Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Το γράμμα


Κοιτάζει την ημερομηνία στο ημερολόγιο που κρέμεται  στον τοίχο. Δεν της θυμίζει τίποτα. Το γραφείο, η λάμπα του γραφείου, τα σχήματα στο ταβάνι, δεν της θυμίζουν τίποτα. Είναι περαστική κι από δω. Από το παράθυρο μπαίνει το φως της θάλασσας, ο ήχος των αυτοκινήτων που τρέχουν στη λεωφόρο, λίγο κάγκελο από το μπαλκόνι και πολύς ουρανός. Ο ουρανός είναι γαλάζιος και η θάλασσα είναι γαλάζια, πριν λίγο πρέπει να πέρασε κάποιο βαπόρι, έχει μείνει χαραγμένη η πορεία του πάνω στο νερό, είναι πιο ανοιχτόχρωμο σχεδόν ξασπρισμένο γαλάζιο.
'Οτι βρίσκεται έξω από το δωμάτιο θα μπορούσε να της φέρει στη μνήμη άλλες παραστάσεις, ζωής περασμένης, όμως αποφεύγει τέτοιες αναδρομές, αισθάνεται πιο ασφαλής στο τελείως ξένο περιβάλλον του εσωτερικού.
Η μόνη της έγνοια είναι αυτό το γράμμα που πρέπει να γράψει. Είναι απαραίτητο, πρέπει να το γράψει.
Άλλαξε πάλι δωμάτιο, άλλαξε πολιτεία. Τίποτα δεν άλλαξε. Οι άνθρωποι έχουνε παντού τα ίδια νεκρά πρόσωπα. Όταν τους κοιτάξεις επίμονα το ανακαλύπτεις. Μούμιες.
Κάθεται στο καφενείο - αυτό το γράμμα πρέπει να το γράψει - βγάζει το στυλό και την κάρτα. Την ξανακοιτάζει και βεβαιώνεται πως απεικονίζει εκείνη την πρώτη πολιτεία απ' όπου πέρασε. Είπε θα στείλω μια κάρτα. Δεν την έστειλε. Σε κάθε καφενείο που κάθεται είναι για να γράψει αυτή την κάρτα, έπειτα ανακαλύπτει πως πάλι δεν απεικονίζει την πολιτεία που βρίσκεται, αλλά μιαν άλλη. Θυμάται με πόση προσοχή την διάλεξε, ήθελε νάναι αντιπροσωπευτική, να λέει αλήθεια. Μια, δυό, τρεις, δέκα. Τις απλώνει όλες μπροστά της. Μπερδεύει τις πολιτείες, δεν ξεχωρίζει καμιά. Κοιτάζοντάς τε ανακαλύπτει την ακινησία, την ομοιομορφία, τη νεκρική αναμονή που δεσπόζει παντού. Από τις καρτ ποστάλ βεβαιώθηκε για τα τοπία, τους ανθρώπους και τις πολιτείες. Όλα είναι ψεύτικα. Όλα κάτι πάνε να σου θυμίσουνε, δε στο θυμίζουν. Λες, εδώ κάποτε υπήρχε ζωή. Τα σώματα ξαπλωμένα στις αμμουδιές. Απολιθωμένα. Η θάλασσα. Σταματημένη στην κίνησή της. Το πανί στο καράβι αποχαιρετισμός. Το ίδιο και με τα βουνά. Ούτε καν σου υποβάλλουν την ταραχώδη  προέλευσή τους. Πέτρες ασάλευτες.
Στο τζουμπόξ αναβοσβήνει νευρικά το φωτάκι. Νευρικά σπρώχνει ο νέος το μπαλάκι, όταν η τρύπα καταπιεί και το τελευταίο, το φωτάκι ακινητεί. Κάποιος άλλος παίρνει τη θέση του, γίνονται ακριβώς τα ίδια πράγματα, οι φυσιογνωμίες δεν έχουν καμιά παραλλαγή. Τα μπαλάκια, τα φωτάκια, οι νέοι, κάνουν ένα σύνολο κουρδισμένης απαντοχής για κάτι. Τα μηχανάκια είναι μικροί εγκέφαλοι θαυμάσια ρυθμισμένοι για να περιμένεις δίχως να περιμένεις τίποτα. Αριθμοί αναβοσβήνουν, αριθμοί. Αριθμοί το Προ - Πο, το λαϊκό ή εθνικό λαχείο, αριθμοί το κρατικό δάνειο, οι τόκοι και τα επιτόκια, πάνω στα χαρτονομίσματα αριθμοί.
Πόσος χρόνος πέρασε από τότε; Πόσο χρόνο έχει ακόμα μπροστά της; Η έννοια Χρόνος έχει ακινητήσει κι αυτή. Δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε Χρόνος. Ώρα μηδέν. Μια μια σκίζει τις κάρτες, μπερδεύει τα κομματάκια, παιχνίδι παιδικό να τα ξανακολλήσεις, ο χρόνος καταβροχθίζεται με χρωματιστά πεθαμένα τοπία. Γίνανε μια μικρή στοίβα, με το μεγάλο δάχτυλο κάνει σφεντόνα και τα χτυπάει. Σκορπίσανε γύρω από το τραπέζι, μερικά που μείναν επάνω τα ρίχνει με το χέρι στο πεζοδρόμιο κι αυτά. Πέρασε αρκετή ώρα. Τα παρακολουθούσε να κολλάνε πάνω στις σόλες των περαστικών, να τα παρασέρνει ο αέρας παρακάτω ίσαμε που βαρέθηκε. Έβγαλε από την τσάντα της ένα παλιό σημειωματάριο έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε πάνω πάνω αποφασιστικά:

Σεβαστή μου μητέρα, 
κλαίω...

Σκέφτεται τι άλλο μπορεί να της γράψει. Προσθέτει. Κλαίω. Υπογράφει. Τσακίζει το χαρτί, το βάζει σ' ένα φάκελλο, το κλείνει. Τον γυρίζει και γράφει προσεχτικά.

Κυρία Ελένη...
Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Τάφος 336.
Ελλάδα

Τρία και τρία έξι. Έξι, δηλαδή δυό φορές τρία. Όλος ο αριθμός είναι μια επανάληψη. Έβγαλε από την τσέπη της το κλειδί του ξενοδοχείου. Πάνω κρεμασμένη μια μικρή μεταλλική πλάκα. Νο 36. Ακόμα ένα τριάρι και θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Αισθάνεται σιγουριά, είναι μια σιγουριά ένας αριθμός.
Πήγε στο κεντρικό ταχυδρομείο. " Εξπρές". Αυτό το κόκκινο χαρτάκι, δίπλα στο "αεροπορικώς" χρώμα μπλε. Κόκκινο, άσπρο, μπλε, σημαία τρίχρωμη κι επαναστάσεις. Ρίχνει στο κουτί το γράμμα και συλλογίζεται πόσο αλλάξανε οι σημασίες των λέξεων από τότε που ήτανε παιδί " κόκκινο, άσπρο, μπλε" ένα κουρελάκι που δε σημαίνει τίποτα πια, όπως και η λέξη επανάσταση. Τίποτα.
Πάει κι αυτό. Τόγραψε το γράμμα, το ταχυδρόμησε, δεν έχει πια καμιάν αποστολή. Στο δρόμο σκεφτόταν το τέλειο έγκλημα. Πώς δεν τόχε σκεφτεί κανένας από τους τόσους και τόσους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων; Κι όμως καθημερινά  σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη διαπράττονταν κατά χιλιάδες αυτά τα τέλεια εγκλήματα. Κατάχρηση βαρβιτουρικών γράφανε οι εφημερίδες, ή ατύχημα, σπάνια η λέξη αυτοκτονία. Έγκλημα δεν τόλμησε να το πει κανείς, φυσικά πολύ λιγότερο δε το ονόμασαν δολοφονία.

Γένοβα, 7.12.1971


Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ, Σπαράγματα, Κέδρος, Αθήνα 1973
" ...Τα τετράδιά μου χαθήκανε μια μέρα που ξένοι άνθρωποι μαζέψανε τα πράγματά μου από το σπίτι που ζούσα και έγραφα. Απόμεινα σε ξένους τόπους με τα χέρια κενά. Κάπου κάπου ξαναβρίσκω μερικές σελίδες σκόρπιες εδώ κι εκεί. Μέσα απ' αυτές προσπαθώ ν' ανασυγκολλήσω το πρόσωπό μου. Δε θα τα καταφέρω. Μέσα σ' ένα καθρέφτη σπασμένο κάθε τόσο θ' ανακαλύπτω κάποια λεπτομέρεια.
Στην άκρη μιας σκισμένης σελίδας, που μοιάζει να είναι συνέχεια ενός από τα κείμενα που διαθέτω, βρίσκω αυτή τη φράση. Ίσως να μην είχε καμιά θέση έτσι ξεκάρφωτη εδώ, όμως τώρα πια όπου κι αν την βάλεις έχει θέση, γιατί, αυτός που την έγραψε πέρασε από παντού, γίνηκε το πιο σκληρό χαλίκι στη χούφτα μας. Τότε δεν το γνωρίζαμε. Σήμερα μας χαρακώνει την παλάμη και πονάει..." Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ , Τζένοβα, 5.1.1973 , Αντί Προλόγου ( απόσπασμα)
Η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 1920

Δεν υπάρχουν σχόλια :