμπα και τον Κίτσο Χαρισιάδη.
« Ο Αλέξης και ο Κίτσος επέλεξαν – ή επέπρωντο – να εκφράσουν μέσα από τα όργανά τους αρχέγονα αισθήματα. Από το Ζούμπα ακούω ήχους πλασμένους από την αποξένωση, την εσωτερική αγωνία και τη νοσταλγία: η μουσική του πονάει.


Απ’ τον Χαρισιάδη, αντιλαμβάνομαι ήχους διαποτισμένους από την οικείωση, τη γαλήνη, την ένταξη: η μουσική του γιατρεύει.



Ο Αλέξης δάκρυσε για το χώμα της πατρίδας του. Ο Κίτσος το χώμα αυτό δεν το εγκατέλειψε ποτέ.»
Κρατάμε  τα λόγια του Κρίστοφερ Κινγκ στον επίλογο: « Οι άνθρωποι της Ηπείρου μού χάρισαν  μια κατανόηση της μουσικής. Αυτό που μου πρόσφεραν πηγαίνει πέρα από τη φιλοξενία και την ευγένεια. Είναι κάτι που, σαν τη σπάνια μουσική αυτού του τόπου, μας μεταμορφώνει και μας κάνει ολόκληρους».

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Συνταξιούχοι...

Επειδή η ζωή και οι αγώνες δεν σταματούν με τη σύνταξη
Επειδή δεν μας αρέσουν οι καναπέδες
Επειδή δεν μας αρέσουν οι αιτήσεις και οι δικηγόροι
Επειδή δεν μας αρέσουν τα ψίχουλα 
και επειδή νιώθουμε νέοι, ζωντανοί και αιώνιοι έφηβοι
δεν σταματάμε να διεκδικούμε και να αγωνιζόμαστε κάτω από όλες τις συνθήκες!



Οι φωτογραφίες από το πανελλαδικό συλλαλητήριο των συνταξιούχων το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019 στην Αθήνα. 

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Μουσείο - Μνημείο του ΔΣΕ στη Θεοτόκο Ιωαννίνων


Λίγη ώρα μετά την Κόνιτσα , στο χωριό Θεοτόκος, πάνω στην παλιά Εθνική οδό Ιωαννίνων - Κοζάνης, ο διαβάτης, ο περαστικός, ο επισκέπτης θα συναντήσει το Μουσείο - Μνημείο για το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. 
Ο χώρος αποτελείται από ένα αρκετά μεγάλο κτήμα και ένα σπίτι. που δώρισαν στο ΚΚΕ τα παιδιά του  Χρήστου Ζούνη, μαχητή του ΔΣΕ, και της Ελένης Ζούνη. 
Πάρα πολλοί εθελοντές, μέλη και φίλοι του ΚΚΕ, μέλη σωματείων από όλη την Ελλάδα δούλεψαν σε αντίξοοες πολλές φορές συνθήκες για να διαμορφωθεί ο χώρος αυτός και να γίνει επισκέψιμος. Πολλοί πρόσφεραν και μεγάλο μέρος των οικοδομικών υλικών που απαιτήθηκε για την κατασκευή του μνημείου. 
Σε μεγάλες μαρμάρινες πλάκες αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών μαχητών και μαχητριών ταξινομημένα κατά χωριό. 
Ένα μεγάλο τρισδιάστατο Δ κυριαρχεί στο μέσον του χώρου, που είναι καθαρός, περιποιημένος και γεμάτος λουλούδια.
Το σπίτι της οικογένειας Ζούνη μετατράπηκε σε μουσείο, όπου εκτίθενται αντικείμενα, έντυπο υλικό και φωτογραφίες. Το μουσείο συνεχώς εμπλουτίζεται με νέο υλικό.
Πολλές είναι οι φορές που έφεραν τα βήματα μας στο χώρο αυτό και κάθε φορά η συγκίνηση και το δέος κυριαρχούν ανάμεσα στα συναισθήματα.


























Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Ήταν το Φως που καίει...

...Εκείνα τα παιδιά, με τα οποία μοιραστήκαμε τα πρώτα βιβλία, είχαν την τύχη της βιβλιοθήκης μου: κάηκαν, προτού προλάβουν να σχηματιστούν. Άλλους τους έχασα έπειτα τελείως κι έμειναν ό,τι ήταν: παιδιά. Και δεν υπάρχει τώρα παρά η απέραντη νεκροπομπή που κουβαλούμε μέσα μας όσοι επιζήσαμε. Και ίσως κάποια ίχνη που άφησαν με το χέρι τους, όπως τα δυο μου αδέλφια τις υπογραφές τους στον παλιό τόμο της Καινής Διαθήκης, στην τελευταία σελίδα - κε το θεό δόξα έγραψε το μικρό αδέρφι δίπλα στη λέξη "τέλος" του βιβλίου.
Μια μέρα, γυρίζοντας από το γυμνάσιο, περάσαμε με τον Αργύρη από το σπίτι του. Με άφησε να περιμένω κάτω στη σκάλα, αφού έκλεισε προσεχτικά την εξώπορτα. Σε λίγο τον είδα να κατεβαίνει μ' ένα βιβλίο.
Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί. Κατάλαβα από το πονηρό του χαμόγελο ότι το εξώφυλλο δεν είχε σχέση με το βιβλίο μέσα. Έκαμα να το ανοίξω, δεν με άφησε - "στο σπίτι" και μου το πέρασε κάτω από το παλτό.

Ήταν το Φως που καίει. Έτσι φτάναμε και σ'αυτά.

Ο Γδικιωμός που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,
ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η ώρα,
είμαστ' εμείς που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιά
και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά.

Όλα ήταν εδώ μέσα. Όλος ο δικός μας προγραμματισμός.
Έπειτα ο Αργύρης, όταν στην Αθήνα συνεχίζονταν οι μάχες, μ' έναν τηλεβόα φώναζε στην πλατεία του Άη Θανάση:
-Γδικιωμόοο...
Στον εμφύλιο, μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού, τον σκότωσαν λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, εκεί γύρω στην ίδια πλατεία, στην ίδια σκηνή...
Είχαν κάποιο λόγο να τ' απαγορεύουν και να τα καίνε αυτά τα βιβλία, δεν εγνώριζαν όμως πως όσο τα βιβλία τα κυνηγάς, όσο τα καις, τόσο με τη δοκιμασία της φωτιάς ο λόγος τους αληθινά καίει.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η Γραμμή της ζωής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Πλύστρα του ουρανού

Πλύστρα του ουρανού
Στύψε τα ρούχα σου
Στύψε τα σύννεφα
Διψάω σήμερα.

Να πέσει μια βροχή
Έλα γριά βροχή ξέπλυνε τα κρίματά μου
Κάθε σταγόνα σου
Ένα γλυκό φιλί για τα βλέφαρα.

Πες μου γριά βροχή
από όσους ξέπλυνες ποιοι ξανάρθαν λεριασμένοι
Ζητώντας για άλλη μια
Για ακόμα μια φορά να τους λυπηθείς.

Πλύστρα του ουρανού
Να μ' έχεις κατά νου
Όταν μαραίνομαι
Όταν παιδεύομαι.

Να πιάνεις τ' άπλυτα
Απ' το κατάλυμα
Των αμέτρητων αστέρων
Κι απ' τη μπουγάδα σου
Να στάζει η βροχή

Μες στα σωθικά.


Στίχοι και Μουσική: Παπακωνσταντίνου Θανάσης
Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης