Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Γιώργου Κοτζιούλα, Θέατρο στα βουνά*(1)

Σαν εισαγωγή

Μιλώντας για τον τόπο μας και για τα χρόνια τα πριν τον πόλεμο, μπορούμε να πούμε πως η τέχνη σ' εμάς δεν είχε μεγάλη σχέση με το λαό. Ήταν προνόμιο λιγοστών αργόσχολων κι εκλεπτυσμένων. Αυτοί αγόραζαν βιβλία, σύχναζαν σ' εκθέσεις, παρακολουθούσαν συναυλίες. Οι άλλοι, ο πολύς λαός,  είχαν μεσάνυχτα από τέτοια. Ούτε τους σχετικούς όρους, τις ονομασίες δεν ήξεραν καλά - καλά. Εξάλλου κ' οι άνθρωποι της τέχνης δεν καταδέχονταν οι περισσότεροι να κοιτάξουν τη μάζα. Αντλούσαν τα θέματα απ' τον εαυτό τους, τα περιόριζαν στο στενό τους κύκλο, αδιαφορώντας αν βρίσκουν απήχηση από μέρος του συνόλου.Συχνά τους απομάκρυνε κ' η τεχνοτροπία τους απ' την αντίληψη του μεγάλου κοινού. Αυτοί δεν έγραφαν τάχα έργα με "θέση". Αυτοί έκαναν δήθεν "καθαρή" τέχνη. Μ' άλλα λόγια, ήταν οπαδοί της τέχνης για την τέχνη. Και ζούσαν μακάρια στο φιλντισένιο τους πύργο.

      Απ' αυτή την αδράνεια ήρθε να ξεσηκώσει πολλούς η περίοδος της κατοχής, του εθνικού μας αγώνα. Ό,τι  δε σκέφτηκαν στα σοβαρά ή δεν μπόρεσαν να κάμουν στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με την επαίσχυντη λογοκρισία της, παρουσιάστηκε πιο επιταχτικά, με τη μορφή του χρέους, την τετραετία του ξένου ζυγού. Ο καταχτητής είχε αφήσει κάθε πρόσχημα στην άκρη. Χτυπούσε αλύπητα όλους τους πατριώτες. Κ' η τυραννία διπλασιάστηκε, ξεσκεπάστηκε τώρα. Από κοινωνική - οικονομική που ήταν, έγινε επιπλέον εθνική. Σ' αυτή την πανελλήνια σκλαβιά μπορούσε να μείνει αδιάφορος ο τεχνίτης; Η πατριωτική του συνείδηση δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Δίπλα στο λαό που αγωνίζονταν, που έχυνε το αίμα τους στους δρόμους είτε στα βουνά, έπρεπε να δώσει ο άνθρωπος της τέχνης το παρών του. Αλλοιώς θάταν λιποταξία. Οι πιο πολλοί βρήκαν πραγματικά τον τρόπο να εκδηλωθούν. Αργά ή γρήγορα τα σχετικά έργα τους θα ιδούν αν δεν είδαν κιόλας το φως.

      Εκείνο που μένει άγνωστο ακόμα, που ίσως να μείνει για πολύν καιρό, είναι η εμφάνιση κ' η δράση της τέχνης έξω στις ελεύθερες περιοχές, εκεί που βρισκόνταν εξάλλου το επίκεντρο του αγώνα. Έχει σημασία να τονισθεί πως οι αντάρτες κι' ο πληθυσμός της υπαίθρου αισθάνθηκαν πολύ την ανάγκη της τέχνης. Κι' όπου δεν είχαν ειδικούς ανθρώπους γίνονταν οι ίδιοι τεχνίτες, δημιουργούσαν μοναχοί  τους. Πρώτα - πρώτα χρειάζονταν ψυχαγωγία. Εκεί στο λόγγο σχεδόν όπου ζούσαν, δίχως βιβλία, δίχως άλλα έντυπα απ' τον παράνομο τύπο που κ' εκείνος ερχόταν αραιά, οι σχετικά μορφωμένοι απ' αυτούς, όσοι ξέραν από απαγγελία, οι καλλίφωνοι έπρεπε να πουν κάτι τι για να περάσει η ώρα. Έτσι καθιερώθηκαν οι απαγγελίες, τ' αντάρτικα τραγούδια, πρώτα σε μικρό έπειτα σε πλατύτερο κύκλο. Έλεγαν  ό,τι θυμόνταν, ό,τι ταίριαζε στις περιστάσεις. Τα πιο πολλά έρχονταν απ' αλλού, ταξίδευαν από τόπο σε τόπο. Αλλά όπου χρειάζονταν, όπου είχαν τη δυνατότητα συμπλήρωναν, όπως είπαμε μοναχοί τους.
                          Φωτ.Σπύρος Μελετζής
       Είναι αληθινά κρίμα που δεν βγήκαν στα βουνά περισσότεροι λογοτέχνες και καλλιτέχνες. Θα είχαν να προσφέρουν πολλά στον αγώνα, τόσα που δεν φαντάζονται από δω. Θα είχαν σίγουρα να ωφεληθούν κ' οι ίδιοι. Η αλληλεπίδραση μεταξύ τέχνης και λαού θάταν πολύ πιο αποδοτική. Τα παλληκάρια που πολεμούσαν χρειάζονταν τραγούδια. Έδιναν μάχες κ' ήθελαν να τις θυμούνται. Έμπαιναν στα χωριά κ' έπρεπε να τα ξεσηκώσουν. Ποιος θάγραφε τους στίχους; Ποιος θα βρισκε το σκοπό; Οι ποιητές, οι μουσουργοί έλειπαν στα κέντρα. Μα οι πολεμιστές , ο αγωνιζόμενος λαός δεν απογοήτευονταν εύκολα. Αυτοί που με το τίποτε είχαν δημιουργήσει έναν επίφοβο στρατό, αυτοί που είχαν θεμελιώσει μια νέα κατάσταση στα χωριά ήταν ικανοί να τα βολέψουν με όλα. Έτσι πέτυχαν αβοήθητοι και στον τομέα της τέχνης.

Απ' τις απλές απαγγελίες και τα τραγούδια της αντίστασης, που δεν απαιτούσαν άλλωστε κανένα υλικό, προχώρησαν σε πιο σύνθετες, πιο δύσκολες εκδηλώσεις. Έκαμαν και θ έ α τ ρ ο. Άρχισαν από μιμήσεις, σκετς, κ' έφτασαν σε κανονικές παραστάσεις. Έκαμαν την αρχή με κουβέντες και στο τέλος διαθέταν σκηνικά. Οι ερασιτέχνες εξελίχθηκαν σε αληθινούς ηθοποιούς που ικανοποιούσαν απόλυτα το κοινό. Από το "Χορό του Ζαλόγγου" κι άλλα του ίδιου ποιού μεταπήδησαν σ' έργα με συγχρονισμένα θέματα, με ανώτερη πνοή. Αυτά όλα έγιναν χωρίς διδασκαλίες, αυθόρμητα και ομαδικά, στο περιθώριο της άλλης υπηρεσίας. Και το σπουδαίο είναι πως βρήκαν μεγάλη απήχηση, πήραν παλλαϊκό χαρακτήρα. Ήταν θέματα ελεύθερα για όλους, χωρίς εισιτήριο, χωρίς διατυπώσεις. Τάβλεπαν κ' οι γυναίκες, τάβλεπαν και τα παιδιά, που τα χάραζαν για πάντα στο ξάστερο μυαλό τους.

Η λέξη θέατρο μόλις ήταν γνωστή ως τότε στα περισσότερα χωριά.Τη μεταχειρίζονταν όμως μ' έννοια μεταφορική, εξευτελιστική. Λέγοντας για κάποιον ή κάποια "γίνηκε θέατρο!" εννοούσαν πώς τον ρεζίλεψαν, τον έκαμαν σουργούνι. Μονάχα όσοι κατέβαιναν μια φορά στο παζάρι, στην εμποροπανήγυρη της επαρχίας, είχαν τον τρόπο να ιδούν απ' αυτό το πράμα. Μονάχα γελούσαν με τα κωμικά παθήματα του Μπαρμπαγιώργου από τον ανεψιό του ή με τους ατελείωτους ξυλοδαρμούς του τελευταίου από το Χατζαϊβάτη. Αυτό ήταν η μόνη πείρα τους από τη σκηνή. Ακόμα τις απόκρηες , της Λαμπρής, όταν έβγαιναν στο μεσοχώρι οι " προσωπίδες" και παράσταιναν πρόχειρα το πιο πολύ με χειρονομίες, ήταν κι αυτό ένα είδος θέατρο για τους χωριάτες. Αλλά ετούτο που τούς φέραν  οι αντάρτες, που τούς δημιούργησαν οι οργανώσεις, ήταν κάτι αλλοιώτικο, κάτι πολύ πιο ζηλευτό. Τους διασκέδαζε όμορφα και συνάμα τούς άνοιγε τα μάτια. Τούς έφερνε κοντά σε μια μορφή γνήσιου πολιτισμού.

Αμέτρητες είναι οι θεατρικές εκδηλώσεις στις επαρχίες μας ως τη λεγόμενη απελευθέρωση. Άλλες είχαν περιορισμένα πλαίσια, άλλες ξανοίχτηκαν και πιο πλατιά. Στις περισσότερες πρωτοστατούσαν οι νεώτεροι, οι επονίτες. Όσοι προπάντων ανήκαν στις υποδειγματικές ομάδες πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στο κεφάλαιο αυτό. Δεν έδιναν παραστάσεις μόνο στις έδρες τους( αυτό γινόταν και με τους άλλους αντάρτες) αλλά περίοδευαν και στα χωριά ψυχαγωγώντας έτσι το πλήθος. Σε πολλά τούς δόθηκε η ευκαιρία να στήσουν και σκηνή. Κ' έτσι το πέρασμά τους άφηνε πίσω σημάδια εξέλιξης. Τα κακοπάτια εκείνα μέρη οργώνονταν όλο και πιο βαθιά, με το αλέτρι της προόδου. Οι σπόροι δε φαίνονται πια μα κάποτε θα βγούνε.

Νομίζω πως επιβάλλεται, μόλις ανασάνουμε από τη συνέχιση της κατοχής, οι υπεύθυνοι για τέτοιες δουλειές να συγκεντρώσουν τα στοιχεία που υπάρχουν και να τα φέρουν στη δημοσιότητα. Θα φωτιστεί μια πλευρά  του αγώνα από τις πιο ανέλπιστες , τις πιο συγχρονισμένες. Σε μια εποχή όπου θα η πολύμορφη αντίδραση προσπαθεί με όλα της τα μέσα να κηλιδώσει τον τίμιο αγώνα αγώνα μας, έχουμε υποχρέωση απέναντι της ιστορίας ν' αποστομώσουμε τους συκοφάντες με τα γεγονότα.


* Αυτός είν' ο τίτλος των αφηγήσεων του για τη "Λαϊκή Σκηνή" θέατρο που έφτιαξε ο ίδιος κατά την περίοδο της κατοχής στην Ήπειρο και έδινε παραστάσεις ως τη Δυτική Στερεά Ελλάδα  και τα νησιά του Ιονίου. Τα έργα που έπαιζε η "Λαϊκή Σκηνή" της ΥΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ γράφτηκαν από το Γιώργο Κοτζιούλα και είναι αρκετά.

Η αφήγηση είναι δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Τέχνης του Μαρτίου - Απριλίου 1962 ,στο  τεύχος 87-88, που είναι αφιερωμένο στην Αντίσταση.


Δεν υπάρχουν σχόλια :