Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Ηπειρώτες Λογοτέχνες - Γιάννης Δάλλας

Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα. Είναι ποιητής, νεοελληνιστής και μεταφραστής έργων της αρχαίας γραμματείας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση (καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου). Eξέδωσε δεκατρείς ποιητικές συλλογές από τις οποίες οι δέκα πρώτες περιέχονται στη συγκεντρωτική τους επανέκδοση "Ποιήματα 1948-1988" (Νεφέλη, 1990) και οι τρεις επόμενες είναι οι: "Αποθέτης" (1993), "Στοιχεία ταυτότητας" (1999) και "Γεννήτριες" (2004). Επίσης σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων ("H δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη" και "Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας"), φιλολογικές εκδόσεις των πεζών του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Διηγήματα, Oι σκλάβοι στα δεσμά τους), των συνθετικών συλλογών του K. Βάρναλη ("Σκλάβοι πολιορκημένοι" και "Tο φως που καίει") και των έργων του A. Κάλβου ("Ωδαί", "H Ιωνιάς", "Oι Ψαλμοί του Δαβίδ"). Δημοσίευσε ακόμη δύο κριτικά βιβλία γύρω από το θέμα της ποιητικής και το θέμα του κλασικισμού του Κάλβου και άλλα τέσσερα για την ποίηση του Καβάφη (από τα οποία, τα σημαντικότερα είναι τα: "Καβάφης και ιστορία" και "Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική"). Αρκετά δοκίμια που αναφέρονται σε θέματα και κείμενα της παλαιότερης, της μεσοπολεμικής και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας ("Εποπτείες A΄", 1954, "Υπερβατική Συντεχνία", 1958, "Πλάγιος λόγος", 1989, "Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης", 1997, "Ευρυγώνια", 2000, "Μανόλης Αναγνωστάκης - Ποίηση και ιδεολογία", 2000). Tο 2002 κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Άγρα το βιβλίο του "Σκαπτή ύλη - Από τα σολωμικά μεταλλεία". Είναι επίσης συστηματικός μεταφραστής των αρχαίων λυρικών και των Αλεξανδρινών ποιητών: "Αρχαίοι λυρικοί" ("Χορικολυρικοί", "Μελικοί", "Ελεγειακοί", "Ιαμβογράφοι"), τα "Επιγράμματα" του Καλλίμαχου και "Tα δημώδη των αρχαίων" και "Αττικά συμποτικά", 2001). Τιμήθηκε με τη διάκριση του πρώτου Κρατικού Βραβείου Κριτικής και Δοκιμίου (1987) και του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (1999).

