Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Νίκος Ξανθόπουλος: Τα βιβλία είναι πάθος


... Στην αυλή του σπιτιού είχαμε μια κατσίκα. Έπρεπε, όταν είχα καιρό, να την πηγαίνω για βοσκή. Εδώ πιο πάνω, προς το Νέο Ηράκλειο, την Καναπίτσα, την Καλογρέζα ή προς τη Φιλαδέλφεια, ήταν ερημιές. Χέρσες εκτάσεις. Τώρα που βλέπεις τις πολυκατοικίες, δεν μπορείς να φανταστείς ότι ήταν ρουμάνια εδώ και χωράφια.
Έπαιρνα λοιπόν τη Μαρίκα, έπαιρνα μαζί μου κι ένα βιβλίο και διάβαζα. Τα βιβλία μού τα δάνειζε ένας γείτονας τυπογράφος, ο κύριος Γιωργούδης.
Έδενα, λοιπόν, σ' ένα παλούκι τη Μαρίκα και καταβρόχθιζα το " Πόλεμος και Ειρήνη" , του Λ.Τολστόι, τους " αδελφούς Καραμαζόφ", του Ντοστογιέφσκι, ή τους " Άθλιους", του Β. Ουγκό. Έναν τόμο την ημέρα. Απορροφημένος από το διάβασμα δεν πρόσεχα το σχοινί που' χε κουλουριαστεί γύρω από το παλούκι και κόντευε να πνιγεί το ζωντανό. Όταν υπέφερε και βέλαζε, τότε έπαιρνα χαμπάρι και της άλλαζα θέση...
Ο τυπογράφος μ' έμπασε στο μαγικό κόσμο των βιβλίων. Χάρη σ' αυτόν διάβασα όλους τους κλασικούς, Ρώσους, Γάλλους, Άγγλους, Ισπανούς, ξανοίχτηκα στη μαγεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Κι επειδή ξέρω πόσο σημαντική υπόθεση είναι η αρχή για να βρεις το δρόμο σου, εδώ και σαράντα χρόνια τα δώρα που κάνω είναι βιβλία, ακόμα και σ' αγνώστους, ιδίως παιδιά.
Στα ταξίδια μου στις εσχατιές του Ελληνισμού, στις πέντε ηπείρους, πάντα στη βαλίτσα μου έβαζα μερικά βιβλία να τα "σπείρω". " Η μαύρη θάλασσα", του Χρ. Σαμουηλίδη, " Η μικρή μας πόλη", του Δ. Χατζή, " Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη", του Θ. Βαλτινού, φτάσανε έτσι στις πιο απομακρυσμένες κοινότητες του Ελληνισμού.
Η αγάπη μου για τα βιβλία μεγάλη αρρώστια, αθεράπευτη. Χιλιάδες οι τόμοι, να μη χωράνε στο σπίτι, κι η γυναίκα μου να με πειράζει , " Τα βιβλία θα σε βγάλουν μια μέρα να κοιμάσαι έξω από την πόρτα, σαν το σκύλο πάνω στο χαλάκι".
Όλοι οι εκδότες - βιβλιοπώλες φίλοι μου, εδώ και πενήντα χρόνια, Φιλιππότης, Γκοβόστης, Χατζόπουλος, Λάζος, Φιλ. Βλάχος, Μπαρμπουνάκης, Καλιακάτσος, Σπανός, Καραβίας, Τζανάκης κ.λ.π. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου, ανεβοκατεβάσματα, επιτυχίες και καταστροφές.
Τα λεφτά που έχω ξοδέψει για βιβλία, ολόκληρη περιουσία. Ζηλεύω  αυτούς που γράφουνε κριτικές σε έντυπα και τα παίρνουνε τζάμπα. Μια εποχή, δε, που ήμουν νεότερος και τα παρακολουθούσα καλύτερα, ήμουν τόσο ενημερωμένος, σαν να' μουνα βιβλιογραφικό δελτίο. Ακόμα και βιβλιοπώλες με συμβουλεύονταν για συγκεκριμένα βιβλία που τα αναζητούσαν κάποιοι πελάτες τους.
Αυτά ήταν ο κόσμος μου, μ' αυτά έζησα και μπορεί να έγινα ευάλωτος, αλλά δεν μετανιώνω. Ήθελα να γίνω φιλόλογος, όμως οι σχολικές παραστάσεις μού άλλαξαν ρότα, οι " Πέρσες" του Αισχύλου, το " Όπως σας αρέσει " του Σαίξπηρ, ο " Παπαφλέσσας" του Μελά, μ' οδήγησαν στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Τώρα γυρίζω πίσω και κοιτάζω το ταξίδι που έκανα. Άλλος αγωνίζεται με το βαρκάκι του, να φυσήξει λίγο, να κάνει μερικές οργιές διαδρομή. Εγώ έκανα μεγάλο ταξίδι, υπερπόντιο, μόνο που βγήκα σε λάθος ήπειρο. Δεν ήταν αυτό που ήθελα. Άλλα γύρευε η ψυχή μου. Τα βιβλία, τη μελέτη, τη συγγραφή, την έκδοση.
Στο γυμνάσιο είχα έναν φωτισμένο δάσκαλο, στα ελληνικά, τον Γιάννη Πολυμεράκη, από τα μέρη του Βόλου. Αυτός μάς έμαθε να σκεφτόμαστε , να μιλάμε, να γράφουμε, ήταν άξιος φιλόλογος και άνθρωπος.
Έπαιρνα πια και τα " Νέα Ελληνικά" του Ρένου Αποστολίδη. Διάβαζα συστηματικά λογοτεχνία κι έκανα διάφορες εργασίες για τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο, αναλύσεις για τη ζωή και το έργο τους, κι όλα στη δύσκολη δεκαετία του '50.
Τ' απογεύματα πήγαινα στη Βιβλιοθήκη του Ιωνικού Συνδέσμου. Στη συνέχεια έγινα βιβλιοθηκάριος, κι είχα την ευχέρεια και το χρόνο να κάνω αυτό που μου άρεσε. Να διαβάζω.
Έγραφα κιόλας, σιγά σιγά, και τα γραφτά μου τα πήγαινα σ' έναν ποιητή γείτονά μας, τον Δ. Δούκαρη, όπου μαζεύονταν κι άλλοι, ο Τ.Γιαννόπουλος, ο Χρ. Καμπούρογλου, ο Ιάσων Ιωαννίδης.
Ερχότανε καμιά φορά κι ο Γ. Ρίτσος, που μου' χε γράψει μια μέρα με το χέρι του στο οπισθόφυλλο μιας χειρόγραφης ποιητικής συλλογής μου, ένα δικό του ποίημα για να με στρέψει από τα εφηβικά ποιήματα ν' αλλάξω ρότα. Να στραφώ σε κοινωνικούς αγώνες...

Νίκος Ξανθόπουλος, Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα, Αυτοβιογραφία, Άγκυρα, Αθήνα 2005