Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Λοχοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Λοχοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται...

 

Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται·
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

Τάσος Κόρφης, Ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα 1983

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Πέτρος Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι

"... Άλικα σα να΄ταν ματωμένα τα γαρούφαλα, κι οι ντάλιες αλλιώτικα χλομές...
 - Φανταχτερά που είν' στο φως της λάμπας τα λουλούδια! είπε με το νου της, κι ήτανε χαρούμενη.
     Σαν άλλαξε τις μάρκες της στον πάγκο, πήε κι έκατσε σε μια γωνιά` κι έβγαλε μεσ' απ' την κάλτσα της το κομπόδεμα.
     Το'λυσε, τα μέτρησε μιαν ακόμα όλα μαζί, το ξανάδεσε πάλε και το' βαλε στη θέση του. Ύστερα ίσιωσε την καλτσοδέτα της.
     Το μπογαλάκι της, με το καπέλο της μαζί, ήταν εκεί δίπλα, σ' ένα τραπεζάκι απάνου.
      Άμα κατέβασε πια τα φουστάνια της, άρχεψε να ετοιμάζεται για φευγιό, και πήε να σιαχτεί στο μεγάλο τον καθρέφτη που είχε τη λουσάτη κορνίζα τη γυαλιστερή, κι απάν' απάνου το χρυσό πουλί με τα μισάνοιχτα φτερά, έτοιμο λες κι αυτό να πετάξει, να φύγει.
       Κοιτάχτηκε.
      Έτσι της φάνηκε: σα να ξανάνιωσε, σα να ξαναπήρ' απάνου της. Γιατί, μήτε χαλκαδιασμένα δείχτανε τα μάτια της, μήτε πια είχε λακκάκι το μάγουλό της, α δεν έκανε βέβαια να γελάσει. Ακόμα ως και τις χαρακωτές γραμμές στο κούτελο , ως κι αυτές, έπρεπε να τις προσέξει καλά για να τις ξεχωρίσει.
     Κι είπε μέσα της:
  - Μα!...Για φαντάσου!...σε μια στιγμή λέει...έτσι άψε -σβήσε, να παίρνει κανείς απάνου του! ε;
    Ύστερα , σα να ήτανε τίποτα άλλο που απαντούσε πάλι μέσα της:
  - Ε...βέβαια! Έτσι θα είναι, σαν παίρνει κανείς και γίνετ' άνθρωπος...Έτσι θα είναι` δεν μπορεί!...
    Σάμπως και τότες, το ίδιο δεν ήτανε και τότες άμα τη χτύπησε κατακέφαλα η κακιά η ώρα; Δεν έλιωσε, δεν έσβησε, δε μαράθηκε μήπως έτσι άψε-σβήσε;
   Τότες ήταν η λιγοθυμιά θα πεις, και την είχε μουσκέψει κιόλας εκείνος ο κρύος ο ίδρος, σαν κλειδώσαν τα σαγόνια της, και της κόπηκε το σάλιο στο στόμα. Είχε χάσει τον κόσμο, ίσαμε που ξαναρχέψανε πάλι τα μελίγγια να χτυπόυνε, άμα τη συνεφέρανε ξανά στον εαυτό της, όσοι τρέξανε να την παρασταθούν...και είπανε κιόλας:
  -...Καλά να πάθει!...Απ' το κεφάλι της!...
  - γιατί τη σήμερον ημέρα, η κάθε γυναίκα πρέπει να το τιμά το στεφάνι  που βάζει!...- έτσι είπαν και φτύσανε κιόλας τους κόρφους τους οι πιότεροι.
   Κι ύστερα, σα βρέθηκε στα σοκάκια, έκανε σαν τρελή, και δεν ήξερε το τι έκανε. Γιατί πια δεν της είχε μείνει μυαλό στο κεφάλι, απαράλλαχτα αν έτυχες την ώρα που σφάζουνε βόδια, κι άμ' ως τα βρει του μαχαιριού η μύτη, εδώ πίσω στο σβέρκο, στον κόμπο της ζωής που λένε, τα βλέπεις και σωριάζονται χάμου, πεθαμένα πράματα. Κι ύστερα, αφού καλά καλά τους κόψουν το κεφάλι, ακόμα και μακριά να τα πάνε για να  τα γδάρουν και να τα πλύνουνε, βλέπεις και, το σωριασμένο κορμί, το δίχως μυαλό, αρχίζει άξαφνα και παραδέρνει και σπαρταρά και σειούνται χάμου οι μάλτες...Ακούς, τ' ακούς με τ' αυτιά σου, το θυμωμένο το μουγκρητό που βγαίνει απ' το κομμένο το λαρύγγι μαζί με τα πηχτά τα αίματα, και σα λάχει να βρεθούν γριές μπροστά, τις βλέπεις και σταυροκοπιούνται κειν' την ώρα.
