Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης


 Στις 30 Οκτωβρίου του 1988 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Τον μνημονεύουμε σήμερα με ένα απόσπασμα από το ποιητικό θεατρικό Οι τελευταίοι ( Αθήνα,1966).
Απόγευμα στο δωμάτιο μιας πολυκατοικίας. Το παράθυρο είναι ανοιχτό προς το φωταγωγό. Στο απέναντι διαμέρισμα ένας ερασιτεχνικός θίασος φοιτητών κάνει πρόβες σε ένα ποιητικό θεατρικό έργο. Σκόρπιες σκηνές και φωνές. 
Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος είναι η Ελισσάβετ, ο Στέφανος, ο Φίλιππος, ο Γρηγόρης, ο Γαβριήλ, η Άννα, ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, η Κλυταιμνήστρα, ο σύζυγός της και ο Πυλάδης.
Ακούμε τον Γαβριήλ , ενώ αρχίζει να ψιλοβρέχει:

Ο κόσμος στην εποχή μας έγινε πολυάσχολος, βιάζεται,
πού να του μείνει πια καιρός για σένα. Αυτοί που αγάπησες 
σε ξέχασαν. Όσοι σ' αγάπησαν
δε σε καταλάβαν. Οι άνθρωποι δε θέλουνε να ξέρουνε ποιος
είσαι ,φοβούνται
ή αδιαφορούν. Πλάθουν έναν άλλον, κατά την ιδιοτροπία ή το 
συμφέρον τους
κι ακουμπάνε αυτό το ξύλινο ομοίωμα στη θέση σου-
στη δική σου μοναδική θέση.

Φθινόπωρο. Νυχτώνει. Τα μαχαίρια της βροχής λιανίζουν 
την πολιτεία
θυμίζοντάς μου τη μητέρα, όταν έκοβε το κρέας πάνω σε μια
τετράγωνη, βλογιοκομένη σανίδα
και μοσκοβόλαγε ο τριμένος δυόσμος. Κι ύστερα, καθώς συγύριζε
τα χέρια της πηγαινοέρχονταν πάνω στην πιατοθήκη
παίζοντας το τραγούδι των ήσυχων απλών ημερών πάνω
σ' αυτήν τη μεγάλη σπιτική άρπα.
Α, μη μου πεις, ο κόσμος πάει μπροστά. Εφευρέθηκαν
μηχανές για τον κιμά,
χάπια για την ενθάρρυνση, η τεχνητή γονιμοποίηση...

Νυστάζεις. Σβήνεις το φως και το σκοτάδι, σα γεροαλκοολικός,
καταπίνει μονορούφι
όλη την κάμαρα.

Κι όμως, πρέπει νάβρεις ένα φίλο, να μιλήσεις,
ο ουρανίσκος σου είναι ένα μικρό κοιμητήρι, όπου 
σαπίζουν χιλιάδες
ανείπωτα λόγια. Σηκώνεσαι, λοιπόν, κι εσύ, ανοίγεις 
την ντουλάπα
και κουβεντιάζεις μαζί της.

Τ' άλλο πρωΐ ξυρίζεσαι όμορφα - όμορφα
και βγαίνεις συγκρατημένος κι αξιοπρεπής, όπως όλοι -
ενώ τα λόγια σου κρυώνουν μέσα σε τούτο το άσυλο 
των παλιών φτωχών ρούχων
όπου χιονίζει, χιονίζει αναμνήσεις, δαντέλλες από 
αρχαίους χορούς και ναφθαλίνη.

Πετάχτε πια αυτήν την ντουλάπα, την έφαγε το σαράκι - 
λένε ύστερ' από καιρό
οι ανίδεοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :