Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Το κελάηδημα της τσίχλας




ΣΙΧΛΑ τὴν πα­ρα­νο­μά­ζα­νε στὸ χω­ριὸ τὴν Ἀν­νού­λα. Κι’ ἔ­ζη­σε καὶ πέ­θα­νε Τσί­χλα.
Εἴ­τα­νε μιᾶς μπου­κιᾶς ἀν­θρω­πά­κι. Ἀ­δύ­να­τη, μὲ ψι­λὰ κα­νιά, δί­χως βά­ρος, πε­τού­με­νη. Δὲν περ­πα­τοῦ­σε – πή­δα­γε κι’ ἔ­τρε­χε.
       Ἀλ­λὰ γιὰ ποι­ό χω­ριὸ μι­λᾶ­με;
      Γιὰ ἕ­ν’ ἀ­πὸ κεῖ­να τὰ βου­νί­σια, ποὺ σκαρ­φα­λώ­νου­νε στὴν πλα­γιὰ τοῦ βου­νοῦ κ’ εἶ­ναι ὅ­λα τὰ ἴ­δια. Ὄ­μορ­φα, μὰ φτω­χὰ καὶ μί­ζε­ρα κι’ ἀ­φη­μέ­να στὴν τύ­χη τους κι ἀ­πὸ Θε­οὺς κι ἀν­θρώ­πους.
      Μιὰ ρε­μα­τιὰ στὴν κα­τη­φο­ριὰ μὲ τὶς κόκ­κι­νες ρο­δο­δάφ­νες καὶ μιὰ γι­δό­στρα­τα, ποὺ φέρ­νει μὲς ἀ­πὸ τὸ δά­σος τῶν πέφ­κων στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ. Τό­σο ἀ­πό­με­ρο, ξε­χα­σμέ­νο χω­ριό, ποὺ σχε­δὸν εἶ­χε κι ἀ­φτὸ ξε­χά­σει τ’ ὄ­νο­μά του.
      Δὲν τοῦ χρει­α­ζό­τα­νε, λὲς καὶ τοῦ πε­φτε βά­ρος.
      Ἀλ­λ’ ὅ­σο τοὺς λεί­που­νε τῶν μι­κρῶν ἀ­φτῶν χω­ρι­ῶν, πο­λι­τι­σμός, φρον­τί­δα καὶ χορ­τα­σιά, τό­σο τοὺς πε­ρισ­σέ­β’ ἡ ψυ­χή, ψυ­χὴ τοῦ λα­οῦ!
      Εἴ­μα­στε στὸν τε­λε­φταῖ­ο χρό­νο τῆς κα­το­χῆς.
      Τὸ χω­ριό, ποὺ λέ­με, βρι­σκό­τα­νε στὰ σύ­νο­ρα τῶν δύ­ο Ἑλ­λά­δων: τῆς λέ­φτε­ρης καὶ τῆς συ­νερ­γα­ζό­με­νης. Ἀλ­λὰ πρὸς τὰ ἐ­δῶ.
      Ἕ­να γερ­μα­νι­κὸ φυ­λά­κιο προ­σπα­θοῦ­σε μὲ τοὺς να­ζῆ­δες τοὺς δι­κούς του καὶ τοὺς τσο­λιά­δες τοὺς «δι­κούς μας» νὰ μπο­δί­ζει τὴ λε­φτε­ριὰ νὰ κα­τέ­βει ἀ­π’ τὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ πρὸς τὰ κά­τω – στὸν κάμ­πο. Για­τὶ κεῖ ψη­λὰ στὴν κορ­φὴ τοῦ βου­νοῦ εἴ­χα­νε φω­λιά­σ’ οἱ ἀ­γω­νι­στὲς τοῦ Ἔ­θνους κι ἑ­τοι­μά­ζα­νε «κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να» γιὰ τοὺς ἐ­χθρούς.
      Μὲ τὴν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὴν ἐ­πι­τρο­πὴ τοῦ χω­ριοῦ εἴ­χα­νε συ­χνὴν ἐ­πα­φή. Ἀλ­λὰ πῶς; Μέ­σον τῆς τσί­χλας. Εἴ­τα­νε κό­ρη μιᾶς φτω­χειᾶς χη­ρε­βά­με­νης τοῦ χω­ριοῦ, ποὺ ὁ ἄν­τρας της σκο­τώ­θη­κε στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Ὀ­χτὼ μὲ δέ­κα χρο­νῶν ἡ τσί­χλα. Μὰ γε­μά­τη φω­νή, ξυ­πνά­δα καὶ μῖ­σος ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἐ­χθρῶν. Καὶ σβέλ­τη καὶ μπα­σμέ­νη στὴ ζω­ὴ —σὰν ὥ­ρι­μο πλά­σμα— κι ἀ­δεί­λια­στη.
      Κα­λὸς και­ρὸς στὰ τέ­λη τοῦ Δε­κέμ­βρη. Ἥ­λιος καὶ στέ­γνη – μὰ καὶ κρύ­ο τσου­χτε­ρό.
      Ἡ Τσί­χλα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα παι­διά (τὰ σκο­λειὰ κλει­σμέ­να!) βγαί­ναν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ χω­ριὸ σ’ ἕ­να πλά­τω­μα πρὸς τὸ ρέ­μα καὶ παί­ζα­νε μπρο­στὰ στὰ μά­τια τῶν Γερ­μα­νῶν καὶ τῶν τσο­λιά­δων.
      Παί­ζα­νε τό­πι.
      Ἡ Τσί­χλα, πά­νου στὸ φούν­τω­μα τοῦ παι­χνι­διοῦ, τί­να­ζε τὸ τό­πι ὅ­σο μπο­ροῦ­σε πι­ό­τε­ρο, νὰ τὸ φτά­σει.
      Τὸ τό­πι κυ­λοῦ­σε κά­του στὴ ρε­μα­τιὰ κι ἡ Τσί­χλα κυ­λοῦ­σε κι ἀ­φτή.
      Ὄ­χι πο­λὺ ψη­λά, μέ­σα στὸ δά­σος τὴν πε­ρι­μέ­να­νε κα­τὰ τὸ με­ση­μέ­ρι, κά­θε μέ­ρα δυ­ὸ ἀν­τάρ­τες. Τοὺς ἔ­δι­νε τὸ μή­νυ­μα γραμ­μέ­νο ἢ στο­μα­τι­κὰ τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς καὶ ξα­να­γυρ­νοῦ­σε πί­σω λα­χα­νι­α­σμέ­νη (γιὰ νὰ μὴν ἀρ­γή­σει) μὲ τὸ τό­πι στὰ χέ­ρια!
      Ἀλ­λ’ ἀ­φτὸ τὸ τα­χτι­κὸ χά­σι­μο τῆς Τσί­χλας μέ­σα στὸ δά­σος πο­νή­ρε­ψε τοὺς «ἐ­χθροὺς» ξέ­νους καὶ δι­κούς.
      «Πρέ­πει νὰ ἰ­δοῦ­με τὶ τρέ­χει, μὲ τρό­πο – για­τὶ τὸ μω­ρὸ εἶ­ναι πο­λὺ πο­νη­ρό…».
      Ἀλ­λὰ δὲν χρει­ά­στη­κε τρό­πος. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ, δε­ξὶ χέ­ρι τῶν Να­ζή­δων, ἔ­κα­νε τὴν τε­λε­φταί­α του ὑ­πη­ρε­σί­α «πρὸς τὴν Πα­τρί­δα». Τοὺς πλη­ρο­φό­ρη­σε τὶ συμ­βαί­νει.
      Ὅ­ταν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ Τσί­χλα ξα­νά­κα­νε τὸ «παι­χνί­δι» της, τρέ­ξα­νε πί­σω ἀ­πὸ τὸ τό­πι Να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοί», στα­μα­τή­σα­νε τὸ τό­πι, στα­μα­τή­σα­νε κι ἀ­φτή­νε καὶ τὴν ψά­ξα­νε.
      Βρή­κα­νε χω­μέ­νο μέ­σα στὰ μαλ­λιά της ἕ­να χαρ­τά­κι.
      «Ἔ­λα δῶ, που­λά­κι μου, τὴ ρώ­τη­σε ὁ πρό­ε­δρος. Ποι­ός σοῦ τό δω­σε τοῦ­το;»
      «Μό­νη μου τό γρα­ψα.»
      «Καὶ τί ξέ­ρεις ἐ­σὺ ἀ­πὸ τέ­τοι­α πρά­μα­τα;»
      «Ὅ­λοι μας ξέ­ρου­με.»
      «Καὶ τί ἄλ­λο “παι­χνί­δι” ξέ­ρεις;»
      «Ὅ­λα. Καὶ νὰ τρέ­χω. Καὶ νὰ πη­δῶ. Καὶ νὰ τρα­γου­δῶ. Νὰ σκαρ­φα­λώ­νω στὰ δέν­τρα, νὰ καρ­πο­λο­γῶ καὶ νὰ πιά­νω που­λά­κια στὶς φω­λι­ές τους.»
      «Γιὰ σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἀ­φτή­νε τὴν ἐ­λιὰ νὰ σὲ ἰ­δοῦ­με;»
      Ἡ Τσί­χλα βρέ­θη­κε σ’ ἕ­να λε­πτὸ πά­νω στὸ δέν­τρο.
      «Ξέ­ρεις, εἶ­πες, νὰ τρα­γου­δᾶς. Γιὰ πές μας κα­νέ­να “σκο­πὸ” ν’ ἀ­κού­σου­με; Ὅ,τι σοῦ ἀ­ρέ­σει.»
      Κ’ ἡ Τσί­χλα μὲ λα­γα­ρὴ παι­δι­ά­στι­κη φω­νὴ κε­λά­η­δη­σε.

      «Μά­βρ’ εἶ­ν’ ἡ νύ­χτα στὰ βου­νά…» (Ἀ­φτὸ τὸ τρα­γού­δι εἴ­τα­νε τό­τες τὸ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νο τρα­γού­δι τῶν σκλα­βω­μέ­νων Ἑλ­λή­νων.)

      Μπαμ!, μπάμ!, μπάμ!…
      Οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες κι οἱ τσο­λιά­δες τὴ βά­λα­νε στὸ ση­μά­δι καὶ τὴ σκο­τώ­σα­νε σὰν που­λί. Καὶ τὸ που­λὶ σω­ρι­ά­στη­κε χά­μου, μιᾶς φού­χτας σῶ­μα κι ἀ­πέ­ραν­τη ψυ­χή. Ἡ ψυ­χὴ ὅ­λης τῆς Ἑλ­λά­δας.
      Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα, τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ καμ­πά­νες δι­α­λα­λού­σα­νε τὴ γέν­νη­ση τοῦ «Σω­τῆ­ρος», πέ­σα­νε ξαφ­νι­κὰ στὸ χω­ριὸ οἱ ἀν­τάρ­τες – καὶ να­ζῆ­δες καὶ «δι­κοὶ» κι ὁ πρό­ε­δρος πλη­ρώ­σαν μὲ τὴ ζω­ή τους τὸ ἄ­ναν­τρό τους ἔγ­κλη­μα.
      Κι ὕ­στε­ρα;
      Ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ ἕ­να χρό­νο ἡ «ἐ­λευ­θε­ρί­α» εἶ­χε κυ­νη­γη­θεῖ στε­ριᾶς καὶ πε­λά­ου ἀ­π’ ὅ­λη τὴν Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λὰ κά­θε Χρι­στού­γεν­να, με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, οἱ χα­ρού­με­νοι ἀν­τί­λα­λοι τῆς καμ­πά­νας δὲν μπο­ρ­οῦ­νε νὰ πνί­ξου­νε τὸ θλι­βε­ρὸ κε­λά­­δη­μα τῆς Τσί­χλας καὶ τὸ κλά­μα τῆς Πα­τρί­δας…

Κώστας Βάρναλης

(Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα 16 Δεκεμβρίου 1974)
Πηγή: Γιὰ τὴν Χι­λι­ά­κρι­βη τὴ Λευ­τε­ριά, Δι­η­γή­μα­τα τῆς Ἀν­τί­στα­σης, Πο­λι­τι­στι­κές καὶ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἐκ­δό­σεις, Ἀθήνα, 1961.


Δεν υπάρχουν σχόλια :