Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρασιατική Καταστροφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρασιατική Καταστροφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Από τις αναμνήσεις του ανθυπίατρου Πέτρου Αποστολίδη στη Μικρά Ασία

 

Ο Πέτρος Αποστολίδης συμμετείχε ως ανθυπίατρος στη μικρασιατική εκστρατεία και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος σε ένα δίτομο έργο τα απομνημονεύματά του με τίτλο: «Όσα θυμά­μαι» (Α' τόμος: Γκαρνιζόν Ουσιάκ - 1922/23 και Β' τόμος: Η συνέχεια - 1990/1922 και 1923/1969). Το βιβλίο έλαβε το «Α' Βραβείο Φιλίας και Ειρήνης Αμπντί Ιπεχτσί».
Στην εισαγωγή του Α' τόμου γράφει ανάμεσα στα άλλα:

"  Εγώ χωριατόπαιδο από την Καλουτά του Ζαγοριού, μαθητούδι και γυμνασιόπαιδας συνέχεια στα Γιάννενα, έζησα μέχρι την απελευθέρωση του 12 - 13 υπό τουρκική κατοχή.
Στον ύπνο και στον ξύπνιο μας, όνειρο κι απαντοχή μας ήταν το πότε θα λευτερωθούμε. Καθημερινές σχεδόν κουβέντες μας μέσα κι έξω από το σχολειό ήταν οι δόξες των προγόνων κι η λευτεριά.
Δεν ήταν ανυπόφερτη σε μας τους αστούς η στυγνή τουρκική καταπίεση και εκμετάλλευση, πάντα με το μπαχτσίσι γίνονταν αρκετά ανεκτή η ζωή, όλο το βάρος έπεφτε στην πλάτη του δύσμοιρου αγρότη, αλλά αισθανόμασταν αφόρητη την αυθαιρεσία και τη βαναυσότητα του Τούρκου υπάλληλου και ζαπτιέ. Περιμέναμε την ώρα και τη στιγμή να ξεκουμπιστούν από πάνω μας. Μισούσαμε και περιφρονούσαμε κάθε τι το τούρκικο.
Έφτασε καμιά φορά η ευλογημένη ώρα, η Λευτεριά.
Πήγα φοιτητής της ιατρικής στην Αθήνα. Δεν ονειρευόμουν πλούτη κι αρχοντιές, όνειρο μου ήταν να σπουδάσω καλά και να μπορέσω να προσφέρω κάποια βοήθεια στους πατριώτες μου.
Κηρύχτηκε ο Α' Παγκόσμιος και μπήκα στο στρατό, πέντε χρόνια συνέχεια υπηρεσία και το τελευταίο αιχμάλωτος στους Τούρκους.
Λίγος καιρός ας πούμε ειρήνης και ξεσπάει ο Β' Παγκόσμιος, Αλβανία, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η γενική αναστάτωση. Από ιδιοσυγκρασία και εκλογή μου δεν ήμουνα μόνο θεατής, όλον αυτόν τον καιρό, αλλά μπλέχτηκα με τα γεγονότα και πήρα κι εγώ μέρος.
Είδα πολλά και διδάχτηκα περισσότερα. Βγήκα στο τέλος ζωντανός ευτυχώς χωρίς απώλειες δικών μου ανθρώπων και όχι ταπεινωμένος. Κάθησα κι έγραψα  ό,τι θυμόμουν από την πολυτάραχη αυτή ζωή(...)
Άρχισα από την αιχμαλωσία. Η περιπέτεια αυτή σημάδεψε βαθειά τη ζωή μου, είδα κι έπαθα πολλά - και πολλά Ταμπού που είχα σωριάστηκαν ερείπια. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο: εγώ, οι άλλοι, οι Τούρκοι, όλα(...)"

Από  τις αναμνήσεις από την Μικρά Ασία και την περίοδο της αιχμαλωσίας το απόσπασμα που ακολουθεί:

Το στρατόπεδο Ουσιάκ
Οι πρώτοι αιχμάλωτοι στο Ουσιάκ ήταν 5 -5.500 χιλιάδες, έφερναν δε κατά διαστήματα και άλλους. Το μεγαλύτερο μέρος το έβαλαν στα συρματοπλέγματα και τους υπόλοιπους σε εγκαταλειμένα  σπίτια χριστιανών στα δύο άκρα της πόλης, το βορειοανατολικό και το νοτιοδυτικό. Ο Μπόσιακας κι ο Παπαδόπουλος ανάλαβαν τα σύρματα κι εγώ τις δυό συνοικίες.
Στα σύρματα δεν υπήρχε κανένα κτίριο, ευτυχώς όμως οι δικοί μας φεύγοντας εγκατέλειψαν εκεί σε μιαν άκρη έναν μεγάλο σωρό θολωτούς τσίγγους, απ' αυτούς που φτιάχνουν τα τολ. Αυτοί οι τσίγγοι κυριολεκτικά έσωσαν τους αιχμαλώτους μας.
Εδώ φάνηκε η μεγάλη αξία που έχει το να δίνεται στα παιδιά από το σπίτι τους η πρωτοβουλία και η συνήθεια στη δουλειά. Από την πρώτη στιγμή που τους κλείσαν στα σύρματα, οι πιο εργατικοί και με πρωτοβουλία, άρπαξαν από ένα τσίγγο και έφκιαξαν κάποιο στέγαστρο και έχωσαν το κεφάλι τους, εκείνοι δε που ήταν παιδιά πλούσιων οικογενειών, μαθημένα να τους τα ετοιμάζουν άλλοι, αυτοί έχασαν κυριολεκτικά τα νερά τους. Γι' αυτό τις πρώτες μέρες τους περισσότερους θανάτους τούς είχαμε από τα πλουσιόπαιδα και από κείνους που προέρχονταν από θερμότερες περιοχές, Κρήτη, νησιά και αλλού. 
Στη συνέχεια συνεννοήθηκαν μεταξύ τους, ένωσαν δυό δυό τσίγγους, τους τοποθέτησαν στη γραμμή και έφκιασαν μακριά τούνελ και μπήκαν όλοι μέσα.
Τρυπωμένοι στα τούνελ αυτά, κουβαριασμένοι πάνω στα τσιουβάλια τους, πέρασαν όλο το χειμώνα, χειμώνα σκληρόν, σε υψόμετρο 800 μέτρα, όπως το Ουσιάκ. Για να μπεις στο τούνελ αυτό έπρεπε να μπεις μπουσιουλώντας, κι αν κανένας γυρίζοντας από την αγγαρία κουβαλούσε μερικά σανιδάκια που έβρισκε στο δρόμο και τα άναβε και για να ζεσταθούν, το τούνελ γέμιζε καπνό και όλοι έκλαιγαν ομαδικά. Τις δυό εισόδους τις έκλειναν με κουρέλια για να μη σχηματίζεται ρεύμα.
Εδώ σαν τρωγλοδύτες έβγαλαν το χειμώνα, οι πολλοί λίγοι που τον έβγαλαν.



Ξεκινούσα πρωί πρωί. Τα σπίτια που τους είχαν βάλει, εγκαταλειμένα σπίτια Ελλήνων και Αρμένηδων, ήταν όλα λεηλατημένα, μόνον οι τέσσερες τοίχοι, με σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, πολλά δωμάτια χωρίς πόρτες. Τους αρρώστους τούς είχαν συγκεντρώσει οι νοσοκόμοι σε ένα δυό δωμάτια, όλοι κουβαριασμένοι, ξαπλωμένοι στο πάτωμα και κουκουλωμένοι με τα τσιουβάλια τους, γδυτοί από χιτώνια και περισκελίδες και μισοκοιμόντουσαν.
" Ένας έχει πολύν πυρετό εδώ...", μια φωνή. Βρίσκονταν στην άλλη άκρη του δωματίου και δρασκελίζω τους κουβαριασμένους στο πάτωμα για να τον πλησιάσω. Άκουγες τότε: " Το Χριστό σου, μου πάτησες τη μύτη μου" από δω, " ωχ, το χέρι μου, Την Παναγία σου", από κει.
Παίρνω κατόπιν θέση σε μια γωνιά και περνούν ένας ένας να τους εξετάσω - και ήταν πολλοί, 600 - 700 την ημέρα. Στο πλευρό μου έχω το νοσοκόμο μου να κρατάει στο χέρι του ένα μπουκάλι. Όλους σχεδόν τους θερίζει η διάρροια και τα μόνα φάρμακα που μου διέθεταν ήταν λίγα σκονάκια υπονιτρικό βισμούθιο και λίγο λαύδανο, κι αυτά ήταν λάφυρα από τα δικά μας. Καθώς δεν μ' έπαιρνε ο χρόνος να μετρώ για τον καθένα 14 - 15 σταγόνες λαύδανο, διέλυσα λαύδανο στο κονιάκ - βρέθηκε ευτυχώς κάμποσο στις δικές μας καντίνες -, ώστε να αναλογούν 15 -16 σταγόνες λαύδανο σε κάθε κουταλιά της σούπας και έδινα από μια κουταλιά της σούπας στον καθένα.
Οι τελευταίοι που έρχονταν, για να προκάνουν μη φύγω, ούτε καν μου' λεγαν τι έχουν, στέκονταν μπροστά μου, τέντωναν το σκελετωμένο λαιμό τους, άνοιγαν το στόμα τους κι ο νοσοκόμος μου έρριχνε μια κουταλιά της σούπας κονιάκ με λαύδανο στο στόμα σαν παπάς τη μετάληψη. Είχα μπροστά μου την εικόνα της οσίας Μαρίας της Αυγυπτίας με το σκελετωμένο λαιμό της να μεταλαβαίνει, από μια παλιά βυζαντινή εικόνα στο μοναστήρι μας στο χωριό μου.
Οι ψείρες δισεκατομμύρια. Σήκωνα το πάνω τσιουβάλι για να ακροασθώ την πλάτη του άρρωστου και στο από κάτω τσιουβάλι αυτές μετακινούνταν σαν τα πρόβατα στην πλαγιά του λόφου. Μετά την επίσκεψη, το βράδι που γύριζα στο δωμάτιό μου, τίναζα τα ρούχα μου να διώξω τις ψείρες. Το πρωί που πήγαινα για την επίσκεψη, η κυλόττα μου δεν είχε ψείρες και όταν γύριζα το βράδι ήταν άσπρη. Οι ψείρες είχαν ανεβεί από τις αρβύλες και τις πέτσινες μπότες μου και είχαν καταλάβει την κυλόττα μου.
Γύριζα στο κατάλυμμά μας σωματικά, αλλά περισσότερο ψυχικά εξουθενωμένος. Και αναρωτιόμουν! Μα τι κάνω εγώ εδώ; Γιατρική είναι αυτό που κάνω, ή κοροϊδεύω τους δυστυχισμένους αυτούς;
Και όμως ήταν γιατρική. Και γρήγορα το αντιλήφτηκα. Από τη γενική συμπεριφορά τους απέναντί μου ένιωθα ότι τους ήμουν απαραίτητος. και μόνο που μ' έβλεπαν μπροστά τους σαν γιατρό τους, έπαιρναν κουράγιο και ελπίδα ότι θα γίνουν καλά και θα γυρίσουν μια μέρα στο σπίτι τους. Η παρουσία μου σαν γιατρού τους, μια συμβουλή, μια καλή κουβέντα, ένα χάδι, ένα " κάντε κουράγιο παιδιά και όπου να' ναι και υπογράφεται ανακωχή και φεύγουμε", ενεργούσε απάνω τους σαν το ισχυρότερο τονωτικό.
Ο μακαρίτης ο Μπόσιακας και μεγαλύτερος στα χρόνια από μένα και τον Παπαδόπουλο ήταν, αλλά και σωματώδης. Τον είχαμε σαν ένα είδος συντονιστή προϊστάμενο και αναλάβαμε, κυρίως εμείς οι δυό, την ιατρική δουλειά του στρατοπέδου. Και κάπως κουρασμένος φαίνονταν, αλλά και σαν μόνιμος αξιωματικός που ήταν, είχε ένα είδος στρατοκρατική νοοτροπία, εφάρμοζε στην αντιμετώπιση των προσερχόμενων αρρώστων μια μέθοδο, πώς να την εκφράσω; στρατοκρατική. Τους μιλούσε σαν διοικητής λόχου, με αυστηρότητα και επιταγή. Μερικούς που εξέτασε μια μέρα, είχαν διάρροια, τους έβαλε, πολύ σωστά, σε δίαιτα μια δυό μέρες και αυτοί δεν ήθελαν να την κρατήσουν - συνηθισμένα αυτά στο στρατό. Και τους λέει: " Μη την κρατάτε, αλλά εσείς θα πεθάνατε, δεν θα πεθάνω εγώ". Λοιπόν, τόσο άσχημα τούς χτύπησαν αυτά τα χωρίς κακία λόγια - συμβολή, που τους διέθεσαν εχθρικά απέναντί του. Μετά το θάνατό του άκουσα να μιλούν μερικοί μεταξύ τους και να λεν, με ένα είδος ειρωνείας: " σε μας έλεγε θα πεθάνουμε, κι αυτός πέθανε πριν από μας."
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε τότε εκεί, ούτε φάρμακα - δεν υπήρχαν άλλωστε - ούτε καμιά άλλη ιατρική φροντίδα έπαιζαν κανένα σπουδαίο ρόλο. Εκείνο που ζύγιζε πιο πολύ ήταν η ψυχοθεραπεία, ο καλός ο λόγος, ένα χάδι και η ενίσχυση της ελπίδας ότι όπου να' ναι και φεύγουμε. Το είχα νιώσει βαθιά αυτό...


Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι. 1900 -1969. Α' Γκαρνιζόν Ουσιάκ 1922 -1923, Κέδρος , Αθήνα 1981

Οι φωτογραφίες από το βιβλίο

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Τσεκριέ

Οι Λαοί, οι Λαοί,
φέρνουμε θάνατο στους Λαούς,
Οι στρατιές, οι στρατιές,
του Μεγάλου Τζένκις - Χαν.
( Παλιό Μογγολικό τραγούδι)

Είναι το όμορφο προάστειο της Προύσας, με τις θερμοπηγές. Τα μεγάλα ξενοδοχεία της λουτρόπολης είναι τώρα νοσοκομεία, για να στεγάσουνε τις χιλιάδες των λαβωμένων της μάχης της Άγκυρας. Όλα τα ξενοδοχεία - νοσοκομεία είναι χτισμένα στην άκρη του γκρεμού και μέσα από τα παράθυρά τους βλέπεις τον πλούσιο κάμπο και την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, σκαρφαλωμένη στα ριζά του Μύσιου Όλυμπου.
Ανάμεσα στα σπίτια της πόλης στηλώνουνται τα παλιά τεμένη με τους διπλούς μιναρέδες. Το Γεσλί Τζαμί, το μεγάλο τζαμί του Σουλτάν Μπαγιαζίτ, οι τάφοι του Σουλτάν Οσμάν και του Ορχάν.
Στην άλλη άκρη της πολιτείας, σαν περιφρονημένος παρίας, είναι η Χριστιανική συνοικία κι' η Μητρόπολη.
Αυτή την Τούρκικη Προύσα θέλησαν να λευτερώσουνε ο Γυιός του Ψηλορείτη κι' αργότερα ο Κόμης Αχαρνών.
Μα αυτοί οι δυό τρανοί, πεθάνανε αναπαυτικά πάνω στα κρεββάτια τους, όταν χτύπησε η ασημένια καμπάνα που τους καλούσε για το μεγάλο τους ταξίδι.

Πάνω , όμως, στο Τιρνακσίζ Τεπέ του Σαγγάριου, ο Μ.Α. αντίκρυσεν αφάνταστα κι' απίστευτα πράγματα. Στην πλαγιά του Τεπέ, προς το μεγάλο ποτάμι, κοίτουνται δυό 20χρονοι άντρες, που η ξιφολόγχη του μιανού είναι μπηγμένη μέσα στα στήθεια του άλλου. Τα κοκκαλιασμένα τους χέρια ακόμα κρατάνε σφιχτά το Γαλλικό όπλο και το μάουζερ.
Η μια ξιφολόγχη είναι Γαλλικής κατασκευής κι' η άλλη είναι προϊόν των εργοστασίων του Κρουπ, πριονωτή από το πίσω μέρος και κοφτερή από το μπροστινό. Όταν τραβήξεις αυτή την ξιφολόγχη πίσω, σέρνεις μαζύ της σάρκες και κόκκαλα.
Στα βάλτα, κοντά στο ποτάμι, κοίτεται ένας άμορφος πολτός που βρωμοκοπά. Είναι τρία μεγαλόσωμα άλογα πυροβολικού και τρεις πυροβολητές. Έτσι που περνούσαν βιαστικά πλάι στη μακάβρια μάζα, ο Μ.Α. παρατήρησε το κομμένο κεφάλι ενός πυροβολητή να κοίτεται ανάμεσα στη ξαντερισμένη κοιλιά τ' αλόγου του. Τρία μέτρα παραπέρα, ακρωτηριασμένα, κοίτουνταν σταυρωτά ένα ανθρώπινο χέρι κι' ένα μπροστινό πόδι αλόγου. Το χέρι είχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι πάνω σ' ένα δάχτυλο και το πόδι ένα γυαλιστερό, καινούργιο πέταλο.
Κι' ύστερα, λένε πως το πέταλο φέρνει γούρι και καλοτυχιά! Και το ζωγραφίζουνε με φανταχετρά χρώματα πάνω στις πρωτοχρονιάτικες κάρτες! Το ασημένιο δαχτυλίδι ίσως να ήτανε η βέρα του γάμου του ανώνυμου νεκρού.
Όρσε!! Πολιτισμέ του εικοστού αιώνα!!

Στο Μεραρχιακό χειρουργείο, πλάι στο θολό ποτάμι κοίτουνται κατοσταριές νεκρά κορμιά παλληκαριών. Το συνεργείο ταφής δεν προφταίνει να θάβει τα νεκρά κουφάρια. Μέσα στο χειρουργείο ο Μ.Α. βλέπει ξαπλωμένο ένα παιδί του λόχου τους, που φαίνεται πως χτύπησε ύστερ' απ' αυτόν. Όταν τον πέρνανε πίσω, αυτός ο σύντροφός του ήταν γερός και έρριχνε θεριστική βολή με τ' οπλοπολυβόλο του μέσα στη νύχτα της κόλασης, πάνω στον Μέλανα Λόφο, μπροστά στο Πολατλή. Είναι βαρειά λαβωμένος στην κοιλιά. Πλάι στο φορείο του στέκεται ο μικρός τρίποδας του φυσιολογικού ορρού. Το παλληκάρι παραμιλά πάνω στην επιθανάτια πάλη του. Κατάγεται από την περιοχή της Φλώρινας. Είναι Σλαυόφωνος.
Ο Μ.Α. γονατίζει πλάι του και φωνάζει τ' όνομά του:
" Δαμιανέ!!"
Ο ετοιμοθάνατος σουφρώνει για μια στιγμή τα φρύδια του, σαν να θέλει να συγκεντρωθεί. Μα απότομα, ο Μ.Α., βλέπει την ωχράδα του θανάτου να τρέχει πάνω στο πρόσωπό του, κι' η όψη του να πέρνει τη γαλήνια έκφραση του λυτρωμού.
Σκύβει και τον φιλά στο μέτωπο και του κλείνει με σταθερά δάχτυλα τα γκρίζα μάτια του. Του σταυρώνει τα χέρια και του σιάχνει τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα της αγωνίας μαλλιά του:
" Έχε γεια, για πάντα, Δαμιανέ", μουρμουρίζει αδάκρυτος ο Μ.Α.

Στο χειρουργείο γνωρίστηκε τυχαία μ' ένα συνομίληκό του τραυματία. Κι' οι δυό τους ήταν ελαφρά τραυματισμένοι, ο ένας στο κεφάλι κι' ο άλλος στο μηρί, στα ψαχνά. Ο καινούργιος του φίλος, που τον έφερε κοντά του η μπόρα του πολέμου, ήταν του πυροβολικού. Καταγώτανε από τ' Αμπέλια της Χαλκίδας. Τ' όνομά του , Ορέστης Γράντζης.
Φύγανε μαζύ, με το ίδιο αυτοκίνητο για τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρή Γκιόλ. Άμα φτάσανε στο σταθμό, τρίβανε κι' οι δυό τα μάτια τους: Στοίβες ολόκληρες οι κονσέρβες, τάπιες τα τσουβάλια η γαλέτα κι' απίστευτο αν δεν τώβλεπε κανείς με τα μάτια του...ένας πελώριος σωρός κουραμάνα, από χιλιάδες καρβέλια.
Κι' οι δυό τους ήταν θεονήστικοι. Για μέρες τώρα, μασούσανε στάρι που το μάζευαν μέσ' από τ' αλώνια πάνω στη γραμμή μάχης, μπροστά στο Πολατλή. Με χίλια βάσανα ο σιτιστής τους ο Χρίστος τούς έφερνε δυό καζάνια βρασμένο πλιγούρι με κρέας και 4 βαρέλια νερό, φορτωμένα στα μουλάρια, τη νύχτα. 
" Εδώ έχει μπόλικη μάσα", λέει ο Ορέστης στον Μ.Α., άμα αντίκρυσε την τάπια με τις κουραμάνες.
Ο Μ.Α., με τραχειά φωνή, λέει τούρκικα, κι' ύστερα εξηγεί στον φίλο του από την Εύβοια, την Τούρκικη παροιμία:
" Ω! ουρανέ, μήτε αμπάς απόμεινε μήτε γελέκο. Γιατί άλλους ταΐζεις με γλυκά καρπούζια κι' άλλους πικρά ξυλάγγουρα;".
Πηδάνε σβέλτα κι' οι δυό τους από τ' αυτοκίνητο.
" Ωχ!", ξεφωνίζει ο Ορέστης. " Ξέχασα πως έχω το μηρί μου πληγωμένο. Μα πεινώ. Νομίζω πως μπορώ να καταπιώ όλη τούτη την στοίβα τα καρβέλια".
Πλησιάζουνε έναν ένοπλο σκοπό:
"Συνάδελφε", του λένε ντροπαλά σαν ζητιάνοι. " Πεινάμε. Κει πάνω βράζαμε στάρι και τρώγαμε. Δώσε μας λίγο ψωμί. Κει πάνω βράζαμε και τρώγαμε τα κόλλυβά μας ζωντανοί ακόμα".
Ο σκοπός, μ' ένα κόμπο στο λαρύγγι, τους λέει:
" Πάρτε ό,τι θέλετε κι' όσα θέλετε. Κουραμάνες, κονσέρβες, γαλέτα. Η Στρατιά υποχωρεί από το Καλέ Γκρόττο. Όλα τούτα θα τα περιχύσουμε βενζίνα και θα τα βάλουμε μπουρλότο, άμα οι δικοί μας περάσουν το ποτάμι. Βλέπετε κείνη τη στοίβα; Είναι κάσες βενζίνας για το μπουρλότο, πρόχειρες".

Ήταν κοντά μεσάνυχτα άμα φτάσανε στο Εσκή Σεχίρ, μέσα σ' ένα ανοιχτό, φορτηγό βαγόνι. Το πόδι του Ορέστη τού πονούσε πολύ και το κεφάλι του Μ.Α. το σούβλιζαν οδυνηρές μαχαιριές. Το τραίνο μπήκε στο σταθμό. Σιδηροδρομικοί δικοί τους, με στρατιωτικά ρούχα, κρατάνε κλεφτοφάναρα και φωνάζουν οδηγίες ο ένας στον άλλον, μέσα στη νύχτα.
" Τίνας χώρους αφίγμεθ' ή τίνων ανδρών πόλιν;", καλαμπουρίζει ο Ορέστης, ρωτώντας ένα σιδηροδρομικό.
" Η δε πόλις Φρυγίς, Δορύλαιον τούνομα, γυιέ μου Οιδίποδα", κακανίζει ο σιδηροδρομικός. Ήταν ο Σταθμάρχης.
" Κι' εμείς ερχόμαστε από το Γόρδιον", φωνάζει ο Μ.Α. γελώντας.
" Ναι, μα δεν μπορέσατε να λύσετε τον Γόρδιον δεσμό".
" Αμ, αφού δεν μπόρεσε να τον λύσει μήτ' ο Μεγ' Αλέξανδρος", φωνάζει ένας άλλος τραυματίας.
" Ναι, μα τον έκοψε με τη σπάθα του", αποσώνει ο σταθμάρχης με γέλιο στη φωνή του.
" Άμα σ' βαστά ισένα, κυρ - σταθμάρχι', πάρι μια γιαταγάνα σαν του μπόγι σ' κι πάνι να τουν κόψεις ισύ", φωνάζει ένας άλλος λαβωμένος από το άλλο βαγόνι.
" Εσύ είσαι, Στράτη;", φωνάζει ξαφνιασμένος ο Μ.Α.
Η φωνή ήταν του Στράτη του Σπαρά, από το Μαραθόκαμπο της Σάμου, τρομπλονιστή του λόχου τους.
" Βρε, ψ'χούλα μ', είσι ζωντανός στ' αλήθεια, κριάς κι κόκκαλα, για του φάντασμα σ'; Ιγώ έμαθα πους η σφαίρα σ' σκόρπισ' τα μυαλά".
" Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, Στράτη, κι' έτσι η σφαίρα, δεν μπορούσε να δει καλά. με χτύπησε ξώπετσα".
" Βρε αδιρφέλι μ' οι σφαίρες βλέπ' ν κι τ' νύχτα κι τ' μέρα, άμα πιρνούν απού κουντά σ' κι σφυρίζ'ν σαν όχεντρις".

Μένουνε μια βραδυά στο Εσκή Σεχίρ, τους αλλάζουνε τους επιδέσμους τους, κι' οι ελαφρά τραυματίες μπαίνουνε μέσα σε φορτηγά βαγόνια, την άλλη μέρα το πρωί για το Καρά Κιόι. Αριστερά από τη σιδηροδρομική γραμμή , στην πλαγιά ενός λόφου, χιλιάδες πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια, πηγαίνανε σιγά - σιγά προς το Καρά Κιόι και την Προύσα. Ήταν τα ΛΑΦΥΡΑ!!
Πήγανε κι' αφίσανε άθαφτα τα Ελληνικά νηάτα, νεκρά, πάνω στα οροπέδια της Ανατολίας, και γι' αντάλλαγμα των νεκρών, κουβαλούσανε ζωντανά πρόβατα κι' αγκυρανά κατσίκια!
Μέσ' από το βαγόνι, ο Μ.Α. δείχνει στον Ορέστη την Κοβαλίτσα, το Ακ Μπουνάρ και την καμμένη μεγάλη κωμόπολη του Μποζ Εγιούκ, που την πυρπόλησαν υποχωρώντας τον περασμένο Μάρτη.
Ως τα σήμερα ακόμα, θυμάται ο Μ.Α. την πυρπόληση του Μποζ Εγιούκ. Ήταν νύχτα όταν εγκαταλείψανε την Κοβαλίτσα και, κακήν - κακώς, υποχωρούσανε για την Προύσα. Στη μέση της πυρκαϊάς, στεκότανε η μαύρη σιλουέττα του μεγάλου τζαμιού με τον ψηλό μιναρέ. Ένας διαβολικός ήχος ακουότανε, έτσι που οι φλόγες της καταστροφής καταπίνανε αχόρταγες τα χτίρια. Τότες θυμήθηκε την πυρπόληση της Ρώμης και τον Νέρωνα.
" Ποιος ήτανε ο Νέρωνας του Μποζ Εγιούκ;"
" Εσύ, αθώο μου περιστεράκι", άκουσε να του φωνάζει μέσα του μια τραχειά φωνή, γεμάτη σαρκασμό.
Κι' έτσι, ο Ορέστης από την Εύβοια κι' ο Μ.Α. από το νησί της Εκάτης, φτάσανε στην Προύσα και στο νοσοκομείο του Τσεκριέ. Κι' οι δυό τους κοιμούνται πλάι - πλάι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, κατάχαμα. Έχουνε μπόλικες κουβέρτες, μα το κορμί τους κι' οι κουβέρτες είναι γεμάτες ψείρα. Ο άνθρωπος όμως είναι ένα ζώο υπομονετικό, πιο υπομονετικό κι' από τον γάιδαρο. Μπορεί να συνηθίσει και στην ψείρα. Και τι ψείρα! Άσπρη, μεγάλη, παχειά και στρουμπουλή σαν το κουκουνάρι! Αν η Ελλάδα την έστελνε σε διεθνείς ζωοτεχνικές εκθέσεις, θα έπερνε σίγουρα το πρώτο "χρυσούν μετάλλιον".
Αν πάλι, η Ελλάδα είχε σήμερα όλη την ψείρα της Στρατιάς Μικρασίας στην υποχώρησή της από την Άγκυρα, και την πουλούσε στα μικροβιολογικά εργαστήρια των " Πεπολιτισμένων Χωρών" για πειράματα του μικροβιολογικού πολέμου του μέλλοντος, θα μπορούσε από τα λεφτά που θάπερνε να ξοφλήσει όλα τα ξένα δάνειά της τοις μετρητοίς, και να γλυτώσει μια για πάντα απ' όλους τους Σάυλωκς.

" Κοιμάσαι, Ορέστη;"
" Όχι, σκέφτομαι".
" Τι σκέφτεσαι;"
" Τους συντρόφους μου που φύγανε για πάντα. Μια μεγάλη οβίδα SCODA κομμάτιασε το πεδινό πυροβόλο μας, μέσα στα βάλτα, κοντά στο Τιρναξίζ Τεπέ. Τρία άλογα και τρεις σύντροφοί μου κομματιάστηκαν. Ο ένας τους ήταν αδερφικός μου φίλος. Το πρωί, την ίδια μέρα που σκοτώθηκε, το αεροπλάνο μάς έρριξε τον σάκκο του ταχυδρομείου. Είχε γράμμα από τη γυναίκα του στο Γύθειο, πως γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι".
" Φορούσε δαχτυλίδι ο φίλος σου, Ορέστη;"
" Ναι, μια ασημένια βέρα του γάμου του".
" Μην κλαις, Ορέστη. Κι' εγώ πάνω στην Κοβαλίτσα, τον περασμένο Μάρτη, έχασα πάνω από εκατό συντρόφους μου. Μια μονάχα οβίδα βαρέως από το Ινονού, σκότωσε 21 συντρόφους μου. Τους μετρήσαμε προσεχτικά. Ήταν ακριβώς 21. Τον Χάρη τον Κίτσιο από τα Χάσια, τον γνωρίσαμε από τ' ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε. Το κεφάλι κι' ο λαιμός του λείπανε..."
Ξαπλωμένοι μέσα στις ψειριασμένες κουβέρτες, σ' ένα πρώην ξενοδοχείο πολυτελείας του Τσεκριέ της Προύσας, δυο παλληκάρια 21 χρονών, κλαίνε σιγανά, για να μη ξυπνήσουνε τους άλλους λαβωμένους συντρόφους τους που κοιμούνται.
Κλαίνε για τους συντρόφους τους, που δεν θα τους ξαναδούνε οι δικοί τους.

Πλάι στο ξενοδοχείο - νοσοκομείο του Τσεκριέ είναι ένα μεγάλο αρχαίο τζαμί με διπλόν μιναρέ. Ο Ορέστης κι' ο Μ.Α. κολυμπάνε στη μαρμαρένια  δεξαμενή του ξενοδοχείου με το ζεστό νερό της θερμοπηγής. Ντύνουνται, πέρνουν το συσσίτιό τους και πάνε στον αυλόγυρο του τζαμιού. Το τζαμί είναι χτισμένο πάνω στον γκρεμνό. Ένα δυνατό, χοντρό, λίγο πλαγιαστό ντουβάρι, χτισμένο στην απόκρημνη πλαγιά, ανεβαίνει ως την αυλή του τζαμιού και κλείνει τον αυλόγυρο από το μέρος του κάμπου. Το ντουβάρι έτσι που τελειώνει, σχηματίζει μια χαμηλή πεζούλα στον αυλόγυρο.
Οι δυό σύντροφοι πάνε και κάθουνται στην πεζούλα. Ο καθένας ανοίγει στον άλλο αβίαστα το βιβλίο της ιστορίας του, μ' εμπιστοσύνη και μ' απλότητα:
Ο Ορέστης έχει ένα καλό κορίτσι που τον περιμένει στην Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκείνη πήγαινε στο Παρθεναγωγείο και κείνος στο Γυμνάσιο όταν πρωτογνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε φιλολογία και κείνος δασοκομία. Του άρεζαν τα δέντρα και τα δάση και τα ρουμάνια:
" Εδώ, η Μικρασία σας, έχει τα πιο όμορφα δάση που αντίκρυσα στη ζωή μου. Τα δάη του Μύσιου Όλυμπου είναι υπέροχα. Από τούτη την πλαγιά της Προύσας, βορεινή βλάστηση. Από το μέρος της Κιουτάχιας, παρθένα δάση θεόρατων πεύκων. Όταν φτάσαμε στο Εσκή Σεχίρ, έγραψα στην Έλλη και την ρωτούσα, αν θα της άρεζε άμα απολυθώ και παντρευτούμε να έρθουμε να μείνουμε για πάντα στην Προύσα. Τα άρεσα πολύ τούτα τα μέρη. Η ζωή μου ολόκληρη έχει κολλήσει πάνω τους."

....................................................................................................................................................

Ο Μ.Α. άνοιξε και κείνος το βιβλίο των παραμυθιών της ζωής του. Τον θάνατο του πατέρα του, την προσφυγιά, το σβύσιμο των ονείρων του να γίνει εμποροπλοίαρχος σε καράβια γραμμής εξωτερικού, να δει όλον τον μεγάλο κόσμο. Στο τέλος τού μίλησε για τον ορκισμένο αδερφό του από τα βουνά του Πίνδασου.
" Τον ξαναντάμωσες ποτέ σου τον Σουλεϊμάν;" ρωτά ο Ορέστης συγκινημένος.
Ο Μ.Α. για λίγο διστάζει. Κυττά τον σύντροφό του κατάματα. Εκεί μέσα στα μάτια του καινούργιου φίλου του, είδε την άσπρη ψυχή του, σαν μια μεγάλη πέτρα, πεταμένη με πολύχρωμα φύκια, εκεί που ψάρευε λιθρίνια στη Σκάλα του Κεμέρ.
" Ναι, ανταμώσαμε κρυφά μέσα στο ρουμάνι πάνω από το Τζουμαλή Κιζίκ, έξω από την Προύσα, πριν λίγους μήνες. Ήρθε κρυφά μέσ' από τα βουνά επίτηδες να μ' εύρει".

* * *
" Ογλούμ, γυιέ μου!"
Δυό αδύνατα χέρια γέρικα τον αγκαλιάζουνε από πίσω. Ο Μ.Α. σηκώνει το κεφάλι του και πετιέται ολόρθος.
" Μπουμπά!! Τι γίνεσαι;"
Ένας γέρος Χότζας αγκαλιάζει ένα αλλόπιστο παλληκάρι, ντυμένο στα μπλε, μάλλινα, ρούχα του νοσοκομείου στο Τσερκριέ. Κι' οι δυό τους φορούνε σαρίκι, ο γέρος γύρω στο κόκκινο φέσι του, κι' ο νηός το σαρίκι του άσπρου επίδεσμου γύρω στο λαβωμένο κεφάλι του.
" Χτύπησες βαρειά, γυιέ μου;" ρωτά ο γέρος ανήσυχα.
" Όχι, ελαφριά. Λαβώθηκα κει πάνω στο Σακάρια. Πώς βρέθηκες εδώ μπουμπά;"
" Μουατζίρ ( πρόσφυγας). Τα χωριά μας, όλα τα Κιζικλάρ, τα κάψανε οι δικοί σας", λέει ο γέρος πονεμένα, μα ήρεμα. " Τώρα μένω στην Προύσα".
Ένας άλλος Χότζας, κοντόχρονος, με καλοκάγαθη έκφραση, παρακολουθεί τη σκηνή. Ο Ορέστης παρακολουθεί και κείνος με συγκίνηση την απρόοπτη αυτή συνάντηση του φίλου του με το Χότζα.
" Είναι ο Χότζας που μούλεγες;"
" Ναι, αυτός είναι Ορέστη".
"Πατέρα, ο σύντροφός μου μού είπε πως φωνάζεις γλυκά κι' όμορφα την προσευχή σου πάνω από τον μιναρέ. Πόσο θάθελα να σ' άκουα!" λέει ο Ορέστης.
Ο Μ.Α. εξηγεί στον λιπόσαρκο Χότζα την παράκληση του φίλου του.
" Σήμερα είναι η σειρά του συντρόφου μου", λέει ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ, δείχνοντας τον κοντόχοντρο ιερωμένο που πλυνότανε στο μαρμαρένιο συντριβάνι.
Ο άλλος Χότζας, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους, του φωνάζει:
" Κάνε το χατίρι των παιδιών και πες την εσύ την προσευχή".
Ο Χότζας του Τζουμαλή Κιζίκ πλένεται στο συντριβάνι κι' ανεβαίνει στον ψηλό μιναρέ. Η φωνή του ξεχύνεται πάνω από την πλαγιά του Τσεκριέ. Δεν ήτανε όμως η παλιά φωνή, γεμάτη πίστη στον Αλλάχ και στους ανθρώπους. Ήτανε μια κραυγή απελπισιάς κι' απόγνωσης, το τραχύ ξεφωνητό ενός ανθρώπου, που έχασε πια την ακλόνητη πίστη του για το θεό και για τον άνθρωπο.

Άμα κατέβηκε από τον μιναρέ, τους προσκάλεσε και τους δυό στο προσφυγικό καλύβι του. Τους έψησε καφέ και κουβεντιάζανε. Ο Μ.Α. εξηγούσε στον Ορέστη τι έλεγε Τούρκικα.
" Έμαθες τίποτα για τον αδερφό σου τον Σουλεϊμάν;"
" Όχι, μπουμπά".
" Ο Σουλεϊμάν χτύπησε βαρειά πάνω στο Καρά Μπουγιού Νταγ, μα γίνηκε ολότελα καλά. Είχα στείλει μήνυμα στον πατέρα του στο Πελήτ Κιόι , ζητώντας νέα του. Ο πατέρας του μ' απάντησε αν τύχει και σε ξανανταμώσω, να σου δώσω τα χαιρετίσματά του και να σου πω πως πρέπει να κρατήσετε τον όρκο σας ως το τέλος κι' οι δυό σας".
Σε λίγο οι δυό τραυματίες σηκώθηκαν να φύγουνε για το νοσοκομείο. Ο Μ.Α. πήρε το χέρι του γέρου ανάμεσα στα δυό του χέρια και το φίλησε. Ο γέρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο κεφάλι.
" Ο Αλλάχ μαζύ σας, παιδιά μου".

* * *
Οι δυό τραυματίες κάθουνται πάνω στην πεζούλα του αυλόγυρου του τζαμιού και κουβεντιάζουν. Κι' άλλοι τραυματίες παραπέρα, παρέες - παρέες , κάθουνται και μιλούν και γελάνε ή στε΄κουνται βουβοί, για ώρα, κυττώντας στον κάμπο. Είναι απομεσήμερο.
" Ο Μεγαλειότατός μας έστειλε το διάγγελμά του στον στρατό. Ξέρετε, παιδιά, πώς τελειώνει το Βασιλικό Διάγγελμα; " Μολών λαβέ". Μα ο Λεωνίδας προσπάθησε, μαζύ με τους τριακόσιους του, και νεκρός ακόμα, να βουλώσει την κλεισούρα στις Θερμοπύλες, με το κουφάρι του και με τα νεκρά κορμιά των παλληκαριών του. Ενώ τούτος;"
Ο ομιλητής μιλά χαμηλόφωνα στην παρέα του. Φαίνεται πως είναι αντιβασιλικός, ή το λάβωμα του κι' ο όλεθρος π' αντίκρυσε κει πάνω στην Άγκυρα τον κάνανε αντιδυναστειακό. Μιλά με πίκα και μίσος.
" Μίλα σιγότερα, Μήτρο, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. Κύττα κείνα τα δυό αυγοτάραχα που πάνε πάντα μαζύ! Πρόσεχε άμα μιλάς πολιτικά".
" Ποιους; Εκείνους κει στην πεζούλα; Μωρέ, είναι χρυσά μωρά κι' οι δυό τους. Προψές τη νύχτα, μιλούσαν σιγανά για τους σκοτωμένους συντρόφους τους και στο τέλος κλαίανε σαν παιδιά κι' οι δυό τους. Κοιμάμαι κοντά τους, μέσα στον ίδιο θάλαμο. Ο ένας είναι από την Εύβοια κι' ο άλλος είναι Μικρασιάτης. Ανθρώποι που κλαίνε τη νύχτα για τους χαμένους συντρόφους τους, δεν μπορεί νάναι Βασιλικοί. Ορέστη, Μ.Α., ελάτε στην παρέα μας".
Οι δυό φίλοι πάνε στην παρέα του "μολών λαβέ". Έτσι η παρέα από έξη, γίνουνται οχτώ.
" Ο Βασιλιάς έδωκε ρητή διαταγή, όλοι οι τραυματίες να μην ξαναπάνε στο μέτωπο, παρά να τοποθετηθούν σε μετόπισθεν υπηρεσίες".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε. Έμαθα πως ο Βασιλιάς πήγε να δει τους βαρειά πληγωμένους στα νοσοκομεία της Προύσας κι' έκλαιε σαν μωρό".
" Εγώ γεννήθηκα στο Ασουάν, στην Άνω Αίγυπτο, κι' έχω δει κροκόδειλους με τα μάτια μου. Οι κερατάδες, τη νύχτα κλαίνε σαν μωρά, για να ξεγελάσουν κι' ανθρώπους και ζούδια να πέσουν στα νύχια τους. Λένε πως βγάζουνε και δάκρυα  από τα μάτια τους. Μα εγώ δεν τα είδα , γιατί φοβόμουνα να πάω κοντά τους. Κι' ο δικός μας κροκόδειλος, πρώτα μάς έσυρε στο μακελειό, ύστερα μάς έκλαψε ζωντανούς και πεθαμένους, πέταξε την ασπρογάλαζη ρουκέτα του "μολών λαβέ" και γεια σας - χαίρετε για το Τατόι, να κυνηγήσει ελάφια, άμα μπει ο χειμώνας".
" Μ' αυτά μάς ξεγελάνε πάντα. Κι' ο βασιλιάς κι' οι σύμβουλοί του. Δεν μας νοιαστήκανε άμα βγάλανε τον φετφά τους στο Συνέδριο της Κιουτάχιας. Ο ξετσίπωτος ο Πρωθυπουργός του έκανε τη δήλωση στους αντιπροσώπους του Τύπου: " Εάν δεν διαλύσωμεν τας ορδάς του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας, εν ανάγκη θα βαδίσωμεν και μέχρι Σεβαστείας". Ξέρετε, βρε παιδιά πόσο απέχει η Άγκυρα από τη Σεβάστεια; Ρίξτε κάτω τον χάρτη και μετρήσετε μ' ένα χάρακα. Η Άγκυρα απέχει από τη Σεβάστεια όσο ακριβώς η Προύσα από την Άγκυρα".
" Μπας και θα περπατάνε αυτοί με τον γυλοιό στην πλάτη, ψειριασμένοι, κουρελιάρηδες, δαρμένοι από την πείνα και την δίψα; Κατουρήσανε μέσα στο κύπελλό τους και να πιούνε το κάτουρό τους το ίδιο; Εγώ τώπια πάνω στον Τραπεζοειδή λόφο, μπροστά στο Πολατλή, μα το ξέρασα και φώναξα στους συντρόφους μου: " Παιδιά, για τ' όνομα του Χριστού, μην πιήτε το κάτουρό σας, θα τελλαθήτε".

..........................................................................................................................................................

Σε λίγο φτάνει ένας τραυματίας κουτσαίνοντας.
" Έμαθα πως ο Βασιλιάς φεύγει σε μια ώρα για τα Μουδανιά μ' αυτοκίνητο κι' από εκεί για την ωραία Αθήνα".
Όλων τα μάτια, και των εννιά, καρφώθηκαν πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, που στριφογύριζε σαν φίδι μέσα στον κάμπο, μα η κουβέντα εξακολούθησε.
" Εκεί στα Μουδανιά θα τον αναμένει η Αμφιτρίτη, η βασιλική θαλαμηγός, το αμαρτωλό σκάφος".
Από τον τρόπο που μιλούσε, ο Μ.Α. στοιχηματούσε το κεφάλι του πως τούτος δω, πριν καταταχτεί θα ήτανε δάσκαλος.
" Ο Βασιλιάς, σε κάθε πόλεμο, παραχωρεί την Αμφιτρίτη στο Έθνος, για πλωτό νοσοκομείο".
" Δεν μου λες, βρε συνάδελφε, μπας κι' έφερε την Αμφιτρίτη ο πατέρας του από τη Δανία; Για η μάνα του την έφερε από τη Ρωσία των Τσάρων;"
" Ογδόντα χιλιάδες λιποτάχτες είναι στην Ελλάδα. Δεν θέλουνε να ξαναγυρίσουν στο μέτωπο".
" Κι' εγώ νάμουνα στη θέση τους, το ίδιο θάκανα".
" Υποχωρώντας από το Καλέ Γκρόττο, δεν αφήκαμε ολόρθο ντουβάρι. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαμε. Όλα τα κάναμε Γης Μαδιάμ. Και στο τέλος, αν έρτουνε ανάποδα τα πράγματα, εμείς θάχουμε τα σπίτια μας και τους δικούς μας ασφαλισμένους. Μα όλη την καταστροφή που φέραμε στην Ανατολή, θα την πληρώσουνε με αίμα και δάκρυα τούτοι οι φουκαράδες οι Μικρασιάτες".
Όλοι τους ρίξανε μια ματιά συμπόνοιας προς τον Μ.Α. Εκείνος έκανε πως δεν πρόσεχε τα λόγια τους και κυττούσε κατά το Ντεμιρντές.
" Ο " Μολών Λαβέ" φεύγει, παιδιά", ξεφωνίζει ένας από τους εννιά. 
Όλοι κυττάνε κατά τον κάμπο. Πάνω στον αμαξητό Προύσας - Μουδανιών, τρέχανε τρία αυτοκίνητα κρατώντας κανονική απόσταση αναμεταξύ τους. Στο μεσαίο αυτοκίνητο καθώτανε αναπαυτικά ο νεώτερος Τζένκις Χαν, αφίνοντας ρημαδαριό κι' απόγνωση στο διάβα του, χιλιάδες χωριά και κωμοπόλεις ρημαγμένα.
Τα Ελληνικά νηάτα, η χαρά της σήμερα κι' η ελπίδα της αύριο, τα μισά, κοιτόντουσαν νεκρά πάνω στ' αγριοβούνια της Ανατολίας ή ακρωτηριασμένα μέσα στα νοσοκομεία. Ο νεώτερος Τζένκις Χαν, πήγαινε να περάσει τον χειμώνα του στο γενέθλιό του Κερουλέν, το Κερουλέν της Δεκέλειας.
Οι μπαγκαντούρ του, οι μισάνθρωποι πολιτικάντηδες του, θα σεμνύνουνε τα θεωρεία του Βασιλικού Θεάτρου με την αιματοβαμμένη κορμοστασιά τους, στο ερχόμενο χειμερινό "σαιζόν". Θα πηγαίνουνε οι σαδιστές ν' ακούσουνε την τραγική μητέρα, την προδομένη Μήδεια, να μακελειάζει πίσω από τις διπλοαμπαρωμένες πόρτες τα δύστηνα τα παιδιά της.