'Αρθρα που δημοσιεύθηκαν στην "Αυγή"
Το φιλολογικό αποτύπωμα του Γιάννη Δάλλα
Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/07/2009
Της ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Συγκίνηση και παρηγοριά μου προξένησε η ανάγνωση, εν μέσω του φλεγόμενου Δεκεμβρίου της χρονιάς που πέρασε, του ποιήματος «Δημοταράκτες» του Γιάννη Δάλλα στην Αυγή της Κυριακής. Όχι όμως και έκπληξη. Οι τεταμένες κεραίες και τα άφθαρτα πολιτικά αντανακλαστικά του ογδονταπεντάχρονου σήμερα ποιητή δεν είναι δυνατόν να αιφνιδιάσουν όσους έστω και από απόσταση έχουν παρακολουθήσει τον βίο και την πολιτεία του. Όπως γράφει ο ίδιος στους Χρονοδείκτες του:
«Τώρα που η ώρα μου πια γέρνει» -λόγια του Καβάφη- είναι στιγμές που στρέφομαι με πατρική στοργή προς τη νεανική μορφή που κάποτε υπήρξα. Σαν να ’ναι γιος μου, που ύστερα από τόσα χρόνια δεν θέλησε ούτε εννοεί να μεγαλώσει. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω στα προαύλια των Σχολών, σε λεωφόρους με το πλήθος και σε σκάλες εξουσίας. Να αμύνεται με τους πολλούς, να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να προχωρεί.
Όχι, ο νέος που υπήρξε ο Δάλλας δεν εννοεί, ευτυχώς, να μεγαλώσει. Συνεχίζει να αφουγκράζεται την επικαιρότητα, να συμπάσχει με τις νεότερες γενιές, να μάχεται με τα γραπτά του, να συντονίζεται με τις τεχνολογικές εξελίξεις (πόσοι της γενιάς του έχουν δική τους ιστοσελίδα στο διαδίκτυο;), να παρακολουθεί συμπόσια, σεμινάρια, ομιλίες πολύ νεότερών του μελετητών (φαινόμενο σπάνιο για φιλόλογο της ηλικίας και του κύρους του). Να είναι, με άλλα λόγια, έξω από τον προστατευτικό και αυτο-επιβεβαιωτικό χώρο του γραφείου του, μέσα στον δρόμο και τον χρόνο. Γιατί η ύπαρξη, όπως ο ίδιος επισημαίνει,
«δικαιώνεται μόνο όταν φτάσει να μεταμορφωθεί σε εμπειρία […] Υπάρχει κάθε φορά που ριζώνει σωματικά μέσα στα πράγματα: ριζώνει η σωματικότητά της μέσα στη χωρική χρονικότητα των πραγμάτων»
Στοχαστής με αριστερές ευαισθησίες, ο Δάλλας δεν περιορίστηκε στη μελέτη του λογοτεχνικού «κανόνα» αλλά έχει κατά καιρούς υπερασπιστεί και τους κοινωνικά περιθωριακούς λογοτέχνες, τους αδικημένους από το κατεστημένο. Είναι χαρακτηριστική η στοργή (και η ευγνωμοσύνη, θα έλεγε κανείς) με την οποία έχει συχνά περιβάλει στα γραπτά του τον Ηπειρώτη ποιητή και κριτικό Γιώργο Κοτζιούλα, που το 1943-44 βρέθηκε πλάι στους αντάρτες του Βελουχιώτη και έστησε το Θέατρο στα βουνά.
Οι σελίδες του Δάλλα γι’ αυτόν τον άδικα περιθωριοποιημένο λογοτέχνη, κριτικό και μεταφραστή, ο οποίος, παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες του βίου του, άφησε σημαντικό έργο, είναι από τις ουσιαστικότερες που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν. «Ρημαγμένος απ’ την αλλαγή των καιρών, απ’ την εκμετάλλευση των εκδοτών, απ’ όλους τους ευφυείς επιβήτορες της ζωής», ο Κοτζιούλας χάρηκε, παρ’ όλ’ αυτά, όπως με διεισδυτικότητα επισημαίνει ο Δάλλας, «τη νίκη του πάνω στα συγκεκριμένα, την ταπεινή του τέχνη με τα πιο ταπεινά σύνεργα, τα πεζολογικά μέτρα, τους κεκμηκότες ιάμβους του, τα κουρέλια των λέξεων».
Πέρασε από το συμβολισμό στην ηθογραφία και, μεταπολεμικά, σ’ έναν «αγκαθωτό, ακατέργαστο ρεαλισμό» διατηρώντας «μια φύση πάγια ηθική και ένα πλήθος βλέψεις αισθητικές», ώσπου η αρρώστια και η αδιαφορία της πολιτείας λύγισαν «τον χαμηλοτάβανο ουρανό του» (ο Κοτζιούλας πέθανε σε ηλικία μόλις 47 ετών, το 1956).
Η (διόλου βιογραφιστική) έμφαση που δίνει ο Δάλλας στην προσωπική ζωή των λογοτεχνών τους οποίους κατά καιρούς μελετά, απορρέει από τη μη-φορμαλιστική αντίληψή του για τη λογοτεχνία. Κείμενο και κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα είναι γι’ αυτόν συγκοινωνούντα δοχεία -κάτι όχι τόσο αυτονόητο όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται για τη φιλολογική μας γραμματεία εν γένει.
Το ζωηρό ενδιαφέρον του για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που περιβάλλει και διαμορφώνει τους συγγραφείς και τα έργα τους στάθηκε, εξάλλου, ένας από τους βασικούς παράγοντες που τον ώθησαν στη συστηματική μελέτη και της δικής του ποιητικής γενιάς, με τα μέλη της οποίας μοιράστηκε ιστορικά βιώματα και πολιτικές αγωνίες. Γενικότερα, πάντως, είτε μας μιλάει για τον Κάλβο είτε για τον Καρυωτάκη είτε για τον Σαχτούρη, ο Δάλλας έχει την ικανότητα να προσδίδει στους λογοτέχνες του μια ποιότητα δυνάμει μυθιστορηματική, καθώς αποτυπώνει με ζωντάνια τον εγκλωβισμό τους στις συμπληγάδες της ιστορικής συγκυρίας, όπως μας το δίδαξε, πρωτίστως, ο Καβάφης.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ένας από τους λίγους φιλολόγους που διαπέρασε την «ημιθεϊκή» κρούστα του Άγγελου Σικελιανού και μίλησε με κατανόηση και για τη σκοτεινή πλευρά του: για τον ποιητή που πλήρωσε το τίμημα της εμπλοκής του στο ΕΑΜ μετατρεπόμενος σε «αποδιοπομπαίο» από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα∙ τον ποιητή που αγνοήθηκε από τα κέντρα εξουσίας, οργίστηκε για τους «φθονερούς και τους μικρόχαρους» της εποχής του και οδηγήθηκε έτσι, από έπαρση και μια αίσθηση βαθιάς δυσαρμονίας με την εποχή του, στην απομόνωση.
Ίσως η τρυφερότητα με την οποία ο Δάλλας μιλάει για τον Σικελιανό να οφείλεται και στην ποιητική και πνευματική συγγένεια που τον συνδέει μαζί του. Περισσότερο απ' όλους τους ποιητές της γενιάς του (ακόμη και από τον Έκτωρα Κακναβάτο και τον Νίκο Καρούζο), ο Δάλλας έχει μαθητεύσει στους υψηγορικούς τρόπους του ποιητή του Αλαφροΐσκιωτου και έχει πιστέψει –και συνεχίζει να πιστεύει μέχρι σήμερα- στην υψηλή κοσμική αποστολή των ποιητών.
Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο μας διάβασε ποιήματά του στο αρχαίο θέατρο Κούριο, στο δρόμο προς την Πάφο, το 1988, στο πλαίσιο ενός συνεδρίου για τον Γιώργο Σεφέρη στην Αγιάναπα. Στα φοιτητικά μάτια μας ο Δάλλας (που δίδασκε τότε στη Φιλοσοφική Σχολή των Ιωαννίνων) εμφανίστηκε σαν μια φιγούρα μυθικών εποχών, που με την πίστη, το πάθος αλλά και τη ρωμαλεότητα της απαγγελίας της μας έκανε να πιστέψουμε ότι το ποιητικό θαύμα μπορεί να «λειτουργεί ακόμα». Ένα ποιητικό θαύμα ανακατεμένο, παρ' όλ' αυτά, με τα ιζήματα των καιρών, τον κοινωνικοπολιτικό πυρετό των μεταπολεμικών δεκαετιών, οι οποίες μία προς μία έχουν αποτυπωθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο έργο του.
Γιατί στον Δάλλα, μύθος και ιστορία, αιωνιότητα και χρόνος, απογείωση και γείωση δημιουργούν, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του ενιστή Σικελιανού, μια γεμάτη εντάσεις διελκυστίνδα. (Ας σημειωθεί εδώ, με την ευκαιρία, ότι η βαθιά αρχαιογνωσία του Δάλλα δεν περιορίστηκε στις γεμάτες μεράκι μεταφράσεις του αρχαιοελληνικών και ελληνιστικών ποιητικών κειμένων, αλλά, ενσωματωμένη στη σκευή του Νεοελληνιστή, έγινε συχνά το κλειδί κρίσιμων φιλολογικών ευρημάτων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις του Κάλβου και του Καβάφη).
Απόηχους σικελιανικούς βρίσκει κανείς και στη δοκιμιακή γραφή του Δάλλα, που είναι κατά κανόνα συντακτικά περίπλοκη, μεταρσιωμένη, απλωμένη, θα έλεγες, σε παλιρροιακά κύματα κατά μήκος της σελίδας, προδίδοντας έναν μονίμως γοητευμένο από το αντικείμενο της εξέτασής του μελετητή. Θα ήταν ασφαλώς επικίνδυνο να προσπαθήσει κανείς να μαθητέψει στο ύφος αυτού του εντελώς ιδιότυπου πεζού λόγου.
Ωστόσο, τα γεμάτα έξαρση και παλμό κείμενα του Δάλλα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, που δεν παύουν να δημοσιεύονται χρόνο με τον χρόνο, ανατέμνοντας δύο σχεδόν αιώνες λογοτεχνικής ζωής, υπερασπίζονται με τον απτότερο τρόπο το αίτημά του για «διαρκή επανύπαρξη», ύπαρξη, δηλαδή, «σε αέναη μεταμόρφωση [...] Κάθε μεταμόρφωσή της και μια ανάσταση του εαυτού μας. Και αυτήν την ανάσταση επαγγέλλεται η ποίηση».
Η ποίηση, ναι, αλλά και η φιλολογία και η κριτική, ιδιαίτερα όταν εκτονώνουν μια ορμή δημιουργική, όπως φανερά συμβαίνει στην περίπτωση του Δάλλα, ο οποίος δεν παύει να μας θυμίζει ότι η δουλειά μας, πέρα από την όποια μεθοδικότητα, θεωρητική υποδομή και πειθαρχία της, είναι -θα ήταν καλό να είναι- και υπόθεση πάθους.
*Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ο πεζογράφος και ο αριστερός διανοούμενος
Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/07/2009
Του ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Τα τελευταία χρόνια, μία ακόμη πλευρά του πολυσχιδούς Γιάννη Δάλλα ήρθε στην επιφάνεια: αυτή του πεζογράφου. Όχι όπως συχνά γίνεται, δηλαδή ως υποκατάστατο των κύριων μορφών έκφρασης του συγγραφέα ή ως μια προσπάθεια να περιληφθεί ένα ακόμη λογοτεχνικό είδος στο πεδίο των φιλοδοξιών του, αλλά, στην περίπτωση του Δάλλα, ως μια υποφωτισμένη πτυχή του πολυτάλαντου γραφιά, η οποία μάλιστα κάνει την πρώτη της εμφάνιση πριν από την εναρκτήρια ποιητική του συλλογή.
Πεδίο της πεζογραφίας του Δάλλα, το σώμα της ιστορίας. Το πρώτο του αφήγημα, Η σφαγή του Κομμένου, δημοσιεύεται το 1947. Υποδύεται τη δομή του χρονικού των γεγονότων στο ομώνυμο χωριό της Άρτας, τον Αύγουστο του 1943. Ο Δάλλας σκηνοθετεί έναν μακρυγιαννικό αφηγητή, με τον «συγγραφέα-επιμελητή» του «χειρογράφου» να κρατά τον ρόλο του σχολιαστή, που γράφει την λυρικής πνοής εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο του «χρονικού».
Παρ' όλα αυτά, η τεχνική του Δάλλα αφίσταται από τη γραμμή του «τεκμηρίου», όπως αυτή αρθρώνεται στον άξονα Μυριβήλης - Βενέζης - Στρατής Δούκας - Όμηρος Πέλλας - Βαλτινός (Η κάθοδος των εννιά), γιατί οι δύο φωνές, του «αφηγητή» και του «συγγραφέα», είναι απολύτως ισότιμες και ταυτόχρονα τελείως διαφορετικές. Δεν συνηχούν, δεν υπηρετεί η μία την άλλη (π.χ. ως αφηγηματικό τέχνασμα), δεν χωνεύονται σε μία φωνή με αποχρώσεις, αλλά εκβάλλουν, αυτούσιες και αυτάρκεις, στην κοίτη ενός συνθετικού αφηγήματος.
Η σημασία αυτού του βιβλίου είναι μεγάλη, αν κοιτάξουμε και τη διπλανή ημερομηνία, δηλαδή την ποιητική εμφάνιση του Δάλλα, ένα χρόνο μετά, με τη συλλογή Federico Garcia Lorca (1948), μια συλλογή σουρρεαλιστικής κατεύθυνσης. Θέλω να πω, ότι στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '40, όταν οι μεταπολεμικοί ποιητές κάνουν τα πρώτα τους βήματα, προέχει η αισθητική αναζήτηση. Η μεγάλη, ιστορική τομή που επέφερε ο πόλεμος, ανεδείκνυε την ανάγκη για αντίστοιχες αισθητικές αναζητήσεις και τομές, στην παραδεδομένη λογοτεχνική γλώσσα.
Ο κόσμος ήταν πια διαφορετικός, οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί, οι ποιητές διαφορετικά έβλεπαν τον κόσμο, τον εαυτό τους, την τέχνη τους. Όμως, ο εμφύλιος, το δράμα των αριστερών και ολόκληρης της χώρας, με τις παρατεταμένες συνέπειές του, ανέκοψαν αυτή τη γενικευμένη διάθεση, με αποτέλεσμα, αμέσως μετά, η έντονη ανάγκη «να μιλήσουν», άμεσα, γρήγορα και δραματικά, για όσα συνέβησαν και συνέβαιναν, να ακουμπήσει στη διαθέσιμη γλώσσα του Σεφέρη, έστω και με μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις καβαφισμού.
Σε κάθε περίπτωση, το πεζό αυτό του Δάλλα ενέχει θέση ισχυρού τεκμηρίου, συνιστά από μόνο του μια «ενδεχομενικότητα», μια σπαταλημένη (και κάποτε ηττημένη) δυνατότητα τα λογοτεχνικά μας πράγματα να είχαν μια διαφορετική ακολουθία.
Στη συνέχεια, όταν ο Δάλλας διανοίγει και πορεύεται, στην ποίηση και την κριτική, τους δρόμους που επέλεξε, έχουμε είκοσι σύντομα πεζά, τα περισσότερα «ηπειρώτικα» διηγήματα, που δημοσιεύονται σε περιοδικά, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τα οποία περιέχονται στον τόμο Στο ρεύμα του ποταμού. «Πάρεργα» του ποιητή, όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, «πάρεργα» και του κριτικού, θα πρόσθετα, με κοινό μοτίβο τους το ποτάμι, δηλαδή την κοίτη της ιστορίας και της ζωής, το ποτάμι όπως το φώτισε ανεπανάληπτα ο Τάκης Σινόπουλος, και όπως τα πεζά του Δάλλα καθρεφτίζονται στα «προ-ποιητικά» νερά του Ηλείου συνοδοιπόρου του:
«Σ' αυτόν τον κόσμο, για να δροσίζουνε τα μάτια την ψυχή -καμιά φορά και το κορμί- των ανθρώπων, υπάρχουνε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, που ταχτικά τον πέρναγε βγάζοντας το παντελόνι του ο παπούλης ο Τζουλέκας. Ο Εύηνος (ποιο νά 'ναι τάχα το παλιότερο όνομά του;) στο δρόμο για το Μεσολόγγι, μετά την Παλιοβούνα. Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω απ' την Άρτα, ιδιοκτησία νομίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα».
Είχα την τιμή και το προνόμιο να παρακολουθήσω, εν τη γενέσει τους, τα συγκλονιστικά πεζά που συγκροτούν το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του, τους Χρονοδείκτες. Πάντα με «χτενίσματα» της τελευταίας στιγμής, με άπειρους δισταγμούς, σαν κάθε φορά να άνοιγε ένα ζέον κεφάλαιο του παρελθόντος, σελίδα τη σελίδα αποσπούσε ο Δάλλας από το σώμα των χειρογράφων του μια ενότητα και, αφού πρώτα μου τη διάβαζε, με εκείνον τον απαράμιλλο τρόπο του, την έπαιρνα για δημοσίευση στον Πολίτη, έχοντας την αίσθηση πως κάτι ξεχωριστό είχα στα χέρια μου, κάτι ζεστό και πολύτιμο, οπωσδήποτε εν εξελίξει.
Οι Χρονοδείκτες τώρα συνθέτουν ένα ιδιότυπο βιβλίο, ένα προσωπικό και καλλιτεχνικό σημειωματάριο, αλλά ταυτόχρονα κι ένα χρονικό της μεταπολεμικής περιόδου, χρονικό πολιτικό αλλά και της λογοτεχνικής συντεχνίας. Με συνεχείς ασύμμετρες παρεκβάσεις, όπως εκείνη για τον Γιώργο Κοτζιούλα, μέσω αυτού στον Άρη Βελουχιώτη κ.ο.κ., αφηγηματικότητα έντονη, αλλά ευέλικτη και πολύτροπη, που συνεχώς εναλλάσσει τον προσωπικό με τον συντεχνιακό και τον ευρύτερο ιστορικό αφηγητή, γλώσσα μικτή και πλούσια, που δεν διστάζει να ενσωματώσει υπαίθριους απόηχους, πολιτική ορολογία, κριτικό ύφος, ρητορικές εξάρσεις, κατασταλαγμένη, μαχητική σοφία.
Κριτική διαύγεια, απόδοση δικαιοσύνης, αιχμές πολιτικές και φιλολογικές, αναφορές σημαίνουσες, αδειάσματα μεγαλειώδη: «Επί πρωθυπουργίας του Σκόμπυ, υπαλληλίας Παπανδρέου και άλλων λακέδων...». Τέλος, αποδόμηση των απομνημονευμάτων: «Μακριά από μένα κάθε ιδέα για ημερολόγια. Τα περισσότερα απολογίες αζήτητες και άλλα νάρκισσοι: φριχτά επιμύθια, πληχτική διανόηση...».
Το τελευταίο του βιβλίο πεζών κειμένων, Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, είναι μια προσπάθεια να συγκεράσει όσα από τον πόλεμο και μετά έδωσαν τον τόνο, σαν ρεύματα ιδεών και σαν ιστορική πραγματικότητα, διηθημένα μέσα από το φίλτρο της λογοτεχνίας. Η γενικευμένη υπαρξιακή αναζήτηση των μεταπολεμικών ποιητών, πρωτίστως μάλιστα των αριστερών, βρίσκει εδώ μία σύνοψη, που συνεχώς οδηγείται στη συνεπαγωγή της: τη συνύπαρξη. Από την στοχαστική θεώρηση στα ιστορικά συμπεράσματα, από την αμορφία στη μορφή, από τη στέρηση στη μεταμόρφωση, από το νερό στην πέτρα, από τους «μεταπολεμικούς μεσσίες» στη συντροφικότητα, από το γελοίο στο τραγικό, από τη συνήθεια στη γραφή.
Η πεζογραφική πλευρά του Δάλλα στέκεται δίπλα στις βασικές του ιδιότητες, όχι ισότιμα αλλά αυτόνομα και διακριτά, χωρίς ούτε στιγμή να φτωχαίνει ή να σχετικοποιεί τη βασική του λογοτεχνική υπόσταση. Αντίθετα, φωτίζει κρίσιμες πλευρές της σύνθεσης που συνιστά το σύνολο του έργου και η διαδρομή του Δάλλα, δηλαδή το στίγμα του. Και αυτό δεν είναι άλλο, από το στίγμα του αριστερού διανοούμενου, τόσο σεμνά υποφωτισμένο, τόσο έξω από την αγοραία διεκδίκησή του.
Γιατί, στην περίπτωση του Δάλλα, η πολιτικότητα και η γενικότερη ένταξη και σημασία του έργου του δεν προκύπτουν από τον θεματολογικό θόρυβο των κειμένων του, δεν «αξιοποιήθηκαν» στη φιλοτέχνηση μιας ακόμη πόζας αριστερού διανοούμενου, από αυτές που μας κατέκλυσαν τα τελευταία 50 χρόνια, σχεδόν πάντοτε χωρίς να κομίζουν τίποτα το σημαντικό, ούτε στην τέχνη ούτε στην αριστερά.
Ο Δάλλας είναι αριστερός διανοούμενος μέσα από τις επιλογές του, μέσα από τα «όχι» που είπε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, μέσα από την παροιμιώδη εγρήγορσή του, μέσα από την αντοχή του να μη βολευτεί, να μην εφησυχάσει∙ να παρακολουθεί, μανιωδώς θα έλεγα, ό,τι καινούριο εμφανίζεται, να μη διστάζει να δοκιμάσει και να εκτεθεί.
Τα «όχι» του ήταν προς δύο κατευθύνσεις: προς την «κοσμικότητα» της αριστεράς και προς την εξουσία. Όταν στη Μεταπολίτευση η ένταξη σε έναν από τους δύο πόλους της αριστεράς υποσχόταν λαμπρή καριέρα και προνομιακές σχέσεις, ο Δάλλας επέλεξε την απόσταση και απ’ τους δύο. Δηλαδή την αξιοπρέπεια του αριστερού διανοούμενου, απέναντι σε μηχανισμούς και αυλές. Την πολιτικότητα του έργου του, καθώς και τη ζηλευτή ποιότητά του, δεν την εξαργύρωσε. Μοναχικός στην πορεία του, έδινε συνεχώς περιεχόμενο και ουσία στη συλλογικότητα, γράφοντας, επιπλέον, για ομήλικούς του ποιητές, επιβάλλοντας μάλιστα τον Σαχτούρη.
Αρνούμενος τον ρόλο του «σταρ» (τρομάρα μας!), δημιουργούσε ένα ζηλευτό πνευματικό ίχνος, ένα από τα ελάχιστα σημεία αναφοράς για την αριστερά, στη λογοτεχνία και την τέχνη. Εκεί μαθήτευσαν και μαθητεύουν οι αριστεροί λογοτέχνες και φιλόλογοι. Αφήνοντας τους μηχανισμούς και τους αυλικούς στον κόσμο τους. Αφήνοντας τις αγιογραφίες να βουλιάζουν στη μιζέρια της επανάληψής τους.
Όσον αφορά τη δεύτερη δέσμη των «όχι» του Δάλλα, νομίζω πως αρκεί ένα περιστατικό. Στο τεύχος 57 των «Αναγνώσεων», (28/12/2003), ο Δάλλας δημοσίευσε μια ανέκδοτη και βαρυσήμαντη επιστολή του Καβάφη, το μοναδικό κατάλοιπο του αλεξανδρινού που είδε το φως μετά από δεκαετίες. Εκεί, ο Καβάφης δηλώνει, με πάσα λεπτομέρεια, τι έχει διαβάσει από ξένη ποίηση, ανατρέποντας ένα μεγάλο μέρος από τις υποθέσεις και τις βεβαιότητες της καβαφικής φιλολογίας, εγχώριας και διεθνούς.
Όμως, η κατοχή της επιστολής αυτής από τον Δάλλα είχε γίνει γνωστή στις μεγάλες εφημερίδες και άρχισαν τα τηλέφωνα κι οι προσφορές. Ο Δάλλας αδιαφόρησε για τα πρωτοσέλιδα, για τα αφιερώματα που θα υποδέχονταν τη φιλολογική αυτή ανακάλυψη, για τις επιφυλλίδες που θα φλυαρούσαν επί μακρόν. Κι έμειναν οι ενδιαφερόμενοι με την απορία:
-Μα, στην Αυγή;
-Ναι, στην Αυγή.
Σεμνά και αθόρυβα δημοσίευσε, σχολιασμένο με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, το καβαφικό χειρόγραφο στις σελίδες μας ο Δάλλας. Τόσο σεμνά κι αθόρυβα, που δεν το πήρε χαμπάρι ούτε η αριστερά...


Παλίμψηστα και γρίφοι: η καθημερινότητα του ποιητή
Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/07/2009
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ*
«σκάζουν αυγά/ κι από τα’ αυγά πετάγονται/ τέρατα κι άλλοι σαλτιμπάγκοι/ του εμφυλίου/(Κοντά στην πόλη Φ./ όπου γεννήθηκα)»
Γιάννης Δάλλας, Γεννήτριες
Υπόθεση εργασίας: ας παρακολουθήσουμε το ανάπτυγμα της κυριολεξίας των προτεινομένων συνθηκών αντι-ζωής, όπως ακριβώς κατατίθενται στο ποίημα «Τα καθημερινά» της συλλογής του Γιάννη Δάλλα Γεννήτριες («Τυπωθήτω», 2004): «Μια καρέκλα αναλήφθηκε/ μια σκιά τοίχου μίλησε/ ο πρώην νεκρός ερωτεύτηκε/ ο υπολογιστής καρδιοχτύπησε/ Έξω έν' αηδόνι τρελάθηκε/ ένα εξπρές αυτομόλησε/ ο σκοπός της γωνίας δραπέτευσε/ μια βρύση πόνου στέρεψε/ Εκεί ο δρόμος δεν έστριψε/ μια συνοικία δεν ξύπνησε εκεί το φεγγάρι βασίλεψε/ μια σιωπή εκπυρσοκρότησε».
Αντιλαμβάνεται κανείς γρήγορα ότι ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να είναι περιοριστικός. Η πλήρης αντιστροφή των ειδώλων της πραγματικότητας μυεί κατ’ οικονομίαν τον παρατηρητή στο υπερβατικό στοιχείο, το οποίο συνέχει εκ του ασφαλούς τον κόσμο που μαθηματικά τον περιβάλλει. Στο βαθμό μάλιστα που «σε μια καθαρά αισθητική προσέγγιση, το παράδοξο πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο», όπως φρονεί ευφυώς ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, τότε το επικοινωνιακό δούναι-λαβείν στο πεδίο των λεκτικά δόκιμων ποιητικών εφαρμογών αποκτά ως εκ των πραγμάτων πρόσθετο ενδιαφέρον: μήπως το Άλλο καθίσταται εν τέλει εγγύς; Μήπως το όραμα είναι καθαρά υπόθεση γραμματικής εμπέδωσης; [Ιδέτε εν προκειμένω περισσότερα στη Μελέτη για το Trauerspiel, I, σελ. 390, στο έργο Susan Buck-Morss Η διαλεκτική του βλέπειν. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και το Σχέδιο Εργασίας περί Στοών, μετάφραση: Μανόλης Αθανασάκης, επιστημονική επιμέλεια-Πρόλογος: Αριστείδης Μπαλτάς].
Αναφορικά με την πολύνευρη αυτή γραφή, συγκρατήθηκαν παλαιότερα από την κριτικό Χρύσα Σπυροπούλου, η οποία έχει εκπονήσει ήδη διδακτορική διατριβή για τον Γιάννη Δάλλα, τα εξής: «φαίνεται ότι στο χαώδες και διαρκώς ανατρεπτικό σκηνικό του παντός με τα διαταρασσόμενα κενά του περιδιαβάζει ένας εμπνευσμένος αφηγητής, ο οποίος, αθώος και ανεπίληπτος, καθώς είναι, παρακολουθεί τα τρέχοντα συμβάντα αλλά και στοχάζεται τον δεσμό του με αυτά και με τις μεταβολές του. Τα ερωτήματα που εγείρονται στην ανθρωποκεντρική περιδιάβαση του ποιητή στους συμπυκνωμένους αιώνες, το άπλωμα των οποίων περικλείεται εν τέλει σε μια μονάχα στιγμή, αυτήν την «ένυλη στιγμή, την πιο ρευστή συμπύκνωση του χρόνου», αφορούν το συλλογικά μακρύ, αλλά ατομικά σύντομο ταξίδι της ζωής, της τόσο εξαρτημένης από την ποιότητα της καθημερινότητας.
Έτσι, η αναζήτηση της λύτρωσης από τους ανεξέλεγκτους νόμους της επανάληψης και της φθοράς είναι βέβαιη, μόνο που ούτε οι ιδεολογίες ούτε και ο έρωτας, ο πολλά υποσχόμενος, μπορούν να προσφέρουν την ίαση. Στον όλο και περισσότερο δονούμενο από παρακμιακές αναταράξεις κόσμο, όπου η ουσιαστική επικοινωνία και η συνεύρεση με την ετερότητα γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, διακρίνεται το «εγώ» του ποιητή μέσω της δημιουργικής ανάσας, το αποτέλεσμα της συνειδητής αποχής του από τον παραλογισμό και την ευτέλεια της εποχής» [Ιδέτε εφ. «Η Καθημερινή», 31 Ιουλίου 2001].
Η σωρευτική δράση του υπερρεαλιστικού ειρμού καθορίζει συνειδητά την όλη κειμενική φύση. Τα πράγματα διαστέλλονται ή συστέλλονται σύμφωνα με τις επιταγές ενός αεικίνητου, εποπτικού ορμέμφυτου, το οποίο κατά κανόνα ξέρει να ομιλεί, να χειρονομεί και να διαχειρίζεται τα του οίκου του «παράλογα αλλά λειτουργικά». Από τα πολλά που έχω κατά καιρούς ξεχωρίσει, απομονώνω για τις διδακτικές ανάγκες της στιγμής το τετράστιχο: «Έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα/ και μέσα άλλα γεγονότα-σφαγεία/ τα λόγια πολτός/ σαν το αίμα που τρέχει» [Ιδέτε τη συλλογή Στοιχεία ταυτότητος, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1999).
Η δε εικονοποιία αρκετές φορές αναλαμβάνει να υποστηρίξει μιαν αιρετική Αποκάλυψη, όπου, μεταξύ άλλων, φίλιοι ή επιθετικοί εξωγήινοι, αμφίσημοι και ομιλητικοί, νομιμοποιούνται να αρθρώσουν τον ύστατο λόγο εκ μέρους της καθόλου Ποιήσεως, δηλαδή της καθόλου Δημιουργίας. Η καταγωγή των έξι στίχων που παραθέτω ανάγεται σε χρησμικά τοπία ενός «βατού» υπερπέραν, όπου τα ποιητικά υποκείμενα συνομιλούν σε βάση συναλληλίας με το Ον, αλλά και με ένα λίαν ευδιάκριτο υπερεγώ. Οι εκφάνσεις κάθε άλλο παρά συσκοτίζουν τα νοούμενα: «Γέμισε ο ουρανός πλανητόσαυρες/ κοσμοναύτες με ράμφη κρανιοτρύπανα/ κι απ' άγνωστους κόσμους ο αναμενόμενος/ μεταλλάκτης/ να μεταγγίζει/ το εξώπλασμα» (ό. π. ).
Εντρυφώντας στο παρελθόν των συναφών καταθέσεων, αφουγκράζεται αμέσως κανείς τα προλογικά σημαινόμενα αυτής της εν λόγω ρηματικής απόκλισης, η οποία εστιάζεται κυρίως στα όσα διφορούμενα, κρυπτικά συστατικά επικυρώνουν τον κόσμο (μας). Από την εμβληματική συλλογή Κυκλοδίωκτα, του 1950, φτάνει έως τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές και εξακολουθεί να ακούγεται το ίδιο καθαρά, όπως την πρώτη εκείνη στιγμή που κοινοποιήθηκε στην αγορά, το άγος του αγνώστου, η επαπειλή μιας κοινής, σαφώς όμως σκοτεινής μοίρας.
Ούτε η μήνις ως θεματική ποσότητα, ούτε η μήτις ως ποιότητα σκέψης, για να χρησιμοποιήσω εδώ όρους που ανάγονται στην αρχαιοελληνική ενδοχώρα, με την οποία είναι, ως γνωστόν, ευδοκίμως εξοικειωμένος ο δημιουργικός λόγος του Γιάννη Δάλλα, προσδιορίζονται επακριβώς. Κι ίσως γι’ αυτό το λόγο να εισπράττεται επαυξημένο το άγος. Παραθέτω: «Έχει ξυπνήσει η χώρα/ κι έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου/ συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων/ καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας/ και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες/ με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας/ τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου/ μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης/ κ' εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες με τη σπασμένη σάλπιγγά σου/ Κάτι ξέρει/ η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος/ κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει/ κάτω απ' τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας/ στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα/ σπόρους και καταιγίδες κι άλλες/ φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας» (ό. π.).
Η ποιητική αποτελεί συνεπώς όχι έναν τόπο αποξήρανσης του εγώ, αλλά πεδίο διευρυμένων αναδιπλώσεών του, οι οποίες αφορούν ως επί το πλείστον στην αναζήτηση και διερμηνεία της ενορατικής υφής του. Όσον δε αφορά στο ομολογουμένως έντονο σωτηριολογικό μήνυμα, το οποίο διατρέχει ένα μέρος της ποιητικής παραγωγής του Γιάννη Δάλλα, θα ισχυριζόμουν ότι δεν ανάγεται τόσο στο κατεστημένο δόγμα της Εκκλησίας, αλλά στο ρεύμα της Γνώσης, που διαπερνά ενίοτε τη στοχαστική αυτή μαρτυρία ψυχής.
Έστω παράδειγμα το «Σχεδίασμα ποιητικής», από τις Εφτά πληγές, έργο του 1950: «Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι/ ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα/ με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες/ -λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-/ τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες/ φτερούγες μέσα μου πλωτές/ Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι/ ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες/ σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα - να' ναι/ τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω/ πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας/ κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες/ Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε/ φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θά ‘βρω».
Φρονώ ότι από πολλές απόψεις ο Γιάννης Δάλλας είναι από τους πλέον γνωστικούς συγγραφείς της γενιάς του. Οι μεταφορές του, οι αφαιρετικές συνεκδοχές και οι ενοφθαλμισμοί που ευστόχως επιχειρεί αποδεικνύουν στην πράξη τη συγκεκριμένη συναντίληψη, η οποία τον φέρνει με τη σειρά της κοντά στους μυστικούς της γνωστικής παράδοσης, όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων, εξαιρετικά ρευστών αιώνων του Χριστιανισμού. Η λύτρωση, με άλλα λόγια, που επαγγέλλονται μάλλον μετά βεβαιότητος οι παραπάνω εξωστρεφείς στίχοι, εννοεί προφανώς την πέραν των κανονικών διδασκαλιών καθολική αναγέννηση του ανθρώπου εκ των έσω. Η δε σχετική μεθοδολογία υποστηρίζεται από την τέχνη της ποίησης και μόνον, η οποία είδε και βλέπει τον άνθρωπο αποκλειστικό φορέα του Τραγικού.
*Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής



Ένας Δάσκαλος - Ο Γιάννης Δάλλας
Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/07/2009

Του ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ*
Δεν ξέρω γιατί, ούτε αν αυτό συμβαίνει και σε άλλους, αλλά κάθε φορά που συλλογίζομαι ανθρώπους που εκτιμάω κι αγαπάω, ο νους μου ανατρέχει πάντα στη στιγμή της πρώτης συνάντησης. Συλλογιζόμενος, λοιπόν (και γράφοντας για) τον Γιάννη Δάλλα, μπορώ να πω ότι η πρώτη, ερήμην του φυσικά, «συνάντηση» μαζί του έγινε, όταν μαθητής της τότε 4ης Γυμνασίου, κάπου εκεί στα βουνά του ηπειρώτικου βορρά, διάβασα σε μια ποιητική ανθολογία, κάποιους στίχους του από τα Παρθένια. Ακόμη, με εκείνη την επίμονη αντοχή της εφηβικής μνήμης, θυμάμαι θραύσματά τους, όπως το «παλεύοντας για λίγη αιωνιότητα» ή το «Ερωδιέ/ με τα νικημένα φτερά/ λάφυρα στην εξώθυρα της νύχτας/ έχεις κ’ εσύ την πίκρα των ομηλίκων μου...»
Έκτοτε, πότε σποραδικά πότε πιο επισταμένα, διάβαζα ποιήματά του, πεζά, μεταφράσεις, μελέτες, δοκίμια. Το πρώτο, λοιπόν, πράγμα που εντυπωσιάζει σε όλη αυτή την πολυειδή και πολύπρακτη παραγωγή είναι η καθολικότητά της. Μια καθολικότητα που φαίνεται περισσότερο από αναγκαία, έστω και ως επιδίωξη ή ως νοσταλγία, ειδικά σήμερα που τείνει να γίνει κυρίαρχη, ακόμα και στις επιστήμες του ανθρώπου, η άκρατη, τεχνοκρατούμενη ή βιογραφικοκρατούμενη εξειδίκευση, ο Fachidiotismus όπως το ονομάζουν οι Γερμανοί. Βέβαια, αυτή η καθολικότητα, σε ό,τι αφορά την κριτική και φιλολογική δουλειά του Γιάννη Δάλλα, συνοδεύεται από μια εξαντλητικότατη, βασανιστική θα έλεγα, μελέτη και έρευνα του επιμέρους, έναν απόλυτο σεβασμό στα ρεάλια, και μια διαλεκτική σύζευξη του επιμέρους με το καθολικό, της μορφής και του περιεχομένου, του «μέσα» και του «έξω».
Αλλά εκεί που ήρθα περισσότερο σε επαφή με το στοχασμό του Δάλλα ήταν, όταν για να γράψω κάτι στο πλαίσιο ενός αφιερώματος του περιοδικού Ουτοπία στον Κώστα Βάρναλη, διάβασα και πάλι τα βαρναλικά του. Δεν θα υπήρχε ίσως καλύτερος τρόπος για να αποδείξω τις βαθύτατες οφειλές μου σε αυτόν, από το να προσκομίσω, όπως θα 'λεγε η γραφειοκρατική γλώσσα, φωτοτυπημένες τις μελέτες του Δάλλα για τον Βάρναλη, «κατακρεουργημένες» από τις δικές μου υπογραμμίσεις, τα θαυμαστικά και τα ερωτηματικά, τις παρατηρήσεις στο περιθώριο, προϊόντα ακριβώς των διαλογικών αλληλουχιών που η ανάγνωσή τους μου γεννούσε.
Για να μη φανεί πως τα παραπάνω είναι τα συνήθη μαλαματένια λόγια που επιπλώνουν την καθεστηκυία συγκαταβατικότητα των αφιερωματικών κι αντιχαριστικών λόγων, ξαναγράφω εδώ αυτό που είπα (και γράφτηκε) στην παρουσίαση εκείνου του τεύχους: «Στο τέλος της πορείας συγγραφής [του δικού μου κειμένου για τον Βάρναλη] δεν ξέρω κατά πόσον έγινα λίγο βαρναλιστής, το σίγουρο όμως είναι πως σε σχέση με τη δική μου ανάγνωση του Βάρναλη, έγινα μάλλον δαλλιστής. Θέλω να πω, πως ήταν οι μελέτες του Γιάννη Δάλλα για τον Βάρναλη που κυριολεκτικά λειτούργησαν σαν παγοθραυστικό, σπάζοντας τον πάγο και ανοίγοντας καινούριους δρόμους στην πρόσληψή του, μαθαίνοντας σε μένα τουλάχιστον να ξαναδιαβάζω διαλεκτικά και διαλογικά τον Βάρναλη».
Μιλώντας κατ' ανάγκην συνοπτικά και σχηματικά, θα έλεγα ότι οι βαρναλικές μελέτες του Δάλλα (μελέτες και κριτικές εκδόσεις έργων στηριγμένες σε κοπιώδη έρευνα αρχειακού υλικού, εξοπλισμένες με αναστοχαστική φιλολογική σκευή και με μια διαρκή αφουγκραστική θεωρητική εγρήγορση και επάρκεια) κατορθώνουν μιαν εντελώς ανανεωμένη και καίρια ανάγνωση του Βάρναλη, «ανασταίνοντας» (για να μιλήσω μπαχτινικά) σημασίες εσβεσμένες, ναρκωμένες ή απονεκρωμένες, παρα- ή αποσιωπημένες του έργου του.
Έτσι, στις μελέτες του ο Δάλλας: 1. προσεγγίζει την ποιητική του Βάρναλη ως γίγνεσθαι και όχι στατικά, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη διαλεκτική της, αυτό το ιδιόμορφο κράμα ασύμβατων συζεύξεων και αντιστροφών, λυρισμού και σάτιρας, «καβαλίνας και ροδακινανθού» (όπως χαρακτήρισε το ίδιο κράμα ο Παλαμάς)· 2) «ιστορεί» και ιστορικοποιεί τη γένεση, τη χρήση, τις διακειμενικές συνάφειες, τις περιπέτειες και τη λειτουργία των βαρναλικών μύθων και συμβόλων, και τη λογοτεχνική τους μετάπλαση σε μια προσωπική και, εν πολλοίς, αιρετική-αντι/ποιητική μυθολογία· και 3. κατορθώνει να αναδείξει το καρναβαλικό, «σπουδαιογέλοιο», γκροτέσκο στοιχείο που «προθώρμητα, δηλαδή πριμιτιβιστικά», (όπως λέει), χαρακτηρίζει την ποίηση του Βάρναλη, στοιχείο που με τη συνδρομή (μετά τη στροφή του 1920) του κοινωνικού συμβολισμού και του ιστορικού ρεαλισμού, θα δώσει στην ποίηση ιδιαίτερα της «δημιουργικής του δεκαετίας», αυτή την ιδιόμορφη ύφανσή της και δραστικότητα.
Αυτή η -ας την χαρακτηρίσω «επαγγελματική» και χρησιμοθηρική- ενασχόλησή μου με τα βαρναλικά του Δάλλα στάθηκε η αφορμή να ξανακοιτάξω όλες σχεδόν τις μελέτες του. Μελέτες που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα της αρχαίας και νεοελληνικής γραμματείας, «μείζονες» και «ελάσσονες» παραγωγούς λόγου, κορυφές αλλά και σκιερές κοιλάδες κι ανήλιαγα ρουμάνια της λογοτεχνίας μας. Παντού η ίδια -μέχρις κεραίας ακέραια- επιστημονική τεκμηρίωση, η ίδια βαθιά συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα (που συστατικό της τμήμα είναι και η λογοτεχνία), μαζί με εκείνη την ευαισθησία (που, ίσως, μόνον ένας ποιητής μπορεί να έχει) για την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού λόγου.
Ενός λόγου που, πολλές φορές, παράγεται αμφισβητώντας ή και παραβιάζοντας με αινίγματα θεία, κρυφά μυστήρια, ερμιά και μεγαλείο (για να μιλήσω σολωμιστί) τις εργαλειακά συγκροτούμενες ρασιοναλιστικές νοησιαρχήσεις και ιεραρχίες. Πιστεύω, πάντως, πως το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της ποιητικής (με την έννοια της μεθόδου και της φιλοσοφίας που τη συγκροτεί) βρίσκεται στο ότι γίνεται ακολουθώντας την υπόρρητη προστακτική που αναδύεται από μια παράφραση ενός δικού του στίχου: βυθοσκοπώντας το έργο ως τη ρίζα του να βγαίνει τετραγωνισμένη η αλήθεια του∙ με άλλα λόγια, ότι γίνεται ακριβώς με «λογισμό και μ’ όνειρο». Θέλω να πω, δανειζόμενος -και αλλάζοντας απλώς το υποκείμενο της πρότασης- τη δικιά του επεξήγηση της προηγούμενης σολωμικής ρήσης, πως ο Δάλλας στις μελέτες του: «δρα με 'λογισμό', δηλαδή στοχαστικά (με αυτεπίγνωση), και 'με όνειρο', ενορατικά (ή με διαίσθηση). Αλλά και με τη συναίρεση των δύο όρων: δηλαδή με διαισθητική στοχαστικότητα και εντέλει με πνευματική ενόραση ήτοι με συνείδηση του χρέους του».
Είναι ακριβώς αυτή η συναίρεση, η συνείδηση του χρέους, με την έννοια της συνείδησης της κοινωνικής σκοπιμότητας της εμφιλοχωρούσας σε οποιαδήποτε γνωστική, αναγνωστική ή διαγνωστική πράξη, που του επιτρέπει να αποφεύγει, από τη μια μεριά, τον απονευρωμένο σχολαστικισμό του παραδοσιακού φιλολόγου που, ακούσιο ή εκούσιο θύμα του κατεστημένου καταμερισμού επιστημονικής εργασίας, χάνεται, πολλές φορές, στα μικρά και στα επουσιώδη. Και από την άλλη, είναι αυτή που του δίνει τη δυνατότητα (κρατώντας όλα τα θετικά μιας θετικιστικής, αυστηρά δηλαδή επιστημονικής, προσέγγισης) να μιλάει ουσιαστικά και συγκροτημένα για τα μικρά και τα μεγάλα, για το επιμέρους και τη σύνδεσή του με το όλον, δίχως να γενικολογεί ασύνδετα κι αβασάνιστα ή να θεωρητικολογεί μιλώντας με αφηρημένους όρους-άδεια πουκάμισα νοημάτων.
Αλλά, οι λέξεις του εντεταλμένου χώρου ταχιά στραγγίζουν και σώνονται. Δεν ξέρω αν αναδείχθηκαν, κάποια, έστω και λιγοστά, στοιχεία της ιστορικής ποιητικής και των σπουδών ποιητικής του μελετητή Δάλλα. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω, πως μια ουσιαστική προσέγγιση και αξιολόγηση του έργου του μπορεί να γίνει μονάχα μέσα από επιμέρους διερευνήσεις όλων των μελετών του, μια προσέγγιση που θα μιλούσε ξέχωρα και κατ’ ιδίαν για τον σολωμιστή, τον βαρναλιστή, τον καλβιστή, τον καβαφιστή κ.ο.κ. Δάλλα. Κι ούτε, επίσης, ξέρω αν ο ποιητής, ο κριτικός, ο μεταφραστής, ο φιλόλογος, ο πεζογράφος Γιάννης Δάλλας ψάχνει ακόμη για λίγη αιωνιότητα.
Το μόνο που εγώ ξέρω, είναι πως αν η αιωνιότητα υπάρχει, δεν μπορεί παρά να εγκατοικεί στη μνήμη και στην αγάπη των ανθρώπων. Και το σίγουρο είναι πως η πάντα φωσφορίζουσα φωνή, ο σπηλαιώδης και αλληλούιος φθόγγος του Γιάννη Δάλλα έχει και θα έχει τη βαθιά εκτίμηση και την αγάπη των ανθρώπων που τον άκουσαν, που τον διάβασαν, που τον θυμούνται, που δίπλα του ή στο έργο του μαθήτεψαν και μαθητεύουν. Γιατί ο Γιάννης Δάλλας, πάνω απ' όλα, και σε όλα, είναι Δάσκαλος. Και τουλάχιστον για μένα, και παραφράζοντας εδώ έναν, ακόμη, ποιητή που ο ίδιος τόσο πολύ και τόσο σοφά μελέτησε: ιδιότητα δεν έχ' η ανθρωπότης τιμιοτέραν.
*Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο ΑΠΘ

Από τον "Ριζοσπάστη"
Ο ακέραιος Γιάννης Δάλλας


«Στοιχεία ταυτότητας» είναι η τελευταία συλλογή του ποιητή. Με τον τρόπο των «Ακραίων» ποιημάτων γράφω:
1. Ας θυμηθώ τις συναντήσεις που είχαμε στις Εκδόσεις Κείμενα. Ο αγαπημένος μου Φίλιππος Βλάχος έχει σπρώξει τα Κείμενα στο δρόμο. Οσο οργανώνεται ο ποιητικός λόγος, με τα απαραίτητα πάθη του, ωραίος ο Φίλιππος διψάει για βιβλία και καταστροφή. Απορώ ακόμα πώς υπήρχαν ντουβάρια και στέγη. Ημασταν «έξω» σε αντίθεση με τους σημερινούς εκδότες, που είναι μόνο προς τα μέσα. Αξονας μέσα σ' αυτό το χάος, που τα παρατηρεί όλα, είναι ο Γιάννης Δάλλας, ζωντανός χρόνος και «ηλιοβολβός». Ο ύστερος υπερρεαλισμός μάς χτυπάει κάτω σαν χταπόδι. Μάς παρέχει ευκολίες σαν τοκογλύφος. Κάπου εκεί ορισμένοι ακολουθούν τη νεράιδα της βιωτής, της στιχουργικής δηλαδή, που αρχίζει τη μέρα της με παραγγελίες και τελειώνει με παραγγέλματα. Υπάρχουν και τινάγματα από κοσμικές εκκρεμότητες, ζωή που χάθηκε και χρόνια σιωπής.
2. Σ' ένα αφιέρωμα για τον ποιητή, στην τηλεόραση βλέπω μια συγκλονιστική φωτογραφία. Περπατά μπροστά η μητέρα, το θαυμάσιο πένθος, και πίσω της ο γιος, που ψιθυρίζει: «... Υδρόβιος ο λαιμός μέχρι τους ώμους/ οι ώμοι σκίρτημα πουλιού ως τη λεκάνη/ εκεί κάτω κάνει νερά σκιές φρικιάσεις/ δεν ξέρω αν πρέπει να τα πω διαθλάσεις/ γεύση νέου κριθαριού αλετρισμός της ήβης/ πιο κάτω γάλα θυμωμένης φτέρης./ Κι απάνω στους πιστούς υπηρέτες τα πόδια σου/ περνάς τα ίδια ερείπια περνάς/ με την περηφάνια της Ειρήνης Δούκαινας/ η ίδια σαρκοφάγος και σένα σε περιμένει/ Λίτσα Ντάτση μικρή μου δέσποινα».
3. Με τον Κάλβο γίνεται οφθαλμίατρος, ψυχοπομπός για τον Μίλτο Σαχτούρη, αιμοδότης για τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη.
4. Ας τολμήσω κι ας παρεξηγηθώ. Από το ένα σκοτάδι περνάς στο άλλο. Το ίδιο και με το φως. Το ίδιο και με τους ποιητές. Εκτός από τον Γιάννη Δάλλα. Είναι μεγάλες οι ομοιότητες του ποιητή με τον Νίκο Ζαχαριάδη. Τον Ζαχαριάδη στις Φυλακές της Κέρκυρας, όταν γράφει για τον Κωστή Παλαμά, τον Ζαχαριάδη στο «παρά πόδας», όταν όλα καταστρέφονται, και, τέλος, τον Ζαχαριάδη στο Γράμμο, ανάσκελα, με το Στάγερ στο στήθος, ενώ έπεφταν ακατάπαυστα γύρω οι οβίδες, να λέει περίλυπος: «Πηγαίνετε μέσα» (στην Αλβανία). Χρόνια μετά απάντησε ο Γιάννης Δάλλας: «... Διάβαζα και κατέβαινα στον Αδη/ εκεί που ο Ποιητής γεωμετρούσε/ τους κύκλους μιας φριχτής θεοδικίας/ των λάγνων των μοιχών των κολασμένων/ κύκλοι των σαρκικών - και της χαιρεκακίας/ ανέραστου θεού γραφειοκράτη/ Των τιμωρών και των τιμωρημένων/ Ο ποιητής τον ποιητή χειραγωγούσε/ τον περιέφερε και του 'δειχνε τους λάκκους/ Εδώ οι φραξιονιστές εκεί οι προδότες/ οι συνωμότες με τις σάρκες στα θηρία/ το πνεύμα των τρελών στα χειρουργεία/ κι οι γλώσσες των αιρετικών μες στο καμίνι/ από τη Γέεννα ως τη Σιβηρία/ Μέχρις ενάτου κύκλου της κολάσεως/ (Μα πού 'ναι ο δέκατος και πού οι ιδεοπράχτες;) (...).
5. Παρ' όλα αυτά ο ακέραιος Γιάννης Δάλλας συνεχίζει προσπαθώντας να μας μυήσει σε κάτι ατρόμητο και χαμένο, να μας προετοιμάσει για τις μέρες τις σημαδιακές που έρχονται, όταν «μες στη φωτιά λιώνει τ' ατσάλι».

Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ

Από τον "Ηπειρωτικό Αγώνα"
Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 2009
|

Άλλο ένα βραβείο για τον Γιάννη Δάλλα

Το βραβείο δοκιμίου, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, απονεμήθηκε στον ηπειρώτη λογοτέχνη Γιάννη Δάλλα για το βιβλίο του «Σολωμός και Κάλβος», στη χθεσινοβραδινή εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών.Ο Γιάννης Δάλλας είναι ένας από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες και μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής φιλολογίας, με σημαντική παρουσία στα κοινωνικά κινήματα. Γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα, το 1924 και είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο κ. Δάλλας έχει τιμηθεί με το Κρατικό βραβείο δοκιμίου και κριτικής και με το Μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Το βιβλίο του «Σολωμός και Κάλβος» με υπότιτλο «Δυο αντίζυγες ποιητικές της εποχής», περιλαμβάνει φιλολογικά δοκίμια για την ποίηση του Σολωμού και του Κάλβου.

