Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστόφορος Μηλιώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστόφορος Μηλιώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Το πένθος



Κατοχή ήταν. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα, δύσκολα κι επικίνδυνα. Κάθε πρωί συνήθιζα να περνώ από το γραφείο του δικηγόρου Δανή. Καταλάβαινα πως μόλις ανέχονταν την παρουσία μου. Μετά την «καλημέρα» που έλεγε κοφτά, έσκυβε το μούτρο του στα χαρτιά, έτσι που νόμιζες πως θα τα μασήσει. Στεκόμουν λίγα λεπτά όρθιος και κοίταζα την πρωινή εφημερίδα. Πρώτα διάβαζα το Γερμανικό «ανακοινωθέν» για να βγάλω το δικό μου. Μετά περνούσα στις τοπικές ειδήσεις. Άφηνα την εφημερίδα στο τραπεζάκι, πρόσεχα λίγο την κίνηση του δρόμου, και ύστερα, «ευχαριστώ» έλεγα πάντα και ξεπόρτιζα. Θα σκεφτείς πως ήμουν αγενής, όμως είχαμε μακρινή συγγένεια που δεν την ξεχνούσα εξ αιτίας της εφημερίδας. Εκείνο το πρωί, πριν ακόμα τελειώσω το «ανακοινωθέν», μπήκε ο πουκαμισάς και πίσω του ο απόστρατος. Περασμένης κάπως ηλικίας και «ακραιφνείς» πατριώτες, αυτό να λέγεται. Πήραν από μια καρέκλα και κάθισαν κοντά στο δικηγόρο. Τι έλεγαν μεταξύ τους ούτε και μ’ ένοιαζε. Θα τελείωνα την εφημερίδα όταν άκουσα τον πουκαμισά: «Ξέρετε πόσοι άνθρωποι πέρασαν στο δρόμο με πένθος; Τί διάβολο, τόσοι πολλοί πεθαίνουν στην πόλη μας»;

— Άνθρωποι είμαστε• θα γεννηθούμε, θα πεθάνουμε, είπε ο απόστρατος. Πρόσεξα έξω την κίνηση. Αλήθεια, στους τρεις που θα περνούσαν, οι δυο ή ο ένας θα είχαν πένθος Απέναντί μας κάθονταν στο σταματημένο αμάξι του ο γέρο Ραδίτσας και περίμενε πελάτη. Το άλογο, ο Εδουάρδος ο Γ΄, σαν να έτρεμε στην πρωινή ψύχρα. Ήταν άλλοτε ένα θαυμάσιο άλογο. Άλλοτε, τον καλό καιρό που του έδινα σοκολάτα. Την έπαιρνε από την παλάμη με τα χείλη κι έτριβε το κατωσάγωνό του στην πλάτη μου. Αυτή την κίνηση έκανε πάντα. Τώρα το απόφευγα. Δεν ήθελα να με παρεξηγήσει το ζώο. Πού να καταλάβει τ’ ανθρώπινα.
— Μπα, και ο Ραδίτσας με πένθος! Μίλησε ο πουκαμισάς. Αυτός κάθεται στη γειτονιά μου• δεν άκουσα να έχασε κανέναν.
Χτύπησε με το δαχτυλίδι το τζάμι και, όταν ο αμαξάς έστριψε το κεφάλι του, του έκανε νόημα να ρθεί. Ο γέρος κατέβηκε αργά. Σέρνοντας τα πόδια μπήκε και βγάζοντας την τραγιάσκα: «Καλημέρα αφεντικά, στους ορισμούς σας».
— Γεια σου παλιόφιλε, του λέει ο πουκαμισάς. Μπρε μουρντάρη, ποια φιλενάδα έθαψες και κόλλησες το πένθος;
Οι άλλοι κακάρισαν• ήταν γνωστός στην αγορά ο γέρος σαν χωρατατζής κι ερωτύλος.
— Για τους Οβραίους, πέταξε το λόγο ο γέρος κι ανασήκωσε το κεφάλι προκλητικά.
«Τσακ» έκανε ο χάρακας στο κρύσταλλο του γραφείου. Εγώ είχα μεσάνυχτα. Ο πουκαμισάς ξέσκισε το πένθος του αμαξά και το έριξε στο αστείο. Βγήκα με το γέρο από το γραφείο κι από αυτόν έμαθα πως οι Γερμανοί ξεσήκωσαν τη νύχτα όλους τους Εβραίους των Γιαννίνων.
Ξεχνώντας ν’ αγοράσω τίποτα λάχανα για το μεσημέρι γύρισα σπίτι μου. Η μάνα είχε ριγμένο στις πλάτες το μαύρο σάλι. Έκανε κρύο. Κοντά της, στην καρέκλα με τη χαλασμένη ψάθα, κάθονταν ο τζουτζές της γειτονιάς. Κάτι της έλεγε, φαίνεται κάποια χιλιοειπωμένη ιστορία του. Γελούσε και χτυπούσε την αρβύλα στο πάτωμα. Στάθηκα στην κορνίζα της πόρτας. Η μάνα με κοίταξε βαθιά. Φαίνεται πως η όψη μου είχε τα χάλια της. Με ζύγωσε. Ο τζουτζές γελούσε ακόμα.
— Τι είναι; κανένας δικός μας…
— Οι Εβραίοι, είπα, όλους τους μάζεψαν… τους ταξίδεψαν τη νύχτα…
— Δυστυχία τους, μουρμούρισε κι έσφιξε στις πλάτες το σάλι.
— Και τον Ελιέζερ, μάνα• ρώτησα και μου είπαν πως και τον Ελιέζερ τον πήραν.
Ο τζουτζές σαν κάτι να κατάλαβε, γέλασε δυνατότερα. Το φαφούτικο στόμα του πέταξε σάλια στο μαγκάλι. Χτυπούσε τα χέρια στα λιγνά μεριά του και: «Τους Οβραίους, σκότωσαν οι Γερμανοί τους Οβραίους» φώναξε. Ύστερα μαζεύτηκε στην καρέκλα σαν ξεφουσκωμένος κι άρχισε να κλαίει ανθρώπινα.
Ήταν ορφανούλι ο Ελιέζερ μας. Έρχονταν τακτικά και του δίναμε φαγητό. Τον ντύναμε με τίποτα παλιά ρούχα μου. Μας αγαπούσε όσο και τη γιαγιά του. Όμως μια μέρα δεν κρατήθηκε, μου άρπαξε το χέρι κι ακούμπησε το μάγουλο με δύναμη, σαν να ήθελε να το αποτυπώσει για πάντα στην τρυφερή σάρκα του.
Η μάνα μου είχε πει πως κουβέντιασε με τη γιαγιά του παιδιού. Η γριά, ανάμεσα στ’ άλλα της βάσανα, της μίλησε και για τον Ελιέζερ της: «Γυρίζει πάντα πικραμένο από τα γειτονόπουλα, ύστερα κουρνιάζει πλάι μου βουβό». Σκιάζονταν η γριά πως θα της μαράζωνε. Κι αλήθεια, το παιδί γίνονταν όλο και πιο χλωμό. Τα μάτια του ήταν γιομάτα απορία και μυστική θλίψη. Τότε σκέφτηκα να προχωρήσω πέρα από το φαγητό που του έδινα. Του έφκιασα ένα ροδάνι, παιγνίδι παλιάς εποχής, που είχε σανιδένια ρόδα. Το έβαψα με χτυπητά χρώματα. Το άλλο πρωί πήγα στο σπιτάκι του. Κοιμόταν ακόμα. Παρακάλεσα τη γριά να μην το ξυπνήσει. Ακούμπησα το παιγνίδι στον τοίχο, απέναντί του, για να είναι το πρώτο πράγμα που θ’ αντίκριζε. Περίμενε με τη γριά. Ο ήλιος φώτιζε το ροδάνι όταν ο Ελιέζερ έπαιξε με τα μάτια. Τα στήλωσε κρατώντας την ανάσα. Τα έκλεισε, τα ξανάνοιξε και σαλτάροντας το αγκάλιασε. Ύστερα με πρόσεξε. Τότε ήταν που κόλλησε το μάγουλο στο χέρι μου. Όπως κατάλαβα, δεν ήταν για το παιγνίδι αυτό καθ’ εαυτό που μου φέρθηκε έτσι, ήταν που διψούσε για στοργή. Άλλη μέρα του έφκιασα χαρταετό. Ανεβήκαμε πάνω στο φρούριο. Πριν καλά καλά ψηλώσει, μας έδιωξαν οι Γερμανοί με χουγιατά. Ο αετός κρεμάστηκε πάνω στις αγροσυκιές που φυτρώνουν στα πλευρά του κάστρου. Πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε, ώσπου έμεινε ο καλαμένιος σκελετός. Ξεχνούσε να γυρίσει στη γιαγιά. Εκείνη μου τα έλεγε. Παραμιλούσε στον ύπνο του. Φώναζε τ’ όνομά μου, με καλούσε να το γλιτώσω από κάποιον κίνδυνο. Έλεγε στη γιαγιά πως ονειρεύεται τον αετό, τον αψηλώνει, μα τον αρπάζει πάντα ο στρατιώτης που φυλάει σκοπός στην τάπια.
Άφησα τον τζουτζέ να κλαίει σιγά και τη μάνα μου να χουχουλίζει τα χέρια. Κατέβηκα προς τη λίμνη περνώντας από το σοκάκι του Ελιέζερ. Στάθηκα μπροστά στο κλειστό χαμόσπιτο. Στο πρώτο σκαλί ήταν το ροδάνι του σπασμένο. Ίσως το παιδί θέλησε να το πάρει μαζί του, μα του το πέταξαν. Ύστερα γύρισα στην αγορά. Οι Γερμανοί έκλεβαν τα Εβραίικα μαγαζιά. Από το βουνό κατέβαινε ψύχρα. Εκεί θα χιόνιζε.
— Θα πεθάνουν όπως τους πήραν γυμνούς; καταλαβαίνεις; Τρεις χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν…, είπε ο σιδεράς στον παραγιό του. Περνούσα και τ’ άκουσα. Ο σιδεράς κρατούσε την αλυσίδα του φυσερού και είχε πένθος στο μανίκι του. Τότε δεν κρατήθηκα. Τράβηξα για τον πουκαμισά. Ήξερα πως ήταν από τα φανατικά μέλη των Ε.Ε.Ε., μιας προπολεμικής οργάνωσης με αντισημιτικές εκδηλώσεις.
— Θέλω μαύρο πουκάμισο, του είπα.
Με κοίταξε εξεταστικά: «Για να σηκώνει τη λέρα;» ρώτησε ειρωνικά.
— Όχι, μα για να σηκώσει όλα τα πένθη, απάντησα. Πλήρωσα και πήγα σπίτι να το φορέσω.


Φρίξος Τζιόβας, Το πένθος( συλλογή Έξοδος για πάντα) στο Μια πόλη στη λογοτεχνία. Γιάννενα, Χριστόφορος Μηλιώνης [επιλογή κειμένων],
 Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Για τον Χριστόφορο Μηλιώνη


 ΠΩΓΩΝΙ
Μνήμη Χριστόφορου Μηλιώνη
Τσιουγκρίσματα προπόσεις ευχές κι εμείς παράμερα
Στη γωνία - Χριστόφορε - πιάκαμαν το κιντόι
" ' Κούγω τον άνεμο π' αχάει μωρέ παπά Ντελή παπά
Τον ' κούγω να μαλώνει Ντελή παπά λεβέντη"
Κι έφτακαν στην πόρτα ανταριασμένες βελανιδιές
Η κοιλάδα του Γορμού στην αυλή - πώς χώρεσαν; -
Το ποτάμι ανοιξιάτικο με καραβίδες βίδρες
Πέστροφες κλαίουσες ανθισμένες ιτιές
Η λιάσα να τραμπαλίζεται ώσπου να
Φτάκομε αντίκρυ στ' αμπέλια για ράντισμα
Και φλαστολόγημα τα χωριά μας αντικρίζονταν
Μέγγουλη και Καξιός κι ανάμεσα ο 
Κασιδιάρης και ο Οζερός αρυτίδωτος
Να καθρεφτίζονται τα βουνά ένα γύρω
Κι οι τζιέρμποι ισορροπώντας στο ατέλειωτο
     Γαλάζιο
Τα δέντρα στο παραθύρι συλλογισμένα
Τα βουνά γερμένα στον ώμο τ' ουρανού
Κι ο Γορμός το ίσον κρατώντας - στο
Σακατεμένο πολυφωνικό - παίρνει
Βαθειές ανάσες
Απ' το γκρεμισμένο στήθος

Τάσος Πορφύρης, Ισόβια θλίψη, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2019
Ο αγαπημένος Ηπειρώτης συγγραφέας Χριστόφορος Μηλιώνης έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2017. 


Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Χριστόφορος Μηλιώνης, Ακούω τον άνεμο

σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή
Κ.Π.Καβάφης
Καλά ανακάλυψαν οι τουρίστες το Μέτσοβο, την Πάργα,τον Βίκο, το Πάπιγκο. Ωραία είναι όλα και μεγαλειώδη. Ωραία κι η αλευρόπιτα στο Μονοδέντρι και το "Περίπτερο" στη Μέρτζανη - ξενοδοχείο για διανυκτέρευση και εστιατόριο που σερβίρει ελάφι - πιλάφι και αγριογούρουνο από το εκτροφείο του. Τι θέλω εγώ να τους στείλω πέρα απ' το Καλπάκι, κατά τα σύνορα; Άσε τους να ιδούν το "Ηρώο" - ο Θεός να το κάνει -, όσοι το ιδούν, εκείνες τις πανάθλιες προτομές, που στήθηκαν στη θέση του τσιμεντένιου αετού με την ιταλική επιγραφή:

Ως εδώ έφτασαν οι γενναίες Λεγεώνες του Μουσολίνι.

Ως εδώ, και πολύ ήταν! Ούτε βήμα παραπέρα!
Βγήκαν από τα σπίτια τους οι Δολιανίτες, αντίκρυ, κι αγνάντευαν τον πόλεμο, πίσω από τους οβορούς. Ήσαν σαν ένα θέατρο. Κι ύστερα άρχισαν να χειροκροτούν, να φωνάζουν και να χτυπούν τις καμπάνες. Κι οι Ιταλοί μες στο χωριό τους ακόμα! Τι ξέρουν οι τουρίστες και τι να καταλάβουν;
Άντε να μπουν και λίγο στο πολεμικό μουσείο, για το παιδί, που "πρέπει να μαθαίνει". Άντε να πάνε κι ως τη Βελλά, να δουν το μοναστήρι. Άντε να περάσουν και κάτω από το λόφο με τον τσολιά στην κορυφή του. Και το παιδί να ρωτάει μέσ' απ' το κρύσταλλο του αυτοκινήτου:" Μπαμπά, τι κάνει εκείνος εκεί πάνω που δεν κουνιέται;" Κι ο μπαμπάς να κοιτάζει τις πινακίδες - κάπου εδώ στρίβουν για Αρίστη και Πάπιγκο. Δεν μπορεί εκεί θα φκιάνουν πίτες ηπειρώτικες, που μας έλεγε στην Αθήνα η φορνάρισσα - Ηπειρώτισσα είναι κι αυτή. Θα φκιάνουν τουλάχιστο κατσίκι στη γάστρα, δεν μπορεί να μη φκιάνουν!
Ως εδώ λοιπόν, και πολύ είναι! Ούτε βήμα παραπέρα!

Παραπέρα είναι το Πωγώνι, που δεν αξίζει τίποτε - " το παιδί μου είναι το πιο άσχημο παιδί του κόσμου! Έχει μάτια σαν του ποντικού, βγάζει απαίσιες φωνές, δεν ξέρει να μιλάει...", όπως λέγανε οι Κινέζοι, όταν ήταν να παρουσιάσουν το μοναχοπαίδι τους σε ξένους ανθρώπους. Κάτι χειρότερο: Σε τουρίστες!
Λέω να κάνω και πάλι μόνος μου το ταξίδι.Άλλωστε, πάντα μόνος μου ταξιδεύω, με αυτοκίνητο ή χωρίς αυτοκίνητο. Τι να τους κάνω τους άλλους; Εγώ δεν κάνω τουρισμό. Περνώ τη γεφυρούλα του Καλαμά - κάπου εδώ, μες στις καλαμιές έχει τις πηγές του - , αφήνω δεξιά, πάνω στο λόφο, τα Δολιανά που λιάζονται στο προσήλιο τους, να ζεσταθεί το κόκαλό τους.
Ανέβηκα την άλλη φορά, περπάτησά στην πλατεία, αεράτος τόπος. Πήγα και στο νεκροταφείο. Βρήκα εκεί τον Δημήτρη τον Μέτσιο, που ήθελε να γράψω ένα βιβλίο για τον Καλαμά, κι εκείνος να βάλει τη μουσική. Εγώ το' γραψα, Δημήτρη, και για τον Καλαμά και για τον Αχέροντα. Πού να το' ξερα πως θα' ρθουν έτσι τα πράγματα;
Εκείνος με κοιτάζει αμήχανος μέσ' από τη φωτογραφία του, σαν κάτι να θέλει να μου πει. Τι να μου πει και τι να του πω; Έκοψα και του άφησα λίγες ανεμώνες. Ο τόπος ολόγυρα γεμάτος, αλλά με τι ποδάρια να σκωθώ και χέρια ν' ακουμπήσω...

Κάνε τα χέρια σου τσαπιά, τις απαλάμες φκιάρια,
ρίξε το χώμα από μεριά, τις πλάκες παραπέρα.

Ένα παιδί με χαζεύει έξω από τα κάγκελα:
" Μοιρολογάς, θείο;"
" Τραγουδάω, γιε μου!"
Εδώ κάτω, αριστερά από το δρόμο, ήταν κάποτε αμπέλια. Τώρα λογγώσανε, έχουν γίνει πανέμορφα δάση, πυκνά, όλο βελανιδιές, κι απλώνονται ως απάνω, στις πλαγιές του Κασιδιάρη, πνίξανε τη Σιταριά και το Κρυονέρι. Τα φυλλώματά τους θροΐζουν υπέροχα. Ακούω τον άνεμο. Κούγω τον άνεμο κι αχάει, τον κούγω και μαλώνει. Ακούω τη μουσική σου, Δημήτρη. Είναι όνειρο!

Παλιά - πόσο παλιά; - υπήρχε εδώ ένα μεγάλο γεφύρι, που δρασκελούσε το φαράγγι από φρύδι σε φρύδι. Κι αντίκρυ, στη σπηλιά, ήτανε μοναστήρι, το μοναστήρι στους Αγιούς.
Όταν έφτανε εδώ το λεωφορείο από τα χωριά μας, πηγαίνοντας για τα Γιάννενα, οι γυναίκες που ταξίδευαν τραγουδούσαν τον " Ντελή - Παπά". Κάθε φορά που περνώ το σιγοτραγουδώ κι εγώ, συνήθως από μέσα μου, αλλά καμιά φορά και κανονικά. Και τι καλά που ακούγεται στην ερημιά!

Κούγω τον άνεμο κι αχάει - μωρέ παπά,
                                          ντελή - παπά,
τον κούγω και μαλώνει - ντελή- παπα λεβέντη.
Εσείς, βουνά των Γρεβενών και πεύκα του Μετσόβου, 
εσείς καλά τον ξέρετε - ν - αυτόν τον παπα - Γιώργη,
που ήταν μικρός στα γράμματα, μικρός στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα αρματολός και κλέφτης.
Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια,
το μοναστήρι στους Αγιούς δεν μπόρ' να το πατήσει,
τροΰρω - ύρω το' φερνε και άκρη δεν του βρίσκει...,

επειδή, βλέπεις, όλα τότες ήταν μεγάλα: το γιοφύρι, ο βράχος με το μοναστήρι, ο Ντελή - παπας.
Το γιοφύρι το ανατίναξαν οι δικοί μας το '40, κι ύστερα το ξανάφτιαξαν. Το ανατίναξαν πάλι οι αντάρτες το' 47. Διάβηκα τότε κι εγώ το ποτάμι σε σιδερένια βάρκα, που την έσερναν με σκοινιά οι στρατιώτες. Από τη μιαν άκρη αμολούσαν το σκοινί κι από την αντικρινή τραβούσαν. Δεκέμβρης μήνας, και το ποτάμι  άκρη σ' άκρη, θολό κι αφρισμένο - όλα τότε ήταν θολά κι αφρισμένα. Κοίταζες γύρω σου και σ' έπιανε φόβος.
Για κάμποσα χρόνια μετά, ο δρόμος κατηφόριζε το ποτάμι, περνούσε μια πρόχειρη σιδερένια γέφυρα κι έπαιρνε πάλι την ανηφόρα. Καλοκαίρι του' 50 πήγαινα με το λεωφορείο στα Γιάννενα, να φύγω για τη Θεσσαλονίκη, να δώσω εξετάσεις. Ήταν κι ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο φύσκα, έμπαινε το φθινόπωρο κι ο κόσμος έφευγε. Έλεγαν πως θα ξαναγύριζαν το καλοκαίρι και κάθε φορά γύριζαν όλο και λιγότεροι, ώσπου ο τόπος ερήμωσε.
Το λεωφορείο περνούσε αργά τη γέφυρα, μετά φόβου Θεού, οι γυναίκες πάψανε το τραγούδι, κάνανε το σταυρό τους. Στην ανηφόρα κώλωσε. Πήγε να βάλει ξανά μπρος, το πήρε πίσω και τουμπάρισε έξω από το δρόμο. Στάθηκε σ' έναν κομμένο πλάτανο, με τις ρόδες κατά τον ουρανό. Σπάσαμε τα τζάμια και βγήκαμε από τα παράθυρα. Ύστερα στα Γιάννενα, πειράζανε τον πατέρα μου, πως είχε βρεθεί ανάμεσα στα σκέλια της Καλογεράκαινας. Αυτός ήταν ντροπαλός, αλλά ας είναι καλά το μοναστήρι που βοήθησε, του λέγανε.
Ο δρόμος τώρα διαβαίνει σύρριζα στο βράχο. Μπαζώσανε κιόλας, ο βράχος χαμήλωσε, φαίνονται τα ίχνη από το παλιό χτίσμα, πάνω από τη σπηλιά. Όλο λέω να σκαρφαλώσω κι όλο το αναβάλλω. Δεν έχει νόημα πια. Τότε σκεφτόμουν να κρεμαστώ από πάνω με σκοινί. Έβλεπα μέσα καντήλες ασημένιες και σεντούκια με παλιά βιβλία, χειρόγραφα. Μας είχε σηκώσει το νου κι ο Λίνος ο Πολίτης με την παλαιογραφία. Τώρα φαίνεται το εσωτερικό του, τίποτε δεν υπάρχει. Μονάχα μια Παναγιά Βρεφοκρατούσα, ζωγραφισμένη πάνω στο βράχο. Στην Πρέσπα, μου λένε, έχει κι εκεί τέτοιες. Αποκλείεται! τους λέω.

Ξαναβγαίνοντας στο ίσιο, σκέφτομαι: Να τραβήξω ευθεία ή να κόψω, να βγω στη Βήσσανη;
Κάποτε, η Βήσσανη ήταν αρχοντοχώρι, το καμάρι του Πωγωνίου. Αυτή και το Δελβινάκι. Σπίτια μεγάλα, με δυο και τρία πατώματα. Το σπίτι των Μεντζαίων, κάθε καμινάδα του όσο κι ένας λουτροκαμπινές δικός μας. Είχαν ιδιόκτητη  ακόμα και τη λίμνη της Ζαραβίνας. Την έχουν και τώρα, αλλά οι κληρονόμοι πλήθυναν, γίνανε καμιά πεντακοσαριά, σκορπισμένοι στα πέρατα. " Όταν ήταν οι Μεντζαίοι στις δόξες τους", μου έλεγε ένα γύφτος Βησσανιώτης, " εμείς, οι γύφτοι, δεν τολμούσαμε να διαβούμε στο μεσοχώρι, μας έπιαναν με το μπαστούνι. Έπρεπε να κάνουμε όλο το γύρο του χωριού, για να πάμε στα καλύβια μας στην άλλη άκρη. Το ίδιο και στα Ζαγοροχώρια. Τώρα στα σπίτια τους βάλανε εμάς μέσα, να τα συντηρούμε, να μην πέσουν. Κι εμείς γίναμε αρχοντόγυφτοι τώρα".
Εγώ ποτέ δεν αντιπαθούσα τους γύφτους, τουρκόγυφτους και ρωμιόγυφτους. Φοιτητής, προσπαθούσα να μάθω τα ρόμικα. Έχω ακόμα κάτι μπακαλοδέφτερα με λέξεις: μπράλ: αδελφή, χαλιόμ: φαγητό, σταλό: χρήματα, και άλλα τέτοια. Ήξερα πως αυτοί κρατήσανε τη μουσική μας. Μάλιστα ένα φεγγάρι πήγαιναν στο σπίτι ενός φίλου μου, να μου μάθει λαγούτο. Μου' μαθε δυο τρία τραγούδια και σταμάτησε, δεν τον άφηναν οι δικοί του. Τον μάλωναν στη γλώσσα τους. Κατάλαβα πως δεν ήθελαν, μην τους πάρω την τέχνη.
Η Βήσσανη τώρα είναι έρημη, αλλά το καλοκαίρι μαζεύει κόσμο. Το Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι, χορεύουν στην πλατεία, όπως παλιά.
Τα ηπειρώτικα πανηγύρια είναι άλλο πράμα, κρατούν την παλιά τους εικόνα. Όχι όπως στην άλλη Ελλάδα που κατάντησαν σαν τα σκυλάδικα του Αιγάλεω με τις αμανετζούδες. Εδώ χορεύουν όλα τα χωριά, " σαράντα δίπλες ο χορός", που λέει ο λόγος. Μερικές κοπέλες φοράνε και τα πωγωνίσια, που τέτοια στολή δεν έχει αλλού: ντουλαμάς λουλουδάτος, άσπρο σεγγούνι, με γαϊτάνια, τριανταφυλλένια ποδιά με τέλι, ομπόλια κουκουλάρικη, σαφρανισμένη.
Οι Βησσανιώτισσες ήταν ωραίες γυναίκες και παιγνιδιάρες. Αυτό θέλει να πει και το τραγούδι, που το' κανε γνωστό ο Αγγελόπουλος και το' μαθε όλη η Κουλτούρα της Αθήνας. Μου το χαλάσανε, το ξεφτιλίσανε. Δε μου' ρχεται να το τραγουδήσω. Αρχίζω να λέω:

Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια
Βησσανιώτισσα
σε φίλησα κι αρρώστησα,

και μου' ρχεται να ξεράσω. Αυτό και το "Χαλασιά μου". Κι ακόμα πιο πολύ, το " Γιάννη μου, το μαντίλι σου", που για να το πεις και να το τραγουδήσεις, πρέπει να' σαι Βορειοηπειρώτισσα, γέννημα - θρέμμα, να φοράς μονέτρα, νά' χεις πιει ένα ποτάμι φαρμάκια, να ξενοπλένεις στα σπίτια της Αθήνας και να σε λένε Αλβανή. Ούτε κι εγώ μπορώ να το τραγουδήσω. Οι Δεροπολίτες είναι γι' αυτά. Σου στρώνουν στο άψε ολόκληρη χορωδία, με πάρτη, με κλώστη, με τσακιστή με ισοκράτη. Ο μουσικός ο Κουτούγκος μου έλεγε κάποτε ότι σ' ατήν την κλίμακα μόνο τα ιρλανδέζικα τραγουδιούνται και τα κινέζικα. Έχω ένα δίσκο με τους " Πέντε Γλυνιώτες", προπολεμική εγγραφή, από τη μια μεριά το " Βλάχα πλένει στο ποτάμι" κι από την άλλη το " Κάπου μια' μορφη, κάπου μια μαυρομάτα μαντιλόπλενε μαντίλια μεταξένια κι αραθύμωσε" - αραθύμωσε θα πει: φουρτούνιασε η καρδιά της. Εκεί ν' ακούσεις κλώσιμο και τσάκισμα! Κι ένα κλαρίνο που πατάει γερά σε κάθε σκαλοπάτι.
Κι οι Βησσανιώτισσες ήταν φημισμένες κι οι Δελβινακιώτισσες. Για τις Δελβινακιώτισσες μάλιστα κάνει λόγο και ο Μπάιρον που πέρασε από το Δελβινάκι. Γράφει κι ο Χόλλαντ, γράφει κι ο Πουκεβίλ, που ήταν πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα, στον Αλή - Πασά κι επισκέφτηκε το Δελβινάκι για πρώτη φορά στις 15 Μαΐου 1806, μέρα, λέει, που είχαν πανηγύρι. Τι πανηγύρι, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω. Μοιάζει με πρωτομαγιά, ίσως μπερδεύτηκαν κάπου οι ημερομηνίες. Λέει πάντως:

" Στο χορό ήταν πιασμένες οι πιο όμορφες γυναίκες της Ηπείρου, ντυμένες όλες μ' ένα χοντρό μάλλινο ρούχο, κρατούσαν το κεφάλι ψηλά, και το λαιμό τους τον είχαν σκεπασμένο μ' ένα μάλλινο κίτρινο σάλι ( Έλα Χριστέ! Την κουκουλάρικη ομπόλια, θέλει να πει!), ανάλαφρο σαν το πέπλο της αυγής. Οι δίπλες του χορού γέμιζαν ολόκληρη τη δημόσια πλατεία. Σ' ένα άλλο σημείο, πιο πέρα, ήταν συγκεντρωμένοι οι νέοι του χωριού, στολισμένοι με μύρτα και λουλούδια ροδιάς..."

Μιλάει και για ένα γάμο, με συμπεθέρους που φτάνουν νύχτα από άλλο μέρος, κατεβαίνοντας την πλαγιά με δάδες από πεύκο, με φλάμπουρα και με τραγούδια:
 " Παντρεύεσαι το γιο του βασιλιά", και τα λοιπά.
Εγώ βέβαια τα ξέρω αυτά τα τραγούδια, της νύφης και του γαμπρού:

Καλώς το νιον οπόρχεται, το γιο του ρήγα, ρήγα
με τ' άλογό του παίζοντας, με το σπαθί στο χέρι...

Μάλιστα, όταν ήμουν νέος κι ανύπαντρος, έβαλα ένα βράδυ τις αδερφές μου και τη νύφη μου και μου τα τραγούδησαν - όπως θα μου τα τραγουδήσετε, τους είπα, όταν παντρευτώ. Τα μαγνητοφώνησα σε πομπίνα. Αλλά εγώ παντρεύτηκα στην Αθήνα, στον Άγιο Ελευθέριο του Γκύζη, κι η νύφη μου πέθανε νέα από την καρδιάτης. Ήταν κοπέλα πολύ του χορού, δεν άφηνε πανηγύρι σ' όλο το Πωγώνι. " Ησύχασε και λίγο", της λέγανε οι αδερφές μου, κι εκείνη απαντούσε: " Έχω εγώ καιρό για να ησυχάσω!..." Μου' μεινε η πομπίνα για ενθύμιο και δυσκολεύομαι να την ακούσω.
Οι Δελβινακιώτες ήταν πλούσιοι, ταξιδεμένοι στο Βουκουρέστι και στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν δύναμη κι ενεργούσαν στον σουλτάνο εναντίον του Αλή. " Αυτό το Δελβινάκι μού άσπρισε τα γένια", έλεγε. Ακόμα και στις μέρες μου τραγουδούσαμε και χορεύαμε ένα τραγούδι, που κανείς άλλος δεν το ξέρει πια, κι εγώ το τραγουδώ όταν είμαι μόνος μου:

Όλες οι χώρες και χωριά,
φοβερέ μου Αλή - Πασά,
Σε προσκυνάνε,
βεζύρη αφέντη.
Κι ένα χωριό Πωγωνιανής,
το Δελβινάκι, 
σε πολε΄μαέι με τα φλωριά
και με τα γρόσια...

" Τι κάθεσαι και θυμάσαι!" μου λένε μερικοί. 
" Μα αν δε θυμάσαι", τους λέω, " είσαι ένα μαμούνι, σαν την κατσαρίδα του Κάφκα, τον Γκρεγκόρ. Βλέπεις γύρω σου τον κόσμο και τίποτε δεν καταλαβαίνεις. Βραδιάζει ξημερώνει, μονάχα αυτό. Ούτε πως είσαι ένα μαμούνι καταλαβαίνεις".(απόσπασμα από το διήγημα" Ακούω τον άνεμο")

Χριστόφορος Μηλιώνης, Τα φαντάσματα του Γιορκ, διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 2η έκδοση.



Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Ο χαρταετός

Όλοι μου λένε: Τι γυρεύεις και πας κι έρχεσαι συνέχεια στις ίδιες ερημιές; Χειμώνας μπαίνει καλοκαίρι βγαίνει, εσύ εκεί, με τα κοτσύφια στις ρεματιές και τους λαγούς στα χέρσα. Ποια κοτσύφια και ποιους λαγούς και ποια χέρσα; Ερημιές μονάχα και λογγώματα.
Εντάξει, ανεβαίνεις καμιά φορά, στα φτελιάδια του παπα - Μόσχου, όπου το χειμώνα, όταν έπεφτε χιόνι, πήγαινες με τα ξαδέρφια σου και κόβατε κίσσαρα για τα κατσίκια που είχαν αποκλειστεί στο κατώι. Και το καλοκαίρι βάζατε τα πρόβατα να βοσκήσουν στα θερισμένα. Ποια κατσίκια τώρα και ποια πρόβατα; Ούτε βέλασμα ζώου ούτε σκύλου γάβγισμα ούτε φωνή ανθρώπου. Ψυχή ζώσα.
Τα φτελιάδια βέβαια υπάρχουν ακόμα και θέριεψαν - φανταζόμουν μαύρα φαντάσματα, όλο πρόκληση, σαν τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη, κι εσύ δεν έχεις μήτε έναν Ροσινάντε, ένα αχαμνό ξεπεσμένο παλιάλογο να καβαλικέψεις, μήτε τουλάχιστον το γαϊδουράκι του Σάντσο Πάντσα. Ξεσκίζεσαι και ματώνεις - για ν' αποδείξεις τι;
Αλλά να που τα θαύματα ενίοτε συμβαίνουν. Σπάνια βέβαια, αλλά συμβαίνουν. Ας πούμε μια φορά στα δέκα χρόνια. Και τότε αποζημιώνεσαι για τις αναζητήσεις σου στον ύπνο και στον ξύπνιο.
Το περασμένο φθινόπωρο, λόγου χάρη, καθώς περνούσες στο χωματόδρομο που κάποτε είχαν ανοίξει κάτω από τη βρύση του Κράνου, αναρωτήθηκες: Μα κάπου εδώ δεν ήταν η βρύση; Πώς λόγγωσε έτσι ο τόπος; - και στάθηκες για λίγο μες στην ερημιά, να δεις καλύτερα. Να βεβαιωθείς. Σε γενικές γραμμές όλα ταίριαζαν, αλλά μήτε βρύση φαινόταν μήτε μονοπάτι, και βέβαια μήτε η Κρανιά, εκεί δίπλα, όπου κρεμούσαμε ένα κουρελάκι από το ρούχο που φορούσαμε, κάθε φορά που πίναμε νερό και πλέναμε το πρόσωπό μας να δροσιστούμε. Χρόνια και ζαμάνια πίναμε το νερό της και της αφήναμε το κουρελάκι μας. Δε ρωτούσαμε γιατί. Επειδή αυτά τα πράγματα δεν τα ρωτάνε. Ίσως επειδή τελικά το αποτέλεσμα μετρούσε. Και το αποτέλεσμα ήταν μια καταστόλιστη Νύφη, δίπλα στη βρυσούλα που ήταν πάντα γενναιόδωρη για μας. Κι εμείς της το ανταποδίδαμε.
Ένας μονάχα, ο Γιώργος ο Γκίνος, το γειτονόπουλό μου, είχε σκεφτεί όχι μονάχα να της στερήσει αυτό το δικαίωμα, αλλά και να της κόψει μερικά ίσια κλωνάρια, για να φτιάξει δεν ξέρω τι. Πες καλύτερα ο διάβολος ο ίδιος τον είχε βάλει. Μα τότε γίνηκε, λένε, το μεγάλο κακό. Σηκώθηκε ένας σίφουνας, μια αντάρα, ένα κακό, που έκανε τον τόπο να βουίξει και μαι γυναίκα, καταστόλιστη, με φλουριά, φάνηκε στο ύψωμα πάνω από τη βρύση και του φώναξε:
" Τι σου' φταιξε το δέντρο και θέλεις να το κόψεις; Και δεν αντρέπεσαι;"
Κι ο Γιώργος Γκίνος το' βαλε στα πόδια και ροβόλησε τον κατήφορο τα χέρσα, χωράφι το χωράφι, ως το χωριό, ως την αυλή του σπιτιού του, φωνάζοντας: " Μάνα! Μάνα!", κι εκεί βγήκε η μάνα του μ' ένα μαστραπά κρύο νερό και του' ριξε στο πρόσωπο να τον συνεφέρει. Κι αυτός να λέει: " Θάμα, που το είδα εγώ, μάνα! Θάμα που το είδα εγώ!".
Ύστερα βέβαια κάποιοι είπαν τα δικά τους, πως τάχα ήταν εκεί μια βλαχοπούλα που έβοσκε πιο πάνω τα ζυγούρια της, αλλά αυτά δεν πιάσανε. Αφού το θάμα το είχε δει ο Γιώργος ο Γκίνος με τα ίδια του τα μάτια. Άσε πια που τα χειρότερα ήρθαν αργότερα. Κι ενώ έφερνα αυτά στο νου μου κι έψαχνα ανάμεσα στα λογγώματα που είχαν θεριέψει, ανακάλυψα ξαφνικά την Κρανιά, όπως την ήξερα, φορτωμένη τα χρωματιστά της στολίδια! Και το σπουδαιότερο: φορτωμένη κατακόκκινο καρπό! Ύστερα από τόσα χρόνια!
Όσο για τον Γιώργο τον Γκίνο, αυτά που διηγήθηκα είχαν γίνει πριν από τον πόλεμο. Κι η μάνα του, που ως τότε επαναλάβαινε πάντα την ίδια φράση " Να μεγαλώσει λίγο ακόμα ο Γιώλγος μου, να τον στείλω στον πατέλα του στην Αμελική", κάποια μέρα τον ξεπροβόδισε με άλλους μαζί "ξενίτες". Εμείς, μολονότι γειτόνοι, δεν τους είδαμε, γιατί φύγανε χαράματα, νύχτα ακόμα. Θυμάμαι μονάχα τη μάνα του που κάθε τόσο σκούπιζε τα μάτια της με την άκρη της άσπρης μαντίλας της κι επαναλάβαινε: " Κάμε Παναγίτσα μου να φτάσει ο Γιώλγος μου με το καλό, να βλει τον πατέλα του".
Ακολούθησαν οι μεγάλες περιπέτειες που ξέρουμε - να μην τα ξαναλέμε. Οι δρόμοι κλείσανε, κανένας δεν έφευγε από το χωριό κανείς δεν ερχόταν. Αποκλείστηκε κι ο Γιώργος με τον πατέρα του στην Αμερική. Ούτε γράμμα δεν ερχόταν. Κι η μάνα του Γιώργου έλεγε τώρα τραυλίζοντας πάντα: " Ν' ανοίξουν οι δλόμοι, να' λθει ο Γιώλγος μου με τον πατέλα του από την Αμελική". Κι ώσπου να γίνει αυτό, " η ζωή συνεχιζόταν", που λέει ο λόγος - αλλά τρόπος του λέγειν. Πόλεμοι, βομβαρδισμοί, επιδρομές ξένων και δικών, εκτελέσεις και πυρπολήσεις χωριών. Κι αυτά τα έχουμε πει πολλές φορές. Και κανείς πια δε θέλει να τ' ακούει, σχεδόν έχουν χάσει το νόημά τους. Άλλο θέλω να πω. Ότι και μέσα σ' εκείνες τις συμφορές τα παιδιά συνέχιζαν τις δικές τους συνήθειες και τα δικά τους παιγνίδια. Και το σύνθημα το έδιναν οι χαρταετοί με τη δική τους θριαμβική εμφάνιση , μόλις έμπαινε η άνοιξη.
Στους λόφους πάνω από το χωριό, στον Αϊ - Νικόλα και στον Αϊ - Θανάση οι χαρταετοί φορφούριζαν αισιοδοξία. Πολύχρωμοι στην αρχή, με τον καιρό γινόντουσαν όλο και πιο μουντοί, καθώς τέλειωναν οι προπολεμικές μαραμαρόκολες και τις αντικαθιστούσαν κατάλοιπα από εφημερίδες και περιοδικά συναρμολογημένα με αλευρόκολλα.
Τέλειωσαν και τα δικά μου χαρτιά - ό,τι είχαμε στο σπίτι και δεν είχαμε , από Ελεύθερον Βήμα μέχρι Θησαυρούς και Μπουκέτα. Με τους σπάγγους κάτι γινόταν, οι μπακάληδες είχαν αποθέματα, στην ανάγκη χρησιμοποιούσαμε μάλλινο νήμα, αλλά χαρτί από πού; Και αν βγαίναε στα Γιάννενα εφημερίδες, ποιος να ενδιαφερόταν και πώς να τις έφερνε;
Και τότες ήρθε στο νου μου ο χαρταετός του Γιώργου του Γκίνου, που τον έβλεπα πάντα κρεμασμένο στο ίδιο σημείο του τοίχου, στον καλό τον οντά, στο σπίτι της γειτόνισσάς μας, της Λένης της Αμερικάνας, κάθε φορά που η μάνα μου μ' έστελνε εκεί για μικροδουλειές. Μάλιστα ήταν τόση η οικειότητα, που της είχαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που τη φωνάζαμε κι εκείνη " μάνα". Ήταν ένα μεγάλος αετός, ο πιο μεγάλος στο μαχαλά μας, με κιτρινωπό χαρτί και κόκκινα φεγγάρια, με μια μακριά ουρα΄, με πολύχρωμες φούντες - και τέτοιες φούντες κρεμόντουσαν και στ' αυτιά του, εκεί όπου καταλήγανε οι άκρες από τα ακτινωτά του σανίδια. Κι από πάνω του μια μεγάλη, γεμάτη καλούμπα. Με άλλα λόγια, ήταν ένας αετός που θα χρειαζόταν δύναμη για να τον σηκώσεις και να τον κρατήσεις ψηλά, που πριν από μερικά χρόνια μήτε που θα τολμούσα να το σκεφτώ, αλλά τώρα - πώς να το πω; Ένιωθα τις δυνάμεις μου να φουντώνουν.
Κατέβασα το κεφάλι πριν βγω και είπα: " Ω μάνα Λένη! Θα μου δώσεις και λίγο το χαρταετό του Γιώργου να τον πετάξω;"
Το πρόσωπό της έμεινε για λίγο ξαφνιασμένο. Ύστερα είπε: " Όχι, γιε μου, θα' λθει ο Γιώλγος μου από την Αμερική και θέλει να τον βλει, να τον πετάξει!". Δεν είπα τίποτε ξανά. Μόνο που η Λένη, κάθε φορά που έβρισκε στο δρόμο της γειτονόπουλα, επαναλάβαινε, συμπληρωμένο τώρα το ίδιο τροπάρι, που το είχαν μάθει και τα παιδιά και το λέγανε, με τη γνωστή παιδική αναλγησία: " Ν' ανοίξουν οι δλόμοι, να' λθει κι ο Γιώλγος μου από την Αμελική, ν' αμολήσει τον χαλταετό του!"
Τα πράγματα βέβαια με τον καιρό σιάξανε, μολονότι εκείνη η τελευταία χρονιά της Κατοχής ήταν η χειρότερη. Οι Γερμανοί κάψανε σχεδόν όλα τα χωριά της περιοχής και μαζί και το δικό μας. Λίγα ήταν τα σπίτια που γλιτώσανε, και μαζί και της Λένης, πράγμα που μερικοί προσπάθησαν να το δικαιολογήσουν με κάτι παροιμίες πως " κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει" και άλλες τέτοιες ανοησίες. Πάντως για τη γειτονιά μας αυτή η τύχη στάθηκε σωτήρια, αφού το σπίτι εκείνο, καλοσυντηρημένο άλλωστε και γεμάτο, στάθηκε μια φιλόξενη φωλιά για να βγει ο χειμώνας και να μαζέψουμε μέσα από τα ερείπια του δικού μας κάποιο κοτέτσι, να βάλουμε κάτω από έναν τσίγκο το κεφάλι μας. Κι ώσπου λοιπόν να' ρθει η άνοιξη, εγώ κοιμόμουν με τους άλλους, δικούς και γειτόνους, στρωματσάδα κάτω από τον κρεμασμένο μεγάλο χαρταετό, που, όταν καμιά φορά τις νύχτες ξυπνούσα κι άνοιγα τα μάτια, είχα την εντύπωση πως γέμιζε τον οντά μ' ένα φως κιτρινωπό. Κι αμέσως το συνόδευαν τα λόγια της Λένης: " Να σιάξουν τα πλάματα, ν' ανοίξουν οι δλόμοι..."
Ακολούθησαν τέσσερα πέντε χρόνια αμφίβολης "ειρήνης" και "ανασυγκρότησης", ώσπου αυτός ο κόσμος που για αιώνες είχε αντέξει τη δυστυχία στον ίδιο του τον τόπο ξεχύθηκε να βρει άλλους δρόμους ζωής κι άλλους τόπους αναπαύσεως. Και βέβαια ούτε ο Γιώργος ήρθε ούτε ο πατέρας του. Αντίθετα έσβησε κι η Λένη μες στην αναμονή της και στον τραυλό της καημό.
Μα εγώ πηγαινοέρχομαι, όπως είπα, χειμώνα καλοκαίρι. Κι όταν ανακάλυψα την Κρανιά, στολισμένη σαν νυφούλα με τα πολύχρωμα κουρελάκια και τα ρουμπίνια του καρπού της, θυμήθηκα όλα αυτά που είπα για τον χαρταετό και σκέφτηκα τον οντά της Λένης του Γκίνου. Τον βρήκα ανοιχτό. Ψυχή δεν υπήρχε ούτε στους δρόμους ούτε στο σπίτι. Τον ξεκρέμασα με προσοχή, τον φορτώθηκα στη ράχη μου, πήρα και την καλούμπα κι άρχισα ν' ανεβαίνω στο λόφο του Αϊ - Νικόλα. Εκεί, στο πλάτωμα, τον άφησα στο γρασίδι, ξετύλιξα με προσοχή την ουρά και την άπλωσα, δοκίμασα τα ζύγια του - ήταν όλα εντάξει, προφανώς κανείς δεν τον είχε αγγίξει από τότε που τον είχαν κρεμάσει στον τοίχο. Φύσαγε ανάλαφρο αεράκι. Τράβηξα με δύναμη το σπάγγο και ο αετός υψώθηκε φουρφουρίζοντας. Ταλαντεύτηκε για λίγο, μια δεξιά, μια αριστερά, και καθώς εγώ ήμουν μαθημένος από τέτοια καμώματα, του άφησα καλούμπα, ώσπου η ουρά του κόντεψε ν' αγγίξει το έδαφος κι ύστερα τράβηξα με δύναμη το σπάγγο και ο αετός πήρε πάλι ύψος, μεγαλύτερο αυτή τη φορά, και τράβαγε με πιο πολλή δύναμη, κι εγώ, τη μια αμολώντας και την άλλη τραβώντας με δύναμη, τον μανουβράριζα, ώσπου ήρθε και καντηλιάστηκε με κατεύθυνση τα χέρσα.
Θα πλησίαζε στον ουρανό, πάνω από τη βρύση του Κράνου, όταν ξαφνικά αιστάνθηκα το σπάγγο να χάνεται από τα χέρια μου και τον αετό να αρμενίζει ελεύθερος στα ανατολικά, εκεί που τραβούσε ο δρόμος. Κούνησε το κεφάλι του, μια δεξιά, μια αριστερά, και χάθηκε παίρνοντας κι αυτός το δρόμο για την Αμερική.
                                                                                         8 Απριλίου 2007



Χριστόφορος Μηλιώνης, Τα πικρά γλυκά, ιστορίες, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Χρι­στό­φο­ρος Μη­λι­ώ­νης, Στὴν Κα­τά­ρα


ΠΑΡΑΓΚΑ ΦΩΤΙΖΕΤΑΙ ἀ­πὸ ἕ­να λοὺξ κρε­μα­σμέ­νο στὸ δο­κά­ρι, ἕ­να λοὺξ μι­κρὸ ποὺ σι­γο­βρά­ζει καὶ ρί­χνει ὁ­λό­γυ­ρα ἕ­ναν κύ­κλο φω­τει­νό.

           — Δὲ θὰ κρα­τή­σει πολ­λὴ ὥ­ρα, λέ­ει τὸ γκαρ­σό­νι κι ἀ­νε­βαί­νει σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα καὶ τὸ τρομ­πά­ρει.

           Τὸ φῶς γί­νε­ται πιὸ δυ­να­τό, ὁ ἦ­χος ὀ­ξύ­τε­ρος, κι ὁ φω­τει­νὸς κύ­κλος τα­λαν­τεύ­ε­ται μιὰ στὸ δά­πε­δο, μιὰ στὸν τοῖ­χο, ὥ­σπου νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει. Οἱ τοῖ­χοι εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ χον­τρὸ ξύ­λο κα­στα­νιᾶς κι ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο ξύ­λο εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νος κι ὁ πάγ­κος καὶ τὰ ρά­φια πί­σω του. Τὸ γκαρ­σό­νι στέ­κε­ται ἀ­νά­με­σα στὰ ρά­φια καὶ στὸν πάγ­κο, ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στοὺς ἀγ­κῶ­νες, μὲ τὸ κε­φά­λι μέ­σα στὶς πα­λά­μες του. Τὸ ρα­δι­ό­φω­νο ποὺ βρί­σκε­ται σ' ἕ­να ρά­φι παί­ζει μιὰ ἁ­πα­λὴ νυ­χτε­ρι­νὴ μου­σι­κή, ποὺ ἀ­πο­κοι­μί­ζει.

           — Ὁ δρό­μος δὲν πρό­κει­ται ν' ἀ­νοί­ξει γιὰ πολ­λὲς μέ­ρες, ἀ­να­κοι­νώ­νει μ' ἐ­πι­ση­μό­τη­τα τὸ γκαρ­σό­νι.

           Στὴ μέ­ση, λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­φέ­ρεια τοῦ φω­τει­νοῦ κύ­κλου, καί­ει μιὰ θερ­μά­στρα μὲ ξύ­λα. Ἡ τζα­μα­ρί­α δί­πλα στὸ ἀ­κρι­νὸ τρα­πέ­ζι εἶ­ναι ἱ­δρω­μέ­νη, ὅ­μως ἀ­πὸ ἕ­να τζά­μι της ποὺ τό '­χουν κα­θα­ρί­σει μὲ τὸ χέ­ρι φαί­νον­ται ἔ­ξω ἀρ­κε­τὰ πράγ­μα­τα.

           Μπρο­στὰ-μπρο­στὰ μιὰ με­τάλ­λι­νη ὑ­ψο­με­τρι­κὴ πι­να­κί­δα στὴν κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς σι­δε­ρέ­νιου στύ­λου δεί­χνει ὑ­ψό­με­τρο 1.700 μέ­τρα. Στὴ βά­ση τοῦ στύ­λου εἶ­ναι σω­ρι­α­σμέ­νο πο­λὺ χι­ό­νι, ποὺ προ­έρ­χε­ται βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὸ ξε­χιόνι­σμα τοῦ δρό­μου, ὅ­μως ὁ δρό­μος εἶ­ναι ἀ­κό­μα σκε­πα­σμέ­νος ἀ­πὸ ἕ­να στρῶ­μα χι­ο­νιοῦ πα­τη­μέ­νο ἀ­πὸ τρο­χούς, ἐ­νῶ δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά του οἱ ὄ­χτοι εἶ­ναι κά­που ἕ­να μέ­τρο ψη­λοί. Ὁ­λό­γυ­ρα ὅ­μως στὸ γυ­μνὸ ὀ­ρο­πέ­διο τὸ χι­ό­νι εἶ­ναι παρ­θέ­νο ὣς πέ­ρα στὸ βά­θος, ὅ­που δι­α­γρά­φε­ται ἀ­χνὰ ἡ λευ­κὴ φι­γού­ρα τοῦ βου­νοῦ. Τὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ λάμ­πει σ' ὅ­λη τὴν κά­τα­σπρη γυ­μνὴ ἔ­κτα­ση, ὅ­μως τὸ ἴ­διο τὸ φεγ­γά­ρι δὲ φαί­νε­ται, για­τὶ τὸ κρύ­βει τὸ γεί­σω­μα τῆς στέ­γης.

           Στὸ ἀ­κρι­νὸ τρα­πέ­ζι, κον­τὰ στὴν τζα­μα­ρί­α, κά­θε­ται ἕ­νας ἄν­τρας. Εἶ­ναι ἀ­ξού­ρι­στος πολ­λὲς μέ­ρες, ἔ­τσι ποὺ τὸ πρό­σω­πό του φαί­νε­ται σὰν νὰ κα­λύ­πτε­ται ἀ­πὸ μαύ­ρη μά­σκα, ἐ­νῶ τὰ μα­κριὰ κι ἀ­χτέ­νι­στα μαλ­λιά του πέ­φτουν καὶ σκε­πά­ζουν τὸ μέ­τω­πο ὣς τὰ φρύ­δια. Κά­θε­ται πα­ρά­με­ρα, ἀ­ρι­στε­ρὰ στὴν εἴ­σο­δο, ἔ­τσι ποὺ θά '­λε­γες πὼς ὁ ἄν­θρω­πος προ­τι­μᾶ πιὸ πο­λὺ νὰ βλέ­πει πα­ρὰ νὰ τὸν βλέ­πουν. Δί­πλα του εἶ­ναι ἡ ἱ­δρω­μέ­νη τζα­μα­ρί­α μὲ τὸ κα­θα­ρι­σμέ­νο κομ­μά­τι, ἀ­π' ὅ­που φαί­νε­ται τὸ χι­ο­νι­σμέ­νο ὀ­ρο­πέ­διο, ἡ ὑ­ψο­με­τρι­κὴ πι­να­κί­δα, ὁ δρό­μος μὲ τὶς ρο­δι­ές καὶ στὸ βά­θος, ἀ­χνά, ἡ φι­γού­ρα τοῦ βο­υνοῦ. Ἀ­κού­ον­ται κου­βέν­τες μπερ­δε­μέ­νες καὶ χά­χα­να, ἐ­νῶ κά­ποι­οι στα­μα­τοῦν κά­τω ἀ­πὸ τὴν τζα­μα­ρί­α. Δὲν δι­α­κρί­νον­ται, για­τί στά­θη­καν πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνι­σμέ­νο τζά­μι, λί­γα μέ­τρα πιὸ πέ­ρα, ἀλ­λὰ πά­νω στὸ σω­ρὸ τοῦ χι­ο­νιοῦ ποὺ βρί­σκε­ται στὴ ρί­ζα τοῦ σι­δε­ρέ­νιου στύ­λου τῆς πι­να­κί­δας τι­νά­ζον­ται δυ­ὸ κι­τρι­νω­πὰ ὑ­δά­τι­να τό­ξα καὶ τὸ χι­ό­νι ἐ­κεῖ γί­νε­ται κί­τρι­νο. Ὕ­στε­ρα ἀ­κού­ον­ται πά­λι χά­χα­να, βη­μα­τι­σμοὶ καὶ χτυ­πή­μα­τα πα­που­τσι­ῶν ποὺ ξε­χιονί­ζον­ται στὴν εἴ­σο­δο.

           Μπαί­νουν δυ­ὸ ἄν­τρες ψη­λοί, γε­ρο­δε­μέ­νοι, ντυ­μέ­νοι μὲ μο­νο­κόμ­μα­τες φόρ­μες ἀ­πὸ χον­τρὸ πρά­σι­νο κα­ρα­βό­πα­νο. Οἱ με­γά­λοι λε­κέ­δες ἀ­πὸ μη­χανό­λα­δο δεί­χνουν πὼς πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὁ­δη­γοὶ φορ­τη­γῶν ἢ ἴ­σως χει­ρι­στὲς στὶς μπουλ­ντό­ζες ποὺ κά­νουν τὸ ξε­χι­ό­νι­σμα. Γι' αὐ­τὸ καὶ τὰ πρό­σω­πά τους εἶ­ναι ρυ­τι­δω­μέ­να καὶ ψη­μέ­να ἀ­πὸ τὴν πα­γω­νιά. Ὁ ἕ­νας τρα­βά­ει στὸ ρά­φι μὲ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στρί­βει τὸ κουμ­πί. Ἀ­κού­ον­ται στὴν ἀρ­χὴ πα­ρά­σι­τα μα­ζὶ μὲ τὸ τέ­λος μιᾶς φρά­σης —«ὁ και­ρὸς ἐ­πι­δει­νοῦ­ται»—, ὕ­στε­ρα μιὰ ἁ­πα­λὴ μου­σι­κὴ ποὺ να­νου­ρί­ζει καὶ τέ­λος στα­μα­τά­ει. Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες στέ­κον­ται γιὰ λί­γο ὄρ­θιοι μπρο­στὰ στὴ σόμ­πα, τρί­βουν τὰ χέ­ρια τους πά­νω ἀ­πὸ τὸ σκέ­πα­σμα, τρα­βοῦν τὰ φερ­μου­ὰρ ἀ­π' τὸ λαι­μὸ ὣς τὴ μέ­ση καὶ κα­θὼς οἱ φόρ­μες τους ἀ­νοί­γουν, φαί­νον­ται στὸ στῆ­θος οἱ χον­τρὲς προ­βι­ὲς ποὺ φο­ροῦν ἀ­πὸ μέ­σα.

           Τὸ λοὺξ σι­γο­βρά­ζει καὶ τὸ φῶς του χα­μη­λώ­νει. Τὸ γκαρ­σό­νι ἀ­νε­βαί­νει σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα καὶ τὸ τρομ­πά­ρει.

           — Δὲ θὰ κρα­τή­σει πολ­λὴ ὥ­ρα, λέ­ει κι ὕ­στε­ρα πη­γαί­νει καὶ στέ­κε­ται ὄρ­θιο πί­σω ἀ­πὸ τὸν πάγ­κο του κι ἀ­κουμ­πά­ει στοὺς ἀγ­κῶ­νες μὲ τὸ κε­φά­λι μέ­σα στὶς πα­λά­μες. Τὸ φῶς γί­νε­ται πιὸ δυ­να­τό, ὁ ἦ­χος ὀ­ξύ­τε­ρος, κι ἕ­νας φω­τει­νὸς κύ­κλος τα­λαν­τεύ­ε­ται, μιὰ στὸ δά­πε­δο, μιὰ στὸν ξύ­λι­νο τοῖ­χο ὥ­σπου ἰ­σορ­ρο­πεῖ.

           — Θὰ ἡ­συ­χά­σου­με.

           — Για­τί νὰ παι­δευ­ό­μα­στε ἄ­δι­κα; λέ­νε οἱ δυ­ὸ χει­ρι­στές, ἐ­νῶ τὸ γκαρ­σό­νι ἀ­να­κοι­νώ­νει ἐ­πί­ση­μα:

           — Ὁ δρό­μος δὲν πρό­κει­ται ν' ἀ­νοί­ξει γιὰ πολ­λὲς μέ­ρες.

           Ὁ ἕ­νας ψά­χνει σὲ μιὰ γω­νιά, βρί­σκει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ξύ­λο, κι ὁ ἄλ­λος ἀ­νοί­γει τὸ κα­πά­κι τῆς θερ­μά­στρας. Με­ρι­κὲς σπί­θες μα­ζὶ μὲ στά­χτες καὶ κα­πνοὺς τι­νά­ζον­ται γιὰ λί­γο, ὥ­σπου νὰ ξα­να­κλεί­σει τὸ κα­πά­κι.

           Ἀ­π' τὸ κα­θα­ρι­σμέ­νο κομ­μά­τι τῆς τζα­μα­ρί­ας φαί­νε­ται ἡ ὑ­ψο­με­τρι­κὴ πι­να­κί­δα, ποὺ δεί­χνει 1.700 μέ­τρα καὶ στὴ βά­ση της ὁ σω­ρὸς τὸ κι­τρι­νι­σμέ­νο χι­ό­νι. Ὁ­λό­γυ­ρα εἶ­ναι τὸ γυ­μνὸ ὀ­ρο­πέ­διο καὶ πά­νω στὴ λευ­κὴ ἐ­πι­φά­νεια, ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χουν με­γά­λες κη­λί­δες, ἀλ­λοῦ πιὸ σκοῦ­ρες, ἀλ­λοῦ πιὸ φω­τει­νές, ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ. Μὰ τὸ φεγ­γά­ρι τὸ ἴ­διο δὲ φαί­νε­ται, για­τί τὸ κρύ­βει τὸ γεί­σω­μα τῆς στέ­γης.

           Πέ­ρα στὸ βά­θος, ὅ­που δι­α­κρί­νον­ται ἡ φι­γού­ρα τοῦ βου­νοῦ, τώ­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ ἕ­να γκρι­ζό­λευ­κο πα­ρα­πέ­τα­σμα ποὺ πέ­φτει κά­θε­τα στὸν ὁ­ρί­ζον­τα. Μιὰ ρι­πὴ ἀ­νέ­μου ση­κώ­νει στὸ πέ­ρα­σμά της μι­κροὺς στρο­βί­λους ἀ­πὸ ψι­λό­χι­ο­νο κι ἔρ­χε­ται καὶ σπά­ζει πά­νω στὴν τζα­μα­ρί­α ποὺ τρί­ζει.

           — Ὅ­που καὶ νά '­ναι θὰ ξε­σπά­σει και­νού­ρια χι­ο­νο­θύ­ελ­λα κι ἔ­τσι θὰ ἡ­συ­χά­σου­με.

           — Πᾶ­με γιὰ ὕ­πνο, για­τί ἡ θερ­μά­στρα σβή­νει, λέ­νε οἱ δυ­ὸ χει­ρι­στές, κι ἔ­τσι ποὺ κι­νοῦν­ται ἀρ­γά, ὀγ­κώ­δεις, μὲ τὶς προ­βι­ὲς στὰ στή­θια, μοιά­ζουν μὲ ἀρ­κοῦ­δες ποὺ πη­γαί­νουν γιὰ χει­με­ρί­α νάρ­κη. Ἀ­νοί­γουν μιὰ πορ­τού­λα στ' ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ πάγ­κου καὶ βγαί­νουν σ' ἕ­να μι­κρὸ δω­μά­τιο ἢ ἀ­πο­θή­κη, ποὺ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ μέ­σα.

           Στὴν πα­ράγ­κα ἀ­πο­μέ­νει τώ­ρα μο­νά­χα ὁ ἄν­τρας ποὺ κά­θε­ται δί­πλα στὴν τζα­μα­ρί­α, μὲ τ' ἀ­ξού­ρι­στο πρό­σω­πο καὶ τὰ μαλ­λιὰ νὰ τοῦ πέ­φτουν ὡς τὰ φρύ­δια.

           — Ἐ­δῶ τὸ λέ­νε Κα­τά­ρα, μο­νο­λο­γεῖ τὸ γκαρ­σό­νι. Κα­τά­ρα, ξα­να­λέ­ει κι ἀ­νε­βαί­νει στὴν κα­ρέ­κλα, γιὰ νὰ τρομ­πά­ρει τὸ λούξ, ποὺ σι­γο­βρά­ζει καὶ τὸ φῶς του πέ­φτει. Ὁ φω­τει­νὸς κύ­κλος ἀρ­χί­ζει πά­λι νὰ τρε­κλί­ζει, μι­σὸς στὸ πά­τω­μα μι­σὸς στὸν τοῖ­χο, μὰ ξαφ­νι­κά τὸ φῶς σβή­νει κι ἀ­πο­μέ­νει μο­νά­χα με­ρι­κὰ δευ­τε­ρόλε­φτα τὸ πυ­ρα­κτω­μέ­νο σα­κου­λά­κι ἀ­πὸ ἀ­μί­αν­το, πυ­ρο­κὸκκι­νο μὲς στὸ σκο­τά­δι, ὥ­σπου σι­γὰ σι­γὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται κι αὐ­τό.

           Γιὰ λί­γη ὥ­ρα τὸ σκο­τά­δι εἶ­ναι πη­χτό. Ὕ­στε­ρα ἡ ἀν­ταύ­γεια τοῦ χι­ο­νιοῦ ἀρ­χί­ζει νὰ φιλ­τρά­ρε­ται με­σ' ἀ­π' τὰ τζά­μια καὶ δι­α­κρί­νε­ται ἀ­χνὰ ἡ φι­γού­ρα τοῦ γκαρ­σο­νιοῦ ποὺ μουρ­μου­ρί­ζει καὶ χά­νε­ται πί­σω ἀ­π' τὴ μι­κρὴ πορ­τού­λα, στ' ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ πάγ­κου.

           Ὅ­ταν πιὰ ἡ ὁ­ρα­τό­τη­τα στα­θε­ρο­ποι­εῖ­ται, μιὰ ὁ­ρα­τό­τη­τα ποὺ μό­λις ἐ­πι­τρέ­πει νὰ δι­α­γρά­φε­ται σὲ πο­λὺ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς τὸ σχῆ­μα τῶν πραγ­μά­των, τῆς σόμ­πας, τοῦ πάγ­κου, τῶν ρα­φι­ῶν, στὴν πα­ράγ­κα ἡ ἡ­συ­χί­α εἶ­ναι βα­θιὰ κι ἡ ἐ­ρη­μιὰ με­γά­λη. Ἡ πα­γω­νιὰ ἀρ­χί­ζει νὰ φιλ­τρά­ρε­ται κι αὐ­τὴ με­σ' ἀ­π' τὴν τζα­μα­ρί­α μα­ζὶ μὲ τὴν ἀν­ταύ­γεια τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ὕ­στε­ρα μιὰ και­νού­ρια ρι­πὴ ἀ­νέ­μου τραν­τά­ζει σύ­ξυ­λη τὴν πα­ράγ­κα. Εἶ­ναι μιὰ ρι­πὴ ποὺ δὲν στα­μα­τά­ει μὰ σφυ­ρί­ζει ἀ­τέ­λει­ω­τα, κά­λυ­ψε ὁ­λό­τε­λα μὲ χι­ό­νι τὴν τζα­μα­ρί­α καὶ φυ­σά­ει τὴν πα­γω­νιὰ ἀ­π' ὅ­λες τὶς πλευ­ρές.

           Σὲ λί­γο εἶ­τε μέ­σα εἶτε ἔ­ξω δὲν θὰ δι­α­φέ­ρει καὶ πο­λύ. Ἐ­δῶ τὸ λέ­νε Κα­τά­ρα.

Πη­γή: Ἡ με­τα­πο­λε­μι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο τοῦ ’40 ὣς τὴ δι­κτα­το­ρί­α τοῦ ’67, Τό­μος Ε’, (ἐκ­δ. Σο­κό­λη, Ἀ­θή­να, 1990). (Ἀ­πὸ Τὰ δι­η­γή­μα­τα τῆς Δο­κι­μα­σί­ας, ἐκδ. Κέ­δρος, Ἀ­θή­να, 1978.)

Αναδημοσίευση από τις Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Χριστόφορος Μηλιώνης, Η Μαναμεγάλη