Αλέκου Δούκα, Στην Πάλη - Στα Νειάτα. Μελβούρνη, Αυστραλία, Νοέμβρης 1953







Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Ξεριζωμός!



...Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε απανωτά οι καμπάνες. Φωνές απ' το δρόμο, φασαρία, τρεχαλητά.
- Φωτιά, φωτιά...
- Φωτιά...Βοήθεια...
- Φωτιά, Χριστιανοί καιγόμαστε...
Άνοιξαν την πόρτα. Η γειτονιά ξεχυμένη έξω. Όλοι ρωτάνε μ' απόγνωση. Σε λίγο, λες κι έγιναν οι δρόμοι ποτάμια από ανθρώπους που τρέχουν στη θάλασσα...Τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει. Ετοιμάστηκαν κι αυτοί να φύγουν. Φέρνει ο ξάδελφος Λεωνίδας με τον Κλήτο έναν αραμπά που βρήκαν παρατημένο στο δρόμο. Ανεβάζουν εκεί τη νενέ, φορτώνουν τα ντέγκια και τους μπόγους, και ξεκινάνε για την παραλία. Ο Κλήτος κι ο Λεωνίδας σέρναν τον αραμπά. Η μαμά βαστούσε το μωρό το Βασιλάκη. Ο μπαμπάς το Λευτεράκη, και τ' άλλα παιδιά κρατιόταν απ' τα χέρια.
Κοντεύοντας στην παραλία, μπούκωσαν οι δρόμοι. Χιλιάδες κόσμος φορτωμένος με μωρά, με μπόγους, με ντέγκια. Άρρωστοι, γέροι και παιδιά στους αραμπάδες. Κι η φωτιά όλο και δυνάμωνε...

Κάποτε το μπουλούκι των χριστιανών σταμάτησε. Ούτε μπρος , ούτε πίσω. Μπρος η θάλασσα. Πίσω η φωτιά. Κι απ' τα πλάγια άλλα μπουλούκια. Και πίσω, παντού οι Τούρκοι που χτυπούσαν, σκουντούσαν με όπλα, με σπαθιά. Κανείς δεν μπορούσε πια να προχωρήσει. Σφηνώθηκαν εκεί, πλάι στη θάλασσα, ώσαμε το πρωί. Τα παιδιά ξάπλωσαν κάτω απ' τον αραμπά.
Η φωτιά χυμούσε στον ουρανό. Φώτιζε παράξενα τη νύχτα. Μαυροκόκκινες φλόγες γλείφαν το στερέωμα, λες κι ήταν φαντάσματα που χόρευαν αλλόκοτα, με μουσική τα ουρλιάσματα των Τούρκων, το θρήνο των χριστιανών, το βόγκο των πληγωμένων, το τρίξιμο και το γδούπο των σπιτιών που γκρεμίζονταν.
Το πρωί τους βρήκε άλλο κακό. Οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες. Πού να κρυφτεί τόσο αντρομάνι; Ζάρωναν τα παλικαράκια να φαίνονται παιδιά. Καμπούριαζαν και γίνονταν κουβάρι οι μεγάλοι να δείχνουν γέροι. Άρπαζαν τα όμορφα κορίτσια. Μονομιάς όλα φόρεσαν της νενές το φακιόλι να κρυφτεί τ' όμορφο νεανικό μούτρο.
Μες στο ξεδιάλεγμα και στην ανεμομπουμπούλα, βρέθηκε ο Χατζηνάσος με την οικογένειά του μαζί με άλλους σ' ένα δρόμο της Πούντας. Σε λίγο είδαν έναν σκοτωμένο. Ήταν μισοσκεπασμένος μ' ένα παλτό. Η Ιφιάνασσα πρώτη φορά βλέπει σκοτωμένο. Κοιτάει τα γυμνά ξυλιασμένα πόδια με τα κιτρινιασμένα νύχια, που εξείχαν απ' το παλτό. Δεν ήξερε, καθώς τον κοίταζε, πως απ' εκείνη τη μέρα, μόλις θα' βγαζε τη νύχτα τα πόδια της όξω απ' το σκέπασμα, αμέσως θα' ρχόταν στο νου ο σκοτωμένος της Σμύρνης, και τρομαγμένη θα τα ξανατραβούσε μέσα.
Πιο πέρα σμίξαν μ' άλλους, κι όλοι μαζί φτάσανε στο Πανιώνιο...Εκεί μπήκαν μέσα στο νεκροταφείο. Η πρώτη δουλειά όλων ήταν ν' ανοίξουν τα μνήματα. Να κρύψουν μέσα τους άντρες. Να μουντζουρώσουν τα κορίτσια. Να τα ντύσουν γριές.
Πάει η Ελένη να ξεσκεπάσει τη μητέρα της, βλέπει ότι ήταν πεθαμένη. Μάνι μάνι, άνοιξαν ένα μνήμα να τη θάψουν. Βρέθηκε κι ένας παπάς.
- Τύχη που είχε η γριά! Τη διάβασαν κιόλας! Κάνει ένας Αρμένης, που είχε κρυφτεί στον πλαϊνό τάφο. Αλί σε μας, που θα πάμε αδιάβαστοι...
Δυό μέρες έμειναν στο νεκροταφείο.
Τα μαντάτα έρχονταν απανωτά.
- Οι Τούρκοι σφάζουν, κρεμούν, σκοτώνουν.
- Το Χρυσόστομο τον σέρνανε στα σοκάκια και σιγά σιγά τον κόβανε κομμάτια κομμάτια. Μαρτύρησε ο Μητροπολίτης μας. Άγιασε...
- Οι σύμμαχοι δεν βοηθούν...
- Βαπόρια φορτώνουν κόσμο για την Ελλάδα. Όποιος προφτάσει και μπει...
- Η φωτιά τίποτα δεν άφησε όρθιο. Από τέσσερα μέρη η φωτιά...
- Η φωτιά κι οι λεηλασίες φάγανε τη Σμύρνη.
- Πάει πια, πέθανε η Σμύρνη.
- Μου' ρχεται στο νου το γνωμικό που λέει:
" Η Πόλη αν καεί, η Σμύρνη κάνει Πόλη.
Η Σμύρνη αν καεί, Σμύρνη δεν κάνει η Πόλη".
- Τώρα που κάηκε, κανείς πια δεν μπορεί να την αναστήσει.
-Ας γλιτώσει ο κοσμάκης, και πάλι θα ξαναγίνει. Η Σμύρνη θα ξανακάνει τη Σμύρνη.
Τρεις μέρες στο νεκροταφείο. Η πείνα άρχισε να τους παιδεύει. Κανείς δεν παίρνει απόφαση. Κι όλο έρχονται και καινούριοι. Να κουνηθούν δεν μπορούν.
Ένας παραγιός, πώς και βρήκε το Χατζηνάσο.
- Αφεντικό, έφερα ψωμί και κασκαβάλι. Ήταν ο Πανάνης.
- Ποιος σου είπε; πού ήξερες ότι είμαστε εδώ;
- Σας είδε από μακριά ο αδερφός μου. Μ' έστειλε να σας πάρω. Έχουμε δικό μας φούρνο στο Νταραγάτσι. Εκεί πλύθηκαν, άλλαξαν, έφαγαν ψωμί και φαΐ μαγειρεμένο.
- Δεν ξεχνάμε, αφεντικό, που μας βοήθησες ν' ανοίξουμε το φούρνο. Τι γίνεται ο κύριος Μήτσος;
- Πριν απ' τη φωτιά έχω να τον δω. Εσείς δεν ακούσατε τίποτα;
- Όχι, μονάχα για τους Μαινεμενλήδες μάθαμε. Πιάσανε καμιά δεκαπενταριά, όσους βρήκαν, και τους σκοτώσαν, επειδή σκοτώσανε τότε τον καϊμακάμη.
- Έμαθες ποιους σκότωσαν;
- Τον Ανανία τον πιάσαν αμέσως στο Κορδελιό. Εκεί τον κρέμασαν. Το Νικολάκη το Σαραφείδη , τον Αλέκο τον Αλεξίου, το Σπύρο και το Στέλιο Παλά, τον Νίκο τον Ατζεμιδάκη, τον Αυγεράκογλου και δεν ξέρω ποιους άλλους. Δάκρυσες αφεντικό. Ποιος να το περίμενε...
- Εσύ τι θα κάνεις; Βλέπω δουλεύεις. Τι σκοπό έχεις;
- Λέω να μείνω αφεντικό. Μπόρα είναι και θα περάσει. Τώρα που έχω δουλειά δικιά μου, να την αφήσω; Εσύ τι σκέφτεσαι;
- Εγώ;...Μόλις μπορέσουμε θα φύγουμε.

Σε μια βδομάδα ξεσηκώθηκε πάλι ολόκληρη η οικογένεια, μ' απόφαση να φτάσουν στα βαπόρια. Ο μπαμπάς ντύθηκε γυναίκα. Ο Κλήτος έβαλε πολύ κοντά πανταλόνια κι όλο καμπούριαζε να φαίνεται πιο μικρός. Πήραν μαζί τους μονάχα όσους μπόγους μπορούσαν. Όλα τ' άλλα έμειναν.
Μόλις κάνουν να προχωρήσουν λίγο, τους σταματούν οι Τούρκοι. Η μαμά είχε μαζί της παράδες και κάθε φορά τούς έβαζε στο χέρι.
Δώσε εδώ, δώσε εκεί, κόντευαν να τελειώσουν οι παράδες. Σε λίγο τους κόβουν το δρόμο άλλοι Τούρκοι. Αυτοί είναι ζόρικοι. Ζητάνε κι άλλα. Τους χώνει δυό χρυσές στο χέρι η μαμά. Δε φτάνουν. Αγριεύουν. Ο Κλήτος ζαρώνει πιο πολύ. Ο μπαμπάς, μες στα γυναικεία ρούχα, τυλίγει πιο πολύ το φακιόλι στο κεφάλι. Σφίγγει πιο πολύ το Λευτεράκη στην αγκαλιά του. Αρπαέι ένας Τούρκος τον μπόγο με το ασημένιο σερβίτσιο απ' το χέρι του Κλήτου. Χύθηκαν τα κουταλάκια και τα πηρουνάκια του γλυκού κάτω. Κατρακυλούσαν οι κούπες τουγλυκού στο ντουσεμέ. Ντιντίνισαν ο δίσκος και τα ζάρφια. Αφού τους πήραν ό,τι είχαν, τους ανάγκασαν με κοντακιές και χτυπήματα, ν' αλλάξουν δρόμο κατά τον Άι Κωνσταντίνο. Σαν προχώρησαν λίγο, σκόνταψαν σ' ένα μπουλούκι τούρκικο που έσερνε κοπέλες κι άντρες. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι κι άλλοι, που σπρώχνουν προς το μέρος τους γυναικόπαιδα...Σπρώξε απ' εδώ, σπρώξε απ' εκεί, καρφώθηκαν στη μέση οι χριστιανοί. Τώρα χτυπάνε από παντού. Σαν είδε μια γυναίκα να σκοτώνουν μπροστά της την γκαστρωμένη κόρη της, άρπαξε το χέρι του Τούρκου. Θεριό έγινε εκείνος. Δίνει μια στη γυναίκα και την ξαπλώνει κάτω. Αυτό λες κι ήταν το σύνθημα. Αμέσως αρχίζει σφαγή. Η Ιφιάνασσα κι οι δικοί της βρίσκονται πιο άκρη, κοντά στο δρόμο. Μες στο μακελειό, τα κλάματα, τα ξεφωνητά, ξέφυγαν απ' τους Τούρκους. Τρέχοντας σαν παλαβοί φτάσανε στο "Και". Εκεί έσμιξαν με τον κόσμο. Όλοι σπρώχνουν και σπρώχνονται για την αποβάθρα, όπου είναι αραγμένα τα πλοία. Απ' την εξάντληση και το συνωστισμό, κάθε τόσο κι αφήνουν όλοι από κανένα μπόγο. Όλα τα πολύτιμα και τ' ακριβά της Μικρασίας ήταν σκορπισμένα στην προκυμαία της Σμύρνης. Κανείς για τίποτα δε νοιάζεται. Μονάχα, πώς να φτάσουν στο καράβι. "Παναγιά μου, βοήθησε να σωθούμε, και ζητιάνοι ας γυρίζουμε σ' όλη μας τη ζωή". "Χριστέ μου, δώσε να φτάσουμε στην Ελλάδα, κι όρκο δίνω σε μοναστήρι να κλειστώ". " Άι Λεφτέρη μου, λευτέρωσέ μας, και τάμα κάνω ξυπόλητη να' ρχομαι στην εκκλησιά σου, να σου ανάβω το καντήλι".
Ακόμα λίγο και κοντεύουν.
Στα πλάγια η θάλασσα λερωμένη, και τα πτώματα τουμπανιασμένα χτυπολογιούνται αναμεταξύ τους. Αλίμονο, αν παραπατήσει κανείς. Δε θα σηκωθεί. Αλίμονο, αν πέσει κανείς στη θάλασσα. Εκεί θα μείνει.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν. Φόρτωσε το βαπόρι κι έφυγε. Τώρα περιμένουν τ' άλλο. Ώρες περνούν...Η Ελένη μετράει και ξαναμετράει τα παιδιά. Μη χαθεί κανένα...Όλα κρατιούνται σφιχτά απ' το φουστάνι της κι απ' τα χέρια τους. Κοιτάει τον άγνωστο κακοπαθιασμένο κόσμο. " Τι να' γινε η Ευαγγελία;" σκέφτεται. " Ο Λεωνίδας, που πήγε να την βρει, τη βρήκε άραγε; Πού να βρίσκονται η Χρύσα, ο Καρατζόπουλος, η Δέσποινα, τα ανίψια της; Τι έγινε με το Μήτσο;" Η Βάσω είπε θα πήγαινε σε μιαν φιλενάδα της Εβραίισσα. Πού να' ναι τώρα;
Με το τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν πια στο καράβι, ξεσκισμένοι, καταματωμένοι, ξεμαλλιασμένοι. Ούτ' ένα μπογαλάκι μαζί τους...Κι οι πιο πολλοί άντρες να λείπουν...
Και σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή, και ξελαγάρισε το μυαλό, τότε, απ' τ' ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνονταν απ' τον τόπο τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να σκίζει τον αγέρα. Ένα ουρλιαχτό που' γινε θρήνος και μοιρολόι για τους άντρες, που έμειναν στα χώματά τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν. ( απόσπασμα)

Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Πυρπολημένη Γη, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1981.
Η " Πυρπολημένη Γη " είναι το πρώτο βιβλίο της  τριλογίας της Ιφιγένειας Χρυσοχόου. Αρχίζει το 1877 και τελειώνει το 1922 με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία. Το δεύτερο " Μαρτυρική Πορεία" αναφέρεται στην ομηρία 1922 - 1924. Το τρίτο " Ξεριζωμένη Γενιά" αρχίζει με το καράβι που κουβαλάει τους ξεριζωμένους του 1922, την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη, την πάλη τους για την επιβίωση και τελειώνει το 1977 με το ρίζωμα και τις επιτεύξεις τους.



Ο Ξεριζωμός! Από το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Το μεγάλο μας τσίρκο" (1973) με τον Νίκο Ξυλούρη και την Τζένη Καρέζη σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου.Εμβόλιμα μέσα στο τραγούδι ακούγονται αυθεντικές αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.



Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο Αύγουστος του 1922  σημαδεύτηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή, ιστορικό γεγονός τεράστιας και καταλυτικής σημασίας για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεότερης Ελλάδας. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης υποστηρίζει, στο απόσπασμα που ακολουθεί,  την άποψη ότι η νεότερη Ελλάδα, ουσιαστικά, επανιδρύθηκε, όλα φτιάχτηκαν από την αρχή. Μέσα από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες δημιουργήθηκαν εκείνες οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες που οδήγησαν στις δραματικές εξελίξεις των επόμενων  χρόνων. Θεωρεί πολύ σημαντικά τα  χρόνια που μεσολάβησαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το ξέσπασμα του Πολέμου του 1940 και ό,τι ακολούθησε, δηλαδή  Κατοχή, Αντίσταση  και Εμφύλιο  διότι  εκεί βρίσκονται όλα όσα οδήγησαν σε αυτόν.
«Ο Εμφύλιος πάντως γεννήθηκε και εξελίχθηκε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της δικής μας κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής θα αναζητήσουμε λοιπόν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, τις συγκυρίες μέσα στις οποίες προκλήθηκε και τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτόν. Η διαύγεια στην κατανόηση της τότε εικόνας και των λειτουργιών της χώρας μόνο ως αναγκαία προϋπόθεση μπορεί να εκληφθεί στη απόπειρα κατανόησης των συνθηκών του Εμφυλίου. Το βασικό σημείο νομίζω που πρέπει να μας απασχολήσει είναι η «νεότητα» της χώρας.

Πραγματικά, αν η κατάσταση της Ευρώπης μπορεί να χαρακτηριστεί ρευστή και υπό διαμόρφωση, για την Ελλάδα μπορούμε άφοβα να μιλήσουμε για χώρα «υπό κατασκευή». Ίσως εκπλήξει η θέση αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με τις περί μακρόχρονης ιστορίας παραδόσεις  ή έστω με την αντίληψη που θέλει την εξέλιξη του ελληνικού κράτους γραμμική και προοδευτική από το 1821 και δώθε. Στην αρχή, όμως, του αιώνα και ιδιαίτερα στη δεκαετία 1912 – 1922 η ιστορία των Ελλήνων και η αντίστοιχη του ελληνικού κράτους υπέστησαν τόσες αλλαγές ώστε είναι νόμιμο να μιλήσουμε για νέα αφετηρία. Η χώρα που προέκυψε πολύ λίγο έμοιαζε με αυτή την οποία διαδέχθηκε.

Δεν ήταν μόνο η αλλαγή της γεωγραφικής έκτασης και του ειδικού βάρους της χώρας στην περιοχή της. Δεν ήταν μόνο η σημαντική δημογραφική αλλαγή, ο πολλαπλασιασμός των υπηκόων του νέου κράτους. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά υπερέβαλαν αυτές τις τεχνικές διαπιστώσεις . Μερικά, θεμελιώδη για την ιστορική πορεία των Νεοελλήνων, στοιχεία ανατράπηκαν ολοκληρωτικά την περίοδο αυτή. Παραδείγματος χάρη, η πριν από το 1912 Ελλάδα περιελάμβανε , εκτός από τους εντός των συνόρων πολίτες της, έναν δεύτερο, πραγματικό και φαντασιακό ταυτόχρονα, «εθνικό» χώρο. Εκείνο των εκτός των συνόρων Ελλήνων που προόδευαν, σχεδόν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο: στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, τον Δούναβη… Η μετά το 1922 χώρα δεν είχε τέτοιου είδους ενδοχώρα ενώ, αντίθετα, έπρεπε να αφομοιώσει και να ενοποιήσει πολιτισμικές ή και εθνικές κοινότητες που πολύ απείχαν από την τυπική εικόνα του Παλαιοελλαδίτη: πρόσφυγες από τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Ρωσία, τον Καύκασο, την Ιωνία, αλλά και μειονότητες: Σλαβομακεδόνες, Σεφαρδίτες Εβραίους, μουσουλμάνους κ.λ.π. Όσον αφορά δε τον κοινωνικό χώρο, εκεί πλέον η αναταραχή που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ξανάρχιζε, σε πολλούς χώρους, το παιχνίδι της κοινωνικής σύνθεσης σχεδόν από την αρχή. Με άλλα λόγια, η οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική λειτουργία της χώρας ξεκινούσε πάλι από νέες βάσεις, μέσα σε απόλυτη ρευστότητα. Γι’ αυτό νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για επανίδρυση της νεότερης Ελλάδας και να συμπεριλαμβάνουμε αυτή την κατάσταση στις αναλύσεις μας.

Από εκείνη την εποχή, το 1922 ή καλύτερα το 1925, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων στο νέο τους περιβάλλον, πέρασαν μόλις 15 χρόνια ως το 1940 και τις νέες περιπέτειες που η δεκαετία της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου επιφύλασσε. Ήταν ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με το έργο που έπρεπε να συντελεστεί. Η χώρα έπρεπε να μάθει να ζει στις νέες συνθήκες, όπου το εθνικό ταυτιζόταν με τα γεωγραφικά και πολιτικά σύνορα και όπου ο πλούτος ή η φτώχεια των Ελλήνων δεν εξαρτιόταν πλέον από δραστηριότητες στα μήκη και τα πλάτη της Ανατολικής Μεσογείου αλλά από τα όσα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στα στενά όρια του κράτους τους. Οι Έλληνες έπρεπε να μάθουν να συζούν μεταξύ τους, ακόμη κι αν η προέλευσή τους ήταν διαφορετική, οι δεξιότητες άλλες, οι διάλεκτοι διαφορετικές και η κοινωνική διαμόρφωση και προέλευση ξένη προς τη νέα τους θέση. Με άλλα λόγια, η χώρα έπρεπε να αναπτυχθεί ως γεωγραφικό και δημογραφικό σύνολο και οι έλληνες έπρεπε να ομογενοποιηθούν, να γίνουν ενιαία κοινωνία.

Στα δεκαπέντε χρόνια που χώρισαν την ολοκλήρωση της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόλεμο του ’40 και την αφετηρία της νέας περιόδου ανατροπών, η ζωή των ανθρώπων στην Ελλάδα πέρασε από πολλές διαφορετικές εμπειρίες. Πρώτα απ’ όλα, τα χρόνια αυτά υπήρξαν , για την πλειοψηφία των Ελλήνων, χρόνια στερήσεων, φτώχειας και μόχθου. Ήταν, όμως και χρόνια σχεδόν αναγκαστικής προόδου. Ασφαλιστικές δικλίδες δεν υπήρχαν. Η μετανάστευση προς τις κοντινές στην Ελλάδα περιοχές είχε πολύ περιοριστεί στις νέες συνθήκες  ενώ το μεγάλο καταφύγιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κλείσει τις πόρτες τους το 1924. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα στο στενό ελληνικό χώρο. Πολλά πράγματα δε από εκείνα τα βασικά που κρίνουν την επιβίωση έπρεπε να χτιστούν. Σε πολλές περιοχές, σε πολλές δραστηριότητες τα πράγματα έπρεπε να φτιαχθούν από την αρχή. Αυτό ίσχυε για τις πόλεις: οι τελευταίες, για ν’ αρχίσουμε, έπρεπε να χτιστούν. Στην αρχή της νέας περιόδου, γύρω από τα αστικά κέντρα δημιουργήθηκαν ατελείωτες παραγκουπόλεις, χτισμένες με ό, τι δήποτε υλικό βρισκόταν πρόσφορο στον γύρω χώρο, χωρίς υποδομές, χωρίς σχέδια, χωρίς πρόνοια για τις στοιχειώδεις ανάγκες των ανθρώπων. Η εφευρετικότητα και τα χρήματα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων έδωσαν το απαραίτητο στήριγμα, το κύριο, όμως, έργο αυτής της ανοικοδόμησης των εξωτερικών δακτυλίων περίπου όλων των ελληνικών πόλεων – της Παλαιάς ή της Νέας Ελλάδας – το ανέλαβε ο μόχθος των ενδιαφερόμενων ανθρώπων. Πολύ γρήγορα οι περιοχές αυτές της μιζέριας άλλαξαν μορφή και οι κάτοικοί τους, αφού εξασφάλισαν τις βασικές για την επιβίωσή τους προϋποθέσεις, άρχισαν να διεκδικούν την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό κατά τρόπο που να επιτρέπει την κοινωνική ανέλιξη και την ελπίδα. Η αρχική τους μιζέρια δεν ήταν τόσο κοινωνικά εκρηκτική όσο ήταν η προσπάθειά τους για ένταξη στη δυναμική της κοινωνίας. Γεννήθηκαν ανταγωνισμοί, πάθη, συγκρούσεις και προβλήματα, την πολιτική αντανάκλαση των οποίων εξέφρασε η ταραγμένη πολιτική ζωή της χώρας ιδιαίτερα από το 1932 και μετά. Ο κοινωνικός χώρος, ιδιαίτερα στις παρυφές της χειρωνακτικής εργασίας, στο σύνορο που χωρίζει τα κατώτερα στρώματα από τον μικροαστικό κόσμο, έγινε έντονα διαπερατός, ρευστός και διεκδικήσιμος.

Στην ύπαιθρο οι μεταβολές ήταν ακόμη πιο σαρωτικές. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να φτιαχτεί από την αρχή το ίδιο τοπίο ώστε να γίνει βιώσιμο και φιλόξενο για τους ανθρώπους που στάλθηκαν εκεί. Σε τούτα τα δεκαπέντε χρόνια, σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα , άλλαξε ο μορφολογικός χάρτης της Ελλάδας. Λίμνες αποξηράνθηκαν και έγιναν χωράφια, κοίτες ποταμών δαμάστηκαν και διευθετήθηκαν, κτίστηκαν χωριά, εκχερσώθηκαν δάση, εξοικονομήθηκε έδαφος για δουλέψουν και να ζήσουν οι νέοι και οι παλαιοί κάτοικοι της υπαίθρου. Όλ’ αυτά έγιναν με πόνο και με μόχθο. Η ελονοσία είχε τη μερίδα του λέοντος στα θύματα και η καταπολέμησή της αποτέλεσε ένα είδος πολέμου, μια αγροτική πανστρατιά, συγκρίσιμη ως προς τα θύματα με περιόδους στις οποίες κυριαρχούσε η μεταξύ των ανθρώπων βία.

Η γη διανεμήθηκε, οι άνθρωποι έμαθαν να συνεργάζονται, να ζουν μαζί, να συντονίζουν τις ενέργειες και τις εργασίες τους, αλλά και να ανταγωνίζονται στη διεκδίκηση κάποιας καλύτερης μοίρας, να εχθρεύονται, χωριό προς χωριό ή μαχαλάς προς μαχαλά. Η εργασία απέδιδε, ο τόπος μεταμορφωνόταν και μέσα στα δεκαπέντε αυτά χρόνια σκληρού μόχθου είχε δημιουργηθεί πλεόνασμα και υποσχέσεις πλούτου διεκδικήσιμες από εκείνους που ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί έχτισαν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Για τη δεκαετία του 1940 και ειδικά για τον Εμφύλιο αυτά τα δεκαπέντε χρόνια αγροτικής ιστορίας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η πλήρης αγροτική μεταρρύθμιση , η κατάτμηση της εκμεταλλεύσιμης γης σε μικρούς κλήρους, έκθετους στις πιέσεις της αγοράς, προκάλεσε ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Το κράτος ανέπτυξε  μηχανισμούς προστασίας, προσπαθώντας να περιορίσει τις πρόσθετες μετακινήσεις πληθυσμών προς τις πόλεις ενώ, από την δεκαετία του ’30, με το ξέσπασμα της κρίσης, την επικράτηση των αρχών της κλειστής οικονομίας και τον περιορισμό του εμπορίου, πρόσθετες λειτουργίες συγκεντρώθηκαν στον αγροτικό κόσμο.

Η κρατική παρέμβαση και οι παρενέργειές της ήταν ο άξονας αυτών των λειτουργιών. Η γεωργική παραγωγή έπρεπε να προσανατολιστεί κεντρικά προς την επίτευξη της αυτάρκειας στα αναγκαία για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας είδη, ενώ, ταυτόχρονα, ο ίδιος παραγωγικός τομέας έπρεπε να αποδίδει  τα εξαγώγιμα εκείνα προϊόντα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα στο σύστημα του δια των  συμψηφισμών εμπορίου. Τα καπνά και η σταφίδα έγιναν αντικείμενο κρατικής φροντίδας και παρέμβασης ακριβώς όπως και τα σιτηρά, για ανάλογους αν και ανόμοιους λόγους. Η ανάπτυξη και η διαχείριση της αγροτικής παραγωγής μεταβλήθηκαν σε σύνθετες υποθέσεις, που η εξυπηρέτησή τους απαιτούσε μηχανισμούς και υποδομές άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένους με το ζήτημα. Το πλέγμα των συνεταιρισμών, της Αγροτικής Τράπεζας, των κρατικών υπηρεσιών, των οργανισμών παρέμβασης και συγκέντρωσης της σοδειάς μπορεί να υπολογιστεί  στους άμεσα συνδεδεμένους οργανισμούς και λειτουργίες. Γύρω από αυτό διαρθρωνόταν ένας ολόκληρος κόσμος που από μόνος του δημιουργούσε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στις μικρές πόλεις της υπαίθρου: δικηγόροι, λογιστές, έμποροι, διαχειριστές, κρατικοί και τραπεζικοί υπάλληλοι, συνεταιριστές έφτιαχναν ένα ισχυρό πλέγμα που κυριαρχούσε στη ζωή των επαρχιακών κέντρων και αποτελούσε ένα είδος οικονομικής και πνευματικής ελίτ.

Κοντά και παράλληλα με αυτή την κοινωνική ομάδα, οι έμμεσες επιπτώσεις της προσοχής που δινόταν στις αγροτικές δραστηριότητες έκτιζαν με τη σειρά τους και αυτές έναν συγγενή και συνδεδεμένο με τον πρώτο κοινωνικό χώρο. Η εκπαίδευση, λόγου χάρη, στην οποία πολλά επενδύθηκαν στη μικρή αυτή περίοδο για να αντιμετωπιστούν οικονομικές και πολιτικές ανάγκες. Οι πρώτες συνοψίζονταν στην ανάγκη τροφοδοσίας των μηχανισμών που προπεριγράψαμε με επαρκώς μορφωμένα στελέχη. Οι δεύτερες σχετίζονταν με την πολιτισμική και μορφωτική ενοποίηση του νεοδημιουργημένου, μετά την εδαφική εξάπλωση και τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, ελληνικού λαού. Αυτός ο αναπτυξιακός και ενοποιητικός δεσμός, έντονα πρακτικός, αποτελεσματικός και προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα και στις ανάγκες, έγινε η ψυχή αυτών των τοπικών ελίτ, που κυριάρχησαν στις επαρχιακές μικροκοινωνίες του Μεσοπολέμου.

Αυτές ακριβώς οι τοπικές επαρχιακές αλλά και μικροαστικές ελίτ φαίνεται να βρίσκονται στη βάση των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών που ακολούθησαν. Ο ρόλος τους στην ανασυγκρότηση και στη νέα αφετηρία του ελληνικού κράτους ήταν τόσο σημαντικός ώστε, στο τοπικό επίπεδο αρχικά και στο εθνικό στη συνέχεια, βρέθηκαν στη βάση του αιτήματος για επαναπροσδιορισμό της κρατικής εξουσίας και του ρόλου της, την αλλαγή δηλαδή του ταξικού προσανατολισμού της. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης δυναμικής, φιλόδοξης και ανατρεπτικής κοινωνικής ομάδας.

Ο Πόλεμος της Αλβανίας και οι πρώτοι κατοχικοί μήνες έφεραν τις κοινωνικές αυτές ομάδες στο προσκήνιο της εθνικής ιστορίας. Οι έφεδροι αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί που ουσιαστικά οδήγησαν – και φάνηκαν στους πολλούς ότι οδήγησαν, αυτό είναι το πιο σημαντικό – τον στρατό της Αλβανίας στις μεγάλες του επιτυχίες ανήκαν ακριβώς σε αυτόν τον κοινωνικό χώρο. Οι τοπικοί παράγοντες που οργάνωσαν την τοπική, αγροτική ή αστική, κοινωνία για την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων των πρώτων κατοχικών μηνών, που πέτυχαν δηλαδή την ανάπλαση των μηχανισμών επιβίωσης τους οποίους ο επίσημος κρατικός μηχανισμός μέσα στο συνολικό του ναυάγιο και την ανυποληψία του ήταν ανίκανος να εξασφαλίσει, ανήκαν επίσης στον ίδιο κοινωνικό χώρο. Οι νέοι ρόλοι, που οι συγκυρίες του 1940 – 1941 τους προσέδωσαν, μετέτρεψαν αυτές τις τοπικής εμβέλειας κοινωνικές ελίτ σε διάδοχο πολιτική κατάσταση σε εθνική κλίμακα ή τουλάχιστον τις κατέστησαν την πλέον αξιόπιστη κοινωνική και πολιτική δύναμη της χώρας μετά τη διαδοχική κατάρρευση και απαξίωση όλων των υπόλοιπων σχημάτων. Η πολιτική έκφραση αυτών των κοινωνικών ομάδων αθροίστηκε και αρθρώθηκε μέσα από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ.

Η παρουσία αυτών των τοπικών ελίτ που οι συγκυρίες ανέδειξαν σε βασική πολιτική και κοινωνική δύναμη στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν αρκετή από μόνη της για τη μεταβολή του πολιτικού σκηνικού. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες έπρεπε να ταχθούν με το μέρος αυτών των νέων δυνάμεων. Η ύπαιθρος έδινε πλούσιο υλικό σε αυτό τον τομέα. Οι ορεινές ή ημιορεινές περιοχές ιδιαίτερα – αυτές δηλαδή που θα στήριζαν τον ένοπλο αγώνα και τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αντίστασης – βρίσκονταν σε κατάσταση αναβρασμού και ρευστότητας. Η άφιξη των προσφύγων και η συνεπακόλουθη πλήρης αγροτική μεταρρύθμιση περιόρισαν τόσο τον οικονομικό χώρο των ορεινών χωριών όσο και τις ασφαλιστικές τους δικλίδες. Η ζήτηση εργατικών χεριών στα πλούσια πεδινά και στις πόλεις περιορίστηκε σημαντικά λόγω της προσφοράς εργατικού δυναμικού και λόγω της μικρής έκτασης των «αναδασμένων» γεωργικών κλήρων. Η εποχιακή μετανάστευση έπαψε να είναι σταθερή συμπληρωματική πηγή εισοδήματος σε μια περίοδο που οι δυνατότητες εξόδου στο εξωτερικό, κοντινό ή μακρινό, μηδενίστηκαν επίσης. Στη διάρκεια της Κατοχής η ένοπλη αντίσταση και η δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας έδωσε διεξόδους στον κόσμο των ορεινών χωριών που έβλεπε τη θέση του να απειλείται. Η νέα εξουσία είχε επίκεντρο της τις ορεινές περιοχές και συχνά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τις προσδοκίες τους. Η αφαίρεση μέρους της αγροτικής παραγωγής των πλούσιων πεδιάδων και ο προσανατολισμός τους προς τα ορεινά με όρους επωφελείς στα τελευταία ήταν μία από αυτές τις παραμέτρους. Η διαδικασία δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τον παραγωγικό χώρο των πεδιάδων ο οποίος, σε αντάλλαγμα, αποκτούσε ένα πολιτικό και στρατιωτικό στήριγμα στην αντίθεσή του προς τις αρχές κατοχής και το δικό τους σύστημα διαχείρισης  της αγροτικής παραγωγής: δηλαδή την υποχρεωτική συγκέντρωση του προϊόντος με αντίτιμο ελάχιστα χρήσιμο χρήμα – σε συνθήκες όπου η αγορά ελάχιστα λειτουργούσε – σε μια προσπάθεια προσανατολισμού των αγροτικών προϊόντων προς τις αγορές των πόλεων με τη διαμεσολάβηση των κατοχικών αρχών.

Η Ελεύθερη Ελλάδα ήταν το προϊόν αυτής της συνάντησης των επαρχιακών ελίτ με τον αγροτικό χώρο των ορεινών κατ’ αρχάς, των πολύ παραγωγικών στη συνέχεια, με παρονομαστή τη δημιουργία ενός οικονομικού συστήματος που θα άφηνε απ’ έξω τις μεγάλες πόλεις και, ως εκ τούτου, τις κατοχικές αρχές και εξουσίες.

Όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν αποκλειστικά τη διαχείριση των υποθέσεων της χώρας, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση του Σεπτέμβρη του 1943, το κίνημα της Αντίστασης βρισκόταν στην ακμή του. ο ΕΛΑΣ είχε αποκτήσει σημαντικό ποσοστό των όπλων και των στρατιωτικών ειδών των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής της χώρας, η έκταση της Ελεύθερης Ελλάδας είχε διευρυνθεί με την εξαφάνιση των ιταλικών φρουρών και το κύρος της Αντίστασης βρισκόταν στο απόγειό του , καθώς είχε ενσωματωθεί σε αυτό η δυναμική του νικητή. Στο εσωτερικό, η εύκολη διάλυση το καλοκαίρι του 1943 όλων των ανταγωνιστικών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ οργανώσεων, που στηρίχθηκαν στο σώμα των αξιωματικών και που δημιουργήθηκαν βιαστικά εν όψει μιας πιθανολογούμενης επέμβασης των Συμμάχων στην Ελλάδα, άφησε ουσιαστικά μόνο στρατιωτικό – και πολιτικό στις τότε συνθήκες – αντίπαλό του ΕΛΑΣ τον ΕΔΕΣ και τις ισχνές δυνάμεις της ΕΚΚΑ -5/42. Αντίπαλοι περιορισμένης εμβέλειας απέναντι στον θριαμβεύοντα, στις αρχές του φθινοπώρου του 1943, στρατό του ΕΛΑΣ.

Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε γι’ αυτούς η αναγκαστική διαίρεση της χώρας σε ζώνες κατοχής και ζώνες κυριαρχίας των ανταρτών. Διέγνωσαν επίσης τις δυνατότητες που τους πρόσφερε η ελληνική κοινωνία στην αντιμετώπιση του κινδύνου. Διαμόρφωσαν λοιπόν και άρχισαν χωρίς καθυστέρηση να εφαρμόζουν μια επιθετική τακτική με πολλούς στόχους , που συνέκλιναν στο ίδιο αποτέλεσμα.

Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η αιχμή του δόρατος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν ήταν οι βαθιές διεισδύσεις αξιόμαχων μονάδων στις περιοχές όπου κυριαρχούσε η Αντίσταση και η πρόκληση εκεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερων καταστροφών στις οικονομικές υποδομές. Για την ακρίβεια, οι μόνες αισθητές καταστροφές που μπορούσαν να γίνουν στην αγροτική ορεινή Ελλάδα ήταν η καταστροφή των αγροτικών εγκαταστάσεων και εργαλείων, η πυρπόληση χωριών, που εκτός από τη καταστροφή των αποθεμάτων τροφίμων και των μέσων παραγωγής, αποσκοπούσε στην αποδιάρθρωση των ορεινών κοινωνιών και στον εξαναγκασμό των κατοίκων τους να καταφύγουν, ως πρόσφυγες , στα μεγάλα οικιστικά κέντρα, και στα υπό τον έλεγχο των αρχών πεδινά. Οι εκστρατείες των Γερμανών, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες του 1943 -1944, απέδωσαν σημαντικά αποτελέσματα. Η καταστροφή 1.700 χωριών και οικισμών της ορεινής Ελλάδας προκάλεσε έντονα προβλήματα στο κίνημα της ένοπλης αντίστασης, στον ΕΛΑΣ, καθήλωσε αριθμητικά τις δυνάμεις του και προσανατόλισε αναγκαστικά την τακτική του προς την επίλυση του επισιτιστικού, επιμελητειακού του προβλήματος.

Αυτό το τελευταίο υπήρξε ίσως η κυριότερη πηγή εμφύλιων συρράξεων τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Πραγματικά, το δεύτερο σκέλος της γερμανικής τακτικής απέβλεπε στη θωράκιση των πεδινών με την οργάνωση – σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και με την κοινωνική στήριξη όλων των αντιτιθέμενων στο ΕΑΜ κοινωνικών ομάδων – ένοπλων σωμάτων ασφαλείας, στα οποία θα ενσωματώνονταν και πολυάριθμοι αξιωματικοί του παλαιού ελληνικού στρατού. Τα Τάγματα Ασφαλείας, όπως αυτοί οι σχηματισμοί ονομάστηκαν , είχαν απρόσμενη επιτυχία σε πολλές περιοχές της χώρας. Πολιτικοί ή πολιτιστικοί παράγοντες έκριναν την επιτυχία ή την αποτυχία τους στις διάφορες περιοχές της χώρας, μπορούμε όμως βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο βασικός παρονομαστής της επιτυχίας τους ήταν η αυξανόμενη εχθρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν οι πλουσιότερες αγροτικά παραγωγικές ζώνες της χώρας – λόγω των οικονομικών στην ουσία τους πιέσεων που εξασκούσε πάνω τους – την Ελεύθερη Ελλάδα και τη σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη ορεινή κοινωνία της. Μια κοινωνία που, το 1944, είχε εμφανές πρόβλημα να θρέψει τον εαυτό της και να στηρίξει ταυτόχρονα τον στρατιωτικό και πολιτικό μηχανισμό της Ελεύθερης Ελλάδας.

Τα Τάγματα Ασφαλείας έφθασαν στη μέγιστη αριθμητική τους ανάπτυξη το καλοκαίρι του 1944, παρά τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνταν εναντίον τους καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση. Οι δυνάμεις τους έφθασαν τους χίλιους αξιωματικούς και τους 25.000 με 30.000 άνδρες, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν οι μη ενταγμένοι σε οργανικούς σχηματισμούς εξοπλισμένοι χωρικοί, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Οι προαναφερθέντες αριθμοί ήταν συγκρίσιμοι με την ενεργό δύναμη του ΕΛΑΣ εκείνη την εποχή. Η ερμηνεία αυτής της κινητοποίησης μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να στηριχθεί μόνο στις εξελίξεις αυτού που ιστοριογράφοι της Αντίστασης – και οι τότε πηγές της – περιγράφουν ως «μάχη της σοδειάς», το καλοκαίρι του 1944. Στην προσπάθεια δηλαδή του ΕΛΑΣ και των αντιστασιακών οργανώσεων να εξασφαλίσουν στις παραγωγικές πεδιάδες τα αναγκαία για την επιβίωση του ΕΛΑΣ και της Ελεύθερης Ελλάδας αγαθά, αλλά και να δημιουργήσουν τα αποθέματα εκείνα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την εξουσία στην Απελευθέρωση.



Η διαίρεση της Ελλάδας σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα στην τελευταία φάση της Κατοχής ενισχύθηκε και από ένα άλλο μέτρο των αρχών κατοχής. Είναι γνωστό ότι από το φθινόπωρο του 1942 η χώρα ή μάλλον ορισμένες περιοχές της, Αθήνα και Πειραιάς κυρίως, βάσιζαν τον επισιτισμό και τον εφοδιασμό τους με είδη πρώτης ανάγκης στο προϊόν της μεταξύ των εμπολέμων συμφωνίας για εφοδιασμό της Ελλάδας από συμμαχικές πηγές. Η από το εξωτερικό βοήθεια με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού, τη συνδρομή της Σουηδίας και την οικονομική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών έλυσε το επισιτιστικό αδιέξοδο των αστικών κέντρων και μαζί έλυσε τα χέρια της κυβέρνησης της Αθήνας, απαλλάσσοντάς την από το μεγαλύτερο βάρος της και δίνοντάς της  τα μέσα και την άνεση να ασκήσει πολιτική. Η ανθρωπιστική αυτή βοήθεια προοδευτικά διογκώθηκε σε μέγεθος – από 15.000 τόνους το μήνα άγγιξε τους 40.000 τόνους στις παραμονές της απελευθέρωσης – και ενίσχυσε βαθμιαία τις πολιτικές της λειτουργίες και παρενέργειες.

Μία από τις λίγες παρεμβάσεις που οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι έκαναν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Αθήνας  αλλά και τη συμφωνία του Ερυθρού Σταυρού, στο ζήτημα της διανομής της βοήθειας, ήταν ότι τα προερχόμενα από αυτή εφόδια δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πέσουν στα χέρια των ανταρτών. Κατά συνέπεια, η διανομή αυτών των αγαθών σταματούσε εκεί όπου άρχιζε η δραστηριότητα του αντάρτικου  και η κυριαρχία ή παρουσία των αντιστασιακών οργανώσεων. Δημιουργήθηκε έτσι μια ουσιαστική, από την πλευρά των ισορροπιών , διαίρεση της χώρας. Από τη μια πλευρά η Ελλάδα που επωφελείτο από τη διεθνή φροντίδα και συνδρομή και από την άλλη μια άλλη Ελλάδα, ελεύθερη μεν, που έπρεπε όμως να ζει με τις δικές της δυνάμεις και τους περιορισμένους πόρους της επικράτειάς της. Με λίγα λόγια, φτιάχνονταν σύνορα εκεί που λίγο αργότερα θα προέκυπταν τα μέτωπα του εμφυλίου.

Αυτού του είδους η διαίρεση της χώρας, εκπορευόμενη από οικονομικές εξελίξεις που με τη σειρά τους προκαλούσαν κοινωνικές στρατεύσεις, ήταν κατά τη γνώμη μας πολύ πιο ουσιαστική στο ζήτημα της δημιουργίας προϋποθέσεων εμφυλίου απ’ ό,τι ήταν οι διαμάχες μεταξύ των οργανώσεων της Αντίστασης. Η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με την ΕΚΚΑ ή με τον ΕΔΕΣ δεν είχε από μόνη της την απαιτούμενη εκείνη δυναμική, το κοινωνικό βάθος αν προτιμάτε, για να προκαλέσει βαθιές εμφύλιες ρήξεις. Αρκετές αποδείξεις για τη διαπίστωση αυτή δίνει, νομίζουμε, η ευκολία με την οποία ο ΕΛΑΣ διευθέτησε το θέμα αυτών των οργανώσεων μόλις του δόθηκε η ευκαιρία. Δεν συνέβαινε το ίδιο με την άλλη διαίρεση της Ελλάδας. Το κράτος της Αθήνας, στηριγμένο στη βοήθεια από το εξωτερικό και σε άμεση σύνδεση με τις διεθνείς ισορροπίες και εξελίξεις, περιλάμβανε γεωγραφικά τις πόλεις και τις βασικές πλουτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Στηριζόταν επίσης στις κοινωνικές ομάδες που δημιουργήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μέσα στο πλαίσιο αυτό, αλλά και στις παραδοσιακές, για τις οποίες η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία αντιπροσώπευε τη μέγιστη απειλή.

Μπροστά σε αυτό τον ισχυρό χώρο, η Ελεύθερη Ελλάδα της Αντίστασης ήταν ουσιαστικά αποκομμένη από τον διεθνή παράγοντα, κυριαρχούσε γεωγραφικά στις λιγότερο παραγωγικές ζώνες της χώρας, ενώ μεγάλο τμήμα των κοινωνικών στρωμάτων που ενεργά ή δυνάμει τη στήριζαν, μικροαστικά και εργατικά στρώματα, βρίσκονταν στις πόλεις, κάτω από την πολιτική και οικονομική εξουσία του αντιπάλου. Η ηθική , ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική της ακτινοβολία ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το πραγματικό υλικό της υπόστρωμα. Για το λόγο αυτόν και ο εναντίον της αγώνας του στρατοπέδου των ισχυρών κράτησε τόσο πολύ και πήρε τη μορφή εμφύλιου πολέμου.»(σελ.52-62)



Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, Τόμος 1Α  Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002