Από το περιοδικό Ως 3

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
...Ο Ιανός της ποίησης μου: Ο Μαγιακόφσκι και ο Έλιοτ...
Χαρτιά και σάρκες
Τι θέλει πάλι αυτός ο ίσκιος στα ποιήματα
ο γρυλισμός και τα καπούλια αυτού του ζώου;
Περνά σαν σίφουνας και δεν αναγνωρίζεται
Άλλοτε ελάφι απ' τα πολύκλαδα της νιότης μου
ή ταύρος σε νυχτομαχίες και σε μπλόκα
τώρα τραγέλαφος και βουκεφάλας του μυαλού μου
Βγάζει τη μάσκα του μα δεν αναγνωρίζεται
Τότε το κάθε πέρασμα του κ' ένα ποίημα
τώρα ξερνά δαγκώνει φτύνει τα ποιήματα
Τα ελληνοζωικά μου λεξικά κομματιασμένα
χαρτιά και σάρκε
ς
Ποιητής, κριτικός και μεταφραστής. Δεκατρείς οι ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει (εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με τον «Federico Garcia Lorca», 1948). Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς μελετητές του Καβάφη, ενώ μετρά δοκίμια για πολλούς Έλληνες ποιητές.
Έξω από κυκλώματα και «παρέες», βραβευμένος το 1999 με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, υποψήφιος το 2005 για το κρατικό βραβείο ποίησης, απ' όπου αποσύρθηκε, στη μνήμη του αποθανόντος και συνυποψήφιου Ηλία Λάγιου.
Πρώτη «συνάντηση» μαζί του, στην «Ανθολογία Περάνθη», πριν από χρόνια. Έκτοτε, μπήκα στον λαβύρινθο της ποίησής του. Μέχρι που, ένα πρωινό του Γενάρη, βρέθηκα σπίτι του. Συνέντευξη-μάθημα-διάλεξη, με τον ποιητή και κριτικό Γιάννη Δάλλα, που ακούραστος συνεχίζει τη μελέτη και τη συγγραφή: «Κι ούτε αυτοκαθρεφτισμοί, ούτε πόζες, για τον αναγνώστη του μέλλοντος και τη φήμη μου. Παρά το αγιάζι του χρόνου, που μου παίρνει τα ρούχα και με αγλαΐζει σαν άγαλμα ή μ' ερειπώνει. Να μοιάζομε πότε τ' αειθαλή και πότε τα φυλλοβόλα».
Ακούμε συχνά, πως είναι δυσπρόσιτη η ποίηση, δύσκολη η γλώσσα της. Και αυτή, που εσείς ο ίδιος χρησιμοποιείτε.
Οι ποιητές, είναι φοβερά δύσκολοι, δεν μπαίνουν μέσα στον λογαριασμό, σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους που γράφουν -τους δημοσιογράφους ας πούμε. Υπάρχει η χρηστική, πρώτα πρώτα, γλώσσα ξέρετε. Αυτή, τη χρησιμοποιούμε όλοι και συνεννοούμαστε. Υπάρχει παραπάνω η επιστημονική γλώσσα, που τη διατηρούμε γιατί μ' αυτή αποδίδεται η γνώση και χρειάζεται νοητική επεξεργασία. Η γλώσσα, όμως, της ποίησης, είναι εντελώς διαφορετική. Είναι μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Και γι' αυτό, χρειάζεται να έχεις ειδικές κεραίες για την πιάσεις.
Υπάρχουν ποιητές, που στηρίζονται στα βιώματα, μιλάνε με μια αμεσότητα, στέλνουν το μήνυμά τους ευκολότερα στον άλλο. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ποιητές δύσκολοι-doctus όπως λέμε, ποιητές περισσότερο λόγιοι. Το βιωματικό ποιητή, τον πιάνεις ευκολότερα σε ένα βαθμό, όταν όμως πας σ' ένα λόγιο ποιητή, πρέπει να βρεις τις άλλες φωνές από κάτω, πώς δημιουργείται. Εκεί το πράγμα δυσκολεύει.
Από εκεί και πέρα, είναι ο τρόπος του καθένα. Παρ' ότι ξεκίνησα ως κοινωνικός ποιητής, ανοίχτηκα μετά, και κάπου σ' ένα βιβλίο μου, λέω: «ο Ιανός της ποίησης μου με δυο πρόσωπα: Ο Μαγιακόφσκι και ο Έλιοτ».
Ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται;
Έχω την εντύπωση ότι γίνεται ο ποιητής, αλλά πρέπει να υπάρχει και ο σπόρος. Όχι να μένει μόνο στην προίκα που πήρε από τη φύση, αλλά, συγχρόνως, να αγωνίζεται να το φτιάχνει αυτό· εκεί ζυμώνεται. Ρίχνω, λοιπόν, το βάρος στο γίνεται, εφόσον όμως μιλάμε για μια περίπτωση ποιητική.
Είναι τέχνη ύψιστη;
Η ύψιστη είναι για εμένα η μουσική. Και τα μαθηματικά, που έχουν το δικό τους ευρηματικό λεξιλόγιο, τις εξισώσεις. Και τότε, ακριβώς, όταν η ποίηση υψώνεται σε αυτό τον βαθμό, τότε αξίζει. Η μουσική, έχει αφηρημένα υλικά, τους ήχους θα μου πείτε, δεν είναι όμως τόσο απτά.
Οι ποιητές, δουλεύουν με συγκεκριμένα υλικά, με τις λέξεις. Η ποίηση, δε γίνεται με ιδέες, αλλά με λέξεις. Αν έχεις ωραίες ιδέες, δε λέει τίποτε, το θέμα είναι πώς θα δημιουργήσεις το ποίημα, για να πεις αυτές τις ιδέες.
Έντονη είναι στην ποίησή σας η σχέση με την ιστορία...
Υπάρχουν οι ποιητές που ασχολούνται με τα προσωπικά τους βιώματα, και άλλοι που κάνουν έναν διάλογο με τον χρόνο· εκεί βρίσκεται και ο ιστορικός χρόνος, που είναι σημαντικός, και μέσω αυτού και με τον πολιτισμό. Ανήκω στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, όπου στην ποίηση, τρία ρεύματα είχαν επικρατήσει. Το ένα ρεύμα έκανε αυτό που λέμε κοινωνική ποίηση, και πολιτική τελικά. Σ' αυτό είχα ενταχτεί κι εγώ. Ένα άλλο, έκανε υπαρξιακή ποίηση, που τελικά γινόταν και οντολογική. Το τρίτο, ήταν η υπερρεαλιστική μεταπολεμική ποίηση.
Αυτά τα τρία ρεύματα, κάπου ενώθηκαν, και τελικά, ενώ στην αρχή ήταν σε αντιδιαστολή, κάπου σαν ύφος, σα γλώσσα, δοκιμάστηκαν και έγιναν ένα πράγμα. Και η κοινωνική ποίηση, δοκιμάστηκε με τις διώξεις και έγινε υπαρξιακότερη. Το ίδιο και οι υπερρεαλιστές. Δεν έκαναν ένα κίνημα για το κίνημα, αλλά ακουμπούσαν στα προβλήματα.
Διατηρώντας όμως, καθένας από αυτούς, τη δική του γλώσσα. Οι ποιητές κάνουμε πράγματα με το δικό μας αίμα ο καθένας, αλλά μπαίνουμε στο κοινό κανάλι της ποίησης. Αλλά κι εκεί, διατηρεί ο καθένας το ρεύμα του.
Στο έργο σας, μιλάτε για τον έρωτα όχι ρομαντικά, αλλά τον δίνετε με μια ρώμη, με μια ορμή, σαν ένστικτο...
Ο έρωτας είναι μεγάλη ιστορία. Τροφοδοτεί τη ζωή μας τελικά, την αναστατώνει. Τη σπάζει από τη συμβατικότητα που βάλαμε τις ανθρώπινες σχέσεις. Έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί έναν διάλογο με τον άλλο ακραίο θεό, που είναι ο θάνατος. Ο έρωτας από εδώ, ο θάνατος από εκεί, ένας διάλογος φοβερός να τον βλέπεις, υπερυψώνεται σα δύναμη και η αντιδύναμη από εκεί κάτω...
Επίσης, ενδιαφέρον είναι, το πώς μπολιάζεται, πώς θολώνει και πώς δυναμώνει καμιά φορά με τις άλλες ανθρώπινες σχέσεις μας.
Σε ένα ποίημα μου, τον λέω «μηχανή». Είναι ένας έρωτας, σε μια εποχή μηχανική-όχι με την έννοια ότι τον αρνούμαι, αλλά κι εδώ δοκιμάζεται ο έρωτας. Δηλαδή, ενώ είναι ένα οργανικό αγαθό, που σε γυμνώνει και θέλεις οργανική σχέση, σωματική, σαρκική και ψυχική (γυμνής επαφής με τον άλλον), στην εποχή μας, τελικά, ζεις σε ένα περιβάλλον μηχανικό. Εκεί, λοιπόν, φαντάζομαι έναν ποιητή, να μεταβάλλει το σώμα της γυναίκας σε μια μηχανή και να υπερυψώνονται πάνω μαζί. Αλλά μέσα στο μηχανικό της περίβλημα, να υπάρχει οργανική δύναμη και η παραφορά η ερωτική.
Τα δυο βασικά πράγματα, είναι η σχέση με το άλλο φύλλο και η σχέση με την κοινωνία. Εκεί κρίνεται ο άνθρωπος.
Υπήρξατε και καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ιόνιο. Πώς βιώσατε την εκπαιδευτική διαδικασία;
Δίσταζα, δεν ήθελα να γίνω καθηγητής, γιατί νόμιζα ότι σημαίνει, ή ότι θα κολακεύσεις τους άλλους για να σε κάνουν, ή ότι τελικά, όταν θα μπεις μέσα, θα γίνεις ένας καθηγητής των σημειώσεων, των παραπομπών, ότι θα γίνεις ένας σχολαστικός ποιητής. Εγώ, όπως λέει και ο στίχος του Καβάφη, είμαι «εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων». Λίγο ποιητής και λίγο κριτικός.
Όταν όμως ανέβηκα στην έδρα -ο καθένας μπορεί να το κάνει, αρκεί να έχει κότσια, να πει τις δικές του ιδέες, σε όλα τα επίπεδα- χάρηκα. Χάρηκα, γιατί γεφύρωσα την επιστήμη με την τέχνη, με τη λογοτεχνία. Αυτό πρέπει να έχει ένας καθηγητής, να μην είναι σκέτη επιστήμη σχολαστική. Αυτό κάνει απαιτητική και τη λογοτεχνία, προβληματισμένη, που να μπαίνει στα ρεύματα, να δουλεύει εκεί μέσα ο καθηγητής και σα θεωρητικός της λογοτεχνίας. Νομίζω, πως σε όλα τα πράγματα, χρειάζεται να υπάρχει ερωτικότητα.
Πίκρα διαπερνά στίχους σας, όσον αφορά στο πολιτικό όραμα, την επανάσταση. Και τώρα; Το παιχνίδι έχει χαθεί;
Όχι, όχι, δεν έχει χαθεί. Η «πίκρα» που αναφέρετε, δεν είναι απαισιοδοξία τελικά. Μας θεριώνει και γίνεται μια μετάθεση των πραγμάτων, πλατύτερη, ανθρωπιστικότερη, δεν είναι μονοσήμαντη. Παλιότερα, ίσως ήταν μονόδρομος, θεωρούνταν ότι μόνον εκεί υπάρχει η αλήθεια, σ' αυτό το στρατόπεδο, σ' αυτή την κατεύθυνση. Όχι πως υπάρχει και στο άλλο. Γίνεται όμως πια, ένας συνδυασμός και όλα τα προβλήματα της ζωής, όλες οι αγωνίες οι ανθρώπινες, μπαίνουν σ' αυτή την κοινωνική αγωνία. Υπάρχει ένας κοινωνικός πόνος, που είναι τελικά και ιστορικός πόνος. Βλέπουμε με μεγαλύτερη μεγαθυμία την ιστορία, είμαστε κι εμείς πια, όχι ότι είμαστε εμείς που δημιουργούμε την ιστορία απόλυτα, αλλά κι η ιστορία μπαίνει μαζί μας, είμαστε και μέρη της ιστορίας.
Και όταν καταφέρει ένας ποιητής, μιλώντας για τα μεγάλα πράγματα να φτάνει στα μικρά ή εκ των υστερών να προκύψει το μεγάλο, παρόλο που ασχολείται με τα μικρά, τότε είναι σπουδαίος για εμένα.
...Ο έρωτας δημιουργεί έναν διάλογο με τον άλλο ακραίο θεό που είναι ο θάνατος. Ο έρωτας από εδώ, ο θάνατος από εκεί, διάλογος φοβερός...

Από τα "Νέα"
Σάββατο, 12 Σεπτεμβρίου 2009

Ο μάστορας της Συντεχνίας

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΜΙΑ ΠΛΕΙΑΔΑ ΤΥΧΑΡΠΑΣΤΩΝ
ΕΧΟΥΝ ΩΣ ΕΡΓΟ ΨΕΛΛΙΣΜΑΤΑ, ΕΙΤΕ ΑΥΤΟ
ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΤΕ ΔΟΚΙΜΙΑΚΟ ΕΙΤΕ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ. ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΤΟ ΣΑΠΙΟ
ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΜΕ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ ΣΕΛΟΦΑΝ
ΩΣ ΦΡΕΣΚΟ, ΕΥΤΥΧΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ
ΑΥΤΟΝ ΔΙΑΡΚΕΙΣ ΑΞΙΕΣ ΠΟΥ ΜΕ ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ,
ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΚΕΚΡΑΚΤΕΣ, ΠΛΗΡΩΜΕΝΟΥΣ ΉΕΚΒΙΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΤΕΣ ΉΝΤΕΛΑΛΗΔΕΣ
Μια τέτοια σεβάσμια, σεπτή μορφή των γραμμάτων μας είναι ο Γιάννης Δάλλας. Ο εκπαιδευτικός, ο ποιητής, ο μεταφραστής, ο δοκιμιογράφος, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο «δόκιμος της Συντεχνίας».

Θυμάμαι την εποχή που τον ανακαλύπταμε, νέοι φοιτητές, και ως ποιητή και ως δοκιμιογράφο. Ως ποιητής ανήκει στην ανομοιογενή αισθητικά μεταπολεμική γενιά, λογοτεχνικά ομήλικος με τον Αναγνωστάκη, τον Κατσαρό, τον Γονατά, τον Κακναβάτο, τον Παπαδίτσα, τον Λίκο, τον Σαχτούρη, τον Γκάτσο, ποιητές έξοχους αλλά και διαμετρικά διαφορετικούς. Μας είχε τότε εντυπωσιάσει η Ωδή του Δάλλα στον Λόρκα, γραμμένη μόλις δέκα χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο του Ισπανού ποιητή.

Από τα δοκίμια του Δάλλα μάς σημάδεψαν οι καίριες και πρωτότυπες προτάσεις του για την ανάγνωση του κειμένου του Μακρυγιάννη, τελείως διάφορες από τις θέσεις του Σεφέρη και του Θεοτοκά.

Για πολλά χρόνια αφιερώθηκε στη Μέση Εκπαίδευση, μα στην εκπαίδευση μιας γενιάς φανατικής για γράμματα μέσω του περιοδικού «Ενδοχώρα» που χρόνια διηύθυνε από τα Γιάννινα. Μια προσπάθεια να αναδυθούν πολύτιμα μέταλλα από την ενδοχώρα της παράδοσης, τη στρωματογραφία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και τον νεοελληνικό μοντερνισμό ισορροπώντας στο τεντωμένο σκοινί πάνω από τον υπερρεαλισμό, τον συμβολισμό και τον ρεαλισμό.

Στα πρώτα του δοκίμια για τον Καβάφη, κόντρα στην ηλίθια τακτική της αριστερής λογοκρισίας που θεωρούσε τον Αλεξανδρινό παρακμία αστό (!), ο Δάλλας ανίχνευε πρώτος τα αλλεπάλληλα στρώματα των επιρροών του από την αρχαία και αλεξανδρινή επιγραμματική ποίηση.

Στο αριστουργηματικό, άκρως αποκαλυπτικό δοκίμιο για τις καβαφικές «Θερμοπύλες» ο Δάλλας είχε μιλήσει για ένα ποιητικό παλίμψηστο αφού διαπίστωνε ότι το ποίημα είχε ένα πρώτο επίπεδο αρχαιοελληνικής ηθικής φιλοσοφίας και ένα δεύτερο, μια επίθετη γραφή, με εμφανή τα χριστιανικά ηθικά προτάγματα. Έτσι, στην πρώτη γραφή ανήκε το: «Τίμιοι και ίσιοι σ΄ όλες των τες πράξεις» και στη δεύτερη το: «Αλλά με λύπη κι όλας κι ευσπλαχνία». Στην πρώτη: «Πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες» και στη δεύτερη: «Χωρίς μίσος για τους ψευδομένους» κ.τ.λ. Ακολούθησαν τα θεμελιώδη για τη γραμματολογία μας δοκιμιακά βιβλία του Δάλλα για τον Καβάφη και την Ιστορία καθώς και το αποκαλυπτικό «Ο Καβάφης και η δεύτερη Σοφιστική». Βιβλία που ανέτρεψαν τελείως την έως τότε κριτική προσέγγιση και κυρίως την υπερτιμημένη «Ερμηνεία» του Τσίρκα με εργαλείο έναν παρωχημένο ιστορικό υλισμό.

Η άλλη εξέχουσα συμβολή του Δάλλα είναι οι επανωτές προσεγγίσεις του ποιητικού σώματος του Κάλβου αλλά και η αποκαλυπτική δημοσίευση και ο σχολιασμός της μετάφρασης των «Ψαλμών του Δαβίδ», όπου κατά τη γνώμη μου λύνεται και το μυστήριο της κάλβειας ποιητικής γλώσσας.

Δεν θα αναφερθώ στις πολύτιμες συνεισφορές του Δάλλα στην κριτική αποτίμηση των ποιητών της γενιάς του, του Αναγνωστάκη, του Σαχτούρη, του Γονατά, του Παπαδίτσα, του Κακναβάτου.

Τον θυμάμαι στη σοφίτα του Φίλιππου Βλάχου να διαβάζει στο μισοσκόταδο Παπαδίτσα και Σαχτούρη. Ήταν τότε που πρότεινα στον Βλάχο να βγάλει στα «Κείμενα» τις πρώτες εξαντλημένες συλλογές των μεταπολεμικών ποιητών. Στις πρώτες κρούσεις όλοι αντιπρότειναν νέα έργα τους και έτσι έγινε εκείνη η έκρηξη μέσα στη δικτατορία.

Με τον Γιάννη Δάλλα είχα τη χαρά να συνδεθώ με φιλικούς και οικογενειακούς δεσμούς τα χρόνια που συνυπηρετούσαμε στη Σχολή Μωραΐτη και ευτύχησα εκτός από τις συνομιλίες μας να έχω μαθητές τα παιδιά του, εξέχοντες σήμερα πανεπιστημιακούς.

Το σημερινό μου αφιέρωμα όμως θέλω να καταλήξει σε μια ακόμη πρόσφατη προσφορά του, έναν ακόμη ανεκτίμητο κρίκο σε ένα έργο εν εξελίξει. Εδώ και χρόνια ο Δάλλας έχει αφιερωθεί στη μετάφραση ολόκληρου του ποιητικού σώματος του αρχαιοελληνικού και ελληνιστικού λυρισμού. Έχει ήδη δημοσιεύσει τους Ελεγειογράφους, τους Μελικούς, τους Ιαμβογράφους σε εκδόσεις πλήρεις με παράλληλο το πρωτότυπο και προλόγους, σχόλια και άλλες ανεκτίμητες ερμηνευτικές παρατηρήσεις.

Πρόσφατα έχει δώσει στη δημοσιότητα, όλα στις άκρως επιμελημένες από τον δαιμόνιο Μπλαζουδάκη Εκδόσεις Ηριδανός, τρία μεταφραστικά του κατορθώματα. Πρόκειται για τις συλλογές επιγραμμάτων: «Ελληνιστικός μικρόκοσμος. Απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία», «Ερωτικά επιγράμματα» του Ρουφίνου και, η έκπληξη, «Πλάτωνος τα αποδιδόμενα επιγράμματα». Επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία έχουν μεταφραστεί κατά κόρον κι όμως η πρόκληση για μια νέα προσέγγιση είναι πάντα κατανοητή. Πέρα από την ηρωική μετάφραση των Απάντων της Ανθολογίας από τον αείμνηστο Λαζανά, δεκάδες μεταφραστές (ανάμεσά τους ο Χουρμουζιάδης, ο Λεντάκης, ο Μπουκάλας, ο ανέκδοτος Μίνως Βολανάκης και ο Γιώργος Ιωάννου με την «Παιδική Μούσα» δηλαδή τα παιδεραστικά και βέβαια ο Ελύτης) έχουν προικίσει τη μεταφραστική μας περιέργεια.

Ο Δάλλας έρχεται φορτωμένος με την καβαφική εμπειρία αλλά κυρίως με τη βαθιά γνώση της εποχής, τα ιστορικά της συμφραζόμενα και κυρίως τη δεύτερη Σοφιστική, που χωρίς τη θεματική της δύσκολα θα ανακαλύψει κανείς το υπόβαθρο και της ερωτικής και της επιτύμβιας και της σκωπτικής και της γνωμικής επιγραμματικής ποίησης.



Από το Ηλεκτρονικό περιοδικό ποίησης
Η ποιητική του Γιάννη Δάλλα
Μεταξύ νεωτερικής γραφής και παράδοσης
Της Χρύσας Σπυροπούλου





Ο Γιάννης Δάλλας ήδη με τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής του συλλογής το 1948, με τον τίτλο Federico Garcia Lorca, ωδή σε ενδεκασύλλαβα ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτα δίστιχα χωρισμένα σε τρεις ενότητες, εισήλθε δυναμικά στη νεοελληνική ποίηση. Και μπορεί η εμφάνισή του να έγινε με τον παραδοσιακό στίχο, ωστόσο πολύ σύντομα, την αμέσως επόμενη χρονιά, δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ποιητική Τέχνη" το ποίημα Μανασής ο Ατλαντικός, ένα ποίημα που έχει τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής γραφής, ιδιαιτέρως όπως αυτή εκφραζόταν από τους υπερρεαλιστές και τους εικονιστές. Παρ' όλ' αυτά η ουσιαστική προσχώρηση του Δάλλα στη μοντέρνα ποιητική τέχνη, μολονότι δεν εγκαταλείπεται εντελώς ο μετρικός ρυθμός, γίνεται με τη συλλογή Επτά πληγές, που εκδίδεται το 1950 αλλά και λίγο αργότερα με την Απόπειρα Μυθολογίας το 1952.
Ο Δάλλας αφομοίωσε επιρροές από την ποιητική μας παράδοση, ανώνυμη και επώνυμη, καθώς και από την αρχαία λυρική ποίηση. Τα άλογα στοιχεία, που χρησιμοποιούνται, καθοδηγούνται από την άλογη σύλληψη του κόσμου, και ορίζουν μια ανορθόδοξη παρουσίαση των πραγμάτων, η οποία επιτείνεται από τις συχνές διακοπές και παύσεις, καθώς και την ελλειπτικότητα του έλλογου νοήματος δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αίσθηση του αυθαίρετου, του ασύνδετου, του απροσδόκητου και εν τέλει του παράλογου.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άλογες και τολμηρές εικόνες δημιουργούν σκοτεινότητα, και τα σύμβολα παραμένουν ανερμήνευτα από τον αναγνώστη ή επιδέχονται πολλαπλές και ποικίλες ερμηνείες. Το ασύνδετο, τα πεζολογικά στοιχεία, η απουσία στίξης επιτείνουν τον ασθματικό, μερικές φορές παραληρηματικό λόγο, ενώ τα σπαράγματα εικόνων αλλά και οι ασύνδετες εικόνες και ιδέες, που πότε αφορούν στον ιδιωτικό βίο πότε στον δημόσιο, υπονοούνται από σύμβολα τα οποία έχουν ληφθεί από το φυσικό περιβάλλον, από την Ιστορία, τη μυθολογία, τη λογοτεχνική παράδοση. Η καταβύθιση στο ασυνείδητο σε πολλές ποιητικές συλλογές αναδύει το αίσθημα της ματαίωσης πολλών προσδοκιών αλλά και της βαθύτερης επιθυμίας του ποιητή για τη συνέχιση της δημιουργικής και ποιητικής πράξης. Οι υπαινικτικές λέξεις, η χρήση ρημάτων σε διαφορετικούς χρόνους στον ίδιο στίχο, τα συνειρμικά άλματα οι ιστορικές αναγωγές που δεν έχουν χρονική συνέχεια, αποκαλύπτουν τον παράλογο μηχανισμό της σύγχρονης πραγματικότητας αλλά και την παράλογη φύση του Είναι. Οι αναφορές στην περίοδο της επταετίας αλλά και σε άλλες ιστορικές περιόδους, όπως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γίνονται με ειρωνικό, αλληγορικό και ελλειπτικό λόγο, και έτσι η συγκίνηση προκαλείται μέσω της απουσίας, δηλαδή με σκέψεις, ιδέες αλλά και συναισθήματα που υπονοούνται και αποσιωπούνται. Με λόγο που άλλοτε είναι λιτός, αυστηρός, άλλοτε πιο σύνθετος αλλά και λυρικός ο Δάλλας περιέρχεται σε διάφορες όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας έναν κόσμο παράδοξο, ονειρικό, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στο απτό και τη φαντασία, το όνειρο και το γεγονός. Κάτι που απασχολούσε τον Δάλλα ήταν η τέχνη της ποιητικής και μάλιστα σ' αυτήν αφιέρωσε ολόκληρη συλλογή με τον τίτλο Ο ποιητής και το ποίημα, 1988. Ομως και στην τελευταία του συλλογή Γεννήτριες, 2004, ο ποιητής καταπιάνεται για άλλη μία φορά με το ζήτημα των ορίων της δημιουργίας. Η διαδικασία της γραφής είναι ένα είδος "σεισμού διαρκείας", που απελευθερώνει όνειρα και μνήμες, ενώ οι εικόνες ζωής αλλά και θανάτου βρίσκονται σε αντίστιξη και οι υπερβολές μαζί με τον συνδυασμό ανόμοιων στοιχείων δίνουν στα ποιήματα τόνο υπερρεαλιστικό αλλά και μια προλογική παράσταση του κόσμου. Η επίγνωση του αμετάκλητου περάσματος του χρόνου και της φθοράς των πάντων αποδίδεται με αφαιρετικές εικόνες και λόγο όλο και πιο εσωστρεφή. Από την τραχύτητα των ιστορικών αναφορών στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, αλλά και από την ειρωνεία για τις καινούριες συνήθειες των νέων, ο ποιητής επιστρέφει στη νοσταλγία του εσωτερικού χρόνου για να μετακινηθεί όμως και πάλι και να μεταβεί σε δρόμους ιστορικούς και πολιτικούς ή κοινωνικούς.
Ο Δάλλας, ευαίσθητος σε κάθε πρωτοπορία, αφουγκράζεται το καινούριο και το προσαρμόζει στις δικές του ιδέες και επιλογές, και συνθέτει εικόνες οι οποίες προέρχονται από τη δημώδη, την επώνυμη παράδοσή μας, αλλά και από την αρχαία λυρική ποίηση, εικόνες οι οποίες αφομοιώνονται με τα στοιχεία της νεωτερικής γραφής, ιδιαιτέρως με εκείνα του υπερρεαλισμού και του εικονισμού. Ο λόγος του άλλοτε είναι δωρικός άλλοτε παιγνιώδης, ενώ πολλές φορές μετεωρίζεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το ονειρικό και το παράδοξο. Η προχωρημένη εικονογραφία, οι λεπτές και περίπλοκες συναισθηματικές αποχρώσεις, η σκοτεινότητα που δημιουργείται από τη χρήση των άλογων στοιχείων αποδίδουν τον κατακερματισμό και το χάος της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και ανασυνθέτουν εξ αρχής έναν παράλογο, προλογικό κόσμο.
Σύντομη ανθολόγηση της ποίησής του:





Σχεδίασμα ποιητικής
Στην Ισμήνη

Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία
είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων
Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα
μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα
τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια
Πώς να τα ξεριζώσω απ' τα πλευρά μου απ' τις θανάσιμες
πληγές σας απ' τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;
Κλείσατε τ' άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα
κλείσατε τις ψυχές σας σ' άθλια σανατόρια
και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα
Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας
τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας
γι' αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα
τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι' αυτό με βλέπετε
πάνω απ' τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα
κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
φωνές των μάταιων ημερών μας;
Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ' ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές
Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να 'ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες
Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα 'βρω
(Συλλογή Οι εφτά πληγές, 1950)
Φωνές

Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ' άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών
Εχει ξυπνήσει η χώρα
κ' έρχονται ιδού από τ' αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ' εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ' τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ' άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας
(Συλλογή Κυκλοδίωκτα, 1956)
Χονδρέμποροι ιδεών
Χονδρέμποροι ιδεών
αγοραίοι αρχάγγελοι
τ' αποθέματά σας
σαν ύπνος
με καταχωνιασμένες φωνές
είστε ένα μακρύ ποτάμι
που σας ρούφηξε ο ήλιος
ως τα ριζοδόντια του
Κ' ένας που σώθηκε
παρόχθια φωλιά
με τ' αυγά της ακλώσσητα
Σκοινοβάτης
Κόσμος μαζεύτηκε να δει τον σκοινοβάτη
Απάνω στο εξπρές οι μηχανοδηγοί
κάποιος ρωτά μην αναλήφθηκε
ο προγραμμένος σκύβει απ' τον φεγγίτη
Κι αυτός σε μιαν ιδεατή γραμμή της ύλης
Μια ανένδοτη χειρονομία της εποχής
Κάποτε απαντημένοι
Κάποτε απαντημένοι στη στροφή
ακόμα λάμποντας απ' τα όνειρά τους
πριν τρίξει η ρόδα του πρωινού
και τους γεμίσει επικαιρότητα
Κι α!

Πώς φωτίστηκε ο σταθμός
κ' η χειραψία τους μισό φανταστική
τόσο ορατοί τόσο ονειρώδεις
"δος μου το σώμα σου"
"πάρε τα σκάφανδρα"
Αξαφνα
πυκνός κι αυτάρκης
πήγαινε βουλιάζοντας
ώσπου άνοιξε ο μυχός της γης
ο τελευταίος του κύκλος
Κι ο άλλος με τα πρητικά σαντάλια
τώρα στα θεωρεία τ' ουρανού-
κάποτε απαντημένοι
Πού;
Τέλεια παράλογοι

(Συλλογή Πόρτες εξόδου, 1962)
Αλτες επί κοντώ
Πρώτη φορά ονειρεύτηκε όνειρα να γίνονται ήχοι
Ξύπνησε κι άκουσε την πόρτα του ν' ανοίγει αθόρυβα
οι τοίχοι του μια διαφάνεια κι αναγνώρισε τα πρόσωπα
γνώριμοι γείτονες με τους παλιούς τους ρόλους σε προπόνηση
ο σφάχτης ο εκκαθαριστής ο τραμαυτιοφορέας κι άλλοι
άλτες επί κοντώ και κάποιος έδινε το πρόσταγμα
μετακινούσε το σηματοδότη πέρα από τα σύννεφα
σαν να κυμάτιζε ως την οροφή δάσος ραβδούχων
κι ο μακελλάρης των μετόπισθεν τους μοίραζε παράσημα
τώρα η στρατόσφαιρα είναι μέσα μου είπε κ' ένιωσε
και τη δική του σιλουέτα σ' ένα πήδημα θανάτου
Αλτες - και να ξανάρχονται ήχοι από ψηλότερα
Προτελευταίος σταθμός
Εκβολές Αχέροντα
Κομμένη η μέρα σήμερα στα δύο
η μια ταξίδευε με το ποτάμι αγύριστη
αγνώριστη μες στους ασφοδελούς και τα τζιτζίκια

Κι ο ποταμός πρασινομάτης πρασινόμαλλος
μ' όλες τις ανατριχιασμένες του πηγές
βράδιαζε κ' έμοιαζε καμπουρωτός καυλός της γης
που στράγγιζε στα βούρλα και τα πολυτρίχια
στην ανοιχτή λεκάνη του Ιονίου
Το νεροπούλι γύρισε σε γκιώνη

Αγγελοκρούστηκεν η μέρα καθώς νύχτωνε
Κι ως τ' αντι-Κύθηρα βαστούσεν ο σπασμός της
Ερωτικό, της Αχερουσίας
Ετσι όπως ανεπαίσθητα περνάς από τη μια εποχή στην άλλη κι
Ολα είν' ακαθόριστα καθώς το φως το χρώμα κ' οι φωνές της μιας
Γίνονται αίσθημα και χύνονται μέσα στην άλλη / Ομοια κ' εγώ
Ταξίδευα κάτω απ' τα δέντρα αυτού του γέρου ποταμού κ' είχα την αχερούσια γυναίκα που άλλαζε μορφές στην αγκαλιά μου / Μα-
Στοί της γης πλόκαμοι ιτιάς μάτια και δέρμα σκίρτημα βυθών και
Κάτω η γύμνια της ατέλειωτη μες στο κουπί μου / Και στη
στροφή που βράδιαζε γυρίζω και τη βλέπω που κιτρίνιζε σαν ν'
άρπαξε ο μισός Αχέροντας φωτιά κι αυτή στη μέση τρίζοντας να
καμπουριάζει / Κ' εγώ που 'χα το σώμα της αγάπης κ' έτρεμε
γεμίζοντας τις χούφτες πήγαινα βουλιάζοντας από τη μια στην άλ-
λη μου ηλικία / Μ' ένα λαγήνι στάχτη πέρασα στον Αδη
(Συλλογή Το τίμημα, 1981)
Για αποκάλυψη
Ξυπνώντας σήμερα φαντάστηκα ένα ποίημα να καταπίνει
και να ξαναχύνει τα πάντα σαν ένας υποβρύχιος ροφός
ένας ανακυκλωτής ένας σίφουνας μια μηχανική ή αστρική
χοάνη μια αντιύλη
σαν ένας υποπόταμος
ουρανομήκης
κ' εδώ κάτω
κεραυνωμένη γη
για αποκάλυψη
σχίσμα φωνής
και μέσα ο φθόγγος
σπηλαιώδης
αλληλούιος
(Συλλογή, Αποθέτης, 1993)
Υ.Γ. Μέγα μεγαλωστί
Εφτασε τέλος κι η στιγμή της εκσκαφής Το
πλήθος σκόρπισε δεν βρέθηκε κανένα οστούν Τα
σύλησε ο τυμβωρύχος είπε ο αρχαιολόγος Κι ο
ιερέας που ήρθε για τη μετακομιδή συμπλήρωσε
ουκ έστιν ώδε, κατά το ρηθέν υπό των προφητών
Αλλ' όταν έσβησε κι ο τελευταίος θόρυβος κι έμεινε
εκείνη ακουμπισμένη στο κιγκλίδωμα τότε το σώμα
του και πάλι σχηματίστηκε Μέγα μεγαλοστί το
σώμα του στο δάσος των σταυρών κι ο κραταιός
καυλός να υψώνεται χυμώδης προσκαλώντας την
Κι εκείνη -ας μη μιλάμε πια για σύμβολα- με τα ιμάτια ριγμένα γύρω της να ξαναγίνεται η γη κι αυτός ουράνιος σπορέας να την περιβρέχει
(Συλλογή Στοιχεία ταυτότητας, 1999)
Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρητης χιτώνα σαν τους πλοκάμους
μιας μέδουσας
ως την οσφύ το σώμα και τα εβένινα μαλλιά της
-μηροί και μύρα των λαγόνων της-
Ενιωσα τότε τι σημαίνει να κυκλώνεσαι απ' τη νύχτα
ν' αφήνεσαι και να γλιστράς σε βάθη ανεξερεύνητα
αποκομμένος εραστής των κοραλλίων νήσων της
πιασμένος μες στο δίχτυ μιας αράχνης με μυριάδες μάτια
Τώρα γυρίζω και το πάτημα του χρόνου δεν ακούγεται
στην τρικυμία της αγοράς η δωδεκάτη έπεσε σαν άγκυρα
ξεβράζοντας χειρονομίες βλέμματα αιχμηρά φωνές
μετέωρες
το ψέμα ξαναφορεμένη αλήθεια την αλήθεια χειραψία δίστομη
Ολα σαν πέτρες ζοφερά και κοφτερά...σαν φεγγαρόπετρες
Κι ο ποιητής σαν από μηχανής Ερμής πεζεύοντας
στης μέρας το κατώφλι στάθηκε κι αντίκρισε
της νύχτας τα όνειρα κι αυτά κερματισμένα
( Συλλογή Γεννήτριες, 2004)





















Δεν υπάρχουν σχόλια :