Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Σαν τα χηνάρια

     " Το θέρος στον κάμπο είχε αρχίσει. Την αυγή τα στενόμακρα κάρρα φορτώνανε τις γυναίκες και τις φέρνανε μέσα στον κάμπο για το θέρο.

         Οι βαριοί τροχοί κυλούσαν με τραντάγματα στον ανώμαλο δρόμο. Τα ζα, καλοταϊσμένα και ξεκούραστα, πετούσανε, μόνο τ' άγγιζε το καμτσίκι. Στο βάθος του καταχνιασμένου κάμπου, θεόρατος κείτονταν ο Όλυμπος, κι ακόμα μιαν ασπρογάλανη πυραμίδα η κορφή της Όσσας. Ο κάμπος είνε χωρίς πνοή με την χαραυγή κι άλλο από τα τραγούδια των γυναικών και των παιδιών δεν ακούγεται.

         Η Τασία πήγαινε στο θέρο. Έτρεχε στον κάμπο τρεις ώρες την ημέρα δρόμο, με το κάρο, πρωί   και  βράδι. Ήταν γερή. Τίποτε δεν έπαθε. Με το μικρό κορμί της, εξογκωμένο τρομαχτικά, τριγύριζε σκυφτά στη δουλειά, με το στόμα ξερό, τη γλώσσα κολλημένη στο λαρύγγι. Στο ξεκούρασμα του μεσημεριού αυτή έκανε μπασάκι , θέλοντας να φανεί άξια στην καινούργια της φαμίλια. Κλωνί, κλωνί, μάζευε το χρυσαφένιο χοντρό καρπό. Τριγύριζε στα θερισμένα με τα μικρά γυμνά πόδια της χοντροπετσιασμένα, αψηφώντας τον κόπο και το λίβα. Ολόγυρά της ο ατέλειωτος κάμπος , σα μαρμαρωμένος, χρυσάστραφτε κάτου από το θερινό ήλιο.

       Το μάτι δεν είχε απακούμπι να ξεκουραστεί. Μόνο σκόρπια σημάδια ανθρώπων δείχναν εδώ και κει μέσα στα στάχια. Κανένας άντρας με μεγάλο ψαθί. Οι γυναίκες όλες μαγουλικωμένες. Όλοι σκυφτοί για τον αγώνα το βαρύ του ψωμιού.

      Ο Νικόλας φαινόταν γνωστικός` είχε τα χρόνια του. Θα τον περιποιηθεί, συλλογιέται, δουλεύοντας η Τασία. Θέλει καλοφαγία από την εγχείρηση. Η Τασία θα δουλέψει, θα κάνει και μπασάκι. Θα δει τον άρρωστο, θα κάνει και κανένα τζιπούνι του μωρού. Οι χοντρές ξανθές κοτσίδες της είναι το μοναδικό στολίδι, που της έμεινε. Η μόνη ομορφιά. Τυλιγμένες σφιχτά στο κεφάλι της το βαραίνουν θαρεί πολύ, πολύ. Βαραίνουν το στενό αυλακωμένο μέτωπο, που είναι όλο συλλογή και όλο σχέδια.

       Είναι νέα, είναι βασανισμένη, μα έχει κουράγιο. Όλα θα τα κατορθώσει . Να κάνει νοικοκυριό. Αυτό είναι το μοναδικό το όνειρο, ο καημός. Ο άρρωστος εγχειρίστηκε. Με τα μεροκάματα της Τασίας καλότρωγε και γινούντανε. Σαν παραβάρυνε η κοιλιά της, η Τασία πήγαινε μόνο για μπασάκι. Μάζεψε όλο κι όλο ως τρακόσες οκάδες στάρι. Οι μέρες της ζύγωναν. Σπίτι είχε ο Νικόλας κι αυτή το ψωμί της χρονιάς τόβγαλε πες. Θα γεννήσει, θα δουλέψουν κι οι δυο, θα νοικοκυρευτούν. Θα γίνει καλή και γνωστική νοικοκυρά, σαν τη μάνα της.

       Τη θυμάται λίγο. Ήταν μικρή σαν την έχασε. Ο πατέρας της ήταν κακορίζικος. Τη χτυπούσε τη μάννα κι έτρωγε το βιος τους μ'άλλες γυναίκες. Εδώ κάτω στη Θεσσαλία χαλάστηκε πολύ. Η Τασία ξέρει πως ήρθαν πρόσφυγες από τη Βουργαρία. Μα δε θυμάται πιο πολλά γι' αυτό. Μόνο τη μάννα θυμάται. Φορούσε τα ρούχα του τόπου της. Βαρειά σκούρα μάλλινα ρούχα, κεντισμένα όμορφα με σκέδια αυστηρά.

       Πίσω , κοντά στις στρατώνες, κάθονται λίγες φαμίλιες χωριανές της. Οι βάβες. Κατσουφιασμένες, ψηλόλιγνες, ασπρισμένες γρηές, φοράνε ακόμα τα χωριανά τους ρούχα. Τα παιδιά, που μεγαλώσανε στην ξενητειά, στην προσφυγιά, φοράν τα συνηθισμένα σαν όλες τις γυναίκες.

         Αυτά τα βαρειά ρούχα είναι όλα δουλειά του χεριού τους. Από τα κοπάδια του τόπου τους το μαλλί. Από τα δάχτυλά τους στριμένο το γνέμα. Από τη γνώση τους φασμένο στον αργαλειό, το ρούχο και τα κεντίδια του και η χάρη του. Μέσα στις φτωχές αυλές ξεφυτρώνουν από τα παλιά σάπια σπίτια καθαρές, αρχοντικές, αυστηρές. Πάνω στη λάσπη και μέσα στα καθημερινά και τα τριμμένα, αυτές ζούνε τη ξεχωριστή ζωή, που τις δένει πιότερο εξ αιτίας αυτό το ρούχο, με το χωριό που αφίσανε.

        Εκεί έμεινε το σπίτι. Δε θα γίνει κανένα πιο άνετο, πιο βολικό, πιο αγαπημένο. Εκεί μείνανε τα όνειρα, που μεγαλώσανε μαζί τους. Κοντά στους νεκρούς, πλάι στην αγριωπή μεγάλη θάλασσα.

        Και η μάννα της Τασίας ήρθε από κει. Ο άντρας της την έφερε στην καρδιά του κάμπου. Τα καλύβια του χωριού ήταν ταπεινά και στην άκρη του βαρύπνοου κάμπου τα μαβιά βουνά φαντάζανε πιο τρανά, πιο απόμακρα πιο ξένα. Εδώ κύλαγε το καλοκαίρι ο μπουχός, το κάμα, που σε μαράγκιαζε και σούκοβε τη πνοή. Και το χειμώνα το νερό ήταν όπου παντού. Μια λάσπη όλος ο κάμπος και τα καλύβια δε χωρίζανε απ' αυτή. Όλα μουλισμένα, όλα δύσκολα.

        Μια  ζωή πικρή, τυραννισμένη. Και οι άνθρωποι πίνανε το ρακί. Το πίνανε πολύ. Τι άλλο να κάνανε σαν κλενούντανε τις βαρυχειμωνιές; Έμαθε κι ο πατέρας της Τασίας να το πίνει. Τ' άρεσε. Με τον καιρό τόπινε πολύ. Κι έπειτα οι γυναίκες.

        Αυτό ήταν το πιο βαρύ κακό για τη μάννα. Φτένεψε με τον καιρό. Θωριά δεν της έμενε. Κι έπειτα χάθηκε μια μέρα και τη θάψανε κάτου από το παχύ χώμα του κάμπου.

        Η Τασία ήταν ως δέκα χρονώ τότε. Ο πατέρας μέθαγε ολοένα κι ο αδερφός μάθαινε να τη χτυπά. Κι έπειτα...είναι τόσα χρόνια...τα χώνεψε πια, δεν τις κάνουν εντύπωση.

       Ο πατέρας κι ο αδερφός της την πουλήσανε. Αυτό γινότανε πολύ εύκολα για μικρά και μεγάλα παιδιά, μέσα στον κάμπο. Την πήρε ένας αρχοντοχωριάτης. Είχε πάρει κι άλλες και του φύγανε. Γι' αυτό συμφώνησε , αν του φύγει η Τασία να τού γυρίζουν το χρήμα. Η Τασία δε λέει το γιατί, έφυγε κι αυτή. Κάτι το άσκημο, κάτι που άφησε στην παιδιάτικη ψυχή μια δαχτυλιά λάσπης, βούρκου, και δε λέγεται.

      Έφυγε και τι έγινε πίσω της δεν το συλλογίστηκε , ούτε τόμαθε ποτέ! Από κει συνεχίζει μια ζωή πικρή. Βάσανα, κόποι, εξευτελισμοί. Ένα μικρό κορίτσι που χτυπά μια πόρτα κάθε τόσο. Έτσι περπατεί στα σπίτια και τις πολιτείες. Μεγαλώνει, βλέπει μαθαίνει. Και παντού το κακό, το άσκημο είναι πολύ. Έτσι κατασταλάζει στα σημερινά.

      Ο δρόμος ήτανε πολύς εκείνη την ημέρα. Αγάλια γυρίζει με το ηλιοβασίλεμα. Το κορμί είναι βασανισμένο από το διπλό βάρος. Τα μάτια είνε κομένα βαθειά. Μαβίζουν από κάτω, πάνω στο χλωμιασμένο πρόσωπο. Η μαγουλίκα της κρέμεται στον ώμο. Θέλει να τα παρατήσει και να καθίσει χάμου, μα πάλι δίνει κουράγιο στον εαυτό της για να φτάσει σπίτι.

       Τα παιδιά παίζουν στους δρόμους. Οι γυναίκες συμμαζεύουν τα σπιτικά, μπαλώνουν, μαγειρεύουν.

      Στο σπίτι η πόρτα είναι κλειστή. Τραβά την μπετούγια και μπαίνει. Πατεί προσεχτικά να μη λερώσει. Ο Νικόλας δεν είναι στο γιατάκι του. Οι γυναίκες είναι πίσω στο κουζινάκι. Δεν τις λένε κάτσε. Έχει κάτι ψηλά πονάκια, μα κείνο που την κάνει να θέλει να φωνάξει είναι το αβάσταγο βάρος που έχει σ' όλο το κορμί. Ακουμπά. αυτές κοιτάζουν τις δουλιές τους.

      - Πού είναι ο Νικόλας; ρωτά. - Δεν είναι εδώ, έφυγε, τι τον θες; - Πώς τι τον θέλω; να μη μάθω μαθές πού πα, πώς έφυγε;
     -  Δεν είν' δουλειά σ 'να μάθεις. Πα σε δουλιές. Πα στην Κατερίνη. - Τι αράθυμα μιλάς, καλέ Σταθούλα, πώς έτσι, πώς μαθές να μη μάθου;

      Η Σταθούλα φωνάζει, δεν θα τις δώσουν το λόγο. να φύγει, να ξεκουμπιστεί, με την κοιλιά της, να και τα κουρέλια της, βουρ, στο δρόμο. Τι σ 'έχουμ'; δε σ 'έχουμ' τίποτι.

      Χτυπούν καμπάνες μεγάλες, βουίζουν μηχανές, τρεμ' η γης. Ου!...κακό πράμα, οχτρός.
     
      Πώς να σταθείς. Η γειτονιά βλέπι, ακού. - Να την στο δρόμο , πάλι, με το μπογαλάκι της και την κοιλιά της. Κάθεται σ' ένα σωρό πληθιές.

      Πέτρα δεν έχει ο κάμπος, ούτε για να κοπανάς το κεφάλι σου. Δεν κλαι. Όλα είναι καμωμένα πόνοι στο κορμί της. Και τα κλάμματα και οι ένοιες και τα γέλοια.

     Μόνο που σκοτεινιάζει. Και το σιτάρι της, ο ακριβομαζωμένος καρπός. Είναι ως τρακόσιες οκάδες, με το σημερινό μαζί, θα τον πάρει, μπα! Μα τώρα, πού να πάει. Στέκει εκεί με τα χέρια κρεμασμένα πλάι στην κοιλιά της. Μια γυναίκα διαβαίνει. Μια μελαχροινή, γλυκομίλητη. Τυραννισμένη και τούτη. Έχει τρία μωρά. Στέκει και την συμπονεί.

     -  Και τώρα πού θα πάς, πώς θα τα βολέψεις καλέ; Έλα ως το σπίτι μου και γω να πάω στο Νοσοκομείο να δω τι θα γίνει. Πάνε μαζί. Με μιας μοιράζεται ο πόνος της. Ακολουθά. Τούτη την ώρα είναι πάλι παιδί. Έτσι ακλούθαγε τη μάννα της.

         Μονοκάμαρο είναι το σπιτάκι, καθαρό, φτώχεια. Την αφήνει κειδά. Της βάνει ένα ποτήρι νερό από το κανάτι. Ξεκουράσου να πάμε σιγά σιγά ως εκεί. Το μικρό κορμί κάθεται πάνω στο μπαουλάκι. Χίλιοι μαστόροι, χίλια καρφιά σφυροκοπούν πάνω του. Μπορεί νάνα καλλίτερη η ζωή για κείνην"(απόσπασμα)

Το απόσπασμα αυτό είναι το τέταρτο μέρος από το μεγάλο διήγημα της
 Μαρίας Κλωνάρη " Σαν τα χηνάρια", που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων " Ήμεροι Άνθρωποι".
Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε το 1953 από τις Εκδόσεις Πηγής και προλογίζεται από τον Γ. Βαλέτα.

Η Μαρία Κλωνάρη καταγόταν από τη Λέσβο. Άρχισε να γράφει γύρω στα 1925 και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικούς συγγραφείς της Λεσβιακής Άνοιξης, ένα σημαντικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Λέσβο μετά το 1922 και έδωσε σημαντικά έργα στην πεζογραφία . Έφυγε από τη Μυτιλήνη το 1929 και από το 1930 χάνεται για τα γράμματα. Είκοσι χρόνια μετά παρουσίασε το σκόρπιο διηγηματογραφικό της έργο.

" Τα διηγήματα της Κλωνάρη έχουν κοινωνικό περιεχόμενο και αυτό τους δίνει μεγάλη αξία. Μια βαθύτερη α ν θ ρ ω π ι ά αναδίνεται απ'όλο το έργο της. Ο γενικός τους τίτλος Ήμεροι Άνθρωποι αγκαλιάζει όλες τις μορφές του βιβλίου και την κεντρική ιδέα του. Οι ήμεροι άνθρωποι , οι ανθρωπισμένοι και καλοί, που ζητούν κάτι καλλίτερο, οι πονεμένοι και χτυπημένοι άγρια από τον πόνο και την αδικία της ζωής. Η Κλωνάρη έζησε τους ανθρώπους της και τους μελέτησε, γι' αυτό μάς τους έδωσε τόσο ζωντανούς μέσ' απ' την καυτερή ουσία, μέσ' απ' το δράμα της ζωής τους "
( Γ. Βαλέτας)

* διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου
     

3 σχόλια :

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Καταπληκτική αφήγηση που αναδύει ανθρωπιά και ευαισθησία μέσα από τη σκληρότητα των καταστάσεων που βίωναν οι εργάτες της γης.

sofia είπε...

Καλησπέρα Ευρυτάνα Ιχνηλάτη,

Το διήγημα Σαν τα χηνάρια "είναι παρμένο από τη ζωή της αγροτιάς του Θεσσαλικού κάμπου" και θεωρείται το πιο δυνατό κομμάτι αυτού του βιβλίου. Επιπλέον ο Βαλέτας θεωρεί ότι " Η Κλωνάρη ξεδιπλώνει συγκεντρωμένες όλες τις πεζογραφικές της αρετές." Το έγραψε το 1946, αλλά ήταν ανέκδοτο μέχρι το 1953.

Η Κλωνάρη τουλάχιστον εμένα μου ήταν άγνωστη μέχρι που βρήκα αυτό το βιβλίο σε ένα μεγάλο κουτί με παλιά βιβλία που ήταν για πέταμα. Και το πιο ανεκτίμητο είναι ότι φέρει την ιδιόχειρη αφιέρωση της στον καλό της φίλο που αφιερώνει το βιβλίο.

Ανώνυμος είπε...

αποκαλυψη για μενα το κομματι αυτο...ειμαι και θεσσαλη και καμπισια..