Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρωτας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρωτας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Λυσιμελής πόθος

Μια  μικρή γνωριμία με την ποιητική συλλογή Λυσιμελής πόθος του Τίτου Πατρίκιου

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

« αλλά μ’ ο λυσιμελής ωταίρε δάμναται πόθος»
                                                            Αρχίλοχος


Λυσιμελής πόθος( ο έρωτας που λύνει τα μέλη)  τιτλοφορείται η ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη τον Απρίλιο του 2014.
Ερωτικά ποιήματα που έγραψε και δημοσίευσε σε διάφορες συλλογές ο ποιητής από το 1949 έως το 2011 και επέλεξε να συγκεντρώσει  σ’ ένα τόμο.
Ο ποιητής πότε εξόριστος στον Άη – Στράτη , πότε στην Αθήνα και πότε στο Παρίσι, τη Ρώμη, το Βερολίνο  εκφράζεται ερωτικά χωρίς να παραλείπει το πολιτικό φόντο στο βάθος τους.
«Η εξέλιξη του ερωτικού του λόγου ακολουθεί την ανέλιξη της ιδεολογίας του και τις εσωτερικές της μετατοπίσεις. Ο ερωτικός του λόγος, όπως και ο πολιτικός, είναι λόγος διερευνητικός και ευθύβολος, λόγος τολμηρός και αντισυμβατικός.»(  Κατερίνα Κωστίου,Τίτος Πατρίκιος:Ο λυσιμελής πόθος: μεταφορά ή κυριολεξία;)
Η συλλογή είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το 2008 από τις εκδόσεις Διάττων /Καστανιώτης και είναι από χρόνια εξαντλημένη. Ο ποιητής σε αυτήν εδώ τη δεύτερη έκδοση συμπεριέλαβε και ορισμένα ακόμη ποιήματα.
TP1

Μια μικρή προσωπική επιλογή από τα ποιήματα της συλλογής:

ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ

ΧIII
Δεν τη σκεφτήκαμε ποτέ
εκείνη τη μικρή κορομηλιά.
Ακλάδευτη έμεινε κι απότιστη,
πέτρωσε το χώμα γύρω της –
μικρή κορομηλιά
ακλάδευτη κι απότιστη
σε ξεχάσαμε

Μικρή κορομηλιά
σε ξέχασε το πηγάδι
σε ξέχασε το δρομάκι μεσ’ από τις φασολιές
σε ξέχασαν τα παιδιά με τις σφεντόνες…

( Εκείνος ο δρόμος ένα μαχαίρι.
Σκουριασμένο μαχαίρι στομωμένο μαχαίρι
όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρνει ένα παιδί στο χώμα.
Εκείνος ο δρόμος
ήταν μαχαίρι.)

Το ξεραμένο χόρτο
κρύβει τα λαγούμια των εντόμων,
κρύβει όσες ρίζες αναδεύονται
και μας δένουν με τη γη
τα λαγούμια που σκάβουν μέσα μας
οι ξεχασμένες ώρες.

Μα πώς μπορεί το κλαρί αυτό να βγάζει φύλλα;
Πώς μπορεί ο αγέρας ν’ αρχίσει πάλι να θροΐζει εδώ;
Κορομηλιά μου καταπράσινη
πώς μπόρεσες


ΠΟΙΝΗ

Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω.


ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ
                          Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου
και κάνε πως ποτίζεις τη ματζουράνα σου

Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι,
ούτε μια γλυκιά κουβέντα, τα λόγια
φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους,
δεν φτάνουν, δεν ξεκινούνε καν, μένουν
στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια.
Ούτε μάνα, ούτε μια γλάστρα να ποτίσεις,
γλυφό νερό, αρμυρός αγέρας, τα πρόσωπα
παίρνουν μιαν όψη αγάλματος έτσι που δένεται
η σάρκα με τ’ αλάτι-
μα εσύ ακόμα έβγαινες τα πρωινά στο παραθύρι
τυλιγμένη τη ζεστή αντηλιά του ύπνου
και μέσα απ’ την τριανταφυλλιά σου νυχτικιά
ένα ποτάμι φως χυνόταν στη διψασμένη μέρα.

Τόσο σπάταλη στο φως – ίσως το μάντευες
που η αντοχή σου στέρευε.


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Χ
Πέφτει η βροχή στυφή
ξεπλένοντας τα πρόσωπα
ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές
νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού
Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες
γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια
μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα
αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση
Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα
στις αποθήκες με τις κονσέρβες
στα τσουβάλια με το αλεύρι
βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια
κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει
δεν νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές
βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων
στη βάρκα με τους επιβάτες
βρέχει στον προβολέα του πλοίου.
Μακρύς ο δρόμος απ’ την επιθυμία στην απόφαση
μακρύς απ’ την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση


ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΜΟΝΗ
Άλλο ένα σπίτι φιλικό
να μείνω μια βραδιά, ένα μήνα
ανάμεσα στη λίμνη και τα χαμηλά βουνά.
Μια βδομάδα, όχι πιο πολύ,
ένα μήνα, όχι περισσότερο, μακριά σου.
Η κάθε μέρα εδώ, πάνω στο τέλειωμά της,
δεν συναρμόζει με την άλλη.
Σαν πέφτει το σκοτάδι
βάζω κουρέλια στις χαραματιές
μην τύχει κι έμπει ο θάνατος,
όταν γυρίζει ο καιρός
αλλάζω ρούχα και περπατησιά
μην τύχει και μ’ αναγνωρίσει.
Άλλο ένα σπίτι φιλικό, άλλο ένα σπίτι ξένο
άλλη μια μέρα μ’ ανοιχτούς αρμούς.


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ
Απ’ όλες τις αναχωρήσεις μου η πιο ανυπόμονη
αυτή που μ’ αναστάτωνε, ήταν σαν πήγαινα
να συναντήσω τη γυναίκα που αγαπούσα.
Ο χρόνος μού φαινόταν όσο ποτέ αργός
όμως τον γέμιζα με προγεύσεις ευτυχίας
χωρίς να προσέχω τους χώρους, τα τοπία
χωρίς να παρατηρώ τους άλλους ταξιδιώτες.
Την άφιξη μου έτρεχα ν’ αναγγείλω
απ’ τα δημόσια τηλέφωνα, δεν είχε τότε κινητά
η υποδοχή μου, πρέπει να πω, δεν ήταν πάντα
όπως την περίμενα, μα ό,τι κι αν γινόταν
το ταξίδι έμενε στη μνήμη μου ανεξίτηλο
οι χώροι, τα τοπία, εμφανίζονταν ξανά
ακόμα κι οι άγνωστοι συνταξιδιώτες.
Αργότερα το σκέφτηκα πως μπορεί κι εκείνοι
να μη βρήκαν φτάνοντας ό,τι προσδοκούσαν


ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ
Όπως κι αν έρθουνε τα πράγματα
όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες
πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται.
Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς.



Ο Τίτος Πατρίκιος θεωρείται από τους σημαντικότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος των ηθοποιών Σπύρου και Λέλας Πατρικίου. Το 1946 ολοκλήρωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία 1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος, κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν το 1967. Στην Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό «Ξεκίνημα της Νιότης», ενώ το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Χωματόδρομος». Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» από το 1954 δημοσίευσε πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ, Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Το 1994 τιμήθηκε με ειδικό κρατικό βραβείο για το σύνολο του έργου του. (Biblionet)

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Ερωτική άσκηση για δύο


το κορίτσι:
Μαζί θα κάνουμε εκατό παιδιά
ο νέος:
Με δυο φεγγάρια στην καρδιά

το κορίτσι:
Θα χεις τα χέρια σου σφιχτά
θα χω τα πόδια μου ανοιχτά
κι οι δύο μαζί:
ο νέος:
Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά
θα χω τα χέρια μου σφιχτά
το κορίτσι:
Θα χω τα πόδια μου ανοιχτά
θα χεις τα χέρια σου σφιχτά

ο νέος:
Μαζί θα γίνουμε κι εμείς παιδιά
το κορίτσι:
Στου ήλιου τη βελανιδιά
ο νέος:
Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά
θα χω τα χέρια μου σφιχτά

κι οι δύο μαζί:
το κορίτσι:
Θα χω τα πόδια μου ανοιχτά
θα χεις τα χέρια σου σφιχτά
ο νέος:
Θα χεις τα πόδια σου ανοιχτά
θα χω τα χέρια μου σφιχτά

 Ερωτική άσκηση για δύο
στίχοι, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
ερμηνεία: Έλλη Πασπαλά, Βασίλης Λέκκας 
Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο ερωτευμένος βάτραχος

O Βάτραχος καθότανε στην όχθη του ποταμού. Ένιωθε περίεργα. Δεν ήξερε αν ήταν χαρούμενος ή λυπημένος. Ολόκληρη την εβδομάδα περιπλανιόταν από δω κι από κει σαν υπνωτισμένος.
Μα τι στο καλό του συνέβαινε;
Κάποια στιγμή συνάντησε το Γουρουνάκι.
" Γεια σου, Βάτραχε! " είπε το Γουρουνάκι. " Δε σε βλέπω να έχεις τα κέφια σου. Τι σου συμβαίνει; "
" Δεν ξέρω " είπε ο Βάτραχος. " Την ίδια στιγμή που θέλω να γελάσω , την ίδια μου' ρχεται να βάλω τα κλάματα! Και αισθάνομαι κάτι μέσα μου - να, εδώ - που λες και χτυπά. Ντουκ ντουκ κάνει! "
" Κρυωμένος θα' σαι " είπε το Γουρουνάκι. " Να πας αμέσως να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου ".
Ο Βάτραχος συνέχισε το δρόμο του. Ήταν πολύ ανήσυχος.
Πέρασε από το σπίτι του Λαγού.
" Λαγέ " του είπε " δεν αισθάνομαι καλά! "
" Έλα μέσα και κάτσε να τα πούμε " τον προσκάλεσε όλο ευγένεια ο Λαγός.
" Λοιπόν, τώρα πες μου τι συμβαίνει ".
" Άλλοτε ζεσταίνομαι κι άλλοτε κρυώνω " είπε ο Βάτραχος.
" Και αισθάνομαι κάτι μέσα μου - να, εδώ - που λες και χτυπά. Ντουκ ντουκ κάνει! " και ακούμπησε με το χέρι το στήθος του.
Ο Λαγός πήρε ένα σοβαρό ύφος, ίδιο μ' έναν αληθινό γιατρό.
" Μάλιστα " είπε. " Η καρδιά σου είναι. Και η δικιά μου το ίδιο ντουκ ντουκ κάνει ".
" Ναι, αλλά ή δικιά μου μερικές φορές χτυπά πιο γρήγορα από το συνηθισμένο ! " είπε ο Βάτραχος.
" Ένα δύο, ένα δύο, να, τόσο γρήγορα χτυπά! "
Ο Λαγός πήρε ένα χοντρό βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του και το ξεφύλλισε.
" Αχά! " είπε. " Για άκου εδώ τι λέει. Καρδιοχτύπια, ταχυπαλμίες, άλλοτε ζέστη, άλλοτε κρύο...Όλα αυτά δείχνουν πως είσαι ερωτευμένος".
" Ερωτευμένος! " είπε ο Βάτραχος με έκπληξη.
" Για φαντάσου! Είμαι ερωτευμένος! "
Και ένιωσε τέτοια χαρά, που μ' ένα φοβερό πήδο βρέθηκε από το σπίτι του Λαγού έξω - λες κι ήταν πουλί και πέταξε.
Το Γουρουνάκι φοβήθηκε για τα καλά καθώς είδε ξαφνικά το Βάτραχο να προσγειώνεται μπροστά του.
" Μου φαίνεσαι καλύτερα " του είπε.
" Ναι ! Αισθάνομαι περίφημα ! " είπε ο Βάτραχος. " Είμαι ερωτευμένος!"
" Μα αυτό είναι θαυμάσιο νέο! Και με ποιαν είσαι ερωτευμένος; " ρώτησε το Γουρουνάκι.
Ο Βάτραχος, είναι αλήθεια, αυτό δεν είχε κάτσει να το σκεφτεί!
" Το βρήκα ! " είπε. " Είμαι ερωτευμένος με τη χαριτωμένη, πανέμορφη, αξιαγάπητη λευκή Πάπια! "
" Α, μα δε γίνεται αυτό !" είπε το Γουρουνάκι.
" Ένας βάτραχος δεν μπορεί να' ναι ερωτευμένος με μια πάπια...Εσύ έχεις χρώμα πράσινο, κι αυτή λευκό! "
Αλλά το Βάτραχο δεν τον απασχολούσαν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.
Δεν ήξερε να γράφει. Ζωγράφιζε όμως πολύ όμορφα.
Γύρισε σπίτι του και κάθισε κι έφτιαξε μια πολύ ωραία ζωγραφιά, όλη μες στα κόκκινα και στα γαλάζια, και ασφαλώς στα πράσινα - το πράσινο ήταν άλλωστε το αγαπημένο του χρώμα.
Μόλις σκοτείνιασε για τα καλά, πήρε τη ζωγραφιά, βγήκε από το σπίτι του και πήγε και την έριξε κάτω από την πόρτα της Πάπιας.
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από την αναστάτωση που ένιωθε.
Η Πάπια έμεινε έκπληκτη όταν βρήκε τη ζωγραφιά.
" Ποιος τάχα να μου έστειλε αυτή την όμορφη εικόνα; " αναρωτήθηκε, και την κρέμασε στον τοίχο.
Την άλλη μέρα, ο Βάτραχος μάζεψε μια ολόκληρη αγκαλιά όμορφα λουλούδια.
Είχε σκοπό να τα προσφέρει στην Πάπια.
Μα όταν έφτασε έξω από την πόρτα της, η ντροπή του τον εμπόδισε να την αντικρίσει.
Άφησε τα λουλούδια στο κεφαλόσκαλο και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Και το ίδιο συνεχιζόταν για μέρες...Ο Βάτραχος δεν έβρισκε το κουράγιο να μιλήσει στην καλή του.
Η Πάπια , από τη μεριά της , χαιρότανε μ' όλα αυτά τα δώρα που έπαιρνε.
Όμως , ποιος στο καλό της τα έστελνε;
Καημένε Βάτραχε!
Του είχε κοπεί η όρεξη και τις νύχτες δεν έκλεινε μάτι. Και όλα αυτά συνεχιζόντουσαν για ολόκληρες βδομάδες...
Πώς θα μπορούσε να φανερώσει στην Πάπια την αγάπη του;
" Πρέπει να κάνει κάτι που κανείς άλλος δε θα μπορεί να το κάνει!" αποφάσισε. " Ας πούμε, να καταρρίψω το παγκόσμιο ρεκόρ στο ύψος!. Η πολυαγαπημένη μου Πάπια θα εντυπωσιαστεί τόσο, που θα μ' αγαπήσει κι αυτή! "
Κι ο Βάτραχος άρχισε αμέσως τις προπονήσεις.
Προπονιόταν για μέρες και μέρες.
Κι όλο και πιο ψηλά πηδούσε, όλο και πιο κοντά στα σύννεφα έφτανε.
Κανείς άλλος βάτραχος σ' ολάκερο τον κόσμο δεν είχε καταφέρει να πηδά τόσο ψηλά.
" Μα τι συμβαίνει στο Βάτραχο; " ρωτούσε όλο ανησυχία η Πάπια. " Είναι επικίνδυνο να πηδά τόσο ψηλά. Θα πάθει καμιά ζημιά!"
Και είχε δίκιο.
Ήταν μια Παρασκευή απόγευμα, στις δύο και δεκατρία πρώτα λεπτά, που έγινε το κακό.
Ο Βάτραχος, καθώς έκανε το πιο ψηλό πήδημα στην ιστορία, έχασε την ισορροπία του και έπεσε.
Η Πάπια, που έτυχε να είναι εκεί κοντά, έτρεξε βιαστικά να τον βοηθήσει.
Ο Βάτραχος μόλις που μπορούσε να περπατήσει. Η Πάπια προσεχτικά τον μετέφερε στο σπίτι της. Κι εκεί τον περιποιήθηκε όλο φροντίδα και αγάπη.
" Αχ, Βάτραχε! Το ξέρεις πως μπορεί και να σκοτωνόσουνα;" του είπε. " Άλλη φορά να είσαι πιο προσεχτικός. Ξέρεις, σε συμπαθώ ιδιαίτερα! Σ' αγαπώ!"
Και τότε πια, ο Βάτραχος βρήκε το κουράγιο να της μιλήσει.
" Κι εγώ σ' αγαπώ, καλή μου Πάπια" ψέλλισε.
Η καρδιά του έκανε τα πιο γρήγορα ντουκ ντουκ της και το πρόσωπό του καταπρασίνισε.
Από τότε, ο έρωτάς τους δεν έπαψε να μεγαλώνει.
Ένας βάτραχος και μια πάπια...
Το πράσινο και το λευκό...
Βλέπετε, η αγάπη δε γνωρίζει σύνορα!


Μαξ Βέλθουις, Ο ερωτευμένος βάτραχος, Πατάκης 1993