   Έτσι τα ίδια, ύστερα, σα βρέθηκε στους πέντε δρόμους.
    Όμως τα περασμένα, ξεχασμένα!...Ψέμματα;
    Αργαναστέναξε` κι άμα ξεφούσκωσε το στήθος της, έτσι της φάνηκε: σα να' φυγε τίποτα, καμιά πλάκα.
  ...Κοιτάχτηκε κατάματα, μες στη μέση στο μαυράδι των ματιών, έτσι, και τόσο που, μέσα στις δυό εκείνες μελανές γυαλιστερές κουκκίδες που ήτανε τα μάτια της τα δυο, είδε το μούτρο της, είδε τον ίδιο τον εαυτό της, είδε τη σκοτεινή της την ψυχή αλάκερη να παραδέρνει μέσα στη μαύρη μπόρα, την μπόρα π' άρχιζε τώρα να ξεδιαλύνει, ύστερ' από τόσα και τόσα χρόνια...Κι αυτήν την είδε` και χαμογέλασε. Το είδε κι αυτό.
   Πασπάτεψε το κορμί της, σα να μην το πίστευε. Κι η άλλη μέσα στο ρηχό γυαλί, ταυτόχρονα, πασπάτεψε κι αυτή.
   -...η...Κατίνα! ε;...εσύ η Κατίνα;...χα!...χα!...η...η...
    Το αίμα της άναψε, χτύπησ' ο σφυγμός κι η καρδιά απανουτές φορές, μαζί με τα μελίγγια...Κι έτσι ξαφνικά, απρόσμενα, μες στο ζεστό μυαλό της, ξύπνησε το μουδιασμένο της εγώ .
   - Εγώ!...η!...η!...
    Και λαχάνιασε.
    Μα ποια απ' τις δυο ήτανε η σωστή Κατίνα, η...η Κατίνα...η...λεύτερη, η ξεπλυμένη απ' το βούρκο, ε;...ποια;...Αυτή; που κοίταζε μεσ' απ' το γυαλί; για η άλλη; Μα ποια απ' τις δυο ήτανε η άλλη;...Γιατί....
   - Εγώ...η!...Κατίνα!...ε...ε...γω!...
   ...Κι ύστερα σκοτείνιασαν τα πράματα, κι ακόμα λίγο να χαθούν από μπροστά της, γιατί δεν το χωράει το μυαλό, σαν έρθει η ώρα η καλή, η ώρα που γινόμαστε άνθρωποι...
     Έτσι, τα μπέρδεψε η Κατίνα μέσα στο ίδιο της το είναι, σα να της φάνηκ' όνειρο ο ίδιος ο εαυτός της, κι έβλεπε με τ' άυλα μάτια της ψυχής, σαν τίποτα υπερούσιο, το ίδιο της το εγώ...Ίσαμε που, μεσ' απ' το ξυλένιο το κλουβί, ψηλά, στο πάλκο απάνου, άρχεψε άξαφνα η γαλιάντρα το κελαηδητό: θλιμμένους ερωτιάρικους λαρυγγισμούς, έτσι γλυκά...μα γλυκά...
   - Άιντε, καληνύχτα μωρή!...της είπε φεύγοντας η Ταρσή η Πλουλπού.
     Μα τ' άκουσε, δεν τ' άκουσε; ποιος ξέρει!...
     Κι η γαλιάντρα ακόμα κελαηδούσε.
     Ήταν ο έξω κόσμος όλα αυτά, ήταν το όξου απ' το εγώ` και το πιοτό που ήπιε από νωρίς... ήτανε κι αυτό` κι ήτανε δυο οι Κατίνες.
    Κι οι δυο μαζί είδανε πάλι τη Μανιώ τη Μπαγιαντέρα που έφευγε με τον αγαπητικό της, της μυστικής αστυνομίας για τα ήθη, τον Κουραμπανά.
   - Γεια σου, μωρή Κατίνα!...
   Εκείνος είπε σβραχνά:
   -...κι αύριο με υγεία!...
   Λες να' ξερε τίποτα;
   Μπα! Το είχε συνήθειο να δίνει ευκές ο Κουραμπανάς.
   Μα καμιά απ' τις δυο Κατίνες δεν έδωσ' απόκριση, γιατί η άλλη αποχαιρετούσε τώρα με το μάτι τις παλιές της γνωριμιές εκεί μέσα, τα δυο μεγάλα πορτέτα: ....το βασιλέα τον πολυχρονεμένο και τη γυναίκα του...εκείνην που είχε το όνομα της εκκλησιάς της ξακουσμένης, όπου μες στο ιερό της μαρμαρώθηκε μαζί με τ΄αλογο του ο άλλος, που το λένε τα βιβλία, και που πάλε μια μέρα, με χρόνια πάλε και με καιρούς, θα πάει Άγγελος Κυρίου να τον ξεμαρμαρώσει, και θα πα' να' τονε προσκυνήσει ο συνονόματός του, που τις κοιτάζει τώρα και τις δυο...τότες σα θα βαρέσουνε χαρούμενα τα σαράντα σήμαντρα κι οι καμπάνες οι εξηνταδυό....Γιατί έτσι το λένε τα βιβλία[....]
                                        
[...] Ανεβαίνοντας για τελευταία φορά τα σκαλιά του υπογείου ξαναθυμήθηκε η Κατίνα τη μέρα που τα είχε πρωτοκατέβει.
     Πώς τα κατρακύλησε τότες μονοκούκι, και πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να τ' ανέβει!
  ....Στάθηκε μια στο κεφαλόσκαλο, γύρισε κι έριξε μια στερνή ματιά στην κόλαση που την τσουρούφλισε χρόνια ολάκερα. Κοίταξε, απαράλλαχτα όπως ο φυλακισμένος άθελα γυρνά και βλεπει τη σιδερένια, τη βαριά την πόρτα που κλείνει πίσω του, σαν έχει πια μπροστά του τον αέρα και τη λευτεριά.
     Κι άκουσε τη φωνή του Ακάθαρτου που έβγαιν' απ' το βάθος.
    - Ε!...κάποτες θα γυρίσει κι ο τροχός...Και τότες πια!...Σα θα γίνουμε άνθρωποι...
    Το μάτι της έπεσε ξανά στα βαμμένα γράμματα, πάνου στη μέσα πόρτα, την τζαμένια:
       " Ο ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ" 
   Τα είχε ζουγραφίσει ο Παντελάκης ο Ακάθαρτος με το χέρι του.
   Μα η Κατίνα είχε γλιτώσει...
   ....Κι άμα πήρε πια την ανάσα της βαθιά, άμα τη χτύπησε καταπρόσωπο ο αέρας, λες να ξεκόλλησε το πόδι της απ' το καταραμένο το κατώφλι, και ρίχθηκε μ'  όλη της τη δύναμη μπροστά, στα σκοτεινά...γιατί- κι ας το είχε πει ο Παντελάκης- ακόμα , δεν είχε ξημερώσει ακόμα...
(Πέτρος Πικρός, Σα θα γίνουμε άνθρωποι , Άγρα, 2009 ) ( απόσπασμα)


Την ιδέα για την ανάρτηση αυτή μου έδωσαν τα Κεράσια και Κρίνοι



    
 
 
    
 

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Γαλάτεια Καζαντζάκη, η πρώτη ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέας



" Στη Γαλάτεια Καζαντζάκη ανήκει η μεγάλη τιμή να είναι η πρώτη ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέας...

Το έργο της πλούσιο σε ποσότητα ξεχωρίζει για την υψηλή λογοτεχνική του ποιότητα. Διαπνέεται ολόκληρο από βαθύ ανθρωπισμό , που αναβλύζει από τα ευγενή ιδανικά , στα οποία πίστεψε βαθιά και υπηρέτησε πάνω από μισόν αιώνα....

Η Γαλάτεια ...από τα πρώτα της έργα  παίρνει κριτική θέση απέναντι στη σύγχρονή της κοινωνία. Ξεσκεπάζει και μαστιγώνει την υποκρισία, την απανθρωπιά,την ανήθικη συναλλαγή....

Η αναφορά στη γυναίκα είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής δημιουργίας της Γαλάτειας. Η Ελληνίδα μεροκαματιάρισσα, αγρότισσα, υπάλληλος, νοικοκυρά, με τον ιδιαίτερο ψυχικό της κόσμο και τις αντιδράσεις της , με τα καθημερινά προβλήματα και τους αγώνες της να απαλλαγεί από τη διπλή σκλαβιά - την κοινωνική και την οικογενειακή- να λυτρωθεί από τις προλήψεις και την εκμετάλλευση, να γίνει ισότιμο μέλος μιας κοινωνίας πραγματικάς λεύτερης και δίκαιης, να βρει δηλαδή στον ήλιο "μοίρα", αποτελούν τον καμβά που πάνω του κεντάει με τον πλούσιο ιδεολογικό και συναισθηματικό της κόσμο και τη μαστοριά της, αληθινά κομψοτεχνήματα του λόγου.
Στο πρώτο της μυθιστόρημα " Ρίντι Παλιάτσο" δημοσιευμένο το 1909 στο περιοδικό "Νουμάς" , προβάλλει με πρωτότυπο τρόπο την επαναστατημένη ψυχή της γυναίκας, που οι δομές της κοινωνίας τη θέλουν σκλάβα, αντικείμενο και όχι ανθρώπινη ύπαρξη....

Η Γαλάτεια όμως είναι γεννημένη αντάρτισσα.....Στα διηγήματά , τις νουβέλες , τα μυθιστορήματα, τα θεατρικά της και τα ποιήματά της , που θα δημοσιεύσει ύστερα από το 1916 και κυρίως ύστερα  από την Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία , όταν πια θα ασπαστεί  την κοσμοθεωρία του επιστημονικού σοασιαλισμού και θα ενταχθεί στο επαναστατικό κίνημα της χώρας μας, δίνει πίνακες της αστικής παρακμής με τέτοια ρεαλιστική δύναμη  και πάθος για την αλλαγή αυτής της κοινωνίας , που αποτελούν λαμπρές σελίδες της προοδευτικής, της κοινωνικά προβληματισμένης λογοτεχνίας μας....


" Πιστεύω στη ζωή στην ολοένα ανανεούμενη και ολοένα ομορφότερη. Ο Θάνατος υπάρχει για τον εγωκεντρικό ανθρωπάκο, σα δε βγαίνει από το τρισάθλιο σαρκίο του. Για όσους βλέπουν το άτομό τους, όχι απομονωμένο, αλλά σα μέρος του συνόλου της ανθρωπότητας, θάνατος δεν υπάρχει... "

Τα αποσπάσματα ανήκουν στο κείμενο του Τάκη Αδάμου , Για τη Γαλάτεια . Ολόκληρο το κείμενο βρίσκεται εδώ .




 Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αμαρτωλό

 Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα

ο τόπος μου ποιος ήταν, ποιοι οι δικοί μου
αν ξέρω ανάθεμά με
σπίτι, πατρίδα, έχω τα μπουρδέλα.

Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου
θολές, σβησμένες ζωγραφιές
κι είν' αδειανό σεντούκι η θύμησή μου

το σήμερα χειρότερο απ' το χτες
και τ' αύριο απ' το σήμερα θε να 'ναι
φιλιά από στόματ' άγνωστα, βρισιές
κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε

γλέντια, καβγάδες ως να φέξει
αρρώστιες, αμφιθέατρο, Συγγρού
κι ενέσεις 606

πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλ' η ζωή μου του χαμού

μ' από την κόλασή μου σου φωνάζω
εικόνα σου είμαι κοινωνία
και σου μοιάζω...



Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Το Κάστρο της Νεράιδας

  
Το Κάστρο της Νεράιδας
(Παλιά ιστορία σε καινούργιο παραμύθι)



