Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

« Ευτυχείτε...»



« Ευτυχείτε...»
 
« Τίποτε δεν εκατορθώσατε αφήνοντες κληρονομίαν εις τα παιδιά σας την πατρικήν γην ελευθέραν από τους τυράννους, αν δεν φροντίσετε να φυτεύσετε εις τας νεαράς ψυχάς μίσος άσπονδον κατά πάσης αδικίας. Ματαίως ελευθεριάσατε τους οφθαλμούς των από την φρικώδη θέα των Τούρκων, αν δεν τα διδάξητε νηπιόθεν να φρίττωσι και να αποστρέφωνται όχι μόνον τους Τούρκους του Μωάμεθ, αλλά και τους επαγγελομένους την θρησκείαν του Ευαγγελίου Τούρκους, εάν κατά δυστυχίαν φανώσιν μεταξύ των ελλήνων τοιούτοι Τούρκοι. Ευτυχείτε!»
 
ΑΔ. ΚΟΡΑΗΣ
 
1. Ο πάτερ Μηνάς
Τ’ άλογα τινάχτηκαν με μια κίνηση μπροστά σα να’ νιωσαν ξαφνικά λευτερωμένα. Η άμαξα πήρε τον κατήφορο για το Δνείπερο.
- Ευτυχείτε! αποχαιρέτισε άλλη μια φορά τους δυό νέους ο πάτερ Μηνάς.
Η άμαξα ξεμάκραινε γρήγορα. Δυό νεανικά πρόσωπα φαίνονταν κολλημένα στο τζάμι του μικρού παραθυριού στην πίσω μεριά της καρότσας. Ο καλόγερος στεκόταν στη μέση του δρόμου μ’ απλωμένα τα χέρια, σα μαύρος σταυρός. Τα λόγια κάποιας ευχής έσταζαν μισοσβησμένα χάμω μαζί με δυό – τρεις σταλαματιές από το μαδημένο γένι του.
Ήταν ένας χαμηλόσωμος στεγνός καλόγερος. Ο ρωμιός δάσκαλος των δυό παιδιών. Είναι βδομάδα τώρα που έφυγε μαζί τους από την Οδησσό και τα συνόδεψε ως εδώ. Χτες, Κυριακή, λειτουργήθηκαν κ’ οι τρεις στην Αγιά Σοφιά, τα πήγε και στον ερημίτη της Λαύρας, το φίλο του τον Παρθένιο και πήραν τις ευλογίες του. Τα παιδιά πήγαιναν στην Πετρούπολη. Όλοι σα να φεύγαν τώρα, άνοιγαν οι δρόμοι του θεού κι όλοι οι άνθρωποι σαν κάπου να πήγαιναν. Καιρός να φύγει κι αυτός. Επειδή όμως ήταν ογδοήντα δύο χρονών δε θα’ κανε πια άλλα επίγεια ταξίδια, παρά θα ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι. Το παλιό όνειρο, που ήταν να κατέβει για να πεθάνει στην πατρίδα, το ένιωθε σαν απραγματοποίητο τώρα, φευγάτο πολύ μακριά, σα να’ ταν μια παιδική ανάμνηση. Μπορεί η πατρίδα να ελευθερωνόταν αύριο – μεθαύριο, αλλά γύρω απ’ αυτόν άπλωνε το ράσο της η μεγάλη νύχτα. Ήταν φανερό το πράμα. Θα πήγαινε λοιπόν στη Λαύρα, τα μίλησαν χτες και με τον Παρθένιο. Απ’ το θείο των παιδιών, τον έμπορο πρώτης γίλδιας κι αξιότιμο πολίτη της Οδησσού Σαραντόπουλο είχε πάρει μαζεμένους τους μιστούς του. Όλες οι οικονομίες του δυό χιλιάδες ρούβλια ασιγνάτσιες κ’ εξακόσια ασήμι. Πριν να φύγει από την Οδησσό έδωκε τα μισά χρήματα στην Επιτροπεία που έκανε τις προμήθειες για τον ιερό αγώνα, τ’ άλλα τα πήγαινε στη Λαύρα εισφορά.
Πρέπει ακόμη μερικά λόγια ν’ αφιερώσουμε στον καλόγερο πριν πάρει πλαγιά πλαγιά, κάτω από τα πανύψηλα δέντρα, το μονοπάτι που θα τον φέρει ίσα στις σπηλιές της Λαύρας – και τον χάνουμε μια και καλή.
Ήταν από κει που γεννιούνται οι μεγάλοι ταξιδευτές – Κεφαλλονίτης. Εδώ και τρία – τρισήμισυ χρόνια ξυπόλητος, με τρεις κασέλες βιβλία, παρουσιάστηκε στο αρχοντικό του Σαραντόπουλου – και δεν το κούνησε ολόκληρα τρία χρόνια! Περίπτωση  μοναδική στη ζωή του. Από παιδάκι ακόμη, μαζί με τον πατέρα του που ήταν πιτόρος - μπογιατζής και λαϊκός ζωγράφος μαζί - περπάτησε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, πήγαν στην Πόλη, ανέβηκαν και στη Βλαχία. Τα μεγάλα του όμως ταξίδια τ' άρχισε ο Μηνάς από το 1786 την άνοιξη, όταν, φτωχοκληρικός και φτωχοδιδάσκαλος, γνωρίστηκε στη Βενετία σε ηλικία 27 χρονών με το Γιώργη Παπάζογλου, το γνωστό μας λοχαγό του ρωσικού στρατού. Εργάστηκαν με τον Παπάζογλου μαζί. Μετάφρασαν στην ελληνική και τύπωσαν εκεί στη Βενετία τα επαναστατικά φυλλάδια, τον Κανονισμό του Στρατού, και τον ίδιο χρόνο πέρασε κι ο Μηνάς στην Κεφαλλονιά κι από κει στη Ρούμελη, στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου.
Έξι χρόνια αργότερα μ' ένα ρωσικό καράβι από την αρμάδα του Ορλόφ, γιομάτο πρόσφυγες μωραΐτες και νησιώτες, έβγαινε πρώτη φορά στη Χερσόνησο της Ταυρίδας, στη Μπαλακλάβα. Δεν έμεινε πολύ. Έφυγε για το Κίεβο. Τούτο το δρόμο που έκαναν τώρα τα δυο παιδιά, οι μαθητές του, ο καλόγερος τον είχε περάσει εδώ και χρόνια - τότε που πήγαινε στην Πετρούπολη δάσκαλος στο ελληνικό γυμνάσιο που άνοιξε εκεί η μεγάλη τσαρίνα Αικατερίνη. Δεν ήταν ο σκοπός του να ρίξει άγκυρα στην Πετρούπολη. Έπειτα από λίγα χρόνια πάλι η ρωσική φλότα θα κατέβαινε να κάψει τα ντελίνια της Τουρκιάς - και θα κατέβαινε κι ο Μηνάς.
Το οδοιπορικό αυτού του ανθρώπου είναι ατελείωτο. Όπως κι όλων των ρωμιών λογίων και μισολογίων που γύριζαν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα, από αυλή σε αυλή, γιομάτοι ιδέες και πείσματα, στραβοβλέποντας ο ένας τον άλλον, μαχητικοί, φανατικοί δάσκαλοι σ' όλα από τις φιλοσοφίες των Πλατώνων ως το Χριστό και το Βολταίρο, γλωσσολόγοι, αστρονόμοι, στιχοπλόκοι έτοιμοι να πεταχτούν κι από το πρωτοΰπνι για κήρυγμα και διδασκαλία...
Δεν ξέρουμε καλά πού πήγε και τι έκαμε στο μακρύ και πλάνητα βίο του. Μέσες άκρες, από δικές του φαίνεται εξιστορήσεις, τα οικογενειακά χρονικά των Σαρανταπουλαίων της Οδησσού έχουν διαφυλάξει ότι στην Πετρούπολη τότε έμεινε λίγο καιρό. Ήρθε σε θανάσιμη διένεξη μ' έναν άλλο ρωμιό, δάσκαλο και κληρικό, τον πάτερ Αναστάσιο, που είχε γνωρίσει πρωτύτερα στην Πάτμο κι έγιναν φίλοι. Ο Αναστάσιος ήταν δυο χρόνια πριν από το Μηνά στην Πετρούπολη, ήξερε καλά τα ρωσικά, έπιασε γνωριμίες και είχε και την προστασία του Ευγένιου Βούλγαρη που ήταν ακόμη τότε στην αυλή της Αικατερίνης. Κι εκείνος φαίνεται, ο Αναστάσιος, κάλεσε και το Μηνά ν' ανέβει στην Πετρούπολη να διδάξει στο σχολείο. Το γιατί ακριβώς μάλωσαν οι δυο καλόγεροι μένει άγνωστο. Το πήραν μαζί τους τα χρόνια κι ο ερμητισμός  του σχήματος. Ο Μηνάς έφυγε από την Πετρούπολη κακήν κακώς, κυνηγημένος από τον Αναστάσιο ως άθεος και φονεύς των ηθών. Το περιστατικό γεννά απορίες, αφού οι δυο μοναχοί ήταν φίλοι κι ομοϊδεάτες - συμπαθούσαν  τις νέες ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού, πρώτα το Βολταίρο, τον αγαπημένο κι επίσημο φιλόσοφο της τσαρίνας.
Μα ίσως εδώ βρίσκεται  το κλειδί: η Αικατερίνη, όπως ξέρουμε , αρνήθηκε το Βολταίρο. Κι έπειτα από μερικά χρόνια, τον έναν από τους δυο δασκαλοκαλόγερους, τον Αναστάσιο, τον βρίσκουμε σύγκελο στην Ιερά Σύνοδο με ελεύθερο πασαπόρτι στο παλάτι. Με την ευλογία της Συνόδου και τη συγκατάθεση της τσαρίνας, κάνει κι αυτός το κατά δύναμιν για να πάρει ελληνική μόρφωση ο εγγονός της τσαρίνας, ο Κωνσταντίνος, που η τρανή γιαγιά του ήθελε να τον δει αυτοκράτορα των ρωσογραικών. Έπειτα κάνει εντύπωση ότι από του Αναστάσιου τα δόντια γλίτωσε το Μηνά ο κόμης Αλέξανδρος Βοροντσόφ, πρόεδρος της κολέγιας του εμπορίου, ένας άνθρωπος με δυνατά μέσα και φιλελεύθερες ιδέες, ο ίδιος που έπειτα από χρόνια θα σώσει από την κρεμάλα της Αικατερίνης τον γνωστό λόγιο Ραντίσεφ. Άλλη μια λεπτομέρεια: Τη χρονιά που κυνηγήθηκε ο Μηνάς, ο νεαρός Ραντίσεφ έχει πια γυρίσει από την Ευρώπη. Νέος καλλιεργημένος και φιλελεύθερος, είναι κατασυγκινημένος από το δράμα των Ελλήνων. Μεταφράζει στα ρωσικά ελληνικά επαναστατικά φυλλάδια που φτάνουν στα χέρια του, όπως γράφει σ' έναν πρόλογό του, κατευθείαν από το Αρχιπέλαγος - από το Αιγαίο όπου από το 1768 ως το 1774 βρισκόταν κι ο πάτερ Μηνάς. Όπως και να' χει το πράγμα, ο Μηνάς γλίτωσε. Αφού έκανε μερικά χρόνια έγκλειστος στη Μονή Σταρολάντοζκι, κατάφερε να ξαναβγεί στην ελευθερία και να τραβηχτεί κατά το νότο, μακριά από το μοχθηρό μάτι του Αναστάσιου, που' χε γίνει στο μεταξύ πανίσχυρος κι ήταν μέσα σ' όλες τις γραικορωσικές υποθέσεις της Εκκλησίας και ακόμη της Αυλής.
...Πέρασαν χρόνια ως τότε που παρουσιάστηκε στην Οδησσό στους Σαραντοπουλαίους. Άγνωστο πού χάθηκε όλον αυτό τον καιρό. Μόνο κάποιο φεγγάρι στο ρωσοτουρκικό πόλεμος του 1806, εβδομηντάρης σχεδόν, ακούγεται κοντά στον δεσπότη της Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, κάποια όπως βαριά αρρώστια τον πετάει, πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, στο Κίεβο κι αποκεί στην παλιά πρωτεύουσα  με τους χρυσούς τρούλους και τα μοναστήρια, στη Μόσχα.
Στην Οδησσό ήρθε από κάποιο μοναστήρι του Άστραχαν. Από καιρό ζητούσε ο Σαραντόπουλος στα μοναστήρια και στις επισκοπές έναν δασκαλόπαπα καλόν, διαβασμένον. Τον ήθελε για τον ανιψιό του Ευγένιο, μοναχοπαίδι της αδελφής του που έχασε τον άντρα της, συνταγματάρχη  του ρωσικού στρατού από παλιό βυζαντινό σόι, στη μάχη του Μποροντινό το 1812. Ο Ευγένιος μεγάλωνε τώρα στο σπίτι του κι ο άτεκνος Σαραντόπουλος τον λογάριαζε παιδί του και κληρονόμο του.
Φαίνεται λοιπόν πως από τότε, από τη λαχτάρα εκείνη που του έκανε ο Αναστάσιος, δεν ξαναπάτησε ο Μηνάς στην Πετρούπολη. Η μεγάλη πόλη, η πρωτεύουσα του απέραντου βασιλείου, τον είχε πικράνει πολύ - τη φοβόταν. Πελώρια Μέδουσα του άρεσε να τη ζωγραφίζει στα χαρτιά του ξενερισμένη εκεί στην άσπρη θάλασσα του βορρά, με νουρά ψαριού, στήθος αμαρτωλό και μορφή ανθρώπου, που ήταν πάντοτε η γλοιώδης και φαρμακερή μορφή του Αναστάσιου.
Και να τώρα ξεπροβόδιζε για κει τον αγαπημένο του μαθητή Ευγένιο! Τρία χρόνια αφιέρωσε ο Μηνάς στον καλό αυτό νέο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Του έδωσε πολλά, όλα που μπόρεσε. Γιατί τον αγάπησε σαν παιδί του, πνευματικό παιδί του - αλλιώτικα πώς να μείνει ολόκληρα τρία χρόνια στον ίδιο τόπο! Τον αγάπησε γιατί ήταν έξυπνος κι ενάρετος και θα γινόταν - ήταν βεβαιωμένος γι' αυτό ο Μηνάς - άξιος άνθρωπος που θα' κανε καλό στους άλλους ανθρώπους και πρώτα στο δυστυχισμένο γένος. Μα να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και πήγαινε κι αυτός εκεί. Τι τον περίμενε λοιπόν απάνω εκεί στις άσπρες θάλασσες; Ποιος νέος Αναστάσιος να του ' χε κι αυτουνού στημένο καρτέρι μες στα πολλά γυρίσματα που παίρνουν τόσο ξαφνικά οι νέοι χρόνοι κι οι καιροί;

***

...Έπεφτε ο ήλιος. Η άμαξα ροβόλησε στο ποτάμι και δε φαινόταν. Στην κοιλάδα του Δνείπερου πέφταν τα φρόνιμα χρώματα του δειλινού. Η φαρδιά ζωγραφιά με το ποτάμι και τους πράσινους λόφους, τα σπαρμένα χωράφια και τον καθαρό ουρανό έμπαινε σαν καλή μέρα στη συννεφιασμένη ψυχή του καλόγερου. Καλό σημάδι για το μακρινό ταξίδι των παιδιών. Ηρέμησε. " Ποιος ξέρει, είπε. Η ζωή η δική μου ήταν νύχτα, η ζωή η δική του ας είναι το ξημέρωμα και η μέρα. Ο Θεός να του δώσει!"
Έκαμε πάλι το σταυρό του.
- Ευτυχείτε! είπε πάλι και σκύβοντας πήρε από χάμω το δισάκι, το' ριξε στον ώμο και τράβηξε σκυφτός κάτω από τα δέντρα για τις βαθιές σπηλιές της Λαύρας.

2. Ταξιδεύοντας

Σα να έχασα δεύτερη φορά τον πατέρα μου, είπε μ' αναστεναγμό ο Ευγένιος.
Ο Ιωάννης χαμογέλασε.
- Ουδέν κακόν αμιγές καλού, Ευγένιε. Θαρρώ μάλιστα ότι το καλό είναι απείρως μεγαλύτερο. Δεν παραγνωρίζω τα καλά του γέροντα ο οποίος σου έδωσε πολλά, όπως κι εμένα, παρ' όλο που εγώ λίγο ευτύχησα να είμαι μαζί του. μας έδωσε και των δυο πολλά!
- Μας πρόσφερε πολλά, είναι αλήθεια, είπε ο Ευγένιος. Το αγγείο όμως το δικό μου, Ιωάννη, ελάχιστα συγκράτησε.
- Και τι να πω τότε εγώ, Ευγένιε! Άι, αν δεν ήξερα την ειλικρίνειά σου θα το' παιρνα πως δεν το' πες για τον εαυτό σου...Μα ας είναι. Είμαι σύμφωνος πως κι άλλα χρήσιμα πράγματα θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε από το δικό του αγγείο στα δικά μας. Αλλά δε νομίζεις κι εσύ πως πρέπει κάπου να έχουμε αφήσει άδειο μέρος για όσα θ' ακούσουμε και θα δούμε αποδώ και εμπρός;
Ο Ευγένιος γέλασε:
- Άδειο μέρος στο κεφάλι μου; Ποτέ!
- Θέλω να πω ότι ο πάτερ Μηνάς με τους αρχαίους του και με τους Φράγκους του το' φαγε το ψωμί του. Πάνε εκείνα. Ανήκουν σ' άλλους αιώνες. Ο πάτερ Μηνάς...
Τον άκουσε ο Ευγένιος σιωπηλός.
- Φίλε μου, είπε μετά, δεν έχεις δίκιο. Σε βεβαιώνω ότι ποτέ, ακούγοντας τον πάτερ Μηνά, δεν είπα πως μαζεύω κειμήλια στο μυαλό μου. Όσο παλιές και να' ναι οι γνώσεις μας, όλο και κρατάνε κάτι που είναι νέο, φτάνει να είναι αληθινές κι αξιόλογες. Κατ' εμέ, αν θέλεις, ένας νέος της δικής μας ηλικίας, άμα δεν είναι παιδομαθής και δεν φροντίζει να πολλαπλασιάζει τις ιδέες του, είναι πιο αρχαίος από ένα διαβασμένον που έζησε τα παλαιότερα χρόνια, αλλά πάσχιζε να μαθαίνει όλα εκείνα που είπαν άλλοι άνθρωποι σοφότεροί του...
Ο Ιωάννης έρριξε μια πλάγια ματιά, η όψη όμως του Ευγένιου ήταν σοβαρή, πάλι δε φαινόταν να το είπε για τον Ιωάννη. Μα η σκέψη ότι τα λόγια του θα μπορούσε κανείς να τα πάρει κι έτσι έκανε τον Ιωάννη να χάσει κάθε όρεξη για τη συζήτηση.
-Ναι, ναι, μουρμούρισε και βάλθηκε να κοιτάζει μέσ' από το τζάμι τους χαμηλούς λόφους που άφηνε η άμαξα στο πλάι.
Ο Ευγένιος συνέχισε:
- Αλήθεια, πιστεύεις , Ιωάννη, ότι η διδασκαλία των Φράγκων του περασμένου αιώνα πέθανε κι αυτή μαζί με τους δασκάλους κι ανήκει στα μνημεία και στην ιστορία; Εγώ σκέφτομαι αλλιώς. Ξανοίγω μεγάλη συνέχεια στα όσα εκείνοι εδίδαξαν και στις ιδέες που εμείς τώρα κρίνουμε καλές. Κι έπειτα βλέπω την ίδια συνέχεια μεταξύ της σοφίας εκείνων και των παλιότερων έως τους πιο αρχαίους. Με τη διαφορά πως εκείνοι, οι πρώτοι, ήτανε μικροί στο ανάστημά των, ενώ ετούτοι μεγαλύτεροι, όχι όμως γιατί γεννήθηκαν σοφότεροι, αλλά επειδή τις γνώσεις δεν έκατσαν να τις φτιάξουν εξυπαρχής, παρά στάθηκαν απάνω στα όσα είχαν δημιουργήσει όλοι μαζί οι προγενέστεροι. Έτσι που σαν μιλάμε τώρα για έναν Ελβέτιο ή για το δημιουργό του "Αιμίλιου", στοχαζόμαστε κι όλους τους προγενέστερους, ξεχωρίζουμε τα σκαλοπάτια που πάτησε ο νεώτερος για ν' ανέβει στη δική του κορυφή.
Ο Ευγένιος έμεινε μια στιγμή σκεφτικός και χαμογελώντας πρόστεσε:
- Αν μου τύχαινε το δώρο του ζωγράφου, θα έκανα μια προσωπογραφία του Φρανσουά Μαρί Αρουέ. Θα προσπαθούσα να τον φτιάξω ώστε ο καθένας να γνώριζε το συγγραφέα του " Φιλοσοφικού Λεξικού" έτσι που τον ξέρουμε από την εργασία του Χουντόν. Συνάμα θα βασανιζόμουν να' βρω τρόπους ώστε στη φιγούρα, στην κόμμωση, στην ενδυμασία, είτε στο χώρο που θα τον περιβάλλει, στην ατμόσφαιρα που θα δημιουργούσα, να μπορεί κανείς να μαντέψει τις σκέψεις αυτές, τη διαδοχή των γνώσεων, δηλαδή θα έκαμνα από κάπου να προβάλει εκεί μέσα κι η θύμηση του Θαλή, του Πλάτωνα, του Χριστού...
Ο Ιωάννης τινάχτηκε.
Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Διδερό, Ελβέτιος, Ρουσσό, ο αββάς Ραινάλ - σαν τα πουλιά γύρω στη φωλιά τους τα φράγκικα ονόματα άρχιζαν να φτερουγίζουν όταν ο πάτερ Μηνάς ερχόταν να' βρει τον Ευγένιο πάνω στη μεγάλη κάμαρα του αρχοντικού ή τ' απογέματα στον κήπο κάτω από τα κυπαρίσσια και τις ανθισμένες μανόλιες. Σαν άναβε η συζήτηση άλλαζαν όψη και οι δυό τους: ο καλόγερος φυσούσε από πάνω του την κάπνα των αιώνων του, ο Ευγένιος τα ίχνη της καχεξίας του. Το πρόσωπό του έπαιρνε εκείνη τη γοητεία που τόσο ζήλευε ο Ιωάννης. Ναι, το καταλάβαινε ο καθένας - αν έγινε καλά ο Ευγένιος από τη βαριά αρρώστια, σε τούτον τον αναθεματισμένο καλόγερο έπρεπε να το χρωστά, όχι στις κούρες, όχι στους γιατρούς που έστελνε και φώναζε ο Σαραντόπουλος απ' ολούθε.
Μισοπεθαμένον από τύφο εδώ και τρία χρόνια, την άνοιξη του 1821, τον φέραν απάνω στην άμαξα από τη Μολδαβία, όπου πήγε και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Αυτή η αρρώστια του Ευγένιου ήταν η αιτία να κουβαληθεί στην Οδησσό κι ο Ιωάννης. Τον έφερε  η μητέρα του, αδελφή της γυναίκας του Σαραντόπουλου , γιατί από χρόνια ζέσταινε ένα όνειρο να δει το παιδί της κληρονόμο του άτεκνου γαμπρού της. Ο Ιωάννης ήταν φτωχός, ο δικός του πατέρας, ταπεινός Έλληνας από τη Μπαλακλάβα, κατώτερος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, σκοτώθηκε στη Σούμλα το 1810 και τ' ορφανό το δώσαν στη Μόσχα, στο στρατιωτικό γυμνάσιο. Άλλη μια φορά τότε, πριν τον πάει στη σχολή, μιλημένη με την αδελφή της, τον έφερε η μητέρα του στην Οδησσό. Ο μωραΐτης Σαραντόπουλος δεν του έδειξε συμπάθεια. Μυρίστηκε τα διαβούλια των δύο γυναικών και το' κοψε· τον Ιωάννη δεν θα τον κρατούσε. Τώρα όμως ποιος ξέρει - η βαριά αρρώστια του Ευγένιου μπορεί να τον έκανε να σκεφτεί αλλιώς. Γι' αυτό η μάνα του Ιωάννη έφυγε για την Πετρούπολη, έφτασε με συστατικό γράμμα κι ως τη Βαρσοβία, στο ρωμιό στρατηγό Κρούτα, τον αυλάρχη του μεγάλου πρίγκηπα Κωνσταντίνου. Ο Ιωάννης αποσπάστηκε στην Οδησσό, στη φρουρά του διοικητή Λανζερόν. Ήταν ελεύθερος από την υπηρεσία του κι έμενε στο σπίτι του θείου του - " να' ναι κοντά στον Ευγένιο". Δεν τον είδε ο Σαραντόπουλος  ούτε και τούτη τη φορά με καλό μάτι - όταν ο Ευγένιος έγινε καλά και δέχτηκε να φύγει για την Πετρούπολη να υπηρετήσει στην κολλέγια των διπλωματικών υποθέσεων, άφησε και τον Ιωάννη να πάει στο καλό του. Μόνο φρόντισε να τον τοποθετήσουν στην Πετρούπολη, στο Ανακτορικό Σύνταγμα Σεμιόνοφσκι, που εκείνη μόλις τη χρονιά, ύστερ' από τη στάση του 1820, ξαναπόκτησε την εύνοια του αυτοκράτορα. Ήταν κι αυτό κάτι.
Τις σοφές κουβέντες του καλόγερου με το μαθητή του τις είχε παρακολουθήσει κι ο Ιωάννης. Τις παρακολουθούσε βουβά. Δε φιλονίκησε ποτέ μαζί τους, δεν άφησε να φανεί πόσο τον πείραζε να τους ακούει να μιλάνε με τόση λατρεία για τους Φράγκους που το κράτος επίσημα τους είχε αρνηθεί, όπως κι η εκκλησία. Να φιλονικήσει με τον Ευγένιο ήταν μάταιο, με τον πάτερ Μηνά σωστή τρέλα - ο καλόγερος ήταν οξύθυμος, τσουχτερόστομος, έτοιμος ν' αρχίσει ατελείωτη διαμάχη φωνάζοντας, χειρονομώντας, ξετρυπώνοντας σωρό φυλλάδια από το ξυλωμένο ράσο του κι από το σάκκο του. Ο σάκκος του πάτερ Μηνά! Και τι δεν κουβαλούσε εκεί μέσα: σταυρούς και κονισματάκια, κεριά και μόσχους, το προσφάι του, βελόνες, κουβάρια με άσπρο και μαύρο μιτάρι, κοντυλοφόρους, καλαμάρια και βιβλία - Λογικές, Γραμματικές, Γεωγραφίες, Ιστορίες, Αστρονομίες, κίτρινα όλα, λιγδιασμένα, τραγανισμένα γύρω - γύρω από τα ποντίκια, αναθεματισμένα τα περισσότερα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ρίγος τον έπιανε τον Ιωάννη όταν έσκυφτε ο καλόγερος πάνω από το σάκκο του κι έπαιρνε να ξετυλίγει το κομποσκίνι. Ενώ ο Ευγένιος! Άρπαζε από τα χέρια του Μηνά τα λαδωμένα φυλλάδια και πολλά από δαύτα τα κουβάλαγε με μια παράξενη χαρά στην κάμαρά του κι όλο το σπίτι μύριζε ανυπόφορα λιβάνι, σκόρδο, ελιές, παστά, ψάρια...
Τα βιβλία αυτά του Μηνά, όπως κι οι κουβέντες που έκανε με τον Ευγένιο, ήταν όλα εκ του πονηρού, τον Ευγένιο δε θα τον βγάζαν σε καλό - έτσι πίστευε ο Ιωάννης. Είχε σκεφτεί τότε στις αρχές να τα πει αυτά στο Σαραντόπουλο. Αλλά γιατί; Φρονιμότερο ήταν να σιωπούσε και για τ' αφορισμένα φυλλάδια του Μηνά κι ένα σωρό ακόμη βιβλία και χειρόγραφα που μάζευε ο Ευγένιος από φίλους και γνωστούς, πλήθος τετράδια που είχε ξεσηκώσει ο ίδιος με κωμωδίες και δράματα που κυκλοφορούσαν κρυφά από τις κρατικές αρχές, χέρι με χέρι, ποιήματα νέων ρώσων ποιητών που σατίριζαν  και ελεεινολογούσαν τους τυράννους κι άλλα εξυμνούσαν παλιούς και νέους τυραννοκτόνους από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα ως το Γερμανό φοιτητή Ζαντ και το Γάλλο σαμαρά Λουβέλ. Όλ' αυτά τα κουβαλούσε τώρα μαζί του. Ένα από τα κιβώτια με τις αποσκευές που ταξίδευαν μπροστά απ' αυτούς ήταν γιομάτο φυλλάδια του Μηνά - ο Ευγένιος τα' δωσε και τα έντυσαν εξώφυλλο - και πλήθος χειρόγραφα αντιγραμμένα με το ίδιο του το χέρι.
Δε μιλούσε για όλ' αυτά ο Ιωάννης. Ούτε και τώρα στο αμάξι ήθελε να φιλονικήσει με τον Ευγένιο. Πειράχτηκε όμως μ' αυτό που άκουσε κι είπε:
- Χάος απύθμενο χωρίζει τα δυο ονόματα. Το ένα συμβολίζει τη θεότητα, ενώ το άλλο την ασέβεια σε ανθρώπινα και θεία. Απορώ πώς δεν το βλέπεις.
- Δεν υπάρχει χάος, απάντησε ο Ευγένιος. Φτάνει να βρούμε τη γέφυρα και τότε εύκολα περνάμε από τον έναν στον άλλον.
- Διεφθαρμένο ανδράριο τον έχει αποκαλέσει ο Πατριάρχης. Όποιος τον ακολουθεί αφορίζεται από την εκκλησία μας. Ο αββάς Νονότ με μαθηματική ακρίβεια απόδειξε πως όλα τα λεγόμενα του Βολταίρου είναι ασεβή.
- Ο ίδιος ο αββάς, ήταν η απάντηση του Ευγένιου, μας έπεισε με τα συγγράμματά του πως δεν έχει δίκιο. Τώρα αυτό λίγοι το αμφισβητούν, μόνο οι ιερατικές κι οι στρατιωτικές σχολές. Ίσως κι ο ίδιος ο αββάς να το παραδεχόταν αν ήταν ακόμη ζωντανός. Όσο για το Πατριαρχείο, αφού περάσουν κάμποσα χρόνια, άλλα πράγματα μπορεί να μας πει για το σοφό του αιώνα μας. Και μάλιστα με την ίδια ευκολία που βιάστηκε να τον αναθεματίσει πριν σωπάσουν οι ύμνοι που πλέκανε γι' αυτόν μέχρι σχεδόν τη μέρα του θανάτου του. Πολλά είναι τα λυπηρά σε τούτη την ιστορία, αγαπητέ Ιωάννη...
- Λυπηρός κι απορίας άξιος ο φανατισμός σου!
- Αν έχει όπως το λες. Αλλά τιμώ το φιλόσοφο επειδή πρώτος αγωνίστηκε εναντίον του φανατισμού. Αν το βλέπεις και σε μένα αυτό το κακό, πε μου πού είναι να την " π α τ ά ξ ω  τ η ν   έ χ ι δ ν α" - τελείωσε εύθυμα ο Ευγένιος.
Ο Ιωάννης μετανόησε για όσα είπε - ό,τι είχε την πρόνοια ν' αποφύγει δυο χρόνια, να, το πάθαινε τώρα, σε μια στιγμή που τον θόλωσε ο θυμός.
- Καλά, καλά, είπε και δοκίμασε να πάρει άλλο τόνο, να μιλήσει σα μεγαλύτερος που ήταν κατά τρία χρόνια από τον Ευγένιο: Όταν ένας άνθρωπος έχει ξεσηκώσει εναντίον του όλο τον κόσμο, δε μπορεί, Ευγένιε, να είναι δάσκαλός σου και παράδειγμά σου!
- Τι θα' λεγες, αν τον κάρφωναν κι εκείνον στο σταυρό...
...Ως το τέλος του πολυήμερου ταξιδιού οι δύο νέοι δεν ξαναμίλησαν γι' αυτά...
( απόσπασμα)


Μήτσος Αλεξανδρόπουλος , φύλλα - φτερά, διηγήματα, Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1983
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1924 .
Η νουβέλα " Ευτυχείτε" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης το Μάρτιο του 1966.



Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

Η ψυχή του καθρέφτη

 Η  μεγάλη μου αγάπη  για τους Ηπειρώτες και Ηπειρώτισσες συγγραφείς και δημιουργούς με οδήγησε και στη Σταυρούλα Δημητρίου από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Δύο βιβλία της διάβασα πριν από χρόνια και με καταγοήτευσαν η ποιητικότητα της γραφής της , η ατμόσφαιρα και ο τρόπος με τον οποίο κατάφερνε να αποδώσει  το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ανέπτυσσε την ιστορία της. " Η χώρα του κασσίτερου " το ένα και " Η ψυχή του καθρέφτη" το άλλο.
Σήμερα έμαθα ότι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία  67 χρονών. 
Στη μνήμη της ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημά της " Η ψυχή του καθρέφτη":

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Ιστιοφόρο σε τρικυμία

'Ητανε το διπλό κόλπο που του' παιζε ο άνεμος. Ολοένα να το χτυπάει, μια στην μπάντα, μια στη μάσκα, με το γάντι να τ' αρπάζει απ' την πλάτη, να το σηκώνει όρθιο. Κι ύστερα να το αφήνει. Εκείνο να παραδέρνει, να στέκει για μια στιγμή ψηλά, μαρμαρωμένο, μήπως και ισορροπήσει. Και με μιάς, μ' ένα άλμα αυτοκτονικό, να βουτάει και να χάνεται. Μοναχά το αντενοκάταρτο ξεχώριζε. Σε λίγο ξαναφανερωνόταν. Ανάστροφα με το ωραίο πανί, να γυρίζει στο πλευρό σε στάση κοίμισης, ώσπου να πάρει την αρχική του θέση.
Ήτανε που φυσούσε από τους Φαίακες ( συμβαίνει τη νύχτα σε τούτα τα νερά). Η θάλασσα να φουσκώνει μ' ένα ρυθμό σαν να φούσκωνε το στέρνο της γης με την ανάσα της. Κι από την άλλη, οι αλληλουχίες της διάθεσης του φεγγαριού. Που περνούσε από το κόκκινο στο ιωδί κι έπειτα στο λίγο μπλε, με φόντο κρύο ασημί, που το φώτιζε ως τα ύφαλά του, κι εκείνο γινότανε άλλο, αλλιώτικο. Κι η θάλασσα πράα και λευκή, σαν τη Νεκρή...
Στην πρώρα υψώσανε το μεγάλο φανό. Οι βαρδιάνοι της ντογάνας ζητούσανε το όνομά του. Από τη γέφυρα τους δίνανε σινιάλο πως, αν χρειαστεί, θα πετάξουν φορτίο στη θάλασσα - ή κάτι τέτοιο.
Σάστιζαν οι Φιλατινοί, όρθιοι στο αρχαίο μουράγιο. Όχι, δεν ήτανε ο Ηρακλής που περνούσε με τη Μελίτη. Ούτε ο Ιάσονας ποντοπορούσε για το Βουθρωτό. Πάνε αιώνες που οι μύθοι τελειώσαν - η σειρά τους τώρα να φτιάξουνε καινούριους. Ούτε το πλοίο του Αιγύπτιου Ταμώς, φορτωμένο χρυσάφι για Ιταλία. Ούτε κάποιο μπρίκι απ' το Λιβόρνο, από αυτά που κουβαλούσαν μάρμαρα " εν ονόματι του Βασιλείου της Ιγγλετέρας". Ούτε Μπαρμπαρίνοι με την καραβοσαΐτα τους. Ούτε η λάμια του πελάγου.
" Φράγκικο..."
" Εγγλέζικο..."
" Από πού το ξεχώρισες;"
" Δεν το τριγυρνάν θαλασσοπούλια. Οι Εγγλέζοι δεν πετάνε ποτέ τίποτα..."
Κοιτούσαν φοβισμένοι. Δεν ήτανε η θάλασσα. Τη λάτρευαν τη θάλασσα, χωρίς ποτέ να την αγγίζουν. Είχαν κατέβει ίσα να βρέξουνε τα πόδια.
Οι ενάλιοι επισκέπτες ήταν. Πάει καιρός που' χανε σταματήσει τις θαλασσοπορίες. Το πράτιγο κλειστό με φιρμάνι για ό,τι έφτανε από πόρτο τουρκικό. Πού και πού κάτι ανώφελα καράβια που περνούσανε από μακριά. Και το καράβι της λινέας για τους Κορφούς.
" Φεύγει..."
" Φεύγειειει..."
Το πλοίο πλέον στ' ανοιχτά. Για να σταματήσει σε λίγο τόσο κοντά τόσο μακριά ίσα να τους βλέπουν πάνω στη γέφυρα που ανάβανε τσιμπούκια και κάνανε στουπί. Ακούγονταν φωνές. Δεν ξεχώριζαν αν ήταν οιμωγές ή γλέντι.
Σε μια παύση, ο αρχιβαρδιάνος με το χάλκινο κέρας τούς ειδοποίησε:
" Όσοι καπεταναίοι και ναύτες και πραματευτάδες είστε στο καράβι, εις διορία ώρες μία, μη και δεν κάνετε κλίση στον τόπο μας και στους αφέντες μας και δε βγάλετε την παντιέρα μας...Μετά τη μία ώρα θα μετριέστε ραγιάδες και πληρώνετε και χαράτζι..."
Απόκριση καμιά.

Φάτσα στον καλαμιώνα, η ντογάνα. Και πιο πέρα, τα υπνωτήρια της καραντίνας - ένα χάρβαλο από πέτρες κι άλλα δύο στη σειρά, σκεπασμένα με βρύα και κλαριά. Σαν κολλημένα στη γη, ανάμεσα  στα νούφαρα, έφταναν χαμηλά στις σημαδούρες για τα νερά της παλίρροιας - η άμπωτη έπλεκε φύκια, ψάρια, γάντζους και πουλιά.
Μπροστά απ' τα υπνωτήρια, ένα σκυλί. Γέρικο, με βαριά βυζιά και ρώγες κρεμασμένες, πηδούσε με κόπο έξω από ένα βαρέλι. Κούτσα κούτσα έφτασε στον κουβά με το νερό του και ήπιε. Κι ύστερα κοίταξε εκεί όπου κοιτούσαν όλοι.
Ψηλαφούσαν μες στη θαλασσινή ομίχλη. Καθώς θάμπωνε ο ορίζοντας απ' το πηχτό φως του φεγγαριού, δεν καλοξεχώριζαν.
" Πεφτάστρι!"
" Ψοφίμι απ' τ' αμπάρια!"
Έβλεπαν εκείνους πάνω στη γέφυρα που τραβούσαν όποιους γατζώνονταν στην κουπαστή και, πιάνοντας τους απ' τη μέση διπλωμένους, τους πετούσαν έναν έναν στη θάλασσα. Κι ύστερα ο τρομακτικός πλαταγισμός, που επαναλαμβανόταν κάθε μισή, κάθε μία ώρα. Κι έπειτα ησυχία.

Αύριο ήταν που το κύμα έφερε τους πνιγμένους. Τους ξέβρασε στη σκάλα. Ντυμένους με μια μαύρη γλίτσα. Γυάλιζαν στους αστραγάλους οι κρίκοι. Κάθε λίγο ερχόταν ο ακταιωρός και μ' ένα μακρύ ξύλο τους αναποδογύριζε και τους έσπρωχνε στο βυθό.
Ο Νείλος θρηνούσε εκείνα τα ψάρια με τα χρυσά σιρίτια. Και ξανάκανε πανί, για να πνίξει στ' ανοιχτά τις μολυσμένες σάλπες.

Μια αναιμική κόκκινη παντιέρα, υψωμένη στην αντένα, εφρίκιαζε πάνω απ' τη γέφυρα. Ένα τρέμολο από κάποιο όργανο. Μια καμπάνα ήταν, συναγερμική, που χτύπησε, ήχησε, αντήχησε. Και τότε, αυτοί που πετούσαν τους άλλους μαζεύτηκαν ξανά πάνω στη γέφυρα. Και σαν εξ εφόδου άρχισαν να πελεκάνε με τσεκούρια  τα κατάρτια από τη ρίζα, να ξεσκίζουν το μεγάλο πανί. Ώσπου άρμενα, στραλιέρες και μαδέρια, όλα πεταμένα στο νερό.
Έριξαν τη βάρκα και πήδησαν όλοι μέσα. Κωπηλάτησαν γοργά εν τάξει. Η βάρκα πόδισε προς τη μεριά που τα νερά ήταν βαθιά, στην ξύλινη σκάλα. Πήδησαν έξω πρώτοι αυτοί που στέκονταν όρθιοι, ξεφορτώνοντας κάτι ξύλινες κασέλες. Σαν ξωτικά της θάλασσας. Ή φονιάδες. Αγριωποί, με μαλλιά και μουστάκια κατράμι, κολλημένα στο μούτρο τους, ντυμένοι οι δύο φράγκικα, ο άλλος με σαλβάρι και γιλέκο.

Η εξαγορά της πληγής...
Ορκίζονταν στον ίδιο τους τον τάφο: καμιά πληγή πουθενά. Και σήκωναν τα μανίκια κι έδειχναν τα χέρια τους, και ξέλυναν τα σαλβάρια κι έδειχναν τα πόδια τους.
" Το ξέρουμε...Το πιστεύουμε..."
Μιλούσαν μ' έναν τρόπο μουγκού.
Κάτι χαρτιά πασπάτεψαν οι βαρδιάνοι και τους έκαναν τεμενά. Γέμισε ο τόπος Μαρίες Θηρεσίες και άσπρα και φιορίνια της Ολλάνδας. Οι βαρδιάνοι τα πλύναν ένα ένα σχολαστικά με νερό της θάλασσας, τα μέτρησαν κι ύστερα τα μοιράστηκαν.
Οι πραματευτάδες φόρτωσαν τα κοντραμπάντα, άλλα στην πλάτη, άλλα σε καρούλια, και πήραν τρέχοντας το μονοπάτι προς το Φιλάτ.
Οι άλλοι κατέβασαν από τη βάρκα το δέμας με δέος, αργά. Φασκιωμένο κι αλειμμένο με πίσσα, και στην πίσσα επικολλημένα τα διάσημα, πάνω σε δυο βερνικωμένες σανίδες σε σχήμα Τ, παραλίγο σταυρός.
Το σκυλί της ντογάνας οσμιζόταν τον αέρα. Ξεθάρρεψε, έκανε να ορμήσει απάνω τους. Μεσοδρομίς, οσμίστηκε τη μυρωδιά του πεθαμένου και η ράχη του ανατρίχιασε. Γύρισε αγριεμένο και με τα πόδια του έξυσε γοργά την άμμο.
Έφτιαξαν μεμιάς την πομπή. Μπροστά, ένας ντυμένος κούκλα, με θυσανωτά μαλλιά και καπέλο με φτερά. Κρατούσε μεσίστιο, για σημαία, ένα απόπλυμα καταρτιού, δεμένο σ' ένα ξύλο. Πίσω του άλλος, ντυμένος τα ίδια, κρατώντας τη λόγχη λοξά παρά πόδας. Και άγημα, μ' ένα ταμπούρλο και μια σάλπιγγα, που άρχισαν να συμψάλλουν ένα σκοπό περίπου εξόδιο, περίπου νεκρικό. Τρεις, που σήκωναν τον νεκρό, πάσχιζαν πάνω στην άμμο να συντονίσουν το βηματισμό.
Οι Φιλατινοί παρατάχθηκαν σιωπηλά. Κάποιοι έβγαζαν το φέσι τους, " Ο Αλλάχ να τον συγχωρέσει...", κάποιοι σταυροκοπιόνταν, " Ο Θεός την ανάπαυσή του...". Ένα σμάρι πουλιά από πάνω, κάνοντας κύκλους, περιεργάζονταν αυτό που από κάτω τους γινόταν. Και, σαν έκριναν ό,τι είδαν, μ' ένα γοργό φτερούγισμα πέταξαν μακριά.
Το παράξενο σκηνικό συνοψιζότανε σε μια λέξη: ματαιότης. Ο καπετάνιος του πλοίου, ένας ιππότης του Αγίου Λουδοβίκου, σε λίγο θα χανότανε μέσα στη σκόνη και στα φτυαρίσματα από ασβέστη. Καταφλεγόμενος σε μια χωρίς καπνό καύση, μέσα σ' έναν ασβεστωμένο λάκκο.
Μετά την ταφή, οι βαρδιάνοι έβαλαν τους ναύτες να γυμνωθούν μπροστά τους. Όρθιοι, με τα πόδια ανοιχτά, έδειχνε ο καθένας τον τόπο του πάθους. Τους έντυσαν με φορέματα και τσαρούχια και τους έκλεισαν στα υπνωτήρια. Τα ρούχα τους τα' βρασαν στον ασβέστη.
Προς το βράδυ, οι ναύτες έκλαψαν.

Είχε ξανανυχτώσει. Μεσάνυχτα για τα τούρκικα ρολόγια. Χτυπούσαν το δεύτερο τέταρτο της δωδέκατης νυκτερινής. Μια σιγή βυθού παντού. Ούτε παφλασμός, ούτε κρωξιά. Κάτι νερόκοτες, σέρνοντας πίσω τα μικρά τους σαν περασμένα σε κλωστή, τσιμπολογούσαν τους πνιγμένους.
Το πλοίο βούλιαζε μαζί με το φορτίο του. Λινάρι για τη Φλάνδρα. Απ' το εγγλέζικο μπρίκι τώρα φαινόταν μοναχά το ρουθούνι του χρυσού λιονταριού στην πλώρη. Οι Φιλατινοί το κοιτούσαν μέχρι που πνίγηκε ολόκληρη η κεφαλή του λιονταριού. Κουβαλούσε δηλητήριο, είπαν.
Ο αστρολάτης, ένας γέρος, ο γεροντότερος - με τον καινούριο χρόνο θα γινόταν ενενήντα εννιά -. κοιτούσε με λαγνεία τον ουρανό. Σαν κάτι με το βλέμμα του να έψαχνε μέσα στο σάλο των άστρων. Ο ουρανός πήχτρα στ' άστρι.
" Τι βασίλεια εκεί πάνω!..."
Σήκωσε το αριστερό του χέρι και, καθώς έπεσε το φαρδύ μανίκι του, φάνηκε το χέρι μοναχά με τον καρπό. Σαν χοντρό κερί. Κι έδειξε με το κομμένο χέρι εκείνη την κορδέλα ομίχλης, το γαλαξία. Γεμάτο ψυχές, κέρατα και οπλές.
Κείθε κατά την Άρκτο και λιγάκι παραπέρα, το δυσοίωνο άστρο. Σαν αγρίμι με κοκκινότριχη δορά και με νουρά, και γύρω του δυο ούγιες νταντέλα.
" Όχι...όχι...Στην τρίτη σάλπιγγα, το κακό έρχεται από το νερό".
Το ρούχο της Παναγίας του Ραγιού! Το αγρίμι, ανασκελωμένο, να πέφτει απ' τον ουρανό στον ουρανό και να δρασκελάει το ρούχο της Παναγίας, και παραδίπλα το φεγγάρι, παλιό, στο λίγος του, να χαμουρεύεται μέσα σ' ένα σύννεφο γεμάτο σκόνη, και ρευστά, και πληγιάσματα, και παλιόνερα, βροχή να πέφτουν όλα μαζί πάνω στη γη. Και η γη, φλομωμένη, να τα τινάζει απ' την καμπούρα της, εξηγούσε ο αστρολάτης.
" Όλα θ' αληθέψουν".
" Σαν να πούμε Δευτέρα Κρίση..."
" Και πού θα μαζευτεί, πού θα χωρέσει στον κάμπο τούτον όλος ο κόσμος;"
" Την ημέρα εκείνη θα τραβηχτούνε τα βουνά αναμεταξύ τους κι ο κάμπος θα γίνει μια μεγάλη απλωταριά..." εξήγησε ο αστρολάτης και με το καλό του χέρι, μετρώντας τα ύψη, έδειξε: " Να μαστε εμείς από κάτω...Αλλά για την ώρα είμαστε καλά..."
Ένας φόβος τούς κυρίευσε στο πετρωμένο τούτο τοπίο με τα ρείκια. Και βουερό, που ένας δυνατός άνεμος άρχισε να το σαρώνει, άνεμος της Αποκάλυψης...

Επέστρεφαν στο Φιλάτ. Σκυφτοί, με τα χέρια δεμένα πίσω στη μέση. Και με τρεμάμενα τα μέλη τους βάδιζαν να βγουν το ταχύτερο από το φοβερό τούτο μέρος, που από πάνω του βρισκόταν το δυσοίωνο άστρο.
Ρωτούσανε τον αστρολάτη πόσο κρατάει εκείνο που τους είπε πριν από λίγο - " για την ώρα είμαστε καλά". Μήνες; Αιώνες; Λίγες ώρες; Κι εκείνος τους εξηγούσε για τη μεγάλη ώρα και τη μικρή ώρα.
" Και πόσο μακριά είναι η μικρή ώρα από τη μεγάλη ώρα;"
" Τριάντα χιλιάδες χρόνια...Κι εσύ, Σαλτίκ, να μου το θυμηθείς, θα πεθάνεις χριστιανός".
" Δηλαδή δε θα πεθάνω ποτέ, θα ζήσω αιώνια!..."
Περπατούσαν το μέγα μονοπάτι για το Φιλάτ. Είχε ξημερώσει. Ο κάμπος του Ντίνο μπέη να μαρμαίρει σαν πλάκα χρυσού από τα καλαμπόκια. Ο κόσμος δούλευε, μαζί και τα παιδιά με τα φεσάκια τους, που άσπριζαν. Δεν ακουγόταν παρά ο κρότος που κοπανούσαν για να πέσουνε οι κούκλες.
Εδώ και ώρα, καθώς βάδιζαν, είχαν αρχίσει να εξετάζουν πάνω στη σάρκα του χώματος οπλές αλόγων σαν σφραγίδες. Και χνάρια από κάτι χιαστές πατημασιές.
" Σαν κάποιοι παράφρονες να πέρασαν από δω..."
Μια πατημασιά έδειχνε έναν ξυπόλυτο με κομμένο το μεγάλο του δάχτυλο.
" Του Ιούρα του Ιουράμπεη!..."
Έφτασαν στη διάβαση της Κώτσκας. Σταμάτησαν άφωνοι. Το σκυλί της ντογάνας κουλουριασμένο κάτω, με τα μάτια μισόκλειστα, σαν μισοπεθαμένο. Μπροστά του έχασκαν ανοιχτές οι κασέλες των πραματευτάδων. Καταγής φοδράδια και νταντέλες και γκαβαλίνες από άλογα, όλα κυλισμένα στο αίμα. Το σκυλί τούς κοίταξε για κάμποσες στιγμές. Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν λίγο λίγο, σούρωσαν, έσμιξαν, σκοτείνιασε ολόκληρο. Κι έβαλε τα κλάματα...το είδαν...το κάτω σαγόνι του έτρεμε...
Παραδώθε, όποια φρίκη κι αν τους φύλαγε η ζωή να δουν, άλλη απ' αυτή δεν είδαν. Ένας ξέρακας έγερνε τραγικά τους κλώνους του. Τρία γυμνά κορμιά μετεωρίζονταν. Κι όχι που τρεις άνθρωποι ήτανε κρεμασμένοι. Ήταν και αποκεφαλισμένοι. Κι όχι που ήταν αποκεφαλισμένοι. Των δυονών το κεφάλι ήτανε καρφιτσωμένο ανάμεσα στα σκέλια τους. Και του άλλου κάτω απ' τη μασχάλη. Οι δυο πραματευτάδες ήτανε χριστιανοί, ο τρίτος μουσουλμάνος.

Ταύτα, τοιαύτα και τηλικαύτα. Το σωτήριον έτος 1814. Έτος Εγίρας 1229. Μια μέρα από την ιστορία του κόσμου είχε κιόλας τελειώσει...Στο Φιλάτ...


Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη, Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα 2009

" Η συγγραφέας ακολουθεί τη δική της αιρετική νόρμα γραφής και αρνείται να κατατάξει το βιβλίο. Ωστόσο, αυτό μπορεί να διαβαστεί πολλαπλώς. Ως γοτθικό μυθιστόρημα ή και ως χρονικό αφήγημα με ποιητική αδρότητα, που καταγράφει τη "φρενοβλάβεια" μιας κοινωνίας υποταγμένης σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες, που έρχεται αντιμέτωπη με μια από τις μεγαλύτερες μάστιγες της ανθρωπότητας, την πανούκλα.
Σε ένα άλλο όμως, βαθύτερο, επίπεδο ανάγνωσης, το βιβλίο μαρτυρεί την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο τρίπτυχο έρωτας - θάνατος - Θεός" ( από το οπισθόφυλλο)

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Η Φαμίλια των Λιστινών


 " Η Φαμίλια των Λιστινών" είναι η τραγική ιστορία μιας οικογένειας , η οποία έζησε μοχθώντας, ακολουθώντας το μύθο της δημιουργίας της, σε κάποιο σκληροτράχηλο τόπο της ηπειρωτικής γης, κάπου στα βόρεια σύνορα και οι άνθρωποι της πίστευαν ότι ήταν δυνατοί.

"Εν αρχή ην ο μύθος". Το παραμύθι της φαμίλιας που δεν ήταν άλλο από ένα γοητευτικό κατασκεύασμα εξωραϊσμένο κι απ' το χρόνο, σε ύφος επίτηδες βιβλικό και ταυτόχρονα ηρωικό όπως ταιριάζει σε κάθε " Δυναστεία" επειδή στο βάθος καταλαβαίνει και η ίδια τη σαθρότητά της. Και η " Δυναστεία των Λιστινών" για να κρατηθεί στα πόδια της, είχε ανάγκη απ' αυτό το μύθευμα μιας και ποτέ δεν έπαψε να καυχιέται πως ολόκληρο το Πέτροβο υπήρχε χάρη σ' αυτή και τους επιγόνους της, οι οποίοι με πείσμα, αντιστάθηκαν στις συμφορές και την καταστροφή, που, κατά καιρούς, βρήκαν το χωριό και τους Πετροβίτες...
Στην αρχή, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν κοντά στο ποτάμι όπου και πρόκοψαν. Αργότερα όμως τα πράγματα αγρίεψαν, καθώς όλο και περισσότεροι ληστές και τουρκαλβανοί έφταναν στα μέρη τους. Και τους λήστευαν ή τους σκότωναν καμιά φορά για το τίποτε. Σαν από βίτσιο. Ώσπου κι αυτοί αποφάσισαν ν' ανεβούν ψηλά. Ως τις παρυφές του βουνού και λίγο ψηλότερα με τη σκέψη ότι, εκεί πάνω, θα τα βόλευαν πιο καλά κι ασφαλέστερα....
" Όχι, ήταν σφάλμα που ανεβήκαμε ως εδώ πάνω", είπε κάποτε ο Αλέξης Λιστινός, ο τελευταίος των μεγάλων της φαμίλιας, στη σύναξη της Κυριακής...Κανένας όμως, απ' όσους ήταν σ' εκείνη τη σύναξη, δεν τον άκουσε...
" Είπα, ωρέ παιδιά. Είπα κι εγώ ένα λόγο..."
και γυρίζοντας ξαφνικά κατά τη μεριά τους, φώναξε:
" Το χτικιό και τη θερμασιά την αποχτάμε κι εδώ που βρισκόμαστε. Τη μισή μέρα την περνάμε στο ποτάμι κι οι ληστές δε μας απόλειψαν. Αλλά τέτοια μυαλά που είστε τι να σας πω;" Ύστερα έφυγε γεμάτος θυμό, χωρίς κανένας να μπορεί να πει με σιγουριά, αν ο γέρος είχε δίκιο ή άδικο...
Όμορφος αλλ' άγριος και σκληρός τόπος το Πέτροβο. Χωμένο στην κοιλιά δυο συνεχόμενων βουνών, κάπως σε σχήμα αμβλείας γωνίας, έβλεπε τον ήλιο ν' αργεί να φανεί και τη νύχτα να' ρχεται γρήγορα. Το κράξιμο των αρπαχτικών πουλιών ακουγόταν τρομαχτικό καθώς αυτά βουτούσαν  στους λάκκους και τ' άπατα ρέματα, για ψοφίμια. Ψηλά στις πλαγιές, οι βελανιδιές και οι ντούφες αγωνίζονταν να σπάσουν το γκρίζο των βράχων. Και κάτω, χαμηλά, στα πόδια του, σερνόταν νωχελικά το ποτάμι, καθώς ασημένιο, στραφτάλιζε και σουρνόταν, σαν φίδι στο φως του ήλιου. Άλλοτε πάλι αυτό το ίδιο ποτάμι μεταβαλλόταν σε στοιχιό που εξαφανιζόταν κάτω από μια γαλακτερή και πηχτή ομίχλη, που γινόταν αιτία θανάτου των ζώων , καθώς αυτά, ανύποπτα και πανικόβλητα τσακίζονταν στους γκρεμούς. Οι άνθρωποι όμως, σοφότεροι, περιορίζονταν σε σπαραχτικές κραυγές για το φόβο των λύκων, αφήνοντας έτσι να μετρήσουν αυτές τις απώλειες μετά την αποχώρηση της ομίχλης. Απώλειες πάνω απ' όλα προσωπικές, αφού εδώ η ζωή ταυτιζόταν με τον ακέργιο αριθμό των ζώων, κι επειδή δεν είχαν να ελπίζουν στη γη...

Το πέτρινο τοπίο, η άγονη γη, η φτώχεια, οι αρρώστιες και το κυνήγι μιας καλύτερης ζωής που οδηγούσε στη ξενιτιά. Το όνειρο όμως έφερνε μόνο χτικιό, σύφιλη και θάνατο.
Και οι Λιστινοί αναζητούσαν την αλήθεια για την κακή τους ζωή, αλλά δεν την έβλεπαν ποτέ γιατί "περνούσαν " δίπλα της . 

" Θεόφιλε σε βλέπω να χαζεύεις πολύ τους Μπολσεβίκους. Δε λέω, καλοί άνθρωποι, μα είναι ονειροπαρμένοι. Η αστυνομία λέει πως είναι " αντίχριστοι και αντάρτες". Πάνε λέει να χαλάσουνε το ντοβλέτι, τα πράγματα, την τάξη. Γι' αυτό και τους τσιμπάει. Κοίτα τη δουλειά σου. Δεν είμαστε εμείς γι' αυτά. Νοικοκυραίοι ανθρώποι. Άσε που τώρα μας βρήκε το κακό. Τόσοι πρόσφυγες. Πείνα θα πέσει και πώς να βολευτούνε. Άμα έχεις μυαλό θα καταλάβεις. Και μην ξεχνάς, όλο και κάποιος της αστυνομίας θα βρίσκεται στο μαγαζί".
Ο Θεόφιλος κατάλαβε. Και κατάλαβε καλά. Κι εκείνα του φαίνονταν παράξενα κι αλλιώτικα, και το δίκιο αυτών που τα' λεγαν και του αφεντικού του τα λόγια. Μα σαν τι μπορούσε αυτός να κάνει; Άλλα τον βασάνιζαν. Κόσμο είχε πίσω του. Κι άλλος ο σκοπός του. Και ξαναγύριζε στη λάντζα και στους άλλους. Στους απόμαχους και τους νοικοκυραίους. Εκεί, άκουγε σοφά κι ακίνδυνα πράγματα. Κι έπαιρνε και κάτι...

Οι άνθρωποι μπροστά στο ριζικό τους, " μοιραίοι και άβουλοι αντάμα", " άνθρωποι ευτυχισμένοι μέσα στη δυστυχία τους" και πίσω απ' αυτούς οι εποχές , τα ιστορικά γεγονότα από την Οθωμανική περίοδο μέχρι και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα , να αφήνουν σκληρές χαρακιές στις ζωές του. Έρμαια των καιρών και των επιτήδειων που εμπορεύονταν την αφέλειά τους και τη λαχτάρα τους να ζήσουν καλύτερα. Όμως η πίστη στις δεισιδαιμονίες υπήρξε ισχυρότερη από την αλήθεια. Έτσι η ζωή τους βάλτωνε μέρα με τη μέρα και οι ονειροφαντασίες, τα δαιμονικά, οι μαγγανείες απομάκρυναν κάθε προσπάθεια να δουν λίγο φως.

Πάει καιρός από τότε που στο Πέτροβο άρχισαν να πιστεύουν πως η φαμίλια των Λιστινών προγράφτηκε από μια ανελέητη μοίρα που, αργά ή γρήγορα, θα την έριχνε στα τάρταρα.
Κι η μοίρα αυτή, κατά την άποψη των γυναικών της φαμίλιας, ήταν κάποιος κακός και πανούργος άνθρωπος, για να μην πουν ο διάβολος, που σε χρόνο που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν και με τρόπο καταχθόνιο κι ασύλληπτο για την ανθρώπινη φαντασία, τους έσκαψε το λάκκο με μάγια κρυμμένα στο άδειο καύκαλο μιας ψόφιας χελώνας...

Οι γυναίκες της οικογένειας , νύφες , ζουν με τις αρχές και τις αξίες της πατριαρχικής οικογένειας , αλλά συγχρόνως έχουν το δικό τους κυρίαρχο και καθοριστικό στις εξελίξεις ρόλο κυρίως γιατί μένουν εκεί καθηλωμένες και δεμένες , εκτός από εκείνες τις λίγες που κατόρθωσαν να κόψουν τα δεσμά και να ξεφύγουν για πάντα.

Ο μύθος της δυνατής Φαμίλιας χαλύβδωνε περισσότερο τις γυναίκες σαν υπεύθυνες να φέρουν το βάρος της διατήρησής της , έτσι που, όχι μόνο έπρεπε να αντιστέκονται στις γενικές δυσκολίες της, αλλά και να ξεπερνούν αγόγγυστα ατομικές λιποψυχίες και περιπέτειες, όταν αυτές μπορούσαν να γίνουν αιτία, ώστε να πληγεί η υπόστασή της...

Μυθιστόρημα σκοτεινό  όπου οι ήρωες αφανίζονται μπερδεμένοι μέσα στους ιστούς ενός μύθου που οι ίδιοι διατηρούσαν σε ένα τόπο όπου ο θάνατος ήταν η μόνη φυσιολογική εξέλιξη και γι' αυτό τα μέλη της φαμίλιας των Λιστινών τον αντιμετώπιζαν στωικά. Μια ιστορία στην οποία αποτυπώνονται με ρεαλισμό , πολλές φορές και μαγικό ρεαλισμό, η σκληρή ζωή και οι άγονοι αγώνες των ανθρώπων με τη φύση, τους ανθρώπους, την απομόνωση, την κοινωνία.  

Γύρισαν τα χρόνια και τα πράγματα άλλαξαν. Τα κόκαλα σκεπάστηκαν και το ποτάμι ξαστέρωσε. Τώρα στο Πέτροβο μπαινοβγαίνει κόσμος κι από άλλα μέρη. Το χωριό γέμισε με σπίτια, αλλιώτικα σπίτια, χωρίς "γρεντές" κι ήρθανε και τα πρώτα αυτοκίνητα. Τα παιδιά λιγόστεψαν και τα περισσότερα έρχονται από μακριά μ' ένα μικρό " τρανζίστορ" στο χέρι. Φοράνε "τζιν" και αντί για νερό απ' το ποτάμι ζητάνε να πιούν  κόκα κόλα...
Όμως σήμερα δεν είναι όπως όλες τις άλλες μέρες μέρες επειδή το Πέτροβο έχει γιορτή. Θα γίνουν λέει τα "αποκαλυπτήρια" του μνημείου, των "υπέρ πατρίδος πεσόντων" που στήθηκε επίτηδες στη μέση της πλατείας με δαπάνες του Σωματείου των "απανταχού Πετροβιτών". Θα τ' αποκαλύψει η πρόεδρος του Σωματείου. Ήρθανε πολλά αυτοκίνητα απ' την Αθήνα κι απ' αλλού και μαζεύτηκε κόσμος. Ο δάσκαλος του χωριού, που δεν ήταν πια ο Αγάθων, παρέταξε τα παιδιά όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Μισά από' δω και μισά από' κει. Από αριστερά του Ηρώου στεκόταν μια στρατιωτική μπάντα από πέντε έξι μουσικούς, που ήρθαν απ' τα Γιάννενα. Έγινε αγιασμός απ' τον παπά κι εκφωνήθηκαν  πατριωτικοί λόγοι για τους πεσόντες. Μετά, λίγο, λίγο το πλήθος άρχισε να σκορπάει, όταν σε μια στιγμή ο Προκόπης πλησίασε την Πρόεδρο που κατέθεσε το στεφάνι για λογαριασμό των ξενιτεμένων Πετροβιτών.
" Είμαστε πολύ χαρούμενοι που αποκαλύψατε το μνημείο. Είναι ωραίο, όπως κι εσείς", της είπε διστακτικά.
Εκείνη τον κοίταξε δύσπιστα, ενώ αυτός συνέχισε:
" Άννα, θα θυμάστε βέβαια πώς ήταν κάποτε το Πέτροβο. Γεμάτο αγκορτσιές".
" Αγκορτσιές; Τι είναι αλήθεια αυτές οι αγκορτιές;" απόρησε η Άννα.
" Μα, άγριες αχλαδιές. Τις ξεχάσατε;" ρώτησε ο Πρόεδρος με απορία και χαμογέλασε αμήχανα.
Σώπασαν για λίγο κι οι δυο και καθώς η Άννα έδειξε να βιάζεται, αποχαιρετήθηκαν. Το αυτοκίνητο της τινάχτηκε μπροστά με δύναμη κι ο τόπος γέμισε απ' τη σκόνη που άφησε πίσω του.
Έπειτα ο Πρόεδρος ξαναγύρισε στο χώρο του μνημείου και ανακατώθηκε με όσους απόμειναν, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι τον Κοτσιφάκο που στεκόταν σε μια γωνιά μονάχος, κρατώντας απ' το καπίστρι ένα μισοπεθαμένο γαϊδούρι φορτωμένο με τενεκέδες, παλιά κουτιά και λουριά.
" Σαν τα χιόνια, κουμπάρε Κοτσιφάκο. Δε λες τίποτε;" τον προκάλεσε ο Προκόπης.
Ο Κοτσιφάκος τον κοίταξε με περιφρόνηση, ενώ τα μάτια του έσταζαν αίμα. Φανερά αδυνατισμένος, του' μοιαζε του Προκόπη περισσότερο με τα κίτρινα φύλλα του βιβλίου ληξιαρχικών πράξεων παρά με το γύφτο που ήξερε.
" Γέρασες, και μου φαίνεσαι σαν ψόφιο άλογο που όπου να' ναι ετοιμάζεται να πέσει καταγής", τον προκάλεσε σχεδόν.
" Χμ, έτσι λες, Προκόπη; Και το Νότη μωρέ, το Νότη Λιστινό, γιατί δεν τον γράφετε στο μάρμαρο; Αυτός μωρέ δε σκοτώθηκε στον πόλεμο; Μονάχα ο Αλέξης σκοτώθηκε;" τον ξάφνιασε ο γύφτος, που του βγήκε μπροστά με ζωντάνια.
" Σσσσσ, σκάσε σκατόγυφτε. Εσύ δεν ξέρεις". Και σκύβοντας, δήθεν, μην ακουστεί του' πε ψιθυριστά στ' αυτί.
" Υπάρχουν υποψίες. Λένε πως ήταν με τους "άλλους". Τους κόκκινους!"
" Και πώς μωρέ, το ξέρετε; Επειδή τάχα το είπαν; Και τι ψυχή θα παραδώσετε στο θεό μωρέ; Εντάξει, δεν λέω. Κι αγράμματος κι αλογοσούρτης και κλέφτης είμαι. Απ' ανάγκη ή από χούι. Μα ρουφιάνος και προδότης δεν έφτασα να γίνω".
" Και τι έχεις να χάσεις εσύ Κοτσιφάκο; Την πατρίδα, τη θρησκεία ή την οικογένεια; Όπου γης και πατρίς είσαι", τον μάλωσε ο Προκόπης.
" Σε ποιον μωρέ τα λες αυτά, Προκόπη; Και τις κότες. Τις κότες ποιος τις έκλεβε μωρέ; Μιλάς τώρα που πιάστηκες. Αλλά δε φταις εσύ", του είπε ο Κοτσιφάκος κι ένιωσε σαν κάποιος που θα' θελε να του πάρει το κεφάλι ή τουλάχιστον να τον φτύσει, αλλά που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Ύστερα, όταν πια ο τόπος άδειασε κι έμεινε μόνος, τράβηξε κατά το κοντινό νεκροταφείο. Έδεσε το ζώο του με το καπίστρι απ' τα κάγκελα, προχώρησε μέσα άναψε τα καντήλια των Λιστινών και στη συνέχεια κατέβασε ολόκληρο το παγούρι με το τσίπουρο. Έμεινε για λίγο με σκυμμένο το κεφάλι και κάνοντας μια κίνηση που έδειχνε πως κάτι ξέχασε, ξαναβρέθηκε στο ζώο. Έβγαλε τότε από ένα σακούλι το κλαρίνο του και μετά γύρισε κάθισε πάνω στους τάφους των Λιστινών. Άρχισε να φυσάει ένα σκοπό λυπητερό και μετά να τραγουδάει ένα μοιρολόι.


Την τραβούσε ή τη γλύκαινε εκείνη τη φωνή και τη χαμήλωνε ανάλογα με τα λόγια, ίσαμε τη στιγμή που φύσηξε και πάλι ένας αέρας δυνατός καθώς το στεφάνι του ήλιου ματώθηκε. Και κείνος ο αέρας άρπαξε τη φωνή του και βραχνή και κουρασμένη όπως ήταν, την ακούμπησε στα ερειπωμένα σπίτια των Λιστινών. Αυτών που, όπως έλεγαν, κατακυρίευσαν , κάποτε, της γης, αλλά που στο τέλος πείνασαν και δίψασαν. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα απ' αυτούς. Ούτε καν η μνήμη τους. Κι αυτό επειδή δεν έμαθαν να σχεδιάζουν το κακό. Ακούμπησαν στο ιστό του μύθου που οι ίδιοι έπλεξαν και καθώς αυτός ήταν ισχνός τους βούλιαξε στο βάλτο που λεγόταν Πέτροβο.


Φάνης Μούλιος , Η Φαμίλια των Λιστινών, Εκδόσεις Έναστρον, Αθήνα 2010, 6η έκδοση

Ο Φάνης Μούλιος γεννήθηκε το 1938 στη Λίστα Θεσπρωτίας και πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2020.

O Φάνης Μούλιος είχε γεννηθεί στη Λίστα Θεσπρωτίας  και μεγάλωσε στη Νίκαια. Εργάστηκε ως δικηγόρος και στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1953, στο περιοδικό «Πειραϊκή Ερευνα».
Δέθηκε με τον Πειραιά και την κοινωνία του, τον λαϊκό χαρακτήρα του και τη μυθολογία του, την οποία αποθέωσε και στο πεζογραφικό έργο του και στα ποιήματά του.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ) και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά. Εγραψε κυρίως διηγήματα και μυθιστόρημα, αλλά και ποιήματα.
Tο πρώτο μυθιστόρημά του, «Η φαμίλια των Λιστινών», κυκλοφόρησε το 1989, και έπειτα από δύο αναθεωρήσεις στην οριστική του μορφή κυκλοφόρησε το 2010. Άλλα πεζογραφικά έργα του: «Υγρασία στη ζάχαρη» (1990),
«Ο κυματοθραύστης» (1991), «Ο Ορφέας δεν μένει πια εδώ» (1998). Τιμήθηκε ακόμα με το βραβείο της ΕΕΛ
(«Οι Ευδαίμονες», το 1982) και με το Α' βραβείο μυθιστορήματος του Δήμου Αθηναίων για το μυθιστόρημα  «Η φαμίλια των Λιστινών».

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Του ανταποκριτή μας στο Λονδίνο Καρλ Μαρξ

 

Το Νοέμβριο του 2018  κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο " Του ανταποκριτή μας στο Λονδίνο Καρλ Μαρξ . 22 επίκαιρες ανταποκρίσεις για τη " New - York Daily Tribune", αφιερωμένο στα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ ( 5 Μαΐου 1818). 

"...η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει 22 άρθρα του Μάρξ που γράφτηκαν στα αγγλικά και δημοσιεύτηκαν σε μια καθημερινή αμερικανική εφημερίδα, τη New - York Daily Tribune. Είναι ένα πολύ μικρό δείγμα σε σύγκριση με όσα κείμενα του είδαν το φως στην ιστορική αυτή εφημερίδα, όμως δίνουν μια εικόνα της δημοσιογραφικής δραστηριότητας του Μαρξ, η οποία δεν περιορίζεται στις ανταποκρίσεις του στην Tribune, αλλά εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του. Ο Μαρξ έγραφε για τον Τύπο από την ηλικία των 23 ετών και τα κείμενά του υπηρετούσαν τη μεγάλη υπόθεση της επανάστασης και της απελευθέρωσης του ανθρώπου στην οποία ήταν ταγμένος.
Τα άρθρα γράφτηκαν τη δεκαετία του 1850, δηλαδή σε ένα διάστημα  πλούσιο σε πολιτικά γεγονότα και καθοριστικό για την εξέλιξη της σκέψης του Μαρξ. Μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο που ζει στον απόηχο της καπιταλιστικής κρίσης του 1848 και των επαναστάσεων που συντάραξαν τη Γηραιά Ήπειρο εκείνη την ίδια χρονιά. Είναι μια Ευρώπη έκπληκτη από την άνοδο του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μια Ευρώπη που ζει τις αναταράξεις του Δεύτερου Κριμαϊκού Πολέμου, μια Ευρώπη που επηρεάζεται από τις εξελίξεις στον Πόλεμο του Οπίου στην Κίνα, την ινδική εξέγερση και το επικείμενο ξέσπασμα του αμερικανικού εμφυλίου. Για τον ίδιο τον Μαρξ είναι το διάστημα ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς. Παράλληλα συμπίπτει με την περίοδο συγκέντρωσης του υλικού για τη συγγραφή του Κεφαλαίου ( ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1867), όταν δηλαδή ο Μαρξ βρισκόταν μόνιμα εγκατεστημένος στο Λονδίνο, μελετώντας συστηματικά πολιτική οικονομία...
...Για δέκα περίπου χρόνια ο Μαρξ εργάστηκε ως επίσημος ανταποκριτής στην Ευρώπη της Tribune, όχι μόνο για να διαδώσει τις ιδέες του στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, αλλά και για την επιβίωση της οικογένειάς του και του ίδιου, καθώς από το 1849 ζούσε ως πολιτικός εξόριστος στο Λονδίνο, διωγμένος και από την πατρίδα του και από τη Γαλλία, όπου είχε προσωρινά καταφύγει. Η αμοιβή του ήταν πέντε δολάρια, περίπου μία αγγλική λίρα, το κομμάτι. Σε πολλές περιπτώσεις τα κείμενά του έπαιρναν τη μορφή του ανυπόγραφου κύριου άρθρου της εφημερίδας, κάτι που δεν ικανοποιούσε πάντα τον Μαρξ, καθώς τη "δόξα" την καρπωνόταν η σύνταξη της εφημερίδας και όχι ο ίδιος.
Η Tribune, που ιδρύθηκε το 1841(πριν από τους New York Times), δεν ήταν μια τυχαία εφημερίδα, και όχι μόνο λόγω της εντυπωσιακής κυκλοφορίας της - τη δεκαετία του 1850 ήταν η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα στη Νέα Υόρκη, και ίσως σε όλη τη χώρα, με 200.000 συνδρομητές. Από πολλές απόψεις, άνοιξε νέους δρόμους στον αμερικανικό Τύπο. Ήταν η πρώτη αμερικανική εφημερίδα που προσέλαβε ανταποκριτές  στο εξωτερικό και επίσης αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες της τεχνολογίας της εποχής, κυρίως τον τηλέγραφο.
Το γεγονός ότι ο Μαρξ έγραφε κυρίως για διεθνή θέματα του πρόσφερε μια σχετική ελευθερία. Σχετική γιατί πολλές φορές η διεύθυνση της εφημερίδας δεν δημοσίευε άρθρα του για πολιτικούς λόγους...
Τα άρθρα του Μαρξ έφταναν με το ταχυδρομείο στη Νέα Υόρκη με ατμόπλοιο, και συνήθως δημοσιεύονταν δύο εβδομάδες μετά την αποστολή τους. Ο ίδιος φρόντιζε να τα "επικαιροποιεί" όσο το δυνατόν περισσότερο, προσθέτοντας ειδήσεις της τελευταίας στιγμής...
Τα άρθρα του Μαρξ για την Tribune δεν είναι βήτα διαλογής σε σχέση με πολύ πιο γνωστά του έργα. Ας θυμηθούμε ότι αρκετά κορυφαία κείμενά του δημοσιεύτηκαν αρχικά ως άρθρα σε συνέχειες για περιοδικά και εφημερίδες...
Σκοπός αυτής της έκδοσης, που πραγματοποιείται με την ευκαιρία των 200 χρόνων από τη γέννηση του Μαρξ, είναι να συσχετίσει τη δημοσιογραφική δουλειά αυτού του μεγάλου στοχαστή και επαναστάτη με το καθαυτό θεωρητικό του έργο και να δείξει ότι δεν υπάρχουν Σινικά Τείχη ανάμεσα στο εφήμερο, αυτό που υπαγορεύεται από την αναγκαιότητα του βιοπορισμού, και τις μεγάλες  θεωρητικές συλλήψεις και επεξεργασίες του. Η σκέψη, η μεθοδολογία του Μαρξ είναι εξελισσόμενη αλλά ενιαία...
Τα 22 σύντομα κείμενα ...Απευθύνονται και σε αναγνώστες που πρώτη φορά έρχονται σε επαφή με το έργο του, όμως θα μπορούσαν να δώσουν την ευκαιρία και σε μελετητές του Μαρξ για παραπέρα εμβάθυνση σε πτυχές της σκέψης του...
Ο δημοσιογράφος Καρλ Μαρξ δεν αφουγκράζεται απλώς τους κραδασμούς της εποχής του, δεν τους καταγράφει μηχανιστικά, αλλά τους ερμηνεύει και τους συσχετίζει με το ιστορικό παρελθόν , αλλά και το μέλλον" ( από τον Πρόλογο της Μαριάννας Τζιαντζή)

Η Μαριάννα Τζιαντζή , συγγραφέας και δημοσιογράφος, μετέφρασε τα κείμενα, την επιλογή των οποίων έκανε ο οικονομολόγος  Νίκος Στραβελάκης . Ο ίδιος επίσης  έγραψε τα εισαγωγικά κείμενα και το Επίμετρο.