Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Μια σφαίρα


"Μια σφαίρα" είναι το μυθιστόρημα της Ζωής Φυτούση που φανερώνει ότι, εκτός από την ωραία φωνή και το υποκριτικό ταλέντο , υπήρξε και μια πολύ καλή συγγραφέας. 
Ένας νέος , ο Οδυσσέας, θυμάται τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια και αφηγείται τη σκληρή ζωή του και με αυτό τον τρόπο ξεδιπλώνεται μια ιστορία για την κακοποίηση στην οικογένεια , το βιασμό και τη βία, τη θέση της γυναίκας, τα στερεότυπα, τις "αρχές " της οικογένειας, τον καθωσπρεπισμό, το φόβο και τον τρόμο  του παιδιού και της μητέρας του μπροστά σε έναν ανελέητα σκληρό και άγριο πατέρα - αφέντη. Φοβερά και τρομερά συμβαίνουν στην κλειστή κοινωνία του χωριού σε κάποιο νησί, σε χρόνο όχι και πολύ μακρινό. Όλοι γνωρίζουν αλλά τα στόματα παραμένουν κλειστά και η ανοχή φτάνει σε εγκληματικά επίπεδα. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με την εξουσία του πατέρα και όταν τα βάζει η εξέλιξη είναι τραγική. Τα πολλά "γιατί" που βασανίζουν το μικρό Οδυσσέα έρχονται να βρουν απάντηση  σταδιακά καθώς αποκαλύπτονται τα μυστικά που δένουν τους ανθρώπους σε αυτό τον τόπο και οδηγούν στη λύση...
Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος , όπου παρουσιάζονται τα βασικά πρόσωπα καθώς και το θέμα  της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο από τη Ζωή Φυτούση " Στον αξέχαστο Μάνο Χατζιδάκι" . 
Το ιστολόγιο επέλεξε να προβάλει  τη λογοτεχνική πλευρά της Ζωής Φυτούση  τέσσερα χρόνια από το θάνατό της.

******

ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ, ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ, αχ, αυτή η λέξη η τόσο μαγική και μονότονη , από το πρωί μέχρι το βράδυ τα ίδια και τα ίδια, χωρίς ν' αλλάζει τίποτα. Πες μου, μοναξιά μου, πώς θα βρω τη δύναμη να ξεφύγω και να βρω το δρόμο μου, να μάθω ν' αγαπώ τους γύρω μου, να καταλάβω το νόημα της ζωής, που είναι τόσο όμορφη...Μοναξιά μου, αχ, μοναξιά μου, πες μου τον τρόπο να ζω με τους γύρω μου, κάνε με να ξεχάσω το παρελθόν μου, το τόσο πικραμένο από τους ίδιους τους δικούς μου ανθρώπους, κάνε με να ξεφύγω...
Για να' μαι ειλικρινής, νόμιζα πως άρχισα κι εγώ, όπως όλοι οι Έλληνες, να γράφω ποιήματα, όμως η σκέψη μου βούλιαξε μέσα στα παιδικά μου χρόνια και η μνήμη που σπάζει, μα δε σαπίζει, άρχισε να ξετυλίγει τη βασανισμένη και σκληρή ανήλικη, πονεμένη, ερημική ζωή μου...
Ήμουν το πρώτο παιδί στην οικογένειά μας και παρόλο που δεν έκαναν οι γονείς μου παρά μόνο δυο γιους, εμένα μου φέρονταν χειρότερα κι από τον αγορασμένο αράπη της εποχής των σκλάβων. Είναι αλήθεια. Ήμουν ψηλός για την ηλικία μου, αδύνατος, ξυπόλυτος, με δανεικό βιβλίο και μόνη μου περιουσία ένα τετράδιο κι ένα μολύβι. Όχι, δεν ήμαστε φτωχοί, ήμαστε οι πρώτοι του χωριού μας, κι όμως όλα τα άλλα παιδιά ήταν προνομιούχα, είχαν καλό πατέρα. Ο δικός μου ήταν σκληρός, αυταρχικός, άδικος, ήταν ο εαυτούλης του. Διοικούσε τους πάντες και τα πάντα κι οι χωριανοί τον φοβούνταν, ακόμα κι ο παπάς.
Είχαμε μεγάλη περιουσία σε κτήματα, ζώα και σπίτια. Δύο σπίτια στο χωριό, ένα στην πλατεία κοντά στο σχολείο, ένα στην Παρατωνιά, αυτά για το χειμώνα, ένα στην κατοικιά, όπως λέγαμε αυτό που ζούσαμε το καλοκαίρι, κοντά στα ζώα μας, που ήτανε στον κάμπο, που κι αυτός ήταν δικός μας, και το σπίτι που ζούσαν οι γονείς της μάνας μου, που το είχαν δώσει για προικιό στον πατέρα μου. Η μάνα μου κι εγώ δεν είχαμε τίποτα, μα τίποτα...
Προσπαθούσα στο σχολείο με λίγες κλεφτές ματιές από το βιβλίο του συμμαθητή μου που καθόμαστε μαζί στο θρανίο και από τις σημειώσεις που αντέγραφα από τον πίνακα στο τετράδιό μου να μάθω. Ήθελα να μάθω, όμως ο νους μου, αυτός ο φοβισμένος παιδικός μου νους, έτρεχε στις δουλειές που έπρεπε να προλάβω να κάνω, γιατί, αλίμονό μου, τι ξύλο με περίμενε από τη ζώνη του πατέρα μου.
Μόλις χτύπαγε το κουδούνι και τα άλλα παιδιά γελούσανε και ξεφωνίζανε ευτυχισμένα, τρέχοντας για το παιχνίδι, εγώ έπρεπε να τρέξω ως το σπίτι, να πετάξω το τετράδιο σε μια γωνιά, να πάρω ένα κομμάτι ψωμί με ζάχαρη και λάδι, που το έκρυβε η μάνα μου πίσω απ' τον καθρέφτη, και να τρέξω στον κάμπο. Η μάνα μου το ετοίμαζε από το χάραμα και το έκρυβε να μην το δει ο πατέρας μου· το έκανε αυτό πριν φύγει κι αυτή για την κατοικιά. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, αυτή ήταν η μόνη χειροπιαστή στοργή που μου' δειχνε η μάνα μου. Είχαμε ένα μυστικό, χωρίς ποτέ να μάθω γιατί...
Έπαιρνα το τορκί μου, άλλοι το λένε τσέρκι· ήταν ένα στεφάνι από βαρέλι και ένα χοντρό σίδερο περασμένο σε ένα καλέμι· και παρόλο που ήξερα ότι δε θα βρω καιρό να παίξω, ξεκίναγα να πάω στον κάμπο. Το κράταγα σφιχτά κάτω από τη μασχάλη μου, έτρωγα το ψωμί μου και αψηφώντας τα αγκάθια και τα φίδια που έτρεχαν  να κρυφτούν στους θάμνους, έτρεχα κι εγώ για να προλάβω τις δουλειές που με περίμεναν. Η κατοικιά στον κάμπο ήτανε μακριά, δεν ήτανε παίξε γέλασε. Έπρεπε να περάσω και το ποτάμι με τα παγωμένα νερά.
Το χωριό μας έχει τέσσερα ποτάμια, αλλά το χειρότερο απ' όλα είναι αυτό που πρέπει να περνάω εγώ ξυπόλυτος και παγωμένος. Αν πήγαινα από τη γέφυρα, δε θα' φτανα ποτέ στην ώρα μου και τότε αυτό που με περίμενε ήτανε πιο σκληρό από οτιδήποτε άλλο.
Όταν έφτανα κι έβλεπα τα ζώα μας, πάντα χαιρόμουνα γιατί τα αγαπούσα, με κάνανε να ξεχνάω την κούραση και τ' άλλα παιδιά, που σίγουρα τέτοιες ώρες ή θα τρώγανε ή θα παίζανε ή θα διαβάζανε.
Πόσο ήθελα να διάβαζα, αυτό με πλήγωνε πιο πολύ απ' όλα, πόσο θα ήθελα να είχα βιβλία. Πέρσι ο δάσκαλός μας είχε πει πως έχουμε εθνικό ποιητή τον Σολωμό και δε θυμάμαι ακριβώς αν ήταν συμπατριώτης μας ή αν έζησε κι αυτός εδώ στα μέρη μας. Μας είχε διαβάσει ωραία ποιήματά του και μας έμαθε τον Εθνικό μας Ύμνο, που τον τραγουδούσαμε πάντα στις εθνικές μας εορτές. Μας διαβεβαίωσε μάλιστα ότι τον ξέρουν όλοι οι Έλληνες όπου και να ζούνε.
Εγώ πάντως μπορεί να μην είχα ποιητικά βιβλία, είχα όμως το ημερολόγιο της νόνας μου, της μάνας της μάνας μου. Κάθε πρωί έβγαζα με μεγάλη προσοχή το φυλλαράκι και διάβαζα τι έγραφε από πίσω. Μετά τα φύλαγα όλα μαζί κι ένιωθα ότι έχω κι εγώ κάτι πολύτιμο. Ήτανε καρφωμένο στον τοίχο και κρατούσα την ανάσα μου μην και το καταστρέψω, γιατί μετά δε θα' χα να διαβάζω όλα εκείνα τα υπέροχα  στιχάκια. Ήταν τόσο ωραία, το ένα καλύτερο από το άλλο:
 
Το λούλουδο θέλει νερό
ο άρρωστος το χάπι
και μ' ένα χάδι και φιλί
θεριεύει η αγάπη.
                
                  *
Κάτω απ' το παραθύρι σου
θα πάρω μια κιθάρα
για να σου πω το σ' αγαπώ
μικρή μου παιχνιδιάρα.

Σίγουρα μια μέρα θα γίνω ποιητής, θα μάθω και κιθάρα για να γράφω τραγούδια. Αυτά σκεφτόμουνα τρέχοντας να φτάσω στα ζώα του πατέρα μου. Όλα ήταν εκεί πάντα και όλα με περίμεναν. Τα αρσενικά μοσχάρια τα είχε ξέχωρα από τις μητέρες τους, τα έδενε από τα κέρατά τους και το ένα τους πόδι, γιατί ήταν ζόρικα και χτυπάγανε τα κεφάλια τους στον τοίχο. Ήταν αρσενικά και ήθελαν με κάθε τρόπο να δείξουν τη δύναμή τους. Τα λυπόμουνα, τα χάιδευα , τους μιλούσα και τους έλεγα να κάνουν υπομονή, καθώς τα τάιζα πίτουρα και φρέσκο τριφύλλι. Ύστερα τα πότιζα και στο τέλος καθάριζα όλες τις βρωμιές που είχαν μαζευτεί όλη τη νύχτα· ήθελα να νιώθουν ανθρώπινα. Είπα ανθρώπινα και κατάπια ένα δάκρυ μου...Ευτυχώς, τα ζώα του πατέρα μου μ' αγαπούσανε, μου δείχνανε ευγνωμοσύνη με το δικό τους τρόπο, με έγλειφαν στα ξυπόλυτά μου πόδια και μου μουγκρίζανε λόγια γλυκά. Την ήξερα, την καταλάβαινα τη γλώσσα τους, άλλωστε μ' αυτά πέρναγα τις περισσότερες ώρες της ζωής μου, μεγάλωνα μαζί τους, ακόμα κι όταν έκλεινα την πόρτα, ο ήχος της φωνής τους, που έβγαινε από την τρύπα που μπαινόβγαιναν οι κότες, με συνόδευε ως αργά το βράδυ. Ήξερα πως θα με περιμένουν και αύριο και μεθαύριο και κάθε μέρα...
Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η δουλειά που είχα να κάνω· έπρεπε να βγάλω τις αγελάδες από το στάβλο για να φάνε φρέσκο χορτάρι, να μαζέψω τα πρόβατα και να τα βάλω στο μαντρί. Δε λέω, ήταν ένα πανόραμα να βλέπεις τα μικρά αρνάκια να ψάχνουν να βρουν τη μητέρα τους βελάζοντας και χοροπηδώντας, προσπαθώντας να βυζάξουν, αλλά εγώ έπρεπε συγχρόνως να παρακολουθώ τις αγελάδες να φάνε καλά, να φάνε σωστά. Είχα καταλάβει από μόνος μου πως αν δε γέμιζε και δε φούσκωνε ένα λακκάκι στ' αριστερό μέρος της κοιλιάς τους, δεν ήτανε χορτάτες. Έπρεπε λοιπόν να προσέχω τα πάντα, να τα ποτίζω, να βάζω τα μικρά μοσχαράκια στο βυζί της μάνας τους και να βλέπω αν τρώνε και δεν μένουν νηστικά. Δεν ήτανε εύκολα πράγματα· βέβαια φέτος που πήγαινα στη δευτέρα τάξη του Δημοτικού, είναι καλύτερα γιατί μεγάλωσα κάπως, όμως πέρσι, αχ, πέρσι καλύτερα να μην το θυμάμαι.
Η μάνα μου δούλευε κι αυτή πολύ σκληρά· είχε μεγάλη αγωνία μήπως και δεν αρμέξει πολύ γάλα, που το' δινε ο πατέρας μου στους τυράδες γιατί αλίμονό της αν το γάλα ήταν λιγότερο από χτες, μαύρη ώρα την περίμενε.
Αφού τα τελείωνα όλα, έδενα ένα ένα όλα μας τα σκυλιά στους πασσάλους έξω από τις πόρτες να φυλάνε για κάθε απρόοπτο και έπαιρνα το δρόμο του γυρισμού. Όσο κουρασμένος κι αν ήμουν, και στ' αλήθεια ήμουν πολύ κουρασμένος γύριζα και ξαναγύριζα να κοιτάξω πίσω μου και σκεφτόμουν μήπως έκανα κανένα λάθος και φάω το ξύλο της χρονιάς μου.
Φοβόμουνα, πάντα φοβόμουνα τον πατέρα μου, γιατί ήταν ανελέητος. Άκουγα τα σκυλιά να αλυχτούνε όσο εγώ απομακρυνόμουνα και ήμουν σίγουρος πως αυτά τουλάχιστον δε θα με προδώσουν, θα φυλάνε καλά και δε θ' αφήσουν να γίνει κάτι που θα το πληρώσω εγώ.
Στο γυρισμό κυλούσα το τορκί μου και δεν πίστευα ότι έπαιζα, πίστευα ότι ήμουνα επάνω σε ένα κάρο και σαν άρχοντας γύριζα στο χωριό. Η σιδερένια ρόδα κυλούσε δύσκολα πάνω στο χώμα, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Τώρα είχα τελειώσει τις δουλειές, τώρα δεν αποκλείεται να προλάβω και κανένα από τα παιδιά να παίξω λίγο μαζί του, πράγμα βέβαια πολύ σπάνιο, γιατί σχεδόν πάντα η ώρα ήταν περασμένη.
Έμπαινα στο σπίτι μας από το στενό που ο πατέρας μου έλεγε πως ήτανε δικό του και πως αν ήθελε, δε θ' άφηνε κανέναν να περνάει. Οι άλλοι λέγανε πως είχε άδικο και πως αυτό το στενό ήταν του χωριού· πάντως δε δείχνανε και πολύ κουράγιο για να το αποδείξουν, αφού δεν περνούσε κανείς από κει, κι έτσι το' λεγα κι εγώ "το στενό μας."
Μόλις έφταναν κι έμπαινα μέσα, άφηνα το τορκί μου κι αν η μάνα μου είχε ανάψει το τζάκι, έριχνα μια ματιά σ' αυτά που είχα αντιγράψει στο τετράδιό μου το πρωί από τον πίνακα, αν όχι, το άναβα εγώ, ώστε η μάνα μου, όταν γυρίσει κι αυτή από την κατοικιά, να το βρει έτοιμο για να βράσει χόρτα. Ρεύμα δεν υπήρχε στο δικό μας σπίτι, αν και άκουγα να λένε πως ο πατέρας μου, άμα ήθελε, μπορούσε  να βάλει, είχε λεφτά και μπορούσε να πληρώνει. Αυτό όμως για μένα δεν είχε σημασία, γιατί μου άρεσε να βλέπω τις φλόγες στο τζάκι και ν' ακούω  τα κούτσουρα να τραγουδάνε το δικό τους μαγευτικό τραγούδι. Εκείνο όμως που δε μου πολυάρεσε ήτανε η λάμπα του πετρελαίου, κυρίως όταν έπρεπε να την ανάψω εγώ. Έτρεμα μη σπάσω το γυαλί, γιατί η μάνα μου έλεγε πως αν σπάσει το γυαλί, πάει, θα μας σκοτώσει ο πατέρας μου και τους δύο.

Υπήρχανε παρ' όλα αυτά και ωραία βράδια, σαν κι αυτά που παίζαμε με τα άλλα παιδιά την πουλομάνα. Βάζαμε πάνω σε μια βάση μια μεγάλη πέτρα και προσπαθούσαμε, καθένας με τη σειρά του, πετώντας μια μικρότερη πέτρα, να τη ρίξουμε κάτω και τότε τρέχαμε ξεφωνίζοντας και γελώντας να μη μας πιάσει αυτός που θα είχε ρίξει κάτω την πέτρα, γιατί τότε αυτός που θα τον έπιαναν θα έτρωγε καρπαζιές από όλους τους άλλους. Ήτανε πολύ αστείο παιχνίδι. Καμιά φορά παίζαμε κρυφτό, άκου τι ειρωνεία, κρυφτό μέσα στο σκοτάδι.
Η μητέρα μου δε με έδερνε ποτέ, δεν ήξερα όμως αν με αγαπούσε, δε με χάιδευε, δε μου μιλούσε, δε με υπερασπιζότανε ούτε από το ξύλο του πατέρα μου ούτε από το ξύλο που μου' δινε η νόνα μου, η μάνα του πατέρα μου που ζούσε μαζί μας. Η μάνα μου ήταν πάντα σκεφτική δούλευε πάρα πολύ χωρίς να αντιμιλάει ή να παραπονιέται για τίποτα. Έφευγε χαράματα, γύρναγε νύχτα, έβραζε χόρτα με πατάτες, αυτό ήταν το βασικό μας φαΐ. Τρώγαμε τις περισσότερες φορές οι δυο μας· καμιά φορά με ρώταγε αν θέλω κανένα βραστό αυγό και τότε άκουγα τη φωνή της.
Είπα αυγό και θυμήθηκα τη μάνα του πατέρα μου, τη νόνα μου τη Μαρία. Ήταν τόσο κακιά και στρίγκλα που πούλαγε ακόμα και στη μάνα μου τα αυγά. Χωρίς λεφτά δε χαλάλιζε ούτε ένα αυγό για το ίδιο της το εγγόνι, εμένα...Δε μ' άφηνε ποτέ να μπω στο δωμάτιό της, ήτανε κι αυτή σαν ξένη , ίσως και χειρότερα.
Ένα άλλο πράγμα που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν γιατί έπρεπε μετά το βραδινό φαγητό να φεύγω μέσα στη νύχτα, βρέξει χιονίσει, και να πηγαίνω στους γονείς της μάνας μου και να κοιμάμαι εκεί. Εγώ ήθελα να μένω σπίτι μας μαζί με τη μάνα μου, αλλά αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον, για ανεξήγητους σ' εμένα λόγους. Οι γονείς της μάνας μου με αγαπούσανε, με περιμένανε, ήταν πολύ καλοί μαζί μου.
Ο πάππος μου ήταν ψαράς και πολύ καμάρωνε γι' αυτό. Όταν είχε καλό καιρό, έφερνε ολόφρεσκα ψάρια που τα τηγάνιζε η νόνα μου και ξανάτρωγα μαζί τους, ακούγοντας τον παππο μου να μιλάει αδιάκοπα για τη θάλασσα και τα δίχτυα, που επειδή δεν είχανε μηχανήματα έπρεπε να τραβάνε με τα χέρια έξω στο γιαλό του Άι - Γιάννη. Έλεγε ιστορίες φανταστικές ή και αληθινές και μας έκανε να γελάμε.
Η νόνα μου πάλι , όσο μίλαγε ο πάππος μου, μπάλωνε το παντελόνι μου, που από τα πολλά μπαλώματα δεν ήξερες ποιο ήτανε το αρχικό του ύφασμα. Το πουκάμισό μου ήταν χειρότερο, είχε διάφορα κομμάτια όλων των χρωμάτων και θύμιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως έλεγε ο δάσκαλος, πειράζοντάς με καλοπροαίρετα. Τους αγαπούσα πολύ, γιατί με βάζανε στη μέση στο κρεβάτι και ζεσταινόμουνα, ένιωθα πάνω απ' όλα μια απέραντη ασφάλεια εκεί, μόνο εκεί δε φοβόμουνα. Γιατί άραγε αυτοί με αγαπούσαν; Γιατί άραγε οι άλλοι δε με αγαπούσαν; Αυτό με προβλημάτιζε μόνιμα...
Η νόνα μου είχε μια βρύση έξω από την κρεβατοκάμαρα κι όταν ξύπναγα το πρωί και πήγαιναν να πλυθώ, πάγωναν τα χέρια μου και το πρόσωπο μου τόσο, που πολλές φορές όταν ήξερα ότι δε με βλέπει κανείς, έριχνα γρήγορα γρήγορα λίγο νερό στα μάτια και έτρεχα στην κουζίνα να πιω ζεστό βουνίσιο τσάι, που μόνες τους μάζευαν όλες οι συγχωριανές. Μοσκοβολάνε όλα στο χωριό μας, είναι γνήσια και ευλογημένα, εκτός από το γάλα, που δεν ξέρω για ποιο λόγο μου φέρνει πάντα εμετό. Δεν είχα ποτέ πιει γάλα κι ας ήμουν μέρα νύχτα με τα ζώα που το παράγουν, ακόμα κι όταν έβλεπα τη μάνα μου να αρμέγει, πάλι εμετό ήθελα να κάνω, μόνο που δεν το' λεγα σε κανέναν.
Στο δρόμο για το σχολείο, το χειμωνιάτικο πρωινό, πάγωναν τα ξυπόλυτά μου πόδια, έτρεχα για να μην αργήσω να μπω στη γραμμή και να περιμένω να μας επιθεωρήσει ο δάσκαλος αν ήμαστε όλοι εκεί κι αν ήμαστε, λέει, καθαροί...Δηλαδή πώς μπορεί να είναι κανείς καθαρός σ' ένα χωριό που η λάσπη σε κυνηγάει παντού και κανείς δεν ασχολείται με τα ξυπόλυτά σου πόδια...
Ο δάσκαλός μας ήταν από το ίδιο χωριό και ήταν πολύ καλός, αγαπούσε τα παιδιά και ήθελε πραγματικά να μας μάθει γράμματα. Έλεγε πολύ συχνά σε όλους μας: " Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο". Η φωνή του ήταν μαλακιά και ζεστή και ερχότανε σε αντίθεση  με το παγωμένο και αφιλόξενο σχολείο. Μετά την προσευχή, που κάθε μέρα την έλεγε κι άλλο παιδί, μπαίναμε ήσυχα ήσυχα στην τάξη. Οι αίθουσες, αν μπορεί να μιλήσει κανείς για αίθουσες ήταν τρεις. Στη μια έμπαιναν τα παιδιά της πρώτης και της δευτέρας, στη δεύτερη της τρίτης και της τετάρτης και στην τρίτη της πέμπτης και της έκτης τάξης. Εκείνο που με τρόμαζε περισσότερο απ' όλα ήταν το παγωμένο τσιμεντένιο πάτωμα, γιατί ήμουν ξυπόλυτος και το θρανίο δεν είχε κανένα στήριγμα για να ακουμπώ τα πόδια μου. Έβαζα το ένα πάνω στ' άλλο ώστε να κρυώνω λιγότερο. Μια μέρα ο δάσκαλος , που νόμιζε πως είμαι άτακτος  και γι' αυτό διαρκώς κουνιέμαι, με έβαλε τιμωρία στον πίνακα. Μου' ρθε να βάλω τα κλάματα για την αδικία, αλλά συγκρατήθηκα, συνέχισα όμως να αλλάζω πόδια γιατί κρύωνα πάρα πολύ και τότε εκείνος κατάλαβε. Μου είπε να καθίσω στη θέση μου και πως θα μίλαγε στον πατέρα μου. Αυτό με κατατρόμαξε, γιατί παρόλο που ήμουν το μόνο παιδί που δεν είχε ούτε ένα ζευγάρι γαλότσες να φορέσει, δεν ήθελα να μιλήσει γι' αυτό κανένας στον πατέρα μου. Γύρισα στο θρανίο μου και άρχισα να κοιτάζω από το βιβλίο του Σπύρου, που ήταν ο καλύτερος μου φίλος. Ξαφνικά έγινα τόσο μελαγχολικός, που ούτε έβλεπα ούτε άκουγα, ένας τρόμος γέμιζε το κεφάλι μου και με με δυσκολία κρατούσα τα δάκρυά μου. Ο Σπύρος το κατάλαβε και προσπάθησε να με καλμάρει. " Θα σου δώσω μαζί σου το βιβλίο μου", είπε. Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό για μένα, ευτυχώς είχα αυτόν και την Κανέλα μου, το δικό μου σκυλί, που το λάτρευα και με λάτρευε. Ηρέμησα. Έπρεπε να μάθω γράμματα, γράμματα. Βου, α, βα, βάσανα, βάσανα, βάσανα...

Ζωή Φυτούση, Μια σφαίρα, Καστανιώτης, Αθήνα 1998
 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

Ζωντανοί ίσκιοι

 
Η φωτογραφία από το Διάστιχο

Τη Μαίρη Μικέ την "γνώρισα" μέσα από την εξαιρετική δουλειά της για τη Μέλπω Αξιώτη. Πρόσφατα όμως ανακάλυψα και τη λογοτεχνική της όψη διαβάζοντας τις έντεκα μυθοπλαστικές διηγήσεις που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της " Ζωντανοί ίσκιοι". Ομολογώ ότι οι διηγήσεις αυτές άσκησαν πάνω μου μια παράξενη γοητεία και μου προκάλεσαν βαθιά συγκίνηση η αφήγηση και το στήσιμο των ιστοριών που αποτελούν συνδυασμό των διαβασμάτων της συγγραφέα και  συνομιλία με τους ίδιους τους δημιουργούς των λογοτεχνικών έργων  και τα  πρόσωπά που εμφανίζονται σε αυτά. Έτσι η συγγραφέας μοιάζει να μπαίνει η ίδια μέσα στις ιστορίες, να τις επεκτείνει και να συνομιλεί από διάφορες οπτικές γωνίες και αφηγηματικές τεχνικές με τους λογοτέχνες και τα δημιουργήματά τους δίνοντας συγχρόνως τη δική της φανταστική διάσταση στα γεγονότα αλλά και το αποτύπωμα, τη σφραγίδα τους πάνω της. 
 " Τα βιβλία δείχνουν δρόμους, αφήνουν κληρονομιές, επεκτείνουν το βίο και κερδίζουν το στοίχημα με τον χρόνο... οι χορταριασμένες ράχες των βιβλίων ανθούσαν ξανά και ξανά μόνο όταν τα έπαιρναν στα χέρια τους οι νέοι αναγνώστες και τα ξεφύλλιζαν." ( Στο χρώμα του φρέσκου αμύγδαλου, σελ .139)

Καλύτερα όμως να ακούσουμε τη Μαίρη Μικέ να μιλάει για τους Ζωντανούς ίσκιους  στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη , στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο:

Μαίρη Μικέ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Μαίρη Μικέ είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Έχει πλούσιο ερευνητικό και διδακτικό έργο. Τα βιβλία και οι μελέτες της, δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά, σύμμεικτους τόμους και Πρακτικά συνεδρίων, βασίζονται ερμηνευτικά στον συνδυασμό ιστορίας, θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας και εστιάζουν σε νεοελληνικά πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα του 19ου και του 20ού αιώνα. Το έργο Ζωντανοί ίσκιοι (Gutenberg, 2020), που μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη, είναι η δεύτερη πεζογραφική της κατάθεση μετά τις Κόκκινες ουλές (Ίκαρος, 2015).

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Ζωντανοί ίσκιοι;

Η ιδέα της συγγραφής των Ζωντανών ίσκιων ξεκίνησε από παλιά με την επιθυμία να μεταχειριστώ τους ίσκιους ιστορικών, μυθολαστικών και μυθολογικών προσώπων σαν «πράγμα στερεό», με τους τρόπους της λογοτεχνίας.

Ο τίτλος Ζωντανοί ίσκιοι είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Επέλεξα για προμετωπίδα της συλλογής την εξής σεφερική φράση[1]: «Κι ας θυμηθούμε εκείνους τους εκπληκτικούς στίχους του ποιητή Στάτιου προς τον Βιργίλιο, όταν πέφτει να φιλήσει τα πόδια του. Ο Βιργίλιος τον σταματά: Αδελφέ, μην το κάνεις γιατί είναι ίσκιος και ίσκιο βλέπεις (Β, 21, 131). Εκείνος σηκώνεται και του λέει: Τώρα μπορείς να καταλάβεις πόση είναι η αγάπη που για σε με φλογίζει, όταν, ξεχνώντας τη ματαιότητά μας, μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό (Β, 21, 133)». Αν θεωρήσουμε ότι στα βιώματα συμπεριλαμβάνονται όχι μόνον οι εμπειρίες αλλά και οι φαντασιώσεις, τα όνειρα και οι ισχυρές πνευματικές συγκινήσεις, τότε ο τίτλος του βιβλίου μου, εκτός από πολλαπλώς συμβολικός, μπορεί να θεωρηθεί βιωματικός. Από αυτή την άποψη, είναι ενδεικτική η ιδιότυπη νεκρανάσταση που βιώνει η κεντρική ηρωίδα σε μία από τις διηγήσεις της συλλογής, τα «Σφαλιστά βλέφαρα», στο γενναιόδωρο σύμπαν της φαντασίας και του ονείρου, όταν φτάνει στο τέρμα μιας κοπιώδους πορείας ως γυναίκα-χελώνα: «Ο ένας μετά τον άλλο εμφανίστηκαν οι ίσκιοι λουσμένοι σ’ ένα μελιχρό φως […] Μπορεί οι φορεσιές άδειες να κρέμονταν σαν τα σκιάχτρα στους κορμούς και τα κόκαλα χωρίς τη ζωντανή σάρκα που πάλλεται να ήταν θαμμένα, όπως οι προσωπίδες που αντηχούσαν στο κενό, όμως το κόκκινο της παπαρούνας, το χρυσό της μαύρης πέτρας, ο αδιόρατος και αεικίνητος παλμός της αγάπης ήταν εκεί και θέρμαιναν την ατμόσφαιρα» (σ. 77).

Όλες οι ιστορίες αναφέρονται σε συγγραφείς και ήρωες των τελευταίων χρόνων. Μήπως είναι μια προσπάθεια να συνομιλήσετε μαζί τους;

Ασφαλώς. Στις έντεκα μυθοπλαστικές διηγήσεις που συνθέτουν τη συλλογή σκηνοθετούνται συνομιλίες διαφορετικών μορφών με συγγραφείς, ήρωες και λογοτεχνικά κείμενα. Μπορεί συγγραφείς να μετασχηματίζονται σε μυθοπλαστικά πρόσωπα κι εμβληματικοί ήρωες και ηρωίδες να συνεχίζουν τον βίο τους καταθέτοντας μια τροποποιημένη οπτική και μια διαφορετική ερμηνεία για τον εαυτό τους και τον κόσμο, ή μπορεί ακόμη να περνούν φευγαλέα μέσα από τις σελίδες ως επισκέπτες προσφέροντας περισσότερο την αφορμή και το πρόσχημα για την ανάπτυξη μιας ανάλογης ή μιας αναποδογυρισμένης ιστορίας. Οι συνομιλίες μπορεί να προσφέρουν διαφορετικές απαντήσεις και να πυροδοτήσουν νέα ερωτήματα.

Γιατί το κάνετε αυτό, ανασκαλεύοντας πεζογραφικές αλλά και ποιητικές καταθέσεις;

Διότι η ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει την άλλη όψη της γραφής προτείνοντας μια σχέση αλληλεξάρτησης, ανατροφοδότησης και αναζωογόνησης που συνεχώς μεταβάλλεται. Με τον τρόπο αυτό ακόμη επιδιώκω τη διαστολή του λογοτεχνικού χρονοτόπου χάρη στη διακειμενικότητα και τον πολλαπλασιασμό της έντασης του αισθητικού αποτελέσματος.

Στην πρώτη ιστορία, με τον τίτλο «Η πολιορκία του τραύματος», αναφέρεστε στους Εβραίους. Γιατί η Γκέρτα είχε κλειστεί στον εσωτερικό της κόσμο;

Δεν αποπειρώμαι μια ακόμη ερμηνεία του τραύματος της Γκέρτα Στερν. Στη διήγηση «Η πολιορκία του τραύματος» ενσωματώνεται η κυκλικότητα της αφήγησης της Ομορφάσχημης του Νίκου Καχτίτση σε ένα διαφορετικό πλέγμα σχέσεων. Η αφηγήτρια συναντά στη Βιέννη μια «γυναίκα λόγια γύρω στα πενήντα πέντε» και αποσπά τη μαρτυρία ότι η Γερτρούδη Στερν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ως τεκμήριο, χρόνια αργότερα, αποστέλλεται στο όνομα της αφηγήτριας που κρατά για τον εαυτό της τον ρόλο της εκδότριας μια επιστολή, η οποία ελλείψει επαρκών στοιχείων για την παράδοσή της καταχωρίζεται στα ράφια της δημοτικής βιβλιοθήκης δίπλα στην Ομορφάσχημη του Καχτίτση και υπογραμμίζεται ταυτοχρόνως η συνθήκη της κατασκευής από τη δική μου πλευρά. Έτσι εδώ αποδέκτης της επαναληπτικής αφήγησης της Γερτρούδης Στερν δεν είναι πια μόνο οι εναλλασσόμενοι ερωτικοί σύντροφοι, αλλά μια γυναίκα, που μετουσιώνεται θεραπευτικά σε σταθερή ιδανική ακροάτρια και ακυρώνει τη συνθήκη της εφήμερης σεξουαλικής συνθήκης διατρανώνοντας τη γυναικεία φιλία: «είχα εκπαιδεύσει τον εαυτό μου, ώστε να αποδέχεται αυτή την ακραία εμπειρία της Γκέρτα, να την ενσωματώνει και να τη διεξιώνεται χωρίς να αποζητώ να καθιερώσω τη δική μου ερμηνεία. Θα ήταν λάθος, νομίζω. Θα έχανα τη φίλη μου, όπως ακριβώς την έχαναν και οι εραστές της» (σ. 24).

Και στα δύο περιστατικά που αφορούν την Γκέρτα, τόσο στην όπερα όσο και όταν επιστρέφει μετά τον πόλεμο στο σπίτι της στη Βιέννη, η Γκέρτα βρίσκεται προ εκπλήξεως. Αυτά που της ανήκουν δεν έχει το δικαίωμα να τα πάρει, όπως οι άλλοι. Γιατί δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην περίπτωσή της;

Όπως και σε πολλούς επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος αλλά και σε λογοτεχνικούς ήρωες και ηρωίδες, έτσι κι εδώ, η δικαιοσύνη αναζητείται. Το ζήτημα είναι να μην εξοβελίζεται τουλάχιστον από τη συλλογική μνήμη και να διασώζεται η αξία της καταχώρισής του.

Εντύπωση μου προκάλεσε, σε μια ιστορία του βιβλίου, η συνάντηση του Γιάννη Ρίτσου με τη Μαρία Πολυδούρη. Δυο ποιητές που πάλευαν με την αρρώστια της εποχής, τη φυματίωση. Πόσο δυνατή ήταν η σχέση φιλίας ανάμεσα στον Ρίτσο και τους Καρυωτάκη-Πολυδούρη;

Η σχέση φιλίας ανάμεσα στον Ρίτσο και την Πολυδούρη από τη μια και στον Ρίτσο και τον Καρυωτάκη από την άλλη είναι ισχυρή και αποτυπώνεται με αφιερώσεις και ρητές ή άρρητες αναφορές σε ποιητικά και πεζά κείμενα όπου κατατίθεται η χειρονομία τιμής, μνήμης και οφειλής. Άλλωστε η σχετική έρευνα της Νεοελληνικής Φιλολογίας και στο πεδίο αυτό έχει αποδώσει πολλούς κι εύχυμους καρπούς.

Διότι η ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει την άλλη όψη της γραφής προτείνοντας μια σχέση αλληλεξάρτησης, ανατροφοδότησης και αναζωογόνησης που συνεχώς μεταβάλλεται.

Μου άρεσε η επινόηση του γράμματος στη μάνα του Βιζυηνού, Μιχαήλα. Τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν;

Δεν γνωρίζουμε πολλά. Έχει αποτυπωθεί η μορφή της σε λίγες φωτογραφίες. Οι περισσότερες μαρτυρίες προέρχονται από τη νύφη της την Τζιβάνη και καταγράφηκαν από τον Μαρίνο Ξηρέα στα 1949. Απομακρύνω εσκεμμένα το βλέμμα μου από τον διάσημο γιο και με αφορμή μια μικρή μνεία στη Νέα Εφημερίδα (20.9.1894) συντάσσω μια ανεπίδοτη επιστολή, στην οποία προσπαθώ να συγκεράσω στοιχεία της βιογραφικής έρευνας με μια αλληγορική υπερρεαλίζουσα ίσως γραφή, σε μία συγγραφική χειρονομία τιμής και αγάπης. Τα Σφαλιστά βλέφαρα της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσας μοιάζει να συνομιλούν με το σπαρακτικό τετράστιχο του γιου της (1892): «Το ’να παιδί στη ξενιτειά και τ’ άλλο σκοτωμένο!/ Κι αυτή που θέλει στήριγμα να γύρει ν’ ακουμβήσει,/ Το ’να δεν το ’χει ζωντανό τ’ άλλο ’χει πεθαμένο –/ Θεός να τηνε λυπηθεί, να την παρηγορήσει!».

Αν και εμπνέεστε από τους συγγραφείς και τα βιβλία τους, δεν παρασύρεστε γνωρίζοντας καλά τις ιδιαιτερότητες των ηρώων σας. Δεν είναι δύσκολο να αναφέρεστε στην προσωπική ζωή μεγάλων συγγραφέων;

Σε αρκετές από τις διηγήσεις των Ζωντανών ίσκιων βρίσκουμε αναφορές σε βιβλιογραφικές πηγές, μνείες σε άρθρα στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο, λεπτομερείς χρονολογίες, αναμνήσεις λογοτεχνικών βραδιών και επιστημονικών συμποσίων. Από τη μια μεριά επιδιώκω να αναπλάσω προσφιλείς λογοτέχνες, προβάλλοντάς τους όχι μόνο ως παραγωγούς κειμένων αλλά και ως ανθρώπινα όντα, με πάθη, διαψεύσεις, επιθυμίες, και από την άλλη μεριά να δώσω ζωή σε λογοτεχνικούς ήρωες σε μια προσπάθεια να τους οικειοποιηθώ με τα δικά μου μέσα, να τους κάνω δικούς μου. Γι’ αυτό και επιμένω σε λεπτομέρειες των προσώπων και του ρουχισμού, θεωρώντας ότι πάντα κάτι ουσιαστικό έχουν να πουν οι γραμμές του προσώπου τους, οι ενδυματολογικές τους επιλογές. Το ασπρόμαυρο φουστάνι της Άννα Ζέγκερς με τη μαύρη πλεκτή ζακέτα «σαν να υπενθύμιζε την πυρίκαυστη ζώνη ανάμεσα στο πένθος και τη χαρά» (σ. 136)· η «βαθιά κι επίμονη χαρακιά στο μέτωπο και δεξιά στο στόμα της» απηχεί την καταπόνηση της ανεστιότητας, τις θλίψεις που βίωσε σε μια «ανελέητη εποχή» (σ. 140)· οι «χαρακιές δεξιά κι αριστερά από το στόμα» του Χατζητάτση «βάθυναν κι έχασκαν σαν χαράδρες» (σ. 42)· μια βαθιά ρυτίδα χαράζει κάθετα το μέτωπο δυο ηρώων, της Χίλντας (σ. 13) και του Οδυσσέα (σ. 183). Οι ήρωές μου εμφανίζονται ίσως ευάλωτοι, ρημαγμένοι από ιστορικά, κοινωνικά και ευρύτερα υπαρξιακά τραύματα, τα οποία ωστόσο προσπαθώ να τα επουλώσω παρηγορητικά μέσα από ποικίλους τρόπους: όνειρα, μαγικές μεταμορφώσεις, γιορταστικές νεκραναστάσεις, ανακουφιστικές αλυσίδες αφηγήσεων, συντροφικές συνευρέσεις, αντιστροφές στην τραγική κατάληξη λογοτεχνικών έργων. Για παράδειγμα, στη διήγηση «Ολόγυρα στο πηγάδι» μια παρέα γυναικών από εμβληματικά διηγήματα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σκηνοθετούνται μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να σπάσουν τη σιωπή και να αποκτήσουν τη δική τους φωνή· χωρίς να κόβω τους λώρους από τα αρχικά κείμενα αφηγούμαι τις δικές τους, ανείπωτες μέχρι τώρα, ιστορίες προσπαθώντας να δώσω σε κάποιες, έστω και για λίγο, όσο κρατάει η ανάγνωση, κάποιες ανάσες αθανασίας. ίσως γιατί, επιτέλους, τους οφειλόταν ένα πλάτος. Θέλησα να δικαιώσω, να παρηγορήσω τις γυναίκες στον σκληρό κόσμο της ηθογραφίας και να προσδώσω στη μητρότητα έναν δεσπόζοντα ρόλο όχι όμως κατακρεουργημένο, βασανισμένο και καταραμένο αλλά γεμάτο ιερότητα και συγκινησιακή ένταση. Καθώς οι δύο παπαδιαμαντικές ηρωίδες, η Ουρανίτσα και η Σοφούλα, πλάθουν με πηλό τα αδικοχαμένα παιδιά τους αναθέτω σ’ αυτές, αλλάζοντας την κατεύθυνση, την εκφορά του βιβλικού λόγου της Γένεσης.

Εκτός από φράσεις και στίχους των πεζογράφων και των ποιητών που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα, το βιβλίο διατρέχουν και στίχοι του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Για ποιο λόγο;

Ναι, το βιβλίο διατρέχουν στίχοι του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Η φωνή του τελευταίου κυριαρχεί ανάμεσα στις υπόλοιπες, καθώς βρίσκουμε, σε κρίσιμα σημεία των αφηγήσεων, στίχους και φράσεις από το Μυθιστόρημα, τον «Τελευταίο σταθμό», τον «Βασιλιά της Ασίνης» και την Κίχλη. Με τους πρώτους στίχους της Κίχλης, ελαφρώς παραλλαγμένους και ενσωματωμένους στον λόγο της αφήγησης, κλείνει το τελευταίο διήγημα της συλλογής, εκείνο στο οποίο η Σοφία βρίσκει εντέλει τον αυθεντικό καλλιτεχνικό εαυτό της – ωστόσο, η σεφερική απαισιοδοξία μετατρέπεται σε ελπίδα υπέρβασης των τραυμάτων. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί: στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, της Μαρίας Πολυδούρη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Κλείτου Κύρου, του Μάρκου Μέσκου, του Ομήρου, του Οβίδιου, κυρίως διότι επιδιώκω να υφάνω, όπως ακριβώς και η υφάντρα Αράχνη στη διήγηση «Ο ιστός της Πασιφάης», στον ιστό των αφηγήσεών μου την πολυπρόσωπη πινακοθήκη πεζογράφων, ποιητών, λογοτεχνικών ηρώων και μυθικών μορφών.

Ακόμη, δίνετε μεγάλο βάρος στη μνήμη. Μπορεί η μνήμη να αποτελέσει ασπίδα προστασίας απέναντι στη λήθη και την αδιαφορία της σημερινής εποχής;

Στην τελευταία διήγηση της συλλογής, η πρωταγωνίστρια Σοφία διεκδικεί με τον τρόπο της, εξηγώντας έτσι και τον τίτλο της συλλογής, μια δυναμική διεκδίκηση της μνήμης: «Μπορεί οι νεκροί να μη σώζουν τους ζωντανούς και μπορεί η σιωπή και η απουσία τους να μοιάζουν με συνέργεια, όμως γι’ αυτήν δεν υπήρχαν, όσο το ανάδευε στον νου της, πιο ζωντανοί από τους πεθαμένους της και ήθελε να διεκδικήσει τη μνήμη τους, να τους κουβαλά μέσα της όσο το επέτρεπαν οι δυνάμεις της (σ. 232-233). Μερικές –όχι όλες– από τις οφειλές μου μετράω με τα δάχτυλα στο φιλιατρό της γραφής καθώς ανασκαλεύω συγγραφείς, ήρωες και κείμενα κι επιχειρώ να μετριάσω ἐν Φαντασία και Λόγῳ την εγγενή στα ανθρώπινα παρατεταμένη εφηβεία της λήθης. Αν λοιπόν η μνήμη της ανάγνωσης αρδεύει το κοίτασμα των Ζωντανών ίσκιων, μιλώντας γενικά, όπως το θέτετε, ασφαλώς και η μνήμη μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα και ασπίδα πρστασίας στις πολιτικές της λήθης και στην αδιαφορία.

Στην εποχή της καραντίνας πώς μπορούσε να αντισταθεί ο αναγνώστης, με τα βιβλιοπωλεία κλειστά, ανήμπορος ν’ απολαύσει την επίσκεψη στον χώρο τους;

To βιβλίο είναι πρώτιστο αγαθό, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες. Και, όπως συχνά δήλωσαν στη δημόσια σφαίρα οι αρμόδιοι φορείς, τηρώντας όλα τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας τα βιβλιοπωλεία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει ανοιχτά, όπως για παράδειγμα συνέβη με τα φαρμακεία. Ο βιβλιόφιλος αναγνώστης μπορεί για παράδειγμα να αντισταθεί, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις του, με παραγγελίες στους πάντα πρόθυμους να εξυπηρετήσουν εκδοτικούς οίκους. Η ανάγνωση στην περίοδο του εγκλεισμού είναι παραμυθία, διαφυγή, γνώση και απόλαυση. Και, αν μου επιτρέπετε, επειδή και στους Ζωντανούς ίσκιους, δύο από τους κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι διηγήσεις είναι η λάμψη της συντροφικότητας αλλά και η πολύτιμη αναγνωστική διαδικασία, ας προσπαθήσουμε να κρατήσουμε άσβεστη την αναγνωστική επιθυμία.

Ποια είναι η τύχη των βιβλίων που εκδίδονται μέσα στην πανδημία;

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται, τα αποτελέσματα της εκδοτικής κίνησης γνωρίζουν τάσεις αυξητικές και αυτό φυσικά είναι πολύ παρήγορο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γιώργος Σεφέρης, «Στα 700 χρόνια του Δάντη», Δοκιμές, τόμ. Β’ (1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 31974, σ. 260.


Μαίρη Μικέ, Ζωντανοί ίσκιοι. Διηγήσεις. Gutenberg, Αθήνα 2020

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Στο πατρικό μου σπίτι...


 Στο πατρικό μου σπίτι αλλά δεν έμοιαζε τόσο αλλαγμένο που αν δεν ήξερα ότι είναι αυτό δεν θα το γνώριζα κι εκτός αυτού ολοσκότεινο σαν εγκαταλειμμένο από καιρό με χωρίς έπιπλα και ρούχα εδώ κι εκεί μέσα στη σκόνη κουρελόπανα στο πάτωμα παρατημένα - όταν στη σκέψη ότι πώς ρήμαξε έτσι ακούω μιας πόρτας τρίξιμο και με της πόρτας το άνοιγμα να η μάνα μου - τα μάτια της πρησμένα  από το κλάμα κατακόκκινα.
Στέκεται αυτή και με κοιτάει με το κεφάλι της γερτό πάνω στον ώμο ακουμπισμένο από τη λύπη της χωρίς μια λέξη τίποτα να λέει παρά τελείως αμίλητη κοιτάζοντας μα εγώ το βλέπω στο ύφος της ότι έχει κάτι να μου - αν δεν την κράταγε  έτσι αμίλητη το κλάμα της γιατί έκλαιγε  αλλά σιωπηλά χωρίς λυγμούς μόνο τραντάγματα των ώμων ελαφρά ώσπου μου λέει κάποια στιγμή πολύ σιγά μόλις που ακούστηκε ότι "έλα  μέσα σε παρακαλώ" με μία φωνή σχεδόν κυματιστή  από των βουβών λυγμών το τρέμισμα - " θέλει να σου μιλήσει ο πατέρας σου" και χάθηκε αλλά ξαφνικά όπως ήρθε - όταν
Εγώ δεν πρόλαβα ούτε να σκεφτώ πώς χάθηκε έτσι ξαφνικά και βρέθηκα σε άλλο δωμάτιο άδειο χωρίς έπιπλα με μόνο σκόρπια ένα σωρό σαν υλικά οικοδομής παρατημένα από καιρό στο μέρος που ήταν ώστε σκέφτηκα ότι θα κάνουν φαίνεται αλλαγές μπορεί κρυφά από μένα αλλά γιατί - όταν προσέχω απέναντί μου εκεί σε μία γωνιά ο πατέρας μου στέκεται σιωπηλός και όλο καπνίζοντας με το τσιγάρο όπως το κράταγε  στο στόμα του διαρκώς και παρακεί μισοκρυμμένος μάλλον να μη φαίνεται ένας άγνωστος ανέκφραστος που αυτό με παραξένεψε και σκέφτομαι ότι είναι εδώ για ενίσχυση  του αδύναμου  πατέρα μου που είναι συνήθως άβουλος σ' αυτά - όταν πρόκειται να πει κάτι δυσάρεστο ή μπορεί να θέλει να διαπιστώσει αν θα μου πει όσα έχουν από πριν αποφασίσει ότι -

" Λοιπόν" μου λέει ρουφώντας πρώτα απ' το τσιγάρο του χωρίς να με κοιτάει καθόλου με το βλέμμα του στον τοίχο επάνω πλάι μου ακριβώς " το πήρα απόφαση ότι πρέπει να χωρίσω από τη μάνα σου γιατί αρκετά" μου λέει "δεν πάει άλλο - το αποφάσισα". Τραβάει μετά μία ρουφηξιά σαν χωρίς δύναμη με τα άρρωστα πνευμόνια του και αμέσως ύστερα συνέχισε - " γιατί" μου λέει " πόσο μου μένει ακόμη αν το καλοσκεφτείς με την κωλοαρρώστια αυτή που με σακάτεψε εγώ όπου να' ναι πάει τα τίναξα" αλλά με λαχάνιασμα " γιατί μια ολόκληρη ζωή θυσίασα για τι τίποτα χωρίς ανταμοιβή - νύχτα έζησα" μου λέει όλα μεμιάς κι όσο χρειαζόταν δυνατά ώστε ν' ακούει τα λόγια του κι ο άγνωστος που παρακολουθούσε απ' τη γωνιά. 
Πήγα να του μιλήσω τότε εγώ και πήρα ανάσα μάλιστα να αρχίσω ότι η μαμά - γιατί όσο να' ναι η ηλικία σας είναι προχωρημένη πια για τέτοιες αλλαγές αλλά η μαμά κυρίως με την καρδιά της τόσο αδύναμη - δεν πρόλαβα όμως επειδή ξανάρχισε να μου μιλάει χωρίς ούτε στιγμή να με κοιτάξει αλλά στον τοίχο πάντα πλάι μου ακριβώς ότι " η απόφασή μου είναι οριστική" και " όσο για σας θα κάνω ό,τι μπορώ αυτό οπωσδήποτε - δεν πρόκειται ποτέ να αδιαφορήσω εγώ για σας το υπόσχομαι. Αλλά κι εσείς απ' τη μεριά σας να φροντίζετε το σπίτι μην το αφήνετε στην τύχη του γιατί ορίστε πώς κατάντησε ετοιμόρροπο - το αφήσατε και ρήμαξε εντελώς" κι εκεί στο " ρήμαξε εντελώς" έδειξε αόριστα σηκώνοντας το χέρι  του τους τοίχους γύρω και όλο το δωμάτιο για να δω πώς καταντήσαμε  με την αδιαφορία μας το σπίτι οπότε εγώ ακολούθησα το χέρι του ασυναίσθητα και το ταβάνι πράγματι ήταν βρόμικο και μάλιστα μεριές μεριές αραχνιασμένο. " Βλέπεις πώς έγινε;" ρωτάει - " τ' αφήσατε στην τύχη του και ορίστε πώς κατάντησε ένα ερείπιο."
" Σ' αυτή την ηλικία πώς το αποφάσισες" του λέω " αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει από καιρό - πώς σου ήρθε τώρα στα γεράματα με την υγεία σου κλονισμένη αυτό το σκέφτηκες;" του λέω κι ακούγοντας  τα λόγια μου παραξενεύομαι όταν σκέφτηκα πώς τόλμησα να του μιλήσω έτσι εγώ επειδή ποτέ δεν τόλμησα να του - και θα συνέχιζα αν δεν με διέκοπτε  ο βήχας του που ξέσπασε άξαφνα αλλά τόσο δυνατός ώστε το σώμα του όλο τρανταζότανε και θα έπεφτε απ' το τράνταγμα αν δεν προλάβαινε ο άγνωστος να τρέξει να τον συγκρατήσει - αφού είχε αρχίσει λύγιζαν τα πόδια του.

Συνέρχεται καμιά φορά και ηρέμησε όταν - και με ήρεμη φωνή που μόλις έβγαινε ξεψυχισμένη χωρίς δύναμη " άκου " μου λέει " πρέπει να δείξεις κατανόηση τουλάχιστον εσύ σαν άντρας που είσαι" αλλά λαχανιασμένος όταν πρόσεξα  ότι μου γνέφει με το βλέμμα του να καταλάβω ότι πιέζεται να μου μιλήσει όπως μου μίλαγε απ' τον άγνωστο. " Δεν θα σας λείψει τίποτα" συνέχισε  " σ' το υπόσχομαι δεν πρόκειται να αδιαφορήσω - αυτό ποτέ αλλά κι εσύ είσαι άντρας πια μπορείς να καταλάβεις" μου λέει με μία φωνή γδαρμένη από τον βήχα που προηγήθηκε κι εγώ ακούγοντας κατέληξα ότι δεν έχει νόημα κάτι να του πω - να του μιλήσω ώστε ν' αλλάξει απόφαση γιατί όπως σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή αυτός είναι αποφασισμένος τι να πω κι εκτός αυτού τον πιέζουνε.
Όταν στρέφοντας να βγω κατά της πόρτας το άνοιγμα ακριβώς βλέπω τη μάνα μου που κλαίει βουβά με σκεπασμένο με τα χέρια είχε το πρόσωπο και πνίξιμο του κλάματος να μην ακούγεται - και όπως την είδα εγώ να κλαίει στον τοίχο ακουμπισμένη απ' την εξάντληση την έπιασα απ' τους ώμους απαλά και την οδήγησα έξω ώστε να την απομακρύνω απ' τον πατέρα μου επειδή δεν ξέρω τι φοβήθηκα αλλά ναι.
Δεν έχουμε  απομακρυνθεί αρκετά γιατί τα βήματα της μάνας μου σερνάμενα σχεδόν και σαν ακίνητα βαδίζουμε ένα τίποτα - όταν ακούω με βήξιμο ο πατέρας μου κλαμένος κιόλας λέει " γιατί με αφήνετε που φεύγετε" κι εγώ παραξενεύτηκα στα λόγια του - τι λέει σκέφτομαι από μέσα μου που αυτός ο ίδιος το αποφάσισε να μείνει μόνος του όταν ύστερα δεν ξέρω πώς αλλά μου πέρασε μία σκέψη ξαφνικά ότι μπορεί να πάθουμε κακό αν δεν βιαστούμε έτσι αργά που - και λέω στη μάνα μου που κλαίει βουβά διαρκώς αλλά στο αυτί μην ακουστώ επειδή φοβάμαι ξαφνικά - " πρέπει " της λέω " να κάνουμε πιο γρήγορα ειδαλλιώς ο άγνωστος μπορεί να μας εκδικηθεί άμα δει ότι φύγαμε" και ύστερα βλέποντας να κλαίει ακόμη απαρηγόρητα " τι κλαις " της λέω " καλύτερα  - σε λίγες μέρες τον ξεθάβουμε το ξέχασες;"

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου , Πήρε φως, Κέδρος, Αθήνα 1998