ΕΙΚΟΣΙ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ της. Κλείνει ένα χρόνο. Πολύ θα το' θελα να βρισκόμουν εκεί, αλλά μ' εμποδίζουν λόγοι ανώτεροι από τη θέλησή μου. Πριν ένα μήνα κλείσαμε ξενοδοχείο στους Δελφούς για τις διακοπές των Χριστουγέννων, όπου η κόρη μου, μεγάλη πια, θα' χει την ευκαιρία ν' ανεβαίνει για σκι στο χιονοδρομικό κέντρο του Παρνασσού, έτοιμη ν' απλώσει φτερά και να πετάξει. Ασκείται συχνά στους λαρυγγισμούς των γιουντλ κι έχει κάνει τις προμήθειες της: αλπίνικο σκούφο και πουλόβερ, μάλλινο κασκόλ με κρόσσια, φόρμα αδιάβροχη  και μπουφάν, ειδικά άρβυλα, και φυσικά, πέδιλα και σκι - στικς. Όλα αυτά κοστίσανε του κόσμου τα λεφτά. Το χριστουγεννιάτικο δώρο μου καλά καλά δεν έφτασε κι έμεινε ο ταχτικός μισθός για τ' άλλα έξοδα: ξενοδοχείο και φαγητό στο σελφ - σέρβις του σκι - κλαμπ και το βράδυ στην ταβέρνα του Καραθανάση , στην Αράχοβα, όπου θα μαζεύονται κι οι άλλοι χιονοδρόμοι της Αθήνας, με τις στολές, τα ξαναμμένα πρόσωπα και τον καθαρό αέρα. Είναι όλα φανταστικά, λέει, και δεν υπάρχει βέβαια τρόπος να την πείσω για πράγματα για τα οποία η ίδια δε φέρνει καμιά ευθύνη, για να είμαστε δίκαιοι.
Πέρσι ήταν διαφορετικά· δηλαδή η όλη ψυχολογική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε , με το υπεραστικό τηλεφώνημα και την αιφνίδια εξαγγελία του τετελεσμένου, δεν άφησε περιθώρια για αντιδράσεις. Όπως και να το κάνεις, θάνατος που σε παίρνει στο τηλέφωνο γίνεται πιο πειστικός από ένα αγγελτήριο κολλημένο στην κολόνα της ΔΕΗ ή στη γωνία του δρόμου, μαζί με τις κομματικές διακηρύξεις. Πιο πειστικός ακόμα κι από τη σειρήνα του αυτοκινήτου των Πρώτων Βοηθειών, που κάθε τόσο σαρώνει δίπλα τη λεωφόρο Αλεξάντρας κι ύστερα πνίγεται στο βόγκο των άλλων αυτοκινήτων, που ορμούνε πίσω του στο κενό.
Φαίνεται πως έπαιξε ρόλο και τ' όνομα Μαναμεγάλη, που Κύριος οίδε τι απήχηση είχε, καθώς μάλιστα τα σχετικά με το οικογενειακό μου δέντρο και το συγγενολόι μου είναι αόριστα και συγκεχυμένα, αν όχι παντελώς σκοτεινά.
Η αλήθεια είναι πως η Μαναμεγάλη, δεν ήταν στενή συγγενής μου. Εκτός από μας, που είχαμε βέβαια ιδιαίτερους λόγους, έτσι τη φωνάζανε όλοι στο χωριό μας, όπου δέσποζε με το μπόι της, με τον ίσκιο της, αλλά και με τον κόσμο της - κουνιάδους, συνυφάδες, παιδιά κι αγγόνια - και το παλαιικό τους σπίτι δίπλα στο δικό μας. Ένα σπίτι που το σεβάστηκαν οι αιώνες και παραλίγο να πω κι οι Γερμανοί ( το δικό μας όχι). Γιατί βέβαια αυτοί δε σέβονταν τίποτε, κι αν γλίτωσε από την καθαρτήρια φωτιά τους, είναι γιατί το πάτωμα ήταν από χώμα πατικωμένο και τα παράθυρα μικρά σαν πολεμίστρες. Κι έτσι τα προσανάμματα που μαζέψανε στη μεσοσπιτιά, δυο δεμάτια χορτάρι ξερό από τ' αλώνια, στάθηκαν ανίκανα να μεταδώσουν τη φωτιά στις χοντρές γρεντές από ολόκληρους κορμούς δέντρων, γαλβανισμένους κιόλας από την κάπνα. Μπούκωσαν στον καπνό και σβήσανε. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να διευκρινίσω εδώ, ότι με προσανάμματα μας καίγανε· αυτά που διαδίδονταν, για σκόνη που άναβε με μια πιστολιά, ήταν φαντασία των χωρικών, που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς προλάβαιναν ν' ανάψουν τόσες φωτιές, πράγμα που οφείλονταν βέβαια σε υπερβολικό ζήλο.
Εκμεταλλεύτηκα λοιπόν τη σύγχυση που επικράτησε αμέσως μετά το τηλεφώνημα και, για να προλάβω ωριμότερες σκέψεις - πού θα πας χειμώνα καιρό, πεντακόσια χιλιόμετρα, και το μετεωρολογικό δελτίο είπε για χιόνια -, φόρεσα το χοντρό μου τζάκετ κι ένα καλπάκι από αστραχάν, που είχα ψωνίσει πρόπερσι τέτοιον καιρό στα τουριστικά της Πορταριάς, και ξαμολύθηκα με την Ντάτσια και τα εννιά άλογά της, νιώθοντας λιγάκι σαν Ρώσος ευγενής που ξεκινάει με την τρόικα του για την απέραντη στέπα.
Κι η αλήθεια είναι πως ο καιρός βοηθούσε τέτοιες φαντασίες, γιατί από το Μακρυνόρος και πέρα οι πλαγιές ήταν κάτασπρες, στα ψηλώματα χιόνιζε ακόμα και μάλλον το' χε σκοπό να κατέβει στα χαμηλά. Σκοτείνιασε νωρίς κι ύστερα από λίγο οδηγούσα σ' ένα δρόμο ψιλοστρωμένο, χωρίς κίνηση, με τις νιφάδες να στροβιλίζονται μπροστά στους προβολείς. Περνούσα χωριά κουκουλωμένα, με φωτισμένα παράθυρα, όπου μάντευα πως οι άνθρωποι κουβέντιαζαν γύρω στη σόμπα και τα παιδιά έκαναν τούμπες στα στρωσίδια πριν κοιμηθούν.
Στο οροπέδιο των Ιωαννίνων, όπου έφτασα κοντά μεσάνυχτα, το χιόνι στους δρόμους είχε παγώσει, είχε σταματήσει κάθε κίνηση, κι εγώ σχεδόν πατινάριζα πεσμένος πάνω στο τιμόνι, με το πρόσωπο κολλημένο στο θολό παρμπρίζ, ώσπου έφτασα στην είσοδο της πόλης και σταμάτησα στο πρώτο ξενοδοχείο.
Στο σαλόνι οι πελάτες ήταν λιγοστοί, δεν είχαν καταφτάσει ακόμα οι τουρίστες για τα Χριστούγεννα, με τους μάλλινους σκούφους και τα μποτίνια, ωστόσο το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε πάρει τη θέση του σε μια γωνιά και τα πολύχρωμα φωτάκια αναβοσβήνανε μόνα τους· έκαναν πρόβες. Πεντέξι άντρες, από κείνους που βλέπει κανείς τις εργάσιμες μέρες στα ξενοδοχεία, έμποροι και πλασιέδες, σκοτώνανε την ώρα τους στην τηλεόραση. Κουρασμένος όπως ήμουν από το δύσκολο ταξίδι, ανέβηκα κατευθείαν στο δωμάτιό μου και παράγγειλα τσάι.
Μου συμβαίνει συχνά, όταν είμαι κουρασμένος, ν' αργώ να κοιμηθώ. Ξάπλωσα πάνω από τις κουβέρτες και στο μυαλό μου τριγυρνούσαν εικόνες ανακατεμένες - εκείνης πιο πολύ που πήγαινα ν' αποχαιρετήσω. Την έβλεπα ν' ανεβαίνει σκυφτή, αλλά πελώρια, στην πέτρινη σκάλα κι ύστερα να στρέφει το σουρωμένο της  πρόσωπο, τυλιγμένο στην μπόλια, και να μου φωνάζει: " Θα' ρθεις άμα πεθάνω;" Είχε πάντα, από τα νιάτα της ακόμα, μια βαρηκοΐα που την έκανε να φωνάζει δυνατά σαν να ήταν οι άλλοι που δεν άκουγαν, κι αχούσε παλιότερα ο κάμπος και τα χειμαδιά, κι ύστερα το χωριό, όταν μάλωνε το γέροντά της, το γέρο - Ζήκο, που είχε γυρίσει από το καφενείο και μύριζε τσιγάρο. Εκείνος κάπνιζε κρυφά στο καφενείο που τον κερνούσαν, πιο πολύ για να διασκεδάσουν, όταν σε λίγο θ' ακούγονταν οι φωνές της. Τριγύριζαν στο μυαλό μου κι άλλες εικόνες παλιές κι αδέσποτες. Ένας μεγάλος σοφράς, χαμηλός κι ολοστρόγγυλος, καταμεσής του σπιτιού κι ολόγυρα σκυμμένα κεφάλια, αμίλητα, που άπλωναν και τρώγανε από μια χάλκινη γαβάθα - γερόντοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που δεν τους γνώριζα, σκυμμένοι καθώς ήταν, μόνο τα χείλη τους άκουγα που πλαταγίζανε και τα κουτάλια που χτυπούσαν. Μια ξύλινη σκάφη στη γωνιά, γεμάτο καλαμποκίτικο αλεύρι, θησαυρός, κι η Μαναμεγάλη με την ξύλινη κουτάλα να το ανακατεύει με το ένα χέρι και με τ' άλλο να χύνει βραστό νερό. Το ψωμί της που φάγαμε. Γυναίκες φουρνίζανε με ξαναμμένα πρόσωπα, μωρά ξεβράκωτα αρκουδίζανε στο χώμα. Βελάζανε πρόβατα στα ριζά, εκεί που τελειώνουν τα κοντόραχα κι αρχίζει ο κάμπος, στα χειμαδιά του Ζήκου. Ύστερα, μες στη νύχτα, μια φωτιά αναμμένη στον όχτο του μεγάλου χωραφιού με τα καλαμπόκια, κοντά στο ποτάμι και δίπλα στρώματα αράδα, με τα πρόσωπα έξω από τις βελέντζες να μετράνε τ' άστρα. Αγρογούρουνα ροκάνιζαν τα καλαμπόκια και τα σκυλιά αλυχτούσαν. Κι έπειτα τα χαρόνια οι Γερμανοί, μισόγυμνοι, μ' ένα πέταλο κρεμασμένο στο στήθος - και μες στη νύχτα φωτιές και πολυβόλα, ώσπου με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί που σηκώθηκα να συνεχίσω το ταξίδι μου, δε χιόνιζε πια, μα ο καιρός ήταν μουντός κι η πόλη κουκουλωμένη. Τηλεφώνησα στην τροχαία. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για τα Πωγώνια, αλλά μονάχα με αλυσίδες. Δεν είχα πρόβλημα, γιατί ο εξοπλισμός του αυτοκινήτου μου είναι πλήρης, από στροφόμετρα και αλυσίδες μέχρι σαν - στοπ και κουκλίτσα κρεμασμένη στον καθρέφτη. Περνώντας μέσα από χιονισμένες κοιλάδες που με ξέρανε και τις ήξερα - από την καλή κι από την ανάποδη -, μέσα από δάση βελανιδιές, όπου ίσως θα υπήρχαν ακόμη λύκοι κι αγριογούρουνα, αν δεν είχαν κατέβει χαμηλά στα χειμαδιά του Ζήκου - ποια χειμαδιά, ποιοι λύκοι και ποια αγριογούρουνα; - κοιτάζοντας αντίκρυ τη Μουργκάνα, το φοβερό βουνό με το σκοτεινό όνομα, φορτωμένη χιόνι και σύννεφα, έφτασα στο χωριό. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρημαγμένο σπιτικό μου και τράβηξα κατευθείαν στη διπλανή εξώπορτα.
Στη μέση του σπιτιού ήταν το φέρετρο, ανοιχτό. Το κέρινο πρόσωπο τυλιγμένο στην μπόλια. Στα δεμένα της χέρια η παλιά εικόνα του Άι - Βασίλη, που την παίρναμε και την περιφέραμε στα σπίτια, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Προσκύνησα. Ολόγυρα κάθονταν στα σκαμνιά πεντέξι γριές γειτόνισσες. Ο γερο - Ζήκος ήταν καθισμένος σταυροπόδι στο χαμηλό ξύλινο κρεβάτι, δίπλα στο τζάκι που έκαιγε με μεγάλη φλόγα. Τα παχιά του μουστάκια κρέμονταν. Έσκυψα και τον φίλησα. " Έρθες;" μου είπε και χαμήλωσε τα μάτια στη φωτιά. Κι ύστερα: " Ε, καιρός μας". Τόσο μόνο.
Κάθισα σ' ένα σκαμνί αντίκρυ του. Με ρώτησε για τους δικούς μου, πώς ήταν το ταξίδι μου - "δεν έπρεπε να πω να σου τηλεφωνήσουν, να μπεις σε τόσο κόπο...Και πώς πάνε τα πράγματα στην Αθήνα με τη νέα κυβέρνηση;" Είπε να μου ψήσουν καφέ κι έδειξε στη γυναίκα που σηκώθηκε πού είναι το μπρίκι και το καφεκούτι και το μπουκάλι με το ρακί. Ύστερα παραμέρισε μονάχος του τα κάρβουνα με τη μασιά κι είπε στη γυναίκα για την αναλογία - τόσον καφέ, τόση ζάχαρη. Θυμήθηκα που τον καφέ τον έφτιαχνε πάντα μόνος του. Ήμουν τότε από τους τελευταίους που είχαν απομείνει στο χωριό. Δυο χρόνια μάλιστα, όταν απολύθηκα από τον στρατό κι ώσπου να βρω δουλειά, τα πέρασα συνέχεια εκεί, χειμώνα καλοκαίρι. Οι δικοί του είχαν κιόλας σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Αντίκρυ η Μουργκάνα κάπνιζε ακόμη από τον πόλεμο. Όλα γίνανε μέσα σ' αυτά τα χρόνια. Περνούσα τις μέρες και τους μήνες μέσα στη μοναξιά, τριγυρνώντας συνήθως μ' ένα παλιό δίκανο στις ερημιές και στα χέρσα χωράφια, χαζεύοντας πιο πολύ τα κοράκια, που πετούσαν τρεκλίζοντας απ' τον άνεμο. Με πότιζε μια υγρασία όλο αρρώστια, όλο φτώχεια, η μοναξιά, και το αβέβαιο μέλλον. Απόφευγα να πηγαίνω στο καφενείο με τους μετρημένους πελάτες, όπου ο καφετζής, ένα μούτρο, δεν το' χε σε τίποτα να σου πει ορθά κοφτά να του αδειάσεις τη γωνιά, αν καθόσουν χωρίς να πίνεις εκείνο το χλιαρό του ούζο. Έμενα καμιά φορά ν' ακούσω τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, σιωπηλός πάντα, χωρίς σχόλια, γιατί εκείνος ό,τι άκουγε πήγαινε κάθε Δευτέρα πρωί πρωί, και τα φιτίλιαζε χαρτί και καλαμάρι στο Σταθμάρχη, δυο ώρες με τα πόδια. Τραβούσα ύστερα με τρόπο το γερο - Ζήκο και πηγαίναμε σπίτι του. Καθόμασταν κοντά στο τζάκι και κουβεντιάζαμε. Έψηνε καφέ και του εξηγούσα τα νέα. Του διάβαζα κι εφημερίδα , ξέπεφτε καμιά από τα Γιάννενα. Άκουγε και κουνούσε το κεφάλι. Έτσι είχα γίνει ακόμα μια φορά άνθρωπος του σπιτιού τους, όπως παλιά που μ' είχαν περιμαζέψει σε ώρες ακόμα πιο δύσκολες.
" Ο Γιάννης;" τον ρώτησα.
" Στην Αυστραλία".
" Ο Μήτρος; "
" Στο Βέλγιο πρώτα, τώρα στη Γερμανία".
" Ο Τόλης;"
" Στη Γερμανία κι αυτός".
" Κι ο Κόλλιας;"
" Εμένα ρωτάς για τον Κόλλια; Εσύ έρχεσαι από την Αθήνα".
" Θα τον έκλεισε το χιόνι. Δε θα πρόλαβε. Δε θα' χε αλυσίδες" είπα.
" Ως φαίνεται..." είπε. Κι ύστερα: " Βγάλε τσιγάρο". Σκέφτηκα το νεκρό, τη Μαναμεγάλη, και την αποστροφή της για το τσιγάρο, μα δεν είπα τίποτε. Ο γέρος, σταυροπόδι πάντα, κάπνιζε σκεφτικός, με κρεμασμένα μουστάκια, τα μάτια στυλωμένα στις φλόγες. Κι όταν σε λίγο ήρθαν για να σηκώσουν το φέρετρο και μπήκε ο παπάς με το πετραχήλι, χτυπώντας τα πόδια του, για να φύγει το χιόνι, και μαζί του τέσσερις άντρες - αυτούς δεν τους ήξερα, από αλλού θα τους είχαν κουβαλήσει - ο γέρος είπε μονάχα: " Ψυχή μου".
Έμεινα να του κρατήσω συντροφιά, ώσπου να γυρίσουν οι άλλοι. Πάνω στο τραπέζι, όπου πριν ήταν το φέρετρο, είχε απομείνει μια σκουτέλα ψωμί, μια λαμπάδα που η φλόγα της ανέβαινε ήσυχα, κι ένα σκουριασμένο θυμιατήρι που γέμιζε το σπίτι με τη μυρουδιά του λιβανιού. Κι ο γέρος σταυροπόδι να καπνίζει το δεύτερο τσιγάρο.


Χριστόφορος Μηλιώνης, Καλαμάς κι Αχέροντας. Διηγήματα. Κέδρος, Αθήνα 1990, 2η έκδοση.
Ο καλός και πολύ αγαπημένος  ηπειρώτης συγγραφέας Χριστόφορος Μηλιώνης έφυγε  σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. 
Καλό ταξίδι κύριε Χριστόφορε Μηλιώνη.


Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Ηπειρώτικο


Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου
Ολίγο φως και μακρινό
σε μέγα σκότος κι έρμο
Δ.Σολωμός

Χελιδονάκι κι άνεμε αυτού ψηλά που πάτε
γλυτώστε τ' άσπρο σύννεφο και χάρη θα σας ξέρω.
Ζευγίτες το μαλώνουνε και το πετροβολάνε
και λυπημένο στάθηκε
να δέσει στη λαβωματιά μαντήλι βησσανιώτικο.

Ράγισ' η πέτρα τ' ουρανού και ροβολάει καβάλα
στα ξάγνατα ο Αι - Γιώργης μας χωρίς σκουφί και ράσο.
Είναι ντυμένος ξαστεριά κ' είναι πιωμένος όνειρα.
Έδωσε μια στον πέτσινο τρουβά του
και χύθηκαν τρελά πουλιά να μπουν σε παρεκκλήσια
ν' ανάψουν πολυέλαιους μ' ένα κλωνάρι από φως,
να κελαϊδήσουν " ω γλυκύ μου έαρ".

Της μαργαρίτας σήκωσε την άσπρη φούστα ο άνεμος
και φέγγ' η νύχτα ως το βυθό σαν ασημένια στάλα.


Φρίξος Τζιόβας ( Από τη συλλογή Αίμα και Φως Γιάννενα 1954, Ποιήματα, Γιάννενα 1997)

Μια πόλη στη λογοτεχνία. ΓΙΑΝΝΕΝΑ. Επιλογή κειμένων Χριστόφορος Μηλιώνης, Μεταίχμιο 2002

Επέτειος της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων σήμερα.
Αντί πανηγυρικού ο τίτλος παλιότερης ανάρτησης με ένα κείμενο του Χριστόφορου Μηλιώνη.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Πόλεις πάνω στην Εγνατία - Γιάννενα

Για να είμαι ειλικρινής, δεν συμπαθώ καθόλου τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους, είτε τους λένε, ευρωπαϊκά, αουτοστράτες, οτορούτ, αουτομπάν είτε επιμένουν εθνοκεντρικά και τους ονομάζουν εθνικές οδούς. Μακάρι κι Εγνατία...Γιατί όλα αυτά σημαίνουν το ίδιο: Να μένεις δεμένος στο κάθισμά σου ατέλειωτες ώρες, να' χουν κολλήσει τα ρούχα στο κορμί σου, να ψήνει ο ήλιος το πρόσωπό σου. Κι αν πεις και για τη θέα - ποια  θέα; Το βλέμμα καρφωμένο μπροστά σου, στην άσφαλτο και στην ουρά του ματιού σου να τρέχει η μπάρα με 150 χιλιόμετρα. Εγώ αλλιώς το' χω συνηθίσει το ταξίδι, voyager a pied, που μας έλεγε ο Αρσένης Γεροντικός, στη Ζωσιμαία Σχολή, και άνοιγε τον J.-J. Rousseau.
Και μην μου πείτε πως " πάνε αυτά", πως " δεν μπορείς πια να πάρεις άλλο δρόμο, παρά μονάχα αυτόν που οι άλλοι σου έχουν χαράξει". Εγώ κάθε τόσο ξεστρατίζω, κι αφήνω τους άλλους να γράφουν χιλιόμετρα στο κοντέρ.
Ιδιαίτερα όταν ταξιδεύω στην Ήπειρο. Προτιμώ τότε να κολλάω στη συντροφιά ενός παλιού περιηγητή, λ.χ. του γάλλου προξένου Πουκεβίλ ή του άγγλου γιατρού Χόλλαντ και να μπαίνω μαζί του στα Γιάννενα. Οι παλιοί ταξιδιώτες, λέει, προτιμούσαν να μπαίνουν ή από τα δυτικά, δηλαδή από το δρόμο που ερχόταν από την Αλβανία, ή από τον βορρά, από το δρόμο του Μετσόβου. Αξέχαστη διαδρομή αυτή η δεύτερη, ιδίως όταν, μετά τον Δρίσκο, πορεύεσαι αργά αργά στην πλαγιά, έχοντας κάτω από τα πόδια σου τη λίμνη, το νησάκι με τις καλαμιές και την πόλη σε σχήμα αετού, με ανοιχτές φτερούγες, και τα δυο τζαμιά του Κάστρου στα νυχοπόδαρά του. Και στο βάθος κάτασπρα τα βουνά της Δωδώνης.
 Φτάνει να μη σου τύχει καταιγίδα, σαν αυτή που λέει ο Πουκεβίλ:
...Η θύελλα που μας γυρόφερνε από το μεσημέρι είχε επικεντρωθεί τώρα εκεί και καταφέραμε να φτάσουμε στα ψηλότερα σημεία του βουνού μόνο αφού διασχίσαμε δύσοσμα και σκοτεινά σύννεφα, παρόμοια με ομίχλη, που αναδίνει μιαν οσμή στάχτης. Oι οδηγοί μας άρχισαν να ανησυχούν όταν δίπλα μας έπεσε ξαφνικά ένας κεραυνός. Έκαμε έναν τρομερό κρότο, από τον οποίο αναποδογύρισαν δυο από τα άλογά μας, χωρίς ευτυχώς να τους προξενήσει κανένα κακό. Αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Οι αστραπές μάς έκαιγαν το πρόσωπο. Βρισκόμασταν μέσα σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και κινδυνεύαμε να κεραυνοβοληθούμε, όταν ήρθε η βροχή...Τα σύννεφα σηκώθηκαν σαν κολόνα προς τον ουρανό, το βουνό απελευθερώθηκε από τους αποπνικτικούς ατμούς και τότε διέκρινα την κοιλάδα...Και στις έντεκα η ώρα το βράδυ φτάσαμε στα Γιάννινα...
Φοβερή βέβαια η εμπειρία. Εδώ η φύση δεν αστειεύεται. Και τι να δεις στις έντεκα η ώρα το βράδυ; Ας πάμε λοιπόν με τον Χόλλαντ, που έρχεται από τα νότια, προσπερνώντας καραβάνια ολόκληρα από Βλάχους που κατεβαίνουν στα χειμαδιά της Άρτας:
...Απαντήσαμε στο δρόμο μια κοινότητα νομάδων βοσκών, έναν περιπλανώμενο λαό ορεσίβιο, που το καλοκαίρι βοσκούν τα κοπάδια τους σ' αυτές τις ορεινές περιοχές και το χειμώνα τα σκορπούν στις πεδιάδες, γύρω από τον κόλπο της Άρτας και σε άλλα μέρη της ακτής...Τα πολλά μεγάλα κοπάδια προβάτων που είχαμε συναντήσει την προηγούμενη μέρα ανήκαν σ' αυτούς τους ανθρώπους και προπορευόντουσαν προς τις πεδιάδες.

 Η έφιππη πομπή που μόλις περάσαμε  είχε μήκος σχεδόν δύο μίλια, με μερικά κενά ενδιάμεσα. Ο αριθμός των αλόγων με τους νομάδες μπορεί να ξεπερνάει τους χίλιους χρησιμοποιούνταν κυρίως για να μεταφέρουν τις κινητές κατοικίες και τα διάφορα αγαθά της κοινότητας που είχαν συσκευαστεί με μοναδική τάξη και ομοιομορφία. Τα βρέφη και τα μικρότερα παιδιά ήσαν με διάφορους τρόπους δεμένα στις αποσκευές , ενώ οι άντρες, οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα παιδιά έβγαζαν το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού με τα πόδια...Οι περισσότεροι άντρες ήταν ντυμένοι με χοντρά λευκά μάλλινα ρούχα. Οι γυναίκες φορούσαν ενδυμασίες από το ίδιο υλικό, αλλά με περισσότερη ποικιλία στα χρώματα και γενικά με λίγη στολισμένη δαντέλα γύρω απ' το στήθος...

 ...Γνωρίζοντας τη γειτονική περιοχή των Ιωαννίνων, ανυπομονούσαμε τώρα ν' αντικρίσουμε για πρώτη φορά την πόλη, η θέα της οποίας κρύβεται για μεγάλο διάστημα από τα χαμηλά υψώματα που διακρίνονται στην πεδιάδα...Επιτέλους σε απόσταση μικρότερη από δυο μίλια, η γενική θέα της πόλης ξανοίχτηκε απότομα μπροστά μας - μια υπέροχη εντύπωση που τη διατηρώ σα μοναδική στη μνήμη μου. Μια μεγάλη λίμνη απλώνει τα νερά της κατά μήκος της βάσης ενός ψηλού και απότομου βουνού, που σχηματίζει την πρώτη κορυφογραμμή της Πίνδου...
Αντίκρυ στην ψηλότερη κορυφή αυτού του βουνού και σ' ένα μικρό νησί που βρίσκεται στη βάση του, μια χερσόνησος προχωρεί μέσα στη λίμνη και απολήγει σε μια κατακόρυφη βραχώδη πλαγιά. Αυτή η χερσόνησος σχηματίζει το φρούριο των Ιωαννίνων` ένα ψηλό τείχος το φράζει από την πλευρά της ξηράς. Τα νερά που περιβάλλουν τους εξωτερικούς λόφους του αντανακλούν το ακανόνιστο αλλά εντούτοις υπέροχο περίγραμμα ενός τουρκικού Σεραγιού και τους θόλους και τους μιναράδες δύο τούρκικων τζαμιών, που πλαισιώνονται από αρχαία κυπαρίσσια. Το βλέμμα, καθώς αποσπάται από το κάστρο της χερσονήσου, αναπαύεται πάνω στο σύνολο της πόλης, καθώς αυτή εκτείνεται κατά μήκος της δυτικής όχθης της λίμνης. " Αναπαύεται" είναι πράγματι η σωστή λέξη , μια που πραγματικότητα και φαντασία συνδυάζονται για να δώσουν στο τοπίο το χαρακτήρα μιας ατέλειωτης και πανέμορφης εικόνας που απλώνεται μπροστά μας...

Δεν είμαι εγώ που τα λέω αυτά, ο Χόλλαντ τα λέει, καθώς μπαίνουμε μαζί στα Γιάννενα, κι εκείνος πάει να επισκεφθεί τον φοβερό Αλή πασά, εν έτει 1812.
Όπως βλέπετε, όταν βγει κανείς από τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο - είτε αουτοστράτα τον λένε, είτε οτορούτ, είτε αουτομπάν, είτε Εγνατία - δεν ταξιδεύει μονάχα μέσα από γνώριμους κι αγαπημένους δρόμους - που είναι ωστόσο σαν να τους βλέπει για πρώτη φορά -, αλλά ταξιδεύει και μέσα στο χρόνο. Και μάλιστα όταν πρόκειται για τα Γιάννενα.


Χριστόφορος Μηλιώνης, Τα πικρά γλυκά, ιστορίες, Μεταίχμιο 2008

Οι δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι του Κώστα Μπαλάφα

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Για το Δημήτρη Χατζή

Το 2013 θα μπορούσε να είχε ονομασθεί Έτος Δημήτρη Χατζή, αφού φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του( Νοέμβριος 1913). Δεν ονομάστηκε. Για ποιο λόγο; Μετέωρο το ερώτημα.
 Αφιερώματα έγιναν κυρίως στην πόλη που τον γέννησε, τα Γιάννενα.

Το ιστολόγιο επέλεξε να αποχαιρετήσει τη χρονιά που τελειώνει με ένα διήγημα που έγραψε ο άλλος εξαίρετος ηπειρώτης συγγραφέας, ο Χριστόφορος Μηλιώνης , στη μνήμη του. Το διήγημα γράφτηκε μία μέρα μετά το θάνατό του(20 Ιουλίου 1981) και δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού Αντί στο Δημήτρη Χατζή την Παρασκευή 31 Ιουλίου 1981.


Ο τελευταίος ταμπάκος
Στη μνήμη του Δ.Χατζή
                                                                      Του Χριστόφορου Μηλιώνη 

Ο παπουτσής ο Μέρμηγκας πήρε τη σειρά τα χάνια στο Κριθαροπάζαρο.Έριξε μια ματιά απ' τη τζαμαρία στο Γυαλί - Καφενέ - τι γυρεύει εδώ ο Χαρίσης, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Έφτασε ως το χάνι του Κόρακα, ρώτησε κι εκεί:
"Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος;"
" Δεν τον είδαμαν" του λένε.
Ξαναγύρισε στο Κριθαροπάζαρο. Κοίταξε ακόμα μια φορά στο χάνι του Ζώη, ξαναρώτησε μην πέρασε εντωμεταξύ, "δε φάνηκε " του λένε, και κατηφόρισε στη λίμνη. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ' ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κερατά. Φυσάει νοτιάς, σου περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα κι η λίμνη θεοσκότεινη. Την ακούει που βρυχιέται και ξερνάει τα κύματα στο μώλο - πάλι κάποια βρώμα έκανε το μούλικο και δε θα ησυχάσει , ώσπου να το ξεβράσει σε τίποτα καλαμιές. Κοίταξε έναν έναν τους καφενέδες ανηφορίζοντας στο Κουρμανιό κι έφτασε εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει, στο μαγέρικο του Γκουγιάννου.
" Στεφάνωσα" τους είπε. " Τίποτα δεν έκαμα".
Εκείνοι τον κοίταξαν με στόμα ανοιχτό: ο Ζώης ο χανιτζής, ο Καραμπίνας ο κουρέας ή κωλοσούσα, ο Κατσούλης ο αμαξάς, ο Γκριμπογιάννης ο φαναρτζής, ο Σιέμος ο ντουφεξής. Στην πιατέλα απείραχτος ο μεζές κόντευε να κρυώσει. Και τα ποτήρια γιομάτα:
" Τι με τηράτε;" τους λέει. " Σα χάχηδες. Δεν τον ηύρα πουθενά". Κι ο Γκουγιάννος, κοιλαράς και λιγδασμιένος, με την ξύλινη κουτάλα μετέωρη πίσω απ' τον πάγκο του:
" Εμένα δε μου φαίνεται για καλό" είπε. Μα οι άλλοι τον αποπήραν:
" Άε γκρεμίσου παλιοκιαρατά" του λένε. " Κάπου έντεσε ο άνθρωπος. Αρχέψτε κι όπου να' ναι θα' ρθει, τι θα κάνει". 
Κάρφωσαν τα πηρούνια στα συκωτάκια, βούτηξαν με τα δάχτυλα το ψωμί στο λάδι, "άντε γεια μας" είπαν, " εβίβα το πρώτο". Μα το κρασί δεν έκανε κάτω.
" Τι διάολο πάθατε;" είπε ο Ζώης. " Με το ζόρι το μισολάενο".
" Αν είχαμε τώρα το Χαρίση, θα' ταν αλλιώς".
Κι ύστερα έπεσε μαι βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο λιγόστευαν οι ελπίδες να φανεί.
" Μάς την έσκασε ο παλιοταμπάκος" ξέσπασε επιτέλους ο Κατσούλης. 
" Αν ήταν αυτός, θα' ταν αλλιώς απόψε. Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. Ήξερε για τους παληούς γιαννιώτες, τους σκωταράδες, που δεν κινούσαν το πρωί στη δουλειά, αν δεν περνούσαν πρώτα απ' το μαγέρικο - συκώτια και μισολάενο αναντάμ παπαντάμ.
"Καλλιώρα σαν κι εμάς".
Τι σαν κι εμάς; Μια φορά κάθε σαββατόβραδο, το λες σαν κι εμάς εσύ; Εκείνοι ήταν άλλοι άνθρωποι".
Ήξερε για τη Βασιλαρχόντισσα ακόμα, που την είχαν πάρει οι κλέφτες, για να τους στείλει λύτρα ο Βλαχλείδης, κι ύστερα της βγάλανε το τραγούδι
δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι αμαρτία
να μείνει η Βάσω στα βουνά, σε κλέφτικα λημέρια
" ντε, μωρέ Σιέμο, κάνε την αρχή".
"Δε βγαίνει" είπε ο Σιέμος. Σώπασαν.
Παλιοτικός άνθρωπος. Τα' χε ζήσει αυτά και τα' λεγε. Ήξερε τους παλιούς, τους Μολυβάδες, το Σαμπεθάη τον Καμπιλή, που πήρε στο λαιμό του τους εβραίους. Τότε με τους γερμανούς.
- Άντε να φύγουμε, του λέγανε, να βγούμε στα Ζαγόρια, να τραβήξουμε απογάλια και τον κόσμο μας. Εκείνος το χαβά του, με το νόμο και τα γρόσια, να ταΐσει τον ένα, να μπουκώσει τον άλλο. Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε τ' αντάρτικο!
" Εγώ τον θυμούμαι τον Καμπίλη" είπε ο Κατσούλης. " Και τη Μαργαρίτα του Μολυβάδα τη θυμούμαι. Την έπαιρνα με το παετόνι. Ύστερα την εκτελέσανε οι γερμανοί. Μα ο Χαρίσης τα' λεγε αλλιώς. Είχε τον τρόπο του".
" Και στα πολιτικά, μπασμένος. Ιδεολόγος".
" Σαν κι εμάς".
" Τι σαν κι εμάς; Ποιος από μας βγήκε στο βουνό, σαν το Χαρίση; Εμείς - κάνα μπερντάχι στο τμήμα μοναχά. Σαν κι εμάς το λες εσύ αυτό;
Λεβέντης σ' όλα του. Κι άμα έβλεπε θηλ'κό έστριβε τα μουστάκια του. Έλεγε κι εκείνο για τις εβραιοπούλες - " πώς το' λεγε , μωρή, κωλοσούσα;"
" Μαρή Ρεβέκα! Απόψε που έλειπε ο άντρασι μ' , έρθε ένας κύριος στο σπίτι και μ' άνοιξε την πόρτα - Κι εσύ τι έκαμες; - Εγώ τον άφ'κα , να ιδώ τι θα κάμει. Βγάνει το παλτό του και το κρεμάει σαν κύριος στην κρεμάστρα. Εγώ τον αφήνω, να ιδώ τι θα κάμει. Ξαπλώνει απάνω μου και μου βάνει κάτι ανάμεσα στα σκέλια.
- Τι κάνεις αυτού; του λέω...". Ο λόγος του κουρέα έμεινε μετέωρος, κανένας δε γέλασε. Σώπασαν με βλέφαρα κατεβασμένα, βαριά από το κρασί. Ο καημένος ο Χαρίσης, πώς τα' λεγε και γελούσε ο πρόσωπός του! Άνθρωπος μερακλής, γεροντοπαλίκαρο. Το θηλυκό δεν το' χε μπουχτίσει.
Τ' αη - Γιαννιού γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τα τραγούδια - " τις τρανές, μπρε μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές". Κι εκείνο τ' άλλο, που το παράστεινε κιόλας
πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαολ' οι καλοέροι
- άεντε, Χαρίση, να μας δείξεις πώς το τρίβουν το πιπέρι. Χαλασιά σου.
"Χαλασιά σου, Χαρίση" είπαν κι έφεραν τα ποτήρια στα χείλια τους.
Μα πιο καλά τα' λεγε για τους ταμπάκηδες. Πώς αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ' τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες τη μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ' αχαμνά τους. Κι όλο αφυσικιές έλεγαν. Είχαν δικά του χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας, αρχοντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος. Μονάχα ο Χαρίσης τώρα, ο τελευταίος ταμπάκος -. Κόπηκε πάλι η κουβέντα στη μέση. Σώπασαν, κοιτάχτηκαν με μάτια θολά. Σκοτεινιασμένοι.
" Άεντε, εβίβα! Πανάθεμά σε, Γκουγιάννο κιαρατά. Λειψό το φέρνεις". Κι ο Γκριμπογιάννης άπλωσε τη χωματένια κανάτα στον πάγκο του μάγερα. Κι εκείνος
" Δεν πάτε, λέω γω, να ιδείτε τι γένεται ο άνθρωπος;" τους λέει. Και τότε σαν να τους έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκαν, ένας ένας ξεπόρτισαν. Κατηφόριζαν κατά τη λίμνη, στα παλιά ταμπάκικα, ένας πίσω τον άλλο, με σκυφτό κεφάλι, βαρύ απ' το κρασί, γερασμένοι, με τα φαρδιά παντελόνια τους, τα μπαλωμένα - εκτός απ' τον κουρέα τον Καραμπίνα, που πήγαινε μπροστά σεινάμενος κουνάμενος, βεργολυγώντας, κι ούτε νοτιάς τον έπιανε ούτε υγρασία. Όλα τα σοκάκια τα' ξερε κι όλες τις πόρτες τις κρυφές, η κωλοσούσα. " Πέρα απ' τα ξυλάδικα έχει το σπίτι του, πίσω απ' το παλιό το Συναγώι, ξέρω εγώ". Κι όλο γύριζε και τους έκανε κουνήματα να τον ακολουθήσουν, η παλικαραμπίνα, η οπιστογεμές - κι αυτοί να μη μπορούν να τον φτάσουν, τους έβγαλε την ψυχή, στους έρημους δρόμους.
 Έκοψαν μέσ' απ' τα ξυλάδικα, που μύριζαν μουλιασμένο πριονίδι, και χώθηκαν σ' ένα στενό σοκάκι, λησμονημένο. Ο Καραμπίνας σταμάτησε στο μισάνοιχτο πορτάκι, οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Κανένας δεν τολμούσε. Μόνο κοίταζαν το παλιόσπιτο με τον γκρεμισμένο τσατμά, και πάνω απ' την πόρτα το χαρβαλωμένο παραθύρι - είχε φως μέσα ή ήταν από το ηλεκτρικό στη γωνία, με το τενεκεδένιο καπέλο, που το ταρακουνούσε ο αγέρας και τόκανε να τρίζει λυπητερά; Κανένας δεν τ' αποφάσιζε να σπρώξει την πόρτα. Κι ο Καραμπίνας, τώρα που τους έδειξε , έκανε πίσω και δε σάλευε.
Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. Ήταν ένα έμπασμα θεοσκότεινο, μύριζε μούχλα. Όμως εκεί στην κόχη ξεκινούσε μια σκάλα που πότε - πότε φωτιζόταν αχνά από ένα φως που κατέβαινε  από ψηλά. Σκουντουφλώντας πήραν να την ανεβαίνουν και σε κάθε πόδι που πατούσε θρηνούσε το ξύλινο σκαλοπάτι, έτσι που ο θρήνος ανέβαινε μαζί τους ως επάνω, στη μικρή κάμαρη, όπου είδαν ένα ντιβάνι καταμεσής, με δυο λαμπάδες, κι ανάμεσά τους ο Χαρίσης αναπαυόταν, με μισό χαμόγελο κάτω από τις άσπρες μουστάκες του. Οι άντρες στριμώχτηκαν στη γωνιά. Δυο γριές κάθονταν στα σκαμνιά, με τα χέρια δεμένα στην ποδια τους. Μονάχα σήκωσαν τα μάτια. Ύστερα από λίγο η μια είπε:
" Φουρτούνα σου, Χαρίση` έρθαν οι φίλοι σου"
Κι εκείνοι, σαν μόλις να κατάλαβαν, ανέβασαν τα βαριά τους χέρια, έκαναν το σταυρό τους και πάλι απόμειναν ασάλευτοι κι αμήχανοι.
" Τι στέκεστε έτσι;" ξανάπε η γριά. " Τι δεν κάθεστε;"
Κοίταξαν γύρω, όλοι μαζί. Ύστερα στρώθηκαν, δυο στο πάτωμα, δυο στο τζάκι, που ήταν κλεισμένο μπροστά μ' έναν μπερντέ, ένα παλιό πανί, σκούρο - χρόνια θα' χε ν' ανάψει φωτιά. Ο Σιέμος κι ο Γκριμπογιάννης απόμειναν ορθοί, με τα σκέλια ανοιχτά, τα χέρια κρεμασμένα.
" Καλά ήρθατε εσείς, να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας, να κλείσουμε μάτι. Γειτόνισσες είμαστε...Θα μας έρθει και λιγοθυμιά απ' την κρασίλα , π' ανάθεμά σας. Πάρτε τα σκαμνιά".
" Κι αύριο μπονώρα εδώ είμαστε".
Κι ενώ η μια κατέβαινε τη σκάλα , η δεύτερη ακολουθούσε, ξεγοφιασμένη, σκαμπανεβάζοντας τα πισινά της μια πάνω μια κάτω, σα βάρκα δεμένη στο μώλο, και μουρμούριζε:
" Ποιο αύριο; Ούτε τρεις ώρες νύχτα δεν απόμειναν".
Έφυγαν οι γυναίκες κι εκείνοι, καθισμένοι σταυροπόδι, με το Χαρίση στη μέση, ξανάσαναν.
" Δεν έπρεπε να μας το κάνεις αυτό αδερφέ" είπε ο Σιέμος, κι εκείνος χαμογελούσε αχνά και σαν λυπημένα στο λιγοστό φως που ρίχνανε οι λαμπάδες.
" Ν' ανάβαμε τη λάμπα..."
Ο Μέρμηγκας έπιασε τη μικρή γυαλινη λάμπα, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι. Την κούνησε, είχε λίγο πετρέλαιο. Την άναψε. 'Ενα ήμερο φως απλώθηκε στους μαυρισμένους τοίχους, στο ντουλάπι με το τζαμωτό, στα σκαμμένα πρόσωπα με τα πρησμένα μάτια, τα βοϊδίσια. Κι η ώρα άρχισε να κυλάει ήσυχα, σπιτικά, κι ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του - αν είχε τίποτα να σκεφτεί. Το κρύο έμπαινε απ' όλες τις χαραμάδες κι ανάγκαζε τους άντρες να σφίγγονται και να τυλίγονται στα φαρδιά τους σακάκια, τα μπαλωμένα, κουκουβισμένοι καθένας στη μεριά του. Κάποια στιγμή ο Καραμπίνας, εκεί που καθόταν στην ποδιά του τζακιού, άπλωσε το χέρι κι ανασήκωσε το μπερντέ - μια κίνηση αυθόρμητη, να ιδεί αν θα μπορούσαν ν' ανάψουν κάτι, να ζεσταθούν. Το χέρι του έπιασε μια νταμιζάνα. Την κούνησε κι ακούστηκε το πάφλασμά της.
"Ο καημένος ο Χαρίσης" είπε " εδώ το φυλάει το ρακί". Και τα μπιρμπιλωτά του μάτια παίξανε πάνω στο τζαμωτό ντουλάπι. Γλίστρησε ως εκεί με μια κίνηση γατίσια, το άνοιξε κι ανάμεσα σ' αδειανά μπουκάλια βρήκε τρία ρακοπότηρα.
" Από ένα " είπε. " Για τ' αντέτι".
Γέμισε πρώτα τα τρία ποτήρια, τα πήραν οι διπλανοί του - " ο θεός να μακαρίσει την ψυχή του" είπαν. Ύστερα, το ίδιο, οι άλλοι τρεις. Το ρακί κατέβηκε ζεστό στην καρδιά τους - " ρακί ματαβγαλμένο, μερακλής άνθρωπος". Φούντωσαν.
" Σήκου, Καραμπίνα" πετάχτηκε ο Μέρμηγκας, " σβήσε εκείνες τις λαμπάδες και δεν τις αντέχω. Μας μπούκωσαν καπνό οι ρουφιάνες". Κι ο Καραμπίνας πάλι γλίστρησε σαν τη γάτα και φύσηξε τις λαμπάδες. Πριν καθήσεις στη θέση του, περιμάζεψε κοντά του τα ποτήρια, ύστερα έστριψε εκεί που καθόταν στο τζάκι και ξαναγέμισε - δεύτερη σειρά. Ο Σιέμος τότε άρχεψε σιγανά να μουρμουρίζει ένα θλιβερό σκοπό σαν μοιρολόι
για σήκου απάνω, Γιάννο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
" Σιέμο!" τον έκοψε ο Γκριμπογιάννης. "Όχι λυπητερά του Χαρίση - στα Γιάννενα στον Κουραμπά, αυτό να πούμε".
Και τότε το ξεκίνησαν όλοι μαζί, όπως στου Γκουγιάννου τ' άλλα σαββατόβραδα
στα Γιάννενα στον Κουραμπά είν' ένα χελιδόνι
φωνές βραχνές, ασυντόνιστες, σπασμένες απ' το παράπονο.
" Καραμπίνα", έκοψε πάλι το τραγούδι ο Ζώης " φέρε μωρή κωλοσούσα την νταμιζάνα, να μη σε βλέπω να κλωθογυρίζεις όλη την ώρα αυτού στο τζάκι, σαν ο γανωματής στον τέντζερη. Βάλ' την εδώ στη μέση να γιομίσουμε τα ποτήρια σαν άνθρωποι, να βλέπει κι ο Χαρίσης, να χαίρεται η ψυχή του. Μια Κυριακή..." συνέχισε τα λόγια του με τραγούδι, κι οι άλλοι ακολούθησαν
μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
ήρθε μια περιστέρα
να μην την είχα ιδεί...
Είπαν ύστερα " δε σ' άρεγαν τα Γιάννενα, Φέζο ντερβέναγα", είπαν " Βασιλική προστάζει, βεζύρη Αλήπασα", είπαν το " Σιαμαντάκα", ώσπου βράχνιασαν οι φωνές και δεν έβγαιναν , κι ένας ένας σώπαινε, όχι αμέσως, παρά μόνο έλεγε πρώτα το τραγούδι ως τη μέση, ύστερα ένα στίχο εδώ έναν παρακάτω, ύστερα λέξεις, κατόπι συλλαβές ασύνδετες και τέλος έγερνε στο πάτωμα κι αποκοιμιόταν, και μαζί τους έσβηνε ένας άλλος κόσμος, ώσπου βαθιά ησυχία απλώθηκε στην κάμαρη. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε τελειώσει, ανέβηκε η φλόγα μια δυο φορές ως την κορφή στο λαμπογυάλι, ν' ανασάνει, και τέλος έσβησε. Και τότες ήσυχα ήσυχα πέρασε μέσα το φως της αυγής και φώτισε το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο, μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια.
Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του Χαρίση, του τελευταίου ταμπάκου. Όταν καλοξημέρωσε, ήρθαν τέσσερις του δήμου, μαζί κι οι φίλοι του, μαζί κι οι δυο γριές της νύχτας, και τον πήρανε.
Τ' άλλα που είπανε οι εφημερίδες, τάχα πως τον λέγανε αλλιώς και πως τον θάψανε στο πρώτο νεκροταφείο , στην Αθήνα, είναι όλα ψέμματα. Αυτά τα γράψανε οι δημοσιογράφοι οι ανίδεοι.
                                                                                                   21-7-1981

                                                                                                                                            
Η φωτογραφία των τριών ανδρών από την ταινία μικρού μήκους του Λευτέρη Δανίκα, Ο τελευταίος ταμπάκος