 Μια φορά κι έναν καιρό, τον παλιόν καιρό, ζούσαν μέσα στες θάλασσες, στες λίμνες και στα ποτάμια κάτι πανώριες κορασιές χωρίς νάχουν μάννα και πατέρα ή κι' αδέρφια που δεν γέραζαν ποτέ, όσα χρόνια κι' αν περνούσαν από τα πάνω τους, κι' αυτές οι κορασιές λέγονταν Νεράιδες.
    Σ' εκείνα τα μακρυνά χρόνια, που ζούσαν οι Νεράιδες στα διάφορα στεκούμενα νερά, ζούσαν κι άλλες πανώριες κορασιές, μέσα στ' απάτητα λόγγα, στα λαγκάδια και γύρα στες κρουσταλλένιες και καθαρογάργαρες βρύσες και στες νεροσυρμές, οι Ξωτικές, κι αυτές χωρίς μάννα και πατέρα κι αδέρφια, που δεν γνώριζαν ποτέ τα γεράματα κι είχαν απάνω-κάτω τα ίδια ιδιώματα με τες Νεράιδες.
    Καμμιά φορά Νεράιδες  και Ξωτικές, που θεωριώνταν συναμεταξύ τους ως πρωτοξαδέρφες, ανταμόνονταν, όπως τες έφερναν οι άνεμοι: ή στη θάλασσα και στες λίμνες, αν ο άνεμος είταν βουνίσιος, ή στους λόγγους αν ο άνεμος είταν θαλασσινός. Τότε γένονταν μεγάλο πανηγύρι και μεγάλη χαροκοπιά[....]
    Τον καιρό εκείνο, που είχαν τα ποτάμια, οι λίμνες κι οι θάλασσες Νεράιδες, και τα λόγγα, οι λαγκαδιές, οι νεροσυρμές κι οι βρύσες Ξωτικιές, υπήρχαν κι εδώ στη λίμνη μας τέτοιες Νεράιδες και στα λόγγα μας, στα λαγκάδια μας, στες νεροσυρμές μας και στες βρύσες μας τέτοιες Ξωτικές....
    Τον καιρό εκείνο, που υπήρχαν οι Νεράιδες κι οι Ξωτικιές στα νερά και στα λόγγα, δεν είταν ακόμα χτισμένα τα Γιάννινά μας αυτού, που βρίσκονται σήμερα. Δεν υπήρχε καθόλου πολιτεία με τέτοιο όνομα. Υπήρχε όμως μια παλιά πολιτεία, κάτω από το Κάστρο των Ελλήνων, που λέγεται σήμερα Καστρίτσα και τώχε γκρεμίσει η Μονοβύζα πριν από πολλά - πολλά χρόνια. Αυτή η πολιτεία λέγονταν Εροιβιά. Την ώριζε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο, μ' όλον τον τόπο: βουνά και κάμπους, που βρίσκονταν ολόγυρα. Αυτό το βασιλόπουλο, ενώ είχε όλα τα καλά του και τ' αγαθά του ως βασιλειάς, στέρνες γεμάτες φλωριά, αμέτρητα κοπάδια γιδιπρόβατα, χιλιάδες αλογοφοράδια, μουλάρια και βώδια, δεν γνώριζε καλή μέρα. Τώτρωγε μέρα-νύχτα η πίκρα την καρδιά. Δεν γελούσε, δεν τραγουδούσε, δεν χαίρονταν τα νειάτα του και δεν παντρεύονταν, γιατί δεν μπορούσε να βρη γυναίκα της αρεσιάς του, τη γυναίκα, πώβλεπε κάθε νύχτα στον ύπνο του. Περβάτησε Ανατολές και Δύσες γυρεύοντας την , αλλά δεν την απαντούσε πουθενά, όπου κι αν πήγαινε όπου κι αν γύριζε.[ ..]
     Ένας παλιός δούλος του παλατιού του, εκατοχρονιάρης, βλέποντας το βασιλόπουλο να μαραίνεται μέρα με την ημέρα, τον πόνεσε η καρδιά του και τον ρώτησε:
[.....]- Γιατί δεν γελάς και δεν χαίρεσαι, μον στέκεις πάντα μελαγχολικός και μαραίνεσαι;. Πες μου τον καϋμό  σου, γιατ' είμαι εκατό χρονών γέροντας κι έχουν ιδεί πολλά τα μάτια μου στη ζωή μου και ξέρω πολλά πράγματα...Ίσως μπορέσω να σου δώκω καμμιάν ορμήνεια....
        - Αγαπώ μια πανέμορφη κορασιά, πλειό ώμορφη κι απ' τον αυγερινό, και τον αποσπερίτη, πλειό ώμορφη κι απ' τη χρυσαυγή...Μια κορασιά, που την βλέπω κάθε νύχτα στον ύπνο μου, κι έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, Ανατολή και Δύση, και δεν μπόρεσα, ούτε μπορώ να την βρω!... Τι τα θέλω, λοιπόν, τα καλά , πώχω; Τι την θέλω τη ζωή, αφού δεν μπορώ να βρω και ν' αποχτήσω εκείνη, που κάνη την καρδιά μου να ματόνη; Καλύτερα να πεθάνω , μια για πάντα, παρά να πεθαίνω κάθε μέρα και να ζω έτσι που ζω, πεθαμένος κι άθαφτος!
      Τότε του απάντησε ο γέρος:
          - Αφού δεν σου αρέσει καμμιά γυναίκα στον Κόσμο, τότε να προσπαθήσης και να μπορέσης να πάρης καμμιά Νεράιδα για γυναίκα σου. Δύσκολο πράγμα αυτό, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βρης και να πάρης την γυναίκα που εινορεύεσαι. Για να το κατορθώσεις αυτό, πρέπει να πας μια νύχτα, πριν τα μεσάνυχτα σε μιαν ακρολιμνιά της Λίμνης μας, πριν βγουν οι Νεράιδες να στήσουν το χορό τους και να κρυφτής σ' έναν καλαμιώνα, έτσι που να μην μπορεί να σε ιδή μάτι και να περιμένης εκεί ως που να βγούν, κατά τη συνήθειά τους από την Λίμνη, να ρίχνουν τους πέπλους τους απάνω στα καλάμια και ν' αρχίζουν να χορεύουν, και τες ακούσης να τραγουδούν, να πεταχτής απ' την κρυψώνα σου, σαν γεράκι γλήγορος και ν' αρπάξης έναν πέπλο, όποιο κι αν είναι, από τ' απλωμένα στα καλάμια και να φύγης προς το παλάτι σου[...]Φτάνοντας στο παλάτι να πετάξης αμέσως τον πέπλο στη φωτιά να γένη στάχτη...Τότες η Νεράιδα εκείνη θα γένη γυναίκα σου!
        Ακούοντας αυτά τα λόγια το βασιλόπουλο, πήγε την ίδια νύχτα σε μια ακρολιμνιά[...] την ώρα που βγήκαν οι Νεράιδες από τη Λίμνη[...] κι άπλωσαν τους πέπλους[...] αυτό πετάχτηκε[...]άρπαξε έναν πέπλο[...] και δρόμο , σαν αλάφι, για το παλάτι του.
       Βλέποντας αυτό η Νεράιδα[...]έτρεξε σαν τρελλή, από κοντά του, παρακαλώντας και κλαίγοντας, να της τον δώκη, αλλά πού της τώδινε αυτός, και τη στιγμή , που μπήκε στην αυλή του παλατιού του, αυτός μπροστά κι εκείνη πίσω, βρήκε τους ζυμωτάδες να ζυμώνουν ψωμί και τους φούρνους αναμμένους κι έρριξε τον πέπλο της Νεράιδας σ' έναν από τους αναμμένους φούρνους, κι έγεινε στάχτη.
      Τότε η Νεράιδα έπαψε τες παρακάλιες και τα κλάματα, έπεσε στα γόνατα του, κι ώμωσε ότι γένονταν γυναίκα του. Το βασιλόπουλο την κύτταξε τότε κατάματα την Νεράιδα στο πρόσωπό της, την γνώρισε ότι είταν εκείνη, πώβλεπε τόσον καιρό στα είνορά του, και, μαγεμένος από την άρρητη ωμορφιά της, διαλάλησε την άλλη μέρα σ' όλο το Βασίλειο του, ότι βρήκε την γυναίκα, που γύρευε, κάλεσε στον γάμο όλη την αρχοντολογιά άντρες , γυναίκες και παιδιά, κι έγεινε ο γάμος κι χαρά που βάσταξαν βδομάδες....
     [...] Γενόμενη βασίλισσα η Νεράιδα , βαφτίστηκε Χριστιανή Ορθόδοξη κι ωνομάστηκε Γιάννω[...]
      Η Νεραϊδοβασίλισσα Γιάννω, είταν, κατά το φαινόμενον μόνον ευτυχισμένη κι ευχαριστημένη με τη νέαν κατάσταση της ζωής της[...]
    [...] Μια μέρα την έπιασε ο Βασιλειάς ν' αγναντεύη την Λίμνη, να κλαίγη και να μοιρολογάη και να τρέχουν τα δάκρυα της , σαν βρύσες, απάνω στα κάτασπρα μάγουλά της.
        - Δεν μ' αγαπάς, Βασίλισσα γυναίκα μου, της είπε. Δεν μ' αγαπάς...
        - Σ' αγαπώ, άντρα μου Βασιλειά, του απάντησε εκείνη, σ' αγαπάω και σε λατρεύω, αλλά με τρώει κι ο πόνος των τριάντα εννιά αδελφάδων μου, που τες ξεχωρίστηκα και τες έχασα έτσι έξαφνα κι αναπάντεχα...
      - Αλλ' αφο'υ κάηκε ο πέπλος σου και δεν μπορείς να ζήσης πλειό μαζή τους , μέσα στα νερά της Λίμνης, όπως ζούσες έναν καιρό, γιατί κλαις στα χαμένα;
       - Αλήθεια λές, άντρα μου Βασιλειά, θα μπορούσα όμως να παρηγορηθώ λίγο , αν μώχτιζες ένα παλάτι απάνω σ' εκείνον τον μεγάλο βράχο, που βρίσκεται ψηλά από την λίμνη κι αντίκρυ στο Νησί. Έτσι θα μπορούσα να βλέπω και ν'ακούω τες αδελφές μου τα μεσάνυχτα με το φεγγάρι, ή με την αστροφεγγιά και τα μεσημέρια το καλοκαίρι, κα΄τω από το ηλιοστάλαμμα.
       - Μετά χαράς σου, Βασίλισσα γυναίκα μου! Θα γένη το θέλημά σου...
      Της απάντησε ο βασιλειάς κι αμέσως διαλάλησε σ'όλα τα μαστοροχώρια και μαζεύτηκαν στην Εροιβιά χίλιοι μαστόροι και σε τριά χρόνια έχτισαν το Κάστρο της Νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, που σώζεται ως τα σήμερα, και στην άκρη του Κάστρου, ψηλά από τη Λίμνη, όπου είναι σήμερα το Τζιαμί του Ασλάν -Πασιά, της έχτισαν κι ένα πανώριο παλάτι με γυάλινον εξώστη, για να κάθεται αυτή μέσα, με σαράντα δούλες, ν' αγναντεύη τες τριάντα εννιά αδελφές της τες ώρες που βγαίνουν, νύχταή μέρα , από το νερό....
      Από τ' όνομα λοιπόν, της νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, ωνομάστηκε το Κάστρο " Κάστρο της Νεράιδας" κι η πολιτεία που χτίστηκε αργότερα , Γιάννινα[...]( απόσπασμα)

Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επιθ. Ελλοπία , Ιωάννινα, Δεκ. 1930, ετ. Α΄αρ 5, σελ 113-115. Αναδημοσιεύτηκε στη συλλογή διηγημάτων : Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα ,εκδόσεις Ροές- Οι Ηπειρώτες, Αθήνα 2007.


Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Πού πας καραβάκι;

Αχ αυτός ο Ευρυτάνας Ιχνηλάτης τι μου φέρνει κάθε φορά στο νου.Ζαχαρίας Παπαντωνίου και Το τραγούδι της μάνας στην τελευταία του ανάρτηση. 
Εμένα μου θύμισε ένα άλλο ποίημα του Παπαντωνίου , Το ευλογημένο καράβι που το έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν πολύ μικρή και θυμάμαι μόνο τις δύο πρώτες στροφές. Θυμάμαι το χειμώνα στο χωριό μου, όταν λυσσομανούσε ο βοριάς , ακουγόταν η θάλασσα που βούιζε και ο ήχος της ερχόταν μέχρι το σπίτι καθώς όλη η περιοχή  γύρω από το χωριό τότε ήταν ακατοίκητη  και πάντα εκείνος έλεγε αυτούς τους στίχους που προφανώς δεν ήξερε ότι ήταν και του Παπαντωνίου.



Τὸ εὐλογημένο καράβι

«Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό,
σὲ μάχεται ἡ θάλασσα,
δὲν τὴ φοβᾶσαι;
Ἀνέμοι σφυρίζουν
καὶ πέφτει νερό,
ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»

«Γιὰ χώρα πηγαίνω
πολὺ μακρινή,
θὰ φέξουνε φάροι
πολλοὶ νὰ περάσω,
βοριάδες, νοτιάδες
θὰ βρῶ, μὰ θὰ φτάσω
μὲ πρίμο ἀγεράκι,
μ᾿ ἀκέριο πανί..."

Αργότερα το μελοποίησε και η Αφροδίτη Μάνου





Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Εμμανουήλ Ροΐδης, Τα " ανθελληνικά"

[...] Ο Εμμανουήλ Ροΐδης συγκατάλεγεται στα αδέσποτα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής. Μοιάζει να διακατέχεται από ένα τέτοιο αίσθημα ασφυξίας μέσα στο ελλαδικό  τοπίο, ώστε βάλλει σχεδόν αδιακρίτως κατά πάντων: κομματαρχών και ψηφοφόρων, ρασοφόρων και θρησκευομένων, εθνικών ευεργετών και πνευματικών ταγών, λογιοτάτων και λαϊκότροπων, δημοσιογράφων και αναγνωστών...
Ο Ροΐδης δεν μπορεί να εγκιβωτιστεί σε αυτό που αποκαλούμε εθνική παράδοση, καθώς τη βρίσκει αφόρητα πνιγηρή και την αποδομεί συστηματικά. Ανατέμνει με σαρδόνιο ύφος τις στρεβλές και μισαλλόδοξες προσπάθειες του νεόκοπου ελλαδικού κράτους να κατασκευάσει μιαν αδιάσπαστη ιστορική πορεία και φυσιογνωμία....Απομυθοποιεί κατά μέτωπο την περίφημη εθνική μας ιδιοπροσωπία, συνισταμένη εις προγονοπληξίαν και θρησκειοσκοταδισμόν!...Είναι εκ φύσεως σολωμικός: εννοεί το έθνος να μάθει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές..."(Αλέξανδρος Βέλλιος, Ροΐδης,ο σύγχρονος μας , απόσπασμα προλόγου )
 Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο : Εμμανούηλ Ροΐδης, Τα " ανθελληνικά",Αφορισμοί και σκαλαθύρματα, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2005
[...] Η Ελλάς, κατηνάλωσεν ολόκληρον τεσσαρακονταετίαν εις αγόνους συζητήσεις περί κομμάτων και κομματαρχών` άπαν δε το χρήμα, αντί έργων χρησίμων προς πόλεμον ή προς ειρήνην, εδαπάνησεν εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου.
Ομολογούμεν ότι λαός επί τοσούτον χρόνον  τοιαύτα ανεχθείς είναι εν μέρει άξιος της τύχης του` δεν αρνούμεθα ότι οι οπωσδήποτε αποκτήσαντες την πλειονοψηφίαν είχον την συνταγματικήν αρμοδιότητα να διανείμωσι το αίμα και τον ιδρώτά του μέχρι τελευταίας σταγόνος εις τους οπαδούς των` προθύμως αναγνωρίζομεν ότι και οι διάδοχοί των έχουσι το κοινοβουλευτικόν δικαίωμα να εξακολουθήσωσι την χαραχθείσαν αύλακα μέχρι παντελούς ολέθρου και χρεωκοπίας` αλλ΄αν υπό τον αριστερόν μαστόν έχουσι καρδίαν και όχι πέτραν, νομίζομεν ότι καιρός είναι πλέον να παύσωσι σφαγιάζοντες ολόκληρον έθνος προς συντήρησιν αγέλης κατασκευαστών πλειονοψηφίας."

" Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλας τον πατριωτισμόν."

" Τον αγώνα κατά της ανικανότητος και υπέρ της αληθείας πιστεύω υποχρεωτικόν και επί τη υποθέσει ακόμη ότι θα ήτο μάταιος"

" Επιμένω να θεωρώ [το πολιτικόν μας πρόβλημα] ως εγκείμενον εις την ανικανότητα πάσης ελληνικής κυβερνήσεως να συμβιβάση την διατήρησιν της πλειονοψηφίας μετά της εκτελέσεως  των όσα πανθομολογουμένως επιβάλλει το κοινόν καλόν. Η προφανής και ανοικονόμητος αντίθεσις, η υφισταμένη μεταξύ του συμφέροντος της χώρας και του των αντιπροσώπων αυτής είναι η πηγή και τούτου όπως παντός άλλου κακού."

" Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν  και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσον μεγαλειτέρα  είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίνει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ως το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καραγωγείς που σκοτώνουν τ' άλογα από το πολύ το φόρτωμα και το πολύ το ξύλο  για το λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου: " Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!"

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Μιχάλη Γκανά , " Γυάλινα Γιάννενα"

Ο συνάδελφος και φίλος Βαγγέλης Αντωνόπουλος από το γυμνάσιο Καβασίλων Ημαθίας μου έστειλε το παρακάτω μήνυμα με την καταπληκτική εργασία των μαθητών του. Μπράβο στον Βαγγέλη και στα παιδιά!!!
 

Oι μαθητές της Α΄τάξης του Γυμνασίου Καβασίλων  εικονογράφησαν το ποίημα του Μιχάλη Γκανά " Γυάλινα Γιάννενα".
Απαγγέλλει ο ποιητής και η Β. Παναγιωτίδου. Ακούγονται το Τρίφωνο κι οι Galexico


Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Κώστας Βάρναλης, 36 χρόνια από το θάνατό του

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης.