Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Γεώργιος Δροσίνης






(9 Δεκεμβρίου1859- 3 Ιανουαρίου 1951)  και  οι αρχές της ηθογραφίας.

Ο Γεώργιος Δροσίνης, του οποίου ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας επανεκδίδει (από το 1955) τα Άπαντα, υπήρξε στη διάρκεια της ζωής του μια σημαντική προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων, χάρη στην εκπαιδευτική, πολιτιστική και πατριωτική του δραστηριότητα στους κόλπους του Συλλόγου προς Διάδοση των Ωφελίμων Βιβλίων σύλλογος ο οποίος συνεχίζει να υπάρχει, και χάρη στο ότι διηύθυνε το ιστορικό περιοδικό Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Δεν διαβάζει κανένας σχεδόν πια τα πεζά του κείμενα σήμερα, ίσως εξαιτίας της καθαρεύουσάς του, που αν και ευκολοδιάβαστη είναι λίγο ανιαρή και δεν έχει ούτε τη γοητεία της ανάμεικτης διαλέκτου του Παπαδιαμάντη. Αυτή η σχετική αδιαφορία οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο ότι ο Δροσίνης υστερεί στη σύγκριση με τους συγχρόνους του όπως ο Καρκαβίτσας και ο Παπαδιαμάντης, που τα έργα τους είναι πολυπληθέστερα και κυρίως δυνατότερα.

Αν θέλει κανείς να κατανοήσει τη σπουδαιότητα του πεζογραφικού έργου του Δροσίνη, πρέπει να το προσελκύσει από την πλευρά της ιστορικής λογοτεχνίας. Και ρίχνοντας μια καλύτερη ματιά, μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί ότι ο πραγματικός πατέρας της ηθογραφίας δεν είναι, τουλάχιστον όχι ο μοναδικός, ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, αλλά μάλλον ο Γεώργιος Δροσίνης. Στην περίφημη Προκήρυξις της Εστίας το 1883, ο Πολίτης είχε υποδείξει με τρόπο πολύ αφηρημένο τους παιδαγωγικούς και πατριωτικούς προσανατολισμούς της καινούριας νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Η χρήση των λαϊκών παραδόσεων δεν ήταν στα μάτια του παρά μία δυνατότητα ανάμεσα σε άλλες:

«Διότι σκηναί είτε της ιστορίας είτε του κοινωνικού βίου διαπλασσόμεναι καταλλήλως εν τη αφηγήσει, κινούσι πλειότερον τα αισθήματα του αναγνώστου και ου μόνον τέρπουσι και λεληθότως διδάσκουσιν, αλλά και εξεγείρουσιν εν αυτώ το αίσθημα της προς τα πάτρια αγάπης. Ο ελληνικός δε λαός, είπερ και άλλος τις, έχει ευγενή ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του ιστορικού αυτού βίου  η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα, γέμει σκηνών δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων».

Έτσι λοιπόν, το διήγημα που πρώτευσε στο διαγωνισμό του 1883 ήταν ένα αγροτικό αφήγημα του Δροσίνη, με τίτλο Χρυσούλα. Και είναι γεγονός ότι έκτοτε το κοινωνικό, ιστορικό και πατριωτικό αφήγημα που ήθελε να ενθαρρύνει ο Πολίτης έμεινε στο περιθώριο, σε αντίθεση με το αγροτικό αφήγημα, που έμελε να θριαμβεύσει με το όνομα «ηθογραφία» μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες.

Υπεύθυνος γι’ αυτό τον προσανατολισμό είναι σε μεγάλο βαθμό ο Δροσίνης –ενθαρρυνόμενος βεβαίως από τον Πολίτη-.   Έχει φαίνεται ανακαλύψει τα πρότυπα, τη μέθοδο και τον εν γένει προβληματισμό της ηθογραφίας. Τα πρότυπα είναι για άλλη μια φορά γαλλικά ή γνωστά από γαλλικές μεταφράσεις. Ο Μάριο Βίττι παρατηρεί στη μονογραφία του πάνω στην Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, ότι ο Νικόλαος Πολίτης μετέφρασε τον Μεριμέ και ότι ο Παπαδιαμάντης έκανε το ίδιο για τον Τουργκένιεφ. Αλλά είναι εξίσου σημαντικό το ότι ο Δροσίνης μετέφρασε δύο επιστολές από το έργο Επιστολές από τον μύλο μου, του Αλφόνσου Ντοντέ, «Η Κατσίκα του κυρίου Σεγκέν» και «Ο εφημέριος του Κουκουνιάν». Είναι αρκετά εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Δροσίνης έβλεπε τον εαυτό του στον Πύργο του στις Γούβες, που είναι μία λιτή κατασκευή με έναν πύργο στο πλάι, σαν τον Ντοντέ στον μύλο του, έναν αστό, ο οποίος παρατηρεί με ευχάριστο ενδιαφέρον, συγκίνηση και τρυφερότητα τους απλοϊκούς ανθρώπους  της επαρχίας, με τα γραφικά και τόσο αυθεντικά ήθη.

Η μέθοδος της ηθογραφίας είναι τυπικά ρεαλιστική. Συνίσταται στο να προηγείται από τη συγγραφή μιας μυθοπλασίας η συστηματική έρευνα των δεδομένων. Γνωρίζουμε αυτές που έγραψε ο Ζολά. Ο Δροσίνης ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Και έχουμε την τύχη να μπορούμε να παρακολουθήσουμε στο έργο του τα στάδια μέσα από τα οποία τα στοιχεία της έρευνας θα γίνουν αφήγηση και η αφήγηση θα ολοκληρωθεί ως λογοτεχνικό έργο.

Έτσι η ηθογραφία, πριν γίνει αφήγημα, είναι μία έρευνα πάνω στον αγροτικό πολιτισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε με λίγες λέξεις, ότι είναι η συνέχιση της   λαογραφίας από άλλο δρόμο, φυσικά το λογοτεχνικό δρόμο. Σ΄αυτό το πλαίσιο οι αγροτικές εργασίες, όπως για παράδειγμα ο θερισμός, για τον οποίο γίνεται συχνά λόγος στα βιβλία του Δροσίνη (βλέπε π.χ. στο Βοτάνι της Αγάπης  και στην Ιστορία ενός κόκκου σίτου, κεφ. V, σελ. 74-77) και τα υλικά πολιτιστικά στοιχεία, όπως τα σπίτια και τα εργαλεία, αποκτούν μια ουσιαστική σπουδαιότητα. Όλα αυτά δεν αποτελούν μόνο το διάκοσμο της δράσης ή μόνο ένα γραφικό στοιχείο, όπως στο ρομαντικό μυθιστόρημα. Είναι συμβολικά η καρδιά της αγροτικής ζωής, και αν δεχτούμε όπως ο Νίκος Πολίτης στη Νεοελληνική Μυθολογία του (Μελέτη επί του βίου των Νεωτέρων Ελλήνων, Τόμος πρώτος, Νεοελληνική Μυθολογία, Αθήνα 1871), η ιδέα της συνέχισης της υπάρξεως του ελληνισμού, είναι ένα στοιχείο σταθερό και τυπικά ελληνικό.

Η περιγραφή της αγροτικής κατοικίας κάνει την εμφάνισή της στο έργο Αγροτικαί Επιστολαί, που είδε το φως το 1882, δηλαδή ένα χρόνο πριν το διαγωνισμό της Εστίας.  Αυτή η πρώτη συλλογή είναι ένα εκτεταμένο με μυθιστορηματική μορφή αφήγημα πάνω στα ήθη και τα έθιμα των χωρικών στις Γούβες. Καλεσμένος στο σπίτι ενός χωρικού, με την ευκαιρία μιας γιορτής, ο Δροσίνης επωφελείται για να αφεθεί σε μια εθνογραφική έρευνα:

«…εις την παρατεταμένην εκείνην σιγήν μετά προσοχής περιεργάζομαι το εσωτερικόν του οίκου. Και η μεν οροφή είναι μαύρη εκ του καπνού της εστίας, αδυνατούντος να εξέλθη κατ’ ευθείαν δια της επί τούτω τετρημένης στέγης και επιπλέοντος καθ’ όλην αυτής την έκτασινֹ δια μικρού δε τοίχου, ύψους ενός μόλις πήχεως, διαιρείται η όλη οικοδομή εις δύο σχεδόν ίσα τμήματαֹ τον θάλαμον και την αποθήκην. Και ο μεν θάλαμος περιέχει τα ελαφρότερα οικιακά σκεύη: πρασίνην κασέλλαν, σωρόν μαλλίων σκεπασμάτων, δέσμας νημάτων ανηρτημένας επί του τοίχου, κουβάρια χρωματιστών μαλλίων εκκρεμή από των χονδρών δοκών της οροφής, μακρόν καρυοφύλλιπαρά την γωνίαν, ποιμενικήν ράβδον, πέλεκυν και ξύλινον πτύον, τεθραυσμένην ανέμην και παλαιόν αργαλειόν – και εις το μέσον όλων τούτων μικρόν θαμβόν καθρέπτην. Η αποθήκη περιέχει τας κουβέλας και τους πίθους, ήτοι δοχεία σίτου, κριθής, αραβοσίτου και ελαίου. Περιέχει προσέτι σκαφίδας, άροτρα, σκαπάνας, πλεξίδας σκόρδων και κρομμύων και ποικίλα σκεύη του αγροτικού βίου.» (IV, σελ. 62-63)

Το κείμενο είναι στην καθαρεύουσα, αλλά οι τεχνικοί όροι του αγρού δίνονται σε λαϊκή γλώσσα και ξεχωρίζουν με την πλάγια γραφή τους, έστω και αν η μορφολογία τους προσαρμόζεται στην καθαρεύουσα με την προσθήκη αρχαϊκών καταλήξεων (κουβέλας). Η μέριμνα για αυθεντικότητα εξασφαλίζει εδώ, σε ένα κείμενο καθαρεύουσας, μια κάποια θέση στα ιδιώματα. Το όλο θέμα της γλώσσας της ηθογραφίας έχει ήδη τεθεί. Οι κάποιες παρεμβολές λαϊκής γλώσσας που διαπιστώνουμε, θα κατακλύσουν προοδευτικά χάριν της αυθεντικότητας όλο το κείμενο, μέχρι να εκτοπίσουν την καθαρεύουσα, πράγμα που θα έχει σαν αντίκτυπο να λείψουν τα ειρωνικά στοιχεία που δημιουργούνται με το πέρασμα από τη μία γλωσσική διάλεκτο στην άλλη.

Μια ανάλογη περιγραφή παρουσιάζεται στην Αμαρυλλίδα (1885). Αυτό το εκτενές αφήγημα μού φαίνεται ότι είναι πραγματικά ο συνδετικός κρίκος που ενώνει το αυτοβιογραφικό αφήγημα το καλυμμένο με ρομαντικά στοιχεία, όπως το χρησιμοποιούσε ο Ραγκαβής, για παράδειγμα στην Εκδρομή εις Πόρον (1863), με το το καθεαυτού λεγόμενο «ηθογραφικό» αφήγημα. Έστω και αν πρόκειται για το χωριό και τα ήθη του, η πηγή της αφήγησης και το κύριο αντικείμενό της είναι η συνείδηση ενός νεαρού αστού που κατακρίνει έντονα, αρχικά την επαρχία, και στη συνέχεια,  γοητευμένος από την κόρη ενός γείτονα-πυργοδεσπότη, ποτισμένη με επαρχιακές προκαταλήψεις, καταλήγει να αγαπήσει συγχρόνως τη γειτόνισσά του και τους χωρικούς.

Ο λόγος που δικαιολογεί αυτό το είδος της περιγραφής είναι εδώ πολύ διαφορετικός από εκείνον που υπήρχε στο έργο Αγροτικαί Επιστολαί. Η περιγραφή δεν προκαλείται από την περιέργεια ενός  μελετητή λαϊκών παραδόσεων, αλλά από τον εκνευρισμό ενός ανθρώπου της πόλης, αναγκασμένου να ζήσει στην επαρχία:

«Ο πύργος αυτός δεν είναι μεγάλον κτίριον, ομοιάζει μάλλον ανεμόμυλον και αποτελείται εκ δύο δωματίωνֹ (…) Αλλά το εσωτερικόν του πύργου είναι άθλιον. Αι οροφαί ξύλιναι, ακατέργασται και μαύραι από τον καπνόν, οι τοίχοι ασβεστόχριστοι, τα παράθυρα στενά και πληκτικά, και τα έπιπλα … Ω Θεέ μου! πώς θα κοιμηθώ επάνω εις τα τρίποδα αυτά με τα στραβοσάνιδά των! Ο επιστάτης μου υπεσχέθη ότι δια να τα ισοπεδώση θα στρώση επάνω πολλά μάλλινα σκεπάσματα τα οποία έστειλε να συλλέξη από τα σπίτια των χωρικών, αλλ’ εγώ δυσπιστώ προς την καθαριότητα των υφασμάτων αυτών.» (IV, σελ. 310)

Θα παρατηρήσει κανείς ότι, αντίθετα από το προηγούμενο κείμενο, σ’ αυτή την κακόβουλη περιγραφή δεν έχει καμιά θέση η τοπική διάλεκτος. Ο άνθρωπος της πόλης περιορίζεται στην γλώσσα  του, του ανθρώπου του μορφωμένου.

Τέλος, ο Δροσίνης μας δίνει στο μικρό αγροτικό αφήγημά του, σύμφωνα με τον δικό του χαρακτηρισμό, Το βοτάνι της αγάπης (1888), μία τελευταία διασκευή, συναισθηματικά πολύ φορτισμένη, του εσωτερικού της αγροτικής κατοικίας.

Ο Γιαννιός, ο ήρωας αυτής της ιστορίας, ξαναγυρίζει στο χωριό του και στο σπίτι του, έχοντας περάσει δύο χρόνια στην πόλη για τη στρατιωτική του θητεία. Ο αφηγητής δεν είναι πια εξωτερικός παρατηρητής όπως στα προηγούμενα κείμενα, αλλά γίνεται ο ίδιος χωρικός, όχι όμως ένας χωρικός που δεν βλέπει το σκηνικό όπου ζει. Όχι! Ο Γιαννιός είναι ένας χωρικός που ανακαλύπτει τα πάντα από την αρχή με τα μάτια αυτού που έχει πάει στην πόλη. Η περιγραφή εδώ δικαιολογείται ποικιλοτρόπως. Υπάρχει η κούραση που υποχρεώνει κάποιον να καθίσει, η ακτινοβολία που χάνεται προοδευτικά αφήνοντας να φανούν τα αντικείμενα, το ένα μετά το άλλο, και έπειτα το στοργικό βλέμμα του ανθρώπου που ξαναβρίσκεται επιτέλους στο σπίτι του.

Στο μεταξύ τη φωνή του πολιτισμένου αστού αφηγητή πρέπει ακόμα να την μαντέψει κανείς, έστω και μέσα από τη χρήση της καθαρεύουσας . Δεν ακούμε την φωνή της αγροτικής διαλέκτου, αλλά την προσαρμογή της σε μία γλώσσα κατανοητή (ή πιο έξυπνη!). Οι διευκρινίσεις που δίνει ο Δροσίνης στο θέμα αυτό αφήνουν να φανεί το παράδοξο της ηθογραφίας που,  όπως στην οξιτανία, το λογοτεχνικό κίνημα του FELIBRIGE, δεν είναι η καθεαυτού γλώσσα του λαού, αλλά η ανάπλαση από έναν αστό δημιουργό μιας γλώσσας  που εξιδανικεύει, αισθητική και νοσταλγική:

«Αδύνατον να γράψω την εκ του στόματος του χωρικού εξιστόρησιν. Θα ήτο ασαφής, ανεπαρκής, ως προϋποθέτουσα ακροατήν γνώστην των τόπων, των προσώπων και των καθόλου αγροτικών ηθών… Ανάγκη λοιπόν ν’ αναπαραστήσω εγώ το κατά δύναμιν τας σκηνάς αυτάς συμπληρών τα κατά την διήγησιν του αγρότου κενά δι’ απαραιτήτων περιγραφών και άλλων αναγκαίων  διασαφήσεων εξ ιδίας μελέτης και ερεύνης…» (V, σελ. 31)

Η περιγραφή που ακολουθεί είναι λοιπόν το προϊόν μιας συνεργασίας:

«Ο Γιαννιός με παλμούς χαράς, επισπεύδων το βήμα, επάτησε το ασβεστόχριστον κατώφλιον του πατρικού οίκου και ώθησε την θύραν πιέσας τον  κρυφόν σύρτην. Δεν εύρεν εκεί κανένα. Μετά τον εκ του δρόμου και του ηλίου κάματον, δροσερός φιλόξενος αήρ τον περιέβαλεν ως θωπεία προς τον επανελθόντα. Ο νέος χωρικός εκάθισεν επί ξυλίνου χονδροειδούς σκαμνίου και έστρεψεν γύρω το βλέμμα. Αφού παρήλθε το πρώτον εκ των ηλιακών ακτίνων θάμβος, διέκρινε τώρα εις το σκιόφως τα διάφορα αντικείμενα. Όλα ήσαν γνώριμα, όλα ήσαν όπως προ δύο ετών πριν απέλθη εις τον στρατόν. Αι κουβέλαι του σίτου και του αραβοσίτου εις το βάθος, τα ξηροτύρια δια βούρλων κρεμασμένα από τας καπνισμένας δοκούς της στέγης, αι τσέργαι συσσωρευμέναι εις μίαν γωνίαν, τα τράστα εις τον τοίχον, η ποικιλόχρωμος προικώα κασσέλα της μητρός παρέκει. Και αυτό το μακρόν αργυρόζωστον όπλον, το όπλον το οποίον έφερε άλλοτε φυλάσσων το ποίμνιον, εκρέματο μεταξύ των δρεπάνων δεξιά της θύρας.
Ο πρώην στρατιώτης αφήρεσε νωθρώς το πηλίκιον και εσφόγγισε το κάθιδρον μέτωπον, έπειτα δε εσηκώθη και επλησίασεν εις τον τοίχον, όπου εκρέματο παλαιόν τράστον χρησιμεύον ανέκαθεν αντί οψοφυλακίου δια τον φόβον των ποντικών. Εβύθισε μετά σπουδής την χείραν και ανέσυρε μειδιών τεμάχιον αζύμου άρτου και γωνίαν ξηροτυρίου. Και τότε, όρθιος εν μέσω του ταπεινού οίκου, γευόμενος του αγροτικού εκείνου προγεύματος, το οποίον τοσάκις είχεν ενθυμηθή μετά πόθου μακράν εκεί, υπό την σκοπιάν του φρουρού, ο νέος χωρικός ησθάνθη εν είδει γλυκυτάτου ριγήματος κορυφωμένην, ανεκλάλητον την χαράν του γυρισμού. (V, σελ. 120-121)

Το κείμενο είναι μακρύ και οι εθνογραφικές πληροφορίες πολλές (κατώφλι ασβεστωμένο, μυστικός σύρτης, σεντούκια, τσουβάλια κρεμασμένα, συνδυασμός κατοικίας και τόπου εργασίας), αλλά όλα αυτά συνυπάρχουν αρμονικά λόγω της ευχάριστης ατμόσφαιρας που ήξερε να δημιουργήσει ο Δροσίνης. Είναι αρκετά εύκολο να δώσει κανείς σ’ αυτή τη σκηνή μία γενική συμβολική σημασία που δείχνει ότι ο Δροσίνης, πολύ πριν τον Παπαδιαμάντη, σκέφτηκε τις ιδεολογικές επιπτώσεις της ηθογραφίας. Η ιστορία του Γιαννιού και της Ζεμφύρας είναι φυτώριο όλων των μετέπειτα εξελίξεων του είδους. Η ιστορία είναι πολύ απλή. Ο Γιαννιός, ο γιός ενός γεωργού από το χωριό των Γουβιών, ερωτεύεται μια νεαρή Τσιγγάνα, κάτι σαν  μάγισσα, που τον κάνει να πιστέψει ότι τον έχει ποτίσει με το «βοτάνι της αγάπης». Αυτό το φίλτρο είναι δραστικό όσο οι δύο ερωτευμένοι συναντιούνται στο βουνό, μακριά από τα βλέματα της κοινότητάς τους.  Αλλά αυτός ο έρωτας είναι αδιέξοδος. Ο Γιαννιός δεν μπορεί να παντρευτεί μια νέα κοπέλα άλλης φυλής, που δεν είναι βαφτισμένη. Το ειδύλλιο τελειώνει με την αναχώρηση του Γιαννιού για τη στρατιωτική του θητεία. Δύο χρόνια μετά, ο Γιαννιός, επιφανειακά πολιτισμένος, δεν πιστεύει πια στο φίλτρο. Επιστρέφοντας στο χωριό αρραβωνιάζεται μια νεαρή κοπέλα, που του ταιριάζει καλύτερα. Μετά από έναν καβγά σκοτώνει τη Ζεμφύρα και θα σκοτωθεί κι ο ίδιος, από τον γέρο Τσιγγάνο πατέρα της.

Αυτή η ιστορία  οριοθετεί τρεις χώρους με αντίθετες συμβολικές φορτίσεις.  Το χώρο της άγριας φύσης. Είναι ο χώρος της Ζεμφύρας όπου βασιλεύει ο αυθορμητισμός του έρωτα του ειδυλλιακού ή του παραδείσιου. Το διφορούμενο χώρο της πόλης. Είναι προφανώς ο χώρος του πολιτισμού, αλλά επίσης ο χώρος της χαμένης ελευθερίας και των χαμένων πατροπαράδοτων δοξασιών. Όσον αφορά το χωριό, ο Δροσίνης έχει γι’ αυτό μία γνώμη λιγότερο απλοϊκή από αυτή της ειδυλλιακής εκδοχής της ηθογραφίας που του αποδίδουν συνήθως. Το χωριό αντιπροσωπεύει μία ισορροπία ανάμεσα στον πολιτισμό και την αγριότητα του ήθους, και η φυσική και παραδοσιακή του καλλιέργεια αντιστοιχεί σε μία στάση του χρόνου, και κατ’ επέκταση στην πρόσβαση κάποιου αιώνιου πράγματος. Αλλά ο Δροσίνης, όπως αργότερα ο Καρκαβίτσας, διαβλέπει πολύ καλά τους κινδύνους: τη δεισιδαιμονία και τη μαγγανεία (Το βοτάνι της Αγάπης), τις καταπιεστικές κοινωνικές αναγκαιότητες (ο Γιαννιός δεν είναι ελεύθερος να παντρευτεί όποια θέλει), την αναδίπλωση στην κοινότητα και την απόλυτη απόρριψη του Άλλου (των Τσιγγάνων). Πολύ πριν από τον Παπαδιαμάντη, ο Δροσίνης κατάλαβε ότι το χωριό μπορεί επίσης να σκοτώσει τα νεαρά και αθώα όντα.

Αλλά ο αγαπητός Δροσίνης δεν είναι ένας φυσιοδίφης. Προτιμά να γοητεύεται από τη ζωή του χωριού όπου δεν υπάρχει η οδυνηρή αποκοπή ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Ξαναγυρίζοντας στο χωριό, ο Γιαννιός μπορεί να πει κανείς ότι «μεταλαμβάνει» και με τα δύο είδη. Αφού έχει φάει το ψωμί και το τυρί, πίνει στην πηγή:

Το νερόν του χωρίου των Γουβών είναι περιλάλητο εις όλην την επαρχίαν δια την διαύγειαν, την δροσερότητα και τας υγιεινάς ιδιότητας. Κατέρχεται από το βουνόν της Καρβουναριάς δια της πετρώδους πλαγιάς την οποίαν ποτέ δεν θερμαίνει ηλιακή ακτίς. Έκτισαν εκεί μικράν βρύσιν κα,  αντί κρουνού, ενέπηξαν τεμάχιον από κάνναν καραμπίνας, το οποίον φράττουν με στουπίον ή τυλιγμένα φύλλα δένδρου. Αλλ΄ ο κρουνός δεν κλείεται εντελώς και το νερόν ρέει διαρκώς, υγραίνον το έδαφος και αποτελούν μικρόν ρύακα όπου ποτίζονται κόσσυφοι, σεισοπυγίδες και πεταλούδες και μέλισσαι. Γύρω από την βρύσιν αναρριχώνται κισσοί, αγράμπελαι, αρκουδόβατοι και φύονται εις τα σχισμάς βρύα πολυτρίχια.
Ο Γιαννιός εκόλλησεν επί του κρουνού τα χείλη απλείστως και έπιε δις και τρις διακόπτων επί μακρόν την πόσιν δια να αναπνεύση.
-Αθάνατο νερό, εψιθύρισε σφογγίζων δια του καρπού της χειρός τον βρεγμένο μύστακα. 

Ο Δροσίνης δεν μπορούσε να βρει ωραιότερη αλληγορία για να επισημάνει αυτό που είναι η ηθογραφία. Ένας νέος άνθρωπος, επιστρέφοντας από την πόλη και τον ψεύτικο πολιτισμό της, ξαναβρίσκει τις απλές αξίες του χωριού, την επαφή με μια μητρική φύση, με τα μικρά πουλιά και τα έντομα και ένα νερό καθάριο, αλλά διοχετευμένο στο κανάλι… Είναι ο γυρισμός στις πηγές μιας ολόκληρης γενιάς.

                                                                                                Henri Tonnet

Ο Πύργος του Δροσίνη στις Γούβες , στην Εύβοια

Ένα απόσπασμα από το" Βοτάνι της αγάπης "
Μετ' ὀλίγον ἐφάνησαν ἐρχόμενοι πρὸς τὸ καφενεῖον τρεῖς προσωπικότητες τοῦ τόπου: ὁ κύριος ἔπαρχος, ὁ κύριος ταμίας καὶ ὁ κύριος ἀνθυπομοίραρχος.
Καὶ ὁ μὲν ἔπαρχος ἐφόρει ψιάθινον πῖλον καστανόχρουν καὶ ἐπενδύτην στακτοποίκιλτον καὶ λευκὸν λαιμοδέτην μετ' ὀρθῶν περιλαιμίων καὶ πλατυτάτην ρεβινθόχρουν περισκελίδα, ὁ δὲ ταμίας καστόρινον καστανὸν πῖλον καὶ λινὰ νεανικὰ ἐνδύματα. Ἦσαν οἱ δύο μέσης ἡλικίας· ὁ ταμίας εἶχε τὸν πώγωνα ξυρισμένον καὶ μόνος ὁ μύσταξ μαῦρος, παχύς, στιλπνὸς ἐκάλυπτε τὰ χείλη καὶ μέρος τῆς σιαγόνος προσκλίνων ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Οἱ ὀφθαλμοί του ἦσαν μεγάλοι, πλήρεις σοβαρᾶς ἀγαθότητος καὶ αἱ ὀφρῦς τοξοειδεῖς συνηνοῦντο ἐπάνω ἀπὸ τὴν μύτην. Ὁ ἔπαρχος ἐκάλυπτε τοὺς ἀλληθώρους ὀφθαλμοὺς διὰ μεγάλων πρασίνων διόπτρων καὶ διετήρει πώγωνα ψαρρὸν βαθέως ψαλιδισμένον. Ἐθεωρεῖτο μικρορραδιοῦργος καὶ κουτοπόνηρος, ἐνῷ ὁ ταμίας εἶχε φήμην ὑπαλλήλου αὐστηροῦ εἰς τὸ καθῆκον καὶ ἐν γένει ἐντίμου καὶ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου.
Μεταξὺ τῶν δύο τούτων ὑπαλλήλων ἐβάδιζεν ὡς κοῦρκος προβάλλων εὐρεῖαν γαστέρα ὁ ἀνθυπομοίραρχος. Ἡ στολή του ἦτο ἀνοικτὴ ἀπὸ τὸν λαιμὸν ἕως τὴν μέσην καὶ ἐφαίνετο ἀκόσμως τὸ στέρνον τοῦ ὑποκαμίσου καὶ τὰ κομβία τοῦ ὑπενδύτου. Ἡ λευκὴ περισκελὶς εἶχεν ὀλισθήσῃ κάτω τῆς ζώνης καὶ ἀπέληγε πλατεῖα ἐπὶ τῶν χονδρῶν σκονισμένων ὑποδημάτων καὶ τῶν πτερνιστήρων. Ἡ σπάθη ἐπὶ τῶν ἀσπρορρούχων ζωσμένη ἐσύρετο κατὰ γῆς. Τὸ πηλίκιον ἔκλινεν ὀλίγον δεξιὰ ἐπὶ τῆς κουρευμένης σφαιροειδοῦς κεφαλῆς· εἰς τὴν χεῖρα ἐκράτει βούνευρον. Ὀφθαλμοὶ δυσαναλόγως μικροί, κίτρινοι, χωρὶς βλεφαρίδας, ὡς οἱ τοῦ χοίρου, μύσταξ πυρρὸς ἀπὸ τὸ πότισμα τοῦ οἴνου, ὑπερηφάνως ἀνωρθούμενος, μύτη σιμή, παρειαὶ πλαδαραί, μέτωπον ρυτιδωμένον, ὀφρῦς ἀραιαὶ συνεπλήρουν τὸ ἄχαρι ἐξωτερικὸν τοῦ ἀξιωματικοῦ τῆς χωροφυλακῆς. Δὲν ἦτο καθόλου ἀγαπητὸς εἰς τὸν τόπον· ἐλέγετο βίαιος, σκληρός, ἄδικος, πολλῶν δ' ἐντίμων πολιτῶν αἱ ράχεις εἶχαν δοκιμάσῃ χωρὶς αἰτίαν τὸ βαρύ βούνευρόν του. Ἀλλὰ διετηρεῖτο μεθ' ὅλα ταῦτα εἰς τὴν στρατιωτικὴν διοίκησιν τῆς φιλησυχωτάτης τῶν ἑλληνικῶν ἐπαρχιῶν, χάρις εἰς τὴν προστασίαν τοῦ κυβερνητικοῦ βουλευτοῦ, ὀφείλοντος τὴν ἐπιτυχίαν του εἰς πιέσεις καὶ καλπονοθεύσεις, τῶν ὁποίων πρωτουργὸς ὑπῆρξεν αὐτὸς ὁ τῆς τάξεως καὶ τοῦ νόμου φρουρός.
Ἐπὶ τῇ προσελεύσει τῶν ἀρχῶν τοῦ τόπου οἱ μὲν ἱστάμενοι παρεμέρισαν, οἱ δὲ καθήμενοι ἠγέρθησαν καὶ ἐχαιρέτισαν· καὶ ὁ ὑπηρετῶν παῖς ἔσπευσε νὰ καθαρίσῃ διὰ τῆς ῥυπαρᾶς ποδιᾶς τὴν τράπεζαν, τὴν ὁποίαν ἐγκατέλειψαν ἐκ σεβασμοῦ οἱ καθήμενοι χωρικοί.
− Τρεῖς καφέδες βαρεῖς, δύο γλυκεῖς, ἕνας μέτριος, καὶ ἕνα ναργιλὲ γιαβάσικον, εἶπεν ὁ ταμίας συμβουλευθεὶς τοὺς συντρόφους του.
Ἀπὸ τῆς θέσεως ὅπου ἐκάθητο ἐφαίνοντο οἱ ἐν τῇ πλατείᾳ περιφερόμενοι, διέβαιναν δὲ πρὸ αὐτῶν καὶ οἱ μεταβαίνοντες πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ δὲν ἦσαν σπάνιαι μεταξὺ τῶν διαβατῶν αἱ νέαι χωρικαί.
Ὁ κύριος ἀνθυπομοίραρχος, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε στοργὴν ἀληθοῦς ἱππότου πρὸς τὸ ὡραῖον φῦλον, κατεμέτρει διὰ θρασυτάτου βλέμματος τὰς εὐμελεῖς ἀγρότιδας καὶ ἀνεκοίνου ἑκάστοτε πρὸς τὸν παρακαθήμενον ἔπαρχον χαμηλοφώνως τὰς κρίσεις του. Καὶ ὁ ἔπαρχος ἕδακνε τὸν μύστακα καὶ ἔστρεφε τὴν διοπτροφόρον μύτην δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ὡς νὰ ὠσφραίνετο ὀρεκτικὸν φαγητόν.
Δὶς δὲ ἢ τρίς, κατὰ τὴν διάβασιν εὐσταλοῦς χωρικῆς ἐκ τοῦ ἐπὶ καλλονῇ ὀνομαστοῦ χωρίου Γαλιτσάδες, ὁ ἀξιωματικὸς ἐξήγγειλε μεγαλοφώνως ἀκόσμους ἐκφράσεις, τὰς ὁποίας ἐπεκρότησαν δι' ἠχηρῶν καγχασμῶν οἱ παριστάμενοι ἀγρόται.
Ὁ ταμίας ἀνεγίνωσκεν ἐφημερίδα ἀθηναϊκὴν καὶ ἐρρόφα τὸν ναργιλέν του. Κατὰ τὸ φαινόμενον δὲν ἔδιδε προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἀνθυπομοιράρχου, ἀλλ' ἐμόρφαζε συνεχῶς μετὰ προφανοῦς δυσαρεσκείας.
− Τοῦ διαβόλου τὴν Κατσιβέλλα, εἶπεν ὁ ἀνθυπομοίραρχος κλίνων δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ διακρίνῃ πέραν μεταξὺ τοῦ πλήθους, πάλι μοῦ κουβαλήθηκε σήμερα μὲ τὰ κόσκινά της.
− Μήπως εἶναι μιὰ μόνον! ἐγὼ βλέπω κάθε Κυριακὴ πέντ' ἕξη ποὺ φέρνουν γύρες, εἶπεν ὁ ἔπαρχος.
− Μὰ μιὰ εἶναι ποὺ ἀξίζει· οἱ ἄλλες ὅλες εἶναι κουροῦνες. Σοὔχει κάτι μάτια ποὺ τρυποῦν τὴν πέτρα. Πρώτη Τσιγγάνα ποὺ ἔχω ἰδῇ γαλανομμάτα…
Ὁ Γιαννιὸς δὲν ἐκάθητο μακρὰν καὶ ἀνεσκίρτησεν ἅμα ἤκουσε τοὺς λόγους τοῦ στρατιωτικοῦ.
− Μελαχρινὴ καὶ γαλανομμάτα, σὰν διάβολος θὲ νᾆναι! εἶπεν ὁ ἔπαρχος.
− Τώρα βλέπεις τί εἶναι· Γιάννη, κράξε μου ἕνα χωροφύλακα!
Ὁ παῖς ἐξετέλεσε τὴν παραγγελίαν· ὁ χωροφύλαξ προσῆλθε καὶ ἐστάθη εἰς προσοχήν.
−Χαλμοῦκο, σύρε, φέρε μου τὴ Τσιγγάνα μὲ τὰ κόσκινα· ἐδ' ἐκεῖ κοντά στὸ πηγάδι.
− Ἡ Διαβολόσπιθα, ἡ τσοῦπα τοῦ Γυφτοκάβουρα! εἶπεν εἶς ἐκ τῶν χωρικῶν ἀναγνωρίσας τὴν Ἀθιγγανίδα, ἡ ὁποία ἤρχετο διστάζουσα, φοβισμένη ἀπό τὴν πρόσκλησιν τοῦ ἀνθυπομοιράρχου.
Ἡ καρδία τοῦ Γιαννιοῦ ἐκτύπα γοργὴ ὅπως τοῦ λαγωοῦ, κρύος ἱδρὼς περιέρρεε τὴν ῥάχιν του. Τρία βήματα μακράν του ἵστατο ἐκείνη, ἡ ὁποία ἐλησμόνησε τοὺς ὄφεις εἰς τὴν καλύβην, ἐκείνη, ἡ ὁποία τὸν ἐβάσκανεν εἰς τὴν πανήγυριν!
Ἦτο πολὺ κοσμιώτερον ἐνδυμένη τώρα παρὰ τὴν πρώτην νύκτα. Ἐφόρει ἐσθῆτα ἐκ πανίου πρασινοστίκτου καὶ περιστήθιον κεραμόχρουν κακῶς ἡρμοσμένα ἐπὶ τοῦ λυγηροῦ σώματος, προδήλως ξένα. Καὶ πράγματι, εἶχε λάβῃ ταῦτα μεταχειρισμένα παρά τινος ὑπηρετρίας εἰς τὸ Ξηροχώριον ἐπ' ἀνταλλαγῇ τριῶν κοσκίνων. Τὴν μαύρην κόμην εἶχε δεμένην διὰ καινουργοῦς κιτρίνου μαντιλίου, περὶ τοὺς βραχίονας ἔφερε βραχιόλια ἀπὸ πολυχρώμους χάνδρας, ἐβάδιζεν ἀνυπόδητος.
− Ἔλα δά, μωρὴ Τσιγγάνα, καὶ δὲ θὰ σὲ κρεμάσωμε! εἶπεν ὁ ἀνθυπομοίραρχος μειλιχίως, διὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τὴν κόρην. Μετὰ μικρὸν δὲ ἐπρόσθεσε μειδιῶν: − Κάτι πολὺ συμμαζωμένη μοῦ εἶσαι; μὴν ἔχῃς κάνῃ τίποτε βρωμοδουλειές, τίποτε μαγικὰ ξελογιάσματα; … Μὴ χώρισες κανένα ἀντρόγυνο μὲ τὶς διαβολιές σου;
Ἡ Ἀθιγγανίς, ἐκ τοῦ τρόπου τοῦ ἀξιωματικοῦ ἀναλαβοῦσα θάρρος, ἀνήγειρε τὸ βλέμμα καὶ ἔστρεψε πέριξ· εἶδε τὸν Γιαννιὸν καὶ ἐφάνη ὅτι τὸν ἀνεγνώρισε.
− Δὲν ξέρω τίποτε διαβολιές, κὺρ μοίραρχε, εἶπε μὲ φωνήν, ἡ ὁποία ἤχει παραδόξως ὀξεῖα, ἐνοχλητικὴ εἰς τὰ ὦτα.
− Καὶ τί κάνεις ποὺ γυρίζεις ἐδὼ κάθε Κυριακή; ἠρώτησεν ὁ ἔπαρχος ξύων τὸ γένειον.
− Κόσκινα πουλῶ, ἀφεντικό.
− Ξέρεις νὰ πῇς τὴ μοῖρα;
Ἡ Ἀθιγγανὶς ἐδίστασεν.
− Ἔλα καὶ μὴ δειλιάζῃς· πὲς τοῦ κυρίου ἐπάρχου ποὺ ρωτᾷ, εἶπεν ὁ ἀξιωματικός.
− Σάν πως ξέρω κάτι…
Ὁ ἔπαρχος ἔδωκε μίαν δεκάραν εἰς τὴν μάντιδα. Ἔλαβεν αὐτὴ τὸ χαλκονόμισμα καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν κόλπον της. Ἀπέθεσε τὰ κόσκινα κατὰ γῆς καὶ ἦλθεν ἐγγύτατα τοῦ ἐπάρχου διὰ νὰ ἐρευνήσῃ τὰς γραμμὰς τῆς παλάμης, τὴν ὁποίαν ἥπλωσεν ἐκεῖνος ἀνοικτήν. Ὁ ταμίας ἀφῆκε τὴν ἐφημερίδα μειδιῶν, οἱ παρεστῶτες ἔτειναν περιέργως τὰς κεφαλάς. Ὁ δὲ ἔπαρχος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπίστευεν εἰς τὰς μαντείας τῶν Ἀθιγγανίδων, ἐπροσποιεῖτο δὲ τὸν εὔπιστον διὰ νὰ περιεργάζεται ἐν ἀνέσει τὴν πρὸς αὐτὸν κεκλιμένην μορφὴν τῆς εὐμόρφου χειρομάντιδος, ἐψιθύρισεν εἰς τὸν ἀνθυπομοίραρχον.
− Τί μάτια καὶ τί δόντια! ἀλήθεια δὲν εἶδα ὀμορφότερη Τσιγγάνα.
Καὶ ἐκείνη ἤκουε ταῦτα βεβαίως καὶ διέστελλε μειδιῶσα τὰ βυσσινόχροα στενὰ χείλη.
− Λοιπόν; ἠρώτησεν ἀνυπομονῶν ὁ ἀνθυπομοίραρχος.
− Καλὴ καὶ ἄξια μοῖρα, εἶπεν αὐτὴ μὴ ἀποσπῶσα τὸ βλέμμα ἀπὸ τῆς παλάμης.
− Ἄλλο;
− Γλήγορα θὰ λάβῃ καλὸ μήνυμα.
− Θὰ πάρῃ θέση μεγαλήτερη;
− Ὄχι θ' ἀρραβωνιαστῇ…
Ὅλοι ἐκάγχασαν· ὁ ἔπαρχος δυσηρεστήθη καὶ κατεβίβασε τὴν χεῖρα.
− Δὲ μοῦ χρειάζεται πλιά, εἶπεν ἡ Ἀθιγγανὶς πονηρῶς μειδιῶσα, ὅ τι εἶχα νὰ ἰδῶ τὸ εἶδα.
− Καὶ τί εἶδες, μωρή; ἠρώτησεν ὀργίλως.
− Ἡ νύφη εἶναι ὄμορφη σὰν τὸ κρύο νερὸ καὶ ξανθὴ σὰν τὸ καλαμπόκι.
− Ἔχει προῖκα; ἠρώτησεν ὁ ταμίας, τὸν ὁποῖον διεσκέδαζεν ἡ ὀργὴ τοῦ διοικητικοῦ ὑπαλλήλου.
− Κάτι χτηματάκια καὶ λίγα μετρητά.
− Καὶ πότε θὰ γίνουν οἱ γάμοι;
− Δὲν θὰ γίνουν ποτές.
− Τί λές;
− Θὰ χαλάσῃ ὁ ἀρραβῶνας!
Ἡ ὀργὴ τοῦ ἐπάρχου δὲ εἶχεν ὅρια πλέον· ἀπεδίωξε μὲ ὕβρεις τὴν Ἀθιγγανίδα καὶ ἔστρεψε τὰ πράσινα δίοπτρα κύκλῳ μετὰ νευρικῆς ταραχῆς.
Ὁ ἀνθυπομοίραρχος ἐγέλα κρατῶν τὴν τρέμουσαν κοιλίαν του· ὁ ταμίας ἔλεγε χαιρεκακῶν.
− Ἤθελές τα κ' ἔπαθές τα.
Οἱ χωρικοὶ ἐψιθύριζαν μεταξύ των:
− Τὴ Διαβολόσπιθα! ὄνομα καὶ πρᾶμα. Καλὴ τὴν ἔφκιασε τοῦ κὺρ ἔπαρχου.
Μόνος ὁ Γιαννιὸς σιωπηλὸς καὶ σκεπτικὸς ἔφερε κατ' ἐπανάληψιν εἰς τὸ στόμα τὸν κρύον καφὲν λησμονηθέντα ἐπὶ τῆς τραπέζης ὅσην ὥραν ἡ Ἀθιγγανὶς ἦτο ἐκεῖ.

Γ. Δροσίνης, Το βοτάνι της αγάπης, Αθήνα, Σιδέρης, 1922, 2η έκδοση, σ.σ. 56−63.














Στίχοι απο το μυθιστόρημα του
Γεωργιου Δροσίνη ''Το βοτάνι της αγάπης''

Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Ερμηνεία: Κώστας Παυλίδης

Άλλοι αγαπούν μελαχρινές
κι άλλοι αγαπούν ξανθούλες
κι εγώ αγαπώ μια γύφτισα
ενός τσιγγάνου κόρη

Τό 'χω ντροπή για να το πω
και να το μολογήσω
κι αν το κρατήσω μυστικό
μου καίει τα σωθικά μου




3 σχόλια :

Μαρία Νικολάου είπε...

Να και κάτι από τον τόπο μου. Στο χωριό που είναι ο πύργος του, πήγαινα σχολείο. Ο πύργος ήταν για πολλά χρονιά ερείπιο και αφημένος στην τύχη του. Χάρηκα που εξελίχθηκε σε μουσείο.
Κάποια στιγμή θα κάνω ένα αφιέρωμα.
Καλή χρονιά Σοφακι.

sofia είπε...

Ενδιαφέρουσα η πληροφορία.Και εγώ χαίρομαι που ο πύργος έγινε μουσείο.Αξίζει τον κόπο να κάνεις μια ανάρτηση.
Καλή χρόνια Μαράκι

Ανώνυμος είπε...

Μαρτυρία.
Στις Γούβες βρέθηκα το καλοκαίρι. Δεν κατάφερα να μπω μέσα στον Πύργο. Οι γείτονες μού είπαν ότι υπολειτουργεί, δεν υπάρχουν χρήματα...Υπήρχαν πράγματι σπασμένα τζάμια και το μπαλκόνι ήταν ετοιμόρροπο. Κάποιοι, αμήχανοι, σα να προσπαθούσαν να απολογηθούν. Κάποιος, νεότερος, ενοχλήθηκε από το ενδιαφέρον μου. Μου είπε ότι ο Δροσίνης δεν έχει αξία για τον τόπο του, ήτανε τσιφλικάς, και μάλιστα ότι η καταγωγή του ήταν από αλλού! Ρώτησα τί το ιδιαίτερο έχουν σήμερα οι Γούβες. Μου απάντησε: Ωραία θάλασσα στο Πεφκί και καλό κοκορέτσι το βράδυ... Του απάντησα όσο καλύτερα μπορούσα χωρίς να θίξω το κοκορέτσι του. Κάποια κυρία, λίγο ντροπιασμένη, προσφέρθηκε τότε να με πάει να δω την Αμυγδαλιά!